Μας το έστειλε φίλος. Τον ευχαριστούμε.
π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος (π. Λίβυος)
«Όλα είναι δρόμος - ευκαιρίες συμφιλίωσης με τον χαμένο μας εαυτό», Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ
Tις
περισσότερες φορές, ζώντας μέσα στην μοναξιά και την απόρριψη, στην ερήμωση και
στην λησμονιά της ανθρώπινης παρουσίας, στρέφουμε την οργή μας σε εκείνους που
μας εγκατέλειψαν. Στην αδιαφορία της κοινωνίας. Στην αναλγησία και την
σκληροκαρδία των ανθρώπων. Αυτή είναι η εύκολη λύση. Να επιλέγουμε την
αναζήτηση ευθυνών έξω από εμάς. Στους άλλους. Άλλωστε πάντα φταίνε οι άλλοι. Η
κακή κοινωνία.
Οι
εποχές και οι άνθρωποι που άλλαξαν. Άλλοτε φοράμε το κουστούμι του θύματος, και
ανεβαίνοντας στο σανίδι της ψυχής υποδυόμαστε τον ρόλο του μεγάλου αδικημένου.
Εκείνου που πάντα αδικείται. Που αγαπάει, αλλά δεν αγαπιέται. Που προσφέρει
ανιδιοτελώς, ενώ πάντες τον εκμεταλλεύονται. Που σταυρώνεται για τους άλλους,
αλλά όλοι τον προδίδουν. Και το παιγνίδι του ψυχισμού μας δεν έχει τέλος.
Ωστόσο,
όποια κι αν είναι η αιτία που ο ψυχισμός μας υποδύεται ρόλους επαιτώντας με
ανώριμο τρόπο μια ματιά, πρέπει κάποια στιγμή να ωριμάσουμε την πείνα μας. Να
σιωπήσουμε την εγωπαθή φλυαρία. Τα υπαρξιακά μοιρολόγια. Την θυματολογία και
την αναζήτηση ή κατασκευή «βαρβάρων», και να ομολογήσουμε στον εαυτό μας την
αλήθεια. Με λόγια λιτά και ξεκάθαρα, όπως «πεινώ», «διψώ» «θέλω», «έχω
ανάγκη...».
Ναι,
φταίω κι εγώ για την μοναξιά μου. Ίσως όχι πάντα εγώ, αλλά πολλές φορές μπορεί
να φταίω μονάχα εγώ. Γιατί απομάκρυνα από κοντά μου όλους εκείνους που με είχαν
πλησιάσει. Δεν άφησα να έρθουν κάποιοι άλλοι και εκείνους που το θέλησαν τους
εκδίωξα με τον τρόπο μου.
Ο
παραλυτικός του Ευαγγελίου που τριανταοκτώ χρόνια δεν είχε άνθρωπο να τον
βοηθήσει ώστε να μπει στα νερά της κολυμβήθρας και να θεραπευτεί,
αντιμετωπίζεται από τον Χριστό ως «υπεύθυνος» της κατάστασής του.
Η
ευαγγελική αυτή ιστορία μάς φανερώνει το αναμφισβήτητο γεγονός ότι μία από τις
βασικότερες ανάγκες του ανθρώπου για την υγιή ανάπτυξη και ολοκλήρωσή του είναι
η δυνατότητα να αγαπάει και να αγαπιέται, να ζει και να υπάρχει μέσα σε
κοινωνία προσώπων.
Γι’
αυτό το λόγο οι Πατέρες της Εκκλησίας παρομοίασαν την κόλαση σαν την αιώνια καιαπόλυτη μοναξιά, τον τόπο όπου δεν πραγματοποιείται συνάντηση και σχέση. Όπου
το βλέμμα έχει ξεραθεί σε κόγχες κενές και οι έρωτες είναι προδομένοι στην λήθη
του χθες, νεκροί και απραγματοποίητοι στην οδύνη του ανεκπλήρωτου.
Όταν
λοιπόν ακούμε την «θλιβερή» αυτή υπόθεση της ευαγγελικής περικοπής, αυτομάτως
δημιουργούνται μέσα μας συναισθήματα αγάπης και συμπάθειας προς το πρόσωπο του
δυστυχισμένου παραλυτικού.
Αυτή
είναι η συνήθης συναισθηματική προσέγγιση και ενοχική ερμηνευτική ανάλυση της
περικοπής. Είναι όμως όλη η αλήθεια αυτή; Ποιος άραγε είναι ο λόγος που ο
παραλυτικός βρίσκεται επί τόσα χρόνια μόνος του;
Αιτία
είναι μόνο το φαινόμενο της ανθρώπινης αδιαφορίας και αναλγησίας; Ή μήπως και ο
ίδιος ο «παραλυτικός» είναι υπεύθυνος για την κατάστασή του, για την όντως
αληθή τραγωδία που ζει;
Εάν
κανείς παρακολουθήσει τις ιαματικές θεραπείες του Χρίστου, αυτό που θα
αντιληφθεί είναι ότι σε καμία των θλιβερών περιπτώσεων που αντιμετώπισε, δεν
απέδωσε την ίδια αιτία παθογένειας.
Πολλές
φορές θεωρεί την αιτία της ασθένειας ενέργεια του Σατανά, άλλες φορές για να
φανερωθεί η «δόξα» του Θεού, και αρκετές υπαιτιότητα του ίδιου του πάσχοντος ή
ακόμη του γενικότερου κοινωνικού και πολιτισμικού περίγυρου.
Στην
προκειμένη περίπτωση του επί τριανταοκτώ χρόνια παραλυτικού, αιτία τόσο της
παραλυσίας όσο και της πολυχρόνιας μοναξιάς είναι ο ίδιος. Δηλαδή η αμαρτία
του. Όχι βέβαια με την έννοια της νομικής παράβασης και ανταπόδοσης «εξ ουρανού
δικαιοσύνης», αλλά της υπαρξιακής αστοχίας να ολοκληρωθεί ως πρόσωπο και
μοναδική ετερότητα.
Ο
Ιησούς για ακόμη μια φορά μάς εισάγει σε μια νέα ερμηνευτική του κακού και των
συνεπειών του στην ζωή μας. Το κακό δεν είναι μια απρόσωπη αυτόνομη έννοια και
πραγματικότητα. Είναι η προσωποποιημένη άρνηση στο κάλεσμα του Θεού για
ολοκλήρωση και πληρότητα ζωής.
Άρνηση
στην κλήση του Θεού να ανοίξουμε τα όρια της υπάρξεώς μας. Να πλατύνουμε τον
χώρο της καρδιάς μας.
Ο
Χριστός θα ρωτήσει τον παραλυτικό εάν θα ήθελε να γίνει καλά: «Θέλεις υγιής
γενέσθαι;». Ορθολογικά κρινόμενο το ερώτημα δεν είναι και τόσο πετυχημένο.
Ποιος δεν θέλει την υγεία του; Στην γλώσσα όμως της ψυχής είναι απολύτως ορθό,
διότι ο Ιησούς με αυτό τον τρόπο προσπαθεί να ενεργοποιήσει το εσώτερο κέντρο
της υπάρξεως του παραλυτικού. Τον βοηθάει να αρθρώσει το αίτημα της ίασης.
Προσπαθεί να ανοίξει την ύπαρξη στο θαυμαστό, στην δυνατότητα της συνάντησης,
στην πίστη ως άφημα και ολοκληρωτική αυτοπαράδοση στον τρόπο και τις ενέργειες
του «Αλλιώς ».
Άξιο
θαυμασμού επίσης είναι το γεγονός ότι, μετά την θεραπεία του παραλυτικού, ο Χριστός
τον αποχαιρετά τονίζοντάς του με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο ότι, εάν δεν
αλλάξει και δεν προσέξει τον τρόπο ζωής του, θα πάθει τα ίδια και χειρότερα της
παραλυσίας. «’Ίδε, υγιής γέγονας, μηκέτι άμάρτανε, ίνα μή σοι χείρον τι
γένηται» (Ιω. 5, 14). Τι σημαίνουν τα λόγια αυτά;
Τις
περισσότερες φορές η κοινωνική «παραλυσία» μας, η «αναπηρία» μας να υπάρξουμε
στην δυνατότητα της σχέσης, στην ολοκλήρωση να υπάρχω με τον «άλλο», οφείλεται
στην δική μας κλειστή ατομικότητα. Στο ότι δεν ανοίγουμε τα σύνορα του Εγώ μας,
δεν έχουμε μάθει και δεν έχουμε την παραμικρή διάθεση να μάθουμε να ζουμε για
τους άλλους και με τους άλλους.
Στο
οδυνηρό γεγονός της μοναξιάς μας, διερωτηθήκαμε άραγε εάν ο τρόπος ζωής μας, οι
ενέργειές μας και η όλη παρουσία μας αφήνουν χώρο να υπάρξουν άλλοι άνθρωποι
δίπλα μας;
Όπως
μάς λέει ο π. Φιλόθεος Φάρος, «για να υπάρχουν στη ζωή ενός ανθρώπου κάποιοι
άνθρωποι που θα συμβάλουν στην ικανοποίηση των αναγκών του, είναι απαραίτητο να
μπορεί και να θέλει και εκείνος να συμβάλει στην ικανοποίηση των δικών τους
αναγκών...».
Ο
παραλυτικός της ευαγγελικής περικοπής ίσως να ευθυνεται για την απελπιστική
μοναξιά του. Είναι μόνος διότι επί χρόνια αρνήθηκε κάθε ανάπτυξη σχέσεως με
τους συνανθρώπους του. Πολλές φορές η φίλαυτη εγωκεντρική ανάπτυξη της
προσωπικότητας ή ο φόβος απέναντι στον «άλλο» δεν αφήνει περιθώρια να αναπτυχθούν
στην ζωή μας ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις.
Οι
«παραξενιές» και οι υπερβολές μας, οι συνεχείς και πολλές φορές παράλογες απαιτήσεις
μας, οι άδικες πράξεις και κρίσεις, οι ισοπεδωτικές παρατηρήσεις και η εν γένει
πληθωρική παρουσία του «Εγώ» καταπνίγει και εξοβελίζει κάθε πρόσωπο που με καλή
διάθεση προσπαθεί να μας πλησιάσει. Το αποτέλεσμα όλης αυτής της άρνησης είναι
να μένουμε μόνοι στη ζωή. Να βιώνουμε την κόλαση της μοναξιάς ως ναρκισσιστικό
κοίταγμα στον καθρέπτη της υπάρξεώς μας, στην απουσία του διαφορετικού στην ζωή
μας.
Ο
παραλυτικός δεν μπορεί να κατανοήσει ότι η αιτία της ασθένειάς του αλλά και της
μοναξιάς του είναι ο ίδιος ο εαυτός του, ο τρόπος που υπάρχει. Παίζει το ρόλο
θύματος· της αυτολύπησης και ετερολύπησης.
«Το
ίδιον της ψυχικής ανωριμότητος δεν είναι τόσο η εξάρτηση από το περιβάλλον, όσο
η απόδοση στα αρνητικά του περιβάλλοντος της εσωτερικής μας διασπάσεως και του
υπαρξιακού μας κενού. Όταν δεν διακρίνουμε μέσα μας, προβάλλουμε τις εσωτερικές
μας συγκρούσεις στους τρίτους. Μιλούμε για “συνωμοσίες” ή “καταπιεστικό”
σύστημα και πασχίζουμε να τα ανατρέψουμε. Όμως δεν αλλάζουμε τίποτα αν δεν
αρχίσουμε από τον εαυτό μας».
Ο
Ιησούς, τόσο μέσα από την ζωή Του όσο και μέσα από τους λόγους Του, μας δίνει
την λύση στο δράμα της ανθρώπινης μοναξιάς, που δεν είναι άλλο από το άνοιγμα
της υπάρξεως.
Μια
πλάτυνση των ορίων μας, που μετατρέπει το παρόν σε αιωνιότητα και Βασιλεία του
Θεού. Το να δίνεις ή να δίνεσαι, όσο και αν πολλές φορές δεν έχει την ανάλογη
ανταπόκριση, όσο και αν συχνά πληγώνει, είναι για τον Χριστό κέρδος ζωής και
πληρότητα υπάρξεως.
Η
μοναξιά δεν υπάρχει, όταν σπάσουμε την κλειστή ατομικότητά μας στο άνοιγμα του
συνανθρώπου και της κτίσης ολόκληρης, ως κοινωνίας του διαφορετικού και
συγχρόνως αποκαλυπτικού. Στην ομορφιά να υπάρχεις σε κοινωνία με την δημιουργία
του Θεού, με αυτόν ή αυτό που ο Θεός σού έδωσε.
Δεν
φτάνει να λέμε ότι θέλουμε να μας αγαπάνε. Πρέπει και να το αντέχουμε ή να το
επιτρέπουμε στους «άλλους». Γιατί η αγάπη είναι ζωή. Και η ζωή είναι η μέγιστη
τέχνη που δυστυχώς δεν την γνωρίζουμε όλοι επιτυχώς. Δεν φτάνει να λέμε ότι δεν
μας αρέσει η μοναξιά- πρέπει ώριμα να βαστάζουμε την παρουσία του «άλλου».
Δεν
αρκεί να διακηρύσσουμε την επιθυμία μας να υπάρχει ο «άλλος» στην ζωή μας. Πρέπει
να του δώσουμε χώρο για να υπάρξει. Να τον «συγχωρήσουμε» μέσα μας. Να τον χωρέσουμε
υπαρξιακά.