Με την εορτή τους φέτος συμπίπτει, σχεδόν, το άνοιγμα των σχολείων μέσης εκπαίδευσης (αν ανοίξουν και για όσο)... Ας έχουμε τις πρεσβείες τους - μαθητές, εκπαιδευτικοί, γονείς & αρμόδιοι της Πολιτείας για την παιδεία - κι ας τους κάνουμε πρότυπα, όσο απομένει ακόμη καιρός. Αμήν.
Αρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου στην Ρομφαία
Ιεροκήρυκος Ι. Μ. Πατρών
Δρος Θεολογίας
Συχνά πυκνά
ακούγεται να διακηρύττουν Έλληνες και ξένοι μελετητές ότι η Ευρωπαϊκή
Αναγέννηση και ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός αποτελούν την πιο λαμπρή
συνέχεια της Αρχαιοελληνικής Παιδείας.
Αληθεύει, όμως, αυτός ο ισχυρισμός; Στεντορεία τη φωνή απαντούμε: Όχι!
Η αρνητική
απάντησή μας εδράζεται στο γεγονός ότι κανείς από τους Ευρωπαίους
φιλοσόφους δεν μπόρεσε να συντελέσει με την ουμανιστική διδασκαλία του
στην πνευματική ολοκλήρωση του ανθρώπου, ο οποίος εισήλθε πλέον ορμητικά
στην σκηνή του Ευρωπαϊκού θεάτρου του παραλόγου.
Ο Νίτσε, ο
Σαρτρ, ο Σοπενχάουερ, ο Στίρνερ και ο Καμύ διακηρύσσουν τον θάνατο του
Θεού και την ανάσταση του ανθρώπου. Ως αποτέλεσμα τούτου βλέπουμε να
διέπουν πλέον την Δυτικοευρωπαϊκή Παιδεία τέσσερις αρχές: 1) Ο Θεός ή
είναι πλατωνικός, δηλαδή μια ιδεατή αρχή, μη έχουσα άμεση σχέση με τον
άνθρωπο ή δεν υπάρχει. 2) Ο πλησίον, ο συνάνθρωπος, είναι η κόλασή μας,
όπως διατείνεται ο Σαρτρ. 3) Η τρίτη αρχή είναι ο ανεύθυνος και
ανελέητος πόθος για την εξουσία. 4) Για τον υπεράνθρωπο του Νίτσε δεν
υπάρχει καλό και κακό.
Όλα
επιτρέπονται, αφού δεν υπάρχει Θεός και άρα δεν υφίσταται καμία ηθική
αρχή. «Χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται», αναφωνεί ο Ντοστογιέφσκι.
Φθάνουμε,
λοιπόν, στην κορύφωση του δράματος της Δυτικο- ευρωπαϊκής Παιδείας που
ως αποτέλεσμα έχει τον άθεο, απάνθρωπο, ανέραστο, άκαρδο φονέα και
αυτόχειρα Ευρωπαίο. Μάταια αναφωνεί ο Γκαίτε: «Licht mehr Licht» (φως,
περισσότερο φως).
Δυστυχώς, αυτό το σκοτάδι της αθεΐας επηρέασε και τον ουρανό της καθ᾽ ημάς Ανατολής.
Η Ορθοδοξία μεταβάλλεται σε αφηρημένη διδαχή, άσαρκο δόγμα, συντήρηση λατρευτικών τύπων και εξωτερικών σχημάτων.
Γι᾽ αυτό και
χωρίς πολλές τύψεις κλείσαμε τους ναούς και απο-ιεροποιήσαμε κάθε ιερό
και όσιο της πίστεώς μας εμπρός στον φόβο του θανάτου, διαγράφοντας με
μια μονοκοντυλιά την Άκτιστη αγιαστική Χάρη του Νικητή του Θανάτου,
Θεανθρώπου Κυρίου μας, Ιησού Χριστού.
Φαινόμενα κοινωνικού εκφυλισμού, ηθικής κατάπτωσης και παρακμής, παρουσιάζονται πλέον στην σύγχρονη Ελλάδα.
Για τον λόγο
αυτό είναι ανάγκη, αν θέλουμε να βάλουμε φρένο στην ιλιγγιώδη ταχύτητα,
με την οποία τρέχουμε προς την καταστροφή σαν Ελληνορθόδοξο Έθνος, να
ανατρέξουμε και πάλι στην παιδεία των Τριών Ιεραρχών.
Οι Τρεις
Ιεράρχες, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο
Χρυσόστομος κρίνουν απαραίτητη την Ελληνορθόδοξη Παιδεία. Η Παιδεία,
κατά τον Μ. Βασίλειο, πρέπει να προσφέρει την απάντηση στο ερώτημα:
«Ποιος ο προορισμός του ανθρώπου;».
Και η
απάντηση δίδεται με σαφήνεια: «Ομοιωθήναι Θεώ, κατά το δυνατόν ανθρώπου
φύσει. Ομοίωσις δέ, ουκ άνευ γνώσεως· η δέ γνώσις, εκ διδαγμάτων» (PG
32, 69B).
Η σύνδεση αυτή της Παιδείας με την σωτηριολογία αποσκοπεί στην ολοκλήρωση του ανθρώπου.
Στον Ελληνικό ανθρωπισμό σκοπός της Παιδείας ήταν η εξανθρωποποίηση του ανθρώπου, η προσπάθεια υπερβάσεως της ζωώδους φύσεως.
Έλεγε χαρακτηριστικά ο Μένανδρος: «ως χαρίεν έστ᾽ άνθρωπος, όταν άνθρωπος ή» (Kock, [1888] Fragment 761, 1).
Οι Τρεις
Ιεράρχες έρχονται να συμπληρώσουν και να προεκτείνουν την Παιδεία προς
το «αρχέτυπον», προς το οποίο πρέπει να τείνει η παιδευτική μας πορεία
κι αυτό το αρχέτυπο είναι ο Θεάνθρωπος και ο θεωμένος κατά Χάριν
άνθρωπος.
Ο Μ.
Βασίλειος προτρέπει τους νέους: «Προς ετέρου βίου παρασκευήν άπαντα
πράττομεν. Ά μέν ούν άν συντελή προς τούτον ημίν, αγαπάν τε και διώκειν
παντί σθένει χρήναί φαμεν, τα δ᾽ ουκ εξικνούμενα προς εκείνον ως ουδενός
άξια παροράν».
Δηλαδή, εμείς ό,τι κάνουμε στην ζωή μας έχει σκοπό την προπαρασκευή μας για μια ανώτερη ζωή.
Όσα μας
βοηθούν σ᾽ αυτόν τον σκοπό πρέπει να τα αγαπούμε και να τα επιδιώκουμε
με όλη μας την δύναμη, ενώ τα αντίθετα να τα παραβλέπουμε ως μη έχοντα
αξία. (Προς τους νέους, όπως άν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων, PG 31,
565C–D).
Αλλά και ο
Ιωάννης ο Χρυσόστομος έρχεται να μας είπη: «Ου γάρ, εί τις σώμα ανθρώπου
και φωνήν έχει, ούτος άνθρωπος· αλλ᾽ εί τις ψυχήν ανθρώπου, και
διάθεσιν έχει ψυχής. Ψυχής δε ανθρωπίνης ουδέν ούτω τεκμήριον, ως των
θείων εράν λογίων» (PG 51, 113 -114).
Στον εν
Χριστώ αναγεννημένο άνθρωπο, στον άνθρωπο της Παιδείας των Τριών
Ιεραρχών, αναγνωρίζεται η αυτοσυνειδησία που παρέχει η Γρηγοριανή
ανθρωπολογία: «Μικρός ειμι και μέγας, ταπεινός και υψηλός, θνητός και
αθάνατος, επίγειος και ουράνιος [...] Τούτο ημίν το μέγα μυστήριον
βούλεται· τούτο ημίν ο ενανθρωπήσας δι᾽ ημάς και πτωχεύσας Θεός, ίνα
αναπλάση τον άνθρωπον, ίνα γενώμεθα οι πάντες έν εν Χριστώ» (PG 35,
785BC).
Η
Ελληνορθόδοξη Παιδεία των Τριών Ιεραρχών είναι η Παιδεία των Αρχαίων
Ελλήνων, η οποία διηθείται μέσα από την Αποκαλυφθείσα από τον Θεάνθρωπο
Αλήθεια, μεταμορφώνεται και καθίσταται «πεπληρωμένη» από πάσης πλευράς
Παιδεία με σκοπό την ολοκλήρωση του ανθρώπου.
Όποτε
προστρέχουμε στην Παιδεία των Τριών Ιεραρχών, διαπιστώνουμε για μια
ακόμη φορά, την καθολικότητα, την πληρότητα, αλλά και την επικαιρότητα
αυτής της Παιδείας.
Οι Τρεις Ιεράρχες ερμήνευσαν «εν λόγω και έργω» τον λόγο υπάρξεως της Παιδείας.
Εάν εμείς, οι
Νεοέλληνες, μελετήσουμε και ενστερνισθούμε την διδασκαλία τους και
λάβουμε αυτούς τους τρεις Φωστήρες της Τρισηλίου Θεότητος ως οδοδείκτες,
ελπίζουμε σε μια αληθινή και εν Χριστώ ιστορική συνέχεια της
Ελληνορθοδόξου πορείας μας.
Τρεις Ιεράρχες: Πρόδρομοι του κράτους πρόνοιας ή προφήτες της Βασιλείας;
Γεώργιος Δ. Παναγόπουλος στην Ρομφαία
Αν. Καθηγητής Ορθόδοξης Δογματικής
ΑΕΑ Βελλάς Ιωαννίνων
Εισαγωγή
Ο Αμερικανός φιλόσοφος Ρίτσαρτ Γουίβερ
έγραψε ότι οι πραγματικά μεγάλοι δημόσιοι άντρες ενδιαφέρονται για κάτι
πολύ περισσότερο από επιβίωση. Ακόμη και στις σκοτεινότερες στιγμές της
ιστορίας πασχίζουν, όπως ο Τσώρτσιλ βαδίζοντας μέσα από τα χαλάσματα του
βομβαρδισμένου Λονδίνου, να πείσουν ότι υπάρχουν αλήθειες για τις
οποίες αξίζει κανείς να αγωνιστεί, να υποφέρει, να θυσιάσει εν τέλει την
ίδια του τη ζωή.
Τούτο δίνει το δικαίωμα στον Γουίβερ να
ισχυριστεί ότι ο αληθινός πολιτισμός έχει ζωτική ανάγκη την υπεύθυνη
πολιτική ρητορική που θα κρατά ζωντανή την ιστορική μνήμη και θα
μπολιάζει το συλλογικό βίο σε ένα σταθερό αξιακό πλαίσιο.
Στις 30 Ιανουαρίου τιμούμε και
εορτάζουμε τρεις πραγματικά μεγάλους της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας,
αλλά και της πολιτισμένης ανθρωπότητας.
Οι τρεις ιεράρχες υπήρξαν βιρτουόζοι
της εκκλησιαστικής, και θα τολμούσα να πω, της πολιτικής Ρητορικής με
την γνησιότερη έννοια του όρου, «ῥήτορες ἐλλόγιμοι προσλαβόντες
ἐπιστήμην τε καὶ μελέτην (Φαῖδρος 269d)», αν έχω το δικαίωμα να
επικαλεσθώ τον Πλάτωνα.
Γόνοι της ελληνικής αριστοκρατίας του
ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, προικισμένοι με τεράστιες διανοητικές
ικανότητες, πραγματοποίησαν λιπαρές σπουδές στα μεγαλύτερα εκπαιδευτικά
κέντρα του ύστερου Ρωμαϊκού κράτους, για να αποδυθούν στην συνέχεια στην
μοναστική άσκηση και να αφιερωθούν στα διακονικά υπουργήματα της
Εκκλησίας που ανέλαβαν.
Το έργο τους πολυσχιδές, τιτάνιο,
κοσμοϊστορικό, έμελε να σφραγίσει την μορφή ενός νέου και αειθαλούς
πολιτισμού που ακόμα και σήμερα μας κρατά όρθιους στα πόδια μας: του
πολιτισμού της ένσοφης αγιότητας και της ιερής σοφίας, όπως έγραψε ο π.
Γεώργιος Φλωρόφσκι.
Επειδή έχουν γραφτεί πολλά και έχουν
ειπωθεί ακόμη περισσότερα δεν προτίθεμαι εδώ να ασχοληθώ με την
κοσμοϊστορική σύνθεση Ελληνισμού και Χριστιανισμού που απεργάστηκαν
πρώτοι ανάμεσα σε άλλους οι τρεις ιεροί άνδρες: ο άσειστος δωρικός κίων,
που άκουγε στο όνομα Βασίλειος, ο ποιμενικός αυλός του Αγίας Τριάδος,
Γρηγόριος από τη Ναζιανζό, το πάγχρυσο στόμα του Πνεύματος, ο εξ
Αντιοχείας ορμώμενος αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης.
Σε ό, τι ακολουθεί θα εξετάσω το πως η
ρητορική, δηλ. το εκκλησιαστικό κήρυγμα στην πιο αυθεντική εκδοχή του,
μετουσιώθηκε με καταλύτη την πίστη του Χριστού και την αγιοπνευματική
πείρα της Εκκλησίας σε πράξη που έμελε να αποβεί «κτήμα εσαεί» της
ανθρωπότητας, όπως θα έλεγε ο Θουκυδίδης.
Η εισήγηση διαιρείται σε δύο μέρη. Στο
πρώτο θα εστιάσω σε πτυχές του κοινωνιοκεντρικού κηρύγματος τους και της
πρωτοποριακής κοινωνικής δράσης τους ως προάγγελο του νεωτερικού
κράτους πρόνοιας. Στο δεύτερο και τελευταίο μέρος θα προσεγγίσω το
ερώτημα του τίτλου υπό το πρίσμα της θεολογικής τους ταυτότητας, της
νηπτικής ησυχαστικής βιωτής τους.
Φρονώ ότι έτσι θα φανεί καθαρά ότι
υπήρξαν όντως προάγγελοι των θετικών κατακτήσεων της εποχής μας ακριβώς
όμως επειδή έγιναν μάρτυρες μιας ζωής που υπερβαίνει τις εποχές και τις
κοινωνίες αγκαλιάζοντάς τις μεταμορφωτικά. Το γεγονός αυτό αποτελεί και
το εχέγγυο του αγέραστου χαρακτήρα του έργου και του λόγου τους.
Πρόδρομοι της νεωτερικότητας;
α) Κοινωνική μέριμνα, χριστιανική φιλανθρωπία
Ενδείκνυται εξαρχής να υπογραμμίσω ότι η
οργανωμένη μέριμνα για τους ενδεείς και η στράτευση ενάντια στην
κοινωνική ανισότητα ήταν εν πολλοίς φαινόμενο άγνωστο στον ελληνορωμαϊκό
κόσμο. Οι σελίδες των αρχαιοελληνικών και λατινικών έργων που μας
σώζονται από την κλασική ή την ύστερη αρχαιότητα δεν θεματοποιούν το
κοινωνικό πρόβλημα, ούτε προδίδουν ενεργό μέριμνα για την ανακούφιση των
ασθενεστέρων. Την αλήθεια αυτή υπέδειξε στις μέρες μας ένας κατά τα
άλλα profane ιστορικός, ο ντε Σαιν- Κρουά, ο οποίος υπογράμμισε
παράλληλα την χτυπητή αντίθεση που παρουσιάζει προς το σύνολο του
κειμενικού corpus της αρχαιότητας η βαθιά κοινωνική ευαισθησία που
διαπνέει τις σελίδες της Αγίας Γραφής.
Και είναι ακριβώς στη γραμμή της
ιουδαιοβιβλικής παράδοσης μάλλον παρά στο πλαίσιο των ελληνορωμαϊκών
σχέσεων πατρωνίας και ευεργετισμού, που εγγράφεται η οργανωμένη μέριμνα
της αρχέγονης Εκκλησίας για τους ασθενείς και ενδεείς. Η «φιλoπτωχία»
αποτέλεσε signum distinctivum του χριστιανικού κινήματος ήδη από το
λίκνο του στην Παλαιστίνη. Θα πρέπει να ήταν όμως περί τον 4ο αιώνα που
το φαινόμενο θα προσλάβει την μορφή ενός μόνιμου και οργανωμένου δικτύου
παροχής κοινωνικών υπηρεσιών.
Διόλου τυχαία ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης -ο οποίος ως γνωστόν εγκατέλειψε την χριστιανική πίστη και
επιχείρησε να αναβιώσει την ειδωλολατρία ως επίσημη θρησκευτική έκφραση
του ρωμαϊκού κράτους- δεν έκρυψε τον εντυπωσιασμό του από την οργανωμένη
χριστιανική φιλανθρωπία· τον εκδήλωσε όμως με αρνητικό τρόπο: Σε
επιστολή του προς τον Αρσάκιο, αρχιερέα των ειδώλων στην μικρασιατική
Γαλατία, τον ψέγει, επειδή αυτός και οι συνάδελφοί του επιτρέπουν στους
ασεβείς Γαλιλαίους, όπως αποκαλεί τους Χριστιανούς, να προβάλλονται μέσα
από την φιλανθρωπία προς όλους ανεξαιρέτως, ακόμη και τους μη
χριστιανούς.
Όμως η εικόνα
δεν είναι στατική: Μέσα από το κοινωνικό δίκτυο χριστιανικής
φιλανθρωπίας που οργάνωναν οι κατά τόπους Εκκλησίες θα αναδυθεί τελικά
ένας νέος θεσμός, αυτός του νοσοκομείου. Όπως απέδειξε o Timothy Miller
στην μνημειώδη μελέτη του Η γέννηση του νοσοκομείου στη βυζαντινή
αυτοκρατορία, το νοσοκομείο ως οργανωμένη μονάδα παροχής σε ασθενείς
δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης υπό την εποπτεία επαγγελματιών
ιατρών και νοσηλευτών και ταυτόχρονη παροχή εστίασης μέχρι την τελική
ανάρρωση είναι δημιούργημα της χριστιανικής Εκκλησίας στην ανατολική
ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Ο ίδιος ερευνητής ανασκεύασε επιτυχώς
τις παλαιότερες απόψεις ερευνητών που εξελάμβαναν το νοσοκομείο ως
ακραιφνώς νεωτερικό θεσμό και αναζητούσαν τις προδρομικές απαρχές του
είτε στα ασκληπιεία της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου είτε στα
valetudinaria των Ρωμαίων.
Ο θεσμός λοιπόν, που θα αποτελέσει έναν
από τους πυλώνες του κοινωνικού κράτους της νεωτερικότητας, αναδύθηκε
μέσα από την άγρυπνη και έμπονη μέριμνα ιεραρχών, λοιπών κληρικών,
μοναστών και απλών χριστιανών του 4ου αιώνα, ανάμεσα στους οποίους
πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε ο Βασίλειος επίσκοπος Καισαρείας και ο
Γρηγόριος ο Θεολόγος ως επίκουρός του.
Μάλιστα η νοσηλευτική μονάδα της
Βασιλειάδας, του «πτωχείου» ή «πτωχοτροφείου», που ίδρυσε ο ιεράρχης της
Καισαρείας λίγο έξω από τα όρια της πόλης του, θεωρείται ως το πρώτο
νοσοκομείο της ιστορίας. Και παρότι αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί απόλυτα
ακριβές, εντούτοις ο Μέγας Βασίλειος, συνεπικουρούμενος από τον φίλο του
Γρηγόριο, υπήρξε μεταξύ των πρωτοπόρων οργανωτών του θεσμού, στα ίχνη
του οποίου θα βαδίσει λίγο αργότερα στην Κωνσταντινούπολη ο άγιος
Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος στον Επιτάφιο
λόγο που εκφώνησε για τον φίλο του Βασίλειο το 382 θα αποκαλέσει το
συγκρότημα της Βασιλειάδας «καινήν πόλιν». Και ήταν όντως μάλλον με μια
νέα πολιτεία, μια «Νεάπολη», παρά με ένα σύνολο ευαγών ιδρυμάτων που
έμοιαζε αυτό που δημιούργησε ο Μ. Βασίλειος μεταξύ των ετών 369-372 αν
βασισθούμε στις εκτιμήσεις του πιο πρόσφατου βιογράφου του.
Και τούτο λέγεται γιατί σύμφωνα με τα
πορίσματα της έρευνας το βασιλειανό «πτωχεῖον» δεν αρκείτο μόνον στην
περίθαλψη ασθενών, στην σίτιση πτωχών, την στέγαση εμπεριστάτων και την
ξενία των οδοιπόρων· στο πλαίσιο του, πολύ περισσότερο, λειτούργησαν
επαγγελματικές σχολές.
Οι εκπαιδευθέντες είχαν στην συνέχεια
την ευκαιρία να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους. Έτσι από μια κυψέλη
χριστιανικής φιλανθρωπίας με κέντρο έναν μοναστηριακό ναό και προσωπικό
μοναχούς, γιατρούς και νοσηλευτές αναπτύχθηκε γρήγορα ο κορμός μιας
αληθινής πόλης που απέβη πόλος έλξης νέων κατοίκων ακόμη και από
μακρινές περιοχές.
Να το πούμε διαφορετικά: Αν ο Βασίλειος
ήταν ανάμεσα στους πρωτεργάτες του θεσμού του νοσοκομείου και της
οργανωμένης κοινωνικής πρόνοιας, υπήρξε ο πρώτος επιτυχημένος κοινωνικός
μεταρρυθμιστής: Η «Βασιλειάδα», ή μάλλον η «Νεάπολή» του,
αντιπροσώπευσε ένα πρωτοφανέρωτο κοινωνικό πείραμα, ένα εγχείρημα
κοινωνικής αυτοοργάνωσης των μη προνομιούχων. Το εξαθλιωμένο
προλεταριάτο της ευρύτερης περιοχής δεν λάμβανε μόνον τα αναγκαία·
μάθαινε και πώς να τα πορίζεται στη συνέχεια με τις δικές του δυνάμεις.
Θα
θέλαμε πολύ να είχαμε περισσότερες πληροφορίες από τις πενιχρές που
αλιεύουμε από την επιστολογραφία του ίδιου του Βασιλείου ή αυτές που μας
δίνει ο Γρηγόριος. Φαίνεται όμως ότι το πείραμα πέτυχε. Όταν διακόσια
περίπου χρόνια αργότερα ο Ιουστινιανός διέταξε με νόμο την ανέγερση
αμυντικών τειχών γύρω από τις μικρασιατικές πόλεις, ήταν η περιοχή της
Βασιλειάδας αυτή που τειχίστηκε και όχι το παλαιό πολεοδομικό συγκρότημα
της Καισάρειας. Mirablie auditu, αλλά η σημερινή τουρκική πόλη Καϋσερί
αναπτύχθηκε από τον αρχικό πυρήνα της «Νεαπόλεως» του Βασιλείου. Η
παλαιά Καισάρεια παρήκμασε και εγκαταλείφθηκε, το εναλλακτικό μοντέλο
κοινωνικής και οικονομικής αυτοργάνωσης που εμπνεύστηκε ο άγιος πέτυχε
και μετασχηματίστηκε σε μια βιώσιμη πόλη!
Αν βασισθούμε στον P. Braun, ίσως τον
διαπρεπέστερο ερευνητή της ύστερης αρχαιότητας, η Καισάρεια του
Βασιλείου παρουσίαζε αυτό που θα αποκαλούσαμε περιστασιακή πενία, η
οποία οφειλόταν κυρίως στις απρόβλεπτες ξηρασίες και τις άσχημες σοδειές
(την φρίκη ενός τέτοιου αυχμού έζησαν οι Καισαρείς και ο Βασίλειος το
368)· αντιθέτως τα μεγάλα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας, όπως οι
Αντιόχεια και η Κωνσταντινούπολη χαρακτηρίζονταν από αυτό που ο Braun
ονομάζει «δομική φτώχεια», δηλαδή μια παραμόνιμη κατάσταση ακραίας
κοινωνικής ανισότητας ενσωματωμένης στον ίδιο τον τρόπο λειτουργίας της
αστικής οικονομίας και κοινωνίας.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων ο Βασίλειος
εκπροσωπεί τον ιεράρχη που μάχεται κατά της περιστασιακής φτώχειας, ενώ
ο ιερός Χρυσόστομος, που χρημάτισε αρχικά πρεσβύτερος στην μεγαλούπολη
της Αντιόχειας των 200.000 κατοίκων και εν συνεχεία επίσκοπος στην
πολυάνθρωπη πρωτεύουσα του κράτους, αντιπροσωπεύει τον ποιμένα που ήλθε
αντιμέτωπος με το φαινόμενο της δομικά ενσωματωμένης στο σύστημα
ανισότητας. Ο ίδιος ο άγιος Ιωάννης περιγράφει το φρικτό θέαμα που
αντίκριζε οσάκις βάδιζε προς τον Ναό της μεσανατολικής μαγαλούπολης για
να ιερουργήσει: Ο αριθμός των ζητιάνων μεγάλος, οι λεπροί και
καρκινοπαθείς διωγμένοι από την πόλη στοιβάζονταν σε παραπήγματα στην
είσοδό της.
Ανέχεια, αθλιότητα και αρρώστια, που
έρχονταν σε σκανδαλώδη για την χριστιανική συνείδηση αντίθεση προς τον
πλούτο που συσσώρευαν και σπαταλούσαν προκλητικά τα μέλη της
αντιοχειανής ελίτ. Ανάλογες σκηνές θα εκτυλιχθούν και στην Βασιλεύουσα,
όπου ο Ιωάννης θα βρεθεί αργότερα ως αρχιεπίσκοπός. Εκεί σε συνεργασία
με την πλούσια χήρα και διακόνισσα Ολυμπιάδα και αφού περικόψει όλες τις
δαπάνες της αρχιεπισκοπής στο λειτουργικώς αναγκαίο ελάχιστο, θα
αναλάβει ένα τεράστιο έργο ανακούφισης των ασθενέστερων στρωμάτων της
πρωτεύουσας.
Και ασφαλώς θα είναι τώρα η σειρά της
κωνσταντινουπολιτικής ελίτ να εκδηλώσει την εχθρότητά της κατά του
ασκητή επισκόπου, εφόσον ο Ιωάννης τους «προκάλεσε»: Αρχίσει να
οικοδομεί λεπροκομείο σε ένα από τα πλέον πλούσια προάστια της πόλης,
χαλώντας την ησυχία των πλουσίων περιοίκων. Εν τέλει η εξορία και η
μαρτυρική του τελευτή θα τους ανακουφίσει…
Περιστασιακή ανέχεια λοιπόν στην
Καισάρεια, δομική φτώχεια στις μεγαλουπόλεις. Ίσως γι’ αυτό ο Βασίλειος
στηλιτεύει με δριμύτατα την ανοικτίρμονα πλεονεξία των ισχυρών σε
περιστατικές ομιλίες του (Ἐν λιμῷ καὶ αὐχμῶ, Κατά πλουτούντων, Εἰς το
καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας), ενώ, από την άλλη μεριά, οι πυκνές αναφορές
στην ανάγκη εκδήλωσης της χριστιανικής φιλαλληλίας απαντώνται διάσπαρτες
σε όλο το εύρος του χρυσοστομικού κηρύγματος αποτελώντας μια από τις
δεσπόζουσες ορίζουσές του. Στον Χρυσόστομο, περισσότερο ίσως κι από τους
Καππαδόκες, η Ρητορική γίνεται όργανο καταπολέμησης της ανισότητας·
ενσωματώνεται στην χριστιανική κοσμοαντίληψη (Weltanschaung)
Ας
θυμηθούμε: Στον Όμηρο ο ιδανικός ήρωας έπρεπε να διαπρέπει με τον λόγο
στην αγορά όπως με τα ανδραγαθήματα στον πόλεμο, να είναι δηλαδή «μύθων
τε ῥητήρ ἔργων τε πρηκτήρ» (Ἰλ. I, 443). Ευγλωττία και πράξη. Μόνον που
στην Εκκλησία του Χριστού τα δεδομένα αυτά μεταμορφώνονται: «Λόγος
ἔμπρακτος καί πράξις ἔλλογος» δεν αφορούν πια των πρωταθλητισμό γοήτρου
στην αγορά και των φόνων στη μάχη, αλλά τον πρωταθλητισμό της
ευαγγελικής φιλανθρωπίας που κηρύσσεται αλλά και πραγματώνεται έμπονα,
ηρωικά.
Στον Χρυσόστομο και στους Καππαδόκες
έχουμε να κάνουμε με το έπος της χριστιανικής φιλανθρωπίας· με τον
ευαγγελικό λόγο που μετουσιώνεται σε ζείδωρη πράξη, αλλά και την πράξη
που σαρκώνει τον λόγο. Ακόμα και το cursus honorum των Ρωμαίων, η
καριέρα δηλ. μέσα από τα τιμητικά αξιώματα της πολιτείας, αντιστρέφεται
στην Εκκλησία· γίνεται cursus pudorum, κούρσα ταπείνωσης, για την
διακονία του πλησίον και τη δόξα του τριαδικού Θεού.
Ίσως γι’ αυτόν επιπλέον τον λόγο ο
Χρυσόστομος μοιάζει να έχει επεξεργαστεί ένα συνεκτικό σχέδιο κοινωνικού
μετασχηματισμού μέσα από την εξαλλαγή των εκμεταλλευτικών δομών της
κοινωνίας στο πλαίσιο ενός χριστοκεντρικά προσανατολισμένου προγράμματος
εκκλησιοποίησής της με κινητήριο μοχλό την εκκλησιαστική ενορία και την
οικογένεια. Όμως ίσως και γι’ αυτό το λόγο ο Χρυσόστομος αναχαιτίζεται
από το κατεστημένο στην Κωνσταντινούπολη και τελικώς εξοντώνεται, ενώ ο
ιερός Καππαδόκης, όπως είδαμε, εδραιώνει ένα μόνιμο κοινωνικό δίκτυο που
εν τέλει μετασχηματίζονται σε βιώσιμο αστικό κορμό.
Όμως σε κάθε περίπτωση τόσο ο
Καππαδόκης όσο και ο Αντιοχεύς ιεράρχης δραστηριοποιούνται εξίσου
έντονα, ενεργά και αυτοθυσιαστικά υπέρ των αδυνάτων συναγείροντας το
ποίμνιό τους σε και δημιουργώντας ένα ολόκληρο δίκτυ θεσμών κοινωνικής
ευποιίας και κοινωνικής δράσης. Είναι εξόχως πιθανό ότι η Βασιλειάδα,
«Νεάπολη» του Βασιλείου αποτέλεσε πρότυπο για την δράση του ιερού
Χρυσοστόμου στην Κωνσταντινούπολή, μολονότι ο Ιωάννης κόμισε στην
πρωτεύουσα και την προσωπική πείρα που απέκτησε ως πρεσβύτερος στην
Αντιόχεια, όπου υπηρέτησε υπό την καθοδήγηση ενός άλλου φιλόπτωχου
ιεράρχη, του αγίου Φλαβιανού Αντιοχείας.
β) Ομοτιμία ανδρός και γυναικός - ελευθερία συνείδησης - παρρησία
Όμως η ρητορική και η δράση της ιερής
τριανδρίας δεν περιορίζεται στην ανακούφιση των πενήτων και των
αρρώστων. Αγκαλιάζει το σύνολο της ανθρώπινης συνθήκης με αγωνία
κενωτική και, όπου χρειαστεί, λόγο καταγγελτικό. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα προσφέρει η τραγικά υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας της
εποχής τους στα όρια ενός παράλογα καταπιεστικού ανδροκρατικού
καθεστώτος. Είναι γνωστό ότι η άνιση μεταχείριση της γυναίκας σε σχέση
με τον άνδρα είχε ενσωματωθεί στην έννομη τάξη του ρωμαϊκού κράτους.
Στην περίπτωση μοιχείας, επί παραδείγματι, ο νομοθέτης έδινε κάθε
δικαίωμα στον άνδρα να εκδιώξει τη σύζυγό του, ενώ στερούσε από
οποιαδήποτε προστασία την γυναίκα. Ο Μ. Βασίλειος θα επισημάνει το
πρόβλημα και θα διατυπώσει την κριτική του υπό μορφή απορίας. Ο θεολόγος
όμως Γρηγόριος θα υπερακοντίσει τον φίλο του: Θα ξεσπάσει σε ένα από τα
μεγαλοφωνότερα κατηγορητήρια ενάντια στη θεσμοθετημένη αδικία που μας
παραδίδει η ρητορική της ύστερης αρχαιότητας. Ας δούμε κάποια σύντομα
αποσπάσματα από το κείμενο του Γρηγορίου· τα παραθέτω σε μετάφραση αγίου
Νικοδήμου του Αγιορείτου, επειδή την βρίσκω αμεσότατη:
«Καί τόν νόμον ὅπου ἔχουσι (sc. διά τήν
σωφροσύνην) τόν βλέπω ἄνισον καί ἀνώμαλον. Ἐπειδή, διά ποίαν ἀφορμήν ὁ
νόμος αὐτός (sc. τῶν Ρωμαίων) τήν μέν γυναίκα παιδεύει ἐάν πορνεύσῃ, εἰς
δέ τόν ἄνδρα δίδει ἄδειαν νά πορνεύει; Καί ἄν μέν ἡ γυνή ἐπιβουλευθῇ
τήν κοίτην τοῦ ἀνδρός, κρίνεται ὡς μοιχαλίς, ἐάν δέ ὁ ἄνδρας, ἔχοντας
τήν γυναῖκα του, πορνεύςῃ μέ ἄλλας γυναίκας, εἶναι ἀνεύθυνος; Δέν
δέχομαι τήν νομοθεσίαν αὐτήν, δέν ἐπαινῶ τήν συνήθειαν. Ἄνδρες ἦσαν ὅπου
ἔκαμαν τόν νόμον αὐτόν, καί διά τοῦτο μόνον κατά τῶν γυναικῶν
ἐνομοθέτησαν…».
Αλλά και στο
ζήτημα της υπεξουσιότητας των τέκνων η ρωμαϊκή νομοθεσία επέτεινε την
ανισότητα εις βάρος της γυναίκας. Και πάλι ο θεολόγος ιεράρχης:
«Ἐπειδή αὐτοί οἱ ἴδιοι νομοθέται τοῦ
πολιτικοῦ τούτου νόμου, εἰς μέν τούς πατέρας ἐνομοθέτησαν νά εἶναι τά
τέκνα ὑπεξούσια, τό δέ άσθενέστερον μέρος, ἤτοι τήν μητέρα, γυναῖκα
οὖσαν ἀσθενή, ἀφῆσαν ἀνεπιμέλητον, μή νομοθετήσαντες νά εἶναι τά τέκνα
καί εἰς αὐτήν ὑπεξούσια. Ὁ δέ Θεός δέν ἐνομεθέτησεν ἔτσι, ἀλλά λέγει,
Τίμα τόν Πατέρα σου καί τήν Μητέρα σου, ἥτις ἐστίν ἐντολή πρώτη ἐν
ἐπαγγελίαις, ἵνα εὖ σοι γένηται… Βλέπετε τήν ἰσότητα τῆς νομοθεσίας (sc.
τοῦ Θεοῦ); ἕνας εἶναι ὁ ποιητής τοῦ ανδρός καί τῆς γυναικός. Ἕνα χώμα
εἶναι καί οἱ δύο. Ἕνας νόμος εἶναι καί εἰς τούς δύο. Μία ἀνάστασις.
Ἐξίσου ἀπό τόν ἄνδρα καί ἀπό τήν γυναῖκα ἐγεννήθημεν, καί ἕν χρέος ἀπό
τά τέκνα εἰς τούς γονεῖς χρωστεῖται. Πῶς λοιπόν ἐσύ ὁ νομοθέτης ἄνδρας,
ζητεῖς σωφροσύνην ἀπό τήν γυναῖκα, σύ δέ οὐ σωφρονεῖς; Πῶς ζητεῖς ἐκεῖνο
ὁπού δέν δίδεις; …».
Είναι προφανές: Η χριστιανική συνείδηση
του Γρηγορίου δεν αρκείται μόνον στον εντοπισμό της αδικίας· επιπλέον
αντεπεξέρχεται εναντίον της με ύφος και ένταση που ίστανται στο ύψος των
καλύτερων στιγμών της παλαιοδιαθηκικής προφητείας.
«Οὐ δέχομαι τόν νόμον οὐκ ἐπαινῶ τὴν
συνήθειαν, Ἄνδρες οἱ νομοθετοῦντες διὰ τοῦτο κατὰ γυναικῶν ἡ νομοθεσία»:
Ομοβροντία κοφτών, ρητορικά στιλιζαρισμένων φράσεων, που θα τολμούσα να
τις αντιπαραβάλω με τις σύντομες, απότομα αποφαντικές συγχορδίες με τις
οποίες ο Μπετόβεν τερματίζει την 7η συμφωνία του. Ο θεολόγος ποιητής
προδιαγράφει την χειραφετητικό αίτημα της ομοτιμίας ανδρός και γυναικός,
ασκεί δριμεία κριτική στα νομικά στηρίγματα της ανισότητας και
κυρώνοντας την ελευθερία της χριστιανικής συνειδήσεως, χωρίς ωστόσο να
διολισθαίνει στην ατομοκεντρικότητα που αποθέωσε η νεώτερη Δύση, ακριβώς
επειδή διέπεται από το ευαγγελικό ήθος της Βασιλείας που συνόψισε ο
Απόστολος Πέτρος στο περίφημο: «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις»
(Πραξ. 5, 29).
Με την ίδια θεόνομη και χριστοειδή
ελευθερία, με την ίδια παρρησία που εμπνέει στην πιστεύουσα συνείδηση το
Άγιο Πνεύμα ο ιερός Χρυσόστομος, λίγο αργότερα, θα ανατρέψει άρδην το
ελληνορωμαϊκό μοντέλο της σχέσης ανδρός και γυναικός ανανοηματοδοτώντας
την συζυγία υπό το φως της χριστιανικής αντίληψης της ιερότητας του
γάμου. Βασιζόμενος στον Παύλο ο ιεράρχης της Κωνσταντινουπόλεως
εντοπίζει το πρότυπο του γάμου στη μυστική γαμήλια σχέση του Χριστού με
την Εκκλησία. Το κέντρο που νοηματοδοτεί το γάμο είναι ο Χριστός και η
θυσία Του για την Εκκλησία. Η αγάπη των συζύγων δεν είναι κύκλος
αυτόκεντρης μόνωσης, αλλά άνοιγμα στην όντως αλήθεια του προσώπου του
άλλου που είναι ο Χριστός. Οι σύζυγοι αγαπούν ο ένας τον άλλον πρωτίστως
για χάρη του Χριστού.
Και μολονότι αμφότεροι καλούνται να
μιμούνται τον Κύριο, εν τούτοις το κύριο βάρος πέφτει στον άνδρα, ο
οποίος καλείται σε μια καθολική εν αγάπη αυτοπροσφορά προς τη σύζυγο, η
οποία ωστόσο πόρρω απέχει από το να μπορεί να συγκριθεί με τη θυσία του
Χριστού, αφού ο Χριστός προσέφερε εαυτόν για μια ανθρωπότητα που Του
είχε γυρίσει την πλάτη, ενώ ο σύζυγος θυσιάζεται για έναν άνθρωπο με τον
οποίο είναι ήδη ενωμένο. Ο Χρυσόστομος αρνείται να αναγνωρίσει στον
άνδρα το ρόλο του πατέρα-αφέντη μέσα στο γάμο· αντ’ αυτού του προτείνει
τον «σταυρό» του θυσιαστικού εξεικονισμού του Χριστού εγγράφοντας έτσι
την συζυγία στην τροχιά της Βασιλείας που υπερβαίνει τη διελκυστίνδα
δικαιωμάτων και υποχρεώσεων χωρίς να τα παραθεωρεί. Η οικογένεια
καλείται να αναδειχθεί σε «κατ’ οἶκον ἐκκλησία»· στους κόλπους της δε
άνδρας και γυναίκα αναγνωρίζονται εξάπαντος ως ομότιμοι παρότι
αναλαμβάνουν διαφορετικούς ρόλους.
Τούτη την ελευθερία της συνειδήσεως και
του λόγου (παρρησία) που λειτουργεί θεόνομα και εκκλησιοκεντρικά θα
επιδείξει εξάλλου ο Μ. Βασίλειος στη σχέση με τους εκπροσώπους της
ρωμαϊκής εξουσίας. Ο γνωστός διάλογός του με τον έπαρχο Μόδεστο,
απεσταλμένο του αυταρχικού αυτοκράτορα Ουάλη, θα μνημειώσει στον αιώνα
την ελευθερία της χριστιανικής συνείδησης έναντι στην δαιμονική
αλαζονεία της εκάστοτε αυταρχικής εξουσίας.
Αλλά και η συνέχεια είναι εξίσου γνωστή
και αποκαλυπτική: Ο Μ. Βασίλειος ιερουργεί στον κατάμεστο καθεδρικό Ναό
της Καισάρειας όταν εισέρχεται ο Ουάλης αυτοπροσώπως. Ο Γρηγόριος
Θεολόγος, που μας περιγράφει την σκηνή, μας πληροφορεί ότι ο βασιλεύς
αντικρίζοντας τον άσειστο στύλο Βασίλειο και το τεράστιο εκκλησίασμα που
έψαλλε με μια φωνή, ζαλίστηκε και λίγο έλειψε να σωριαστεί «παθὼν
ἀνθρώπινόν τι». Επιτρέπω στον εαυτό μου την ακόλουθη ερμηνευτική θέαση
της σκηνής: Εδώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια διπλή αντίθεση, μια ούτως
ειπείν ενδοκειμενική και μια εξωκειμενική· αμφότερες υπογραμμίζουν την
αντιπαράθεση της χριστιανικής παρρησίας προς την αντίθεη εξουσία.
Πρώτα η ενδοκειμενική αντίθεση. Στην
λατινική γλώσσα το όνομα Ουάλης (Valens) δηλώνει τον δυνάμενο, τον
ισχύοντα, επομένως, τον ισχυρό. Μπαίνω στον πειρασμό να υποθέσω ότι ο
Γρηγόριος περιγράφοντας την σκηνή εντός του Ναού συνειδητοποίησε την
βαθιά ειρωνεία που αποπνέει η συνάντηση των δύο ανδρών: Ο δυνατός
(Ουάλης) βασιλιάς καταρρέει ενώπιον του αδύναμου Βασιλείου.
Όμως και με την βοήθεια εξωκειμενικών
μαρτυρίων μπορούμε να ανασυνθέσουμε την αντίθεση που χαρακτηρίζει τη
συνάντηση σε ένα άλλο επίπεδο. Γνωρίζουμε από τις διαθέσιμες πηγαίες
μαρτυρίες ότι ο Ουάλης ήταν ένας βαλκάνιος στρατιωτικός που λόγω
απαιδευσιάς μόλις και μετά βίας μιλούσε την μητρική του γλώσσα, την
λατινική. Επιπλέον είχε δολοφονήσει με φρικτό τρόπο περί τους 90
επισκόπους, οι οποίοι είχαν τολμήσει να διαμαρτυρηθούν εναντίον της
φιλοαρειανικής πολιτικής του: Είχε διατάξει την επιβίβασή τους σε ένα
πλοίο, το οποίο εν συνεχεία πυρπολήθηκε μεσοπέλαγα (τουλάχιστον οι
«δημοκρατικοί» αυτουργοί των διαβόητων noyades, μερικούς αιώνες μετά,
στην Νάντη της Γαλλικής Επανάστασης, αρκούνταν στον πνιγμό των θυμάτων
τους). Προτείνω να φανταστούμε λοιπόν τη σκηνή ως σύμβολο της συνάντησης
δύο αντίθετων «κόσμων»: Από τη μια ο αγροίκος στρατιώτης με τα
αιματοβαμμένα χέρια και από την άλλη η ευθυτενής λαμπάδα της αγιότητας
και της σοφίας! Δυσκολεύομαι να φανταστώ εντονότερο «contrast» από
ολόκληρη την ιστορία των σχέσεων βασιλείας και ιεροσύνης, Κράτους και
Εκκλησίας.
Προφήτες της Βασιλείας
Απαιτείται, επομένως προσοχή για να
κατανοήσουμε τα ανωτέρω επί ορθού υποβάθρου: Όταν ο Χρυσόστομος
οργανώνει συσσίτια, συντονίζει τη δράση χριστιανών ευεργετών, όπως η
Ολυμπιάδα, κτίζει λεπροκομείο προκαλώντας την μήνιν των εύπορων κατοίκων
του, σε καμία περίπτωση δεν δρα ως κοινωνικός ακτιβιστής·
Ο Χρυσόστομος δεν υπήρξε είδος τι
πρώιμου ουμανιστή που μετουσίωνε τις κοινωνικές ανησυχίες του σε ένα
είδος ουτοπικού σοσιαλισμού· κάθε άλλο: Είναι ασφαλώς αλήθεια ότι
συνεχίζει τις αντιπλουτοκρατικές εξάρσεις της βασιλειανής ρητορικής,
φτάνει μάλιστα να καταδικάσει κατηγορηματικά την συσσώρευση πλούτου ως
προϊόν αδικίας, όταν εκτοξεύει το συγκλονιστικό: «οὐκ ἔστι, οὐκ ἔστι μὴ
ἀδικοῦντα πλουτεῖν», για να εξηγήσει αμέσως μετά ότι «ὁ Θεὸς ἐξ ἀρχῆς οὐ
τὸν μὲν πλούσιον ἐποίησε, τὸν δὲ πένητα, …ἀλλὰ τὴν αὐτὴν πᾶσιν ἀνῆκεν
γῆν»· όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί έναν ουτοπικό σοσιαλιστή με
ράσα.
Το ίδιο ισχύει και
για την κοινωνική δράση των Καππαδοκών, την παρρησία του Βασιλείου
έναντι της εξουσίας ή την καταγγελτική ρητορική του Γρηγορίου, που
είδαμε. Θα συνιστούσε ολέθρια παρανόηση του κοινωνικού στίγματος των
Καππαδοκών και του Χρυσοστόμου εάν τους ερμηνεύαμε υπό το πρίσμα των
νεώτερων προτάσεων σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας ή των
κηρυγμάτων κοινωνικού εξισωτισμού. Απλούστατα οι ιερή τριανδρία δεν έχει
τίποτε κοινό με τον «αλαζονικό ανθρωποκεντρισμό» της εποχής μας!
Το κοινωνικό πρόγραμμα και η
χειραφετητική ρητορική τους δεν είναι ανθρωποκεντρικό αλλά θεανδρικό·
δεν παγιδεύεται στο ενταύθα, αλλά νοηματοδοτείται αδιαλείπτως από το
προφητικό όραμα της Βασιλείας του Θεού, που ήδη δια του σταυρού και της
αναστάσεως του Χριστού γίνεται εμπειρικά απτό μέσα στην εκκλησιαστική
κοινότητα, την εσχατολογική κοινότητα των χαρισμάτων του Αγίου
Πνεύματος. Το όραμα και πρόγραμμα των ιεραρχών μας είναι κατά τούτο
θεόνομο και χριστοκεντρικό, εκκλησιολογικό και εσχατολογικό.
Ο τρεις ιεράρχες, για να θυμηθώ μια
φράση του Φλωρόφσκι, στάθηκαν προφήτες της χριστιανικής φιλανθρωπίας:
Δεν απαιτούν την βίαιη ανατροπή των κοινωνικοοικονομικών δομών, δεν
ζητούν την αναγκαστική απαλλοτρίωση του πλούτου, κατά τα πρότυπα των
κοινωνικών επαναστάσεων της νεωτερικότητας, δεν κήρυξαν το μίσος
εναντίον ανθρώπων ή ομάδων στο όνομα υψηλών ιδανικών· απευθύνονται, πολύ
περισσότερο, στην κοιμισμένη συνείδηση των μελών του εκκλησιαστικού
σώματος του Χριστού καλώντας σε ελεύθερη μίμηση του Χριστού μέσα από το
θυσιαστικό «μοίρασμα του ψωμιού και της αγάπης», για να θυμηθώ τη
κοφτερή φράση του αείμνηστου Ν. Ματσούκα.
Τούτο γι’ αυτούς προϋποθέτει κάθαρση
του έσω ανθρώπου, εσωτερική αναγέννηση στην ζωή του Πνεύματος, οπότε η
κοινωνική στράτευση, το άδειασμα του πλούτου στους μη έχοντες
προϋποθέτει την «απέκδυση» από τον «παλαιόν ἄνθρωπον, τόν φθειρόμενον
κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης», για να θυμηθούμε τον Παύλο. «Καθαρθῆναι
πρῶτον καὶ εἶτα καθᾶραι, φωτισθῆναι καὶ εἶτα φωτίσαι…» θα γνωματεύσει ο
Γρηγόριος Θεολόγος θυμίζοντάς μου την αποστροφή του Άλντους Χάξλεϋ, «Η
πραγματικά επαναστατική επανάσταση (revolutionary revolution) πρέπει να
επιτευχθεί όχι στον εξωτερικό κόσμο αλλά στις ψυχές και στη σάρκα των
ανθρώπινων υπάρξεων».
Η ιερή τριανδρία δεν μιλά για ιδανικά,
δεν ασχολείται με ιδέες, μιλά και ενδιαφέρεται για την καθολικότητα που
ψηλαφείται σε πολύ συγκεκριμένα ανθρώπινα πρόσωπα, σε απτές βιωμένες
συνάφειες. Το μοίρασμα του ψωμιού προϋποθέτει την εν Πνεύματι βίωση της
εσχατολογικής Bασιλείας της αγάπης του Θεού, που εν Χριστώ έχει γίνει
ήδη ψηλαφητή γύρω από την ευχαριστιακή Τράπεζα.
Ο Rudolf Brändle, ένας από τους
οξυδερκέστερους μελετητές της κοινωνικής διδασκαλίας του Χρυσοστόμου,
κατέδειξε την σωτηριολογική διάσταση της φιλανθρωπίας του. Υπέδειξε
μάλιστα ότι η κινητήριος δύναμη της κοινωνιοκεντρικής θεολογίας του
είναι το Μθ. 25, 31-46. Ως γνωστόν στο χωρίο αυτό ο Κύριος Ιησούς
Χριστός μιλά για την δεύτερη έλευσή Του και ορίζει ως γνώμονα της
τελικής κρίσης Του την δοτικότητα προς τον πλησίον με τον οποίον
ταυτίζει τον Εαυτό Του: Ο Χριστός θέτει τον Εαυτό του στη θέση του
πεινασμένου, του γυμνού, του αρρώστου, του φυλακισμένου, κάνει δικό του
το πεπρωμένο των περιθωριακών, των αναγκεμένων κάθε εποχής: «ἐπείνασα
γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ
συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με,
ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με…».
Το
χρυσοστομικό κήρυγμα διαπνέεται άλλοτε ρητά και άλλοτε υπόρρητα από το
συγκλονιστικό αυτό εδάφιο του Κατά Ματθαῖον. Το ίδιο ισχύει, αν και όχι
στην έκταση αυτή, για τους Καππαδόκες. Τούτο απλούστατα σημαίνει ότι ο
Χρυσόστομος δεν εισηγείται μια επιδοματική ελεημοσύνη, μια φιλανθρωπική
δραστηριότητα, όμοια με αυτήν στην οποία επιδίδονται στις μέρες μας
πλούσιοι ιδιώτες η οργανισμοί: Για τον άγιο, ο ίδιος ο Χριστός, που μας
λυτρώνει διά του σταυρού του στον Γολγοθά, εκτείνει αδιαλείπτως και
μυστικώς το λυτρωτικό του έργο για τον καθέναν από μας εμφανιζόμενος ως
πένης, άστεγος, γυμνός, άρρωστος ή φυλακισμένος· είναι αυτός ο Χριστός,
που οικειούμενος το πρόσωπο των συνανθρώπων μας προσπαθεί να μας
κερδίσει στη βασιλεία της αγάπης Του. Υπό το πρίσμα αυτό η στράτευσή μας
στην υπηρεσία του πλησίον ισοδυναμεί για τον Χρυσόστομο με ιερατική
διακονία, μια νέα εκδοχή ιεροσύνης στην οποία μπορεί να εισέλθει ο
καθένας μας και μάλιστα αυτοχειροτόνητος:
«Αφιέρωσε τον πλούτο σου στον Θεό, γίνε
αυτοχειροτόνητος οοκονόμος των ενδεών, Η φιλανθρωπία σου προσφέρει αυτή
την ιερoσύνη», θα πει σε ένα χωρίο που, αν πιστεύσουμε τον Brändle,
είναι μοναδικό σε ολόκληρη την πατερική γραμματεία.
Είναι
προφανές: Όχι μόνον η φιλανθρωπία αλλά και αυτή η αγάπη δεν σχετίζονται
με το συναίσθημα που συνηθίζουμε να ονοματίζουμε με τις λέξεις αυτές: Η
αγάπη, κατά τους ιεράρχες μας, μπορεί να έχει σπερματικά συγκαταβληθεί
από τον Θεό με την δημιουργία μας, ωστόσο φανερώνεται και τελειούται
χαρισματικά· είναι άκτιστος καρπός του Αγίου Πνεύματος, το δώρο της
απερινόητης ζωής τα Αγίας Τριάδος, την οποία κοινωνούμε μόνον δια της
μεθέξεως του μυστηρίου του σταυρού και της αναστάσεως του Σαρκωμένου
Υιού του Θεού.
Το κήρυγμα για έμπρακτη φιλανθρωπία των
τριών ιεραρχών ισοδυναμεί επομένως με κάλεσμα εξόδου από τον εαυτό μας
για να συναντήσουμε τον Χριστό στα πρόσωπα των πλησίον: Η βιοτικές
συνάφειες των συνανθρώπων μας αναδεικνύονται μυστικά σε τόπους
θεανδρικής συνάντησης σε μυστήριο θεοκοινωνίας σε σταυρική συν-όδευση
του λαού του Θεού προς τα έσχατα της αφθαρσίας του Πνεύματος του Θεού
Πατρός και του Υιού Του.
Γι’ αυτό και η απόκτηση της θεοειδούς
αγάπης για τους Καππαδόκες και τον Χρυσόστομο μυσταγωγείται χαρισματικά
ως απόρροια νήψης και άσκησης. Ο επίσκοπος της Καισαρείας είναι κάτι
περισσότερο από σαφής: Η προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπης είναι
αδύνατη όσο ο νους και η καρδιά παραμένει δέσμια των βιοτικών
περισπασμών και του μετεωρισμού:
«Πρέπει όμως να γνωρίζουμε όμως, ότι…
δεν μπορούμε να επιτύχουμε ούτε την αγάπη προς το Θεό, ούτε την αγάπη
προς τους πλησίον, όταν πλανόμαστε με το νου συνεχώς εδώ κι εκεί… Ώστε
για να κατορθώσουμε να ευαρεστήσουμε το Θεό σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του
Χριστού απαιτείται απομάκρυνση από τις μέριμνες του κόσμου και πλήρης
απαλλαγή από τους περισπασμούς»
Αυτό σημαίνει με πολύ απλά λόγια ότι η
εν Χριστώ κενωτική αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον είναι απόρροια
ησυχαστικής νήψης· έκφανση της μεταμορφωμένης ανθρώπινης ύπαρξης που
μέσα από την κάθαρση των παθών φτάνει στην ανάσταση του έσω ανθρώπου,
δηλ. στην ενοίκηση του Πνεύματος στην καρδιά διά της αδιάλειπτης μνήμης
του Θεού καθ’ οδόν προς τα έσχατα της εν Χριστώ θεωρίας της δόξας και
βασιλείας της Αγίας Τριάδος.
Επομένως το σύνολο του έργου των τριών
μεγάλων είναι ακατανόητο έξω και πέρα από την ασκητική αγωγή της
καθάρσεως της καρδιάς, του φωτισμού του νου και της εν Χριστώ
τελειώσεως. Αυτό είναι το κλειδί για την κατανόηση της διδασκαλίας και
του έργου των τριών ιεραρχών και του πολιτισμού που εκπροσωπούν: Η
νηπτικοησυχαστική βιωτή, τουτέστιν η θεραπευτική αποκατάσταση της
ύπαρξης μέσω καθάρσεως και καρδιακής μνήμης Θεού επί προσδοκία της
φωτοφανούς Βασιλείας του Θεού εν δυνάμει.
Ο Μ. Βασίλειος θα γράψει: «Να τι
εννοούμε όταν μιλάμε για ενοίκηση του Θεού, να έχουμε εντός μας ένοικο
το Θεό μέσω της μνήμης. Έτσι γινόμαστε ναός του Θεού, όταν το συνεχές
της μνήμης του Θεού δεν διακόπτεται από τις γήινες φροντίδες, όταν η
νοερά κοινωνία μας με το Θεό δεν διακόπτεται από τα απρόσμενα συμβάντα,
αλλά αφού αποφύγει τα πάντα ο φιλόθεος πιστός αναχωρεί προς τον Θεό».
Αλλού ο ουρανοφάντωρ επίσκοπος της
Καισαρείας θα συμπυκνώσει τα τρία θεραπευτικά στάδια της καθάρσεως, του
φωτισμού και της εν θεοπτία τελειώσεως αποκαλώντας ρητά την μέθοδο αυτή
ως «ἡσυχία», ένας όρος που θα αποβεί εμβληματικός εν συνεχεία για την
βυζαντινή πνευματικότητα:
Γράφει ο Βασίλειος: «Αρχή της καθάρσεως
της ψυχής είναι η ησυχία. Γιατί ο νους που δεν διασκορπίζεται στα
εξωτερικά πράγματα, ούτε διαχέεται μέσω των αισθήσεων στον κόσμο,
επιστρέφει στον εαυτό του και μέσω του εαυτού του ανέρχεται προς την
μνήμη του Θεού (sc. φωτισμός)· και όταν περιλαμφθεί και ελλαμφθεί από
εκείνο το κάλλος τότε αποκτά λήθη και αυτής της φύσης», δηλ.
απαλλάσσεται από την αιχμαλωσία στις φυσικές ανάγκες και στο περιβάλλον,
όπως επαναλάμβανε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης αναδεικνύοντας την πεμπτουσία
της πατερικής ορθοδοξίας.
Ο Μ. Βασίλειος έχει βαθιά συνείδηση ότι
η θεραπευτική αγωγή της καθάρσεως της καρδιάς που οδηγεί στην
χριστοποίηση μέσα από την ενοίκηση του Αγίου Πνεύματος στον έσω άνθρωπο
έχει ιουδαιοβιβλικές ρίζες, είναι δηλαδή αυτή τούτη η μέθοδος της κατά
Θεόν αγωγής του ανθρώπου που παραδίδουν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι
εν Πνεύματι γνήσιοι διάδοχοί τους: «Καὶ ὁ Παῦλος δὲ παραινεῖ ἐνδύσασθαι
τὸν Κύριον Ἰησοῦν κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον, ἀλλ’ ἵνα τὸν νοῦν ἡμῶν ἡ τοῦ
Θεοῦ μνήμη περισκεπάζῃ»..
Ο ίδιος μιλά πάλι για την νηπτική
προσοχή του νου και την καρδιακή μνήμη Θεού με όρους που παραπέμπουν
ευθέως στις Παροιμίες και εμμέσως στο Δευτερονόμιο της ΠΔ (Παρ. 4, 23):
«Πρέπει
να φυλάμε με κάθε δυνατή προσοχή την καρδιά μας ώστε να μην αποβάλουμε
την μνήμη του Θεού… αλλά να φέρουμε την οσία σκέψη του Θεού με τη
διηνεκή και καθαρή μνήμη του εγχαραγμένη στις ψυχές μας ωσάν σφραγίδα
ανεξάλειπτη».
Με ακραιφνώς παλαιοδιαθηκικό ιδιόλεκτο
και ο επιστήθιος, ομόσκηνος και ομοτράπεζος φίλος του Βασιλείου, ο
Θεολόγος Γρηγόριος, θα μιλήσει για το νηπτικό οδοιπορικό του πιστού προς
την διά του Παρακλήτου Χριστοποίηση: «Ὅταν δὲ πάσῃ φυλακῇ τηρήσαντες
τὴν ἑαυτῶν ψυχὴν καὶ ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ διαθέμενοι… φωτίσωμεν
ἑαυτοῖς φῶς γνώσεως, τηνικαῦτα λαλῶμεν Θεοῦ σοφίαν ἐν μυστηρίῳ τὴν
ἀποκεκρυμμένην καὶ τοῖς ἄλλοις ἐκλάμπωμεν».
Ο Γρηγόριος πάλι, εκφράζοντας την
ασκητική πείρα που απέκτησε στην Αριανζό και στον Πόντο με τον Βασίλειο
κατά την περίοδο μεταξύ των ετών 358-362 θα σκιαγραφήσει το πρόγραμμα
της ησυχαστικής πνευματικότητας της καθάρσεως, του φωτισμού και της
θεώσεως σε ένα χωρίο, το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί
συμπύκνωση της ορθόδοξης νηπτικής πνευματικότητας σε λίγες γραμμές.
Γράφει:
«Τίποτε δεν μου φαινόταν τόσο ποθητό
όσο το να καταπαύσω από τις αισθήσεις και να εξέλθω από τον κόσμο και το
σαρκικό φρόνημα, να μην αγγίζω τίποτε από τα ανθρώπινα, εκτός από τα
απολύτως αναγκαία, να προσομιλώ με τον εαυτό μου και με το Θεό, και έτσι
να ζω πάνω από όσα φαίνονται με τα μάτια έχοντας πάντοτε εντός μου
καθαρές τις αντανακλάσεις της θεότητας χωρίς προσμίξεις από τους γήινους
και σφαλερούς τύπους, όντας και γενόμενος διηνεκώς ακηλίδωτο έσοπτρο
του Θεού και των θείων μυστηρίων με το να δέχομαι φως πάνω στο φως…
καρπούμενος έτσι με βέβαιες ελπίδες ήδη από αυτή τη ζωή το αγαθό του
μέλλοντος αιώνος».
Είναι πατερική πεποίθηση ότι η
θεραπευτική αγωγή της καθάρσεως και του φωτισμού του νου είναι παράδοση
του αρχαίου Ισραήλ, που καινίζεται από το Λόγο με τη σάρκωση και τη νίκη
Του κατά του θανάτου. Πραγματική ένταξη στο σώμα του Χριστού ισοδυναμεί
με ενσωμάτωση διά Πνεύματος στο προφηταποστολικό φρόνημα, που είναι το
καθολικό φρόνημα της Εκκλησίας. Τούτο σημαίνει ότι αναδεικνυόμαστε σε
ζωντανά μέλη του σώματος του Χριστού, μόνον όταν αποκτήσουμε «ἐν
αἰσθήσει πολλῇ καὶ πληροφορίᾳ» στο βάθος του είναι μας το Πνεύμα Του,
όταν γίνουμε έμψυχοι ναοί του Αγίου Πνεύματος.
Οι ιεροί Καππαδόκες αξιώθηκαν από τον
Παράκλητο να φθάσουν ήδη από τον επίγειο βίο τους στην εν Χριστώ
συμβασιλεία με την Αγία Τριάδα θεωρώντας την άκτιστη δόξα και φυσική
ευπρέπεια του Θεού των Προφητών και των Αποστόλων. Γι’ αυτό πορεύθηκαν,
παρά την θύραθεν μόρφωσή τους, «οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις
ἀλλ’ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως» (Α΄ Κορ. 2, 4), που κύρωσε την
προφητική διάσταση του έργου τους και το απαθανάτισε.
Από την άλλη μεριά εντούτοις μεριά
ικανώθηκαν, χάρη στην βαθιά ελληνική κουλτούρα τους, να μεταγγίσουν τον
«καινόν οἶνον» του ευαγγελίου στους «ἀσκούς» του παλαιού κόσμου, με
τρόπους συμβατούς που αυτόν. Μετέφρασαν στην γλώσσα του αρχαίου κόσμου
το μήνυμα του Ευαγγελίου χωρίς να «κενώσουν» την δυναμική του. Τούτο
ισοδυναμούσε, για να θυμηθώ και πάλι τον Φλωρόφσκι, με ένα μεγαλεπήβολο
εγχείρημα «εκχριστιανισμού της ανθρώπινης διάνοιας». Σκέφτομαι εδώ τα
δυνατά κείμενα που έγραψε ο Γρηγόριος κατά του αυτοκράτορα Ιουλιανού ή
τα ποιητικά έπη που ο ίδιος άγιος συνέθεσε σε μια προσπάθεια να κυρώσει
όχι μόνον την πνευματική αλλά και την πολιτισμική δυναμική του
Ευαγγελίου, να δείξει ότι οι «λόγοι» του ανθρώπου ολοκληρώνονται μόνον
στο Λόγο του Θεού.
Οι «λόγοι στον Λόγο», θα μπορούσε να
είναι το moto ειδικά του Θεολόγου και ποιητή Γρηγορίου. Εδώ οικοδομείται
μια θεολογία της γλώσσας και του πολιτισμού. Υποδεικνύεται ότι χάρη
στην πραγματικότητα του Χριστού ο πολιτισμός μπορεί να ακεραιωθεί αφού
καθαρθεί σταυρικά, δηλ. να σωθεί μόνον μέσα στην χριστιανική αγάπη
-φιλανθρωπία, η οποία με τη σειρά της τελειούται στη μυστική ένωση των
ανθρώπων με το Θεό, τη θέωση!
Τολμώ να πως οι τρεις ιεράρχες κήρυξαν
προφητικά τον πολιτισμό της θεώσεως και τη θέωση του πολιτισμού! Τούτο
όμως δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη «μωρία του σταυρού»: Ο πολιτισμός
αρτιώνεται μόνον μέσα από την «αἰχμαλωσία παντός νοήματος εἰς τὴν
ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ» (Β΄Κορ. 11, 5-6).
Επιλογικό σχόλιο
Ο π. Γ. Φλωρόφσκι έγραψε κάποτε σε
Επιστολή του προς τον όσιο Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ ότι η βαθιά
υπαρξιακή κρίση στην οποία είχε περιέλθει ο ελληνορωμαϊκός κόσμος της
ύστερης αρχαιότητας δεν ξεπεράστηκε μόνον με την αγιότητα των μεγάλων
Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά και με τη σοφία τους.
Ήταν αυτή η κοσμοϊστορική σύζευξη
αγιότητας και σοφίας, η πρωτοφανέρωτη ξυνωρίδα ιερής σοφίας και ένσοφης
αγιότητας, που ικάνωσε ανθρώπους όπως ο Μ. Αθανάσιος, ο Βασίλειος, ο
Γρηγόριος Θεολόγος και ο Γρηγόριος Νύσσης ή ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος να
αρθρώσουν πρόταση ζωής και να την σαρκώσουν έλλογα στον ορίζοντα της
βιοτικής δράσης τους.
Με τον τρόπο αυτό έθεσαν τα θεμέλια
ενός ποιοτικά νέου κόσμου και σφραγίζοντας με το πνεύμα τους έναν
καινούργιο και εν ταυτώ αμάραντο πολιτισμό, τον πολιτισμό της θεώσεως,
που δέσποσε στη χιλιόχρονη αυτοκρατορία της Ρωμανίας και παραδίδεται
μέχρι της μέρες, οιονεί εν σιγή, ως τα άγια των αγίων της Ρωμηοσύνης,
στα μοναστήρια και τις ενορίες που λειτουργούν ησυχαστικά.
Θαρρώ αυτό είχε κατά νου ο δάσκαλος του
Γένους Σπυρίδων Ζαμπέλιος όταν, με την αρεοπαγιτική γλώσσα, έκανε λόγο
για το «μέγα καί λαμπρότατον… οἰκοδόμημα τῆς Τριαδικῆς Θεαρχίας».
Οι Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος και
Χρυσόστομος δεν υπήρξαν οι μόνοι, είναι όμως ασφαλώς οι
χαρακτηριστικότεροι εκπρόσωποι αυτής της κοσμοϊστορικής σύζευξης: ο
οίστρος τους για τα γράμματα συζεύχθηκε με τον έρωτά τους για το Νυμφίο
της Εκκλησίας και της ψυχής τους, τον Κύριο της δόξης Χριστό· και ο
μυστικός γάμος τους υπήρξε πολύτοκος. Πώς να μην αναγνωρίσει κανείς εδώ
μια ακόμη τρανή επαλήθευση του προφητικού κελεύσματος «Εὐφράνθητι στεῖρα
ἡ οὐ τίκτουσα, ρῆξον καί βόησον ἡ οὐκ ὠδίνουσα, ὅτι πολλά τά τέκνα τῆς
ἐρήμου ἢ τῆς εχούσης τὸν ἄνδρα» (Ησ. 54,1);
Γιατί, πραγματικά, ας αναλογισθούμε τί
συνέβη: Τρία παλληκάρια με πλούτο, αριστοκρατική καταγωγή, ασυνήθιστες
διανοητικές ικανότητες και λιπαρές σπουδές, που θα ζήλευαν οι καλύτεροι
της εποχής τους, παραμερίζουν τις κοσμικές φιλοδοξίες, παραιτούνται από
τον τεράστιο οικογενειακό πλούτο, αρνούνται την καριέρα που θα τους
οδηγούσε στα ύπατα πολιτικά αξιώματα της αυτοκρατορίας, στερούν τον
εαυτό τους από τις χαρές του γάμου και της οικογενειακής ζωής και
επιλέγουν εκ νεότητας τη ζωή της παρθενίας και σωφροσύνης αφιερώνοντας
αυτοθυσιαστικά το είναι τους στην διακονία των αγίων του Θεού Εκκλησιών:
Ίσχυσε και γι’ αυτούς αδιαμφισβήτητα η ακολουθία των ρητορικών
ερωτημάτων που διατύπωσε ο Απόστολος Παύλος: «τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἐγὼ
ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;….» (Β΄Κορ. 11, 29).
Εν τέλει εγκαταλείπουν τον μάταιο αυτό
κόσμο έχοντας φαινομενικά αποτύχει: Ο Βασίλειος είχε βεβαίως αποφύγει
την εξορία, με την οποία τον απείλησε ο «δημοβόρος βασιλεῦς» Ουάλης,
ωστόσο κοιμήθηκε πριν προλάβει να δει την νίκη των Ορθοδόξων επί της
αριανικής κακοδοξίας για την οποία μόχθησε όσο κανείς άλλος μετά τον Μ.
Αθανάσιο.
Ο Γρηγόριος έζησε μεν για να δει την
νίκη των Ορθοδόξων, θα κοιμηθεί όμως μόνος και εγκαταλελειμμένος με μια
γεύση βαθιάς πικρίας από τα ανθρώπινα που μόνον η θεωρία των αρρήτων
μυστηρίων του τριαδικού Θεού, που τόσο ύμνησε, μπορούσε να γλυκάνει.
Τέλος ο Χρυσόστομος θα αποβεί μάρτυρας
της πίστης του Χριστού, αφού θα αφήσει την τελευταία του πνοή καθ’ οδόν
προς χώρα μακρινή και αφιλόξενη, εκεί όπου, κατά τον αρχαίο μύθο,
καθηλώθηκε δεσμώτης ο πυρφόρος Προμηθέας.
Κι ωστόσο, «τελευτήσαντος ἀνδρός
δικαίου οὐκ ὄλλυται ἐλπίς» (Παρ. 11, 7): Με άλλα λόγια οι τρεις μεγάλοι
επιβεβαιώνουν τον Παύλο: «Ὅταν ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι» (Β΄ Κορ. 12,
10).
Και αλήθεια, ποιος μπορεί να
εξαριθμήσει τους καρπούς των κόπων τους; Ποιος μπορεί να μετρήσει τους
πνευματικούς απογόνους τους; Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι υπήρξαν αυτοί,
κατ’ εξοχήν αυτοί, οι δημιουργοί του μεγάλου πολιτισμού που μάθαμε να
αποκαλούμε βυζαντινό, στην ουσία όμως είναι ο πολιτισμός της Ρωμιοσύνης,
του νέου Ισραήλ της χάριτος, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται το
εκκλησιαστικό Ευαγγέλιο της εν Χριστώ συμβασιλείας με την Αγία Τριάδα;
Όμως, όπως είδαμε στην ανάπτυξη που
προηγήθηκε, η παρακαταθήκη των «τριῶν μεγίστων φωστήρων τῆς τρισηλίου
θεότητος» ξεπέρασε τα όρια της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας.
Στη σκέψη και κυρίως στη δράση τους
αρθρώθηκε προδρομικά το αξιακό και πολιτισμικό γλωσσάρι των θετικών
επιτεύξεων της δυτικής νεωτερικότητας, διαγράφηκαν ανάγλυφα οι
θεμελιώδεις παράμετροι του κοινωνικού κράτους πρόνοιας, της ελευθερίας
της συνειδήσεως και του ανθρωπισμού του νεώτερου δυτικού κόσμου… Και
τούτο λέγεται γιατί οι όποιες πραγματικά θετικές κατακτήσεις της
νεώτερης Δύσης δεν έχουν τις ρίζες τους στο Διαφωτισμό ούτε στην
Αναγέννηση, όπως συχνά ακούγεται· στο διαφωτισμό και την Αναγέννηση
έχουν την causa prοxima αλλά όχι την causa primordialis, έχουν την άμεση
αιτία τους, όχι την απώτατη καταγωγική τους μήτρα· πολύ περισσότερο,
ανατρέχουν στον πολιτισμό της θεανδρικής σύνθεσης που εισηγήθηκαν οι
πεπνυμένοι ιεράρχες της Καππαδοκίας και ο χρυσορρήμων κήρυκας της
Αντιόχειας.
Ελευθερία συνείδησης και λόγου, ισότητα
όλων ανθρώπων ανεξαρτήτων φυλής, κοινωνικής τάξης και φύλου, κοινωνική
πρόνοια και φιλάνθρωπη μέριμνα για τους ασθενέστερους. Έπρεπε να
αναμείνουμε τις πιο πρόσφατες δεκαετίες για να γνωρίσουμε την καθιέρωση
του κοινωνικού κράτους πρόνοιας, όταν ήταν η Ορθόδοξη Εκκλησία του 4ου
αιώνα που επινόησε και ίδρυσε το θεσμό του «νοσοκομείου», όπως τον
γνωρίζουμε σήμερα;
Είδαμε στα αλήθεια για πρώτη φορά την
ισότητα των ανθρώπων να διακηρύσσεται στην αμερικανική διακήρυξη των
δικαιωμάτων του ανθρώπου ή στην αντίστοιχη Γαλλική, όταν ο θεολόγος
Γρηγόριος κατήγγειλε με πάθος την ανισότητα μεταξύ ανδρός και γυναικός
που επέβαλε η ρωμαϊκή νομοθεσία του καιρού του ή ο Χρυσόστομος γκρέμιζε
με τον πύρινο λόγο του τις κοινωνικές, οικονομικές και φυλετικές
διακρίσεις ριζοσπαστικοποιώντας το παύλειο «οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ
ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ
᾿Ιησοῦ» (Γαλ. 3, 28).
Ωστόσο διαπιστώσαμε πώς, παρόλα αυτά,
αυτή η εικόνα αδικεί του τρεις μεγίστους που εορτάζουμε σήμερα: ούτε ο
Βασίλειος υπήρξε απλώς και μόνον ένα πρώιμο αντίστοιχο των Γιατρών χωρίς
σύνορα, ούτε ο Θεολόγος Γρηγόριος ένα πρόδρομος του νεώτερου
φεμινιστικού κινήματος ούτε ο μελίρρυτος Ιωάννης ένας κήρυκας της
παγκοσμιοποιητικής επιμιξίας, σαν κι αυτή που προπαγανδίζουν στις μέρες
μας όσοι προωθούν την μετάλλαξη των λαών σε υβριδικές αγέλες μιγαδικής
υφής.
Οφείλω εδώ ένα παρενθετικό σχόλιο: Το
σύγχρονο αίτημα κατάργησης των εθνοτήτων (ή ανοίγματος των συνόρων) στο
όνομα μιας αφηρημένης ιδέας περί ανθρωπότητας φιλελεύθερης ή αριστερής
κοπής αντιπροσωπεύει, κατά την πεποίθησή μου, την επανεμφάνιση μιας
εκδοχής ενδοκοσμικής εσχατολογίας.
Αντιθέτως, η ορθόδοξη χριστιανική
πρόταση, σαρκωμένη διαχρονικά στο ήθος των αγίων μας, συνιστά αυτό που
θα αποκαλούσα προφητική εσχατολογία. Τούτο σημαίνει ότι η αυθεντική
εκκλησιαστική συνείδηση, ενώ θεωρεί ήδη τα σχήματα του κόσμου τούτου υπό
το πρίσμα της εν Χριστώ υπέρβασής τους, την ίδια όμως στιγμή γνωρίζει
ότι ο κόσμος αυτός δεν παρήλθε ακόμη ολοκληρωτικά και σέβεται τους
δεδομένους διαφορισμούς του αναμένοτας την τελική κατάργησή τους από τον
ερχόμενο εν δόξει Κύριο.
Η ενδοκοσμική εσχατολογία είναι
μονομερώς καταφατική· η ορθόδοξη προφητική εσχατολογία συνθέτει την
καταφατική με την αποφατική στάση: Ψηλαφεί το «ἰδού καινά ποιῶ τά
πάντα», αλλ’ εντούτοις ομολογεί ότι «οὕπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα, ὅτε ὁ
Χριστὸς φανερωθεῖ τότε καὶ ὑμεῖς φανερωθήσεσθε έν δόξει»· καταφάσκει τον
αρραβώνα του Πνεύματος που ήδη καινίζει το κτιστό, την ίδια στιγμή όμως
βιώνει μαρτυρικά την αποκαραδοκία της κτίσης για την απελευθέρωσή της
στην ελευθερία των τέκνων του Θεού.
Μαρτυρεί έτσι προφητικά, κατά πρόληψη
της εσχατολογικής ελευθερίας του Πνεύματος, την μεταμόρφωση του κόσμου,
εξακολουθεί, εντούτοις να σέβεται μαρτυρικά τις ενσωματωμένες στο
συλλογικό βίο κατηγορίες (έθνους, παραδόσεων, κοινωνικών ή
επαγγελματικών ιεραρχήσεων κ.τ.ό.), αναγνωρίζοντας εν τέλει μόνον στον
Θεό τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για την ιστορία και το τέλος της. Η
πρόταση αυτή σε καμιά περίπτωση δεν αποσκοπεί σε απολογητική της
καθεστηκυίας τάξης· θυμίζει μόνον το χάρισμα της «διακρίσεως».
Επανέρχομαι και ολοκληρώνω: Οι τρεις
ιεράρχες υπήρξαν όντως πρόδρομοι των πλέον θετικών κατακτήσεων του
σύγχρονου πολιτισμού μας ακριβώς επειδή υπήρξαν προφήτες του καινού
αιώνα της βασιλείας, που υπερβαίνει κάθε ανθρώπινο πολιτισμό και
επίτευγμα· στάθηκαν θεοφόροι κήρυκες της ώρας που «ἔρχεται καὶ νῦν
ἐστί», γι’ αυτό και μπορούν να νοηματοδοτήσουν κάθε ώρα και φάση του
ανθρώπινης ιστορίας: Μίλησαν το άρρητο, άκουσαν το ανήκουστο και έψαυσαν
το άψαυστο· γι’ αυτό και μπορούν να μιλήσουν στις καρδιές μας, να
ακούσουν τις ανάγκες μας, να ψαύσουν θεραπευτικά τις πληγές μας. Ίσως
γι’ αυτό και η παρακαταθήκη του και μόνον αυτή, μπορεί να σώσει τον
πολιτισμό μας, που στη μέρες μας μοιάζει να πνέει τα λοίσθια ακριβώς
γιατί απώλεσε το πνεύμα της προφητείας.
Η κρίση των καιρών μας είναι κρίση της προφητείας με τη βαθύτερη δηλ. βιβλική έννοια του όρου.
Το ερώτημα είναι αν εμείς, οι φυσικοί κληρονόμοι τους, συνειδητοποιούμε αυτή την παρακαταθήκη;
Συναισθανόμαστε την ευθύνη,
αφουγκραζόμαστε «φωνήν αὔρας λεπτῆς», που ανακαινίζει ή καταρρέουμε στον
«συσσεισμό» του ανέμπνευστου ακτιβισμού, για να υπαινιχθώ την
παλαιοδιαθηκική προφητεία;
Θα έλεγα για να θυμηθώ τον Όμηρο, που
τόσο αγάπησε ο ποιητής ανάμεσα στους θεολόγους και θεολόγος ανάμεσα
στους ποιητές Γρηγόριος Ναζιανζηνός; «ἔτι γὰρ μέγα ἔργον ἄρεκτον»· ή για
να το διατυπώσω με έναν στίχο του Χαίλντερλιν μεταφρασμένο στη γλώσσα
μας από τον Ελύτη, «μᾶς ὑπολείπεται πολύ καί σπουδαῖα δουλειά ὥσπου νά
ἀγρεύσουμε τό μεγαλεῖο…».
Όμως θα ήταν άχαρο να τελειώσω με το
Χαίλντερλιν και τον Ελύτη. Θα παραχωρήσω λοιπόν το ακροτελεύτιο φθέγμα
στον άγιο Γρηγόριο: «Τέως δὲ καθαιρώμεθα καὶ προτελώμεθα τῷ Λόγῳ …
θεοειδεῖς ἐργαζόμενοι καὶ ἥκοντα τὸν Λόγον ὑποδεχόμενοι».
«Ας καθαρισθούμε κι ας προετοιμαστούμε
για το μυστήριο του Λόγου… αναδεικνύοντας τους εαυτούς μας θεόμορφους
και υποδεχόμενοι τον Λόγο που φτάνει».
Του Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’, Ρομφαία
Φωστῆρας μεγίστους «τῆς τρισηλίου
θεότητος» ὀνομάζει ἡ Ἐκκλησία τούς τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες «Βασίλειον
τὸν ἔνθεον νοῦν», «Γρηγόριον τὴν θείαν φωνήν» καί «Ἰωάννην, τὴν
χρυσόφωνον σάλπιγγα».
Καί δικαίως. Καί οἱ τρεῖς τους φώτισαν τήν οἰκουμένη τόσο μέ τήν διδασκαλία τους ὅσο καί μέ τήν ἀρετή τους.
Οἱ διδασκαλίες τους εἶναι ἀκτῖνες θείου
φωτός καί τά συγγράμματά τους βάθος θεϊκῆς σοφίας. Διάνοιες εὑρύτατες,
μεγάλα πνεύματα μέ κατανόηση τοῦ ἀληθοῦς νοήματος τῆς ἀνθρώπινης
ὕπαρξης. Προσέτι, ἐκτός ἀπό τήν ὑλική βοήθεια τῶν ἀδυνάτων καί
πασχόντων, συνεδύασαν καί τήν πνευματική τους ἐξύψωση. Ἔλυσαν πολλά
κοινωνικά προβλήματα τῆς ἐποχῆς τους καί μέ τό ἐνάρετο παράδειγμά τους
στήριξαν τούς συνανθρώπους τους. Τά μέγιστα δέ συνετέλεσαν στό μεγάλο
θέμα τῆς ὅλης παιδείας τοῦ ἀνθρώπου.
Ἔτσι ἡ ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν,
Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ
Χρυσοστόμου εἶναι μία ἄριστη εὐκαιρία ὅπως, «πάλιν καί πολλάκις»,
συνειδητοποιήσουμε τήν ἀνεκτίμητη ἀξία τῆς συμβολῆς τους στήν ἐν γένει
παίδευση τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶναι ἀναντίρρητο γεγονός ὅτι καί οἱ
τρεῖς μεγάλοι καί θεοφόροι αὐτοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἤκουσαν τήν
προτροπήν τοῦ Ψαλμωδοῦ «Δράξασθε παιδείας» (Ψαλμ. 2, 12) καί μετά πολλοῦ
ζήλου ἐπεδόθησαν στή συμμόρφωση πρός αὐτήν.
Τῷ ὄντι, ὑπῆρξαν πανεπιστήμονες. Εἶχαν
σπουδάσει σέ μεγάλα πνευματικά-ἐκπαιδευτικά κέντρα, σέ περίφημες σχολές
τῆς ἐποχῆς τους, ἀπό φιλοσοφία καί ρητορική, μέχρι ἀριθμητική,
ἀστρονομία καί ἰατρική. Μελέτησαν σέ βάθος «τί ἐστὶ ἄνθρωπος;» καί
στήριξαν, ἔγραψαν καί διηκόνησαν μέ σύνεση, σοφία καί διάκριση τόν
πλησίον, ἀπ’ ὅποια ἔπαλξη κι’ ἄν βρέθηκαν.
Τό σημαντικότερο δέ ἦταν ὅτι θεμελίωσαν
τήν ἑλληνική καί χριστιανική παιδεία καί δημιούργησαν τό μέγα
εὐεργέτημα τῆς ἀνθρωπότητος, τόν ἑλληνοχριστιανικό πολιτισμό. Ἡ
Φιλοσοφία τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδος καί τά διδάγματα τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου
συναντήθηκαν στό πνεῦμα τῆς νέας παιδείας πού διεμόρφωσαν οἱ Τρεῖς
Ἱεράρχες.
Ἑνώθηκαν κατά ἁρμονικόν τρόπον στό
πρόσωπόν τους, ἡ ἑλληνική καί χριστιανική σκέψη, ἡ γύμναση τοῦ νοός καί
σωτηρία τῆς ψυχῆς, ἡ θεία καί ἀνθρώπινη σοφία. Καί οἱ τρεῖς τους
θεώρησαν τήν κλασσική παιδεία ὄχι ὡς ἀπόβλητη, ἀλλά ὡς ἀναγκαιότατο
προπαιδευτικό στάδιο, τό ὁποῖον ὁδηγεῖ στήν καλύτερη κατανόηση τῆς
χριστιανικῆς ἀλήθειας.
Δέν δέχθηκαν δέ ἁπλῶς τήν κλασσική
παιδεία, ἀλλά καί τήν ἀφομοίωσαν καί μάλιστα τά συγγράμματά τους εἶναι
πεπληρωμένα ἀπό παιδαγωγικά ἀξιώματα. Ὡραιότατο εἶναι καί τό δίστιχο ἐν
προκειμένῳ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Ἑλλὰς ἐμή, νεότης φίλη καὶ
ὅσσα πέπασμαι, καὶ δέμας, ὡς Χριστῷ εἴξατε προφρονέως»! Δηλαδή, «Ἑλλάδα
μου καὶ νιότη ἀγαπητή, κι ὅλα ὅσα ἀπέκτησα καὶ σῶμα. Πόσο πρόθυμα
δοθήκατε στὸν Χριστό» (PG 37, 1449Α).
Περιώνυμοι ἔχουν μείνει, αἰῶνες τώρα: Ἡ
μελέτη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «Πρός τούς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν
ὠφελοῖντο λόγων», ἡ φράση τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «παίδευσιν τῶν παρ’
ἡμῖν ἀγαθῶν εἶναι τὸ πρῶτον» (PG 36, 508) καί τοῦ Ἱ. Χρυσοστόμου
«παιδεία μετάληψις ἁγιότητός ἐστι» (ΕΠΕ 25, 282).
Κατ’ ἀκολουθίαν τῆς συζεύξεως αὐτῆς τοῦ
ἀρχαίου ἑλληνικοῦ καί χριστιανικοῦ πνεύματος, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες
κατέστησαν τά ἰδανικά πρότυπα γιά τήν παιδεία. Τέθηκαν ἀπό πολύ ἐνωρίς
προστάτες τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων καί γνήσιοι καθοδηγητές διδασκόντων
καί διδασκομένων. Ἡ συμβολή τους γιά τήν κατ’ ἄνθρωπον καί κατά Θεόν
σοφία καί παιδεία, ὑπῆρξε κατά συνέπειαν, καθοριστική.
***
Εἰδικότερα ἡ θρησκευτική ἑορτή καί τῶν
Τριῶν Ἱεραρχῶν θεσπίσθηκε τόν 11ο αἰῶνα, γιατί ὑπῆρχαν ἔντονες διαφωνίες
μεταξύ τῶν λογίων γιά τό ποιός ἀπό τούς τρεῖς ἁγίους καί σοφούς
Ἱεράρχες ἦταν ὁ σπουδαιότερος. Ἄλλοι ὑποστήριξαν ὅτι σπουδαιότερος ἦταν ὁ
Μ. Βασίλειος, ἄλλοι θεωροῦσαν ἀνώτερο τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο ἤ τόν
Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.
Γιά νά συμφιλιώσει τίς ἀντιθέσεις αὐτές
ὁ λόγιος Μητροπολίτης Εὐχαΐτων Μ. Ἀσίας, Ἰωάννης ὁ Μαυρόπους, πρότεινε
νά θεσπισθεῖ κοινή ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στίς 30 Ἰανουαρίου. Ἡ
πρότασή του ἔγινε δεκτή ὑπό τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μονομάχου
καί τότε θεσπίσθηκε ἡ ἑορτή αὐτή, ἡ ὁποία ἀπό τούς χρόνους αὐτούς
ἑορτάζεται πάντοτε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα.
Μάλιστα ὁ λόγιος ἅγιος αὐτός Μητροπολίτης Ἰωάννης εἶναι ὁ πρῶτος, ὁ
ὁποῖος συνέγραψε καί Ἱερή Ἀκολουθία γιά τήν ἑορτή.
Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι τό γεγονός, ὅτι μέ
μεγάλη ἐπισημότητα καί εὐλάβεια ἑορταζόταν ἡ ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν
στήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας. Ὅπως ἔχει γραφεῖ, «ὁ ὑπόδουλος ἑλληνισμός
προσέδωσεν εἰς τόν ἐκκλησιαστικόν ἑορτασμόν τους τόν πανηγυρικόν
χαρακτήρα τῆς ἑορτῆς τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων, ὡς τῆς ἐθνικῆς ἑορτῆς του
(Καθ. Παν. Μπρατσιώτης). Στίς περιοχές τῆς Ἠπείρου καί τῆς Μακεδονίας,
πού ἄργησαν νά ἀπελευθερωθοῦν, ἡ ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἐξακολουθοῦσε
νά ἔχει ἐθνικό χαρακτήρα ὡς τό 1912, πού ἐντάχθηκαν στό ἐλεύθερο
Ἑλληνικό Κράτος.
Τό 1841, μέ διάταγμα τοῦ Ὄθωνος,
καθιερώθηκε ἡ ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ὡς ἑορτή τῆς Παιδείας καί τῶν
Γραμμάτων. Ἡ πρόταση αὐτή ἔγινε ἀπό τήν Σύγκλητο τοῦ Πανεπιστημίου
Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία μέ ἀπόφασή της ἑόρτασε τότε γιά πρώτη φορά ἐπίσημα τήν
ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ὡς ἑορτή τῶν Γραμμάτων. Καί τό 1856 μέ
πανηγυρική τελετή καθιερώθηκε καί τό ἕνα ἀπό τά Λάβαρα τοῦ
Πανεπιστημίου, νά φέρει τήν εἰκόνα τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Παραπλήσια ἑορτή
τελοῦν, ὀφείλουν νά τελοῦν καί τά λοιπά ἐκπαιδευτικά ἱδρύματα τῆς
πατρίδος μας, καί ὅπου γῆς ὑπάρχει ὁ ἑλληνισμός.
***
Εἰδικότερα, οἱ παιδαγωγικές γνῶμες τῶν
Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἤδη ἀπό τόν 4ο αἰῶνα, ἰσχύουν μέχρι σήμερα. Κατά τόν Μ.
Βασίλειο, ἡ προσθήκη τῶν νέων γνώσεων πρέπει νά ἐπιτυγχάνεται ὀλίγον
κατ’ ὀλίγον καί συμμέτρως. Ὁ διδάσκων ὀφείλει νά προχωρεῖ ἀπό τά
ἁπλούστερα πρός τά δυσκολότερα. Ὁ Γρηγόριος συμβουλεύει τό λίγο καί
ἀσφαλές ἀπό τό πολύ καί ἐπισφαλές.
Καί ὁ Χρυσόστομος τό ἴδιο λέγει, ὅτι ὁ
διδάσκαλος δέν πρέπει νά ἐπιθέτει πολλά φορτία στούς μαθητές, ἀλλά νά
διδάσκει κατά ἑνότητες, ὥστε νά μποροῦν νά κάμνουν κτῆμα τους τά
διδαχθέντα. Μιλοῦν ἀκόμη οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες γιά τήν ἀξία τῆς ἐποπτείας,
τῶν παραδειγμάτων, τῆς χάριτος τῆς διδασκαλίας, τῆς διορατικότητος τήν
ὁποία πρέπει νά ἔχει ὁ διδάσκαλος. Ἐπίσης τονίζουν ὅτι δέν πρέπει νά
διδάσκει ὁ διδάσκαλος ὅ,τι θέλουν οἱ μαθητές, ἀλλ’ ὅ,τι συμφέρει νά
μάθουν.
Συγκεκριμένα, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες
ὑπογραμμίζουν τήν σπουδαιότητα τῆς ἀγωγῆς τῶν διδασκομένων, ἐκ μέρους
τοῦ ἐπιφορτισμένου μέ τήν διδασκαλία. Λέγουν ὅτι ὁ διδάσκαλος ὀφείλει νά
ἔχει φρόνηση, ἐνάρετο βίο, γνώσεις ψυχολογίας, κῦρος, ἀκέραιο χαρακτήρα
καί βέβαια ταλέντο διδασκαλίας. Κατά τόν Μ. Βασίλειο, ὁ διδάσκαλος
πρέπει νά εἶναι ἀρχέτυπο βίου καί κανόνας ἀρετῆς.
Ὁ Γρηγόριος τονίζει ὅτι ὁ διδάσκαλος ἤ
νά μή διδάσκει ἤ νά διδάσκει μέ τό παράδειγμά του. Καί ὁ Χρυσόστομος
λέγει ὅτι ὁ διδάσκαλος πρέπει πρῶτον νά εἶναι «ἑαυτοῦ διδάσκαλος».
Ἔπειτα καί οἱ Τρεῖς σοφοί Ἱεράρχες ὑπογραμμίζουν ὡς ἄριστη παιδαγωγική
μέθοδο τήν ἀξία τῆς πατρικῆς ἀγάπης. «Οὐδὲν οὕτω πρὸς διδασκαλίαν
ἐπαγωγόν, ὡς τὸ φιλεῖν καὶ φιλεῖσθαι», θά πεῖ ὁ Ἱ. Χρυσόστομος. Κατά τόν
Γρηγόριον, ἀκόμη, παιδαγωγικό μέτρο εἶναι καί «τό μικρόν τι συγχωρεῖν»
καί γιά τόν Χρυσόστομο μεγάλη ἀξία ἔχει ὁ συνδυασμός ἐπιείκειας καί
αὐστηρότητας.
Συμβούλευαν ἀκόμη οἱ τρεῖς θεοφόροι
Πατέρες τήν λιτότητα, τήν σπουδαία ἐπίδραση τῆς γυμναστικῆς καί τῆς
μουσικῆς, τήν ἀποφυγή τῶν καταχρήσεων, ἀλλά καί ἰδιαίτερα τόνιζαν τήν
πνευματική τροφή τῆς ψυχῆς, πού εἶναι ἡ προσευχή, ἡ ὁποία καί
ἐνδυναμώνει διδάσκοντες καί διδασκομένους. Σκοπός τῆς ἀγωγῆς γιά τούς
τρεῖς Ἱεράρχες ἦταν ἡ ἔμπνευση τῆς χρηστότητος καί τῆς ἀρετῆς ἐκ μέρους
τῶν διδασκόντων πρός τούς νέους.
Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος μάλιστα συνοψίζει τήν
ὅλη ἐκπαίδευση στό «ἐθίζειν πρὸς τὰ δέοντα», «χαλινοῦν μετ’ ἀκριβείας»,
«κολάζειν τά νοσήματα τῆς ψυχῆς» καί «ρυθμίζειν» πρός τό ἄριστον «ἔργῳ
καί λόγῳ». Ὅλα αὐτά, εἶναι τά γερά θεμέλια μιᾶς παιδαγωγικῆς, ἡ ὁποία
πράγματι ἐξυψώνει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, καθ’ ὅτι ἄλλωστε ἡ διαμόρφωση
τῆς προσωπικότητος καί ἡ καθόλου ἀγωγή εἶναι «τέχνη τεχνῶν καί ἐπιστήμη
ἐπιστημῶν» κατά τόν Γρηγόριον.
***
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, λοιπόν, ἀνεδείχθησαν
ὑψηλοῦ ἐπιπέδου παιδαγωγοί, ἀκριβῶς, διότι ἀγάπησαν τήν παιδεία καί ἡ
ἀρίστη παιδαγωγία τους εἶναι ὁ σπουδαῖος συνδυασμός: γνώση καί ἦθος.
Μήπως καί στή σημερινή ἀ-παιδεία μας,
ἔχουμε ἀπόλυτη ἀνάγκη ἀπό τήν εὐεργετική αὐτή μαρτυρία, μαρτυρία φωτός
τῶν Τριῶν μεγίστων Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων;
Συμπλήρωμα