ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ. ΤΟ Α΄ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ.
Για τις εικόνες αναζητήστε στο Διαδίκτυο (Dredd - άγιος Γεώργιος κ.λ.π.)
Μέρος τρίτο: Λονδίνο
1
Ο
Ντρεντ ένιωσε να γίνεται δισδιάστατος και να περνάει από ένα σκοτεινό τούνελ,
στενό σαν χαραμάδα κάτω από πόρτα. Και μετά πάλι να μπαίνει στην τρίτη
διάσταση, να εκτοξεύεται έξω από μια σπηλιά – σαν από τσουλήθρα – και χλαπ!
βρέθηκε όρθιος πάνω σ’ ένα γραφείο, σ’
ένα μικρό δωμάτιο διακοσμημένο με φουτουριστικά posters,
σε κάποιο από τα οποία διέκρινε και τον εαυτό του.
Δίπλα
του εμφανίστηκε ο συνταξιδιώτης του, όρθιος κι εκείνος, πιο άνετος. Στράφηκε
πίσω τους και είδε ένα laptop σε λειτουργία,
πάνω στο γραφείο, ψηλό όσο οι μπότες του. Κοίταξε καλύτερα· στην οθόνη
φαίνονταν μισοτελειωμένα σκίτσα – σκίτσα της Μεγάπολης.
Ανατρίχιασε·
από ’κεί είχαν βγει, από το laptop.
Μ’
ένα σάλτο πήδησε στο πάτωμα· οι βαριές του μπότες βρόντησαν δυνατά. Δίπλα του
προσγειώθηκε ο Γεώργιος, σχεδόν αθόρυβα, με τον πορφυρό μανδύα του ν’ ανεμίζει
στιγμιαία.
Και
τότε ακούστηκαν οι φωνές από τη μισάνοιχτη πόρτα απέναντί τους· φωνές από το
χώρο έξω απ’ το καλλιτεχνικό εργαστήρι, στο οποίο βρίσκονταν.
«Τι
ήταν αυτό;».
«Είναι
κανείς μέσα;».
Δυο
ώριμοι άντρες εισέβαλαν στο δωμάτιο. Πέντ’ έξη ακόμη, και δυο γυναίκες,
κοιτούσαν από την πόρτα. Ο Ντρεντ ετοιμάστηκε να τραβήξει όπλο, μα προτίμησε να
συγκρατηθεί· δεν ήταν στη Μεγάπολη.
Οι
άντρες ξεφώνησαν σοκαρισμένοι, κι οι τύποι που πρόβαλλαν απ’ την πόρτα
κρατούσαν την ανάσα τους.
«Ποιοι
είστε εσείς;» ρώτησε, σχεδόν κραυγάζοντας, ο ένας από τους δυο.
Ο
Δικαστής Ντρεντ ξεπερνούσε ένα κεφάλι και τον ψηλότερο απ’ αυτούς, καθώς επίσης
(θυμήθηκα να το πω;) και τον άγιο Γεώργιο.
Πλησίασε
μισό βήμα και κοίταξε στα μάτια εκείνον που είχε μιλήσει. Ο άντρας οπισθοχώρησε
ξεροκαταπίνοντας.
«Ανώτερος
Δικαστής Τζόζεφ Ντρεντ» ανέφερε ο Γέρος με επισημότητα· «Μεγάπολη 1, της
Ανατολικής Ακτής».
Μερικοί
προσπάθησαν να χαμογελάσουν. Κάποιοι πλησίασαν, έτοιμοι να παίξουν ξύλο. Οι δυο
άντρες κοίταξαν τον πολεμιστή με την αρχαία πανοπλία.
«Γεώργιος
ο Καππαδόκης» συστήθηκε εκείνος.
«Αυτός
είναι ο άγιος Γεώργιος» διευκρίνισε ο Ντρεντ με την ίδια επισημότητα.
«Εντάξει,
παιδιά» τραύλισε αμήχανα ο άλλος απ’ τους δυο άντρες. «Τέρμα το αστείο. Βγάλτε
τ’ αποκριάτικα, πείτε ποιοι είστε».
«Λέει
αλήθεια» είπε ο Γεώργιος.
«Εσείς
ποιοι είστε;» ρώτησε ο Ντρεντ.
«Είναι
οι δημιουργοί σου» διευκρίνισε ο άγιος. «Ο σχεδιαστής και ο σεναριογράφος των
ιστοριών σου».
Σιωπή.
Σα να προσπαθούσαν όλοι να δουν την αλήθεια, παρατηρώντας πίσω από ένα μεταξωτό
πέπλο.
«Απόδειξέ
το» είπε αυστηρά, μα και σοβαρά ο σκιτσογράφος.
«Με
ποιον τρόπο;».
«Εύκολα».
«Δηλαδή;».
Ο
καλλιτέχνης τον κοίταξε στο πρόσωπο· ελαφρώς αξύριστα μάγουλα, στριφνά
στραβωμένα χείλη· δε φαίνονταν τα μάτια του πίσω απ’ το κράνος.
«Βγάλε
το κράνος σου» είπε ψύχραιμα, σα να ’λεγε κάποια ιστορική φράση.
Κι
αλήθεια μέσ’ στην καρδιά του ένιωθε πως είπε μια ιστορική φράση.
Ο
Ντρεντ κοίταξε το σύντροφό του, το μόνο οικείο πρόσωπο εκεί μέσα, που μάλιστα
γνώριζε και γεφύρωνε και τους δυο κόσμους.
Ή
μήπως είχε αρχίσει να τον νιώθει πια φίλο;
«Κάνε
το» τον προέτρεψε ήρεμα εκείνος. «Δεν είσαι σε υπηρεσία».
«Πάντα
είμαι σε υπηρεσία» αποκρίθηκε σκληρά ο Ντρεντ.
«Αξίζει
να τους κάνεις τη χάρη» επέμεινε ο άγιος Γεώργιος. «Κατά κάποιον πολύ
ουσιαστικό τρόπο, είναι οι γονείς σου».
Ο
Ντρεντ θύμωσε.
«Οι
γονείς μου;» γκάριξε. Στράφηκε στους άντρες και θα ’λεγες πως το βλέμμα του, αν
και αθέατο, πετούσε φλόγες.
«Και
τότε, γιατί μ’ έκαναν ορφανό; Γιατί μ’ έφτιαξαν να είμαι κλώνος, χωρίς γονείς,
χωρίς την παιδική ηλικία που έχουν όλα τα παιδιά του κόσμου;».
«Έε,
όχι όλα τα παιδιά του κόσμου» ψιθύρισε κάποιος από κείνους που στέκονταν πιο
πίσω. «Υπάρχουν παιδιά του περιθωρίου, παιδιά του Τρίτου Κόσμου, παιδιά των
πολέμων…».
Ο
Ντρεντ τον κοίταξε κλάσμα του δευτερολέπτου κι εκείνος λούφαξε.
«Βασικά»,
τόλμησε ν’ απαντήσει ο σεναριογράφος, «δεν υπήρξες ποτέ παιδί. Δημιουργήθηκες
ενήλικας, έτσι είσαι σε όλες τις ιστορίες. Η υπόθεση της καταγωγής σου είναι απλώς
ένα background».
«Τι
κάνεις εκεί;» απόρησε ο σχεδιαστής. «Σε ποιον μιλάς; Νομίζεις πως μιλάς στον
αληθινό Δικαστή Ντρεντ;».
«Παρασύρθηκα»
είπε ο άλλος κάνοντας μια χειρονομία παραίτησης.
«Γιατί
όχι;» ρώτησε ο Ντρεντ.
«Γιατί
δεν υπάρχει ο Δικαστής Ντρεντ» απάντησε ο σχεδιαστής με τολμηρή βεβαιότητα.
«Κι
όμως υπάρχει».
«Τότε
θα σε αναγνωρίσω» βεβαίωσε ο σχεδιαστής. «Δεν έχω δημοσιεύσει ποτέ την όψη σου,
αλλά ξέρω πώς είναι. Υπάρχει εδώ μέσα», κι έδειξε το κεφάλι του.
Τον
πλησίασε, θαρρετά τώρα, και ύψωσε το βλέμμα στο πρόσωπό του, κρυμμένο μέσα στο
κράνος.
«Τολμάς;
Ο δικός μου Ντρεντ τα τολμά όλα».
Ο
Ντρεντ συλλογίστηκε για μια στιγμή, έριξε μια ματιά στο Γεώργιο, που κατένευσε
ανεπαίσθητα, κοίταξε στα μάτια το σχεδιαστή (θαρραλέα μάτια, που του φάνηκαν
έντιμα και του άρεσαν) και ύψωσε τα χέρια, που φορούσαν τα χοντρά του γάντια,
εξοπλισμένα με ένα σωρό νανοσυσκευές, όπως είπαμε.
Έπιασε
το κράνος του και, για πρώτη φορά σε κοινή θέα, μπροστά σε τρίτους, το αφαίρεσε
από το κεφάλι του.
Όλα
τα βλέμματα καρφώθηκαν πάνω του και μετά στράφηκαν και τοξοβόλησαν το
σχεδιαστή, περιμένοντας την αντίδρασή του. Εκείνος έμεινε εμβρόντητος.
Συγκλονίστηκε, άρχισε να τρέμει και κατόπιν έπεσε στα γόνατα.
Έμοιαζε
έτοιμος ν’ αρχίσει να κλαίει μ’ αναφιλητά.
Οι
συνεργάτες του έσπευσαν να τον ανασηκώσουν. Εκείνος δεν έπαυε να κοιτάζει το
μυστικό πρόσωπο που είχε στη φαντασία του, το πρόσωπο του γιου του, του Δικαστή
Ντρεντ, το πρόσωπο του ανθρώπου που είχε μπροστά του.
Το
πρόσωπο που δεν είχε δημοσιευτεί ποτέ και που τώρα (αν κι έχω κι εγώ στη
φαντασία μου την εικόνα του – μια ενδιαφέρουσα εικόνα, όπως νομίζω), από
σεβασμό προς αυτό το απόρρητο, δεν πρόκειται να το περιγράψω.
«Εσύ
είσαι» ψιθύρισε ο σχεδιαστής. «Εσύ… Μα πώς είναι δυνατόν;».
Ο
Ντρεντ τον κοιτούσε ανέκφραστος και σιωπηλός, με κάποια κρυφή αμηχανία.
«Η
ύπαρξη» παρενέβη ο Γεώργιος «έχει κι άλλες παραμέτρους, εκτός απ’ αυτές που
νομίζουν οι άνθρωποι».
Μίλησε
στο Ντρεντ:
«Τώρα
θα φύγω» είπε. «Θα με ξαναδείς, όταν γνωρίσεις αυτό τον κόσμο, όταν πρέπει».
«Και
ο Χριστός;».
Ο
ουράνιος άνθρωπος σταύρωσε τον αέρα προς το σύντροφό του και προς τους
ανθρώπους που συνωστίζονταν ακριβώς μπροστά του.
«Η
ευλογία Του μαζί σας» είπε και χάθηκε, σα να ήταν καμωμένος από όνειρο.
Νέο
σοκ.
«Πώς
έγινε αυτό;» ρώτησε κάποιος.
«Μα
σας είπα πως είναι ο άγιος Γεώργιος» εξήγησε ο Ντρεντ. «Δεν τον έχετε
ακουστά;». Μια σπίθα καχυποψίας κρεμάστηκε στη φωνή του.
«Φυσικά
τον έχουμε» απάντησε ο σεναριογράφος· «αλλά νομίζαμε πως είναι θρύλος».
Ο
Ντρεντ καθησυχάστηκε.
«Όπως
κι εγώ».
«Εσύ…»
είπε καταπονημένα ο σχεδιαστής, «εσύ, ούτε θρύλος». Χαμογέλασε. Το χαμόγελο
έγινε γέλιο, γέλιο χαράς, συγκίνησης, ικανοποίησης – γέλιο που μεταδόθηκε σε
όλους, εκτός απ’ τον επισκέπτη.
«Ω
Θεέ μου», έκανε χειρονομώντας ο άντρας, «εσύ, ω, εσύ…».
Μαζί
με το σεναριογράφο, που είχε ανακτήσει την ευθυμία του, έπεσαν πάνω του και τον
έσφιξαν στην αγκαλιά τους, ακίνητο, σα ν’ αγκάλιαζαν δέντρο.
«Εσύ,
εσύ…» ξαναέλεγαν· και δε μπορούσαν να πουν τίποτ’ άλλο.
2
Οι
ιδιοκτήτες του εκδοτικού οίκου ενημερώθηκαν για το αναπάντεχο γεγονός.
Αιφνιδιάστηκαν, αλλά και ενθουσιάστηκαν!
Δύο
ερωτήματα τώρα έπρεπε ν’ απαντήσουν: πώς ένας φανταστικός χαρακτήρας είχε πάρει
σάρκα και οστά και πώς θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τις περιστάσεις για
διαφημιστικά και οικονομικά οφέλη.
Συνάντησαν
το Ντρεντ με τη στολή, με το κράνος και χωρίς το κράνος. Τον φωτογράφισαν και
φωτογραφήθηκαν μαζί του. Του πήραν δείγμα αίματος, δακτυλικά αποτυπώματα, του
έκαναν πλήρεις ιατρικές εξετάσεις, αλλά και εξέταση DNA·
αποκαλύφθηκε πως ήταν εβδομηντάρης, και παραπάνω, που είχε υποστεί κυτταρική
αναζωογόνηση.
«Αυτός
είναι».
«Κανείς
δε θα το πιστέψει. Όλοι θα νομίσουν πως είναι διαφημιστικό κόλπο· μάταιος
κόπος».
«Έχουν
ειπωθεί τόσα ψέματα» μονολόγησε ανάβοντας πούρο ένα κορυφαίο στέλεχος, «που
κανείς δε μπορεί να πιστέψει την αλήθεια».
«Μια
εξωπραγματική αλήθεια» επισήμανε ένας άλλος.
«Κι
όμως, υπάρχει κάποιος που θα τους κάνει όλους να το πιστέψουν» απάντησε ένας
τρίτος.
«Ποιος;».
«Τα
Μ.Μ.Ε. Θα το παρουσιάσουμε ως δεδομένο, θα δημοσιεύσουμε όλα τα επιστημονικά
πορίσματα, θα μιλήσουν και οι επιστήμονες, όλοι θα συμφωνήσουν πως είναι
αλήθεια. Και αυτή τη φορά είναι όντως αλήθεια. Και ψέμα να ήταν, τα Μ.Μ.Ε. θα
έκαναν το κοινό να το πιστέψει, όπως τόσα άλλα. Αλλά είναι αλήθεια».
Οι
δυο δημιουργοί, ο σχεδιαστής κι ο σεναριογράφος, δεν ενδιαφέρονταν για το χρήμα
προς το παρόν. Αυτό που ζούσαν ήταν πέρα από κάθε φαντασία, καλύτερο κι απ’ τα
πιο τρελά τους όνειρα: συναντούσαν και γνώριζαν ζωντανό, ως άνθρωπο με σάρκα
και οστά, ένα δημιούργημά τους. Είχαν ξετρελαθεί. Το ίδιο και οι στενοί
συνεργάτες τους, φανατικοί αναγνώστες των ιστοριών του Δικαστή Ντρεντ.
Το
πρώτο πράγμα που έκαναν μόλις συνήλθαν, σ’ εκείνη την πρώτη συνάντηση στην
εταιρία, ήταν να τον πάρουν και να βγουν στο δρόμο. Ο Ντρεντ φορούσε το κράνος και
τη στολή του. Στάθηκε στην είσοδο της εταιρίας και κοίταξε γύρω. Χιλιάδες
περαστικοί, εκατοντάδες οχήματα· μια πόλη, που έμοιαζε κάπως με τη Μεγάπολη,
αλλά διακόσιες φορές πιο μικρή και απλοϊκή – σα να την κυοφορούσε, να
κυοφορούσε εκείνο το μελλοντικό κόσμο, από τον οποίο προερχόταν ο απροσδόκητος
επισκέπτης.
Όλοι
οι περαστικοί στράφηκαν έκπληκτοι προς το μέρος του.
«Μαμά,
ο Δικαστής Ντρεντ!» φώναξαν ενθουσιασμένα κάτι αγόρια.
«Κοίτα,
ένας παλαβός ντυμένος σαν το Ντρεντ» είπε κάποιος άλλος.
«Της
εταιρίας είναι» απάντησε η διπλανή του, «εδώ είναι τα γραφεία τους».
Ο
Ντρεντ κούνησε το κεφάλι του.
«Με
ξέρουν όλοι;» ρώτησε.
«Όλοι.
Οι περισσότεροι έχουν διαβάσει τα κόμικς, πολλοί έχουν δει ταινίες, όπου σε
υποδύονται ηθοποιοί, κι έχουν παίξει σε υπολογιστές παιχνίδια εμπνευσμένα από
τις περιπέτειές σου, ενώ άλλοι έχουν ακούσει ή διαβάσει κάποιο σχόλιο ή μια
παρομοίωση των σκληρών δικαστών με σένα σε εκπομπές, blogs,
στο Facebook κ.τ.λ.».
«Ώστε
υπάρχουν Δικαστές;».
«Όχι
όπως εσείς. Εδώ οι συλλήψεις γίνονται από την Αστυνομία και κατόπιν οι
συλληφθέντες δικάζονται στα δικαστήρια από Δικαστές της Έδρας, όχι του Δρόμου».
«Και
είναι αποτελεσματικό αυτό το σύστημα;».
«Λοιπόν,
δεν ξεκαθαρίζει την κοινωνία, αλλά ούτε εσείς έχετε πατάξει το έγκλημα στη
Μεγάπολη».
Ο
Δικαστής, πάντα ανέκφραστος, ένευσε σιωπηλά· είχαν δίκιο.
Εγκαταστάθηκε
από τους εκδότες σε μια πολυτελή σουίτα, σ’ ένα μεγάλο ξενοδοχείο κοντά στην
έδρα της εταιρίας. Του είχαν φορέσει πολιτικά ρούχα· τη στολή του την είχε
κρατήσει σ’ ένα ταξιδιωτικό σακίδιο. Δε μπορούσαν να του την πάρουν· ήταν δική
του.
Επιχείρησαν
να του πάρουν το όπλο, το Νομοθέτη, αφού διαπίστωσαν πως ήταν αληθινό και
επικίνδυνο. Ήταν ανένδοτος.
«Ξεχάστε
το. Δεν το εμπιστεύομαι σε κανένα. Θα πέσει σε ύποπτα χέρια και η τεχνολογία
του θα χρησιμοποιηθεί για εγκληματικές ενέργειες».
«Είναι
παράνομο να το έχεις. Δεν είσαι στη Μεγάπολη».
«Εντάξει
λοιπόν».
Του
αφαίρεσε όλα τα βλήματα, απορρύθμισε τους κωδικούς και το αποσυναρμολόγησε. Τώρα
δεν ήταν πιο επικίνδυνο από το πλαστικό πιστόλι ενός αγοριού.
Αλλά
δεν τους το έδωσε. Και κανείς δεν τόλμησε να επιμείνει. Είτε στη Μεγάπολη, είτε
στον αληθινό κόσμο, δε θέλεις να εξοργίσεις το Δικαστή Ντρεντ.
Και
με όλ’ αυτά, έπεσε η νύχτα (και εγένετο
εσπέρα, και εγένετο πρωί, ημέρα τρίτη). Οι δημιουργοί, αρκετά στελέχη και
μερικοί συνεργάτες – οι μόνοι που πληροφορήθηκαν την αλήθεια, η οποία προς το
παρόν έπρεπε να μείνει εμπιστευτική – συγκεντρώθηκαν στη σουίτα του. Έφεραν για
δείπνο ένα σωρό μεζέδες, ποτά και επιδόρπια. Ο Ντρεντ έφαγε. Ένιωθε κάτι
διαφορετικό στις αισθήσεις του, σα να ήταν αληθινά τρισδιάστατος για πρώτη
φορά. Είχε δίκιο ο Γεώργιος, σκέφτηκε, όταν έλεγε “θα καταλάβεις”.
Του
εξήγησαν ότι βρίσκονταν στο Λονδίνο, στην Αγγλία, όχι στις Η.Π.Α., κι άρχισαν
να τον ρωτούν για τη Μεγάπολη, για τον κόσμο του, για τη ζωή του, για την
Καταραμένη Γη, για το Δικαστή Θάνατο, για τους άλλους χαρακτήρες των
περιπετειών του… Εκείνος απαντούσε στωικά, όπως είχε υπομείνει στωικά τις
εξετάσεις, τις συναντήσεις και τις φωτογραφίες, κι ας ένιωθε σα μαϊμού που την
περιέφεραν από τσίρκο σε τσίρκο.
Ρώτησαν
επίσης για το ταξίδι του στον κόσμο των τριών, ας το πούμε έτσι, διαστάσεων
(δεν είναι στ’ αλήθεια τρεις, αλλά περισσότερες – το ξέρουν πια αυτό και οι
κότες, αρκεί να έχουν διαβάσει λίγο φυσική). Διηγήθηκε την ιστορία με κάθε
λεπτομέρεια. Εξεπλάγησαν όλοι.
Αυτή
η διαδικασία, οι ερωτήσεις, ήταν προτιμότερη από τις αρχικές συναντήσεις με τα
στελέχη, τις φωτογραφίες και τις εξετάσεις. Και τον έκανε να θυμάται την
πατρίδα του, αυτό το τρελοκομείο, κάτι που του προκαλούσε μια ανομολόγητη χαρά,
αν και δεν τη νοσταλγούσε. Για να νοσταλγήσεις, πρέπει να ’χεις ευαισθησίες.
Άλλωστε πίστευε ακόμη πως θα γυρνούσε, έχοντας φέρει σε πέρας κι αυτή την
αποστολή, όπως τόσες άλλες.
Οι
απαντήσεις που έδωσε ταυτίζονταν με τις πληροφορίες που ήδη γνώριζαν οι λάτρεις
του μέσα απ’ τα κόμικς. Ήταν εκπληκτική η ταύτιση· πραγματικά ζωντάνευε μπροστά
τους, με λεπτομερή συνέπεια, ο κόσμος των κόμικς.
Εκτός
από την ιστορία του ταξιδιού του. Μια περιπέτεια που δεν την είχαν επινοήσει
και σχεδιάσει εκείνοι, με την αναπάντεχη εμπλοκή ενός άλλου χαρακτήρα, ενός
αγίου, που έκανε τα δικά του και πήρε τον κεντρικό ήρωα όλων αυτών των
περιπετειών και τον έκανε υπαρκτό πρόσωπο.
Ή
μήπως πάντα ήταν υπαρκτό πρόσωπο; Τι υπάρχει τελικά και τι δεν υπάρχει;
Ο
Ντρεντ απέφυγε να μιλήσει για την αποκάλυψη των συναισθημάτων του για την
Αρχιδικαστή Χέρσυ. Αν το ήξεραν ή όχι, αν αυτή η αμοιβαία συμπάθεια είχε
γεννηθεί στο υποσυνείδητό τους, προτιμούσε να παραμείνει μυστήριο. Δεν
επρόκειτο να επανέλθει. Ψυχή σαν φρούριο, καρδιά σαν πέτρα.
«Πολέμησε
το Δικαστή Θάνατο» είπε ο σεναριογράφος για τον άγιο Γεώργιο. «Ωραία ιστορία
για κόμικς».
«Μόνο
που δεν είναι κόμικς», γκρίνιαξε ο Ντρεντ, «αλλά αληθινή. Τουλάχιστον για μένα!
Και για όλους τους Δικαστές και τους πολίτες που συμμετείχαν σ’ αυτήν».
Και
κάποια στιγμή, μέσα στη νύχτα, έμεινε μόνος. Βγήκε στο μπαλκόνι, ανάπνευσε
βαθιά και ατένισε την πόλη. Επέστρεψε μέσα, κάθισε στον καναπέ κι άνοιξε την
τηλεόραση. Περιδιάβηκε σε κανάλια με τηλευαγγελιστές, τηλεπωλήσεις, πορνό και
άλλα σκουπίδια, και μια στιγμή έπεσε πάνω στο Κόμπρα του Τζωρτζ Κοσμάτος, με το Σιλβέστερ Σταλόνε.
Το
παρακολούθησε με αμείωτο ενδιαφέρον. Κατόπιν, τηλεφώνησε στο σκιτσογράφο.
«Αυτός
ο αστυνομικός είναι σαν εμένα» του είπε σοβαρά.
«Τζο»,
αποκρίθηκε ο άλλος με ανησυχία, «είναι ηθοποιός, όχι αληθινός αστυνομικός. Έχει
παίξει μάλιστα κι εσένα σε μια ταινία».
«Α,
έτσι…».
«Ναι.
Δεν υπάρχουν τέτοιοι αστυνομικοί. Είναι φανταστικός χαρακτήρας, εμπνευσμένος
από την ίδια ιδέα, από την οποία εμπνευστήκαμε κι εμείς εσένα. Και οι κακοί
είναι επίσης ηθοποιοί. Και οι μάχες ψεύτικες. Κανείς δεν πολεμάει, ούτε
σκοτώνεται αληθινά».
Ο
Ντρεντ έμεινε συλλογισμένος.
«Κατάλαβα»
είπε. «Φυσικά, έχουμε κι εμείς ταινίες και σήριαλ και απ’ όλα. Πες μου όμως…
Είπες ότι δεν υπάρχουν τέτοιοι αστυνομικοί. Τέτοιοι κακοί, σαν αυτούς που
δείχνει η ταινία, από τους οποίους η Μεγάπολη είναι γεμάτη, υπάρχουν;».
Ο
συνομιλητής του, στην άλλη άκρη, σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει.
«Υπάρχουν»
παραδέχτηκε κατόπιν. «Αλλά δεν είναι δουλειά σου να τους αντιμετωπίσεις. Εδώ η
εξουσία σου δεν αναγνωρίζεται και να θυμάσαι, σε παρακαλώ, ότι δεν είσαι σε
υπηρεσία».
3
Το
άλλο πρωί, οι δυο δημιουργοί ήρθαν και τον πήραν για καφέ και μετά για φαγητό,
ντυμένο με άνετα καθημερινά ρούχα (το μεγαλύτερο νούμερο), δώρο της εταιρίας.
Αργότερα τον ξενάγησαν σε όλη την πόλη κι έπειτα μπήκαν στο Internet και του έδειξαν τον παγκόσμιο πολιτικό
χάρτη, δίνοντάς του πληροφορίες για τον κόσμο, στον οποίο βρέθηκε.
Ήταν
ενθουσιασμένοι. Είχαν πάρει ρεπό, να κάνουν παρέα στο αγαπημένο παιδί τους, το
είδωλό τους, τον μεγάλο τους έρωτα, να ζήσουν το όνειρό τους.
«Δηλαδή
θα συνεχίσετε να γράφετε ιστορίες για μένα, παρόλο που είμαι εδώ;».
«Φυσικά.
Τώρα μάλιστα είμαστε πιο εμπνευσμένοι· θα έχουμε τρελές επιτυχίες!».
«Όχι
πως δεν είχαμε πριν, δηλαδή».
«Άραγε,
μπορούμε να επισκεφτούμε τον κόσμο σου;».
«Δεν
ξέρω. Ούτε να επιστρέψω εγώ ξέρω. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι… θα ήθελα να
γνωρίσω τον ηγέτη αυτής της χώρας».
Βρέθηκαν
σε αμηχανία.
«Θα
το κανονίσουμε» είπαν μουδιασμένα. Ο Ντρεντ κατάλαβε ότι δεν το εννοούσαν.
«Δεν
ήρθα εδώ σαν τουρίστας, αλλά σαν πρεσβευτής» είπε. «Ούτε για να γίνω ατραξιόν·
ούτε για να σας κάνω πλούσιους – ή μάλλον πιο πλούσιους απ’ ό,τι είστε!».
«Κι
όμως» είπε ο σεναριογράφος, «ένα στέλεχος της εταιρίας θα έλεγε πως δημιουργήθηκες
για να μας κάνεις πλούσιους».
Τα
μάτια του Ντρεντ στένεψαν καρφώνοντάς τον και το πρόσωπό του πήρε όψη αγάλματος
από το Νησί του Πάσχα.
«Όχι εμείς» εξήγησε ο άντρας· «εμείς είμαστε πρωτίστως καλλιτέχνες και μετά
επιχειρηματίες».
Ο
Ντρεντ ξεφύσηξε κι απόμεινε λίγο σκεφτικός.
«Πώς
μπορώ να βοηθήσω αυτό τον κόσμο; Τι να κάνω για σας;».
«Κάτι
θα σκεφτούμε. Προς το παρόν, θέλουμε να βοηθήσεις την εταιρία· αυτή είναι η
πραγματική μας πατρίδα, όπως και η δική σου. Αυτή είναι η αληθινή σου μητέρα».
Πήγε
να μιλήσει, τον έκοψε ο σκιτσογράφος.
«Ξέρουμε
πως δε γνώρισες μητέρα. Εμείς φταίμε γι’ αυτό. Πίστεψέ μας όμως, δε
φανταζόμασταν πόσο αληθινός είσαι, πόσο αληθινά είναι αυτά που ζεις και
αισθάνεσαι».
«Πάντα ήσουν αληθινός για μας, μέσα στη φαντασία μας και στην καρδιά μας»
συμπλήρωσε ο σεναριογράφος. «Αλλά όχι ρεαλιστικά αληθινός – πώς να το πω; –
όπως είναι αληθινός ο έξω κόσμος».
«Αλλά
τώρα είσαι και αυτό».
«Ίσως
πάντα ήσουν· ίσως ό,τι είναι αληθινό να μην είναι μόνο αυτό που νομίζουμε».
«Σταματήστε.
Με μπερδέψατε λίγο. Ίσως με έκανε αληθινό ο άγιος Γεώργιος».
«Πού
είναι; Υπάρχει;».
«Τον
είδατε μπροστά σας χθες, στην άφιξή μας».
Βράδιασε. Επέστρεψαν στο ξενοδοχείο. Ο Ντρεντ έμεινε μόνος.
“Τι
κάνω εδώ;” σκέφτηκε. “Γεώργιε, πού είσαι; Αργείς! Θέλω να πάω σπίτι μου”.
Κανείς
δεν απάντησε. Δεν ήξερε τι να υποθέσει.
Κι
αν αυτοί οι τύποι δεν ήταν ό,τι φαινόταν; Αν υπήρχε κάτι ύποπτο και βρόμικο
πίσω απ’ όλα αυτά;
Γυρόφερε
λίγο στο διαμέρισμά του και μετά αποφάσισε να βγει μια βόλτα. Μόνος· ελεύθερος
και μόνος.
Η
πόλη ήταν γεμάτη κίνηση, μα μπροστά στη Μεγάπολη ήταν μινιατούρα. Περπάτησε
κάμποσα χιλιόμετρα και προς τα μεσάνυχτα πάτησε τις σκοτεινές συνοικίες. Τον
είχε τραβήξει η μυρωδιά· τώρα ένιωθε πιο πολύ σα στο σπίτι του.
Σύντομα
έπεσε πάνω σε μια απόπειρα ληστείας· μια παρέα μαθητές περικυκλωμένοι από
νταγλαράδες.
“Επιτέλους,
δράση!”.
Πλησίασε
σχεδόν τρέχοντας.
«Σταματήστε
εν ονόματι του Νόμου!» βροντοφώναξε.
Οι
τύποι στράφηκαν αιφνιδιασμένοι. Παρά τον όγκο του, ξέσπασαν σε γέλια – ήταν
ένας κι εκείνοι πάνω από δέκα.
«Τι
είσαι, μυστικός;» κάγχασε ο πρώτος. «Να δω το σήμα σου;».
«Να
το!» είπε ο Ντρεντ και του βάρεσε γροθιά στα μούτρα.
Ο
τύπος εκτοξεύτηκε πάνω στους συντρόφους του. Όλοι όρμησαν με μαχαίρια, λοστούς
κι αλυσίδες. Ο τελευταίος που έμεινε όρθιος τράβηξε ένα μικρό αυτόματο· δεν
πρόλαβε ούτε να σημαδέψει.
Σε
δευτερόλεπτα τους είχε τσακίσει.
Εδώ κανονικά ο Ντρεντ δεν φοράει στολή και κράνος. Όμως δε βρήκα άλλη φωτο που να πλησίαζε και βάζω αυτήν για την ανάπαυση του αναγνώστη.
Τα
παραλίγο θύματα είχαν γίνει καπνός· φυσικό. Παράτησε τους αναίσθητους
κακοποιούς και συνέχισε το δρόμο του.
Παρακάτω
διέκρινε δυο αστυνομικούς με στολή. Σκέφτηκε να πάει, να τους πει για τους
κλέφτες που είχε ρίξει νοκάουτ. Άλλαξε γνώμη. Ήταν απογοητευμένος. Θα τον
πίστευαν ή θα τον συλλάμβαναν για απρόκλητη επίθεση;
Προχώρησε
και μπήκε σ’ ένα δρομάκι γεμάτο μπαρ. Τρύπωσε σε ένα. Σε δυο λεπτά, από
ανεπαίσθητες ενδείξεις, είχε εντοπίσει ενενήντα κακοποιούς, που βρίσκονταν εκεί
για να διασκεδάσουν ή να “δουλέψουν”.
Τι
να ’κανε; Η συνείδησή του τον κέντρισε. Υπό άλλες συνθήκες, θα έκλεινε το μπαρ
και θα τους τσουβάλιαζε όλους. Εδώ όμως δεν ήταν Δικαστής, ήταν τουρίστας.
Βγήκε
κι έτρεξε στο σημείο όπου είχε δει τους αστυνομικούς. Δεν ήταν πια εκεί.
Επέστρεψε στο μπαρ κι είχε αρχίσει να θυμώνει. Και, ακόμα και στον πραγματικό
κόσμο, δε θέλεις να κάνεις το Δικαστή Ντρεντ να θυμώσει…
Κοίταξε
γύρω, να επιλέξει πού θα παρέμβει. Είδε μια μικρή πόρνη (ντυμένη και βαμμένη
σαν δήθεν ενήλικη) που διπλάρωνε τον υποψήφιο πελάτη της. Παραδίπλα ο νταβατζής
της καιροφυλακτούσε κρύβοντας ένα μαχαίρι. Πλησίασε.
«Κορίτσι
μου», της σφύριξε, «η μητέρα σου ξέρει τη δουλειά που κάνεις;».
«Φύγε από ’δώ, ρε θείο!» μούγκρισε ο πελάτης. «Τι είσαι; Από το Στρατό
Σωτηρίας;».
Στη
στιγμή ο νταβατζής είχε ζυγώσει κι η αιχμή του μαχαιριού άγγιζε τα πλευρά του.
Σαν αστραπή τίναξε το χέρι του· του έσπασε μύτη και δόντια με μια γροθιά.
|
Ισχύει ό,τι & στην προηγούμενη φωτο |
Οι
πιο κοντινοί θαμώνες απομακρύνθηκαν τσιρίζοντας, μαζί και η ανήλικη πόρνη με
την ψαριά της. Πενήντα άντρες, σαν συνεννοημένοι, έπεσαν πάνω του, κι από κοντά
έφταναν και οι μπράβοι του ιδιοκτήτη.
Χρειάστηκε
πέντε λεπτά να τους ρίξει κάτω. Όσοι πρόλαβαν, έτρεξαν στην πόρτα, το ίδιο και
οι απλοί, αθώοι πελάτες, αν υπάρχουν
αθώοι… Οι τελευταίοι παρέσυραν την πόρτα μαζί τους, την έκλεισαν και φράκαρε
απ’ το μπουλούκι που έπεσε πάνω της για να ξεφύγει.
Ο
Ντρεντ, ελαφρώς λαχανιασμένος, με μια δυο ξώφαλτσες μαχαιριές στο κορμί,
στράφηκε σ’ εκείνους που είχαν μείνει πίσω. Δεν ήταν τυχαίο που δεν είχαν
προλάβει να βγουν· πρεζάκηδες, μεθυσμένοι, πόρνες (και η δικιά του), χρεοκοπημένοι, ετοιμόρροποι, ναυάγια της ζωής,
ανθρώπινα ράκη… Τον κοιτούσαν πεσμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, με την πλάτη στην
κλεισμένη πόρτα, γεμάτοι τρόμο.
Δίπλα
οι μπάρμεν κι οι σερβιτόρες είχαν κρυφτεί· και σίγουρα κάποιος θα ’χε καλέσει
την Αστυνομία.
Τι
να κάνει; Αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα, κι ας πάνε στα κομμάτια οι
επιφυλάξεις και τα πρωτόκολλα. Μάζεψε από κάτω ένα κράνος μοτοσικλετιστή, που
το είχε παρατήσει ένα μούτρο· έμοιαζε με τα κράνη των Δικαστών· το φόρεσε και
το πρόσωπό του πήρε τη γνώριμη, από τον κόσμο του και τα κόμικς, αυστηρή μορφή
του.
«Είμαι
ο Δικαστής Ντρεντ, από τη Μεγάπολη 1 της Ανατολικής Ακτής» είπε επιβλητικά.
«Ήρθα στον κόσμο σας με τη βοήθεια ενός ανθρώπου, που λέγεται άγιος Γεώργιος».
Κανείς
δε μιλούσε· ξεροκατάπιναν κρατώντας την ανάσα τους.
«Μη
φοβάστε, δε θα σας πειράξω» συνέχισε. «Θα σας βοηθήσω να πάτε σπίτια σας
ασφαλείς».
Ναι,
ήταν αυτός. Μόνο ο Δικαστής Ντρεντ μπορούσε να έχει αυτό το πρόσωπο κι αυτή τη
φωνή. Μόνο ο Δικαστής Ντρεντ θα μπορούσε να καταβάλει δεκάδες κακοποιούς εν
ριπή οφθαλμού, με γυμνά χέρια.
«Εγώ
σε πιστεύω» ψιθύρισε ένας έφηβος και σηκώθηκε όρθιος τρεκλίζοντας. Και μετά και
δεύτερος, και τρίτος. Και σύντομα βρέθηκαν όλοι έξω, να τον ακολουθούν, ενώ
εκείνος τους έβγαλε στον κεντρικό δρόμο, τηλεφώνησε στους δικούς τους από τα
κινητά τους και τους κάλεσε εκεί ή σταμάτησε μερικά ταξί κι έβαλε μέσα όσους
βρίσκονταν σε καλή κατάσταση.
Η
Αστυνομία τους πρόλαβε, ενώ τακτοποιούσε τους τελευταίους. Δε συστήθηκε, ούτε
στάθηκε να εξηγήσει· πριν καταλάβουν τι γινόταν, απομακρύνθηκε αθόρυβα μέσα στη
νύχτα.
4
Στο
ξενοδοχείο ο Ντρεντ επέστρεψε με ταξί· ήταν κουρασμένος για να περπατήσει πάλι.
Πλήρωσε με την κάρτα που του είχε δώσει η εταιρία για τα μικροέξοδα.
Ήταν
βαθιά νύχτα. Το μπαρ του ξενοδοχείου ήταν άδειο· μια μελαχρινή μπαργούμαν με
τατουάζ και περίτεχνα σκουλαρίκια συμμάζευε για να κλείσει.
Της
ζήτησε ουίσκι. Του έβαλε. Ήπιε το μισό. Μετά, τη ρώτησε:
«Θα
μου δώσεις μια πληροφορία;».
«Γιατί
όχι;» απάντησε αδιάφορα.
«Κατ’
αρχάς, ξέρεις ποιος είμαι;».
«Φιλοξενούμενος
των Εκδόσεων Χ».
«Αυτό
μόνο;».
«Αυτό».
Είχε
ξεφορτωθεί το κράνος· δεν έμοιαζε πια με τον πασίγνωστο εαυτό του. Ίσως ήταν
προτιμότερο.
«Η
ερώτηση που θέλω να σου κάνω είναι: ποιος ευθύνεται που ο κόσμος είναι τόσο
χάλια;».
«Ορίστε;».
«Ποιος
είναι ο ένοχος, που οι άνθρωποι είναι βυθισμένοι στην παρακμή, την αθλιότητα,
την εγκληματικότητα και τη δυστυχία; Ξέρεις;».
Τον
κοίταξε. Ήταν φανερό πως είχε εμπλακεί σε καυγά· και η μπλούζα του ήταν
ματωμένη σ’ ένα δυο σημεία.
«Δύσκολη
ερώτηση και δεν έχω κοιμηθεί απόψε» απάντησε.
«Ποιος
είναι υπεύθυνος; Ο Θεός;».
Η
κοπέλα γέλασε.
«Ο
Θεός; Δε νομίζω πως υπάρχει καθόλου! Αν υπήρχε, πώς αφήνει τον κόσμο να
πηγαίνει κατά…».
Ήθελε
να πει “κατά διαόλου”, αλλά σταμάτησε· αν υπάρχει διάβολος, υπάρχει και ο Θεός.
«Εντάξει,
ας υποθέσουμε πως δεν υπάρχει Θεός» συνέχισε ο Ντρεντ. «Ο Χριστός όμως;».
«Μα,
αν δεν υπάρχει Θεός, ούτε ο Χριστός υπάρχει – αφού υποτίθεται πως είναι ο Γιος
Του!».
«Μάλιστα…
Καλώς. Ας το αφήσουμε αυτό. Πες μου, ποιος είναι ο ένοχος;».
Εκείνη
σοβαρεύτηκε και το σκέφτηκε αρκετή ώρα.
«Γιατί
ρωτάς; Από πού είσαι;».
«Ας
πούμε πως είμαι από έναν άλλο κόσμο. Δεν ξέρω τίποτα για τον κόσμο σας».
Φυσικά
δεν τον πίστεψε.
«Με
τεστάρεις για κάποιο λόγο;».
«Όχι.
Αληθινά θέλω να μάθω».
«Καλά
λοιπόν… Υπεύθυνος για το χάλι του κόσμου, κατά τη γνώμη μου, είναι κυρίως οι
πολυεθνικές».
«Α,
έτσι. Γιατί;».
«Γιατί
ελέγχουν τη σκέψη μας και τις πράξεις μας, καθορίζουν τη ζωή μας, έχουν
καταφέρει να ζούμε μόνο με τα προϊόντα τους, κι επιπλέον μας εκμεταλλεύονται ως
εργαζόμενους, εκμεταλλεύονται τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, είναι πιο ισχυρές
ακόμα κι από τις κυβερνήσεις». Σκέφτηκε πάλι. «Βέβαια, όλοι μας είμαστε λίγο
πολύ κανάγιες. Ο καθένας ευθύνεται για το κακό που γίνεται γύρω του, είτε το
προκαλεί ο ίδιος, είτε δεν κάνει τίποτα για να το αποτρέψει. Δεν υπάρχουν
αθώοι, λένε κάποιοι, και συμφωνώ. Ίσως υπάρχουν, αλλά είναι λίγοι. Όμως οι
πολυεθνικές εκμεταλλεύονται αυτή τη γενική κακία, ή δειλία, τη συντονίζουν και
τη χρησιμοποιούν για να κάνουν τη δουλειά τους».
«Γιατί
δεν τις συλλαμβάνουν;».
«Καλά,
στ’ αλήθεια δεν ξέρεις τίποτα, ε;» γέλασε η κοπέλα. «Αφού είναι δυνατότερες από
τα κράτη, δεν το είπα ήδη;».
Ο
Ντρεντ ένευσε σκεφτικός. Η κοπέλα πλησίασε στο πρόσωπό του· ένιωσε την ανάσα
της.
«Ξέρεις,
μπορώ να σου μάθω κι άλλα» είπε γλείφοντας τα χείλη της. «Όχι μόνο για τις
εταιρίες».
Εκείνος
την κοίταξε ανέκφραστος· ένιωσε μια παγωνιά στη ραχοκοκαλιά της· τραβήχτηκε.
«Θα
το έχω υπόψιν» είπε ο Ντρεντ και σηκώθηκε. «Ευχαριστώ. Καληνύχτα».
Στη
σουίτα του υπήρχε ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής. Τον άνοιξε και μπήκε στο Internet, όπως είχε δει να κάνουν νωρίτερα οι
δημιουργοί του. Ο χειρισμός του ήταν περίπου ίδιος με τους υπολογιστές στον
κόσμο του.
Έψαξε
και βρήκε στοιχεία για τις πολυεθνικές και τη δράση τους σε παγκόσμια κλίμακα.
Διάβασε ακούραστα, ώσπου φώτισε για τα καλά. Και εγένετο εσπέρα, και εγένετο πρωί· ημέρα τετάρτη.
Έμαθε
πολλά, είδε βίντεο, φωτογραφίες, διάβασε άρθρα και μελέτες, κατέληξε στο
συμπέρασμα πως η ξαφνική πληροφοριοδότις του είχε δίκιο.
Το
ίδιο συνέβαινε και στη Μεγάπολη, μόνο που εκεί οι Δικαστές πάτασσαν αμείλικτα
το οργανωμένο έγκλημα· δεν είχαν ενδοιασμούς, δε χρηματίζονταν, δεν είχαν
προσωπικό συμφέρον, άρα ήταν αήττητοι – ο Νόμος ήταν αήττητος.
Εδώ
όμως;
“Το
θέμα είναι να μη φτάσουμε ποτέ εκεί” σκέφτηκε. “Να μη δημιουργηθεί ένας κόσμος
σαν τη Μεγάπολη”.
Τι
θα έλεγε ο Γεώργιος; Τι θα έκανε;
“Δε
με νοιάζει. Δεν είναι εδώ, δεν ξέρω αν θα ξανάρθει. Αν δε θέλει, ας με
σταματήσει”.
Διάβασε
πως θα γινόταν στο Λονδίνο – την πόλη όπου βρισκόταν – ένα διεθνές συνέδριο με
αντιπροσώπους όλων των μεγάλων εταιριών· συνέδριο που θα καθόριζε τις εξελίξεις
στην παγκόσμια οικονομία. Θα ξεκινούσε σήμερα.
Δε
χρειάστηκε ούτε ένα λεπτό για ν’ αποφασίσει.
Σηκώθηκε
από το laptop και κατευθύνθηκε προς τη ντουλάπα, όπου
είχε φυλάξει τη στολή του, το κράνος, το σήμα και το Πιστόλι του.
5
Το
πρωί μερικά στελέχη της εταιρίας, συνοδευόμενα απ’ τους καλλιτέχνες, έσπευσαν
θορυβημένα στο ξενοδοχείο. Βίντεο με τη συμπλοκή στο μπαρ και το γιγαντόσωμο
άντρα να συστήνεται ως ο Δικαστής Ντρεντ είχε διαρρεύσει από τις κάμερες
ασφαλείας του χώρου και είχε γίνει κορυφαία επιτυχία στις ειδήσεις και στο
Διαδίκτυο.
Δεν
τον πρόλαβαν.
«Μόλις
βγήκε» είπε η χαριτωμένη ρεσεψιονίστ. «Και μάλιστα ντυμένος όπως ο Δικαστής
Ντρεντ!».
Γενική
κινητοποίηση. Δε θα ήταν δύσκολο να τον εντοπίσουν. Αλλά εγκαίρως; Οι δυο
δημιουργοί τον πήραν τηλέφωνο. Το κινητό – προσφορά της εταιρίας επίσης – φαινόταν
απενεργοποιημένο.
|
"Τι νομίζαμε; Πως θα καθόταν να παίζει με το αρκουδάκι του;" |
«Ήταν
επόμενο» τους κατσάδιασαν τα στελέχη. «Ο Δικαστής Ντρεντ είναι ανεξέλεγκτος. Τι
νομίζαμε, πως θα καθόταν να παίζει με το αρκουδάκι του; Ήρθε για να κάνει
σαματά! Και για να μείνει!».
«Αυτό
βέβαια μας συμφέρει» είπε άλλο στέλεχος, το πιο πανούργο. «Δεν ξέραμε πώς θα το
φέρουμε στην κοινή γνώμη πως ένας φανταστικός χαρακτήρας αναδύθηκε από τα
κόμικς στον αληθινό κόσμο… Να που έκανε την αρχή ο ίδιος· μια δυο φασαρίες
ακόμη και θα το έχουν εμπεδώσει όλοι».
«Ξέρω
πού πηγαίνει» είπε η ρεσεψιονίστ.
«Πες
το, κοπέλα μου! Δέκα ώρες κάνεις! Λοιπόν, πού πάει;».
«Στο
Διεθνές Κέντρο Εμπορίου. Με ρώτησε πού είναι και του το έδειξα στον υπολογιστή
σ’ ένα χάρτη».
«Θύμισέ
μου να ζητήσω να σε απολύσουν!» της φώναξε ένα στέλεχος, καλώντας τα κεντρικά
της εταιρίας με το κινητό του.
Ο
Δικαστής Ντρεντ κατευθυνόταν ήδη εκεί, οδηγώντας μια βαριά μοτοσικλέτα, που
είχε αγοράσει από ένα μηχανόβιο, δίνοντάς του γι’ αντάλλαγμα την πιστωτική
κάρτα της εταιρίας. Αυτή τη στιγμή μάλιστα ο τύπος καλούσε την εταιρία, να
συνεννοηθεί για την πληρωμή του.
Οδηγώντας
στους πολύβουους γεμάτους δρόμους, ο Ντρεντ είχε ξαναγίνει ο εαυτός του.
Θα
έκανε το χρέος του και μετά ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Αν μπορούσε να επιστρέψει
στον κόσμο του, έχει καλώς. Αλλιώς, θα έμενε εδώ πέρα και θα πολεμούσε μέχρι
θανάτου.
Βρήκε
το κτήριο. Έσπασε την πόρτα ορμώντας μέσα με τη μηχανή. Η μηχανή σμπαράλιασε.
Πήδησε όρθιος κι έτρεξε στις σκάλες. Φορούσε πια τη στολή και το κράνος του,
έσφιγγε το Νομοθέτη στο χέρι, αλλά ήταν αποφασισμένος να μη σκοτώσει, μέχρι να
φτάσει στους αληθινούς ενόχους.
Ανέβηκε
στον τρίτο, εξουδετερώνοντας δεκάδες ένοπλους και ένστολους φρουρούς από
εταιρία ιδιωτικής ασφάλειας. Τους εξουδετέρωσε με τις γροθιές του. Δεν πρόλαβαν
να ρίξουν ούτε μια σφαίρα.
Οι
σύνεδροι, συγκεντρωμένοι στη μεγάλη αίθουσα με το στρογγυλό τραπέζι (σαν
ιππότες ενός σύγχρονου βασιλιά Αρθούρου, σ’ ένα υποκριτικό Κάμελοτ), δεν προλάβαιναν
να διαφύγουν. Άνοιξε διάπλατα η πόρτα και όρμησε μέσα ο παράξενος άντρας με την
αλλόκοτη στολή και προτεταμένο το Πιστόλι του.
Πάγωσαν.
«Είστε
ένοχοι χιλιάδων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας!» κραύγασε με πρωτοφανή οργή.
«Και σας καταδικάζω σε θάνατο!».
Πανικός.
Προσπάθησαν να σηκωθούν, έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο και όλοι μαζί στο πάτωμα
με τις χοντρές ακριβές μοκέτες.
Το
όπλο τούς σημάδευε.
«Έι!»
φώναξε κάποιος απλώνοντας το χέρι, με τον τρόμο του θανάτου κλειδωμένο στα
μάτια του. «Δε μπορείς να μας δικάσεις, ούτε να μας σκοτώσεις! Δε σου το
επιτρέπει ο Νόμος!».
Ο
Δικαστής Ντρεντ τον κάρφωσε με το βλέμμα του, αθέατο πίσω απ’ το κράνος.
«Εγώ
είμαι ο Νόμος!» φώναξε κι ετοιμάστηκε να πυροβολήσει.
Την
ίδια στιγμή ένα χέρι έσπρωξε το Πιστόλι του προς τα πάνω. Αναπήδησε. Μπροστά
του είχε εμφανιστεί ο Γεώργιος με τον πορφυρό μανδύα του να καλύπτει την
αρματωσιά του, κλείνοντάς του το δρόμο προς τα υποψήφια θύματά του.
«Μη
με εμποδίζεις» γκρίνιαξε ο Ντρεντ κοιτάζοντάς τον στα λαμπερά μάτια του.
«Δε
σκοτώνουμε εδώ» είπε ήρεμα ο άγιος. «Μην καταστρέψεις ό,τι πηγαίνει να
δημιουργηθεί μέσα σου».
«Αυτοί
εδώ σκοτώνουν και καταστρέφουν ολόκληρο το δικό σου κόσμο!».
«Δεν
είναι αυτοί· είναι μόνο στελέχη, διευθυντές και μέτοχοι. Κι αν τους εκτελέσεις,
τη δουλειά τους θα τη συνεχίσουν άλλοι – και μετά άλλοι και άλλοι, ακόμη κι αν
εκτελέσεις χιλιάδες».
Οι
έντρομοι όμηροι άκουγαν, στριμωγμένοι κάτω απ’ το στρογγυλό τραπέζι, όπου πριν σκόπευαν
να παίξουν στα ζάρια την τύχη του κόσμου.
Ο
Ντρεντ δεν απάντησε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Η εύκολη λύση ήταν να μην αφήσει
ρουθούνι. Αν όμως ήταν λάθος;
Από
το βάθος ακούστηκαν οι αστυνομικοί που ανέβαιναν, ειδοποιημένοι από τους
υπεύθυνους του κτηρίου, αλλά κι από τη διεύθυνση του ίδιου του εκδοτικού οίκου.
«Έλα
μαζί μου· είναι ώρα» είπε ο Γεώργιος και τον έπιασε απαλά απ’ το μπράτσο.
Υψώθηκαν
και οι δυο, διαπέρασαν το ταβάνι, σα να ’ταν άυλοι, και χάθηκαν από τα μάτια
τους.
Πέρασαν
όλους τους ορόφους και βρέθηκαν στην ταράτσα. Κάτω απ’ τα πόδια τους, οι
αστυνομικοί έψαχναν κατάπληκτοι. Παραδίπλα, το Λονδίνο έσφυζε από ζωή – και από
θάνατο.
«Και
τώρα; Νόμιζα πως με είχες εγκαταλείψει».
«Τζόζεφ,
αδερφέ μου, ζήτησες να δεις το Χριστό. Νομίζω πως πλησιάζει η ώρα. Θα σε πάρω
από ’δώ, αν δεν έχεις αντίρρηση φυσικά, και θα σε μεταφέρω στο σπίτι μου».
«Στη
βασιλεία των ουρανών;».
Ο
Γεώργιος χαμογέλασε.
«Όχι,
σε ένα επίγειο σπίτι, που μου παραχώρησαν εδώ και αιώνες οι αδελφοί μου
ορθόδοξοι χριστιανοί, εκείνοι που αγαπούν το Χριστό. Εκεί θα γνωρίσεις την άλλη
πλευρά αυτού του κόσμου, αυτήν που κυρίως επιθυμούσα από την αρχή να σου
δείξω».
«Δε
βλέπω την ώρα να φύγω από ’δώ, αλλά πρώτα θέλω να σε ρωτήσω τι κάνεις εσύ, ο
Χριστός σου και οι άλλοι ορθόδοξοι χριστιανοί για το σκοτεινό κακό που βυθίζει
τον κόσμο στη δυστυχία».
«Πάντως,
δε σκοτώνουμε τους ενόχους. Θα θέλαμε να μετανοήσουν και να σωθούν, και μερικοί
απ’ αυτούς βρίσκουν το θάρρος».
«Τι
να το κάνω, όταν ο κόσμος γίνεται κόλαση; Ποια θα είναι η κατάληξη; Γιατί δεν
πολεμάτε, όταν εκείνοι χρησιμοποιούν τόση βία;». Σκέφτηκε λίγο. «Καταλαβαίνω
ότι είστε κατά της βίας, αλλά η βία ενάντια στους εγκληματίες προστατεύει τους
αμάχους».
Ο
άγιος τον χτύπησε φιλικά στο μπράτσο.
«Θα
σου εξηγήσω, αδερφέ μου, και μετά, με τη βοήθεια του Χριστού, θα ξεκινήσουμε
για τον τελικό προορισμό μας».
Αστυνομικοί
ανέβηκαν και ξεχύθηκαν στην ταράτσα και δυο ελικόπτερα πλησίασαν, αναζητώντας
τους.
«Με
τη χάρη του Θεού, δε μας βλέπουν» εξήγησε ο άγιος.
«Περιμένω»
είπε σκληρά ο Ντρεντ.
Ο
ειρηνικός πολεμιστής άρχισε αναστενάζοντας:
«Στον
κόσμο, ανέκαθεν, γίνεται ένας Αόρατος Πόλεμος. Αντικείμενο αυτού του Πολέμου
είναι ο Άνθρωπος και οι δύο αντίπαλοι που τον διεκδικούν είναι ο Θεός και ο
διάβολος».
Ο
Ντρεντ παρακολουθούσε κοιτάζοντάς τον στα μάτια, ανέκφραστος.
«Κάθε
ένας άνθρωπος ξεχωριστά είναι αντικείμενο διεκδίκησης ανάμεσα στο Θεό και το
διάβολο. Ο Θεός καλεί τον άνθρωπο να ενωθεί μαζί Του και να γίνει ένας μικρός
βασιλιάς στη βασιλεία των ουρανών (τον παράδεισο, όπως λέμε), ενωμένος με την
αγαθή ενέργεια της θεότητας – να γίνει ένας μικρός, αλλά σπουδαίος και ολόλαμπρος, θεός».
«Όπως
εσύ» υπέθεσε ο Ντρεντ. Ο Γεώργιος ένευσε με ταπείνωση.
«Ο
διάβολος», συνέχισε, «λέει ψέματα στους ανθρώπους, ότι θα τους χαρίσει πλούτη,
δύναμη και απολαύσεις, και τους τραβάει από τη μύτη στο δρόμο της διαφθοράς».
Έκανε μια σύντομη παύση. «Επιθυμία του Θεού και όλων των ανθρώπων και των
αγγέλων που αγωνίζονται δίπλα Του, είναι οι διεφθαρμένοι άνθρωποι να
μετανοήσουν και να σωθούν. Κάθε αμαρτωλός που μετανοεί, ακόμη κι αν είναι
φρικτός εγκληματίας, είναι μια νίκη για την παράταξη του Θεού, ένας θρίαμβος
στη βασιλεία των ουρανών. Κάθε αμαρτωλός που πεθαίνει αμετανόητος και πέφτει
στα νύχια του σατανά, είναι για μας μια τραγική ήττα. Αντίθετα, το να
συντρίψουμε βίαια τους εγκληματίες, γεμάτοι μίσος γι’ αυτούς, κάνει κι εμάς
διαφθαρμένους και μας ρίχνει στα νύχια του διαβόλου, ενώ στον κόσμο δεν
προσφέρει κανένα όφελος – εγκληματίες θα υπάρχουν πάντα! Καταλαβαίνεις;».
Τον
κοίταξε καλά.
«Ο
πραγματικός στόχος» κατέληξε «δεν είναι η αλλαγή της κοινωνίας, αλλά η αλλαγή
του ανθρώπου. Όταν αλλάζουν οι άνθρωποι, αλλάζει και η κοινωνία γύρω τους.
Χωρίς αλλαγή των ανθρώπων, δηλαδή ένωσή τους με το Θεό, η κοινωνία δεν
πρόκειται ν’ αλλάξει ποτέ, ακόμη κι αν αλλάξουν τα πρόσωπα που την κυβερνάνε».
Ο
Ντρεντ συλλογίστηκε τη Μεγάπολη, που δεν αλλάζει, παρά τις σκληρές προσπάθειες
του Δικαστικού Σώματος.
«Ναι,
αλλά η κοινωνία συνολικά δε θ’ αλλάξει ποτέ;» ρώτησε. «Αντίθετα, θα
χειροτερεύει; Δε θα τελειώσει ποτέ αυτός ο Αόρατος Πόλεμος;».
«Θα
τελειώσει, σε μια στιγμή που ονομάζεται Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Όταν ο
Χριστός θα ξανάρθει, η ιστορία όπως την ξέρουμε θα έχει ολοκληρωθεί, το κακό θα
συντριβεί, όλοι οι νεκροί θ’ αναστηθούν και θ’ ακολουθήσει η αιώνια ζωή, με
γενική επικράτηση της βασιλείας του Θεού».
«Και
οι κακοί; Ο διάβολος;».
«Ο
Θεός τους αγαπάει όλους, ακόμη και το διάβολο. Δεν είναι δημιουργός του θανάτου
και δεν αφαιρεί στην πραγματικότητα καμιά ζωή, δηλαδή δε βυθίζει κανένα πλάσμα
Του στην ανυπαρξία. Λοιπόν, θα ζουν κι εκείνοι μέσα στο Φως του Θεού, αλλά
δυστυχώς θα υποφέρουν, γιατί η σκληρότητά τους θα τους εμποδίζει να το δεχτούν
μέσα τους και να ενωθούν με αυτό».
«Ακριβώς».
Ο
Ντρεντ κούνησε το κεφάλι του. Καταλάβαινε. Ήταν όμως αληθινά όλ’ αυτά; Αν ναι,
τότε η ζωή όπως ο ίδιος την ήξερε έπαιρνε τελείως διαφορετικό νόημα και οι
άνθρωποι χρειάζονταν εντελώς διαφορετικές επιλογές.
«Λοιπόν,
είμαι μπροστά σου» είπε ο Γεώργιος, «ζωντανή απόδειξη πως όλα αυτά είναι
αληθινά».
Ο
σκληρός Δικαστής συλλογίστηκε λίγες στιγμές. Μετά, ρώτησε:
«Λοιπόν,
πού θέλεις να πάμε;».
«Εκεί,
όπου θα καταλάβεις καλύτερα αυτά τα πράγματα».
«Θα
συναντήσουμε το Χριστό;».
«Το
ελπίζω».
«Είμαι
έτοιμος. Πώς θα πάμε; Θα μεταφερθούμε;».
Ο
Γεώργιος έδειξε προς τον ουρανό, σκεπασμένο με μολυβιά σύννεφα.
«Όχι,
με αυτά» αποκρίθηκε.
Μέσα
απ’ τα σύννεφα πρόβαλαν δυο άλογα. Το κατάλευκο άτι του αγίου Γεωργίου και
δίπλα του ένα δεύτερο, κοκκινωπό, εξίσου δυνατό και μεγαλόπρεπο.
Προσγειώθηκαν
μπροστά τους, πάνω στην ταράτσα του Διεθνούς Κέντρου Εμπορίου, ενώ γύρω τους
απλωνόταν το Λονδίνο και οι έρευνες γι’ αυτούς είχαν σταματήσει.
Ο
Ντρεντ έβγαλε το γάντι από το δεξί του χέρι και χάιδεψε το κοκκινωπό άλογο·
εκείνο ρουθούνισε φιλικά.
«Πώς
προέκυψε το δεύτερο άλογο;».
«Είναι
ενός αγαπημένου μου φίλου. Λέγεται Δημήτριος».
«Είναι
σαν εσένα;».
«Καλύτερος»
απάντησε ο άγιος καμαρώνοντας για το φίλο του. Ο Ντρεντ ένευσε.
«Πάμε
λοιπόν» είπε και καβάλησε στην περίτεχνη σέλα. Αναρωτήθηκε αν θα έβλεπε το
Δημήτριο, όπως το επιθυμούσε, αλλά προτίμησε να μη ρωτήσει.
«Θα
του το ζητήσω» απάντησε ο Γεώργιος.
Ίππευσε
το άλογό του. Έκανε το σταυρό του, επικαλούμενος το όνομα του Ιησού Χριστού.
Ο
Ντρεντ, δίπλα του, ένωσε τα τρία δάχτυλα του χεριού του και τον μιμήθηκε. Κάτι
θετικό φαινόταν να έχει αυτή η κίνηση.
«Έχει
όνομα αυτό το σπίτι σου;» ρώτησε.
«Ονομάζεται
Μονή Ζωγράφου και βρίσκεται σε μια χερσόνησο, δίπλα σ’ ένα βουνό, που αποτελεί
την καρδιά της Ορθοδοξίας. Το βουνό ονομάζεται Άθως, αλλά έχει μείνει στην
Ιστορία ως Άγιο Όρος!».
Τα
δύο άλογα υψώθηκαν στον ουρανό και το ταξίδι ξεκίνησε.
6
Οι
δυο καβαλάρηδες πετούσαν νοτιοανατολικά πάνω απ’ την Ευρώπη. Αεροπλάνα
περνούσαν από πάνω τους, πουλιά από κάτω τους. Στις διάφορες πόλεις και χώρες
έβλεπαν να λάμπουν σαν άστρα τα ορθόδοξα μοναστήρια και οι εκκλησίες που βρίσκονταν στη Δύση, καθώς οι δυτικοί άνθρωποι, αργά αλλά σταθερά, ανακάλυπταν
την Ορθοδοξία.
|
Οι μάρτυρες του Πιτέστι (εδώ) |
Πρώτη
είδαν τη Μονή του Έσσεξ, στο ίδιο το Λονδίνο, και ακολούθησαν ή φάνηκαν από
μακριά μέρη όπως το Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι, η Μονή του Αγίου
Σιλουανού στο Saint-Mars-de-Locquenay, οι μονές του π. Πλακίδα Deseille στη Γκρενόμπλ και την Αβινιόν, η Μονή
της Γεννήσεως της Θεοτόκου στο Άστεν της Ολλανδίας, το Άγιο Όρος Grabarka των
ορθόδοξων χριστιανών της Πολωνίας, με το θρυλικό «δάσος των σταυρών», οι
ρουμάνικες φυλακές του Πιτέστι, του Αϊούντ, της Γκέρλα, του Τίργκου-Όκνα, όπου
αγίασαν οι νεομάρτυρες, αιχμάλωτοι του ρουμάνικου αθεϊστικού καθεστώτος του
20ού αιώνα, τα μοναστήρια στη Fruška Gora (το Άγιο Όρος
της Σερβίας) κι ένα σωρό άλλα.
Ο
Ντρεντ δεν ήξερε τι σημαίνουν αυτές οι λάμψεις. Καταλάβαινε πως δεν ήταν φυσικό
φως κι είχε δει πολλά παράξενα φαινόμενα στο δικό του κόσμο, στη Γη και στο
διάστημα. Δε ρωτούσε· περίμενε. Αν ήταν να μάθει, θα μάθαινε· όλα στην ώρα
τους.
Και
ξαφνικά, στην ανατολή, ο ουρανός γέμισε από ένα πρόσωπο· πρόσωπο γεμάτο γλύκα
και αγάπη, αλλά και μελαγχολία και πόνο. Γύρω του φτερούγιζαν άγγελοι,
εκατομμύρια. Κι ο Ντρεντ άκουσε μια ψαλμωδία, σαν ερωτική, γλυκιά και επική,
που τράνταξαν τα μέσα του.
Ένα
δευτερόλεπτο κράτησε το όραμα· ένα ολόφωτο δευτερόλεπτο, σαν αστραπή· μετά,
χάθηκε.
Μετά
βίας κρατήθηκε στο άλογό του. Κοίταξε το Γεώργιο· εκείνος ανταπέδωσε το βλέμμα
και τα μάτια του έλαμπαν, μα ο Ντρεντ δεν κατάλαβε αν είχε δει και ακούσει ό,τι
κι αυτός. Υπέθεσε ότι είδε.
“Ή
ίσως να βλέπει και να ακούει διαρκώς όλα αυτά” σκέφτηκε.
Άραγε,
αυτός ήταν ο Χριστός; Συνοφρυώθηκε. Το συναίσθημα που του είχε προκαλέσει –
συναίσθημα ειρήνης, ασφάλειας, χαράς, αλλά και ταπείνωσης – δεν περιγράφεται.
Μπροστά του ο Ντρεντ είχε νιώσει μηδαμινός, και συγχρόνως πολύ αγαπητός και
σημαντικός· αλλά και πολύ αμαρτωλός.
Κάπως έτσι ήταν το στιγμιαίο όραμα του Ντρεντ. Η φωτο από εδώ.
Η
Μονή Ζωγράφου ιδρύθηκε το 10ο αιώνα, από τρεις μοναχούς, που διαφωνούσαν σε
ποιο άγιο πρόσωπο να την αφιερώσουν. Ένα πρωί βρήκαν την εικόνα του αγίου
Γεωργίου σχηματισμένη από μόνη της σ’ ένα άδειο σανίδι. Είχαν πει πως όποιος
άγιος βάλει εκεί την εικόνα του, σ’ αυτόν θα είναι αφιερωμένο το μοναστήρι.
Έτσι
το μοναστήρι ονομάστηκε Μονή του αγίου Γεωργίου του Ζωγράφου. Όμως υπήρξε και
συνέχεια. Μερικά χρόνια αργότερα, κάποιοι μοναχοί από την Κύπρο επισκέφτηκαν το
Άγιο Όρος. Όταν πήραν στο μοναστήρι και είδαν την αχειροποίητη εικόνα,
σοκαρίστηκαν! Έντρομοι εξήγησαν στους μοναχούς πως αυτή η εικόνα, απαράλλαχτη,
βρισκόταν στο δικό τους μοναστήρι, στην Κύπρο. Εκεί οι μοναχοί τσακώνονταν
μεταξύ τους κι ένα πρωί βρήκαν το σανίδι της εικόνας άδειο, με τη μορφή του
αγίου να λείπει. Και τώρα την έβλεπαν εκεί, μπροστά τους, να έχει μεταφερθεί
χωρίς να παρέμβει ανθρώπινο χέρι, μεταφέροντας το μήνυμα της αγάπης και της
ενότητας.
Η
Ελλάδα ανέτειλε από μακριά. Μέσα στο απόγευμα ξεπρόβαλε η κορυφή του Άθωνα. Όλο
το Όρος ήταν λουσμένο στο φως, ένα υπερκόσμιο φως, το φως των προσευχών. Τα δυο
άλογα χαμήλωσαν και προσγειώθηκαν στην αυλή της Μονής Ζωγράφου.
Δυο
τρεις μοναχοί τους υποδέχτηκαν κι ανάμεσά τους ένας ψηλός, μελαχρινός άντρας με
πανοπλία· ο άγιος Δημήτριος. Χαιρέτησε το Ντρεντ με μια δυνατή χειραψία·
συστήθηκε. Κατόπιν ανέβηκε στο άλογό του, τους ευλόγησε όλους σταυρώνοντας τον
αέρα κι απογειώθηκε προς τον ουρανό.
Το
λευκό άλογο του αγίου Γεωργίου ακολούθησε.
Ο
Ντρεντ ήταν γοητευμένος. Πράγματι ο άγιος Δημήτριος ήταν εφάμιλλος του Γεωργίου.
Και τούτοι οι μοναχοί, με τα μαύρα ράσα και τα μακριά γένια, ήταν λουσμένοι στο
φως.
Έβγαλε
το κράνος του, διέσχισε την αυλή μαζί τους (ανάμεσα στην υπέροχη κρήνη με τα
πέτρινα λιοντάρια και στο μνημείο των αγίων μοναχών που κάηκαν ζωντανοί από τον
αυτοκράτορα το 1276, επειδή αντέδρασαν στη δουλοπρεπή ένωση της Ορθόδοξης
Εκκλησίας με τον πανίσχυρο παπισμό) και μπήκε στην εκκλησία. Είδε την εικόνα
του αγίου Γεωργίου, αλλ’ αυτό που τον συγκλόνισε ήταν η εικόνα του Χριστού, σ’
ένα περίτεχνο ξυλόγλυπτο χώρισμα απέναντί του, δίπλα σε μια πύλη· ήταν το
τέμπλο και η ωραία πύλη, αλλά δεν το ήξερε ακόμα.
Το
πρόσωπο του Χριστού ήταν ακριβώς όπως το είχε δει στον ουρανό. Ένιωσε πως τον
κοιτούσε και τον προσκαλούσε. Με το ένα χέρι Του ευλογούσε και στο άλλο κρατούσε
ένα ανοιχτό βιβλίο, που έγραφε κάποια λόγια σε άγνωστη γλώσσα.
Πλησίασε.
Τα μάτια του καρφώθηκαν στα ευγενικά, σοβαρά, μελαγχολικά μάτια του Ιησού
Χριστού. Οι μοναχοί και ο άγιος Γεώργιος αραίωσαν. Ο Δικαστής Ντρεντ, φορώντας
τη στολή του, με το κράνος υπό μάλης, στεκόταν μπροστά στην ωραία πύλη και
κοιτούσε το Χριστό στα μάτια, για πολλή ώρα.
Και
μετά, τα δικά του μάτια, για πρώτη φορά στη ζωή του, γέμισαν δάκρυα.
Και εγένετο
εσπέρα· και εγένετο πρωί· ημέρα πέμπτη.
Επίλογος
Η Μονή Ζωγράφου
Πέρασε
καιρός. Στο Λονδίνο έχασαν τον άνθρωπο που ισχυριζόταν πως είναι ο Δικαστής
Ντρεντ. Βέβαια, κανείς, εκτός απ’ το σκιτσογράφο, δεν μπορούσε να είναι
σίγουρος για την ταυτότητά του.
Ο
αντίκτυπος της επίθεσης στο Διεθνές Κέντρο Εμπορίου, που αποδείχτηκε αναίμακτη,
καταλάγιασε. Το Χρηματιστήριο χοροπήδησε μια δυο φορές, αλλά τελικά
συγκρατήθηκε.
Στο
Άγιο Όρος, ο ηγούμενος της Μονής Ζωγράφου εξήγησε στο Ντρεντ τη βαθιά θεολογία
της Ορθοδοξίας. Προς το παρόν, ο Ντρεντ αποφάσισε να μείνει στο μοναστήρι. Αν θα
έμενε για πάντα, πράγμα πολύ πιθανόν, θα το αποφάσιζε αργότερα.
Έβγαλε
τη στολή του και φόρεσε ένα μαύρο κοστούμι. Αφόπλισε και αποσυναρμολόγησε το
Πιστόλι του. Περπάτησε στα δάση και τις ερημιές του Άθωνα, μαζί με τον άγιο
Γεώργιο και το Δημήτριο· ταξίδεψε στα μοναστήρια του· επισκέφτηκε τις Σκήτες,
ανακάλυψε ερημητήρια, γνώρισε τους ερημίτες.
Άρχισε
να καταλαβαίνει τι είναι ο Χριστός. Άρχισε να προσεύχεται.
Είχε
εντυπωσιαστεί. Δε θα επέστρεφε στη Μεγάπολη, εκτός μόνο αν γύριζε για να
μεταδώσει σε όλο τον κόσμο, αν ήταν δυνατόν, τα συναισθήματά του από τον
εμπειρία του σ’ αυτό τον τόπο.
Μια
μέρα, ο ηγούμενος, με την προσευχή του, του άνοιξε ένα παράθυρο και είδε τη
Μεγάπολη. Όχι τη Μεγάπολη που συνέχιζαν να σχεδιάζουν οι δημιουργοί του,
εικονογραφώντας ιστορίες μ’ εκείνον μέσα, παρόλο που είχε φύγει και βρισκόταν
εδώ, στο καινούργιο του σπίτι. Αλλά τη Μεγάπολη τη δική του, την αληθινά δική
του, αυτήν που θυμόταν απ’ όλη του τη ζωή, αυτήν, από την οποία είχε φύγει,
αυτήν… που αγαπούσε.
Ορισμένα
πράγματα είχαν αλλάξει. Ο Δικαστής Φώκας και η Σύνθια είχαν υιοθετήσει την
Τατιάνα, το κοριτσάκι του ουρανοξύστη, τη μόνη που είχε μείνει ζωντανή από την
επίθεση του Δικαστή Θάνατου· που την είχε σώσει η γιαγιά της με την προσευχή
της.
Υιοθέτησαν
μαζί της και άλλα έξη παιδιά, ορφανά, που τα φρόντιζε η Πόλη στον ίδιο τομέα με
την Τατιάνα. Έτσι, από άτεκνο, απελπισμένο ζευγάρι, έγιναν πολύτεκνοι.
Ήταν
ευτυχισμένοι κι αγαπημένοι. Έτσι λύθηκε το πρόβλημά τους και οι ίδιοι έγιναν η
λύση στο πρόβλημα πολλών άλλων, όπως είχε προβλέψει εκείνο το βράδυ, στο
διαμέρισμά τους, ο άγιος Γεώργιος.
Η
Αρχιδικαστής Χέρσυ είχε προσθέσει στη στολή των Δικαστών όλων των Τμημάτων ένα
μικρό εξάρτημα· ένα μεταλλικό σταυρό με τον Εσταυρωμένο πάνω του, αντίγραφο του
σταυρού που της είχε αφήσει ο άγιος Γεώργιος. Το φορούσαν και περίμεναν την
επίθεση νέων, εξωκόσμιων οντοτήτων, όπως ο Δικαστής Θάνατος, ενάντια στις
οποίες θα τους χρησίμευε ως αμυντικό όπλο. Δυστυχώς, στον κόσμο τους τέτοιες
επιθέσεις ποτέ δεν έλειπαν.
Τους
έμαθε επίσης να κάνουν το σταυρό τους επικαλούμενοι το όνομα του Ιησού Χριστού.
Αν και δεν ήξερε πολλά γι’ Αυτόν (της εξήγησε όμως μερικά πράγματα ο Δικαστής
Φώκας) έβλεπε να ενισχύονται κάπως οι Δικαστές της μ’ αυτό τον τρόπο· να
ενισχύονται και να ειρηνεύουν – και να γίνονται πιο ανθρώπινοι.
Ανθρώπινοι,
όπως ο Δικαστής Κρινγκ και η Δικαστίνα ΜακΆιβορι, που αρραβωνιάστηκαν κι
ετοιμάζονταν για γάμο, με κουμπάρα τη Σύνθια, αφού είχαν γίνει πια φίλοι με την
οικογένεια του Δικαστή Φώκας.
Ο
Νικ Φώκας είδε σε μιαν άκρη του μυαλού του το Δικαστή Ντρεντ, για πρώτη φορά
χωρίς κράνος, να τον ατενίζει από κάποιο παράλληλο – έτσι θεώρησε – σύμπαν.
Χαμογέλασε. Σήκωσε το χέρι και τον χαιρέτησε.
Ο
Ντρεντ χαμογέλασε επίσης και χαιρέτησε το φίλο του μ’ ένα νεύμα της κεφαλής
του.
Ο
σχεδιαστής των ιστοριών, στο Λονδίνο, παρατήρησε έκπληκτος στη στολή του
Δικαστή Ντρεντ και όλων των Δικαστών, στα κόμικς, κρεμασμένο δίπλα στο σήμα,
έναν μικρό μεταλλικό σταυρό. Δεν κατάλαβε πώς είχε βρεθεί εκεί, αφού αυτός δεν
τον είχε σχεδιάσει.
Και εγένετο
εσπέρα, και εγένετο πρωί· ημέρα έκτη.
Για τον άγιο Γεώργιο, περισσότερα εδώ.
Τ Ε Λ Ο Σ