ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Ιστορική διερεύνηση της ύπαρξης του αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη (8 Φεβρουαρίου)

Απόσπασμα από τη μελέτη

Αρχαίοι διωγμοί και Μάρτυρες – Ιστορικά στοιχεία για τους αρχαίους διωγμούς κατά των χριστιανών και τους μάρτυρες της Εκκλησίας

Μέρος Ε: Διερεύνηση της ιστορικότητας συγκεκριμένων αγίων μαρτύρων - Λείψανα & άφθορα σκηνώματα αγίων [η 1η εικ. από εδώ]


Ότι στους Συναξαριστές, δηλ. τις συλλογές βιογραφιών αγίων, έχουν εισχωρήσει κατά καιρούς υπερβολές και μυθεύματα, το παραδέχεται και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809), γι’ αυτό έγραψε ο ίδιος με προσοχή και ευσυνειδησία τον Συναξαριστή των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, για να τον καθαρίσει από ό,τι θεωρούσε σφάλμα. Και στη Ρωσία ο άγιος Δημήτριος του Ροστώφ (1651-1709), μετά από έρευνα δεκαετιών, έγραψε επίσης Συναξαριστή, θέτοντας ως προμετωπίδα στην πρώτη σελίδα το αξίωμα «δεν θα πω ψέμα για έναν άγιο» (βλ. Ιερομονάχου Δαμασκηνού, π. Σεραφείμ Ρόουζ – Η ζωή και τα έργα του, κεφ. 78, τόμ. Β΄, Μυριόβιβλος 2007, σελ. 527). Όμως πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι:

 

(α) Οι Συναξαριστές είναι ιδιωτικά κείμενα και όχι λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας. Βέβαια πρέπει να γράφουν αλήθειες, όμως έχουν συγκεκριμένους συγγραφείς, που δε υποχρεώνονται να λαμβάνουν έγκριση από κάποια αυθεντία και μπορεί να γράψουν ό,τι θέλουν μέσα. Όμως στα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, όπως τα Μηναία, το Τριώδιο και το Πεντηκοστάριο, περιλαμβάνεται το καταστάλαγμα της αγιολογικής της παράδοσης και ό,τι βρίσκεται εκεί οφείλει να είναι σωστό. 

(β) Είναι εντελώς διαφορετικό να λέμε ότι σ’ ένα Συναξαριστή έχουν εμφιλοχωρήσει αμφίβολες διηγήσεις, από το να θεωρήσουμε ότι πολλοί άγιοι της Εκκλησίας, και μάλιστα οι πιο διάσημοι μεγαλομάρτυρες, είναι ολωσδιόλου μυθικά πρόσωπα – ή, ακόμα χειρότερα, ότι η πλειοψηφία των αγίων, ιδίως των πρώτων αιώνων, είναι ανύπαρκτα πρόσωπα, που η Εκκλησία άκριτα και επιπόλαια, ή ενσυνείδητα και πονηρά, ενέταξε στο εορτολόγιο και οι χριστιανοί, με χονδροειδή αφέλεια και ανόητη θρησκοληψία, «λατρεύουν» (όπως λένε πολλοί μοντέρνοι μελετητές, αντί για το ορθό «τιμούν») και αποδέχονται ως παραδείγματα προς μίμησιν και στηρίγματα στις δυσκολίες και τα προβλήματα της ζωής τους.

Τα μέσα του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα στη Ρωσία έζησαν τρεις αγίες ασκήτριες με το όνομα Ματρώνα. Η πρώτη χρονικά είναι γνωστή ως οσία Ματρώνα η Ανυπόδυτη, αγνοώ πότε γεννήθηκε, όμως κοιμήθηκε το 1911. Οι άλλες δύο είναι η οσία Ματρώνα του Ανεμνιάσεβο (1864-1936) και η οσία Ματρώνα της Μόσχας η Αόμματη (1881-1952). 

Οι δύο αυτές οσίες παρουσιάζουν κάποια εκπληκτικά κοινά στοιχεία, εκτός από το όνομά τους, τη χώρα τους και το ότι έζησαν την ίδια εποχή: ήταν και οι δύο τυφλές και παράλυτες στα πόδια και είχαν εμφανίσει διορατικό και θαυματουργικό χάρισμα από μικρές. Όμως πρόκειται για δύο διαφορετικά πρόσωπα, όπως τεκμηριώνεται όχι μόνο από τα διαφορετικά συμβάντα στις βιογραφίες τους, αλλά πρωτίστως από τις πολλές μαρτυρίες για κάθε μία, ακόμη και από τις φωτογραφίες τους (σχετικά εδώ).

Αν όμως αυτές οι δύο (ή οι τρεις) οσίες είχαν ζήσει τον 2ο ή τον 3ο αιώνα μ.Χ., θα ήταν πολύ εύκολο σήμερα να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για δύο διαφορετικούς θρύλους για το ίδιο πρόσωπο – και πιθανόν ότι αυτό το πρόσωπο εξ ολοκλήρου ήταν μυθικό.

Ας αναφέρουμε άλλο ένα παράδειγμα: στην Κρήτη τα τέλη του 20ού αιώνα έχουμε δύο αγίους και διορατικούς γέροντες με το όνομα Ευμένιος: τον γέροντα Ευμένιο Σαριδάκη (1931-1999), από το χωριό Εθιά Ηρακλείου, ο οποίος έγινε εφημέριος στο παρεκκλήσι του Νοσοκομείου Λοιμωδών Νοσημάτων στο Αιγάλεω Αττικής και εκεί διέπρεψε με την αγιότητα του βίου του, και τον γέροντα Ευμένιο Λαμπάκη (1912-2005), από το χωριό Άγιος Κωνσταντίνος Ρεθύμνου, ηγούμενο της ιεράς μονής Προφήτη Ηλία στο γειτονικό χωριό Ρούστικα. Αν αυτοί οι δύο γέροντες είχαν ζήσει τους πρώτους αιώνες, και πάλι θα ήταν δυνατόν να πούμε ότι δεν ήταν δύο διαφορετικά πρόσωπα, αλλά ένα. Μάλιστα, τις αρχές του 20ού αιώνα στην Κρήτη είχε ζήσει άλλος ένας άγιος με το όνομα Ευμένιος, ο άγιος Ευμένιος του Κουδουμά (1846-1920), στην ιερά μονή του οποίου είχε μονάσει αρχικά ο γέροντας Ευμένιος Σαριδάκης και το όνομα του οποίου έφεραν οι δύο μεταγενέστεροι γέροντες.

 

Ιδού λοιπόν πώς προκαλούνται οι παρανοήσεις… Ενώ κανείς δεν αμφισβητεί ως ιστορικά πρόσωπα τους αγίους που έζησαν από τον 4ο αι. μ.Χ. και έπειτα (στα «βυζαντινά» χρόνια, όπως λέμε), οι άγιοι που τοποθετούνται στους τρεις πρώτους αιώνες αμφισβητούνται κατ’ εξοχήν ή ταυτίζονται με άλλους, ακόμη κι αν διασώζονται όχι μόνον οι βιογραφίες τους, αλλά και τα ίδια τα λείψανά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης († 320 μ.Χ.) [εικ.], που θεωρείται αντανάκλαση του αγίου μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνα(† 307 μ.Χ.), ο οποίος ήταν απλός στρατιώτης, μέλος του τάγματος των Τηρώνων (νεοσυλλέκτων), και για τον οποίο έχει γράψει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης λίγες μόλις δεκαετίες μετά το μαρτύριό του (P.G. 46, στήλες 735-738, εδώ) και μάλιστα πλησίον του τόπου του μαρτυρίου του («μετά του ιδίου τάγματος προς την ημετέραν διέβη χώραν», στ. 711).

Ο ναός του στην Πόλη «είναι από τους αρχαιότερους της Κωνσταντινούπολης. Πρωτοκτίστηκε από τον πατρίκιο Σφωράκιο στα χρόνια του Αρκαδίου και του Θεοδοσίου, γιου του Αρκαδίου, που βασίλευσε μέχρι το 450» (από εδώ). 

 

Στο ναό αυτόν ετελείτο η «σύναξις» (η πανήγυρη) του αγίου «τω σαββάτω της πρώτης των νηστειών εβδομάδος», δηλ. η ανάμνηση του διά κολλύβων θαύματος του αγίου, που μαρτυρείται ότι συνέβη στην Κ/πολη επί αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη και πατριάρχη (αρχιεπισκόπου) Ευδοξίου (το παράθεμα από Μανουήλ Γεδεών, Βυζαντινόν Εορτολόγιον, σελ. 74 – βλ. εδώ, σελ. 39 του pdf). Στην Πόλη υπήρξαν και άλλοι ναοί του αγίου Θεοδώρου – μεταξύ των οποίων ο «του Βαθέως Ρύακος», οικοδομηθείς από τον Ιουστινιανό προ του 527 – και πιθανόν κάποιοι «των αγίων Θεοδώρων», όπως αναφέρεται αναλυτικά στο ως άνω βιβλίο, σελ. 74-75.

 


Όμως ένας μεγαλομάρτυρας που ήταν απλός στρατιώτης υποτίθεται ότι δεν αρκούσε στους χριστιανούς, οι οποίοι έπλασαν με τη φαντασία τους έναν άγιο Θεόδωρο μεγαλομάρτυρα ανώτερου στρατιωτικού βαθμού, για να νιώσουν συναισθηματική ικανοποίηση.

Οι δύο άγιοι κατάγονταν από την ίδια πόλη (Ευχάνεια του Πόντου), όμως έχουν εντελώς διαφορετική βιογραφία, διαφορετικά γεγονότα του μαρτυρίου τους, διαφορετική ημέρα μνήμης (άγιος Θεόδωρος ο Τήρων 17 Φεβρουαρίου, ο Στρατηλάτης 8 Φεβρουαρίου), ενώ του αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη εορτάζεται και η ανακομιδή των λειψάνων του (8 Ιουνίου) και, το κυριότερο, σώζεται και η κάρα του (το κρανίο του), τμήματα της οποίας φυλάσσονται στην ιερά μονή Μεγάλου Μετεώρου, στον ιερό ναό των αγίων Θεοδώρων στις Σέρρες («Παλαιά Μητρόπολη») και στην ιερά μονή Βατοπεδίου: «Το δε λείψανον αυτού ανακομισθέν ετέθη εν Ευχαΐτοις» (Βασιλειανό Μηνολόγιο, PG46, 304). Τα ιερά λείψανα του αγίου Θεοδώρου του Τήρωνα βρίσκονται στο Μπρίντεζι της Ιταλίας, όπου μεταφέρθηκαν από τους σταυροφόρους (όπως και αμέτρητα άλλα ιερά λείψανα και κειμήλια) το 1257 (σχετικό άρθρο εδώ).

 

Σύμφωνα δηλαδή με την παραπάνω άποψη, οι χριστιανοί, όχι μόνον έπλασαν έναν φανταστικό άγιο μεγαλομάρτυρα και στη συνέχεια πίστεψαν στην ύπαρξή του και καθιέρωσαν ημέρα της μνήμης του, αλλά καθιέρωσαν επίσης και εορτή της (ανύπαρκτης) ανακομιδής των λειψάνων του και μάλιστα βρήκαν και μια άσχετη κάρα, κάποιου ανώνυμου φουκαρά, και την περιέφεραν τήδε κακείσε ως την κάρα του ανύπαρκτου αγίου Θεοδώρου!

Για την ιστορία, ας προσθέσουμε τα παρακάτω:

 

«Ο άγνωστος στρατιώτης που, πάνω σε λευκό άλογο, διέλυσε τις εχθρικές φάλαγγες των Ρώσων στη Δρίστρα το 971, θεωρήθηκε ότι ήταν ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης, προστάτης του αυτοκράτορα Ιωάννη Τζιμισκή. Σύμφωνα με τον βυζαντινό ιστορικό Ιωάννη Σκυλίτζη, την προηγούμενη της μάχης, μια σεβάσμια γυναίκα είδε σε όραμα­ την Παναγία να μιλά με ένα στρατιώτη λέγο­ντάς του “Κύρ Θεόδωρε, ο εμός και σος Ιωάννης περιστάσεσι συνέχεται, και σπεύσον εις την αυτού βοήθειαν”. Ο αυτοκράτορας, για να τιμήσει τον άγιο και για να ξεπληρώσει τη βοήθεια που του προσέφερε, γκρέμι­σε τον παλιό ναό του στα Ευχάιτα, όπου φυλασσόταν η λάρνακα του αγίου, και έκτισε στη θέση του έναν μεγαλύτερο και ωραιότερο, προικίζοντας τον με κτήματα και μετονομάζοντας τα Ευχάιτα σε Θεοδωρούπολη.

 

Στο γεγονός αυτό πρέπει να οφείλεται και η ραγδαία εξάπλωση της λατρείας [ΟΟΔΕ: το ορθό είναι: της τιμής] του αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη από τα τέλη του 10ου αιώνα και εξής. Κάτι ανάλογο συνέβηκε με τον Αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Λάσκαρη. Μετά την νίκη στην οποία τον οδήγησε ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης το 1255, προσευχήθηκε γονυκλινής μπροστά από την Τίμια κάρα του Αγίου, η οποία σήμερα φυλάσσεται στον ομώνυμο Καθεδρικό Ναό των Σερρών, για να τον ευχαριστήσει. Το θαύμα περιγράφει στα μέσα του 14ου αιώνα περίπου, ο Σερραίος συγραφέας και δάσκαλος Νικήτας Πεδιάσιμος.

 

O σπαθαροκανδιδάτος Βυζαντινός αξιωματούχος Νικόλαος Καλόμαλος είχε σαν προστάτη Άγιο του, τον Στρατηλάτη, γι' αυτό και έκτισε στα μέσα του 11ου αιώνα πάνω σε παλαιότερο Ναό, την σημερινή εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων Αθηνών, προς τιμή του αγίου Θεοδώρου, επειδή η προηγούμενη ήταν μικρή και πολύ σαθρή. Σχετική είναι η ακόλουθη επιγραφή που έχει εντοιχισθεί επάνω από την δυτική κεντρική είσοδο του Ναού: “Τον πριν παλαιόν όντα σου ναόν, μάρτυς, και μικρόν και πήλινον και σαθρόν λίαν, ανήγειρεν Νικόλαος σος οικέτης, ο Καλόμαλος, σπαθαροκανδιδάτος, ος εύρεν σε προστάτην παιδιόθεν μέγαν, βοηθόν και προμάχον πολλών κινδύνων. Ον και πρέσβευε του άνω τυχείν κλήρου, λαβόντα την άφεσιν των εσφαλμένων”» (Από ιστοσελίδα αφιερωμένη στον ιερό ναό του αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη στην Καρπασία Κύπρου, εδώ. Μαρτυρίες για εμφανίσεις και θαύματα του αγίου στα νεότερα χρόνια στην ίδια σελίδα εδώ).

 


Στην εμφάνιση του αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη στην καθοριστικής σημασίας μάχη της Δρίστρας (Δορυστόλου), όπου «φοβερός ανεμοστρόβιλος και ραγδαία βροχή» έπληξε το ρωσικό στράτευμα», αναφέρεται και ο Γάλλος Βυζαντινολόγος Γκυστάβ-Λεόν Σλυμπερζέ (1844-1929) στο τρίτομο έργο του Η βυζαντινή εποποϊία κατά τα τέλη του 10ου αιώνα (1890), στον τόμο «Ιωάννης Τσιμισκής», που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδ. «Δημιουργία» το 1999. Λεπτομέρειες εδώ και, σε αναδημοσίευση, εδώ. Εκτός αυτών, ο Μανουήλ Γεδεών αναφέρει: «Λείψανα του αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου εσώζοντο μέχρι του ΙΔ΄ αιώνος εν Κωνσταντινουπόλει, διότι τω 1347 Ιωάννης ο Καντακουζηνός απέστειλε μέρος ελάχιστον τω των Ρώσσων βασιλεί Συμεών». Και προσθέτει σε υποσημείωση της ίδιας σελ.: «επειδή δύσκολον εστίν ανευρείν εις τίνα των αγίων Θεοδώρον επεγράφοντο οι εν Κωνσταντινουπόλει ναοί των αγίων Θεοδώρων, ο περί τούτων λόγος εις την 17 Φεβρουαρίου γίνεται. Πατριαρχ. Πίνακες, σελ. 425» (Μανουήλ Ιω. Γεδεών, Βυζαντινόν Εορτολόγιον. Μνήμαι των από του Δ΄ μέχρι μέσων του ΙΕ΄ αιώνος εορταζομένων αγίων εν Κωνσταντινουπόλει, εν Κωνσταντινουπόλει 1898, σελ. 71. Δημοσιεύεται ηλεκτρονικά εδώ). Δυστυχώς, η αναφορά αυτή (σελ. 74-75) δεν μας διαφωτίζει ιδιαίτερα ως προς τη μνήμη του αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη.

 

Υπάρχουν άγιοι, που δεν σώζεται γραπτή βιογραφία τους και ναός αφιερωμένος σ’ αυτούς, παρά αιώνες μετά από την εποχή όπου τοποθετούνται ιστορικά. Οι άγιοι αυτοί σήμερα τοποθετούνται χωρίς ενδοιασμό στο φάσμα του μύθου και οι βιογράφοι τους, όπως π.χ. ο άγιος Συμεών ο Μεταφραστής, βιογράφος πολλών αγίων, θεωρούνται ασυνείδητοι – προφανώς – ψευδολόγοι και πλαστογράφοι. Κι όμως εκείνοι επικαλούνται προγενέστερες πηγές, ενίοτε και πρωτογενείς (από αυτόπτες), ενώ για πολλούς από αυτούς τους αγίους διασώζονται και ιερά λείψανα ή ακέραια τα σώματα!

 

Είναι απορίας άξιον, για παράδειγμα, πώς η αγία Αικατερίνα χαρακτηρίζεται από πολλούς ανύπαρκτο πρόσωπο, ενώ σώζεται το άφθαρτο σκήνωμά της στην ιερά μονή του Σινά, η οποία ιδρύθηκε από τον Ιουστινιανό ως μονή της Θεοτόκου και μετονομάστηκε σε μονή της αγίας Αικατερίνης εξαιτίας της φύλαξης του σκηνώματός της σε αυτήν (βλ. σχετικά στην ιστοσελίδα της ιεράς μονής Σινά, εδώ). 

 Δηλαδή πρέπει να θεωρήσουμε εύλογο ότι οι μοναχοί (της μονής που ανέδειξε έναν άγιο Ιωάννη της Κλίμακος ή έναν άγιο Αναστάσιο Σιναΐτη) βρήκαν κάποτε ένα άσχετο μουμιοποιημένο λείψανο και αυθαίρετα, χωρίς κανένα στοιχείο, για άγνωστους λόγους, το εξέλαβαν ως το λείψανο – συγκεκριμένα – κάποιας ανύπαρκτης αγίας Αικατερίνης (ή, ακόμα χειρότερα, δημιούργησαν εκείνη τη στιγμή έναν μύθο για κάποια αγία Αικατερίνα ή ίσως το φύλαξαν αρχικά χωρίς όνομα και μετά από κάποιους… αιώνες κάποιος έπλασε έναν μύθο, ο οποίος αμέσως έγινε πιστευτός χωρίς αντιδράσεις και διαδόθηκε μάλιστα σε ολόκληρη τη χριστιανοσύνη), ώστε έφτασαν στο σημείο η τιμή αυτού του ανώνυμου και άσχετου σώματος να υπερβεί την τιμή της ίδιας της Θεοτόκου και αργότερα να μετατρέψουν μιαν αυτοκρατορική μονή αφιερωμένη στη Θεοτόκο (η οποία συνδέεται με αυτήν λόγω της άφλεκτης βάτου, που θεωρείται προτύπωσή της) σε μονή της ψευδούς αγίας Αικατερίνης, την οποία είχαν δημιουργήσει σ’ εκείνο το μέρος οι προγενέστεροι από αυτούς με τη φαντασία τους!...

 

Παρόμοια ισχύουν και για την αγία Ευφημία, η οποία μαρτύρησε κατά το διωγμό του Διοκλητιανού (λίγο μετά το 300), της οποίας το άφθορο σκήνωμα φυλάσσεται στην Κωνσταντινούπολη, ενώ λίγες μόλις δεκαετίες από το μαρτύριό της ιδρύθηκε ναός επάνω στον τάφο της (βλ. εδώ). Στο ναό αυτόν, ως γνωστόν, συνήλθε το 451 μ.Χ. η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος με τη γνωστή «θεοσημία» της εναπόθεσης του ορθόδοξου και του μονοφυσιτικού Τόμου στο σκήνωμά της, που αναφέρεται στην επιστολή της Συνόδου στον πάπα άγιο Λέοντα. [.........]

Δεν υπάρχουν σχόλια: