Επιμέλεια: Θ.Ι.Ρ.
Η στάση των χριστιανών απέναντι στους εθνικούς (=μη χριστιανούς) φιλοσόφους
Ο άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυς (2ος αιώνας μ.Χ.) |
Ανάμεσα στους πρώτους Έλληνες χριστιανούς υπάρχουν και φιλόσοφοι: ο άγιος Ιουστίνος, ο άγιος Αθηναγόρας ο Αθηναίος, ο άγιος Αριστείδης (2ος αι.), ο στωικός Πάνταινος και οι μαθητές του, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας (3ος αι.), κ.π.ά.
Αργότερα, οι μεγάλοι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας είναι και μεγάλοι Έλληνες φιλόσοφοι και συνεχίζουν την ελληνική φιλοσοφία, πράγμα που φυσικά αρνούνται (με φανατισμό που αγγίζει τα όρια του ρατσισμού) οι σημερινοί «αρχαιολάτρες» (νεοπαγανιστές). Στο παράρτημα (κάτω μεριά του post) δες μια λίστα πατερικών έργων φιλοσοφικού ενδιαφέροντος (από σημειώσεις του καθηγητή της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης – το 2004 – Γιώργου Ζωγραφίδη). Η περί ενσάρκωσης του Θεού ιδέα και η ένωσή του με τον άνθρωπο, καθώς και η θέωση του ανθρώπινου σώματος κ.τ.λ. (ιδέες που προκύπτουν από την εμπειρία και αναλύονται φιλοσοφικά από τους αγίους Πατέρες) δεν είναι μικρότερου φιλοσοφικού ενδιαφέροντος από τις περί θείου ιδέες των αρχαίων φιλοσόφων, ούτε και «λιγότερο φιλοσοφικές» από τις ιδέες των στωικών και των νεοπλατωνικών, που συνεχώς στρέφονται γύρω από τη σχέση του θείου (όπως το αντιλαμβάνονται) με τον κόσμο και τον άνθρωπο. Το μόνο «έγκλημα» των Πατέρων είναι ότι φέρουν το όνομα «χριστιανοί», πράγμα ασυγχώρητο για ορισμένους, που κατηγορούν εμάς για μισαλλοδοξία, επειδή προφανώς δεν έχουν… καθρέφτες στο σπίτι τους.
Κατά το Χρήστο Γιανναρά, ο τελευταίος μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος του αρχαίου κόσμου είναι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ενώ οι γνωστοί ως φιλόσοφοι του βυζαντινού κόσμου, όπως ο Ψελλός, δεν είναι ιδιαίτερα δημιουργικοί στοχαστές (Χρ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και δύση στη νεώτερη Ελλάδα, αρχή του βιβλίου).
Στην πατερική και βυζαντινή παράδοση διατηρείται η φιλοσοφία ως μέθοδος γνώσης του κόσμου και απορρίπτεται (πολύ σωστά) ως μέθοδος προσέγγισης του Θεού, αφού ο Θεός είναι πλέον γνωστός στους ανθρώπους, ενσαρκωμένος ως άνθρωπος, και η γνώση Του είναι εντελώς εμπειρική και κατορθώνεται με την κάθαρση της καρδιάς. Ο φιλοσοφικός στοχασμός δε μπορεί να προσφέρει καμιά πραγματική γνώση του Θεού, αλλά μόνο υποθέσεις, γι’ αυτό και οι εθνικοί φιλόσοφοι έλεγαν άλλα ο ένας κι άλλα ο άλλος για το θείο κόσμο. Φυσικά και αυτό το αρνείται ο σύγχρονος νεοπαγανισμός, απλώς και μόνο επειδή έτσι γουστάρει, χωρίς καμία πραγματική έρευνα (αντικαθιστά την έρευνα με συκοφαντίες του τύπου «κάποιοι άγιοι ήταν καθάρματα», στηριγμένες σε διαστρέβλωση των αρχαίων πηγών).
Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ποια είναι η στάση των χριστιανών απέναντι στους εθνικούς φιλοσόφους;
Καθώς γίνονται χριστιανοί, οι λόγιοι του ελληνορωμαϊκού κόσμου –από τους οποίους προέρχονται το 2ο αι. μ.Χ. οι Απολογητές και, ήδη από τότε, οι Πατέρες της Εκκλησίας– αντιμετωπίζουν επιλεκτικά την αρχαία φιλοσοφία [1]. Για την ακρίβεια, αποδέχονται σε μεγάλο βαθμό το τμήμα της που αφορά στην ανθρώπινη ηθική [2] και εξολοκλήρου ό,τι αφορά στη γνώση του κόσμου (της, κατά τους χριστιανούς, κτίσεως) και αντικαθιστούν τα μεταφυσικά δόγματα (δηλ. απόψεις) των αρχαίων φιλοσόφων με την εμπειρική γνώση για το Θεό και τα συναφή θέματα, που προκύπτει από την κάθαρση της καρδιάς, το φωτισμό και τη θέωση και επαληθεύεται με την επιστήμη της διάκρισης των πνευμάτων.
Ήδη στην κλασική και ελληνιστική αρχαιότητα οι φιλόσοφοι και οι σχολές που προέκυπταν απ’ αυτούς απέρριπταν (και μάλιστα με πολύ σκληρά λόγια) διδασκαλίες άλλων φιλοσόφων ή «αντίπαλων» σχολών: ο Ηράκλειτος τον Πυθαγόρα, ο Ξενοφάνης τον Εμπεδοκλή, ο Αριστοτέλης τον Πλάτωνα και τους κυνικούς, ο στωικός Διότιμος, ο σκεπτικός (πυρρωνιστής) Τίμων αλλά και ο Πλούταρχος τον Επίκουρο, ο Επίκουρος σχεδόν όλους τους άλλους κ.ο.κ.
Η απόρριψη λοιπόν από τους χριστιανούς φιλοσόφους δογμάτων άλλων φιλοσοφικών σχολών (από μερικούς και της φιλοσοφίας εν γένει, πράγμα ακραίο που δεν επικράτησε ως κυρίαρχη θέση στην πατερική παράδοση), εκτός από εύλογη (ακόμη και σήμερα μεταξύ των επιστημόνων υπάρχουν «αντίπαλες» τάσεις), ήταν και κάτι σύνηθες στον ελληνικό κόσμο. Υπάρχει βέβαια μια διαφορά: τα μεταφυσικά δόγματα των εθνικών φιλοσόφων προέρχονταν από στοχασμό και ήταν αυθαίρετα (γι’ αυτό και ποίκιλλαν), ενώ των χριστιανών από την εμπειρία της θέωσης, ήταν δηλαδή γνώση προερχόμενη από την εμπειρία και στη συνέχεια επεξεργασμένη και εκφρασμένη με τα εργαλεία του ανθρώπινου νου, όπως αντίστοιχα η γνώση του κόσμου.
Γι’ αυτό και το Συνοδικό της Ορθοδοξίας, αναφερόμενο κυρίως στις νεοπλατωνικές ιδέες του Ιωάννη Ιταλού, απορρίπτει ως αιρετικούς εκείνους που σπουδάζουν την ελληνική φιλοσοφία πιστεύοντας τα μεταφυσικά της δόγματα, ενώ αποδέχεται ως χριστιανούς εκείνους που τη σπουδάζουν «διὰ παίδευσιν», δηλαδή ως μέρος της φιλοσοφικής κατάρτισής τους («τοῖς τὰ ῾Ελληνικὰ δεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις») [3].
Έτσι, οι Πατέρες της Εκκλησίας απέρριψαν αρχαίες φιλοσοφικές ιδέες που η θεοπτική εμπειρία των αγίων αποδεικνύει εσφαλμένες, όπως η αιωνιότητα του κόσμου, ο ρόλος του δημιουργού Θεού ως απλού διακοσμητή (και όχι δημιουργού εκ του μηδενός), ο απρόσωπος χαρακτήρας του θείου (ως δυνάμεως), η μετεμψύχωση, η προΰπαρξη των ψυχών, ο πλατωνικός κόσμος των ιδεών κ.λ.π. Αντίθετα, στον τομέα της γνώσης του κόσμου συνεχίζουν σαφώς τους προγενέστερους φιλοσόφους, ακολουθώντας, όπως και εκείνοι, τη μέθοδο της παρατήρησης και του στοχασμού. Αρχίζοντας, ούτως ειπείν, από το χριστιανό Γαληνό, το «διάδοχο του Ιπποκράτη», βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά σοβαρή παράδοση φιλοσοφικών (κοσμολογικών και ανθρωπολογικών) έργων που αποτελεί μέρος της πατερικής γραμματείας.
Γι’ αυτό και το Συνοδικό της Ορθοδοξίας, αναφερόμενο κυρίως στις νεοπλατωνικές ιδέες του Ιωάννη Ιταλού, απορρίπτει ως αιρετικούς εκείνους που σπουδάζουν την ελληνική φιλοσοφία πιστεύοντας τα μεταφυσικά της δόγματα, ενώ αποδέχεται ως χριστιανούς εκείνους που τη σπουδάζουν «διὰ παίδευσιν», δηλαδή ως μέρος της φιλοσοφικής κατάρτισής τους («τοῖς τὰ ῾Ελληνικὰ δεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις») [3].
Έτσι, οι Πατέρες της Εκκλησίας απέρριψαν αρχαίες φιλοσοφικές ιδέες που η θεοπτική εμπειρία των αγίων αποδεικνύει εσφαλμένες, όπως η αιωνιότητα του κόσμου, ο ρόλος του δημιουργού Θεού ως απλού διακοσμητή (και όχι δημιουργού εκ του μηδενός), ο απρόσωπος χαρακτήρας του θείου (ως δυνάμεως), η μετεμψύχωση, η προΰπαρξη των ψυχών, ο πλατωνικός κόσμος των ιδεών κ.λ.π. Αντίθετα, στον τομέα της γνώσης του κόσμου συνεχίζουν σαφώς τους προγενέστερους φιλοσόφους, ακολουθώντας, όπως και εκείνοι, τη μέθοδο της παρατήρησης και του στοχασμού. Αρχίζοντας, ούτως ειπείν, από το χριστιανό Γαληνό, το «διάδοχο του Ιπποκράτη», βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά σοβαρή παράδοση φιλοσοφικών (κοσμολογικών και ανθρωπολογικών) έργων που αποτελεί μέρος της πατερικής γραμματείας.
«Τὸ μὲν ἐξεταστικόν τε καὶ θεωρητικὸν ἐδεξάμεθα, ὅσον δὲ εἰς δαίμονας φέρει καὶ πλάνην καὶ ἀπωλείας βυθὸν διεπτύσαμεν»
τονίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (δηλ. "δεχτήκαμε το ερευνητικό και θεωρητικό πνεύμα και απορρίψαμε ότι οδηγεί προς δαίμονες, πλάνη και βυθό απώλειας" - δηλ. τη μαγεία, τις μαντείες, τις ποικίλες λατρείες κ.λ.π.) [4]. Και αλλού γράφει:
«Ή γαρ φιλοσοφητέον, ως ο εμός λόγος, ή τιμητέον την φιλοσοφίαν»(=θα έλεγα ότι ή πρέπει να φιλοσοφεία κάποιος ή [έστω] να τιμά τη φιλοσοφία - Λόγος ΚΕ΄, Εις Ηρώνα τον φιλόσοφον, PG 35, 1197Α).
Γαληνός και Ιπποκράτης (από εδώ) |
Αυτή είναι η διάκριση φιλοσοφίας και θεολογίας στον πατερικό χώρο, η διάκριση μεταξύ γνώσης του κόσμου και γνώσης του Θεού. Απορρίφθηκε η παρέμβαση του ενός χώρου στον άλλο, δηλαδή η απόπειρα κατοχής του Θεού με τα εργαλεία της φιλοσοφίας, ενώ η προσπάθεια της θεσμικής Εκκλησίας να ποδηγετήσει την επιστημονική έρευνα ήταν κάτι άγνωστο στον πατερικό χώρο. Συνέβη μόνο στη διαστρεβλωμένη χριστιανοσύνη του ευρωπαϊκού μεσαίωνα, στην οποία, σημειωτέον, η αρχαία πατερική παράδοση αγνοήθηκε, γι’ αυτό αγνοήθηκε και κατά την επιστημονική επανάσταση των νεώτερων χρόνων, με συνέπεια να απορριφθεί ο χριστιανισμός ως συνώνυμο της πνευματικής τρομοκρατίας και του σκοταδισμού (για την επιστημονική πρόοδο στη Βυζάντιο δες ενδεικτικά εδώ & εδώ).
Η άλλη πλευρά: πολέμιοι της φιλοσοφίας
Αντίθετα με τους παραπάνω, άλλοι πρώιμοι χριστιανοί συγγραφείς της εποχής, όπως ο Τατιανός ο Σύρος (αυτοχαρακτηριζόμενος από αντίδραση «ο κατά βαρβάρους φιλοσοφών», Προς Έλληνας, P.G., τόμ. 6, 888Β), ο άγιος Θεόφιλος Αντιοχείας και ο Ερμείας ο «φιλόσοφος», αντιμετώπισαν εχθρικά την «ανθρώπινη σοφία» των φιλοσόφων και τους διέσυραν ανενδοίαστα, είτε καταγγέλλοντάς τους για ηθική διαφθορά είτε καταλογίζοντάς τους θεολογικούς «λήρους», αφού, επειδή είναι κατ’ ουσίαν «μωροί», ως μη έχοντες σοφία από Θεού, «ουδέ σύμφωνα ουδέ ομόλογα οι φιλόσοφοι προς αλλήλους λέγοντες, εκτίθενται τα δόγματα» (Ερμείας, Διασυρμός των έξω φιλοσόφων, P.G., ό.π., 1169Α).
Αφετηρία της πολεμικής τους οι συγγραφείς αυτοί θέτουν το περίφημο παύλειο Κολοσσαείς β΄ 8:
«Βλέπετε μή τις υμάς έσται ο συλλαγωγών διά της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Χριστόν».
Εκεί ωστόσο ο Παύλος καταπολεμεί «θρησκεία των αγγέλων» (Κολοσσ. β΄ 18), που προφανώς αυτοχαρακτηριζόταν «φιλοσοφία» ενώ, στην πραγματικότητα, ανήκε στα σωτηριολογικά κινήματα της εποχής (προδρομικά γνωστικά κινήματα) [5] που συνδύαζαν μια ιδιότυπη «λαϊκή φιλοσοφικότητα» με πλείστες διατάξεις και αντιλήψεις θρησκευτικού τύπου (πρβ. ό.π., β΄ 16: «Μη ουν τις υμάς κρινέτω εν βρώσει ή εν πόσει ή εν μέρει εορτής ή νουμηνίας ή σαββάτων»).
Είναι πασίγνωστο στους μελετητές ότι, κατά την εποχή του αποστόλου Παύλου, φιλοσοφία και θρησκεία δεν ήταν πάντα σαφώς διακεκριμένα. Επομένως ανάλογες αναφορές πρέπει να εξετάζονται με προσοχή: ο Παύλος μιλάει για μια μαγικο-θρησκευτική λατρεία και όχι για την ελληνική φιλοσοφία, λατρεία ανάλογη με τα σύγχρονα κινήματα ανατολικής θρησκευτικότητας (γιόγκα, τάι τσι, φενγκ σούι κ.λ.π.) [6]. Ο Τατιανός, ο Θεόφιλος και ο Ερμείας ωστόσο αναφέρονται στους φιλοσόφους και όχι στις λατρείες της εποχής τους [7].
Ας έχουμε όμως υπόψιν ότι και η απόρριψη της φιλοσοφίας (όσο παράξενο κι αν φαίνεται) αποτελεί επίσης μια φιλοσοφική τοποθέτηση. Αν διαφωνείτε, ας ρωτήσουμε τους αμφισβητίες των πάντων κυνικούς.
Ο Αθηναίος απολογητής του 2ου αιώνα άγιος Αθηναγόρας, ο «χριστιανός φιλόσοφος», αποφαίνεται:
Ας έχουμε όμως υπόψιν ότι και η απόρριψη της φιλοσοφίας (όσο παράξενο κι αν φαίνεται) αποτελεί επίσης μια φιλοσοφική τοποθέτηση. Αν διαφωνείτε, ας ρωτήσουμε τους αμφισβητίες των πάντων κυνικούς.
Οι προ χριστού χριστιανοί
Ο Αθηναίος απολογητής του 2ου αιώνα άγιος Αθηναγόρας, ο «χριστιανός φιλόσοφος», αποφαίνεται:
«Οι δε από της Στοάς, καν ταις προσηγορίαις κατά τας παραλλάξεις της ύλης, δι ής φασι το πνεύμα χωρείν του Θεού, πληθύνωσι το Θείον τοις ονόμασι, τω γουν έργω ένα νομίζουσι τον Θεόν…»
(= "Οι στωικοί, αν και θεωρητικά πολλαπλασιάζουν το θείον, στην πράξη θεωρούν πως ο Θεός είναι ένας", Αθηναγόρου, Πρεσβεία περί χριστιανών, P.G., ό.π., 904Α –πρβ. τον 4ο αι., «και παρ’ Έλλησι, φαίεν αν, μία θεότης, ως οι τα τελεώτερα παρ’ εκείνοις φιλοσοφούντες…», (δηλ. και ανάμεσα στους Έλληνες [=ειδωλολάτρες] ένας θεωρείται ο Θεός, όπως γράφουν οι τελειότεροι φιλόσοφοί τους, Γρηγόριος Θεολόγος, Θεολογικός 5ος, κεφ. 15, P.G. τόμ. 36, 149Β).
Εικόνες αρχαίων φιλοσόφων στην ιστορική μονή Bachkovo της Βουλγαρίας (φωτο & άρθρο εδώ - δες ΚΙ ΑΛΛΕΣ εδώ) |
Ο Ιουστίνος μιλάει για «το έμφυτον παντί γένει ανθρώπων σπέρμα του λόγου» (Απολογία Β΄, κεφ. 8, 457Α), για τον «σπερματικόν θείον Λόγον» (ό.π., κεφ. 13, 465Β) μέσω του οποίου οι εθνικοί συγγραφείς «αμυδρώς εδύναντο οράν τα όντα» (ό.π., 467Α). Ο όρος, που καθιερώθηκε στο χριστιανισμό ως η κορύφωση της αποδοχής της προχριστιανικής σοφίας, έχει στωική προέλευση. Κατά τους στωικούς «ο Θεός είναι ο σπερματικός λόγος του σύμπαντος» (Διογένης Λαέρτιος 7, 136) [8].
Ο Ιουστίνος επίσης διακρίνει τους ανθρώπους, από καταβολής κόσμου, σε «άνευ λόγου βιώσαντας», οι οποίοι «άχρηστοι και εχθροί τω Χριστώ ήσαν, και φονείς των μετά λόγου βιούντων», και σε «μετά λόγου βιώσαντας και βιούντας», οι οποίοι «Χριστιανοί και άφοβοι και ατάραχοι υπάρχουσι» (Απολογία Α΄, P.G., ό.π., 397C). Ο «μετά λόγου» και «άνευ λόγου» βίος, καθώς και η περί αφοβίας και αταραξίας αναφορά, παραπέμπουν ευθέως στα στωικά ανάλογα, όπως και η διάκριση των ανθρώπων, από ηθικής απόψεως, σε «φαύλους» και «σπουδαίους» (Απολ. Β΄, 7, P.G., ό.π., 456Β), από τους οποίους οι πρώτοι ταυτίζονται με τους «αμαρτάνοντας», ενώ οι δεύτεροι με τους «κατορθούντας» (456Β), δηλαδή τους «πανταχού κατά λόγον τον ορθόν νομοθετήσαντας και φιλοσοφήσαντας ανθρώπους», τους οποίους αναφέρει αμέσως παρακάτω (456C), και τους οποίους («οίον Σωκράτην και τους ομοίους») οι «φαύλοι δαίμονες» ενέργησαν «διώκεσθαι, και εν δεσμοίς είναι» (456Β).
Οι «προγεγραμμένοι του Χριστού κατά το ανθρώπινον» (ό.π., κεφ. 10, 460C), μεταξύ των οποίων, εκτός του Σωκράτη, «Ηράκλειτον μεν… και Μουσώνιον δε εν τοις καθ’ ημάς, και άλλους οίδαμεν» (κεφ. 8, 457Α), «αμυδρώς εδύναντο οράν τα όντα», όπως είπαμε, «διά της ενούσης εμφύτου του λόγου σποράς» (κεφ. 13, 467Α), οι χριστιανοί όμως «τον από αγεννήτου και αρρήτου Θεού Λόγον μετά τον Θεόν προσκυνούμεν και αγαπώμεν…» (ό.π., 465C-467Α). Γι’ αυτό, «μεγαλειότερα πάσης ανθρωπίνης διδασκαλίας φαίνονται τα ημέτερα» (460Β), καθόσον «έτερόν εστι σπέρμα τινός και μίμημα κατά δύναμιν δοθέν, και έτερον αυτό ού κατά χάριν την απ’ εκείνου η μετουσία και μίμησις γίνεται» (467Α) [δηλ. οι προ Χριστού πιστοί του αληθινού Θεού είχαν αμυδρή θέα των όντων, εξαιτίας του έμφυτου θείου λόγου που διέθεταν, όμως εμείς έχουμε τον ίδιο το θείο Λόγο (το Χριστό), γι' αυτό και η χριστιανική διδασκαλία φαίνεται μεγαλειωδέστερη από κάθε ανθρώπινη διδασκαλία].
Τον 6ο αι. ο άγιος Αναστάσιος Αντιοχείας αναφέρει ότι ο Πλάτωνας εμφανίστηκε στο όνειρο ενός φανατικού μοναχού, που τον έβριζε για τις μεταφυσικές πλάνες του, του εξήγησε ότι έχει σωθεί διά του Χριστού και τον παρακάλεσε "να μη αμαρτάνη υβρίζων" (P.G., τόμ. 89, 764. Το μνημονεύει ο άγιος Νεκτάριος στο Περί της αθανασίας της ψυχής και των ιερών μνημοσύνων, 1901, κεφ. Γβ΄).
Δες και σχετικό άρθρο με χριστιανική αποτίμηση της φιλοσοφίας του Λάο Τσε.
Ο Ιπποκράτης ένθρονος, σε στυλ χριστιανού αγίου (από εδώ) |
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Για μια συνολική αποτίμηση των σχέσεων του χριστιανισμού με τη φιλοσοφική, αλλά και τη θρησκευτική πραγματικότητα του ελληνορωμαϊκού κόσμου, βλ., μεταξύ πολλών άλλων, Jean Pépin, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», στο Francois Châtelet (επιμ.), Η Φιλοσοφία, τόμ. Α΄, Από τον Πλάτωνα ώς τον Θωμά Ακινάτη, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Γνώση, Αθήνα 1999, και Γ. Ζωγραφίδη, «Βυζαντινή Φιλοσοφία» στο Κ. Ιεροδιακόνου-Σ. Βιρβιδάκης (επιμ.), Ελληνική Φιλοσοφία, Αθήνα, Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 1999.
[2] Ως τεκμηρίωση του παρόντος αρκεί μια ανάγνωση των δύο Απολογιών του αγίου Ιουστίνου του Φιλοσόφου (P.G. τ. 6) και του λόγου (στην πραγματικότητα, επιστολής) του Μ. Βασιλείου Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων (P.G. 31, 564 εξ. - όλο εδώ). Ο Χρυσόστομος επίσης προβάλλει ως ηθικά παραδείγματα τον Πλάτωνα και το Σωκράτη, τον Αριστείδη, το Διογένη και τον Επαμεινώνδα (Πρὸς ἄπιστον πατέρα, P.G. 47, 332-348) και άλλοι άλλα.
[3] Βλ. σχετικά Αρχιμανδρίτου Ιεροθέου Σ. Βλάχου (τώρα επισκόπου Ναυπάκτου), Εκκλησία και εκκλησιαστικό φρόνημα, έκδ. Ι. Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Λεβαδειά 1990, σελ. 249-279.
[4] Επιτάφιος εις τον Μέγαν Βασίλειον, 11 (P.G. 36, 508-509). Όλο το έργο εδώ. Το σχετικό απόσπασμα: «Οἶμαι δὲ πᾶσιν ἀνωμολογῆσθαι τὸν νοῦν ἐχόντων, παίδευσιν τῶν παρ᾿ ἡμῖν ἀγαθῶν εἶναι τὸ πρῶτον· οὐ ταύτην μόνην τὴν εὐγενεστέραν καὶ ἡμετέραν, ἣ πᾶν τὸ ἐν λόγοις κομψὸν καὶ φιλότιμον ἀτιμάζουσα μόνης ἔχεται τῆς σωτηρίας καὶ τοῦ κάλλους τῶν νοουμένων· ἀλλὰ καὶ τὴν ἔξωθεν, ἣν οἱ πολλοὶ Χριστιανῶν διαπτύουσιν, ὡς ἐπίβουλον καὶ σφαλερὰν καὶ Θεοῦ πόρρω βάλλουσαν, κακῶς εἰδότες. Ὥσπερ γὰρ οὐρανὸν καὶ γῆν καὶ ἀέρα καὶ ὅσα τούτων, οὐκ ἐπειδὴ κακῶς τινες ἐξειλήφασιν ἀντὶ Θεοῦ τὰ τοῦ Θεοῦ σέβοντες, διὰ τοῦτο περιφρονητέον· ἀλλ᾿ ὅσον χρήσιμον αὐτῶν καρπούμενοι πρός τε ζωὴν καὶ ἀπόλαυσιν ὅσον ἐπικίνδυνον διαφεύγομεν, οὐ τῷ κτίστῃ τὴν κτίσιν ἐπανιστάντες κατὰ τοὺς ἄφρονας, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν δημιουργημάτων τὸν δημιουργὸν καταλαμβάνοντες, καὶ ὅ φησιν ὁ θεῖος Ἀπόστολος, αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς Χριστόν· ὡς δὲ καὶ πυρὸς καὶ τροφῆς καὶ σιδήρου καὶ τῶν ἄλλων οὐδὲν καθ᾿ ἑαυτὸ χρησιμώτατον ἴσμεν ἢ βλαβερώτατον, ἀλλ᾿ ὅπως ἂν δοκῇ τοῖς χρωμένοις· ἤδη δὲ καὶ τῶν ἑρπυστικῶν θηρίων ἔστιν ἃ τοῖς πρὸς σωτηρίαν φαρμάκοις συνεκεράσαμεν· οὕτω καὶ τούτων τὸ μὲν ἐξεταστικόν τε καὶ θεωρητικὸν ἐδεξάμεθα, ὅσον δὲ εἰς δαίμονας φέρει καὶ πλάνην καὶ ἀπωλείας βυθὸν διεπτύσαμεν· ὅτι μὴ κἀν τού των πρὸς θεοσέβειαν ὠφελήμεθα, ἐκ τοῦ χείρονος τὸ κρεῖττον καταμαθόντες, καὶ τὴν ἀσθένειαν ἐκείνων ἰσχὺν τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς λόγου πεποιημένοι. Οὔκουν ἀτιμαστέον τὴν παίδευσιν, ὅτι τοῦτο δοκεῖ τισιν· ἀλλὰ σκαιοὺς καὶ ἀπαιδεύτους ὑποληπτέον τοὺς οὕτως ἔχοντας, οἳ βούλοιντ᾿ ἂν ἅπαντας εἶναι καθ᾿ ἑαυτούς, ἵν᾿ ἐν τῷ κοινῷ τὸ κατ᾿ αὐτοὺς κρύπτηται, καὶ τοὺς τῆς ἀπαιδευσίας ἐλέγχους διαδιδράσκωσιν. Ἐπεὶ δὲ τοῦτο ὑπεθέμεθα καὶ ἀνωμολογησάμεθα, φέρε τὰ κατ᾿ αὐτὸν θεωρήσωμεν».
[5] Πρβ. Σάββα Αγουρίδου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Γρηγόρης, Αθήναι 1971, σελ. 291: «Το χαρακτηριστικόν της ετεροδιδασκαλίας των Κολοσσών ήτο η λατρεία των “στοιχείων του κόσμου τούτου”, δηλ. των πνευμάτων ή αγγέλων, που κυβερνούν τον κόσμον, και μία ιουδαϊκού τύπου άσκησις, κατά τινα τρόπον συνδεομένη προς τας κοσμικάς ταύτας αγγελικάς δυνάμεις. Η ετεροδιδασκαλία αύτη ηξίου δι’ εαυτήν το όνομα της ανωτέρας γνώσεως ή φιλοσοφίας, εκ δε της λέξεως “θρησκεία”, ήν χρησιμοποιεί ο Παύλος εν 2,18, φαίνεται ότι, όπως εν γένει εις τας μυστηριακάς θρησκείας, οι λάτρεις των ουρανίων δυνάμεων εν Κολοσσαίς είχον τελετήν μυήσεως…».
[6] Για μια κριτική αξιολόγηση της θέσης των κινημάτων αυτών στο σύγχρονο δυτικό κόσμο –και αντιπαραβολή με τη θέση της αρχαίας ελληνικής και της νεότερης φιλοσοφίας, της χριστιανικής θεολογίας κ.λ.π.– βλ. Νικόλα Σεβαστάκη, Η αλχημεία της ευτυχίας – δοκίμιο για τη σοφία της εποχής, Πόλις, Αθήνα 2000, ISBN 960-8132-06-1.
[7] Ο ελαφρώς μεταγενέστερος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωματείς, Λόγος Α΄, κεφ. ΙΑ΄) ερμηνεύει το συγκεκριμένο χωρίο του απ. Παύλου ως καταδικάζον «φιλοσοφίαν μεν ου πάσαν, αλλά την Επικούρειον… πρόνοιαν αναιρούσαν και ηδονήν εκθειάζουσαν, και ει δη τις άλλη τα στοιχεία εκτετίμηκε, μη επιστήσασα την ποιητικήν αιτίαν τούτοις, μηδέ εφαντάσθη τον Δημιουργόν». Βλ. Κλήμεντος του Αλεξανδρέως, Άπαντα τα έργα, τόμ. 3, Στρωματείς, Λόγοι Α΄-Δ΄, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ιγνάτιος Σακαλάκης, σειρά Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, εκδ. οίκος Ελευθ. Μερετάκη «Το Βυζάντιον», Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 68.
[8] Η αναφορά στο A. A. Long, ό.π., σελ. 249. Πρβ. «Ο Λόγος ως ζωτική αρχή καλείται “λόγος σπερματικός”, ή εις τον πληθυντικόν “λόγοι σπερματικοί”. Ο πληθυντικός δηλώνει την ποικιλίαν των ενεργειών του ενός Λόγου», Σωκρ. Γκίκα, «Λόγος (Φιλοσοφία)», λήμμα στη Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, Αθ. Μαρτίνου, τ. 8, Αθήναι 1966, στ. 334-335.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: χριστιανικά κείμενα με φιλοσοφικό ενδιαφέρον...
(...στα βυζαντινά χρόνια)
(Ενδεικτικός κατάλογος από σημειώσεις του καθηγητή της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης – το 2004 – κ. Γιώργου Ζωγραφίδη [στην πραγματικότητα τα έργα αυτά είναι πολύ περισσότερα])
* Σημείωση: οι παρακάτω συγγραφείς δεν είναι όλοι άγιοι και Πατέρες της Εκκλησίας.
Πρώτοι αιώνες
Ιουστίνος (110-165 μ.Χ.), Απολογία Α΄ & Β΄, Διάλογος προς Τρύφωνα
Αθηναγόρας (μέσα 2ου αι.), Πρεσβεία περί χριστιανών
Ανώνυμος (3ος αι.), Λόγος παραινετικός προς Έλληνας,
Κλήμης Αλεξανδρεύς (150-215 μ.Χ.), Προτρεπτικός προς Έλληνας, Στρωματείς
Ιππόλυτος Ρώμης (170-235), Κατά πασών αιρέσεων έλεγχος
Ωριγένης (185-253), Περί αρχών, Κατά Κέλσου
Από τη Νίκαια στη Χαλκηδόνα
(δηλ. από την 1η ώς την 4η Οικουμενική Σύνοδο)
Ευσέβιος Καισαρείας (263-340), Ευαγγελική προπαρασκευή
Αθανάσιος ο Μέγας (295-373), Κατά Ελλήνων [ορθός τίτλος: Κατά Ειδώλων (όλο εδώ)], Περί ενανθρωπήσεως
Βασίλειος ο Μέγας (329-379), Εις την Εξαήμερον, Κατά Ευνομίου, Προς τους νέους
Γρηγόριος Θεολόγος (330-390), Λόγοι θεολογικοί (είναι οι Λόγοι 27-31 σ' αυτή τη λίστα)
Γρηγόριος Νύσσης (335-394), Περί κατασκευής ανθρώπου, Προς Ευνόμιον, Περί ψυχής και αναστάσεως
Συνέσιος Κυρήνης (372-413), Δίων, Περί Βασιλείας
Νεμέσιος Εμέσης (4ος - 5ος αι.), Περί φύσεως ανθρώπου
Θεοδόρητος Κύρου (393-466), Ελληνικών θεραπευτική παθημάτων
Από τα μέσα του 5ου στις αρχές του 9ου αιώνα
(Ψδ)Διονύσιος Αρεοπαγίτης (τέλος 5ου αι.), Περί θείων ονομάτων, Περί μυστικής θεολογίας,
Αινείας Γαζαίος (450-534), Θεόφραστος ή Περί αθανασίας
Ζαχαρίας Σχολαστικός (465-553), Αμμώνιος ή Περί δημιουργίας
Προκόπιος Γαζαίος (460-530), Αντιρρήσεις εις τα Πρόκλου
Λεόντιος Βυζάντιος (480-540), Κατά Νεστοριανών
Ιωάννης Φιλόπονος (490-570), Κατά Πρόκλου, Εις Κοσμογονίαν, Σχόλια στον Αριστοτέλη
Δαβίδ (6ος αι.), Προλεγόμενα φιλοσοφίας, Σχόλια στον Πορφύριο
Ηλίας (6ος αι.), Σχόλια σε Πορφύριο και Αριστοτέλη
Στέφανος Αλεξανδρεύς (6ος - 7ος αι.), Εις το Περί ερμηνείας
Μάξιμος Ομολογητής (580-662), Σχόλια στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη (όλο το έργο του αγίου Μάξιμου είναι σημαντικο από φιλοσοφική άποψη - έργα του δες εδώ)
Δαβίδ (6ος αι.), Προλεγόμενα φιλοσοφίας, Σχόλια στον Πορφύριο
Ηλίας (6ος αι.), Σχόλια σε Πορφύριο και Αριστοτέλη
Στέφανος Αλεξανδρεύς (6ος - 7ος αι.), Εις το Περί ερμηνείας
Μάξιμος Ομολογητής (580-662), Σχόλια στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη (όλο το έργο του αγίου Μάξιμου είναι σημαντικο από φιλοσοφική άποψη - έργα του δες εδώ)
Ιωάννης Δαμασκηνός (680-750), Διαλεκτικά, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως
Νικηφόρος ΚΠόλεως (758-829), Απολογητικός, Αντίρρησις
Νικηφόρος ΚΠόλεως (758-829), Απολογητικός, Αντίρρησις
Ο μεγάλος ελληνιστής, καθηγητής της φιλοσοφίας και ειρηνοποιός του 12ου αι. άγιος Ευστάθιος Θεσσαλονίκης |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου