Τό κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το συναξάρι του οσίου Παϊσίου του Μεγάλου [anba Bishoy ή Pishoy ή Phsoy στην αιγυπτιακή (κοπτική)  χριστιανική παράδοση], όπως αυτό γράφτηκε από τον συνασκητή του, όσιο Ιωάννη τον Κολοβό, και μεταφέρθηκε από τον όσιο Νικόδημο τον αγιορείτη στα συγγράμματα του.
  Είναι αξιοσημείωτο πως η ίδια διήγηση υπάρχει και στα κοπτικά συναξάρια του Μ. Παϊσίου και αναφέρεται στην υπερφυσική συνάντηση του Οσίου Παϊσίου με τον Μ. Κωνσταντίνο, στο ασκητικό κελλί του «τελείου ανδρός» (όπως ονομάστηκε ο Μέγας Παΐσιος), κατά την οποία ο άγιος Κωνσταντίνος μέμφεται τον εαυτό του επειδή δεν έγινε μοναχός.
  Νομίζω πως αυτό το περιστατικό βάζει τα πράγματα σχετικά με την αγιότητα του Μ. Κωνσταντίνου στην πραγματική τους διάσταση, καθώς δεν αρνείται μεν την αγιότητα του αλλά τον τοποθετεί στα μέτρα που ο Θεός επέτρεψε να βρίσκεται.  Και να σκεφτεί κανείς πως έχουμε δεκάδες ναούς προς τιμήν του Μ. Κωνσταντίνου ενώ δεν υπάρχει καμμιά εκκλησία επ΄ονόματι τού οσίου Παϊσίου, του οποίου η ζωή ήταν «σαν παραμύθι», γεμάτη από θεοσημείες, και το άγιο λείψανο του φυλάσσεται άφθορο στο μοναστήρι που ο ίδιος ίδρυσε, στην έρημο της Νιτρίας.

                            pishoy.jpg

Ποθώντας (ο όσιος Ιωάννης ο Κολοβός) να δει τον Μέγα Παΐσιο, διότι έτσι μόνο θα απολάμβανε την θεία χάρη, πήγε σε σε αυτόν. Πριν χτυπήσει την πόρτα τού κελλιού του, τον άκουσε να συνομιλεί μέσα σε άλλον άνθρωπο. Ντράπηκε να κτυπήσει και στεκόταν έξω.

Έκαμε όμως λίγο θόρυβο και τον άκουσε ο τίμιος πατέρας. Βγήκε λοιπόν έξω και βλέποντας τον, με μεγάλη χαρά τον αγκάλιασε και τον φιλούσε. Το ίδιο έκανε και ο Ιωάννης. Μπαίνοντας μετά μέσα μαζί με τον Όσιο στο κελλί του και μη βλέποντας μέσα κανένα άλλον απορούσε και σκεπτόταν, ποιος να΄τανε άραγε εκείνος που πριν από λίο συνομιλούσε μαζί του.

Κοίταζε λοιπόν το ένα μέρος και το άλλο για να δει κανένα. Τότε ο όσιος τον ρώτησε «Γιατί κοιτάζεις εδώ κι εκεί και απορείς, σαν να βλέπεις κάποιο παράδοξο πράγμα~»Τότε ο Ιωάννης του αποκρίθηκε: «Πραγματικά βλέπω κάτι παράδοξο και απορώντας δεν ξέρω τι να πω. Διότι ριν από λίγο άκουσα φωνή άλλου ανθρώπου που συνομιλούσε μαζί σου και τώρα δεν βλέπω κάποιον άλλο. Τι είναι λοιπόν αυτό , δεν ξέρω.Παρακαλώ λοιπόν, την οσιότητα σου να μου φανερώσεις αυτό το παράδοξο μυστήριο».

Ο δε θεϊκός πατέρας είπε: «Ιωάννη, παράδοξο μυστήριο θα σου αποκαλύψει σήμερα ο Θεός. Εγώ δε πρέπει να σου φανερώσω με αγάπη που έχει σε εμάς η αγαθότητα Του. Αυτός, φίλε μου, από όλους πιο αγαπητός, που άκουσες να συνομιλεί μαζί μαζί μου ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος που κατέβηκε από τον ουρανό, απεσταλμένος από τον θεό και μού είπε: «Μακάριοι είστε εσεις που αξιωθήκατε ν΄ακολουθήσετε την μοναχική πολιτεία». Εγώ δε τον ρώτησα «Και ποιος είσαι εσύ κύριε μου που τα λέγεις αυτά και μακαρίζεις πολύ εμάς τους μοναχούς;»
«Εγώ είμαι ο Μέγας Κωνσταντίνος που κατέβηκα από τους ουρανούς δια να σου φανερώσω την δόξα που απολαμβάνουν οι μοναχοί στούς ουρανούς, όπως και την οικειότητα και παρρησία που έχουν προς τον Χριστό. Και σε μακαρίζω μεν εσένα, Παΐσιε, διότι παρακινείς αυτούς σε αυτή την ιερή διαγωγή τής άσκησης, μέμφομαι δε και κατηγορώ τον εαυτό μου, διότι δεν πέτυχα να καταταγώ σ΄αυτήν τη μεγάλη τάξη τών μοναχών και δεν υποφέρω τη ζημιά που έπαθα».

Πάλι τού είπα : «Γιατί, θαυμάσιε, κατηγορείς τον εαυτό σου; Άραγε δεν απόλαυσες συ την παντοτινή εκείνη δόξα και τη θεία λάμψη;»

Μού αποκρίθηκε: «Ναί, την απόλαυσα, αλλά δεν έχω την ίδια παρρησία των Μοναχών, ούτε ίση τιμή με εκείνους. Διότι έβλεπα τις ψυχές μερικών Μοναχών οι οποίοι αφού χωρίσθηκαν από το σώμα τους, πετούσαν σαν αετοί και με θάρρος πολύ ανέβαιναν στους ουρανούς, το δε ενάντιο τάγμα των δαιμόνων δεν τολμούσε καθόλου να πλησιάσει σε αυτές. Έπειτα έβλεπα ότι ανοίγονταν σε αυτές οι πόρτες τού ουρανού και εισέρχονταν σε αυτόν και εμφανιζόμενες στον ουράνιο Βασιλέα, παραστέκονταν με πολλή παρρησία στον θρόνο τού Θεού. Γι΄αυτό λοιπόν τη δόξα θαυμάζοντας εγώ εσάς τους μοναχούς σας μακαρίζω και κατηγορώ τον εαυτό μου, διότι δεν αξιώθηκα να λάβω τέτοιαν παρρησία. Θα ήμουν ευτυχισμένος αν άφηνα την πρόσκαιρη βασιλεία, τον μανδύα τον βασιλικό και το στεφάνι και μετατρεπόμενος σε φτωχόν φορούσα σάκκο και δεχόμουνα όσα άλλα ζητεί η μοναχική πολιτεία».

Τότε εγώ τού είπα πάλι: «Όλα καλά τα λέγεις, ιερώτατε βασιλιά, και μάς παρηγορείς με αυτά. Όμως τέτοιες πρέπει να είναι οι κρίσεις τού Θεού και δεν είναι δίκαιο να πούμε διαφορετικά για τη θεϊκή δικαιοδοσία, διότι ο δίκαιος κριτής αποδίδει τα πάντα μεδικαιοσύνη και σύμφωνα με τους κόπους τού καθένας αποδίδει και την πληρωμή. Διότι η δική σου ζωή δεν είχε τους ίδιους κόπους,  ούτε ήταν όμοια με την ζωή τών Μοναχών, διότι εσύ μεν είχε τη γυναίκα σου βοηθό, τα παιδιά σου, τούς δούλους σου, και τις διάφορες απολαύσεις και αναπαύσεις. Οι δε Μοναχοί, καταφρονώντας όλες τις ηδονές και απολαύσεις τής παρούσας ζωής, έλαβαν τον Θεό αντί όλων των αγαθών τού κόσμου και αυτόν είχαν χαρά και πλούτο τους. Το να κάνουν δε τα ευάρεστα σε Αυτόν τα θεωρυσαν ευχαρίστηση και μεγάλη απόλαυση, δίοτι ήσαν κατά τον Απόστολο Παύλο «στερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι».  
Έτσι λοιπόν είναι αδύνατο σε σένα βασιλέα μου, να έχεις την ίδια με εκείνους αντιμισθία.

Όταν τα λέγαμε αυτά, ήλθες και σύ, αδελφέ μου Ιωάννη, και εκείνος αμέσως ανέβηκε στους ουρανούς.

Λοιπόν τώρα που έμαθες φανερά , με το παρόν μυστήριο πόσα καλά προξενούν οι πόνοι τής ασκήσεως, στήριξε τους αδελφούς ».

Αφού τα άκουσε αυτά ο Ιωάννης απόδωσε στον Θεό μεγάλες ευχαριστίες.

Έπειτα συνομίλησε αρκετά με τον θεϊκό Παΐσιο και επέστρεψε στην κατοικία του χαιρόμενος και αγαλλόμενος.»