Ο πλούτος καταστρέφειΕυαγγέλιο Κυριακής: Λουκ. ις’ (16) 19-31 [νεοελληνική μετάφραση εδώ]
Εἶπεν ὁ Κύριος· 19 ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. 20 πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος 21 καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. 22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. 23 καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. 24 καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. 25 εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· 26 καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. 27 εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· 28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. 29 λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. 30 ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. 31 εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.
Ο πλούσιος της Παραβολής του σημερινού Ευαγγελίου φορούσε πανάκριβα αρχοντικά ενδύματα και διασκέδαζε κάθε τόσο με πλούσια συμπόσια. Ούτε που νοιαζόταν καθώς έβλεπε στην εξώπορτά του εκείνον τον φτωχό Λάζαρο παραπεταμένο και γεμάτο πληγές. Πόσο υπέφερε ο δύστυχος! Ήθελε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Αλλά σαν να μην έφτανε αυτό, καθώς ήταν σχεδόν γυμνός, έρχονταν οι σκύλοι κι έγλυφαν τις πληγές του. Όμως ο Λάζαρος δεν έβγαζε από το στόμα του παράπονο εναντίον του πλουσίου ή του Θεού.
Πόσο μεγάλες οι αντιθέσεις των δύο αυτών ανθρώπων που βρίσκονταν τόσο κοντά μεταξύ τους! Ο πλούσιος ήταν ντυμένος με πολυτέλεια, κι ο Λάζαρος με τα έλκη του και τα κουρέλια του, ο πλούσιος καθόταν σε πολυτελή ανάκλιντρα, κι ο πτωχός πεταμένος στη γη. Ο πλούσιος περιβαλλόταν από επίσημους συνδαιτυμόνες, κι ο πτωχολάζαρος από σκυλιά.
Πόσο ανάλγητος αλήθεια ήταν ο πλούσιος! Πόσο κακό του έκανε ο πλούτος! Τον έκανε δούλο στη σάρκα, αδιάφορο για κάθε φτωχό γύρω του. Η πολυτέλεια τον οδήγησε στην αλαζονεία, την κοιλιοδουλία, την ασπλαχνία. Βέβαια η αμαρτία του πλουσίου δεν ήταν τόσο στα ενδύματά του ή στις τροφές του, όσο στο ότι φρόντιζε μόνο για τον εαυτό του. Η παρουσία του Λαζάρου έξω από το σπίτι του ήταν γι’ αυτόν μια διαρκής υπόμνηση και ευκαιρία αγάπης. Πώς μπορούσε ο πλούσιος να βλέπει τον άλλον να λιμοκτονεί και να μένει τόσο ανάλγητος; Αλλά ο πλούσιος της Παραβολής ενδιαφερόταν μόνο για τα πλούτη του. Δεν είχε ανώτερα ιδανικά και αξίες. Από έξω η εμφάνισή του μεγαλόπρεπη, από μέσα όμως η ψυχή του αραχνιασμένη. Από έξω αρώματα, και μέσα δυσωδία. Το σώμα του καλοπερνούσε στις ανέσεις, η ψυχή του όμως αργοπέθαινε μέσα στη φθορά.
Το ίδιο παθαίνουμε οι άνθρωποι, όχι μόνο οι πλούσιοι αλλά όσοι προσκολλώμαστε στα υλικά αγαθά μας, λίγα ή πολλά. Και νομίζουμε πως μ’ αυτά θα ευτυχήσουμε αδιαφορώντας για τους γύρω μας, τους ενδεείς, τους πεινασμένους. Και χωρίς να το καταλαβαίνουμε σκληραίνει η καρδιά μας, αγριεύει η ψυχή μας. Η προσκόλληση στα υλικά αγαθά είναι μεγάλος πειρασμός για τη ζωή μας. Κινδυνεύουμε όλοι μας.
Δρομολογούμε το μέλλον μαςΗ πρώτη σκηνή τελείωσε. Ήταν η σκηνή πάνω στη γη. Στη συνέχεια όμως έχουμε τη δεύτερη σκηνή, επάνω στον ουρανό. Πρώτος πέθανε ο φτωχός. Κανείς ίσως να μην έδωσε σημασία στο θάνατό του. Άγγελοι του Θεού όμως κατήλθαν αμέσως από τα ύψη του ουρανού για να μεταφέρουν την υπομονετική ψυχή του στους κόλπους του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση στον παράδεισο. Πέθανε κάποτε και ο πλούσιος και τάφηκε με μεγαλοπρέπεια. Όμως την ψυχή του δεν την παρέλαβαν άγγελοι του Θεού, αλλά την άρπαξαν με μανία δαίμονες φοβεροί και την οδήγησαν στα ζοφερά σκοτάδια του Άδη. Εκεί τώρα ο πλούσιος υπέφερε φρικτά και άρχισε να κραυγάζει και να παρακαλεί: —Πάτερ Αβραάμ, λυπήσου με. Στείλε τον Λάζαρο να βουτήξει την άκρη του δακτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι τυραννιέμαι μέσα σ’ αυτή την ανυπόφορη φωτιά. —Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου στη γη, κι ο Λάζαρος τα κακά της δυστυχίας του, απάντησε ο Αβραάμ· τώρα όμως εδώ αντιστρέφονται οι ρόλοι, ο Λάζαρος παρηγορείται γι’ αυτά που υπέφερε, εσύ όμως βασανίζεσαι διαρκώς. Και έπειτα ανάμεσά σας υπάρχει μεγάλο χάσμα αδιαπέραστο.
Αλλά ο πλούσιος επιμένει: —Στείλε τουλάχιστον τον Λάζαρο στο σπίτι του πατέρα μου να πει στα πέντε αδέλφια μου τι γίνεται εδώ στον άλλον κόσμο, για να προλάβουν να μετανοήσουν και να μην έλθουν κι αυτοί εδώ στην κόλαση. Κι ο Αβραάμ του απάντησε: Έχουν στη γη τα βιβλία του Νόμου και των προφητών που μιλούν γι’ αυτά. —Όχι, πάτερ, συνεχίζει ο πλούσιος, δεν θα υπακούσουν στους προφήτες. Εάν όμως πάει σ’ αυτούς κάποιος από τους πεθαμένους ανθρώπους, θα μετανοήσουν. Ο Αβραάμ όμως έκλεισε το διάλογο λέγοντας: Εάν δεν έχουν καλή διάθεση να υπακούσουν στον Νόμο και τους προφήτες, δεν θα πεισθούν, ακόμη και αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς.
Από την Παραβολή αυτή παίρνουμε όλοι μας ένα μεγάλο δίδαγμα, ότι ο τόπος της αιώνιας κατοικίας μας προσδιορίζεται από τις επίγειες επιλογές μας. Ό,τι κάναμε θα το βρούμε μπροστά μας. Διότι ο καθένας μας προετοιμάζει την ψυχή του για τον αντίστοιχο τόπο. Κι αυτό που έχει μεγάλη σημασία για όλους μας είναι ότι όταν οι άνθρωποι αμαυρώνουμε καθημερινά την ψυχή μας με τις απολαύσεις των αισθήσεων, την καθιστούμε ακατάλληλη για τις ανώτερες πνευματικές απολαύσεις του πνευματικού κόσμου. Πώς να χωρέσει στον Παράδεισο η ψυχή μας, εάν εδώ στη γη ήταν απορροφημένη στην ύλη; Πώς να δοκιμάσει τις απερίγραπτες πνευματικές ηδονές του Παραδείσου μία ψυχή που ξέρει μόνο τις απολαύσεις της σαρκός και έχει περιορίσει την ευτυχία της στα φαγητά, στα γλέντια, στα ρούχα; Πώς να γευθεί τον Παράδεισο μία ψυχή σκληρόκαρδη και άπονη ανάμεσα στις εξαγιασμένες ψυχές τόσων ανθρώπων δοκιμασμένων από τον πόνο και τις θλίψεις της ζωής; Η αιώνια λοιπόν ευτυχία μας ή η ατελεύτητη δυστυχία μας μετά τον θάνατο καθορίζονται από τη διαγωγή που δείχνουμε πριν από τον θάνατό μας. Σήμερα δρομολογούμε το αιώνιο μέλλον μας. Τις επιλογές τις ξέρουμε. Οι προορισμοί ξεκάθαροι. Ας ετοιμαζόμαστε για το αιώνιο ταξίδι μας.
ΜΕ ΤΙ ΕΠΙΘΥΜΟΥΜΕ ΝΑ ΧΟΡΤΑΣΟΥΜΕ;
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
ΒΗΜΑΤΑ
«Πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ» (Λουκ. 16, 20,21)
«Κάποιος φτωχός ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, ἦταν πεσμένος κοντά στήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ πλουσίου, γεμάτος πληγές, καὶ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. ῎Ερχονταν καὶ τὰ σκυλιά καὶ τοῦ ἔγλειφαν τὶς πληγές»
Οι άνθρωποι πεινούμε στην ζωή. Όλοι μας έχουμε ανάγκη την τροφή για να επιβιώσουμε, όπως επίσης και για να έχουμε ενέργεια ώστε να σκεφτούμε και να πράξουμε ανάλογα με τα χαρίσματα, τις επιθυμίες και τις δυνατότητές μας. Υπάρχουν όμως και άλλες μορφές πείνας, οι οποίες συμπληρώνουν αυτή της επιβίωσης. Είναι η πείνα για ευχαρίστηση. Η πείνα για δόξα και αναγνώριση. Η πείνα για πρόοδο. Η πείνα για δικαιοσύνη. Η πείνα για αγάπη. Η πείνα για τον Θεό. Ο τρόπος που χορταίνουμε την όποια πείνα μας δείχνει τι είδους άνθρωποι είμαστε ποια είναι ή ποια γίνεται η ταυτότητά μας. Και είναι βεβαίως ατομικό δικαίωμα του καθενός να διαλέξει ποιος χορτασμός είναι ο σημαντικότερος, αυτός που μας καθορίζει και μας ταυτοτοποιεί, αν ο χορτασμός της πείνας γίνεται αυτοπροσδιοριστικά ή ετεροπροσδιοριστικά, αν συναντούμε ή θέλουμε να συναντήσουμε και άλλους με την ίδια ή παρόμοια πείνα ή έχουμε κλείσει τον εαυτό μας στα δικά του τείχη, θέλοντας να καλύψουμε τις δικές μας ανάγκες.
Διότι η πείνα είναι ανάγκη που έβαλε ο Θεός μέσα μας. Μπορεί στην πνευματική μας ζωή να ζητούμε την υπέρβαση των αναγκών μας, ώστε να μπορούμε να αφήνουμε τον εαυτό μας στα χέρια του Θεού. Να δηλώνουμε ότι η ανάγκη δεσμεύει τον άνθρωπο, τον καθιστά λιγότερο ελεύθερο να νοηματοδοτήσει την ζωή του. Στην πράξη όμως δεν είναι η ανάγκη ή οι ανάγκες που έχουμε οι άνθρωποι που μας δεσμεύουν, αλλά ποια ανάγκη για μας γίνεται προτεραιότητα, ποια πείνα θέλοντας να καλύψουμε για να είμαστε ευτυχισμένοι. Διότι όταν χορταίνουμε την πείνα που μας κάνει όχι να μην ξαναπεινάσουμε ποτέ, αλλά που μας δείχνει ότι μέσα από αυτήν γνωρίζουμε τι μας δίνει αληθινή πληρότητα, μπορούμε να προχωρήσουμε στην ζωή μας έχοντας βρει τον προορισμό μας. Και γίνεται η ελευθερία ζητούμενο από άλλες ανάγκες, οι οποίες όμως μας κρατούν καθηλωμένους σε ό,τι τελικά δεν προηγείται για μας.
Αν δούμε την παράδοση των αγίων μας, θα διαπιστώσουμε ότι οι άγιοι επιλέγουν όχι την άρνηση των ανθρώπινων αναγκών αλλά τον χορτασμό της πρώτης και μεγάλης πείνας: αυτής για συνάντηση με τον Θεό που δίνει ανάσταση και αιωνιότητα μέσα από την αγάπη και καθιστά την κοινωνία μας με τους συνανθρώπους μας αυθεντική, ακόμη και μέσα στις δυσκολίες τόσο τις δικές μας όσο και τις δικές τους. Οι άγιοι προσπαθούν με την νηστεία όχι να σβήσουν την ανάγκη του σώματος για τροφή, αλλά την υποδούλωση του ανθρώπου στις επιθυμίες της κοιλίας και της σαρκός. Οι άγιοι κάνουν αγώνα να ελέγξουν τον λογισμό τους, όχι για να σβήσουν την ανάγκη της ύπαρξης να σκέφτεται, να κρίνει, να γνωρίζει, αλλά για να μην υποδουλωθούν στην δική τους γνώμη, το δικό τους θέλημα, αφήνοντας κατά μέρος τις εντολές του Θεού που είναι η αγάπη και η εμπιστοσύνη προς Εκείνον και τον πλησίον.
Οι άγιοι παλεύουν να βρούνε τις ρίζες των παθών τους και να τα μεταμορφώσουν διά της ταπεινώσεως, όχι γιατί η ύπαρξη δεν έχει «εγώ» και «εαυτό», αλλά γιατί τα πάθη την καθιστούν να έχει μόνο «εγώ» και μόνο «εαυτό». Οι άγιοι νιώθουν την ανάγκη να είναι μέλη του σώματος του Χριστού, διότι δεν είναι ακοινώνητοι, αλλά καλύπτουν αυτήν την ανάγκη με την μετοχή στην θεία ευχαριστία, με την συνάντηση και την έμπρακτη αγάπη προς τον πλησίον, με έναν αγώνα υπέρβασης της προτεραιότητας του εαυτού και ένταξης στην συλλογικότητα της Εκκλησίας. Δεν αρνούνται την κοινωνία των ανθρώπων, ούτε παύουν να βλέπουν ποιοι είμαστε οι χριστιανοί μέσα στον κόσμο, ούτε παύουν να έχουν άποψη για τον κόσμο, μισώντας τον κόσμο, διότι ο Θεός στον κόσμο σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο μας όρισε να ζούμε, αλλά μας αφήνει να διαλέξουμε τον τρόπο.
Στην παραβολή του πλούσιου και του Λαζάρου ο Χριστός μας δείχνει ότι ο Λάζαρος είχε χορτάσει την πείνα του για Θεό και του απέμεινε η πείνα για επιβίωση. Σ’ αυτήν ο μόνος που μπορούσε να βοηθήσει ήταν ο πλούσιος. Εκείνος όμως είχε χορτάσει όλες τις άλλες πείνες, αλλά είχε λησμονήσει την πείνα για τον Θεό και τον ανήμπορο πλησίον. Κι αν σ’ αυτήν την ζωή ο Θεός δεν επέβαλε την δικαιοσύνη ο καθένας άνθρωπος να έχει τουλάχιστον το ελάχιστον, ο τρόπος με τον οποίο χορτάσθηκε η πείνα καθόρισε την αιωνιότητα, εκεί όπου ο τρόπος με τον οποίο διάλεξε να ζει ο καθένας στον παρόντα χρόνο, του καθόρισε την ταυτότητα για πάντα. Και δεν υπάρχει αλλαγή στην αιωνιότητα όχι γιατί ο Θεός δεν αφήνει την αλλαγή, αλλά διότι ο άνθρωπος μένει προσκολλημένος στις ανάγκες που έχει αποφασίσει να καλύψει στο εδώ. Ας μην ξεχνούμε ότι ο πλούσιος δεν ζήτησε από τον Αβραάμ να αλλάξει τρόπο ύπαρξης, αλλά λίγο νερό για την δίψα του, για την υλική ανάγκη δηλαδή. Κι όταν ακόμη ζητά από τον Αβραάμ να αναστηθεί ο Λάζαρος για να πείσει τους αδερφούς του να αλλάξουν προτεραιότητες, εξακολουθεί να αγνοεί ότι δεν αλλάζει με θαύματα ο άνθρωπος, αλλά με τον λόγο του Θεού, όχι με θέαμα, αλλά με εσωτερική αναζήτηση, καθώς και με την μετοχή στο σώμα του Χριστού.
31 Οκτωβρίου 2021 Κυριακή Ε’ Λουκά
Η μνήμη: Παράδεισος και κόλαση
π. Θ. Μουρτζανός
Προσκυνητής (από εκεί η αρχική εικ.)
Μία από τις πιο ξεχωριστές παραβολές που διηγήθηκε ο Χριστός στους ανθρώπους είναι αυτή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου. Παραβολή ανατροπών, με σημείο-κλειδί τις έννοιες του χρόνου και της μνήμης.
Ο πλούσιος στην παρούσα ζωή απολαμβάνει τα αγαθά του, το σπίτι, την ενδυμασία, το τραπέζι του χωρίς να θυμάται ότι στον πυλώνα της οικίας του ήταν πεσμένος ο φτωχός Λάζαρος, ο οποίος προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα του τραπεζιού του πλουσίου, ήταν ρακένδυτος και δεν είχε χώρο να κατοικεί.
Ο πλούσιος χαιρόταν με τους φίλους του. Ο Λάζαρος είχε ως φίλους του τα σκυλιά. Κι αυτή η αντίθεση συνεχίστηκε όσο οι δύο ζούσαν. Όταν ο κοσμικός χρόνος σταματά και αρχίζει ο χρόνος της αιωνιότητας, η ανατροπή είναι ριζική. Ο πλούσιος υποφέρει στον άδη, καιγόμενος, ενώ ο φτωχός Λάζαρος βρίσκεται στους κόλπους του Αβραάμ.
Τώρα θυμάται ο πλούσιος τον Λάζαρο. Εκείνος πάλι όχι. Και στην παράκληση του πλουσίου στον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο να δροσίσει, έστω και λίγο, την γλώσσα του πλουσίου που υποφέρει στη φλόγα του άδη, ο Πατριάρχης απαντά: «τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου και Λάζαρος ομοίως τα κακά . νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι» (Λουκ. 16, 25. Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ κι εσύ υποφέρεις.
Συγκλονιστικές αυτές οι ανατροπές και είναι η απάντηση του Χριστού τόσο στο ζήτημα του πλούτου και της ανευσπλαχνίας όσο και στο ζήτημα της μετά θάνατον ζωής.
Κλειδί για τον άνθρωπο η μνήμη. Αυτή τον οδηγεί στους κόλπους του Θεού ή στην αιώνια μοναξιά. Η μνήμη, την οποία καλούμαστε να επιλέξουμε προς ποια κατεύθυνση θα στραφεί σ’ αυτήν την ζωή, για να δούμε και ποια πορεία θα έχουμε ως άνθρωποι στην αιώνια.Συνήθως οι άνθρωποι θυμόμαστε όσα έχουν να κάνουν με το εγώ μας, με το συμφέρον μας, με μία μνήμη εγωκεντρική. Θυμόμαστε τα αγαθά μας, τις γνώσεις μας, τα πρόσωπα που αγαπούμε και αυτά που μας αγαπούνε, μένουμε προσκολλημένοι στο παρόν της ζωής μας. Δεν θυμόμαστε ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ανάγκη την βοήθεια και την συμπαράστασή μας. Άνθρωποι που έχουν ανάγκη την συγχώρεσή μας. Άνθρωποι που έχουν ανάγκη να ακούσουν από μας λόγο Μωσέως και προφητών, λόγο πνευματικό. Και αυτή η επιλεκτική μνήμη ή η απουσία της μνήμης, σαν μια δύναμη να μας σπρώχνει να την απωθήσουμε, να είναι αυτός που μας χρειάζεται μπροστά μας και εμείς να μην συνειδητοποιούμε ότι θέλει και μπορούμε να του προσφέρουμε τη βοήθειά μας. Γι’ αυτό ο λόγος του Χριστού είναι αφυπνιστικός.
Οι άνθρωποι πάλι θέλουμε να θυμόμαστε τον Θεό ως μία δύναμη που βρίσκεται εκτός των δεδομένων του χρόνου της ζωής μας. Ότι μας περιμένει κάπου στην αιωνιότητα, η οποία για εμάς είναι δεδομένο ότι θα αργήσει. Επιλέγουμε να πιστεύουμε ότι έχουμε χρόνο. Την ίδια στιγμή θέλουμε να θυμόμαστε έναν Θεό ο Οποίος έχει υποχρέωση να μας βοηθά στις ανάγκες μας και να συγχωρεί τις αμαρτίες μας, αλλά και να μας σώζει στην αιωνιότητα χωρίς εμείς να χρειάζεται να κάνουμε κάτι.
Κι δεν είμαστε έτοιμοι να θυμηθούμε ότι ο Θεός μας προίκισε με ελευθερία τόση και τέτοια, ώστε να μπορούμε να Τον λησμονούμε, να διαλέγουμε να ζούμε χωρίς Αυτόν, να παραθεωρούμε, να αδιαφορούμε και να απιστούμε ακόμη και στην παρουσία Του στον κόσμο, την Σταύρωση και την Ανάστασή Του για μας, την κλήση Του να είμαστε μέλη της Εκκλησίας, δηλαδή της οδού της Αγάπης, που αφυπνίζει την μνήμη. Ούτε καν το καλώς νοούμενο συμφέρον της σωτηρίας μας δεν θυμόμαστε. Αυτό που θα μπορούσε να μας οδηγήσει στην μετάνοια για όσα επιλέγουμε να ξεχνούμε, στην ενεργοποίηση της διάθεσής μας να θυμόμαστε τον πλησίον μας.
Τέλος, οι άνθρωποι έχουμε εφεύρει μηχανές όπως οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές ή έργα όπως τα βιβλία, στα οποία αποθησαυρίζουμε τις μνήμες μας, περισσότερο ως ιστορία και κατακτήσεις, δημιουργήματα, μηνύματα επικοινωνίας και λιγότερο ως αφορμές αφύπνισης για τα λάθη μας. Μάλιστα, η μνήμη ενίοτε χρησιμοποιείται για να παγιωθεί το κακό στη ζωή μας. Για να το έχουμε εύκολο και ταυτόχρονα διαρκές. Για να το μιμούμαστε και να καμαρώνουμε γι’ αυτό. Ο χρόνος περνά, αλλά εμείς δεν συνειδητοποιούμε ότι η μνήμη των αμαρτημάτων, των λανθασμένων επιλογών μας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο θα έπρεπε να είναι αφετηρία νέων ξεκινημάτων. Από την μία αποφυγής των όσων μας βλάπτουν και κοινωνικά και ηθικά και πνευματικά και από την άλλη βίωσης του τρόπου της αγάπης και της χαράς που μας κάνει να αναγνωρίζουμε όσους καλούμαστε να συνδράμουμε τώρα, στο νυν, για να εισέλθουμε στο αεί. Οι εφευρέσεις και τα επιτεύγματα λειτουργούν σήμερα όχι ως φύλακες της μνήμης, αλλά ως χώροι που υπάρχουν για να λέμε ότι υπάρχουν. Συνεχίζουμε, όπως ο πλούσιος, αμνήμονες των όσων μπορούν να μας δώσουν την όντως ζωή.
Ο πλούσιος δεν οδηγήθηκε στον άδη γιατί ήταν πλούσιος, αλλά γιατί, εκτός των άλλων, ήταν αμνήμων. Στο χρόνο της αιωνιότητας οι μνήμες του ζωντάνεψαν, αλλά το χάσμα μεταξύ του άδη και των κόλπων του Αβραάμ ήταν μέγα. Αντίθετα, ο Λάζαρος σ’ αυτή τη ζωή είχε στη μνήμη του το Θεό και σιώπησε στην ασπλαχνία του πλουσίου, ενώ στην αιωνιότητα η μνήμη του παρόντος κόσμου δεν του χρειαζόταν πια. Κι έτσι παρέμεινε παρακαλούμενος στην κοινωνία με το Θεό. Επειδή, συνήθως, ανήκουμε στον τρόπο με τον οποίο ο πλούσιος χρησιμοποίησε την μνήμη του, ας αφυπνιστούμε από τον ευαγγελικό λόγο και ας βγούμε από την εγωκεντρική μνήμη, η οποία δεν αλλάζει ούτε στην αιωνιότητα, αλλά συνοδεύει τον άνθρωπο για πάντα.
Ας αποκτήσουμε μνήμη Θεού, μετάνοιας, αγάπης για να μην χρειαστεί να θυμόμαστε ό,τι χάσαμε, αλλά να έχουμε την ευλογία να ζούμε την παρουσία του Θεού ως ευτυχία. Και τότε η μνήμη δεν θα μας χρειάζεται, γιατί τίποτε δεν θα μπορεί να μας αποσπάσει από την χαρά της αδιάλειπτης κοινωνίας με το Θεό.
Προτεινόμενα