Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης, Ομότιμος καθηγητής Θεολογικής σχολής ΑΠΘ (απόσπασμα)
(...) Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ριζοσπαστικός.
Καὶ ὅπου δὲν εἶναι ριζοσπαστικός, δὲν εἶναι αὐθεντικός. Ἡ
ριζοσπαστικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀναφέρεται στὸ καθετὶ ποὺ τὸν συνδέει
μὲ τὸν κόσμο. Καὶ αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι οἱ ρίζες τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν
ἀνάγονται στὸν κόσμο οὔτε τρέφονται ἀπὸ τὸ πνεῦμα του. Ὁ ἀπόλυτος
χαρακτήρας τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπιβάλλει τὴν ριζοσπαστικότητα στὸ ἐπίπεδο
τοῦ σχετικοῦ. Ἀλλὰ καὶ ἡ ριζοσπαστικότητα στὸ ἐπίπεδο τοῦ σχετικοῦ δὲν
μπορεῖ νὰ γίνεται χωρὶς σχέση μὲ τὸ ἀπόλυτο καὶ χωρὶς ἀναφορὰ πρὸς αὐτό.
Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔρχεται ὡς «πῦρ» μέσα στὸν κόσμο [2].
Ὅλες οἱ κοσμικὲς ἀλήθειες εἶναι συμβατικές, καὶ ἔχουν τὴν σχετικὴ ἀξία
τους στὸν βαθμὸ ποὺ εἶναι ἀντικειμενικές. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἀλήθειες
κινοῦνται στὸ ἐπίπεδο τοῦ σχετικοῦ. Τὸ λάθος γίνεται, ὅταν
ἀπολυτοποιοῦνται καὶ ὑποκαθιστοῦν τὴν καθολικὴ ἀλήθεια. Καὶ ἀπὸ
χριστιανικὴ πλευρὰ τὸ λάθος γίνεται, ὅταν γιὰ λόγους ἐκσυγχρονισμοῦ
ἐπιχειρεῖται ἡ συμμόρφωση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τὴν κοσμικὴ
ἀλήθεια.
Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν
ἐκσυγχρονίζεται ὅταν συμμορφώνεται μὲ τὴν σχετικότητα τοῦ κόσμου καὶ τοῦ
κοσμικοῦ πνεύματος, ἀλλὰ ὅταν διατηρεῖ ζωντανὴ τὴν παράδοσή του.
Περιεχόμενο τῆς παραδόσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός,
ποὺ πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, γιὰ νὰ παραμένει μέσα στὸν κόσμο μὲ τὴν
Ἐκκλησία του. Καὶ ἡ διατήρηση τῆς παραδόσεως αὐτῆς
πραγματοποιεῖται μὲ τὴν βίωση τοῦ θανάτου ὡς παράγοντος ζωῆς.
Πραγματοποιεῖται μὲ τὸν αὐτοαφανισμὸ τῶν ἑκάστοτε ζωντανῶν μελῶν τῆς
Ἐκκλησίας, ποὺ κάνει δυνατὴ τὴν φανέρωση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν
κεκοιμημένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας του μέσα σὲ νέα «συνάφεια»· στὴν
συνάφεια τῆς ζωῆς τῶν μελῶν της, ποὺ στρατεύονται μέσα στὸν κόσμο. Ἔτσι
καὶ ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάντοτε «συναφειακή».
Φυσικὸ ὅμως εἶναι νὰ παραμένει ὁ Χριστιανισμὸς ξένος καὶ παράδοξος γιὰ τὸν κόσμο.
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἦρθε ὡς ξένος μέσα στὸν κόσμο· ὄχι γιατί εἶναι
πραγματικὰ ξένος πρὸς τὸν κόσμο, ἀφοῦ αὐτὸς τὸν δημιούργησε, ἀλλὰ γιατί ὁ
κόσμος ἀλλοτριώθηκε καὶ ἀποξενώθηκε ἀπὸ αὐτόν. Ἦρθε «εἰς τὰ
ἴδια», δηλαδὴ στὰ δικά του, ἀλλὰ οἱ δικοί του δὲν τὸν δέχθηκαν. Σὲ ὅσους
ὅμως τὸν δέχθηκαν ἔδωσε τὴν ἐξουσία νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, νὰ
θεωθοῦν [3].
Ὁ ἄνθρωπος δὲν πλάστηκε γιὰ νὰ παραμείνει αὐτὸ ποὺ εἶναι [4].
Πλάστηκε γιὰ νὰ τελειοποιηθεῖ καὶ νὰ ἀναχθεῖ σὲ κάτι ποὺ δὲν εἶναι.
Προῆλθε ἀπὸ τὸ μὴ ὂν καὶ εἰκονίζει τὸν ὄντως Ὄντα. Δημιουργήθηκε ὡς
κτίσμα καὶ κλήθηκε νὰ γίνει ὅμοιος μὲ τὸν ἄκτιστο Δημιουργό. Εἶναι ἀπὸ
τὴν φύση του ἄνθρωπος καὶ τοῦ δόθηκε ἡ ἐξουσία νὰ γίνει θεὸς [5]. Ὁ Θεὸς
ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνει αὐτὸς θεός. Ἡ παραδοξότητα αὐτή, ποὺ
βρίσκεται στὶς ρίζες τοῦ Χριστιανισμοῦ, προσδιορίζει τὴν φύση του καὶ
διαμορφώνει τὸν ριζοσπαστικὸ χαρακτήρα του. Καὶ ἐξαιτίας τῆς φύσεως καὶ
τοῦ χαρακτήρα του ὁ Χριστιανισμὸς δὲν γίνεται εὔκολα ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὸν
κόσμο, ἀλλὰ «ἀντιλέγεται», ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ ἔγινε
«σημεῖον ἀντιλεγόμενον» καὶ «κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν» [6].
Ἡ
ἀπόρριψη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀποδοχή του ἀπὸ
πολλούς, εἶναι φαινόμενα διαχρονικά, ποὺ διαπιστώνονται καὶ στὴν ἐποχή
μας. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς μαθητές του: «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς
διώξουσιν· εἰ τὸν λόγον μου ἐτήρησαν, καὶ τὸν ὑμέτερον τηρήσουσιν» [7]. Ὁ
κόσμος παραμένει γενικὰ ξένος πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν διδασκαλία του.
Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ὀφείλεται μόνο στὴν ἀρνητικὴ τοποθέτηση τῶν ἀνθρώπων·
ὀφείλεται καὶ στὴν κακὴ ἐκπροσώπηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐκ μέρους τῶν
πιστῶν. Ἐδῶ ἔγκειται καὶ ἡ τραγικότητα τοῦ κόσμου, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ
ἀναγκαιότητα γιὰ τὴν σωστὴ μαρτυρία τῶν Χριστιανῶν μέσα στὸν κόσμο.
Οἱ
ἀληθινοὶ Χριστιανοὶ αἰσθάνονταν ἐξαρχῆς «ξένοι», ἢ «πάροικοι καὶ
παρεπίδημοι» μέσα στὸν κόσμο [8]. Ὄχι γιατί ἀποστρέφονταν τὸν κόσμο ἢ
γιατί αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ τόπος ποὺ τοὺς πρόσφερε ὁ Πατέρας τους, ἀλλὰ
γιατί ὁ κόσμος ἀπαρνήθηκε τὸν Πατέρα του καὶ τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο τὸν
ἔπλασε. Καὶ αἰσθάνονται ἔτσι οἱ Χριστιανοί, ἐπειδὴ τοποθετοῦν —καὶ στὸν
βαθμὸ ποὺ τοποθετοῦν— τὰ πάντα στὴν προοπτική τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Μὲ τὸν τρόπο ὅμως αὐτὸν καταξιώνουν καὶ τὸν κόσμο καὶ τὴν ζωὴ τοῦ
ἀνθρώπου μέσα στὸν κόσμο. Μένουν στὸν κόσμο ὡς πάροικοι καὶ παρεπίδημοι,
γιατί ἀσκοῦν —καὶ στὸν βαθμὸ ποὺ ἀσκοῦν— τὴν ἐξουσία τους νὰ ζοῦν ὡς
«συμπολίται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ» [9]. (...)
Σημειώσεις
[2]. «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν». Λουκ.12,49.
[3]. Βλ. Ἰω. 1,11-12.
[4]. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος χαρακτηρίζει τὸν ἄνθρωπο ὡς «ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καὶ ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον καὶ πέρας τοῦ μυστηρίου τῇ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον». Λόγος 38,11, PG 36,324A.
[5]. Βλ. Ἰω. 1,12.
[6]. Βλ. Λουκ. 2,34.
[7]. Ἰω. 15,20.
[8]. Βλ. Α΄ Πέτρ. 2,11.
[9]. Ἐφεσ. 2,19.
Συμπλήρωμα
Ορθοδοξία. Thinking outside the box.
Ηθικισμός στην Ορθοδοξία; Όχι ευχαριστώ!
Η αμαρτία (χωρίς ηθικισμούς)
Βιωματική θεολογία εκ της Τρούμπας του Πειραιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου