Απόσπασμα από τη μελέτη Αρχαίοι διωγμοί και Μάρτυρες – Ιστορικά στοιχεία για τους αρχαίους διωγμούς κατά των χριστιανών και τους μάρτυρες της Εκκλησίας. Η εικόνα με τον άγιο που ραίνει με το μύρο του τη Θεσσαλονίκη προέρχεται από το άρθρο της Σβετλάνας Ντιμιτρόβα
Άγιος Δημήτριος, ο προστάτης των Βαλκανίων.
Σημείωση: Το άρθρο ανανεώθηκε με διορθώσεις & επιπλέον στοιχεία στις 30.10.2021.
Στο βιβλίο του The Warrior Saints in Byzantine Artand Tradition, published by Ashgate, England 2003, και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο «Theoriginal Demetrius» (που δημοσιεύεται εδώ), ο συγγραφέας Christopher Walter θέτει τα ιστορικά ζητήματα που αφορούν στην αυθεντική προσωπικότητα και βιογραφία του αγίου Δημητρίου. Σημειώνει ότι στις πρώιμες βυζαντινές πηγές για τη ζωή, το μαρτύριο, αλλά και τα θαύματά του, αναφέρονται ελάχιστες πληροφορίες γι’ αυτόν: ότι ήταν μέλος αριστοκρατικής οικογένειας με υψηλή διοικητική θέση στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος παράλληλα δίδασκε κρυφά το χριστιανισμό, γι’ αυτό και συνελήφθη, φυλακίστηκε στο χώρο των ρωμαϊκών λουτρών και τελικά θανατώθηκε με αφορμή το γνωστό περιστατικό της μονομαχίας του νεαρού Νέστορα με το Λυαίο. Η ιδιότητά του ως ανώτερου αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού δεν αναφέρεται, τουλάχιστον ρητά (ίσως υπονοείται σε κάποια θαύματα σχετικά με την υπεράσπιση της Θεσσαλονίκης από επιδρομείς), παρά σε κείμενα που εντοπίζονται μερικούς αιώνες αργότερα.
Αναφέρει όμως επίσης ότι ο έπαρχος του Ιλλυρικού Λεόντιος (που, κατά τις πηγές, οικοδόμησε τον πρώτο ναό (βασιλική) προς τιμήν του αγίου Δημητρίου, αφού η ασθένεια, από την οποία έπασχε, θεραπεύτηκε από τον άγιο), είναι μια επιβεβαιωμένη ιστορική προσωπικότητα, που πιστοποιείται από μια αναφορά με χρονολογία 412-13 στον Θεοδοσιανό Κώδικα. Ο Λεόντιος επιχείρησε να πάρει λείψανα του αγίου και να τα μεταφέρει στο Σίρμιο, με το οποίο συνδεόταν, αλλά ο άγιος του εμφανίστηκε και τον απέτρεψε, αφήνοντάς τον να λάβει μόνον ελάχιστα δείγματα, και έτσι μεταφέρθηκε η τιμή του αγίου Δημητρίου στο Σίρμιο, που σήμερα είναι η Σρέμσκα Μιτροβίτσα (δηλ. «Πόλη του αγίου Δημητρίου») της Σερβίας. Συνεπώς – συμπεραίνει ο συγγραφέας – υπήρχαν και τα λείψανα του μάρτυρα.
Κατά τον Walter, η τιμή του αγίου Δημητρίου καθιερώθηκε μετά από ενέργειες του Λεόντιου, γιατί στα αρχαία εορτολόγια δεν βλέπουμε να εορτάζεται στη Θεσσαλονίκη ο γνωστός σ’ εμάς άγιος Δημήτριος, παρά μόνον ένας άγιος διάκονος Δημήτριος στο Σίρμιο, που αναφέρεται στο Ιερωνυμιανό Μαρτυρολόγιο (Martyrologium Hieronymianum), χρονολογούμενο στο α΄ μισό του 5ου αιώνα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει.
Βεβαίως, όπως επισημαίνει και ο ίδιος ο Walter, έχει ανακαλυφθεί η κρύπτη που αποτέλεσε το αρχικό ιερό προς τιμήν του αγίου Δημητρίου στο χώρο των ρωμαϊκών λουτρών, όπου, κατά το μαρτυρολόγιό του, ο άγιος φυλακίστηκε και θανατώθηκε (δεν υπάρχει άλλος λόγος να μετατραπεί ο χώρος των λουτρών σε χριστιανικό ιερό), ενώ γνωρίζουμε από τα τέλη του 6ου αιώνα την πρώτη εκτεταμένη καταγραφή, από τον επίσκοπο Θεσσαλονίκης Ιωάννη, θαυμάτων του αγίου που συνέβησαν στα προηγούμενα χρόνια. Στην καταγραφή αυτή κέντρο της απόδοσης τιμής προς τον άγιο είναι το ασημένιο κιβώριο των λειψάνων του.
Το συμπέρασμα των ανωτέρω είναι ότι η ύπαρξη κάποιου μάρτυρος Δημητρίου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, όμως αμφισβητούνται όλες ανεξαιρέτως οι λεπτομέρειες της παραδεδομένης βιογραφίας του και ο άγιος Δημήτριος της Θεσσαλονίκης θεωρείται σκιά της μεταφοράς της τιμής (οι μελετητές εσφαλμένα γράφουν «της λατρείας») του αγίου μάρτυρος Δημητρίου του διακόνου από το Σίρμιο στη Θεσσαλονίκη, ο δε έπαρχος Λεόντιος υποστηρίζεται ότι ήταν έπαρχος του Ιλλιρικού (με έδρα το Σίρμιο) που πρωτοστάτησε στη μεταφορά αυτή και όχι το αντίθετο.
Μια σύνοψη των αντιρρήσεων για την ιστορικότητα του αγίου Δημητρίου διαβάζουμε στο λήμμα της Βικιπαίδειας Άγιος Δημήτριος, στην ενότητα «Απαρχές: προέλευση και ιστορικότητα»:
«Οι περισσότεροι μελετητές αμφισβητούν την ιστορικότητα των βιογραφικών πληροφοριών των αγιολογικών κειμένων και συμφωνούν ότι δεν υπήρξε Δημήτριος που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη, αλλά η λατρεία του [ΟΟΔΕ: το ορθό: η τιμή του] προέρχεται από το Σίρμιο, ακολουθώντας την υπόθεση που διατύπωσε ο Βέλγος Βολλανδιστής Ιππόλυτος Ντελεαί. Ο Ντελεαί παρατήρησε ότι, σε αντίθεση με την απουσία αναφοράς μάρτυρος Δημητρίου από τη Θεσσαλονίκη, στο Ιερωνυμιακό Μαρτυρολόγιο καταγράφεται το μαρτύριο “in Sirmia Demetri diaconi” (ελλην.: στο Σίρμιο του Δημητρίου του διακόνου), ενώ και στο Συριακό Μαρτυρολόγιο – η συγγραφή του οποίου χρονολογείται στο 411 και στηρίζεται σε ένα ελληνικό μαρτυρολόγιο περίπου του 362 από τη Νικομήδεια και, επομένως, προηγείται της πιο πρώιμης πιθανής χρονολογίας ανέγερσης βασιλικής προς τιμήν του Δημητρίου στο Σίρμιο από τον Λεόντιο (412-3) – αναφέρεται ο “εν Σιρμίω Δημήτριος” που εορταζόταν στις 9 Απριλίου.
Η υπόθεση αυτή παρέχει εξήγηση για την ύπαρξη χώρου λατρείας του μάρτυρα εντός των τειχών της πόλης, όπου απαγορεύονταν οι ταφές κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, και για τις δηλώσεις άγνοιας επισκόπων Θεσσαλονίκης σχετικά με την τοποθεσία των λειψάνων του αγίου τον 6ο και τον 7ο αιώνα, όπως και την ύπαρξη ενός οραρίου μεταξύ των κειμηλίων του αγίου, ενδύματος διακόνων, ιδιότητα που είχε ο Δημήτριος του Σιρμίου.
Σύμφωνα με τον κλασικιστή Michael Vickers, η μεταφορά της λατρείας του αγίου συνέβη μαζί με τη μεταφορά της έδρας της επαρχίας Ιλλυρικού από το Σίρμιο στη Θεσσαλονίκη, μετά την καταστροφή του Σιρμίου από τους Ούννους του Αττίλα το 441. Κατά το Vickers, η μνήμη του αγίου μεταφέρθηκε τότε στις 26 Οκτωβρίου ως ημέρα μετακομιδής των κειμηλίων του. Μελετώντας τη διάδοση της λατρείας ιλλυρικών και παννονικών αγίων, ο μεσαιωνολόγος Peter Tóth καταλήγει ότι εκκινώντας από το Σίρμιο η προσκύνηση του Δημητρίου είχε ήδη εξαπλωθεί το τέλος του 4ου αιώνα, μάλλον και στη Θεσσαλονίκη, και ότι όταν, χρόνια μετά την άλωση του Σιρμίου το 441, κτίστηκε η βασιλική του Αγίου Δημητρίου στις αρχές του 6ου αιώνα, είχε λησμονηθεί η καταγωγή της λατρείας του, όπως συνέβη και με άλλους παννονικής προέλευσης αγίους, με αποτέλεσμα ο Δημήτριος να θεωρηθεί Θεσσαλονικέας, θεώρηση που αποτυπώθηκε στο πρώτο μαρτυρολόγιο (την Passio prima)· σύμφωνα με τον Tóth, οι αναφορές στο Σίρμιο συμπεριλήφθηκαν στο δεύτερο μαρτυρολόγιο (την Passio altera) συνεπεία της ενσωμάτωσης στη θεσσαλονίκεια παράδοση εκείνης των κατοίκων του Σιρμίου που προσέφυγαν στη Θεσσαλονίκη μετά την κατάληψή του από τους Αβάρους το 582».
Στη συνέχεια του άρθρου βλέπουμε την απάντηση στις ανωτέρω αιτιάσεις:
«Έλληνες μελετητές έχουν επιχειρηματολογήσει υπέρ της εντοπιότητας της προσκύνησης του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη απορρίπτοντας τη θεωρία περί προέλευσής της από το Σίρμιο. Παραδείγματος χάριν, σε άρθρο του 1976 ο βυζαντινολόγος Γεώργιος Θεοχαρίδης απέρριψε την ερμηνεία του Vickers, αναφερόμενος στις Νεαρές του Ιουστινιανού, όπου αναφέρεται ότι ο έπαρχος του Ιλλυρικού την περίοδο εκείνη ονομαζόταν Apraeemius και όχι Λεόντιος, όπως ονομάζεται ο praefectus των αγιολογιών. Ο Δημήτριος Σκέδρος αμφισβητεί την πληρότητα των καταλόγων των πρώιμων μαρτυρολογίων από τα οποία απουσιάζει η αναφορά σε Θεσσαλονικέα μάρτυρα Δημήτριο και εισηγείται ότι υπήρξαν δύο Δημήτριοι, ένας που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη και ένας διάκονος που μαρτύρησε στο Σίρμιο, η λατρεία των οποίων συγχωνεύθηκε μετά την παύση προσκύνησης του δεύτερου, όταν το Σίρμιο καταλήφθηκε από τους Ούννους το 441. Ο Σκέδρος ταυτίζει τον έπαρχο Λεόντιο των Μαρτυρολογίων με τον έπαρχο Ιλλυρικού του έτους 412/13 που καταγράφεται στον Θεοδοσιανό Κώδικα, τον οποίο συνδέει με την ανοικοδόμηση μιας τρίκλιτης βασιλικής στον χώρο όπου αργότερα ανεγέρθηκε η πεντάκλιτη βασιλική του Αγίου Δημητρίου, ενώ ερμηνεύει την αφήγηση της Passio altera περί ίδρυσης βασιλικής στο Σίρμιο από το Λεόντιο στο συγκείμενο του ανταγωνισμού Σιρμίου και Θεσσαλονίκης και την απορρίπτει ως κατοπινή ανιστορική προσθήκη στην αγιολογική παράδοση με στόχο την ενίσχυση του γοήτρου της Θεσσαλονίκης, όπου εντοπίζει τις απαρχές της προσκύνησης του Αγίου».
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σχετικά αποσπάσματα της μελέτης του προαναφερθέντος βυζαντινολόγου Γ. Θεοχαρίδη «Σίρμιον ή Θεσσαλονίκη; (Έπανεξέτασις μιας κριτικής έξετάσεως τής περί του 'Αγίου Δημητρίου παραδόσεως.)». Μακεδονικά 16: 269-308, όπου εξετάζει το πρόβλημα. Εκεί, αφού παρουσιάζει αναλυτικά το σκεπτικό των αντιρρήσεων, ιδίως του Vickers, παραθέτει τα στοιχεία που συνηγορούν στην εντοπιότητα του αγίου Δημητρίου ως Θεσσαλονικέως μάρτυρος. Μεταξύ άλλων γράφει:
«Ο εν Σιρμίω όμως διάκονος Δημήτριος του Συριακού
μαρτυρολογίου και των λατινικών χειρογράφων και ο εν Θεσσαλονίκη πολίτης
Δημήτριος του παλαιοτέρου μαρτυρολογίου των Ανωνύμων έχουν διαφορετικήν
ημερομηνίαν μαρτυρίου (9ην Απριλίου ο είς – 26ην Οκτωβρίου ο άλλος), ωσάν να
επρόκειτο περί δύο διαφορετικών, αλλά συνωνύμων Μαρτύρων, και τούτο έκαμε
παλαιότερον τον Tafrali και τους Σωτηρίου να υποστηρίξουν την ύπαρξιν δύο
Δημητρίων, ενός εις το Σίρμιον και ενός εις την Θεσσαλονίκην. Και πράγματι, ο
διάκονος Δημήτριος του Σιρμίου εμαρτύρησεν 9ην Απριλίου με το τρίτον διάταγμα του Διοκλητιανού, διά
του οποίου συνελήφθη, ως είδομεν, όλος ο χριστιανικός Κλήρος του Κράτους, ενώ ο
πολίτης Δημήτριος της Θεσσαλονίκης εμαρτύρησε την 26ην Οκτωβρίου με το τέταρτον διάταγμα του Διοκλητιανού, διά
του οποίου, ως είδομεν, ετέθησαν προ του διλήμματος της θυσίας εις τους θεούς ή
του θανάτου όλοι οι υπήκοοι
του Κράτους. Ούτως οι δύο Δημήτριοι έχουν δύο
διαφορετικάς ημερομηνίας μαρτυρίου και αι ημερομηνίαι του μαρτυρίου των
Μαρτύρων δεν μετεκινούντο αυθαιρέτως, διότι είχον καθιερώσει την ετησίαν
λατρείαν επί του τάφου των Μαρτύρων και είχον ληφθή εκ των Πρακτικών της δίκης
εις τα ρωμαϊκά δικαστήρια, τα οποία είχον καταδικάσει τους εκτός Νόμου
Χριστιανούς των Διωγμών» (σελ. 289).
«Ο αρχικός ναΐσκος Μαρτυρίου του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης (…), ο “οικίσκος” των μετέπειτα Μαρτυρολογίων του, ευρίσκετο κατά τρόπον ασυνήθη εντός της πόλεως και παρέμενεν απαρατήρητος εντός των ερειπίων ρωμαϊκού λουτρού. Η λατρεία του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης λοιπόν περί το 370 δεν είχεν ακόμη αναπτυχθή. Ευμεγέθης υπέργειος ναός του Αγίου δεν υπήρχεν ακόμη. Και επί πλέον ο Δημήτριος Θεσσαλονίκης δεν ήτο μάρτυς των παραδουνάβιων χωρών και η λατρεία του δεν μετεφυτεύθη ενωρίς εις την Ιταλίαν διά προσφύγων των βαρβαρικών επιδρομών των χωρών του Δουνάβεως, ως η λατρεία του Δημητρίου του Σιρμίου, και διά ταύτα δεν ήτο δυνατόν να γίνη γνωστός και να περιληφθή εις τα εν Ιταλία συνταχθέντα Μαρτυρολόγια, εις το Ιερωνυμιανόν και εις το εις αυτό ενσωματωθέν Μαρτυρολόγιον της Ανατολής, ως ήσαν γνωστοί οι ναΐσκοι Μαρτυρίων των άλλων Αναφερθέντων Μαρτύρων της Θεσσαλονίκης και η λατρεία αυτών» (σελ. 293).
«Η λατρεία του Αγίου Δημητρίου εις την Θεσσαλονίκην
φαίνεται πολύ παλαιοτέρα, παλαιοτέρα της καταστροφής του Σιρμίου το 411 και
παλαιοτέρα της βασιλικής του Αγίου του 5ου αιώνος, ως αποδεικνύουν τα
ανασκαφικά δεδομένα και ως υποδεικνύει η εικονογραφική παράδοσις του Αγίου.
Κατά τας εργασίας αναστηλώσεως δηλαδή των ετών
1945-1949 του καυθέντος κατά την πυρκαϊάν της πόλεως του 1917 ναού
απεκαλύφθησαν εντός αυτού και υπό τα ερείπια του καυθέντος ναού τα θεμέλια
τρικλίτου ελληνιστικής βασιλικής. Υπήρχε λοιπόν εκεί προ του πεντακλίτου ναού
του 5ου αιώνος λατρευτικός χώρος, ο οποίος δεν είναι λογικόν να θεωρηθή ως
ξένος προς την λατρείαν του Αγίου Δημητρίου, αφού τα Μαρτυρολόγια των Ανωνύμων
αναφέρουν ρητώς ότι προ της ανεγέρσεως του ναού του Λεοντίου υπήρχεν εις τον
αυτόν χώρον σεβάσμιος σηκός ή μικρός οικίσκος, ός το ιερόν είχε του
μάρτυρος σώμα. Δεν εξηγείται δε άλλως η επιλογή της θέσεως αυτής διά την
ανέγερσιν της βασιλικής του 5ου αιώνος, εις τόπον δηλαδή τόσον ακατάλληλον,
συνωθούμενον μεταξύ των περιβόλων του ρωμαϊκού λουτρού και του σταδίου της
πόλεως, εάν ούτος δεν ήτο ήδη καθιερωμένος υπό της παραδόσεως.
Την αποκαλυφθείσαν τρίκλιτον ελληνιστικήν βασιλικήν οι Γ. και Μ. Σωτηρίου εταύτισαν προς τον “μικρόν οικίσκον” των αγιολογικών κειμένων, αλλά αι διαστάσεις της βασιλικής δεν φαίνεται να επιτρέπουν την ταύτισιν αυτήν. [Υποσημείωση 5: «… ο οικίσκος αυτός “σύμφωνα με τα κείμενα βρισκόταν κατά τας των καμίνων καμάρας, οι οποίες και σήμερα είναι δυνατόν να εντοπισθούν στη λεγόμενη κρύπτη, κατά τη νότια στοά της, όπου ανοίγονται οι αεριουλκοί των υποκαύστων”. Τον “σεβάσμιον σηκόν” ή “μικρόν οΙκίσκον” ο Στ. Πελεκανίδης θεωρεί ως αρχαιότερον και της τρικλίτου βασιλικής λατρευτικόν χώρον, ως Μαρτύριον, την δε τρίκλιτον βασιλικήν ως “μια πρώτη εκκλησία περιορισμένης σχετικά εκτάσεως που, κατά την ίδρυσή της, χρησιμοποιήθησαν και κτιστά τμήματα του ρωμαϊκού λουτρού, πράγμα που υποδηλώνεται όταν ο Ανώνυμος λέγει οικία (αντί του οίκος) φορυτοίς επικεχωσμένη και στενουμένη υπό των περιβόλων του δημοσίου λουτρού και του σταδίου”»].
Τα ανασκαφικά δεδομένα λοιπόν αποδεικνύουν ότι υπήρχε λατρεία του Αγίου Δημητρίου εις τον χώρον
εκείνον πολύ προ της ανεγέρσεως του ναού του 5ου αιώνος και πολύ προ της
καταστροφής του Σιρμίου το 441, η οποία κατά τους υποστηρικτάς της θεωρίας της
μεταφοράς της λατρείας του Αγίου προηγήθη και επροκάλεσε την ανέγερσιν του
ναού του 5ου αιώνος του Αγίου εις την Θεσσαλονίκην. Τούτο είναι το σημαντικόν.
Η εικονογραφική παράδοσις έπειτα απεικονίζει τον
Άγιον εις τα παλαιότερα μωσαϊκά και τοιχογραφίας του εντός της βασιλικής αυτού
από του 5ου μέχρι του 7ου αιώνος πεζόν με στολήν Ρωμαίου αξιωματικού, με λευκόν
δηλονότι υπατικόν χιτώνα και με το “ταβλίον” του βαθμού του, αρχικώς δε και εις
στάσιν “δεήσεως”, με τας χείρας υψωμένας και με τας παλάμας ανοικτάς, ως
παρίστανον, φαίνεται, αυτόν αι παλαιότεραι μη διασωθείσαι λατρευτικαί του
εικόνες, αι διαμορφωθείσαι κατά την παλαιοτάτην νεκρικήν τέχνην των Χριστιανών
εις τας κατακόμβας του 2ου και 3ου αιώνος μ.Χ.
Η γενική αυτή και αφηρημένη μορφή της “δεομένης”
χριστιανικής ψυχής των κατακομβών αρχίζει, ως παρατηρεί ο Στ. Πελεκανίδης, να
λαμβάνη από των μέσων του 3ου αιώνος υποκειμενικά χαρακτηριστικά και να γίνεται
συγκεκριμένη, διά να εξελιχθή κατά τον 4ον αιώνα εις πραγματικήν εικονιστικήν
προσωπογραφίαν. Και η εικονογραφική παράδοσις του Αγίου λοιπόν υποδεικνύει
λατρείαν αυτού παλαιοτέραν του 5ου αιώνος.
Ο Άγιος Δημήτριος ανάμεσα στον επίσκοπο και τον έπαρχο της πόλης, ως ανακαινιστές του ναού. Ψηφιδωτό του 5ου αι. στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης (από εδώ)
Επί πλέον τούτων, ως δεικνύει η ιστορία του φόνου του σκορπιού κατά την φυλάκισιν του Αγίου εις τας καμάρας του ηρειπωμένου ρωμαϊκού
λουτρού της πόλεως και η ανέγερσις του ναού του Αγίου μέσον τον δημοσίου
λουτρού και του σταδίου, εις μη ελεύθερον δηλαδή και μεταξύ κτισμάτων
συνωθούμενον χώρον, έχοντα μάλιστα και το ασυνήθιστον σύμπλεγμα των υπογείων
στοών της λεγομένης «Κρύπτης», η λατρεία του Αγίου Δημητρίου πρέπει να
παρηγκώνισε κάποιαν ειδωλολατρικήν λατρείαν εκεί. Κατά τον Ε. Lucius
παρηγκώνισε λατρείαν Καβείρων (είς Κάβειρος ελατρεύετο εις την Θεσσαλονίκην).
Ειδωλολατρική όμως λατρεία δεν ήτο δυνατόν να επιζή δημοσία μετά τον Θεοδόσιον
Α' (379-395). Επομένως η εν λόγω παραγκώνισις συνετελέσθη βαθμηδόν ήδη προ του
Θεοδοσίου Α'. Ούτω και πάλιν οδηγούμεθα εις χρόνους παλαιοτέρους του 5ου αιώνος
διά τας αρχάς της λατρείας του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης. [ΟΟΔΕ: Για να μην προκληθεί παρεξήγηση στο σημείο αυτό, με
φαντασιώσεις περί δήθεν «διωγμών των Ελλήνων» από τον Μ. Θεοδόσιο,
υπενθυμίζουμε τις αναρτήσεις μας Η αλήθεια
για τους υποτιθέμενους διωγμούς τών ειδωλολατρών, Η αθωότητα του Θεοδόσιου για τους υποτιθέμενους
διωγμούς και Η αλήθεια
για το πολιτικό έγκλημα στον Ιππόδρομο Θεσσαλονίκης.]
Ανασκαφικά λοιπόν δεδομένα, εικονογραφική παράδοσις
και παραγκώνισις παλαιάς ειδωλολατρικής λατρείας επιβεβαιούν την παράδοσιν των
Μαρτυρολογίων περί του Θεσσαλονικέως Μάρτυρος Δημητρίου και σημειούν τας αρχάς της
λατρείας του εις χρόνους παλαιοτέρους του 5ου αιώνος, παλαιοτέρους της
καταστροφής του Σιρμίου και παλαιοτέρους της μεταφοράς της έδρας της
επαρχότητος του Ιλλυρικού από Σιρμίου εις Θεσσαλονίκην. Οικειοποίησις λοιπόν
της λατρείας του εν Σιρμίω Δημητρίου υπό των Θεσσαλονικέων μετά την καταστροφήν
του Σιρμίου και μετά την μεταφοράν της έδρας της επαρχότητος του Ιλλυρικού εξ
αυτού εις Θεσσαλονίκην δεν φαίνεται πιθανή, αφού προϋπήρχε λατρεία του Αγίου
Δημητρίου εις την Θεσσαλονίκην» (σελ.
294-296).
«Η αρχαιολογική έρευνα διεπίστωσε σήμερον την θέσιν του Σταδίου νοτίως της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου. Η αρχαιολογική διερεύνησις της βασιλικής μετά την πυρκαϊάν του 1917 διεπίστωσεν επίσης τα ενσωματωμένα εις την βασιλικήν τμήματα του ρωμαϊκού λουτρού. Τα αρχαιολογικά ταύτα δεδομένα δεν ημπορούν να θεωρηθούν ότι διεμόρφωσαν την παράδοσιν προϋπάρξαντα αυτής, ως υπεστηρίχθη, διότι τότε δεν εξηγείται η επιλογή της θέσεως εκείνης, θέσεως τόσον ακαταλλήλου μεταξύ του λουτρού και του Σταδίου, δι’ ανέγερσιν μεγάλου ναού, εάν αύτη δεν είχε προ πολλού καθιερωθή ως ιερός τόπος υπό προηγηθείσης παραδόσεως. Πρέπει λοιπόν να δεχθώμεν ως ιστορικόν γεγονός, ότι έπαρχος του Ιλλυρικού ονόματι Λεόντιος έκτισε την πρώτην βασιλικήν του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης επί του πιστευομένου ως τάφου του Αγίου εις την Θεσσαλονίκην» (σελ. 297).
***
Εκτός όμως των παραπάνω, τα λείψανα του αγίου, τα
οποία για αιώνες αγνοούνταν, ανακαλύφθηκαν στην Ιταλία και μάλιστα μελετήθηκαν
ανθρωπολογικά με ενδιαφέροντα συμπεράσματα (και το μεγαλύτερο μέρος τους
επιστράφηκε στη Θεσσαλονίκη τα έτη 1978-1980). Για το θέμα αναδημοσιεύουμε
μερικά αποσπάσματα από το άρθρο της βυζαντινολόγου και αρχαιολόγου κυρίας
Μαρίας Θεοχάρη «Ανακάλυψη των λειψάνων του αγίου Δημητρίου στο Σαν Λορέντζο της
Ιταλίας», που δημοσιεύεται εδώ:
«Είναι γνωστό από τους “Βίους” και τα “Θαύματα” του
Μυροβλύτη, που αποτελούν μεγάλης σημασίας ιστορικές πηγές για το μεσαιωνικό βίο
της Θεσσαλονίκης, ότι ο άγιος “λόγχαις κατεσφάγη” στο δημόσιο λουτρώνα της
πόλεως, στις αρχές του 4ου αι., κατά τη διάρκεια των μεγάλων διωγμών των
Χριστιανών, επί Διοκλητιανού. Την ίδια νύχτα, κρυφά, οι Χριστιανοί έσκαψαν τάφο
στον τόπο του μαρτυρίου του και έθαψαν το εγκαταλειμμένο σώμα του μάρτυρα. Το
313, μετά το διάταγμα περί ανεξιθρησκίας, χτίζεται ένας μικρός “οικίσκος” πάνω
από τον τάφο του. Στα μέσα του 5ου αι., ο έπαρχος του Ιλλυρικού Λεόντιος, που
γιατρεύεται με θαύμα του αγίου από βαριά αρρώστια, χτίζει μία μεγάλη βασιλική στα
ερείπια του ρωμαϊκού λουτρού. Τότε μεταφέρεται κι ο τάφος από το μικρό
“οικίσκο” μέσα στην εκκλησία. “Κατά μέσον του ναού, προς τοις λαιoίς πλευροίς”,
ιδρύθηκε το περίφημο ασημένιο Κιβώριο που περιείχε τη λάρνακα του αγίου.
Οι ανασκαφές του αειμνήστου Γ. Σωτηρίου, μετά την πυρκαϊά του 1917, έφεραν στο
φως την εξάγωνη βάση του. Εξ άλλου η εξαιρετικής σημασίας μελέτη του καθηγητή
κ. Ανδρέα Ξυγγόπουλου μας αποκάλυψε ποιο ήταν το σχήμα του Κιβωρίου και της
λάρνακας και έθεσε τα προβλήματα τα σχετικά με το μαρτύριο και την
εικονογράφησή του. Επρόκειτο για ένα κενοτάφιο που περιείχε την ασημένια
λάρνακα με την ανάγλυφη εικόνα του αγίου, που προσκυνούσαν οι πιστοί ενώ
“έκειτο υπό γην το πανάγιον αυτού λείψανον” από το οποίον έρεε το μύρο. Το
λείψανο αυτό οι πιστοί το ’βλεπαν στα όνειρά τους. Κι η Εκκλησία της
Θεσσαλονίκης το φρουρούσε άγρυπνα, αφού είχε αρνηθεί σε δύο αυτοκράτορες, τον
Ιουστινιανό και τον Μαυρίκιο, να τους δώσει τεμάχιο».
Η συγγραφέας αναφέρει στη συνέχεια την απώλεια του ιερού λειψάνου από τη
Θεσσαλονίκη («Στο ναό της Θεσσαλονίκης το λείψανο
του αγίου δεν υπάρχει πια. Οι ανασκαφές του Σωτηρίου έφεραν στο φως μόνον ένα
φιαλίδιο με το αίμα του μάρτυρα») και εξιστορεί την ανακάλυψή του στη
δύση και συγκεκριμένα στο αββαείο του Σαν Λορέντζο της Ιταλίας, το οποίο
ιδρύθηκε γύρω στο 1000 μ.Χ. «Στις 20 Ιουνίου του
1520, ενώ γίνονταν εργασίες αναστηλώσεως στο ναό από τον Επίσκοπο Μάρκο Βιγέριο
τον Β΄, επίτροπο του αββαείου, βρέθηκε κάτω από το κεντρικό ιερό βήμα του ναού,
εντοιχισμένη ξύλινη λάρνακα χρωματισμένη με κόκκινο. Την άνοιξαν και είδαν ότι
περιείχε άγια λείψανα καθώς και μία μολύβδινη πλάκα, που διατηρείται μέχρι
σήμερα και φέρει σε συντομογραφία μία λατινική επιγραφή. (…) Η επιγραφή πρέπει
να διαβαστεί “Ενθάδε αναπαύεται το σώμα του Αγίου Δημητρίου” (Ηic Requiescit
Corpus Sancti Demetrii). Οι επιγραφολόγοι την χρονολογούν στο τέλος του 12ου –
αρχές 13ου αιώνα».
Αφού αναφέρεται στις γραπτές πηγές, από το 16ο αιώνα, που συμφωνούν ότι
η ανακάλυψη θεωρήθηκε πάντοτε ότι αφορά στα λείψανα του αγίου Δημητρίου της
Θεσσαλονίκης, καταλήγει: «Το ότι μάλιστα οι Ιταλοί,
που δεν έχουν ιδιαίτερη ευλάβεια για τον άγιο Δημήτριο, εξέδωκαν κατά καιρούς
θεσπίσματα και Ακολουθίες για τον πανηγυρικό εορτασμό της μνήμης του, δείχνει
ότι επρόκειτο για ένα σεβάσμιο λείψανο και τέτοια ήσαν εκείνα που είχαν έρθει
από την Ανατολή».
Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία για το θέμα του δικού μας άρθρου είναι η
επόμενη αναφορά: «Τέλος, η πρόσφατη αναγνώριση των
λειψάνων, που έγινε με σύγχρονα επιστημονικά μέσα, απέδειξε, όπως βεβαιώνουν οι μάρτυρες – επίσκοποι και ιερείς, καθώς
και τρεις διακεκριμένοι γιατροί – ότι τα
οστά ανήκουν σε νεαρό άτομο που υπέστη βίαιο θάνατο, στις αρχές του 4ου αιώνα».
Όσον αφορά στη μυροβλυσία και στα θαύματα, που αποδίδονται στον άγιο Δημήτριο,
παραπέμπουμε στα άρθρα:
«Είναι μυροβλύτης ο άγιος Δημήτριος (εδώ), με καταγραφές περιστατικών μυροβλυσίας του στην
εποχή μας (γνωρίζω κι άλλο περιστατικό, μη καταγεγραμμένο), Πρωτοπρεσβυτέρου
Γεωργίου Θεοδωρή, «Η ιστορία του αγίου μύρου», εδώ. Αρχιμανδρίτου Δοσιθέου Κανέλλου, «Ο άγιος Δημήτριος θαυματουργεί και
στους Τούρκους», εδώ, με περιγραφή της τιμής του αγίου Δημητρίου στην
Κωνσταντινούπολη από μουσουλμάνους όλης της Τουρκίας, λόγω των εμφανίσεων και
θαυμάτων που, κατά τις μαρτυρίες τους, επιτελεί σε αυτούς…
Προσευχή προς τον άγιο Δημήτριο για τη Μακεδονία και για ολόκληρη τη Βαλκανική
Δέκα βίντεο για τη ζωή του αγίου Δημητρίου (έχουν εκπέσει ορισμένα, αλλά αρκετά υπάρχουν)
Αφιέρωμα στον άγιο Δημήτριο!...
"Απ' του άη Δημήτρη ώς του άη Γιώργη" στη ζωή και την ψυχή του λαού μας
Το Ψυχοσάββατο & η Μεγάλη Εβδομάδα του αγίου Δημητρίου
Άγιος Δημήτριος: Μύρο και αίμα
«Ο Άγιος Δημήτριος ως πρότυπο Κατηχητή και Ιεραποστόλου»
Είναι μυροβλύτης ή όχι ο άγιος Δημήτριος; - Ποιος είναι ο πολεμιστής που χτυπάει ο άγιος στην Εικόνα του;
Όταν ο άγιος Δημήτριος διαφώνησε... με το Χριστό!
Τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου
Saint Demetrios the Great Martyr of Thessalonik
To εγκώμιο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στον Άγιο Δημήτριο τον Μυροβλήτη
Άγιος Δημήτριος, ο προστάτης των Βαλκανίων
Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης ο Αρματωμένος την Αρματωσιά του Θεού (Αφιέρωμα)
Η τιμή του αγίου Δημητρίου μεταξύ των Σλάβων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου