Το αρχαίο κείμενο του Ευαγγελίου (& ολόκληρης της Καινής Διαθήκης) μπορείτε να το διαβάσετε εδώ & εδώ. Η νεοελληνική μετάφραση (σε απλή και κατανοητή καθαρεύουσα) εδώ. Το κατά Λουκάν (από αυτή τη μετάφραση) εδώ. Οι εικόνες από το Διαδίκτυο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 19
Ὁ Ζακχαῖος
2 Ἐκεῖ ἦτο κάποιος ποὺ ὀνωμάζετο Ζακχαῖος· ἦτο ἀρχιτελώνης καὶ πλούσιος,
3 καὶ ζητοῦσε νὰ ἰδῇ ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς ἀλλὰ δὲν μποροῦσε ἀπὸ τὸ πλῆθος διότι ἦτο κοντὸς τὸ ἀνάστημα.
4 Ἔτρεξε λοιπὸν ἐμπρὸς καὶ ἀνέβηκε ἐπάνω σὲ μιὰ μουριά, διὰ νὰ τὸν ἰδῇ, διότι ἀπὸ ἐκεῖ ἐπρόκειτο νὰ περάσῃ.
5
Ὅταν ἔφθασε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ μέρος αὐτό, ἀσήκωσε τὰ μάτια του καὶ τὸν
εἶδε καὶ τοῦ εἶπε, «Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, διότι πρέπει νὰ μείνω στὸ
σπίτι σου σήμερα».
6 Καὶ κατέβηκε γρήγορα καὶ τὸν ὑποδέχθηκε μὲ χαράν.
7 Ὅταν εἶδαν αὐτό, ὅλοι παρεπονοῦντο καὶ ἔλεγαν, «Εἰς τὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου πηγαίνει νὰ μείνῃ».
8
Ὁ Ζακχαῖος ἐστάθηκε καὶ εἶπε εἰς τὸν Κύριον, «Τὸ ἥμισυ τῆς περιουσίας
μου δίνω, Κύριε, εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ ἐὰν μὲ δόλιον τρόπον ἐπῆρα ἀπὸ
κάποιον τίποτε, θὰ τοῦ τὸ ἀποδώσω τέσσερις φορὲς περισσότερον».
9 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Σήμερα ἔγινε σωτηρία σὲ τοῦτο τὸ σπίτι, διότι καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ,
10 καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε νὰ ἀναζητήσῃ καὶ νὰ σώσῃ τὸ ἀπολωλός».
"Ν": Σχολιασμός του επεισοδίου εδώ.
Ἡ παραβολὴ τῶν μνῶν
11
Ἐνῷ ἄκουαν αὐτά, τοὺς εἶπεν καὶ μίαν παραβολήν, διότι ἦτο κοντὰ εἰς τὴν
Ἱερουσαλὴμ καὶ αὐτοὶ ἐνόμιζαν ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέλλει νὰ
φανερωθῇ ἀμέσως.
12
Εἶπε λοιπόν, «Κάποιος ἀπὸ εὐγενῆ καταγωγὴν ἐπῆγε σὲ μακρυνὴ χῶρα διὰ νὰ
λάβῃ διὰ τὸν ἑαυτόν του βασιλικὴν ἐξουσίαν καὶ ὕστερα νὰ ἐπιστρέψῃ.
13 Ἀφοῦ ἐκάλεσε δέκα δούλους του, τοὺς ἔδωκε δέκα ἑκατοντάδραχμα καὶ τοὺς εἶπε, «Ἐμπορευθῆτε μὲ αὐτὰ ἕως ὅτου ἐπιστρέψω».
14 Ἀλλ’ οἱ συμπολῖται του τὸν ἐμισοῦσαν καὶ ἔστειλαν πίσω του πρεσβείαν λέγοντες, «Δὲν θέλομεν νὰ γίνῃ αὐτὸς βασιλεύς μας».
15
Ὅταν ἐπανῆλθε, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν, εἶπε νὰ κληθοῦν οἱ
δοῦλοι ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς εἶχε δώσει τὰ χρήματα, διὰ νὰ μάθῃ τί εἶχε
κερδήσει ὁ καθένας.
Εικ. από εδώ |
16 Ὁ πρῶτος ἦλθε καὶ εἶπε, «Κύριε, τὸ ἑκατοντάδραχμό σου ἔφερε ἄλλα δέκα ἑκατοντάδραχμα».
17 Ὁ κύριός του τοῦ εἶπε, «Εὖγε, δοῦλε καλέ, εἰς ἐλάχιστα ἐφάνηκες ἔμπιστος, πάρε ἐξουσίαν ἐπάνω σὲ δέκα πόλεις».
18 Καὶ ἦλθε καὶ ὁ δεύτερος καὶ εἶπε, «Τὸ ἑκατοντάδραχμό σου, Κύριε, ἔκανε ἄλλα πέντε ἑκατοντάδραχμα».
19 Εἶπε δὲ εἰς τοῦτον, «Καὶ σὺ ἔχε ἐξουσίαν ἐπάνω σὲ πέντε πόλεις».
20 Ἦλθε καὶ ἄλλος δοῦλος καὶ εἶπε, «Κύριε, νά τὸ ἑκατοντάδραχμό σου, τὸ ὁποῖον εἶχα φυλάξει σ’ ἕνα μαντῆλι.
21
Διότι σὲ ἐφοβόμουνα, ἐπειδὴ εἶσαι ἄνθρωπος αὐστηρός· παίρνεις ἐκεῖνο
ποὺ δὲν ἔβαλες ἐσὺ καὶ θερίζεις ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἔσπειρες».
22
Ὁ κύριός του τοῦ λέγει, «Πονηρὲ δοῦλε, ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ στόματός σου θὰ
σὲ κρίνω. Ἤξερες ὅτι εἶμαι ἄνθρωπος αὐστηρός, καὶ παίρνω ἐκεῖνο ποὺ δὲν
ἔβαλα καὶ θερίζω ἐκεῖνο ποὺ δὲν ἔσπειρα.
23 Γιατὶ λοιπὸν δὲν ἔβαλες τὸ χρῆμα μου εἰς τὴν τράπεζαν, καὶ ὅταν ἐπέστρεφα, θὰ τὸ εἰσέπραττα μαζὶ μὲ τόκον;».
24
Καὶ εἰς τοὺς παρευρισκομένους εἶπε, «Πάρτε ἀπὸ αὐτὸν τὸ ἑκατοντάδραχμο
καὶ δῶστέ το σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει τὰ δέκα ἑκατοντάδραχμα».
25 Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν, «Κύριε, ἔχει δέκα ἑκατοντάδραχμα».
26 «Σᾶς λέγω, ὅτι εἰς τὸν καθένα ποὺ ἔχει, θὰ δοθοῦν καὶ ἄλλα, ἀπὸ ἐκεῖνον ὅμως ποὺ δὲν ἔχει, θὰ ἀφαιρεθῇ καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει.
27 Ἀλλὰ ὅσον διὰ τοὺς ἐχθρούς μου αὐτούς, ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ εἶμαι βασιλεύς τους, φέρτε του ἐδῶ καὶ σφάξτε τους μπροστά μου». ["Ν": Προφανώς ο Κύριος δεν διδάσκει τη σφαγή (αλλιώς οι χριστιανοί... παρερμήνευσαν τη διδασκαλία Του και υπέστησαν τους διωγμούς "ως πρόβατα επί σφαγήν"), αλλά μεταχειρίζεται ένα παράδειγμα από τη γήινη εξουσία για να δείξει ότι η κατάληξη των πονηρών και διεφθαρμένων θα είναι κακή].
Θριαμβευτικὴ εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα
28 Ὅταν εἶπε αὐτά, ἐπροχώρησε διὰ νὰ ἀνεβῇ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
29
Ὅταν ἐπλησίασε, εἰς τὴν Βηθφαγὴ καὶ τὴν Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος ποὺ
ὀνομάζεται ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἔστειλε δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του
30
καὶ τοὺς εἶπε, «Πηγαίνετε εἰς τὸ ἀπέναντι χωριό· καθὼς μπαίνετε μέσα,
θὰ βρῆτε ἕνα πουλάρι δεμένο, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον κανεὶς ἄνθρωπος δὲν
ἐκάθησε· λύσατέ το καὶ φέρετέ το ἐδῶ.
31 Καὶ ἂν σᾶς ρωτήσῃ κανείς, «Γιατὶ τὸ λύνετε;». θὰ ἀπαντήσετε ὡς ἑξῆς: «Ὁ Κύριος τὸ ἔχει ἀνάγκην».
32 Ἐπῆγαν οἱ ἀπεσταλμένοι καὶ τὸ εὑρῆκαν νὰ στέκεται, ὅπως τοὺς εἶπε.
34 Αὐτοὶ δὲ εἶπαν, «Ὁ Κύριος τὸ ἔχει ἀνάγκην».
35 Τὸ ἔφεραν εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀφοῦ ἄστρωσαν εἰς τὸ πουλάρι τὰ ἐνδύματά τους, ἀνέβασαν ἐπάνω του τὸν Ἰησοῦν.
36 Καθὼς προχωροῦσε, ἔστρωναν εἰς τὸν δρόμον τὰ ἐνδύματά τους.
37
Ὅταν δὲ ἐπλησίαζε πλέον πρὸς τὴν κατάβασιν τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν,
ἄρχισαν ὅλοι οἱ μαθηταὶ ἀπὸ χαρὰν νὰ δοξολογοῦν τὸν Θεὸν μὲ μεγάλην
φωνὴν δι’ ὅλα τὰ θαύματα ποὺ εἶδαν,
38 καὶ ἔλεγαν, Εὐλογημένος ὁ Βασιλεὺς ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Εἰρήνη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ δόξα ἐν τοῖς ὑψίστοις.
39 Μερικοὶ Φαρισαῖοι ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ εἶπαν, «Διδάσκαλε, νὰ ἐπιπλήξῃς τοὺς μαθητάς σου».
40 Αὐτὸς τοὺς ἀπεκρίθη, «Σᾶς λέγω ὅτι, ἐὰν αὐτοὶ σιωπήσουν, θὰ φωνάξουν οἱ πέτρες».
Θρῆνος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ τὴν Ἱερουσαλήμ
41 Καὶ καθὼς ἐπλησίασε καὶ εἶδε τὴν πόλιν, ἔκλαψε γι’ αὐτὴν
42
καὶ εἶπε, «Ἐὰν ἤξερες καὶ σὺ κατὰ τὴν ἡμέραν σου αὐτὴν τί εἶναι
ὠφέλιμον διὰ τὴν εἰρήνην σου! Ἀλλὰ τώρα εἶναι κρυμμένα ἀπὸ τὰ μάτια σου.
43
Διότι θὰ ἔλθουν ἡμέρες γιὰ σὲ ποὺ θὰ σὲ περιφράξουν οἱ ἐχθροί σου μὲ
χαρακώματα, καὶ θὰ σὲ περικυκλώσουν καὶ θὰ σὲ πιέζουν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη,
44
καὶ θὰ καταστρέψουν σὲ καὶ τὰ παιδιά σου ποὺ εἶναι μέσα σου καὶ δὲν θὰ
σοῦ ἀφήσουν πέτρα ἐπάνω σὲ πέτρα, διότι δὲν ἀντελήφθης τὸν χρόνον τῆς
ἐπισκέψεώς σου».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀποκαθαρίζει τὸν ναόν
46 καὶ τοὺς ἔλεγε, «Εἶναι γραμμένον ὅτι ὁ οἶκος μου εἶναι οἶκος προσευχής, ἀλλὰ σεῖς τὸν ἐκάνατε φωληὰ ληστῶν».
47
Καὶ κἀθε ἡμέραν ἐδίδασκε εἰς τὸν ναόν, οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ
γραμματεῖς καὶ οἱ προύχοντες τοῦ λαοῦ ἐζητοῦσαν νὰ τὸν ἐξολοθρεύσουν,48 ἀλλὰ δὲν ἤξεραν τί νὰ κάνουν, διότι ὅλος ὁ λαὸς τὸν ἄκουε μὲ μεγάλην προσοχήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 20
Ἡ ἐξουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀμφισβητεῖται
1
Ὅταν μίαν ἡμέραν ἐδίδασκε τὸν λαὸν εἰς τὸν ναὸν καὶ ἐκήρυττε τὸ
χαρμόσυνον ἄγγελμα, τὸν ἐπλησίασαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς μαζὶ μὲ
τοὺς πρεσβυτέρους
2 καὶ τοῦ εἶπαν, «Πές μας μὲ ποιάν ἐξουσίαν κάνεις αὐτὰ καὶ ποιός σοὺ ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν αὐτήν;».
3 Αὐτὸς τοὺς ἀπεκρίθη, «Θὰ σᾶς κάνω καὶ ἐγὼ μίαν ἐρώτησιν:
4 πέστε μου, τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἦτο ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἢ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους;».
5 Αὐτοὶ συζητοῦσαν μεταξύ τους καὶ ἔλεγαν, «Ἐὰν ποῦμε, «Απὸ τὸν οὐρανόν», θὰ μᾶς πῇ, «Γιατὶ δὲν ἐπιστέψατε σ’ αὐτόν;».
6 Ἐὰν ποῦμε «Απὸ τοὺς ἀνθρώπους», ὅλος ὁ λαὸς θὰ μᾶς λιθοβολήσῃ, διότι εἶχε πεισθῆ ὅτι ὁ Ἰωάννης εἶναι προφήτης».
7 Ἀπεκρίθησαν ὅτι δὲν γνωρίζουν ἀπὸ ποῦ.
8 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Οὔτε καὶ ἐγὼ σᾶς λέγω μὲ ποιάν ἐξουσίαν κάνω αὐτά».
Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀμπελιοῦ
9
Ἄρχισε δὲ νὰ λέγῃ εἰς τὸν λαὸν τὴν παραβολὴν αὐτήν: «Κάποιος ἄνθρωπος
ἐφύτεψε ἕνα ἀμπέλι, τὸ ἐνοικίασε εἰς γεωργοὺς καὶ ἔφυγε εἰς ξένην χώραν
διὰ πολλὰ χρόνια.
10
Τὸν κατάλληλον καιρὸν ἔστειλε πρὸς τοὺς γεωργοὺς ἕνα δοῦλον, διὰ νὰ τοῦ
δώσουν ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ ἀμπελιοῦ. Οἱ γεωργοὶ ὅμως τὸν ἔδιωξαν μὲ
ἀδειανὰ χέρια, ἀφοῦ τὸν ἔδειραν.
11 Τοὺς ἔστειλε πάλιν ἄλλον δοῦλον, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν ἀφοῦ τὸν ἔδειραν καὶ τὸν ἔβρισαν, τὸν ἔδιωξαν μὲ ἀδειανὰ χέρια.
12 Καὶ ἔστειλε πάλιν τρίτον. Ἀλλ’ αὐτοὶ καὶ τοῦτον ἐτραυμάτισαν καὶ τὸν ἔδιωξαν.
13 Εἶπε τότε ὁ κύριος τοῦ ἀμπελιοῦ, «Τί νὰ κάνω; Θὰ στείλω τὸν υἱόν μου τὸν ἀγαπητόν, ἴσως ὅταν ἰδοῦν αὐτὸν θὰ τὸν σεβαστοῦν».
14
Ὅταν ὅμως τὸν εἶδαν οἱ γεωργοὶ, συζητοῦσαν μαζί τους καὶ ἔλεγαν, «Αὐτὸς
εἶναι ὁ κληρονόμος· ἐμπρός, ἂς τὸν σκοτώσωμεν, διὰ νὰ γίνῃ δική μας ἡ
κληρονομία».
Εικ. & σχολιασμός εδώ
15 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸ ἀμπέλι, τὸν ἐσκότωσαν. Τί θὰ κάνῃ λοιπὸν εἰς αὐτοὺς ὁ κύριος τοῦ ἀμπελιοῦ;
16 Θὰ ἔλθῃ καὶ θὰ ἐξολοθρεύσῃ τοὺς γεωργοὺς αὐτοὺς καὶ θὰ δώσῃ τὸ ἀμπέλι σὲ ἄλλους».
17
Ὅταν τὸ ἄκουσαν, εἶπαν, «Μὴ γένοιτο». Αὐτὸς τοὺς ἐκύτταξε εἰς τὰ μάτια
καὶ εἶπε, «Τί σημαίνει αὐτὸ ποὺ εἶναι γραμμένον, Ὁ λίθος ποὺ ἀπέρριψαν
οἱ οἰκοδόμοι, ἔγινε ἀκρογωνιαῖος λίθος;
18 Ὅποιος πέσῃ ἐπάνω σ’ ἐκείνη τὴν πέτρα θὰ συντριβῇ· εἰς ὅποιον δὲ πέσῃ θὰ τὸν κάνῃ κομμάτια».
Περὶ καταβολῆς φόρου
19
Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐζήτησαν ἐκείνην τὴν ὥραν νὰ βάλουν χέρι
ἐπάνω του, διότι ἐκατάλαβαν ὅτι τὴν παραβολὴν τὴν εἶπε γι’ αὐτούς, ἀλλὰ
ἐφοβοῦντο τὸν λαόν.
20
Ἐκαιροφυλακτοῦσαν λοιπὸν καὶ ἔστειλαν κατασκόπους οἱ ὁποῖοι ὑπεκρίνοντο
τοὺς εὐσεβεῖς, διὰ νὰ βροῦν κάποιον λόγον του γιὰ πρόσχυμα ὥστε νὰ τὸν
παραδώσουν εἰς τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἡγεμόνος.
Καὶ
τὸν ἐρώτησαν, «Διδάσκαλε, γνωρίζομεν ὅτι ὅσα λέγεις καὶ διδάσκεις εἶναι
ὀρθὰ καὶ δὲν λαβαίνεις ὑπ’ ὄψιν σου πρόσωπον ἀνθρώπου ἀλλὰ διδάσκεις
ἀληθινὰ τὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ.
22 Μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ δίνωμεν φόρον εἰς τὸν Καίσαρα ἢ ὄχι;».
23 Αὐτὸς ἀντελήφθη τὴν πονηρίαν τους καὶ τοὺς εἶπε, «Διατὶ μὲ πειράζετε;
24 Δείξατέ μου ἕνα δηνάριον. Τίνος εἰκόνα καὶ ἐπιγραφὴν ἔχει;». Ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν, «Τοῦ Καίσαρος».
25
Τότε αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Δῶστε λοιπὸν εἰς τὸν Καίσαρα ὅσα ὀφείλονται εἰς
τὸν Καίσαρα καὶ εἰς τὸν Θεὸν ὅσα ὀφείλονται εἰς τὸν Θεόν».
26 Καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν ἐνοχοποιήσουν ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἐμπρὸς εἰς τὸν λαόν· ἐθαύμασαν διὰ τὴν ἀπάντησίν του καὶ ἐσιώπησαν.
Περὶ ἀναστάσεως
27 Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Σαδδουκαίους, οἱ ὁποῖοι λέγουν ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνάστασις νεκρῶν, τὸν ἐπλησίασαν καὶ τὸν ἐρώτησαν,
28
«Διδάσκαλε, ὁ Μωϋσῆς μᾶς ἄφησε γραπτὴν ἐντολὴν ὅτι ἐὰν ὁ ἀδελφὸς
κάποιου ἔχῃ γυναῖκα καὶ πεθάνῃ ἄτεκνος, ὀφείλει ὁ ἀδελφός του νὰ πάρῃ
τὴν γυναῖκα καὶ νὰ γεννήσῃ ἀπόγονον τοῦ ἀδελφοῦ του.
29 Ὑπῆρχαν λοιπὸν ἑπτὰ ἀδελφοί. Ὁ πρῶτος ἐπῆρε γυναῖκα καὶ πέθανε ἄτεκνος·
30 ὁ δεύτερος ἐπῆρε τὴν γυναῖκα ἀλλὰ πέθανε καὶ αὐτὸς ἄτεκνος·
31 ἐπίσης τὴν ἐπῆρε ὁ τρίτος, καὶ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ οἱ ἑπτὰ δὲν ἄφησαν παιδιὰ καὶ πέθαναν.
32 Τελευταία ἀπὸ ὅλους πέθανε καὶ ἡ γυναῖκα.
33 Κατὰ τὴν ἀνάστασιν λοιπὸν ποίου ἀπ’ αὐτοὺς θὰ εἶναι σύζυγος; Διότι καὶ οἱ ἑπτὰ τὴν εἶχαν σύζυγον.
34 Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου νυμφεύονται καὶ ὑπανδρεύονται,
35
ἀλλ’ ἐκεῖνοι ποὺ ἐκρίθησαν ἄξιοι νὰ κερδήσουν τὸν κόσμον ἐκεῖνον καὶ
τὴν ἀνάστασιν ἐκ νεκρῶν, οὔτε νυμφεύονται οὔτε ὑπανδρεύονται,
36
οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ πεθάνουν πλέον, διότι εἶναι ἴσοι πρὸς τοὺς
ἀγγέλους καὶ εἶναι υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, ἐφ’ ὅσον εἶναι συμμέτοχοι τῆς
ἀναστάσεως.
37 Ὅτι θὰ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί, τὸ ἔκανε γνωστὸν καὶ ὁ Μωϋσῆς εἰς τὸ μέρος περὶ τῆς βάτου, ὅπου λέγει διὰ τὸν Κύριον ὅτι εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ καὶ Θεὸς τοῦ Ἰσαάκ, καὶ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ.
38 Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Θεὸς νεκρῶν ἀλλὰ ζωντανῶν· γι’ αὐτὸν ὅλοι εἶναι ζωντανοί».
39 Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς ἀπεκρίθησαν, «Διδάσκαλε, καλὰ εἶπες».
40 Καὶ δὲν ἐτολμοῦσαν πλέον νὰ τὸν ἐρωτήσουν διὰ τίποτε.
41 Εἶπε δὲ εἰς αὐτούς, «Πῶς λέγουν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι υἱὸς τοῦ Δαυΐδ;
42 Ὁ ἴδιος ὁ Δαυΐδ λέγει εἰς τὸ βιβλίον τῶν Ψαλμῶν, Εἶπε ὁ Κύριος εἰς τὸν Κύριόν μου· κάθησε εἰς τὰ δεξιά μου,
43 ἕως ὅτου κάνω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδών σου.
44 Ὥστε ὁ Δαυΐδ τὸν ὀνομάζει Κύριον· πῶς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι υἱός του;».
Κατάκρισις τῶν γραμματέων
45 Ἐνῷ ὅλος ὁ κόσμος ἄκουε, εἶπε εἰς τοὺς μαθητάς του,
46
«Προσέχετε τοὺς γραμματεῖς, εἰς τοὺς ὁποίους ἀρέσει νὰ κυκλοφοροῦν
στολισμένοι καὶ ἀγαποῦν τοὺς χαιρετισμοὺς εἰς τὰς ἀγοράς, τὰς
πρωτοκαθεδρίας εἰς τὰς συναγωγὰς καὶ εἰς τὰς πρώτας θέσεις εἰς τὰ
δεῖπνα,47 οἱ ὁποῖοι κατατρώγουν τὰ σπίτια τῶν χηρῶν καὶ γιὰ πρόφασι κάνουν μακρὰς προσευχάς. Αὐτοὶ θὰ λάβουν μεγαλυτέραν τιμωρίαν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου