Διακόνημα Προσκυνητής Αποφασίζομε κάθε πρωί, κάθε στιγμή, ότι από τώρα και στο εξής δεν θα υποδουλωθούμε στα πάθη. Ναι, αλλά τα πάθη δεν αφορίζονται, δεν εξορκίζονται, για να τους πούμε «φύγετε» και δεν σας θέλομε και να φύγουν, θέλουν τιτανική μάχη και αντίδρασι για να φύγουν. Και αυτό γίνεται όταν νικήση η Χάρις, όχι ο άνθρωπος. Διότι τα πάθη και οι αρετές είναι υπεράνω της φύσεως μας. Δεν τα πιάνομε, δεν τα ελέγχομε. Αυτά μόνο η θεία Χάρις θα τα διώξη, θα απελάση τα πάθη και θα ελκύση τις αρετές. Πότε όμως; Όταν εμείς επιμένωμε.
Γι’ αυτό ο Ιησούς μας ετόνισε την υπομονή και την επιμονή. «Εν τη υπομονή ημών κτήσασθε…». Και στις προσευχές ακόμα, λέγει: «κρούετε, ζητείτε, μη εκκακήτε εν ταις προσευχαίς». Και αναφέρει τα παραδείγματα εκείνα, με τα οποία μας ντροπιάζει. Εάν σας ζητήση το παιδί σας ψωμί, θα του δώσετε πέτρα; Και αν σας ζητήση να του δώσετε ψάρι, θα του δώσετε φίδι; Εάν εσείς πού είστε πονηροί, δίδετε αγαθά δόματα στα παιδιά σας, ο Ουράνιος Πατήρ δεν θα δώση Πνεύμα Άγιο εις εκείνους πού το ζητούν; Και «υπέρ εκ περισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν» θα δώση. Είναι αδύνατο να καταργηθούν οι θείες αυτές υποσχέσεις. Ο Ιησούς μας λέγει ότι, «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι». Γι’ αυτό τον σκοπό ήλθε ο Υιός του Θεού στην γη. Δεν είχε ανάγκη ο Θεός Λόγος να υποστή την «κένωσι» ει μη μόνο για την επιστροφή του ανθρώπου στους κόλπους της θείας αγάπης. Αυτή είναι η «καινή κτίσις» πού είναι ανωτέρα της προηγουμένης.
Υπάρχει και ένα άλλο μυστήριο ακόμα πού μας παρέδωσαν οι Πατέρες μας, το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να ξέρετε. Το μυστήριο είναι τούτο. Πολλές φορές, ενώ τα πράγματα πάνε καλά, η ίδια η Χάρις αφήνει τον πειρασμό· και διευκρινίζω καλύτερα. Η Χάρις δεν δημιουργεί ποτέ πειρασμό. Αλλοίμονο, είναι βλάσφημο να το πή κανείς. Δεν πηγάζει από το φως σκότος, ποτέ. Και εξηγούμαι σαφέστερα. Εγώ επιμένω αγωνιζόμενος εναντίον ενός πάθους πού με ενοχλεί· κατά της κακής έξεως πού με πιέζει· θέλω να φύγη· παρακαλώ τον Θεό να μου δώση εκείνο πού μου χρειάζεται. Ο Θεός μέσα στην πανσωστική του πρόνοια, πού περικλείει τα πάντα, βλέπει ότι δεν είναι ώρα να το δώση. Η ίδια η Χάρις, ενώ έπρεπε να λειτουργήση και να κάνη αυτό το πράγμα, δεν το κάνει. Δεν το κάνει για τον λόγο πού ξέρει, επειδή ο Θεός είναι ανενδεής και οι τρόποι πού επεμβαίνει είναι Θεοπρεπείς, και ότι κάνει ο Θεός είναι παντέλειο. Ότι κάνει ο Θεός δεν είναι μερικό, είναι γενικό. Επομένως στην γενικότητα αυτή χρειάζεται ο χρόνος. Διότι μαζί με την περίστασι, ο Θεός περικλείει πολλά μαζί. Χρειάζεται υπομονή, ούτως ώστε να ετοιμασθούν και τα πρόσωπα και οι παράγοντες και οι τόποι και ο χρόνος και ακόμα και αυτή η ιδιοσυγκρασία. Και τότε έρχεται και το τελειώνει, το φέρει εις πέρας.
Υπάρχουν και άλλες πτυχές πάνω στο ίδιο θέμα πού μας παρέδωσαν οι Πατέρες. Πολλές φορές προλαμβάνει η Χάρις και δίδει ένα κανόνα και αφήνει τον άνθρωπο αβοήθητο σε μια περίστασι, για να τον σώση από ένα επερχόμενο πειρασμό τον οποίο ξέρει ο Θεός ότι θα επάθαινε μέσα στην απειρία και στην ατέλεια του.Είναι τόσα τα μυστήρια, πού δεν ημπορή να τα γνωρίζη κανείς. Άλλες φορές η Χάρις προορίζει ένα άνθρωπο για να γίνη οδηγός άλλων και τον πειράζει ιδιαίτερα αυτόν για να τον ετοιμάση, ούτως ώστε στην κατάλληλη στιγμή να είναι από όλες τις απόψεις πεπειραμένος και να δυνηθή να σταθή μέσα στην Εκκλησία και να γίνη φωστήρας, οδηγός και καθοδηγητής των άλλων. Τον δοκιμάζει με ένα άλλο τρόπο μυστηριώδη και ασυνήθιστο. Είδες τι λέει; «Μήπως δεν έχει εξουσία ο κεραμεύς του πηλού; Να κάνη από τον ίδιο πηλό ότι θέλει;» Έτσι και η Χάρις. Όλα αυτά μας πείθουν ότι χρειάζεται υπομονή και καρτερία· ουδέποτε μικροψυχία. Εφ’ όσον ο Ιησούς μας λέγει ότι «οι λόγοι μου, ου μη παρέλθωσι», να είστε βέβαιοι ότι κανενός η ελπίδα δεν θα διαψευσθή. Μόνο οι άνθρωποι ημπορούν να απατήσουν τους άλλους, διότι είναι πεπερασμένοι και έχουν τις γνώσεις τους περιορισμένες. Στον Θεό δεν συμβαίνει το ίδιο. Οτιδήποτε του ζητήσομε και αφορά την σωτηρία μας θα το πάρωμε. Μου είπε ένας αληθινά πνευματικός άνθρωπος, ότι από την αρχή πού εξεκίνησε, του έδειξε ο Θεός την Χάρι Του και τον έβαλε στον σωστό δρόμο. Μέσα στον αγώνα του τότε, παρεκάλεσε τον Θεό να τον απαλλάξη από μια κατάστασι πού του φαινόταν πολύ δύσκολη και ήταν αδύνατο να αντέξη. Παρ’ όλο πού προσευχήθηκε πολύ δεν είδε καμμιά λύσι στο πρόβλημά του. Επέρασαν σαράντα δύο χρόνια· και τότε του είπε καθαρά η Χάρις: «θυμάσαι, πού με παρεκάλεσες να σου αποκαλύψω το θέλημα μου για εκείνο το πράγμα; Αυτό είναι πού έκανες τώρα». Και αυτός απάντησε: «Και εάν δεν έκανα έτσι τόσα χρόνια και έκανα αλλοιώς;» Και απεκρίθη η Χάρις: «θα εχάνεσο». Έτσι είναι τα μυστήρια, γι’ αυτό χρειάζεται να κάνωμε υπομονή.
Στο βίο του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ, κάποιος Ρώσσος ωνόματι Μοτοβίλοφ είχε απορία, τι σημαίνει Χάρις. Και ενώ είχε αυτή την απορία και προσευχόταν, ο Θεός δεν του έδειξε τίποτε. Τελικά αυτός το εξέχασε. Όταν επέρασαν είκοσι πέντε χρόνια, τον εφώναξε ο Άγιος Σεραφείμ και του λέγει: «Έλα εδώ τώρα να ιδής αυτό πού εζήτησες πριν τόσα χρόνια. Ο Θεός αργεί αλλά δεν ξεχνά». Όταν θέλωμε να σωθούμε αγωνιζόμεθα να αποβάλωμε τα πάθη μας και επιθυμούμε διακαώς να κατοικήση μέσα μας η Χάρις του Αγίου Πνεύματος και να μας δείξη αυτή τι θέλει να κάνωμε. Είναι αυτό πού μας είπε ο Ιησούς μας; «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν των ουρανών» και τα υπόλοιπα «προστεθήσεται υμίν». Όταν εμείς ορθοποδούμε, θα επιτύχωμε περισσότερο από ότι υπολογίσαμε.
Επομένως να μένετε πιστοί στις καλές σας αποφάσεις έστω και αν χιλιάκις επιχειρήσετε και δεν επιτύχετε. Μη νομίζετε ότι άλλαξε κάτι. Ούτε εμείς αλλάξαμε, ούτε ο Θεός, ούτε φυσικά και ο διάβολος. Το «αιτείτε και λήψεσθε» είναι πραγματικότης. Εφ’ όσον αιτήσαμε θα λάβωμε, εφ’ όσον εζητήσαμε θα μας δώσουν, εφ’ όσον εκρούσαμε θα μας ανοίξουν. Ο ήλιος είναι δυνατό να μην ανατείλη, αλλά εμείς δεν είναι δυνατό να αποτύχωμε. Δεν είναι τυχαίο, το ότι μας εκάλεσε ο Θεός να τον ακολουθήσωμε. Ποιος μας έφερε εδώ; Ποιος μας ενίσχυσε να αρνηθούμε την φύσι και να γίνωμε περίγελως του κόσμου και να είμεθα αυτοεξόριστοι; Και όχι μόνο τούτο, αλλά να στενάζωμε μήπως γλυστρίσωμε και ξεφύγωμε λίγο από την εγκράτεια· μήπως κοιμηθήκαμε λίγο περισσότερο· μήπως αποφύγαμε τον κόπο· μήπως εξεφύγαμε λίγο από την υπακοή. Γι’ αυτά στενάζομε. Αυτά είναι η ενεργός Χάρις του Αγίου Πνεύματος πού ευρίσκεται μαζί μας και μας πείθει και μας πληροφορεί. Αυτά είναι πραγματικότης όχι λόγια λαλούμενα, λόγια αφηρημένα. Κρατούμε στα χέρια μας τις αποδείξεις της ελεημοσύνης του Χριστού. «Το μείζον» το έδωσε. Δεν θα δώσει το ελάχιστον; «Έτι αμαρτωλών όντων ημών, υπέρ ημών απέθανε». Εάν αυτός εσταυρώθη και δια του Σταυρού κατήργησε την αμαρτία και εσφράγισε το διαβατήριο της εισόδου μας στην ζωή παρέχοντας και την άφεσι των αμαρτιών μας, τώρα απομένει σε μας να κάνωμε λίγη υπομονή. Να μην γυρίσουμε πίσω, αλλά να αναμένωμε ως δούλοι τον Κύριο μας «πότε αναλύσει εκ των γάμων». Και θα αναλύση και θα φωνάξη τον καθένα· και θα απαντήσωμε και εμείς με καύχημα. «Παρόντες, Κύριε, εδώ είμεθα. Αφ’ ης στιγμής μας εκάλεσες, αναμέναμε πότε θα έλθης να μας δώσης την επαγγελία».
Οπόταν θα ακούσωμε το: «Ευ, δούλοι αγαθοί και πιστοί». Αυτές είναι πραγματικότητες. Αυτά τα ζήτε και θα τα ζήσετε ακόμη περισσότερο, εάν δώσετε περισσότερη σπουδή στην μελέτη και γενικά στην πνευματική εργασία. Να κάνετε την διακονία σας με λεπτομέρεια και υπακοή. Να βλέπετε στο πρόσωπο του Γέροντα την πραγματική παρουσία του θείου θελήματος. Ο καθένας να σκέπτεται ότι ζή ο εαυτός του, και ο Χριστός. Μόλις τελειώσετε την διακονία σας να είστε χαρούμενοι· μεταξύ σας όχι σκυθρωποί και να μην αποφεύγετε ο ένας τον άλλο. Να είσθε ευγενικοί και πρόθυμοι. Μην ομίλητε όμως άσκοπα. Από την πολυλογία «ουκ εκφεύξεταί τις αμαρτίαν».
Λέγει ο σοφός Σειράχ: «Μεταξύ αρμών λίθων πύγνηται πάσσαλος και μεταξύ πράσεως και αγορασμού εμφωλεύει αμαρτία». Πράσις και αγορασμός κατά τους Πατέρας είναι το «δούναι και λαβείν». Να ακούσω και να ακούσης. Μα αυτά είναι για μας; Αυτά είναι για τους αργόσχολους του κόσμου τούτου, πού ομιλούν περί ανέμων και υδάτων. Εμείς ποια σχέσι έχομε με τον κόσμο τούτο; Για μας είναι τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού. Εκείνα μας απασχολούν. Εμάς μας απασχολεί ο ουρανός. Άνω σχώμεν τάς καρδίας. Πού; Εκεί «όπου, υπέρ ημών εισήλθεν Ιησούς, εις τα Άγια αιωνίαν λύτρωσιν ευράμενος». Εκεί, στο ουράνιο καταπέτασμα, εκεί να αποβλέπωμε, εκεί είναι η πατρίδα μας. «Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Είμαστε Ουρανοπολίται. «Μνήσθητι της βασιλείας των ουρανών ίνα η επιθυμία αυτής κατά μικρόν – μικρόν ελκύση σε», λέγει ο Αββάς Ησαΐας. Και αυτή η μνήμη αυξάνει μέσα μας τον ζήλο. Έτσι προχωρούμε «αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν», το κέντρο της αγάπης μας, πού μας εκάλεσε και μας έδωσε την οσμή της ευωδιάς της κλήσεως Του και μας έβαλε στον δρόμο των Αγίων.
Ιερά εικόνα του οσίου Δαβίδ της Εύβοιας και του γέροντα Ιάκωβου, από τον ιερό ναό Ζωοδόχου Πηγής, Οσίου Δαβίδ και Γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη, που ανηγέρθηκε στην Τανζανία με δαπάνες της Ιεράς Μονής του οσίου Δαβίδ (εδώ).
"Ν": Με συγκίνηση και ενθουσιασμό υποδεχόμαστε το νέο και σπεύδουμε να το δημοσιέυσουμε, ζητώντας τις προσευχές του αγίου Γέροντα (του αγαπημένου των ορθοδόξων) για όλο τον κόσμο, πιστούς και "απίστους". Ο π. Ιάκωβος Τσαλίκης - για όσους τυχόν δεν το γνωρίζουν - είναι ο τρίτος κατά σειράν πιο αγαπημένος σύγχρονος άγιος του λαού μας, μετά τους αγίους Παΐσιο τον Αγιορείτη και Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη. Η αγιοκατάταξή του ήταν κάτι που ο λαός μας περίμενε με λαχτάρα και, μαζί με όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς, το ταπεινό μας ιστολόγιο δοξάζει το Θεό. Οι αρχιερείς που υπέγραψαν την αγιοκατάταξη ας έχουν τις ευχές του και ας τους φωτίζει η χάρη του Κυρίου προς το καλύτερο, να ενεργούν κατά Θεόν, πάνω από οποιαδήποτε λάθη και μικρότητες.
Eικ. (από εδώ): "Γέρων Ιάκωβος ο Με συγχωρείτε": χαρακτηρίζεται έτσι επειδή, λόγω της ταπεινοφροσύνης του, έλεγε συχνά αυτή τη φράση.
Αγιοκατατάχθηκε σήμερα, Δευτέρα 27 Νοεμβρίου, ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης.
Στην αγιοκατάταξη του Γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη προχώρησε η Αγία και
Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σε συνεδρίασή της, υπό την
προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου. Να σημειωθεί ότι η μνήμη του Αγίου Ιακώβου Τσαλίκη θα εορτάζεται στις 22 Νοεμβρίου.
Λίγα λόγια για τον βίο του
Ο γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1920 από ευσεβείς γονείς. Ο μικρός Ιάκωβος ήταν επτά χρονών και είχε μάθει απέξω την θεία
Λειτουργία χωρίς να γνωρίζει γράμματα. Το 1927 πήγε σχολείο και
διακρίθηκε για τις επιδόσεις του. Η αγάπη του για την εκκλησία ήταν
έκδηλη. Την ίδια χρονιά εμφανίσθηκε μπροστά του η Αγία Παρασκευή και του
φανέρωσε το λαμπρό εκκλησιαστικό του μέλλον ενώ συχνά διάβαζε ευχές,
προσευχόταν και θεράπευε συγχωριανούς του. Από το 1938 και μετά η ζωή του ήταν καθαρά ασκητική. Έτρωγε λίγο,
κοιμόταν ελάχιστα, προσευχόταν συνεχώς και δούλευε σκληρά. Τα βάσανα και
οι κακουχίες της κατοχής ταλαιπώρησαν τους άτυχους πρόσφυγες. Τον
Ιούλιο του 1942 πέθανε η μητέρα του προλέγοντας του ότι θα γίνει ιερέας. Ο διοικητής του τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και ήταν από τους λίγους που
κατάλαβε το λαμπρό μέλλον που θα είχε το νεαρό προσφυγόπουλο. Μετά την
απόλυση του από το στρατό (1949) ο Ιάκωβος σε ηλικία 29 χρονών χάνει και
τον πατέρα του. Ο αγώνας του τώρα για να αποκαταστήσει την αδελφή γίνεται
εντονότερος, χωρίς όμως να παραμελεί αυτό το οποίο ποθεί από τα παιδικά
του χρόνια. Να γίνει μοναχός. Σε ηλικία 32 ετών πλέον ο Ιάκωβος γίνεται δόκιμος μοναχός και στις 19
Δεκεμβρίου 1952 στην Χαλκίδα ο Μητροπολίτης Γρηγόριος τον χειροτόνησε
ιερέα. Στις 25 Ιουνίου 1975 ο γέροντας Ιάκωβος ανέλαβε το πηδάλιο της μονής της μετανοίας του. Από το 1990 και μετά ο γέροντας δεν είχε πλέον δυνάμεις και οι
κρίσεις στην υγεία του αυξήθηκαν. Τον Σεπτέμβριο του 1991 μετά από
μικρο-εμφράγματα νοσηλεύθηκε στο Γενικό Κρατικό. Το πρωί της 21ης Νοεμβρίου 1991 πήγε στην ακολουθία, έψαλε και κοινώνησε. Μόλις ήλθαν οι πατέρες ο γέροντας προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά
ζαλίστηκε. Η αναπνοή του βάρυνε, ο σφυγμός του εξασθένησε και από τα
χείλη του βγήκε ένα μικρό φύσημα Ο γέροντας είχε πάρει πλέον τον δρόμο
για την μακαρία ζωή. Η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλη στο ύπαιθρο και μετά από τους
επικήδειους λόγους, ο πρώην Κεφαλληνίας Προκόπιος είπε να υψώσουν το
φέρετρο ψηλά να δουν α πιστοί τον Όσιο γέροντα. Μόλις εφάνη το ιερό
λείψανο με μία φωνή οι χιλιάδες των πιστών κραύγασαν « Άγιος, Άγιος».
Λατρευτικές συνάξεις για την αγιοκατάταξη του Γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη (από εδώ)
Με μεγάλη ευχαρίστηση και συγκίνηση
ανακοινώνεται στο πλήρωμα της Ι. Μητροπόλεως Χαλκίδος, Ιστιαίας και
Βορείων Σποράδων, ότι η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, που συνεδριάζει στο Φανάρι υπό την προεδρία του
Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, αποφάσισε σήμερα Δευτέρα 27
Νοεμβρίου 2017, την αγιοκατάταξη του Γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη της Ιεράς
Μονής Οσίου Δαυΐδ στην Εύβοια (1920-1991), κατόπιν προτάσεως του
ΣεβασμιωτάτουΜητροπολίτου Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου, η οποία υποβλήθηκε
διά της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία και την
ενέκρινε.
Αύριο το πρωί, Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017, ο
Σεβασμιώτατος θα προεξάρχει στην Θεία Λειτουργία, η οποία θα τελεσθεί
στην Ιερά Μονή του Οσίου Δαυΐδ και θα έχει χαρακτήρα δοξολογικό και
ευχαριστιακό προς τον Τριαδικό μας Θεό, για την ανάδειξη του Οσίου
Ιακώβου.
Ακόμη, την ερχόμενη Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου
2017 και ώρα 8:30μ.μ., στον Ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής Πολιούχου
Χαλκίδος, όπου έχει προγραμματισθεί να τελεσθεί Ιερά Αγρυπνία προς τιμήν
του Οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη του εξ Ευβοίας, προεξάρχοντος του
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου, θα ψαλεί και η
Ακολουθία, ώστε να ευχαριστήσει δοξολογικά και ο Λαός της έδρας της Ι.
Μητροπόλεως μας τον Τριαδικό μας Θεό για την αγιοκατάταξη.
Στην Ιερά Μητρόπολη Χαλκίδος, τελούμε
άπαντες, Κλήρος και Λαός, με μεγάλη συγκίνηση, εν αναμονή της επισήμου
ανακοινώσεως της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου
και με προσευχητική διάθεση αναβωούμε: "Όσιε Ιάκωβέ, πρέσβευε υπέρ
ημών".
Πρώτη Αγρυπνία για τον 'Οσιο Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη (εδώ)
Δείτε σε μαγνητοσκόπηση από το RUMORTHODOX την πρώτη Πανηγυρική Ιερά
Αγρυπνία προς τιμήν του Οσίου Γέροντος Ιακώβου, χοροστατούντος του
Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στον Ιερό Ναό Οσίων Βαρνάβα
και Ιλαρίωνος Περιστερώνας Μόρφου στις 17 Νοεμβρίου 2017.
Κατά την διάρκεια της Ιεράς Αγρυπνίας αναγνώσθηκε ο βίος του Οσίου Γέροντος Ιακώβου (2ο βίντεο).
Την οριστική αποχώρησή του από τον εκκλησιαστικό θρόνο του, παρουσία
πιστών, κλήρου και επισήμων, ανακοίνωσε ο μητροπολίτης Καλαβρύτων και
Αιγιαλείας Αμβρόσιος, έπειτα από 40 χρόνια αρχιερατείας. Στο βίντεο που ανήρτησε η ιστοσελίδα kalavrytanews, ο Αμβρόσιος, στο
τέλος της ομιλίας του, ζήτησε συγγνώμη «από όσους στεναχώρησα ή πίκρανα
με λόγια και πράξεις μου». «Συγχωρήστε μου, σας παρακαλώ και σας
ικετεύω, συγχωρήστε μου, αδελφοί μου και παιδιά μου, τα λάθη μου, τις
παραλείψεις μου, τις ατέλειες του χαρακτήρος μου», ανέφερε
χαρακτηριστικά. Βάσει πρωτοκόλλου, ο μητροπολίτης θα παραμείνει στη θέση του έως τα
τέλη του 2018 και στη συνέχεια θα ξεκινήσουν οι διαδικασίες για τη
διαδοχή του από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Υπενθυμίζεται ότι ο Αμβρόσιος παραπέμπεται σε δίκη για δημόσια
υποκίνηση βίας και κατάχρηση του εκκλησιαστικού του αξιώματος, για τις
δηλώσεις που είχε κάνει το 2015, σχετικά με την επέκταση του συμφώνου
συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια.
"Ν": Η πράξη αυτή, κατά τη γνώμη μας, είναι ένα θετικό σημείο στην όλη πορία του π. Αμβροσίου, που τα τελευταία χρόνια μάλλον έχει ταλαιπωρήσει τους χριστιανούς με τις ενέργειές του, παρά ωφελήσει. Ο Κύριος ας φωτίζει την πορεία του και ας φωτίσει και όλους όσοι πικράθηκαν απ' αυτόν να τον συγχωρήσουν.
«Ρίζα πάντων των κακών εστίν ( = είναι) η φιλαργυρία» ( Ο Απόστολος Παύλος στην Α' επιστολή του προς τον Τιμόθεο κεφ. στ' στίχος 10).
Ο πλούσιος νέος δεν πίστευε μέσα του πως ο Χριστός είναι ο αληθινός μας Θεός. Γι' αυτό και ο Κύριος του υπενθυμίζει ότι «κανένας δεν είναι άγιος, παρά μόνο ένας, ο Θεός». Είναι σα να του έλεγε: «Αφού δε με παραδέχεσαι μέσα σου, ως Θεό, τότε γιατί με ονομάζεις άγιο;» Ο πλούσιος νέος είχε εφαρμόσει από τα μικρά του χρόνια το μωσαϊκό Νόμο. Τον είχε εφαρμόσει όμως τυπικά και ψεύτικα. Η καρδιά του είχε μείνει ασυγκίνητη από την αγάπη, που πρέπει ο άνθρωπος να δείχνει στο Θεό και τους άλλους ανθρώπους. Ο Κύριος για να ξεσκεπάσει την απιστία του, του λέγει: «Όλα όσα έχεις πούλησε τα και μοίρασε τα στους φτωχούς. Έτσι θα έχεις θησαυρό στον ουρανό και έλα να με ακολουθείς». Ο πλούσιος νέος δοκίμασε μέσα του μεγάλη λύπη, γιατί ήταν πάρα πολύ πλούσιος. Αφού δεν είχε μέσα του αγάπη, δεν μπορούσε να πουλήσει τα πλούτη του και να τα μοιράσει στους φτωχούς. Ο νέος μας δεν πίστευε στο Θεό, αλλ' όμως πίστευε στα λεφτά του. Τα πλούτη του ήταν γι' αυτόν ο θεός. Είχε γίνει δηλαδή ένας ειδωλολάτρης και ας εφάρμοζε το μωσαϊκό Νόμο. Η ζωή μας είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα, σαν του σημερινού πλούσιου νέου. Έχουμε δει πολλούς πλούσιους, που λάτρευαν και προσκυνούσαν τον πλούτο τους σαν θεό. Ξαφνικά όμως έχασαν όλα τα πλούτη τους και έμειναν στο δρόμο. Αυτό το κατάντημα το θυμόμαστε στην Εκκλησία μας, όταν ψάλλουμε: «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν οι δε εκζητούντες (= αυτοί που ψάχνουν να βρουν) τον Κύριον, ουκ ελαττωθήσονται (= δεν θα τους λείψει) παντός αγαθού». Ο Κύριος μας βεβαίωσε πως είναι φοβερά δύσκολο να μπει στη βασιλεία του Θεού ένας άνθρωπος φιλοχρήματος και φιλάργυρος. Από τώρα πρέπει να προσέξουμε, ώστε να μην είμαστε φιλάργυροι και φιλοχρήματοι. Να συνηθίσουμε να προσφέρουμε με αγάπη στους άλλους από αυτό, που και εμείς έχουμε. Μόνον έτσι μπορούμε να μοιάσουμε του Θεού. Να καταλάβουμε από τώρα πως δεν είμαστε μόνον εμείς, αλλά υπάρχουν και άλλα παιδιά που έχουν ένα σωρό ανάγκες. Αυτά τα φτωχά παιδιά πρέπει να τα ανακαλύπτουμε και να τα βοηθούμε όσο μπορούμε και να δείχνουμε την αγάπη μας. Μόνον έτσι θα ξεπεράσουμε και ο μεγάλο κίνδυνο του εγωισμού και της φιλαργυρίας. Τότε μπορούμε να ζητάμε τη βοήθεια και το έλεος του Θεού για να μας αξιώσει και εμάς να βρεθούμε στη Βασιλεία των ουρανών.
+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
THE RICH YOUNG RULER
Do I rule my wealth, or does my wealth rule me?
The year is ending and income tax time is soon approaching. We will sit down to calculate our income and expenses, wealth and liabilities. We will fill in the tax forms with our name at the top and signature at the bottom. We'll calculate the car payments, mortgage payments, and other expenses and long for the day when the payments stop and we can say, "It's mine!"
But is anything really ours? Or should another name be superimposed over our name such as "God and Father" or perhaps "Our Lord Jesus Christ"? If we really understood our Orthodox Christian faith we would respond, "Yes!" "All I have is the Lord's!" Why? Because we don't really own anything in this life. Everything we have belongs to God. From this perspective, we can better understand today's Gospel reading about the Rich Young Ruler (Luke 18:18-27).
Let's review the story. A rich young ruler approached Jesus and asked Him what he must do to inherit eternal life. Jesus tells the young man to sell all that he had and give to the poor (v.22). The rich man left Jesus feeling sad.
If we know our scriptures we will recognize that Christ's command fulfills the lessons taught in the Parable of the Talents (Matthew 25:14-30), the Parable of the Unjust Steward (Luke 16:1-13) and the Parable of the Vineyard Owner (Mark 12, Luke 20). All three stories tell of a master who appointed servants to manage his possessions and lands, and later returned to collect the profits. In this case, the rich young ruler was asked to give an account of the wealth entrusted to him. When Jesus said that that was one thing that the young ruler still lacked (v.22), he implied that the young man should have already given to the poor.
Sometimes this does not make much sense to us. Don't we work hard for what we have? Yes, many of us do. However, the exhortation that what we have ultimately belongs to God tells us about what God is like and what we should be like too. Look at Christ for example.
When Jesus died on the Cross and rose from the dead, He paid a ransom to purchase us from the bondage of sin and death. He was the ransom. It's like one slave owner buying a slave from another owner. Christ bought us, but then He set us free. St. Clement of Alexandria wrote:
As a further motivation to give, remember that Jesus gave his all to save us. For each of us He gave His life. Because he gave up His life for us, He demands we give our lives for each other. If we owe our very lives to our brothers, shall we hoard our wealth and keep it away from them? Shall we keep things away from each other only to have those things burn at the end of the world? No, no! If we do not love our brothers, we are children of the devil and heading for the flames ourselves. But the true Christian loves his brothers! Love seeks not her own, but is diffused on the brother. About the brother love is fluttered, about him she is soberly insane! And as Paul tells us, love is the only thing that lasts.
If we become sad, angry, bitter, defensive, or uncomfortable when we hear the message of today's gospel, then we have not yet relinquished our attachment to worldly possessions. We are responding just like the rich young ruler did. St. Ambrose wrote:
A possession ought not to belong to the possessor, not the possessor to the possession. Whosoever, therefore, does not use his patrimony as a possession, who does not know how to give and distribute to the poor, he is the servant of his wealth, not its master; because like a servant he watches over the wealth of another and not like a master does he use it on his own. Hence, in a disposition of this kind we say that the man belongs to his riches, not the riches to the man.
Who is the alternative to rich young ruler? Who should we seek to emulate? Again the scripture shows us in the parable of the Poor Widow. We find the story in Mark 12 and Luke 21:
And He looked up and saw the rich putting their gifts into the treasury, and He saw also a certain poor widow putting in two mites. So He said, "Truly I say to you that this poor widow has put in more than all; for all these out of their abundance have put in offerings for God, but she out of her poverty put in all the livelihood that she had" (Luke 21:1-4).
The widow did not have much but she gave it all to God in the temple. Her offering, even though a mite is an equivalent to a penny, was generous and sacrificial. Her gift was of more value than the hundreds or thousands of dollars some might give today.
The purpose of giving is not only to help the poor, but also to allow Christ to work in our lives. If we can return our wealth to its first and proper owner, the ties that bind us to possessions can be broken and a barrier to eternal life removed. Amen.
Κατά Λουκά Άγιο Ευαγγέλιο, ΙΗ’ 18-27 Νεοελληνική Απόδοση Ο πλούσιος άρχοντας Και κάποιος άρχοντας τον επερώτησε λέγοντας: «Δάσκαλε αγαθέ, τι να κάνω, για να κληρονομήσω ζωή αιώνια;» Του είπε τότε ο Ιησούς: «Τι με λες αγαθό; Κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός. Τις εντολές τις ξέρεις: Μη μοιχέψεις, μη φονεύσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Εκείνος είπε: «Αυτά όλα τα φύλαξα από τη νεότητά μου».
Όταν το άκουσε τότε ο Ιησούς, του είπε: «Ακόμα ένα σου λείπει: πούλησε
όλα όσα έχεις και διαμοίρασέ τα σε φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στους
ουρανούς, και έλα ακολούθα με». Εκείνος, όταν άκουσε αυτά, έγινε περίλυπος. γιατί ήταν πάρα πολύ πλούσιος.
Όταν ο Ιησούς τότε τον είδε, που έγινε περίλυπος, είπε: «Πόσο δύσκολα
εκείνοι που έχουν τα χρήματα μπαίνουν στη βασιλεία του Θεού! Γιατί είναι ευκολότερο μια καμήλα να εισέλθει από τρύπα βελόνας παρά πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού». Είπαν τότε όσοι άκουσαν: «Και ποιος δύναται να σωθεί;» Εκείνος είπε: «Τα αδύνατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά για το Θεό». +++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++ Luke 18:18-27 The Rich and the Kingdom of God 18 A certain ruler asked him, “Good teacher, what must I do to inherit eternal life?”
19 “Why do you call me good?” Jesus answered. “No one is good—except
God alone. 20 You know the commandments: ‘You shall not commit adultery,
you shall not murder, you shall not steal, you shall not give false
testimony, honor your father and mother.’[a]” 21 “All these I have kept since I was a boy,” he said.
22 When Jesus heard this, he said to him, “You still lack one thing.
Sell everything you have and give to the poor, and you will have
treasure in heaven. Then come, follow me.” 23 When he heard this, he
became very sad, because he was very wealthy. 24 Jesus looked at him
and said, “How hard it is for the rich to enter the kingdom of God! 25
Indeed, it is easier for a camel to go through the eye of a needle than
for someone who is rich to enter the kingdom of God.” 26 Those who heard this asked, “Who then can be saved?” 27 Jesus replied, “What is impossible with man is possible with God.” +++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++ От Луки 18:18-27New Russian Translation (NRT) Разговор Иисуса с богатым начальником 18 Один начальник спросил Его: – Благой Учитель, что мне делать, чтобы наследовать вечную жизнь?
19 – Почему ты называешь Меня благим? – ответил Иисус. – Никто не благ,
кроме одного Бога. 20 Ты знаешь заповеди: «не нарушай супружескую
верность», «не убивай», «не кради», «не лжесвидетельствуй», «почитай
отца и мать»[a]. 21 – Все это я соблюдаю еще с дней моей юности, – сказал он. 22 Услышав это, Иисус сказал ему:
– Одного тебе еще не хватает. Продай все, что у тебя есть, и раздай
деньги бедным, и тогда у тебя будет сокровище на небесах. Потом приходи и
следуй за Мной. 23 Когда начальник услышал это, он опечалился, потому что был очень богат. 24 Иисус посмотрел на него и сказал: – Как трудно богатым войти в Божье Царство! 25 Легче верблюду пройти сквозь игольное ушко, чем богатому войти в Божье Царство. 26 Те, кто это слышал, спросили: – Кто же тогда вообще может быть спасен? 27 Иисус ответил: – Невозможное человеку возможно Богу. +++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
Lucas 18:18-27 O jovem rico
18 E perguntou-lhe um certo príncipe, dizendo: Bom Mestre, que hei de
fazer para herdar a vida eterna? 19 Jesus lhe disse: Por que me chamas
bom? Ninguém há bom, senão um, que é Deus. 20 Sabes os mandamentos: Não
adulterarás, não matarás, não furtarás, não dirás falso testemunho,
honra a teu pai e a tua mãe. 21 E disse ele: Todas essas coisas tenho
observado desde a minha mocidade. 22 E, quando Jesus ouviu isso,
disse-lhe: Ainda te falta uma coisa: vende tudo quanto tens, reparte-o
pelos pobres e terás um tesouro no céu; depois, vem e segue-me. 23 Mas,
ouvindo ele isso, ficou muito triste, porque era muito rico. 24
E, vendo Jesus que ele ficara muito triste, disse: Quão dificilmente
entrarão no Reino de Deus os que têm riquezas! 25 Porque é mais fácil
entrar um camelo pelo fundo de uma agulha do que entrar um rico no Reino
de Deus. 26 E os que ouviram isso disseram: Logo, quem pode salvar-se?
27 Mas ele respondeu: As coisas que são impossíveis aos homens são
possíveis a Deus. +++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++ Luka 18:18-27 18 Kiongozi mmoja akamwuliza Yesu, “Mwalimu mwema, nifanye nini ili niurithi uzima wa milele?”
19 Yesu akamjibu, “Mbona unaniita mwema? Hakuna mtu aliye mwema ila
Mungu peke yake. 20 Unazifahamu amri: ‘Usizini, usiue, usiibe,
usishuhudie uongo, waheshimu baba yako na mama yako?”’ 21 Akajibu, “Amri
zote hizi nimezishika tangu utoto wangu.” 22 Yesu aliposikia
haya, akamwambia, “Bado unahitaji kufa nya jambo moja. Nenda ukauze vitu
vyote ulivyo navyo, uwagawie maskini, nawe utakuwa na hazina mbinguni.
Kisha njoo, unifuate.” 23 Aliposikia hayo alisikitika, kwa maana alikuwa
tajiri sana. 24 Yesu alipoona yule kiongozi amesikitika,
akasema, “Jinsi gani ilivyo vigumu kwa tajiri kuingia katika Ufalme wa
Mungu! 25 Ni rahisi zaidi kwa ngamia kupita katika tundu la sindano
kuliko tajiri kuingia katika Ufalme wa Mungu.” 26 Wale waliosi kia hayo
wakauliza, “Kama ni hivyo, ni nani basi awezaye kuoko lewa?” 27 Yesu
akajibu, “Yasiyowezekana kwa binadamu yaweze kana kwa Mungu.” +++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++ ﻟﻮﻗﺎ 18:18-27 عائِقُ الغِنَى
18 وَسَألَهُ أحَدُ قادَةِ اليَهُودِ: «أيُّها المُعَلِّمُ الصّالِحُ،
ماذا يَنبَغي عَلَيَّ أنْ أفعَلَ لِكَي أنالَ الحَياةَ الأبَدِيَّةَ؟»
19 فَقالَ لَهُ يَسُوعُ: «لِماذا تَدعُونِي صالِحاً؟ أتَعرِفُ أنَّهُ لا
صالِحَ إلّا اللهُ؟ 20 أنتَ تَعرِفُ الوَصايا: ‹لا تَزْنِ، لا تَقتُلْ، لا
تَسرِقْ، لا تَشْهَدْ زوراً، أكْرِمْ أباكَ وَأُمَّكَ.›» [a] 21 فَقالَ لَهُ: «أنا أُطِيعُ كُلَّ هَذِهِ مُنذُ صِبايَ.»
22 فَلَمّا سَمِعَ يَسُوعُ هَذا قالَ لَهُ: «يَنقُصُكَ شَيءٌ واحِدٌ
بَعدُ، بِعْ كُلَّ ما تَملِكُ وَوَزِّعِ المالَ عَلَى الفُقَراءِ،
فَيَكُونَ لَكَ كَنزٌ فِي السَّماءِ، ثُمَّ تَعالَ وَاتبَعْنِي.» 23
فَلَمّا سَمِعَ هَذا حَزِنَ كَثِيراً، لِأنَّهُ كانَ غَنِيّاً جِدّاً.
24 فَلَمّا رَأى يَسُوعُ أنَّهُ ذَهَبَ حَزِيناً قالَ: «ما أصعَبَ أنْ
يَدخُلَ أصحابُ الأموالِ مَلَكُوتَ اللهِ! 25 أنْ يَمُرَّ جَمَلٌ مِنْ
ثُقبِ إبرَةٍ، أيسَرُ مِنْ أنْ يَدخُلَ غَنِيٌّ مَلَكُوتَ اللهِ.» مَنْ يُمكِنُ أنْ يَخلُص 26 فَلَمّا سَمِعَ النّاسُ هَذا قالُوا: «فَمَنْ يُمكِنُ أنْ يَخلُصَ إذاً؟» 27 قالَ يَسُوعُ: «ما هُوَ مُستَحِيلٌ عِندَ النّاسِ مُمكِنٌ عِندَ اللهِ.»
Ηλίας Μαγκλίνης Καθημερινή Η Κλίμακα (σκάλα) & η πάλη του Ιακώβ (από εδώ)
Σε μια από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές του Βιβλίου της Γένεσης, ο Ιακώβ παλεύει όλη νύχτα μέσα σε μια σπηλιά με έναν μυστηριώδη ξένο (32: 24-32). Ο Ιακώβ βρίσκεται σε μια κρίσιμη φάση της ζωής του. Επιστρέφει στη μητρική γη ύστερα από απουσία είκοσι ετών. Ο μεγάλος του φόβος είναι απέναντι στον δίδυμο αδελφό του Ησαύ, τον οποίο είχε εξαπατήσει πριν από μια εικοσαετία, παίρνοντας με δόλο την ευχή του τυφλού πατέρα τους, Ισαάκ. Την ευχή κανονικά δικαιούνταν ο Ησαύ (είχε προηγηθεί στη γέννα), γι' αυτό και ορκίστηκε να σκοτώσει τον Ιακώβ. Η μητέρα τους, η Ρεβέκκα, έπεισε τότε τον Ιακώβ να φύγει για να γλιτώσει.
Καθώς επιστρέφει έπειτα από χρόνια, ο Ιακώβ διανυκτερεύει σε μια σπηλιά όπου όμως δέχεται την επίθεση κάποιου αγνώστου. Η μάχη είναι σώμα με σώμα και κρατάει ώς το χάραμα. Τότε, ο λαβωμένος στον μηρό Ιακώβ συνειδητοποιεί ότι ο σκοτεινός αυτός άγνωστος είναι ο ίδιος ο Θεός («είδον γαρ Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον, και εσώθη μου η ψυχή», 32:29-30). Μάλιστα, ο «ξένος» του ανακοινώνει ότι από δω και πέρα το όνομά του δεν θα είναι Ιακώβ αλλά Ισραήλ - «Αυτός που παλεύει με τον Θεό». Κατά κάποιο τρόπο, ο Ιακώβ συμφιλιώνεται με τον «ξένο», συνειδητοποιεί ότι είναι ένα κομμάτι δικό του.
Το επεισόδιο παρουσιάζει την εξής ιδιαιτερότητα, αν όχι αντίφαση: σύμφωνα με την ιουδαϊκή θρησκεία, ουδείς είναι σε θέση να κοιτάξει το πρόσωπο του Θεού και να επιζήσει αυτής της εμπειρίας. Γιατί, λοιπόν, συμπεριλαμβάνεται μια τέτοια σκηνή στην Παλαιά Διαθήκη; Ισως διότι για τους Ισραηλίτες υπάρχει ένα βαθύτερο νόημα στην εικόνα της πάλης: όπως ο Ιακώβ, λαβωμένος στον μηρό, επιστρέφει στη γενέθλια γη έχοντας λάβει την ευλογία του «ξένου», αποφασισμένος πλέον να σταθεί αντάξιος των περιστάσεων, έτσι και ο κάθε άνθρωπος θα πρέπει να «παλέψει και με τον Θεό ακόμα» για να φτάσει σε μια αυτογνωσία.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς θρησκευόμενος για να αισθανθεί έλξη ή και δέος από μια τέτοια ιστορία - όπως και από πολλές άλλες των Γραφών, με αποκορύφωμα, ίσως, τα Πάθη του Χριστού. Αυτή είναι και η τεράστια διαφορά ανάμεσα στον μύθο και το μύθευμα: ο πρώτος είναι ένα ψέμα που μας λέει μιαν αλήθεια, το δεύτερο είναι απλώς ένα ψέμα ["Ν": κατ' εμάς, βέβαια, το επεισόδιο από τη Γένεση είναι αληθινό, όχι μύθος, έστω και με βαθύτερο νόημα]. Σήμερα, η μεταφυσική ελάχιστα μάς αγγίζει επί της ουσίας, και δεν μιλώ εδώ για γραφικούς εσωτερισμούς τύπου New Age ή επικίνδυνους αποκρυφισμούς, αλλά για την αρχέγονη σχέση μας με το Ιερό. Ζούμε σε έναν κόσμο ο οποίος μας υπαγορεύει διαρκώς ότι η κατάκτηση της ταυτότητας πλέον δεν μπορεί παρά να περνάει μέσα από την οδό του αυτοπροσδιορισμού (ο εαυτός μας μέσα στον κόσμο, όχι έξω από αυτόν), ότι ο ετεροπροσδιορισμός είναι ένα παλαιό ημερολόγιο (φοβάμαι πώς ο καλύτερος τρόπος να κρύψουμε το πρόσωπό μας είναι μέσα στα στεγανά ενός ιδεολογικού ή θρησκευτικού δόγματος). Συνεπώς, η πάλη του Ιακώβ ενδεχομένως να μας δείχνει ότι ο εαυτός (οι αδυναμίες, τα συμπλέγματα, τα σύνδρομά μας) δεν είναι παρά ένας μυστηριώδης ξένος με τον οποίο οφείλουμε να παλεύουμε κάθε νύχτα μέσα σε μια σκοτεινή σπηλιά.
Να διακινδυνεύσω μια υπεραπλούστευση αυτού του συλλογισμού, ισχυριζόμενος ότι σε συλλογικό επίπεδο, ως έθνος, αυτό είναι κάτι που σπάνια κάνουμε; Οτι νομίζουμε πως ξέρουμε τόσο καλά τον εαυτό μας που για εμάς φταίει πάντα ο άλλος, ο ξένος - οι Ευρωπαίοι, οι κερδοσκόποι, οι Αμερικανοί; Και όμως, νομίζω ότι δεν είναι κάτι άτοπο. Το παράδοξο, τώρα, είναι ότι η λογική της εσωτερικής σύγκρουσης έχει κάτι ελληνικό (έτσι κι αλλιώς, δεν ξέρουμε αν ανήκουμε στη Δύση ή στην Ανατολή). Οπως έχει γράψει η θεολόγος Κάρεν Αρμστρονγκ, «οι θρησκευτικοί ήρωες των Ισραηλιτών δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν τον φωτισμό χωρίς κόπο ή με τη γαλήνια αταραξία ενός Βούδα». Νομίζω, το ίδιο ισχύει και για εμάς. Επειδή αυτή η ιουδαιοχριστιανική παράδοση ακουμπάει παντού πάνω μας και μέσα μας ως ανεξίτηλη ψυχική εγγραφή, αυτή η έννοια της πάλης, της σύγκρουσης, είναι κάτι δικό μας.
Τέλος πάντων, δάνεια μπορεί να πάρουμε - έστω και με υψηλό επιτόκιο. Το ζήτημα είναι τι θα γίνει μετά. Με εμας τους ίδιους, ατομικά και συλλογικά, μέσα στη σκοτεινή σπηλιά μας.
"Ν": Συμπλήρωμα από το άρθρο Ο Νους του π. Παναγιώτη Βαρδουνιώτη: Οι Πατέρες ερμηνεύοντας αυτό το χωρίο, στην πάλη του Ιακώβ είδαν τον αγώνα του Ιακώβ στην προσευχή να κρατήσει τον νου μέσα στη καρδιά, μακριά από τις αισθήσεις και έτσι να καταφέρει να δει τον Θεό και να ονομαστεί από τον Θεό Ισραήλ, που κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο και τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, Ισραήλ σημαίνει νους ο ορών τον Θεό. Έτσι η λέξη Ισραήλ στην Αγία Γραφή δεν σημαίνει γεωγραφικό τόπο άλλά τον άνθρωπο που διά της προσευχής κρατώντας τον νου καθαρό από νοήματα και συνεργούσης της θείας χάριτος βλέπει τον Θεό ως φως. Αυτή η πάλη του νου να μην διασκορπισθεί διά των αισθήσεων στα υλικά πράγματα, αλλά να παραμείνει μέσα στο χώρο της καρδιάς, συμβαίνει και στην Θ. Λειτουργία. Η Θ. Λειτουργία διαιρείται σε δύο μέρη, το θεολογικό που τελειώνει με την ανάγνωση του ευαγγελίου, και το θεουργικό που αρχίζει με τον χερουβικό ύμνο και τελειώνει με την Θεία Κοινωνία. Διά του χερουβικού ύμνου η Εκκλησία μας προτρέπει: «πάσαν βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν». Δηλ. να φυλάξουμε τον νου όχι μόνο από τα υλικά αγαθά, αλλά ακόμη και από αυτά τα αναγκαία. Και πώς θα γίνει αυτό; Δείτε επίσης, παρακαλώ: Ο "Άγγελος Γιαχβέ" και η θέα του Θεού
The Theotokos (God-Bearer) was born of the elderly Joachim and Anna as an answer to their prayers. After being humiliated and run out of the Temple, Joachim stood in prayer and fasting, in the same cave as once did Elijah the Prophet, begging God to give him and his barren wife a child. In their garden, Anna stood in prayer also, fervently asking God to take away her sorrow. An angel appeared to them both telling them of the great mystery that would be given to them, a daughter who would bear the Life of the World.
Joachim and Anna made a promise that they would give the child back to God, and being very pious and devout, they offered Mary up to be raised in the Temple at the age of three. The High Priest Zacharias, the husband of Anna’s niece and father of John the Baptist, welcomed the child Mary with great delight. Seeing that she would be made the new Ark, carrying within her the New Covenant, he was filled with the spirit and exclaimed, “The souls of the condemned rejoice and the patriarchs exult. Our prophets hoped in thee that they might be delivered from the hands of the devil!” Taking her into the Temple he placed her in the Holy of Holies saying, “Enter into the Holy of Holies, for thou art much purer than myself… For thou art the Temple of God, therefore, remain in the Temple.” The High Priest said that she was the “dry rod of Aaron,” the “bush which burned without being consumed,” “the fleece of Gideon”, and he called her “the Queen David spoke of” saying “At Thy right hand stood the Queen, arrayed in a vesture of inwoven gold, adorned in varied colors”(Ps. 44:8)
The young maiden grew up in the Temple, frequently visiting God in the Holy of Holies. Her parents came to visit her every year until they died of old age. When Mary reached the age of 13, she was forced to leave the temple because, according to Jewish law, a woman became unclean when they started their minstrel cycle. Seeing that Mary was deeply grieved, because she wanted to live in virginity, Zacharias found an older man, Joseph, who would only betroth her. Being betrothed was like engagement, it was before a formal wedding. Betrothal was binding in the Jewish tradition, but during the betrothal period you did not engage in sexual relations. Because of Mary’s desire to stay a virgin, history records that Joseph and Mary stayed only betrothed until Joseph’s death. This is why the Early Church always viewed Mary as being ever virgin.
Not long after living outside of the Temple, Gabriel the Angel announced to Mary what is strange to the angels and to the minds of men, that the Uncontainable God would be contained in her womb. On this day “the Son of God became the Son of the Virgin, and Gabriel announces good tidings of grace. Therefore, let us also join him and cry aloud to the Theotokos: ‘Rejoice, thou who art full of grace: the Lord is with Thee!’”(Saint Ramonos). At this Mary was filled with joy and submitting to the will of God she said, “Behold the maidservant of the Lord! Let it be to me according to your word.”(Luke 1:38). Mary then went into the hill country to visit her cousin Elizabeth in the city of Judah. Upon seeing her, Elizabeth’s baby, the future John the Baptist, leaped in her womb and she cried out to Mary, “Blessed are you among women and blessed is the Fruit of your womb!” Being filled with great joy, the Mother of God sung, “My soul magnifies the Lord, and my spirit has rejoiced in God my Savior. For He has regarded the lowly state of His handmaiden; for behold henceforth all generations will call me blessed.” God, in His great mercy, came down from on high and took flesh from Mary to dwell among us and save our souls. She had become the living Throne of God, for He now sat within her.
There was then a decree made, that all men should be registered. Joseph was to go the city of David because of his lineage. While they stayed there, Mary grew great with child and it was time for her to give birth. After much struggle, Joseph and Mary were settled in a manger. In those days, the hills around Bethlehem had many caves where the animals were kept by night. In one of these humble caves was the Christ born; and Mary, like a loving mother, wrapped Him in swaddling clothes. The God of all has been made flesh for us, humbling Himself to even be born in a cave of animals. She rejoiced at this marvel, beholding her son and God. This is the mystery of the universe. How could the One who created hands be held by them? How could the Provider of all take milk from a breast?
When the days of Mary’s purification were completed, according to the Law of Moses, they brought Him into the temple to present Him to the Lord and to offer up a sacrifice according to the law. There was a man that was very old at that time in Israel named Simeon. The Holy Spirit revealed to Simeon that he would not see death before he had seen the Lord’s Christ. Simeon was filled with the Spirit and was lead into the temple. When Mary brought in the Child Jesus, Simeon picked Him up in his arms saying, “Lord, now lettest thou thy servant depart in peace, according to thy word: For mine eyes have seen thy salvation, Which thou hast prepared before the face of all people; A light to lighten the Gentiles, and the glory of thy people Israel.” Mary and Joseph marveled at what he said. The old man then turned to Mary and prophesied her suffering during Christ’s Passion and said “Yes, a sword will pierce through your own soul also.” Mary kept these things in her heart.
When the evil Herod sought to kill the Immortal King, thinking that He was a threat to his earthly kingdom, Mary and Joseph fled to Egypt, escaping the horrors of the innocent being slain in Bethlehem. In Egypt, the God of all continued to show His power as a babe in the flesh. Mary walked with him through the cities and idols crumbled before her feet. She was struck in awe as she held her God in her hands. When Herod was dead an angel appeared to Joseph in a dream, telling him to return to Israel. On the way back to the Holy Land from Egypt, the family ran into a tree which a demon used to speak out of. People came from far and wide to worship this tree and get advice from it. Upon seeing Christ, the demon fled in great fear and the tree bowed before the feet of the Theotokos. This tree is still there today where many pilgrims go to praise God for His great power. Continuing on their way back home, Joseph was struck in fear when he heard that Archelaus was reining over Judea and, being warned by God in a dream, they turned to the region of Galilee. Mary raised her son and God in Galilee, and He “grew and became strong in spirit, filled with wisdom; and the grace of God.”(Luke 2:39).
The first great recorded miracle that Christ performed was at the request of the Theotokos. When they ran out of wine at the wedding feast in Cana, Mary said to her beloved son, “They have no wine.” Jesus replied to her, “Woman, what does that have to do with Me and you? My hour has not yet come.” Then the Theotokos told the servants to obey Him saying, “Whatever He says to you, do it.” When Jesus called Mary ‘woman’ it was a title of respect and distinction, showing love and honor toward His mother. From her childhood, Mary grew in love for her God, constantly dieing to this world and her passions to serve only Him. It is true when the Archangel preached that she was full of grace for she truly bore God incarnate for us and served Him unceasingly, setting an example for all those who choose to follow Him.
Everyday that passed Mary’s motherly love grew for her Child. She kept in her heart the words that Simeon had told her, and knew the fate her Son would have to face. When Jesus was put to trial, unlike most of the Apostles, Mary never left her son. She stood by Him and grieved bitterly. When the God of all, who stretched out the heavens, was transfixed with nails on the cross, His mother still stood very close to Him. None of us could imagine the agony that the Theotokos must have felt. Her son and God was suffering before her. Her own flesh was being mocked and beaten. While other disciples denied Him and fled, her Motherly love kept her close. Seeing her son dying, she heard Him cry out to her “Woman, behold your son” and then turning to the Disciple John He cried, “Behold your mother.” With this Christ gave His mother not only to St. John, but to all His faithful disciples. She is the mother of all Christians by her example of faithful endurance and love.
Christ’s body was given to the righteous Joseph to be buried and laid in a new tomb. Nicodemus, Mary Magdalene, Joanna, Salome, Mary the wife of Cleopas, Susanna, Mary of Bethany, Martha of Bethany, and Mary the Theotokos were all there to anoint their God, wrap Him in a fine linen shroud and bury Him according to Jewish tradition. The stone was then rolled over the front of the tomb to seal it. Seeing the rock close off the entrance, the reality of God’s death painfully struck the heart of Mary, and Symeon’s Words were fulfilled. On the third day after Christ’s death the Theotokos lead the same group of pious women back to her son’s tomb. They came very early in the morning bringing spices and oils to anoint the body of their Savior. Coming to the tomb, they were shocked in horror, seeing that it was empty and the stone was rolled away. An angel, who was sitting the empty tomb, said “the ointment is meet for the dead, but Christ is shown to be remote from corruption. But cry ye, ‘The Lord is risen, granting the world the Great Mercy.’” Full of joy, the Mother of God ran off preaching the good news about her risen son.
Forty days after His resurrection from the dead, Christ ascended back into the Heavens. After this, Mary truly became a mother to the Apostles. She was with them to comfort and encourage them in their ministry. During this time, John, who was ordered from the Cross to take care of Mary, traveled with the Mother of God to visit all the Churches and Bishops. Once they set out to visit Saint Lazarus, who Christ raised on the fourth day, for he had been appointed Bishop of the Island of Cyprus. On this journey a storm blew them off course and they landed on the beautiful peninsula of Mount Athos. The Theotokos thought this land was so beautiful that, after she fell down in prayer, Christ appeared to her and dedicated this land to her, and many Monasteries were built there that still exist today. During this time, Saint Luke the Evangelist also painted the first Icon of her, which is still existent today. Mary also helped strengthen and encourage the early Churches in the right path. She frequently visited the Holy Sites where her son once walked, especially Golgotha, to pray and offer songs to God. The Theotokos was ever serving Christ and His Church until her repose.
The repose of the Mother of God was very sorrowful. Eleven of the Apostles, excluding Thomas, gathered from far and wide to lament and say goodbye to their Mother. They formed a procession with her pure body and carried it into Gethsemane. They all wept and sung psalms, lamenting over their Mother. While they were carrying her, a certain Jewish priest, Jephonias, saw them and was filled with great anger because he protested against the purity of Mary. He ran up to the funeral bier and attempted to push the Virgin’s pure body into the dirt. Before he could even reach the Theotokos, the Lord sent the Archangel Michael to protect His mother by cutting of the man’s hands. Jephonias screamed in horror, repented and was healed. The Apostles then laid her in a cave, wept, and sealed the tomb.
Meanwhile the Apostle Thomas arrived from his missions in India and was grieved because he did not get to venerate the Mother of God for the last time. The Apostles, seeing Thomas’s great sadness, agreed to gather once again and open the tomb of Mary so that they may all venerate her together. When the Apostles opened the tomb, they discovered her body gone and became filled with distress. The Apostles feared that someone had stolen their Mother’s body. That night the Apostles agreed to gather together for a common meal. It was at this time that the Theotokos appeared to them, revealing that her son had glorified her human body in Heaven and sat her at His right hand as an intercessor and Mother for His Church. Neither the tomb, nor death could hold the Theotokos, Who is constant in prayer and our firm hope in intercessions. For being the Mother of Life, she was translated to life by the One who dwelt in her virginal womb.