Μονή Σινά: Απόπειρα καθαίρεσης από μοναχούς καταγγέλλει ο Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός
Ο Αρχιεπίσκοπος Σιναίου σε ανακοινωθέν κάνει λόγο, μεταξύ άλλων, για αντικανονικές ενέργειες που οδηγούν το μοναστήρι σε «βαβυλώνια αιχμαλωσία»
Δώρα Αντωνίου / Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Με ένα ανακοινωθέν στο οποίο καταγγέλλει «αντικανονικές ενέργειες», που «σκανδαλίζουν τον πιστό λαό του Θεού, υπονομεύουν την ενότητα της Αδελφότητας και οδηγούν το μοναστήρι σε “βαβυλώνια αιχμαλωσία”» ο Αρχιεπίσκοπος Σιναίου Δαμιανός αντιδρά στις κινήσεις από μερίδα μοναχών της Μονής Σινά για την παύση του.
Τα πρωτοφανή που συμβαίνουν στη Μονή εκτιμάται ότι σχετίζονται με την προοπτική συμφωνίας ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Αίγυπτο για άρση του αδιεξόδου που έχει προκύψει μετά την απόφαση αιγυπτιακού δικαστηρίου, και ο χρόνος εκδήλωσης των κινήσεων αμφισβήτησης σχετίζεται με την ψήφιση σήμερα στη Βουλή της ρύθμισης για αναγνώριση νομικής προσωπικότητας στο Μετόχι της Μονής στην Ελλάδα, που θα ανοίξει τον δρόμο για συμφωνία.Χθες, ομάδα 15 μοναχών συγκάλεσαν συνέλευση, η οποία σύμφωνα με στενούς συνεργάτες του Αρχιεπισκόπου Δαμιανού είναι παράνομη, καθώς δεν ακολουθήθηκε το τυπικό που προβλέπει υποβολή σχετικού αιτήματος από τα 2/3 των μοναχών.
Εξέδωσαν, δε, απόφαση παύσης του Αρχιεπισκόπου από τη θέση του Ηγουμένου της Μονής, με πληροφορίες να αναφέρουν ότι εστάλη προς κύρωση στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων.
Η φωτο από εδώ
Αναλυτικά το ανακοινωθέν:
Ο Αρχιεπίσκοπος Σινά Δαμιανός δήλωσε:
«Το 2012, κατόπιν προσφυγής στην αιγυπτιακή δικαιοσύνη του τότε Δημάρχου της πόλεως της Αγίας Αικατερίνης και του τότε Κυβερνήτη Νοτίου Σινά ξεκίνησε ο Γολγοθάς της Ιεράς Μονής Σινά.
Αυτή η ακατανόητη και απολύτως αδικαιολόγητη αμφισβήτηση του από αιώνος καθεστώτος (status quo) της Ιεράς Μονής (το οποίο αποτυπώθηκε και στην απόφαση της UNESCO το 2002 να ανακηρύξει την Ιερά Μονή ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς) μετά την από 28/5/2025 απόφαση του Εφετείου της Ισμαηλίας απειλεί την ίδια την ύπαρξη της Ιεράς Μονής Σινά.
Από εκείνη την ημέρα ξεκίνησε μια τιτάνια προσπάθεια για να διασωθεί η Ιερά Μονή και να διασφαλισθεί το μέλλον της.
Μετά από κόπους πολλούς, η προσπάθεια αυτή άρχισε να αποδίδει. Η κατάθεση του νομοσχεδίου με το οποίο η εκπροσώπηση της Ιεράς Μονής στην Ελλάδα αποκτά νομική προσωπικότητα στην Ελλάδα και η ομόθυμη στήριξη όλων των κομμάτων ήταν η στιγμή που η ελπίδα επέστρεψε διότι η Ιερά Μονή Σινά αποτέλεσε σημείο ενότητας του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας. Ο απανταχού Ελληνισμός έτεινε με την καρδιά του το χέρι του προς την φίλη χώρα της Αιγύπτου για την ανάγκη συνεργασίας και συμπόρευσης με επίκεντρο υψηλά ιδανικά όπως η θρησκευτική ελευθερία.
Και η φίλη χώρα ανταποκρίθηκε καθώς ο Εξοχώτατος Υπουργός Εξωτερικών της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου θα επισκεφθεί την Αθήνα στις 6 Αυγούστου, οπότε δικαίως αναμένουμε το τέλος του Γολγοθά της Ιεράς Μονής.
Και όμως αυτή τη στιγμή που η ελπίδα επέστρεψε, που οι προσπάθειες άρχισαν να αποδίδουν, έμελλε ν’ αποδειχθεί για μια ακόμα φορά αληθινός ο στίχος του Δ. Σολωμού “Η διχόνοια που βαστάει, ένα σκήπτρο η δολερή. Καθενός χαμογελάει, πάρ’ το λέγοντας και συ”.
Ορισμένοι πατέρες της Ιεράς Μονής Σινά “εκινήθησαν, εβουλεύθησαν, εμελέτησαν την παράδοσιν” με σκοπό όχι να τηρήσουν αλλά πώς θα συνωμοτήσουν για να καταπατήσουν τους Θείους και Ιερούς Κανόνες και τους Θεμελιώδεις Κανονισμούς της Ιεράς Μονής Σινά.
Έκλεισα τα μάτια και τα αυτιά μου σε όσα έκαναν ώστε να μην αποσπαστεί η προσοχή μας από τον μείζονα στόχο της διαφύλαξης του από αιώνων καθεστώτος της Ιεράς Μονής. Όμως, πλέον, οι αντικανονικές ενέργειές τους σκανδαλίζουν τον πιστό λαό του Θεού, υπονομεύουν την ενότητα της Αδελφότητας, οδηγούν το Μοναστήρι σε “βαβυλώνια αιχμαλωσία” και, κυρίως, προσφέρουν την καλύτερη υπηρεσία σε όσους επιθυμούν να ΜΗΝ τελειώσει ο Γολγοθάς της Ιεράς Μονής. “Σήμερον ο Ιούδας καταλιμπάνει τον διδάσκαλον και παραλαμβάνει τον διάβολον. Τυφλοῦται τῷ πάθει τῆς φιλαργυρίας, ἐκπίπτει τοῦ φωτός ὁ ἐσκοτισμένος”.
Όσα άνευ φόβου Θεού, αιδούς και επίγνωσης πράττουν, συνιστούν ένα πραξικόπημα κατά της Εκκλησίας που δεν θα επιτρέψουμε να έχει τις ολέθριες συνέπειες για την ακεραιότητα και την ενότητα του Ελληνισμού που είχαν άλλα πραξικοπήματα.
Ως πνευματικός τους πατέρας έχω το καθήκον να καταβάλω κάθε προσπάθεια ώστε να κατανοήσουν το λάθος τους και να μην γίνουν πατραλοίες. Κατόπιν προσευχής και με άφατο πόνο καρδιάς, με χέρι τρεμάμενο όχι από το βάρος 91 ετών επίγειας ζωής αλλά από την ευθύνη για το μέλλον της Ιεράς Μονής, οφείλω να πράξω ότι προβλέπουν οι Θείοι και ιεροί Κανόνες στον συνετιστικό χαρακτήρα των οποίων θα παραδοθούν, ώστε να έχουν την ευκαιρία να μετανοήσουν και έτσι όλοι μαζί, ενωμένοι, μακριά από εφήμερους και μάταιους εγωισμούς, να περισώσουμε την Ιερά Μονή.
Ας εμπνευστούμε όλοι από την ενότητα που δείχνει η Ελληνική Βουλή από την μιά άκρη ως την άλλη τούτες τις ημέρες για την διάσωση της Ιεράς Μονής Σινά.Ευλογώ πάντας και εύχομαι η χάρη της Αγίας Αικατερίνης και του Θεοβαδίστου Ορους Σινά να σκεπάζουν την πατρίδα μας και τον καθένα ξεχωριστά».
Η Ορθόδοξη μοναστική παράδοση, αν και εμμένει στην υπακοή ως θεμέλιο του μοναχικού βίου, αναγνωρίζει ότι η υπακοή δεν είναι τυφλή· είναι σχέση χαρισματική, που προϋποθέτει τον σεβασμό στην αλήθεια και την πνευματική ευθύνη (Αγ. Ιωάννης της Κλίμακος, Λόγος Δ΄). Η απόφαση των μοναχών, επομένως, δεν είναι μια απλή «διοικητική καθαίρεση», αλλά μια κίνηση με προφητική διάσταση: αρνήθηκαν να επιτρέψουν την παράταση μιας ηγεσίας που, κατά την κρίση τους, δεν ανταποκρινόταν πλέον στις ανάγκες της Μονής και της αποστολής της.
Η Εκκλησία, ήδη από τα πρώτα της χρόνια, γνώρισε αντίστοιχες στιγμές όπου η «βάση» αντιστάθηκε στην «κορυφή» για λόγους πίστεως και ζωής. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής τόλμησε να σταθεί απέναντι σε Πατριάρχες και Αυτοκράτορες, γιατί πίστευε ότι η αλήθεια της πίστης προηγείται της τυπικής υπακοής (PG 90, 108C). Στο ίδιο πνεύμα, οι μοναχοί του Σινά έδρασαν όχι για να καταργήσουν τον θεσμό, αλλά για να υπερασπιστούν το ίδιο του το νόημα.
Η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης αποτελεί μοναστική κοινότητα με ιστορική αυτονομία, αναγνωρισμένη από τον 6ο αιώνα (χρυσόβουλο Ιουστινιανού) και άμεσα υπαγόμενη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η ιδιαίτερη αυτή θέση δεν είναι μόνο διοικητική αλλά πνευματική: το Σινά είναι τόπος ησυχίας και θεοπτίας, όπου η εξουσία δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο υπηρεσίας της κοινότητας και του τόπου ως «γῆς ἁγίας» (Ἔξ. 3,5).
Η Αδελφότητα, αντιλαμβανόμενη ότι η πνευματική ζωή της Μονής και η εξωτερική της θέση (λόγω των δικαστικών εξελίξεων στην Αίγυπτο) κινδυνεύουν, ανέλαβε ευθύνη η ίδια, χωρίς να περιμένει εξωτερική επιβεβαίωση. Αυτό θυμίζει την εκκλησιολογία της πρώτης Εκκλησίας, όπου η κοινότητα είχε ενεργό λόγο στην εκλογή και παύση ποιμένων: «Ἐξελέξαντο… χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς κατ᾿ ἐκκλησίαν πρεσβυτέρους… παρέθεντο αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ» (Πρ. 14,23). Η παύση του 91χρονου ηγουμένου, έτσι, δεν ήταν απλή έκφραση δυσαρέσκειας, αλλά ανάληψη πνευματικής ευθύνης: μια απόφαση που σκοπό είχε να διαφυλάξει τον χαρακτήρα του μοναστηριού ως χώρου άσκησης, φιλοξενίας και αδιάλειπτης προσευχής.
Η ηλικία του ηγουμένου δεν είναι απλώς βιολογικό δεδομένο· έχει εκκλησιολογική σημασία. Στην Ορθόδοξη παράδοση, ο γηραιός ποιμένας τιμάται, αλλά η κοινότητα έχει δικαίωμα να κρίνει εάν η πνευματική και διοικητική του ικανότητα ανταποκρίνεται ακόμη στις ανάγκες της αποστολής. Όπως σημειώνει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «Μηδένα χειροτονεῖν ἢ ἔχειν ἄρχοντα τῆς Ἐκκλησίας ὃν ἡ Ἐκκλησία οὐκ ἀνεχέται» (PG 36, 427).
Η απόφαση, επομένως, είναι πράξη προληπτική και θεραπευτική: οι μοναχοί δεν αμφισβήτησαν το παρελθόν του ηγουμένου αλλά την τρέχουσα ικανότητά του να ανταποκριθεί σε μια περίοδο όπου η Μονή βρίσκεται υπό εξαιρετική πίεση – νομική, πολιτική και πνευματική. Η κρίση με το αιγυπτιακό κράτος, η καθυστέρηση της ελληνικής κυβέρνησης και η επιφυλακτικότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου δημιούργησαν ένα πλαίσιο όπου η εσωτερική πνευματική καθαρότητα έγινε ακόμη πιο αναγκαία.
Η υπόθεση του Σινά δεν είναι απομονωμένη. Αποκαλύπτει ένα δομικό πρόβλημα: την αδυναμία της Εκκλησίας της Ελλάδος και της ελληνικής κυβέρνησης να αντιληφθούν έγκαιρα τη σοβαρότητα της κατάστασης. Το προσχέδιο συμφωνίας του Δεκεμβρίου 2024, που θα διασφάλιζε την αυτονομία της Μονής, δεν υπογράφηκε ποτέ. Αυτή η «διοικητική αδράνεια» δείχνει αυτό που αποκαλείται «εξουσία μέσω αναβολής»: η σιωπή και η καθυστέρηση είναι και αυτές μορφές κυριαρχίας, που αφήνουν το πεδίο σε άλλες δυνάμεις να επιβληθούν.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με την παραδοσιακή του στρατηγική ισορροπιών, τήρησε στάση επιφυλακτική, ώστε να διατηρήσει τις σχέσεις του με το αιγυπτιακό κράτος. Όμως αυτή η στάση είχε ως αποτέλεσμα ένα κενό αφήγησης: όταν η Εκκλησία δεν μιλά, τότε άλλοι ορίζουν το πλαίσιο του λόγου, αντιμετωπίζοντας τη Μονή ως απλό «πολιτιστικό μνημείο». Η πράξη των μοναχών, λοιπόν, λειτούργησε και ως μήνυμα προς την ίδια την εκκλησιαστική ιεραρχία: ότι η σιωπή και η αναμονή δεν αρκούν όταν το Άγιο γίνεται αντικείμενο διαχείρισης.
Η απόφαση της Σιναϊτικής Αδελφότητας είναι μια σπάνια μορφή εσωτερικής κυριαρχίας. Ο Carl Schmitt σημείωνε ότι η ουσία της κυριαρχίας είναι η ικανότητα λήψης απόφασης σε κατάσταση εξαίρεσης (Πολιτική Θεολογία, 1922). Η Αδελφότητα λειτούργησε ακριβώς έτσι: δεν περίμενε να «λυθεί το ζήτημα» από έξω, αλλά πήρε την κατάσταση στα χέρια της, διαφυλάσσοντας την πνευματική καθαρότητα της κοινότητας.
Αυτό είναι θεολογικά σημαντικό, διότι αποκαλύπτει ότι η Εκκλησία δεν είναι μόνο ιεραρχική πυραμίδα αλλά και «σύναξη προσώπων» (Αγ. Ιγνάτιος Αντιοχείας, Προς Σμυρναίους) όπου το πλήρωμα έχει ευθύνη να διασφαλίζει το χάρισμα της κοινότητας. Η Αδελφότητα, με την παύση του ηγουμένου, υπενθύμισε ότι η πνευματική εξουσία είναι διακονία και όχι ιδιοκτησία.
Το Σινά, τόπος της Θεοφανείας, είναι ιστορικά συνδεδεμένο με την εμπειρία του Θεού ως φωτιάς που καίει αλλά δεν καταναλώνει (Ἔξ. 3,2). Αυτή η εμπειρία μεταφέρεται στο σήμερα: η Αδελφότητα λειτούργησε σαν «προφητική φωνή» μέσα στην Εκκλησία, υπενθυμίζοντας ότι το Άγιο δεν είναι «πολιτιστικό προϊόν» ούτε «νομική παραχώρηση».
Η απόφαση να παυθεί ένας γηραιός ηγούμενος είναι δύσκολη, αλλά η δυσκολία αυτή της προσδίδει ακόμη μεγαλύτερο πνευματικό βάρος. Είναι η απόδειξη ότι η κοινότητα δεν φοβάται να θυσιάσει την ησυχία της για να προστατεύσει το ίδιο της το νόημα: ότι είναι κοινότητα προσευχής, ασκήσεως και φιλοξενίας, όχι θεσμός που απλώς συντηρείται για ιστορικούς λόγους.
Η εξέγερση των μοναχών του Σινά δεν είναι άρνηση της Εκκλησίας αλλά υπεράσπισή της. Είναι η υπενθύμιση ότι η Εκκλησία είναι ζωντανή μόνο όταν το πλήρωμα της τολμά να υπερασπίζεται την αλήθεια, ακόμη και απέναντι στις ίδιες τις διοικητικές της δομές. Το Σινά, τόπος όπου ο Θεός είπε «Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν» (Ἔξ. 3,14), μιλά σήμερα ξανά, όχι με την ησυχία της αδράνειας αλλά με τη φωνή της πράξης.
Αυτή η φωνή είναι φωτιά: δεν καταστρέφει αλλά καθαρίζει. Υπενθυμίζει ότι το Άγιο δεν ανήκει σε τίτλους, ούτε σε ισορροπίες ισχύος, αλλά σε εκείνους που το ζουν με θυσιαστικό πνεύμα. Η Σιναϊτική Αδελφότητα, με την πράξη της, γίνεται σημείο αναφοράς: δείχνει ότι ακόμη και σε εποχές φόβου και σιωπής, η Εκκλησία μπορεί να είναι προφητική, δυνατή, ελεύθερη.









