Ουσιαστικά το βιβλίο αυτό είναι το πρώτο της τριλογίας, ήτοι «της τριμερούς ιστορίας», με τα οποία ασχολήθηκε και θα ασχοληθή ο συγγραφεύς. Το πρώτο είναι το παρόν βιβλίο, το δεύτερο θα είναι ο Διαφωτισμός (1700-1821) και το τρίτο «Η Μεγάλη Ιδέα» (1829-1922).
Θα ήθελα να παρουσιάσω με συντομία τρία σημεία.
1. Χαρίσματα του συγγραφέως
Όταν
μελετά κανείς διάφορα φαινόμενα, ιδεολογικά, πολιτικά, οικονομικά, όπως
ο ίδιος ο συγγραφεύς γράφει, δεν μπορεί να τα ξεχωρίση από τους
εκφραστές τους. Το ίδιο όταν μελετά κανείς ένα βιβλίο, δεν μπορεί να το
αποσυνδέση από τον συγγραφέα του. Το ίδιο συμβαίνει και με το παρόν
βιβλίο.
Παρακολουθώ εδώ και πολύ καιρό την
πορεία και την εξέλιξη της προσωπικότητος και της σκέψης του Γιώργου
Καραμπελιά. Ο ίδιος πέρασε μέσα από επαναστατικές ομάδες,
δραστηριοποιήθηκε στην εναλλακτική Αριστερά, συμμετείχε στον
αντιδικτατορικό αγώνα και στον Μάη του '68 στο Παρίσι, υπήρξε μέλος των
οικολόγων και εναλλακτικών, δημιούργησε με άλλους το βιβλιοπωλείο και
τις εκδόσεις «Κομμούνα», που σήμερα ονομάζεται «Εναλλακτικό
Βιβλιοπωλείο-Εκδόσεις», συμμετέχει στην συντακτική Επιτροπή του
«Άρδην»
και στην συντακτική Επιτροπή της 15μερης εφημερίδας «Ρήξη». Οπότε, με τα
δεδομένα αυτά το παρόν βιβλίο αποτελεί έναν άθλο.
Ακόμη
ο Γιώργος Καραμπελιάς έχει μεγάλα διανοητικά προσόντα, γερό μυαλό,
ισχυρή κριτική σκέψη και καταπληκτική διεισδυτικότητα. Επίσης, παρατηρεί
κανείς ότι για την συγγραφή του βιβλίου αυτού έχει μελετήσει πολλά
βιβλία, απέκτησε γνώσεις πολλές, γι' αυτό μπορεί να πη κανείς ότι είναι
ένα βιβλίο με έναν πλούτο εγκυκλοπαιδικών-ιστορικών γνώσεων και το
σπουδαιότερο είναι ότι έχει μια ενοποιούσα αρχή.
Επί
πλέον ο Γιώργος Καραμπελιάς έχει τόλμη, είναι ένας ρηξικέλευθος
άνθρωπος. Κάνει ρήξεις στην ζωή του, στις σκέψεις του και αναθεωρήσεις
στον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό προϋποθέτει όχι μόνον κριτική, αλλά και
ελεύθερη σκέψη. Στο παρόν βιβλίο κάνει λόγο για «στρεβλώσεις που έχουν
συσσωρευθεί επί αιώνες» σχετικά με την βυζαντινή ιστορία, σύμφωνα με το
σχήμα Γίββων και Βολταίρος που ενστερνίστηκε εν πολλοίς ο Κοραής και ο
ελληνικός κλασσικισμός, για «ασύγγνωστες πλάνες μου (μας)» σχετικά με το
Βυζάντιο, για τις αποσιωπήσεις των ιστορικών, για υποτίμηση του
Βυζαντίου από Έλληνες διανοούμενους, για την απέχθεια αυτών που
προέρχονται από την Αριστερά στον μεγαλοϊδεατισμό, για την «πανίσχυρη
βυζαντινή προκατάληψη της μεταπολίτευσης» κλπ.
Ο
συγγραφέας σαφέστατα παρατηρεί ότι το Βυζάντιο «ακόμη και την τελευταία
περίοδο, παρ' όλο που είχε αρχίσει να υστερεί στις οικονομικές
επιδόσεις και την τεχνολογία, προηγείτο στην "κοινωνική πολιτική" έναντι
της Δύσης, το επίπεδο του "πολιτισμού" ήταν υψηλότερο, ενώ η κοινωνία
είχε αρχίσει να μετεξελίσσεται εις βάθος». Μάλιστα, αφού αναφέρεται σε
παλαιότερες αποσπασματικές και διαστρεβλωτικές απόψεις της Αριστεράς,
καταλήγει: «Το Βυζάντιο, στην ακεραιότητά του, υπήρξε ταυτόχρονα έκφραση
της ορθόδοξης πνευματικότητας, συνεχιστής του αρχαίου ελληνικού
πολιτισμού, πρωτοπόρο στην "Αναγέννηση" των νέων χρόνων και –μετά τον
11ο ή τον 12ο αιώνα– πρώτη πολιτισμική και πολιτειακή έκφραση του νέου
ελληνισμού».
2. Η σημασία της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως το 1204
Η
βασική σκέψη του συγγραφέως, όπως φαίνεται και στον τίτλο του βιβλίου,
είναι η μεγάλη σημασία του έτους 1204 για την διαμόρφωση του νεωτέρου
ελληνισμού. Πρόκειται για μια συμβολική αφετηρία, από την άποψη ότι
προηγήθηκαν του έτους αυτού διάφορες γονιμοποιήσεις, αλλά και
ακολούθησαν άλλα γεγονότα.
Είναι γνωστόν ότι η
παλαιότερη «διαφωτιστική» άποψη των διανοουμένων που χαρακτηριζόταν, ως
φιλοδυτική, υποστήριζε ότι το ορόσημο για την γένεση του νεοελληνικού
Κράτους ήταν το 1453, ενώ η νεώτερη γενιά διανοουμένων μεταθέτει αυτό το
ορόσημο στην περίοδο μετά το 1821. Ο Γιώργος Καραμπελιάς προχωρεί πιο
πέρα από τις απόψεις αυτές για να τονίση ότι το ορόσημο αυτό πρέπει να
προσδιορισθή το έτος 1204, όσα προηγήθηκαν αυτού και όσα ακολούθησαν.
Βέβαια
ο όρος «νεοέλληνας» - «νέος έλληνας» πρώτη φορά αναφέρεται σε βιβλίο το
1675 που τυπώθηκε στην Βενετία από τον Ιερέα Γεώργιο Κονταρή και
χρησιμοποιήθηκε κυρίως με την ίδρυση του ελληνικού Κράτους, μετά την
Επανάσταση του 1821, σε μια προσπάθεια χειραφετήσεως του νέου ελληνισμού
από την αρχαιοελληνική και ρωμαίϊκη παράδοση. Ο Γιώργος Καραμπελιάς
γνωρίζει αυτήν την πραγματικότητα, γι' αυτό χρησιμοποίησε τον όρο
«νεώτερο Ελληνισμό», όπως θα λέγαμε αρχαία εποχή, μέση και νεώτερη.
Πάντως
οι λόγοι που οδήγησαν τον Γιώργο Καραμπελιά σε αυτήν την άποψη είναι
πολλοί, ήτοι ότι με την επιθετική εμφάνιση των Δυτικών «ολοκληρώνεται η
συνείδηση της διαφορετικότητας και της ενότητας των βυζαντινών Ελλήνων»,
«οι άρχουσες τάξεις» του Κράτους προσεγγίζουν «την ελληνική ταυτότητα
των λαϊκών στρωμάτων», μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204
δημιουργούνται «πολλές εστίες αντίστασης» και επομένως αυτό αποτελεί
«και την οριστική επιβεβαίωση της αναδύσεως του νεωτέρου ελληνισμού»,
από την περίοδο εκείνη και μετά το 1054 επήλθε «οριστική ρήξη της
Ορθοδοξίας με τους Δυτικούς», ότι ακόμη παρατηρείται μια στροφή στους
αρχαίους Έλληνες, με αποτέλεσμα να αναπτυχθή η μεγάλη «παλαιολόγεια
Αναγέννηση», «στα γράμματα και τις τέχνες».
Επί
πλέον το έτος 1204 υπήρξε και σημαντικό για την Δύση, γιατί με τις
ληστρικές αρπαγές των Σταυροφόρων συσσωρεύθηκαν διάφορα υλικά κεφάλαια
στην Δύση. Αυτό θα συντελέση στην «ανάπτυξη του βιομηχανικού
καπιταλισμού ορισμένους αιώνες αργότερα». Οι ιταλικές πόλεις Βενετία και
Γένουα και οι Φράγκοι θα απομυζήσουν τον βυζαντινό χώρο και τις
αραβικές περιοχές. «Η πρώτη σύγχρονη αποικιοκρατική αυτοκρατορία, η
Βενετία, θα δημιουργηθεί λεηλατώντας τα ελληνικά εδάφη», το ίδιο θα γίνη
και με την Γένουα. Με «το έμβλημα του ιερού πολέμου» ολόκληρη η Δύση,
Ιταλοί και Φράγκοι, Νορμανδοί και Άγγλοι, Ισπανοί και Καταλανοί,
Ναβαρραίοι, Λατίνοι κληρικοί και μοναχοί, θα κάνουν αυτήν «την πρώτη
μεγάλη αποικιακή εξόρμηση». Παρατηρούνται «ληστεία και αρπαγή»,
«φεουδαλική κατάτμηση και εκμετάλλευση των αγροτών». Παρά το ότι όλοι
αυτοί έχουν αντιθέσεις μεταξύ τους «ως προς τις διανομές της λείας, θα
μείνουν συνασπισμένοι ως το τέλος, απέναντι στους "αιρετικούς"
Ορθοδόξους, σε μια πρώτη "πειραματική" εκδοχή ιμπεριαλιστικής
συμμαχίας». Επομένως, «η συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Δύσης είχε ως πρώτο
ιστορικό αναβαθμό την υποταγή και την λεηλασία της ευρωπαϊκής Ανατολής».
Η
μεγάλη σημασία της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως του 1204, όπως την
παρουσιάζουν πολλοί, μεταξύ των οποίων και ο χρονικογράφος Νικήτας
Χωνιάτης, τόσο για την Ανατολή όσο και για την Δύση, συνετέλεσε ώστε να
επιχειρηθή η αποσιώπησή της. Όλοι ομιλούν για την άλωση της
Κωνσταντινουπόλεως το 1453 από τους Οθωμανούς, από την οποία άρχισε
επισήμως η Τουρκοκρατία, και σχεδόν αποσιωπάται η άλωση (πρώτη) κατά το
έτος 1204 από τους Δυτικούς, που υπήρξε πιο σημαντική και τραγική. Κατά
τον συγγραφέα «αυτή η παρασιώπηση συνεπάγεται την απόκρυψη των
αποικιακού τύπου σχέσεων που εγκαθιδρύθηκαν έκτοτε ανάμεσα στους
Δυτικούς κατακτητές και τους Έλληνες του ύστερου Βυζαντίου,
παραχαράσσοντας, επί πλέον, την ίδια την παγκόσμια ιστορία, ειδικότερα
στο αποφασιστικό κεφάλαιο που αφορά στην αποικιοκρατική συγκρότηση της
Δύσης».
Και πριν το 1204 το Βυζαντινό Κράτος
με τις λεγόμενες «διομολογήσεις στους ξένους εμπόρους» αποτελούσε μια
«ημι-αποικία», αλλά το έτος αυτό με την πρώτη άλωση παίχτηκε «η
τελευταία πράξη του δράματος». Μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως
το 1261 δεν μπόρεσε αυτή ποτέ να ορθοποδήση, οπότε μοιραία επήλθε το
τέλος κατά το 1453.
Πράγματι, «η Φραγκοκρατία
στην Ελλάδα αποτέλεσε κυριολεκτικώς μια σπουδή αποικιοκρατίας». Την
περίοδο αυτή γίνεται μια άμεση εκμετάλλευση, ο πλούτος συγκεντρώνεται
«στα χέρια των Φράγκων φεουδαρχών και των Ιταλών εμπόρων»,
«πραγματοποιείται εποικισμός με την μεταφορά εποίκων από τις
"μητροπόλεις" της Δύσης στα κατακτημένα εδάφη», «επιχειρείται να
επιβληθεί στους κατακτημένους η θρησκεία και η γλώσσα των κατακτητών,
ενώ καταστρέφονται τα επιτεύγματα του πολιτισμού τους –λεηλασία
μνημείων, καταστροφή χειρογράφων κ.ο.κ».
|
Η ανατολική Μεσόγειος μετά το 1204 (από εδώ) |
Φυσικά,
στην αποικιακή αυτή επιδρομή της Δύσεως στην ανατολή, που είναι πρώτα
οικονομική και έπειτα εδαφική, παρατηρείται «η ιδιοπροσωπία του νεωτέρου
ελληνισμού ως αντιστασιακής εθνικής ταυτότητας». Στο βιβλίο αυτό που
μελετάμε περιγράφονται πολλές τέτοιες αντιστάσεις και επαναστατικά
κινήματα.
Γενικά το 1204, κατά τον συγγραφέα,
είναι η στιγμή «της παραδειγματικής γένεσης της νεώτερης ταυτότητά μας,
η οποία είναι ταυτόχρονα και η πράξη της γένεσης μιας κατακτητικής
ληστρικής Ευρώπης».
Ο Γιώργος Καραμπελιάς
παρατηρεί ότι και σήμερα ως Κράτος βρισκόμαστε σε παράλληλη εποχή, αφού
σύγχρονα γεγονότα (από Ανατολή και Δύση) μας απειλούν «με σύνθλιψη», και
ερωτά: «Η Δύση, στην κυρίαρχη σήμερα ατλαντική εκδοχή της, είναι άραγε
διατεθειμένη να "προστατεύσει" η θέλει να μας "προσφέρει" ως αντάλλαγμα
για την "εξημέρωση" της τουρκικής "Ανατολής", όπως είχε κάνει και
τότε;». Και προσφέροντας μια θετική πρόταση γράφει ότι «η Ευρώπη είναι
υποχρεωμένη να μετακινηθή "ανατολικότερα" και να συναντήσει την
βυζαντινή της καταγωγή που όχι απλώς έχει αποκρύψει, αλλά και την είχε
βίαια ποδοπατήσει».
Το βιβλίο «1204, η
διαμόρφωση του νεώτερου Ελληνισμού» διαιρείται σε έξι μεγάλες ενότητες. Η
πρώτη ενότητα έχει τίτλο «Βυζαντινή πραγματικότητα» και αναφέρεται στο
Βυζάντιο και στην ιστορία του, την παιδεία, την κοινωνία, την οικονομία,
το δίκαιο, την πρόνοια, την ιατρική, την τέχνη κλπ.
Η
δεύτερη ενότητα έχει τίτλο «Πρόκληση και Επανάσταση» και αναφέρεται
στην πρώτη άλωση, τις εσωτερικές αντιθέσεις και εξωτερικές επιβουλές,
την Φραγκοκρατία, την Τουρκοκρατία, την σχέση των Βυζαντινών με τους
Λατίνους και τους Τούρκους, το κίνημα των ζηλωτών, την στροφή στην
αρχαία Ελλάδα κλπ.
Η τρίτη ενότητα έχει τίτλο
«Μια ελληνική αναγέννηση» στην οποία γίνεται λόγος για μια αναγέννηση
που γίνεται με την λογοτεχνία, το λόγιο μυθιστόρημα, τον έρωτα και την
σάτιρα, την ερωτική και σατιρική ποίηση, την λογιότητα, το γλωσσικό
ζήτημα, την αισθητική των εικόνων.
Η τέταρτη
ενότητα έχει τίτλο «Φιλοσοφία και ησυχία» στην οποία επιχειρείται μια
παρουσίαση των φιλοσόφων και των ησυχαστών, που έζησαν και έδρασαν την
περίοδο πριν την δεύτερη άλωση του 1453.
Η
πέμπτη ενότητα έχει τίτλο «Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο» και εκθέτει όλη
την ζωή του Ελληνισμού μετά την τελική πτώση της Κωνσταντινουπόλεως.
Η
έκτη ενότητα έχει τίτλο «Χρονολόγιο-βιβλιογραφία-ευρετήριο» και δίδει
ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την έρευνα την οποία έχει κάνει.
Στο τέλος του βιβλίου παρουσιάζονται χάρτες και εικόνες που συμπληρώνουν την συγκρότησή του.
Διαβάζοντας
το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά εντόπισα την σκέψη του που προκάλεσε
το ενδιαφέρον μου, στην οποία κάνει λόγο για την μεγάλη αναγέννηση που
άρχισε τον 19ο αιώνα μετά την κατασυκοφάντηση του Βυζαντίου, ενώ το
Βυζάντιο παρουσιάσθηκε ως «Κιβωτός του Ελληνισμού και ως εκφραστής ενός
πρωτότυπου πολιτισμού» από πλευράς φιλολογίας, λαογραφίας,
ιστοριογραφίας, ιστοριογραφίας της ιατρικής, νομικής επιστήμης, ιστορίας
της τέχνης, επιστήμης φιλοσοφίας, βυζαντινής θεολογίας.
3. «Φιλοσοφία και ησυχία»
Όπως προανέφερα, καίτοι διάβασα σχεδόν όλο το βιβλίο, ανέγνωσα προσεκτικά το 4ο κεφάλαιό του με τίτλο «Φιλοσοφία και ησυχία».
Ο
λόγος που με προακάλεσε είναι ότι όταν έχω μπροστά μου ένα βιβλίο και
παρατηρώ τα περιεχόμενά του, κατ' αρχάς ανατρέχω στο κεφάλαιο εκείνο το
οποίο με ενδιαφέρει και για το οποίο έχω ασχοληθή. Εκεί ακριβώς προσπαθώ
να διερευνήσω κατά πόσον ο συγγραφεύς έχει μελετήσει τα θέματα και
διακρίνεται από μια σοβαρότητα και αντικειμενικότητα. Όταν γνωρίζη
κανείς καλά ένα θέμα, τότε μπορεί να «παλέψη» –να εκτιμήση θετικά η
αρνητικά– με τον συγγραφέα που ασχολείται με το ίδιο θέμα.
Εδώ
και 40 περίπου χρόνια έχω ασχοληθή με την περίοδο του 14ου αιώνος,
δηλαδή μεταξύ της πρώτης αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους
Φράγκους (1204) και της δεύτερης αλώσεως από τους Οθωμανούς (1453).
Ιδιαιτέρως ασχολήθηκα με την περίοδο που έζησε ο άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς και με όλο το κίνημα του λεγομένου
ησυχασμού που αναπτύχθηκε την
περίοδο εκείνη. Έτσι, εξέδωσα πολλά βιβλία γύρω από αυτό το θέμα και
μελέτησα όλη σχεδόν την βιβλιογραφία.
Ακριβώς
αυτό με έκανε να ανατρέξω στο κεφάλαιο του βιβλίου του Γιώργου
Καραμπελιά, στο οποίο κάνει λόγο για την φιλοσοφία και τον ησυχασμό.
Καίτοι φαίνεται ότι ο συγγραφέας δεν έχει μελετήσει τα έργα μου, εν
τούτοις όμως συμπίπτουμε. Διεπίστωσα ότι κάνει καλή χρήση των πηγών,
χωρίς να τις διαστρέφη. Μάλιστα βρήκα και μερικές λεπτομέρειες τις
οποίες δεν γνώριζα μέχρι σήμερα, παρά το ότι ασχολούμαι τόσα χρόνια με
το θέμα αυτό.
Βεβαίως, το αλάθητο δεν ανήκει
στα κτιστά όντα και στον άνθρωπο, ο οποίος είναι και εθελότρεπτος. Όμως,
ο συγγραφεύς κάνει μια πολύ καλή ανάλυση.
Θα ήθελα, ως προς το θέμα αυτό, να υπογραμμίσω τρία σημεία.
Το
πρώτον είναι ότι παρουσιάζει τον βίο και τις απόψεις των πρωταγωνιστών
του 14ου αιώνος, δηλαδή των φιλοσόφων και των ησυχαστών, κυρίως του
Βαρλαάμ και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, καθώς και των υποστηρικτών
τους. Αυτό το κάνει με σύντομη παρουσίαση, αλλ' όμως δεν αστοχεί.
Το
δεύτερον είναι ότι παρουσιάζει τα ρεύματα του δυτικού σχολαστικισμού
και του ανατολικού ησυχασμού, καθώς επίσης και τα βασικά γνωρίσματά
τους.
Ο σχολαστικισμός του Βαρλαάμ οδηγούσε
στην νοησιαρχία, λογικοκρατία, ταυτίζοντας το ratio με τον λόγο, ενώ ο
ησυχασμός του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ήταν «θεολογία πραγμάτων και
όχι εννοιών η ιδεών, που έχει ως βάση την θεοφάνεια, την θέα των
ακτίστων ενεργειών του Θεού», διέκρινε τον λόγο από τον νου. Μάλιστα δε ο
ησυχασμός προετοίμασε το γένος μας για να αντιμετωπίση όλες τις
δυσκολίες της δουλείας στους Οθωμανούς.
Το
τρίτο σημείο είναι ότι εκθέτει τα ιδεολογικά ρεύματα μεταξύ των
αριστοτελιστών και των πλατωνιστών όχι μόνον στην διαφορά μεταξύ
Ανατολής και Δύσης, αλλά και μεταξύ των εκπροσώπων τους μέσα στο
Βυζαντινό κόσμο. Επομένως, φαίνεται η διείσδυση του σχολαστικισμού στο
Βυζάντιο, με τον Βαρλαάμ, τον Δημήτριο Κυδώνη κλπ. και διείσδυση των
Ενωτικών στην Δύση με τον Βαρλαάμ, Βησσαρίωνα κλπ. που προκάλεσε και την
Αναγέννηση.
Προσωπική άποψη του Γιώργου
Καραμπελιά είναι ότι στις διαμάχες μεταξύ ησυχαστών και σχολαστικών,
ύστερα από δυό ληστρικές αλώσεις, δεν μπόρεσε να επιτευχθή μία
δημιουργική σύνθεση. Ενώ ο ελληνικός κόσμος αποτελούσε το πρότυπο του
Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, από το 1204 και το 1453 έπαυσε να είναι. Η Δύση
θα επανερμηνεύση την ελληνική σύνθεση και θα δημιουργήση ένα «νέο
πολιτισμικό πρόσταγμα», «προς μια χρησιμοθηρική και τεχνοκεντρική
κατεύθυνση». Έπειτα και ο δικός μας υλικός πολιτισμός, επιστήμη,
τεχνολογία και φιλοσοφία θα ακολουθήσουν αυτό το δυτικό υπόδειγμα.
Σήμερα
που η δυτική ηγεμονία βρίσκεται στο λυκόφως «και το δυτικό πρότυπο
αναδεικνύει τις καταστροφικές όψεις του εγγελιακού διαφωτισμού στο
ιστορικό, οικολογικό και ανθρωπολογικό πεδίο, αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε
για την νέα σύνθεση».
Βέβαια, την σύνθεση
την βλέπει σε ένα πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο. Γι' αυτό στο τέλος
του βιβλίου ως πρόταση αναφέρεται στην καινούρια «Μεγάλη Ιδέα» που είναι
«η σύνθεση ανάμεσα στην Αθηναϊκή Δημοκρατία και τον "ένδοξό μας
βυζαντινισμό" και γράφει ότι μπορούμε να «νιώσουμε και πάλι μια ισότιμη
συνιστώσα» «σε έναν κόσμο όπου η Μικρά Ασία θα είναι επιτέλους
δημοκρατική και κατά συνέπεια οι λαοί και οι περιφέρειές της θα έχουν
ανακτήσει το δικαίωμα της αυτοέκφρασής τους, σε έναν κόσμο όπου οι
βαλκανικοί λαοί θα έχουν ξεπεράσει τις διαμάχες τους και το όραμα του
Ρήγα θα μπορεί να γίνει πράξη, όπου η παραγωγή θα έχει έρθει κοντά στους
ανθρώπους και ο καταναλωτισμός θα έχει υποχωρήσει. Σε μια Ευρώπη,
τέλος, που θα ανασυγκροτηθεί με την ισχυρή συμβολή της ελληνικής και
σλαβικής-ορθόδοξης συνιστώσας και όπου η νοησιαρχική αντίληψη της
κυριαρχίας θα έχει υποχωρήσει μπρος στην ελληνική ισορροπία ύλης και
πνεύματος. Μόνο σε έναν τέτοιο κόσμο, το πρότυπο της βυζαντινής
πνευματικότητας, της περιστολής του αχαλίνωτου κέρδους, της κοινωνικής
αλληλεγγύης, θα μπορούσε και πάλι, σαν τον "μαρμαρωμένο βασιλιά", να
αναστηθεί με σύγχρονους όρους».
Πρέπει να
παρατηρήσω ότι η σύνθεση αυτή μεταξύ ελληνικής φιλοσοφίας και
χριστιανικής σκέψεως έχει γίνει τον 4ο αιώνα από τον Μέγα Βασίλειο και
τους Καππαδόκες Πατέρες στα οντολογικά, κοσμολογικά και ανθρωπολογικά
προβλήματα. Βεβαίως, με αφετηρία την προσπάθεια των Πατέρων του 4ο
αιώνος και μέσα στο «πνεύμα» τους μπορούμε να κάνουμε αυτήν την σύνθεση
μέσα στα σύγχρονα ρεύματα, τα οποία κινούνται στις ίδιες προοπτικές.
Βέβαια αυτή η σύνθεση δεν μπορεί να επιβληθή με την βία και τα όπλα.
Όμως ο Καραμπελιάς βλέπει αυτήν την σύνδεση σε πολιτικό και πολιτιστικό
επίπεδο. Πράγματι αυτή πρέπει να είναι η σύγχρονη Μεγάλη Ιδέα του γένους
μας.
Πάντως, το βιβλίο του Γιώργου
Καρπαμπελιά «1204, η διαμόρφωση του νεωτέρου Ελληνισμού» θέτει πολλούς
προβληματισμούς, διάφορα ερωτήματα και σημαντικές τοποθετήσεις. Μελετά
τα προβλήματα και δημιουργεί προβληματισμό. Είναι ένα βιβλίο
καταστάλαγμα έντονης μελέτης και ανοίγει έναν δημιουργικό διάλογο.
Αναμένουμε
και τα άλλα δύο έργα της τριλογίας, ήτοι το περί Διαφωτισμού και το
περί της Μεγάλης Ιδέας, για τα οποία μας έχει ήδη προϊδεάσει με το παρόν
βιβλίο.
Τον ευχαριστώ για τις ρήξεις του και την απομάκρυνση από αγκυλώσεις, καθώς επίσης και για το άνοιγμα ενός γόνιμου διαλόγου.–