ΟΟΔΕ
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά κατά κανόνα κατηγορούν τους ορθόδοξους χριστιανούς ότι δεν μελετούν την Αγία Γραφή, αλλά στηρίζουν την πίστη τους σε κοινές «ανθρώπινες παραδόσεις», δηλ. στη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας.
Κατηγορούν επίσης την Ορθόδοξη Εκκλησία ότι δεν προτρέπει τα μέλη της (τους ορθόδοξους χριστιανούς) να διαβάζουν την Αγία Γραφή.
Από Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουμε ακούσει ισχυρισμούς, όπως ότι η πίστη των ορθόδοξων χριστιανών δεν βασίζεται στην Αγία Γραφή αλλά στην Ιερά Σύνοψη (βιβλίο με προσευχές και κείμενα εκκλησιαστικών τελετών, όπως οι ακολουθίες της Μ. Εβδομάδας, οι Χαιρετισμοί και η Παράκληση της Παναγίας κ.π.ά.), καθώς επίσης και ότι, τον καιρό που οι ίδιοι ήταν ακόμη ορθόδοξοι, πρώτη φορά άκουσαν κάποιον να τους προτρέπει να μελετήσουν την Αγία Γραφή όταν τους επισκέφτηκαν στο σπίτι τους κάποιοι Μάρτυρες του Ιεχωβά. «Συνεπώς», λένε, «γίναμε Μάρτυρες του Ιεχωβά, γιατί αυτή είναι η χριστιανική οργάνωση που μελετά την Αγία Γραφή. Η Ορθόδοξη Εκκλησία την παραγκώνισε».
Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Εννοείται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, η διδασκαλία της και ο τρόπος που λατρεύει το Θεό, είναι σε αρμονία με την Αγία Γραφή. Καμιά διδασκαλία ή πρακτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν είναι αντίθετη με την Αγία Γραφή, ακόμη και εκείνες που οι προτεστάντες (μέρος των οποίων είναι και η οργάνωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά) νομίζουν ότι είναι «αντιγραφικές», δηλ. αντιβιβλικές. Απλώς, η Αγία Γραφή δεν περιέχει όλα τα στοιχεία της πίστης και της λατρείας της αποστολικής Εκκλησίας, γιατί δεν χρειαζόταν να τα αναφέρει όλα.
Σχετικά με το θέμα αυτό, παρακαλώ να δείτε στα άρθρα:
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ως Προτεστάντες
Μελέτες για την Ορθόδοξη Εκκλησία (δείτε την υποενότητα «Ορθόδοξες πρακτικές»)
1. Η θέση της Αγίας Γραφής στην
Ορθόδοξη Εκκλησία
αποστόλων και, κατόπιν, σε κάθε γενιά χωρίς καμιά διακοπή μέχρι σήμερα) έρχεται πρωτίστως από την άμεση και προσωπική αποκάλυψη του Θεού στους αγίους και δευτερευόντως από τα βιβλία της Αγίας Γραφής (αυτό φαίνεται και από τις φανερώσεις και αποκαλύψεις του Θεού προς τους προφήτες και τους λοιπούς αγίους που οι ιστορίες τους περιέχονται μέσα στην Αγία Γραφή). Γι’ αυτό η Αγία Γραφή ερμηνεύεται σωστά από τους αγίους της Εκκλησίας (οι οποίοι είναι θεόπνευστοι, ακριβώς όπως οι απόστολοι, των οποίων είναι συνεχιστές) και όχι από τους φιλολόγους, τους ιστορικούς ή τους κάθε λογής επιστήμονες. Φυσικά πολλοί άγιοι ήταν και επιστήμονες, αλλά ερμήνευσαν την Αγία Γραφή σωστά επειδή ήταν ενωμένοι με το Χριστό (γι’ αυτό και βρίσκονταν μέσα στο φωτισμό του Αγίου Πνεύματος) και όχι επειδή την ανέλυσαν μέσω της επιστήμης τους.
Αυτός είναι ο λόγος, που οι αληθινοί χριστιανοί διατηρούν και πρακτικές ή διδασκαλίες, που δεν αναφέρονται ρητά στην Αγία Γραφή: ξέρουν μέσω των θεόπνευστων αγίων (από το τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ.), που ήταν και διάδοχοι των αποστόλων, ότι οι διδασκαλίες και οι πρακτικές αυτές είναι σύμφωνες με την Αγία Γραφή, το περιεχόμενο της οποίας ερμηνεύουν σωστά, μέσω του Αγίου Πνεύματος.
Αυτό προκαλεί στους προτεστάντες την εσφαλμένη εντύπωση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αξιοποιεί κατάλληλα την Αγία Γραφή. Όμως δεν έχουν δίκιο.
2. Πατέρες της Εκκλησίας και
Αγία Γραφή
α) Πώς η Αγία Γραφή αξιοποιείται
στην Ορθόδοξη Εκκλησία
Είναι σημαντικό να πούμε και ότι τα περισσότερα από αυτά τα έργα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας δεν είναι βιβλία, που γράφτηκαν σε κάποιο γραφείο, αλλά ομιλίες, που εκφωνήθηκαν σε πλατύ ακροατήριο. Αυτό δείχνει με πόσο ένθεο ζήλο οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού αγωνίστηκαν σε όλες τις εποχές για να κάνουν γνωστή και κατανοητή την Αγία Γραφή σε όλους τους ανθρώπους, τόσο στους μορφωμένους, όσο και στους λιγότερο μορφωμένους χριστιανούς.
Το ίδιο κάνουν και οι σύγχρονοι άγιοι Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο σύγχρονος άγιος διδάσκαλος της Ορθοδοξίας π. Σωφρόνιος του Έσσεξ, για παράδειγμα, στο εξαιρετικό βιβλίο του Περί προσευχής, έχει περίπου 400 παραθέματα από διάφορα βιβλία της Αγίας Γραφής και παραπομπές προς αυτά – παρομοίως στο εμβληματικό κύκνειο άσμα του με το βιβλικό τίτλο Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί (από το Α΄ Ιω. 3, 2) κ.τ.λ.
Οι προτεστάντες (Μάρτυρες του Ιεχωβά και άλλοι) συλλέγουν με μεγάλο σεβασμό τις απόψεις των διαφόρων πανεπιστημιακών φιλολόγων μελετητών της Αγίας Γραφής, που άλλο δεν κάνουν παρά να εξετάζουν φιλολογικά τη σημασία της μίας ή της άλλης βιβλικής λέξης, αλλά αρνούνται να λάβουν υπόψιν τις ερμηνείες των αγίων όλων των εποχών, οι οποίοι σαν αδιάσπαστη αλυσίδα συνεχίζουν τους αποστόλους. Ο λόγος αυτής της απόρριψης από τους ΜτΙ είναι ότι οι ερμηνείες των αγίων καταρρίπτουν τις νεότευκτες απόψεις που διατυπώνονται στις πραγματικές «ιερές γραφές» των ΜτΙ: τη Σκοπιά και τα διάφορα βιβλία τους, με τα οποία ανά χείρας «μελετούν τη Βίβλο»...
Άλλωστε και η ίδια η συγκρότηση της Αγίας Γραφής, δηλαδή ο καθορισμός των βιβλίων που την αποτελούν, δεν ήρθε στους ανθρώπους ουρανοκατέβατος, αλλά έγινε με μεγάλη προσοχή, αγάπη και σοφία από τους ίδιους τους Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας και εγκρίθηκε από τις ιερές Συνόδους της Εκκλησίας. Οι προτεστάντες δηλαδή (Μάρτυρες του Ιεχωβά και άλλοι) από την Ορθόδοξη Εκκλησία παρέλαβαν την Αγία Γραφή. Πώς λοιπόν ισχυρίζονται ότι η Εκκλησία την παραγκωνίζει;
(Εννοείται ότι Ορθόδοξη Εκκλησία χαρακτηρίζουμε και την αρχαία Εκκλησία, των πρώτων χιλίων χρόνων προ Χριστού, ακριβής συνέχεια της οποίας είναι η σημερινή Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως αμέτρητοι προτεστάντες και ρωμαιοκαθολικοί παραδέχονται – και πολλοί από αυτούς βρίσκουν το θάρρος να επιστρέψουν στην αληθινή πρωτοχριστιανική Εκκλησία, με το να γίνουν ορθόδοξοι. Ένα από τα πολλά παραδείγματα: «Καλώς ήρθατε στο σπίτι σας»: 2000 προτεστάντες στην Ορθοδοξία ).
β) Η Αγία Γραφή στην ορθόδοξη
λατρεία
Συνεπώς, κάθε άλλο παρά αποφεύγουν τη μελέτη των Αγίων Γραφών η Ορθόδοξη Εκκλησία και τα μέλη της.
Εκτός αυτού, το βασικό υμνογραφικό είδος που καλλιεργήθηκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία και έδωσε αριστουργήματα εκκλησιαστικής ποίησης και μουσικής, γραμμένα από αγίους ποιητές και μουσικούς (και εννοώ το υμνογραφικό είδος που λέγεται «κανόνας»), επίσης βασίζεται στην Αγία Γραφή: χωρίζεται σε εννέα ωδές, που αντλούν την έμπνευση και το θέμα τους από αντίστοιχες βιβλικές ωδές, που έψαλλαν διάφορα άγια πρόσωπα στην Αγία Γραφή: από την Παλαιά Διαθήκη ο Μωυσής (Έξοδος 15, 1-19, και Δευτερονόμιο 32, 1-43), η προφήτισσα Άννα (μητέρα του προφήτη Σαμουήλ), ο Ιωνάς, ο Αββακούμ, οι Τρεις Παίδες (Α΄ Βασιλειών 2, 1-10, Αββακούμ 3, 1-19, Ησαΐας 26, 9-20, Ιωνάς 2, 3-10, Δανιήλ 3, 26-88), ενώ από την Καινή Διαθήκη ο Ζαχαρίας, πατέρας του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, και η Θεοτόκος (Λουκ. 1, 46-55 και 68-79).
(Για το ότι η Παναγία είναι πράγματι Θεοτόκος και της αξίζει η τιμή – ΟΧΙ λατρεία – που της απέδιδε η Εκκλησία από τα αρχαία κιόλας χρόνια, μπορείτε να δείτε εδώ).
Πέρα από τη δομή των κανόνων, που βασίζεται στις βιβλικές ωδές, και τα ίδια τα υμνογραφικά έργα (τροπάρια) της Εκκλησίας είναι γεμάτα παραθέσεις, αναφορές, και αυτούσιους στίχους από την Αγία Γραφή.
Και η ίδια η ορθόδοξη χριστιανική λειτουργία – λειτουργία της αρχαίας Εκκλησίας – έχει τη μορφή που έχει για να ταιριάζει σε όλα τα στοιχεία της ουράνιας λειτουργίας, που είδαν να τελείται με τη συμμετοχή των σεραφείμ ο προφήτης Ησαΐας (Ησ. κεφ. 6) και με τη συμμετοχή αγγέλων και ανθρώπων ο ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη.
γ) Εκκλησιαστικές κινήσεις για
τη μελέτη της Αγίας Γραφής
Να επισημάνουμε και τους «κύκλους μελέτης της Αγίας Γραφής», που λειτουργούν εβδομαδιαία σε πολλές ενορίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας (εδώ και πολλές δεκαετίες), τις μεταφράσεις και εκδόσεις της Αγίας Γραφής από την Ορθόδοξη Εκκλησία στα νέα ελληνικά, αλλά και σε πολλές γλώσσες και διαλέκτους ανά των κόσμο, καθώς και τις επιμέρους δραστηριότητες ορθόδοξων επισκόπων και πρεσβυτέρων για την εξάπλωση της μελέτη της Αγίας Γραφής, όπως (για να αναφέρω δύο παραδείγματα) οι συνοπτικές εκδόσεις μεμονωμένων βιβλίων της από τη μητρόπολη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, η προσφορά ενός αντιτύπου της Καινής Διαθήκης σε κάθε μαθητή της Β΄ Γυμνασίου από τη Μητρόπολη Ρεθύμνης (στη Β΄ Γυμνασίου ο μαθητής διδάσκεται το ευαγγέλιο στο μάθημα των Θρησκευτικών) και γενικά ό,τι πράττει κάθε μητρόπολη στην επικράτειά της…
Ας προσθέσουμε και ότι οι μαθητές των ελληνικών σχολείων διδάσκονται το περιεχόμενο της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης στο μάθημα των Θρησκευτικών των τριών τάξεων του Γυμνασίου, χωρίς να συνυπολογίσουμε τις δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, παραπομπές στην Αγία Γραφή και παραθέσεις αποσπασμάτων της, που περιέχονται στα βιβλία Θρησκευτικών του Λυκείου. Αυτά τα βιβλία είναι γραμμένα και διδάσκονται από ορθόδοξους θεολόγους και το μάθημα έχει το συγκεκριμένο περιεχόμενο, ακριβώς επειδή η Ορθοδοξία είναι η πνευματική παράδοση της πατρίδας μας σχεδόν από την εποχή της ίδρυσης του χριστιανισμού. Βεβαίως, οι ΜτΙ πάντα, χωρίς εξαίρεση, αποσύρουν τα παιδιά τους από το μάθημα, ζητώντας απαλλαγή για θρησκευτικούς λόγους, κι έτσι τα εμποδίζουν ν’ ακούσουν κάτι διαφορετικό από τα κηρύγματα της Σκοπιάς, αλλά και να γνωρίζουν έστω ότι στο σχολείο διδάσκεται η Αγία Γραφή.
Συνεπώς, όσοι ορθόδοξοι χριστιανοί (ή πρώην ορθόδοξοι) νομίζουν ότι εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν διδάχτηκαν την Αγία Γραφή και δεν παρακινήθηκαν να τη μελετούν, απλώς έκλεισαν τ’ αφτιά τους σε όλ’ αυτά, επειδή είτε αδιαφόρησαν, είτε παραπλανήθηκαν, κι έτσι έπεσαν στην παγίδα μιας Οργάνωσης, που κρυφά τους αποκόπτει από το Θεό και από την ίδια την Αγία Γραφή, όπως θα δείξουμε παρακάτω.
3. Μάρτυρες του Ιεχωβά και Αγία
Γραφή
α) Η «μελέτη των Γραφών» από τη
Μετάφραση Νέου Κόσμου με τη βοήθεια της Σκοπιάς
Για να αντιληφθεί ο αναγνώστης το μέγεθος της τροποποίησης, που έχει υποστεί η Αγία Γραφή στη ΜΝΚ, μπορεί να ανατρέξει σε αυτή την ενότητα άρθρων. Εδώ επιτρέψτε μου να δώσω μόνο δύο παραδείγματα, που θεωρώ χαρακτηριστικά:
Α) Η πραγματική Παλαιά Διαθήκη που χρησιμοποιούσαν οι απόστολοι (από την οποία πλήθος αποσπάσματα παραθέτουν στα κείμενά τους) και γενικά οι χριστιανοί από τον 1ο αιώνα κιόλας, καθώς και η Καινή Διαθήκη, γραμμένη από τους ίδιους τους αποστόλους, δεν ονομάζει ποτέ το Θεό «Ιεχωβά», εκτός από τη συγκεκομμένη μορφή του ονόματος που περιέχεται στα τέσσερα Αλληλούια της Αποκάλυψης (τη λέξη αλληλούια τη χρησιμοποιεί συνεχώς η Ορθόδοξη Εκκλησία στη λατρεία του Θεού). Αυτός είναι και ο λόγος που οι χριστιανοί δεν ονομάζουμε το Θεό «Ιεχωβά»: δεν παραλάβαμε από τους αποστόλους τη χρησιμοποίηση αυτού του ονόματος, που ο ρόλος του περιοριζόταν στους Ισραηλίτες της Παλαιάς Διαθήκης.
Όμως οι ΜτΙ πρόσθεσαν μόνοι τους το τετραγράμματο «όνομα» (που το έχουν αποδεχτεί στη μεταγενέστερη και όχι βιβλική μορφή «Ιεχωβά») σε όλη την έκταση της Παλαιάς Διαθήκης (των «εβραϊκών γραφών», όπως την ονομάζουν) και – το πιο εξωφρενικό! – σε όλη την έκταση της Καινής Διαθήκης! Στην Παλαιά Διαθήκη μπορούν να ισχυριστούν ότι το πρόσθεσαν επειδή προτίμησαν το αρχαία εβραϊκά βιβλικά κείμενα (που περιέχουν το όνομα) αντί για τα ελληνικά (που το μεταφράζουν «Κύριος» και «ο Ων»). Φυσικά αυτό είναι αντίθετο προς την ίδια την Αγία Γραφή, γιατί και η Καινή Διαθήκη γράφει «Κύριος» όπου τα εβραϊκά κείμενα είχαν το τετραγράμματο. Όμως στην Καινή Διαθήκη δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για την προσθήκη του ονόματος, γιατί δεν υπάρχουν ούτε υπήρξαν ποτέ «άλλα» χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης που να το περιέχουν! Αν οι απόστολοι, και κατ’ επέκτασιν ο Ιησούς Χριστός και το Άγιο Πνεύμα, ήθελαν να ονομάζουμε το Θεό «Ιεχωβά», αντί για Κύριο, Πατέρα και Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα (ο Θεός, στο όνομα του οποίου βαπτιζόμαστε), θα το είχαν γράψει οι ίδιοι. Δε θα περίμεναν τους ηγέτες της Σκοπιάς να το προσθέσουν στα κείμενα, είκοσι αιώνες αργότερα!...
Λεπτομέρειες για το θέμα μπορείτε να διαβάστε στο άρθρο:
Το «όνομα του Θεού» στην Αγία Γραφή και η χρήση του από τους χριστιανούς
Β) Στο Εβρ. 19, 16-17, ο απόστολος Παύλος δίνει ένα ακαταμάχητο τεκμήριο της θεϊκής φύσης του Υιού του Θεού, δηλαδή του Ιησού Χριστού. Γράφει ότι ο Θεός έκανε διαθήκη με τους ανθρώπους, κληροδοτώντας τους τη βασιλεία Του, και κάθε διαθήκη ισχύει μετά το θάνατο του διαθέτη. Συνεπώς, ο Θεός, ο διαθέτης της Διαθήκης, πέθανε και η διαθήκη Του ίσχυσε μετά το θάνατό Του. Αυτός ο Θεός, φυσικά, δε μπορεί να είναι παρά ο Χριστός, που πέθανε στο σταυρό.
Η ΜΝΚ εισήγαγε αυθαίρετα τον όρο «ανθρώπινος» στους δύο στίχους, παρουσιάζοντας τον Παύλο να λέει ότι η διαθήκη ισχύει μετά το θάνατο του «ανθρώπινου διαθέτη», ώστε να παρακάμψει το ανυπέρβλητο εμπόδιο του χαρακτηρισμού του σταυρωθέντος Ιησού ως Θεού διαθέτη της διαθήκης.
Όμως ο Παύλος εδώ τον όρο «διαθήκη» τον χρησιμοποιεί με τη σημερινή έννοια: η μετά θάνατον ανακοίνωση των επιθυμιών κάποιου, κυρίως ως προς τη διάθεση της περιουσίας του (η έννοια αυτή υπήρχε και στην αρχαιότητα, όπως μας βεβαιώνει όχι μόνο η ίδια η αναφορά της προς Εβραίους, αλλά και το Λεξικόν της Αρχαίας Ελλ. Γλώσσης του Ι. Σταματάκου, για να αναφερθώ κι εγώ σ’ ένα λεξικό, αφού το προτιμούν οι ΜτΙ). Αυτή και μόνον είναι η διαθήκη, που η ισχύς της προϋποθέτει το θάνατο του διαθέτη.
Το πραγματικό κείμενο του εδαφίου: «16 όπου γαρ διαθήκη, θάνατον ανάγκη φέρεσθαι του διαθεμένου· 17 διαθήκη γαρ επί νεκροίς βεβαία, επεί μήποτε ισχύει ότε ζη ο διαθέμενος». Ο Παύλος μιλάει γενικά για τις διαθήκες, αυτές που συντάσσουν οι άνθρωποι και που ισχύουν μετά το θάνατό τους. Υπονοεί ότι η διαθήκη του Θεού είναι ανάλογη με αυτές. Η κληρονομιά εν προκειμένω είναι η «αιώνιος κληρονομία» του στίχ. 15.
Η ΜΝΚ λοιπόν εισήγαγε αυθαίρετα τον όρο «ανθρώπινος». Ποιο είναι το υπόβαθρο αυτής της εισαγωγής; Άγνωστο… Μάλιστα, στην κριτική έκδοση Nestle-Aland, Novum Testamentum Graece, φαίνεται ότι κανένα αρχαίο χειρόγραφο δεν περιέχει τέτοια παραλλαγή (όπως π.χ. και στο Κολ. 1, 16-17, από πουθενά δεν υποστηρίζεται η προσθήκη «τα άλλα», αλλά ο Υιός φαίνεται συνδημιουργός όλων ανεξαιρέτως των δημιουργημάτων, άρα ο ίδιος δεν είναι δημιούργημα του Θεού). Νομίζω ότι αξίζει να το ψάξει κάποιος που θεωρεί τον εαυτό του «ανεξάρτητο ερευνητή», πριν παραμείνει βέβαιος για την αξιοπιστία της ΜΝΚ.
Αν είναι ανάγκη, ας αιτιολογήσουμε παραπέρα γιατί η ερμηνεία των ΜτΙ στο εδάφιο είναι προβληματική. Εκτός από το ότι η Αγία Γραφή δεν λέει αυτό που ισχυρίζεται η ΜΝΚ, έχουμε και τα εξής:
α) Ποτέ η ισχύς μιας διαθήκης δε σχετίζεται με το θάνατο του «μεσίτη». Ούτε στην Π.Δ. χρειάστηκε να πεθάνει ο μεσίτης Μωυσής (ούτε και σήμερα οι μεσίτες συμβολαιογράφοι). Ο θάνατος του Ιησού είναι θάνατος εξιλαστήριος, αλλά συγχρόνως είναι και ο θάνατος του διαθέτη της διαθήκης, που κάνει τη διαθήκη να ισχύει (το λέει ο Παύλος, όχι εγώ).
Τα ζώα των εβραϊκών θυσιών δεν είναι μεσίτες της Π.Δ., ούτε διαθέτες, ούτε η θυσία τους παρείχε πραγματική εξιλέωση… Ο θάνατός τους είναι απλά τύπος του θανάτου του Χριστού (του διαθέτη), που είναι εξ αρχής ο θείος σκοπός και το θείο σχέδιο. Αυτό φαίνεται π.χ. στο κεφ. 10:
«1 Σκιάν γαρ έχων ο νόμος των μελλόντων αγαθών, ουκ αυτήν την εικόνα των πραγμάτων, κατ' ενιαυτόν ταις αυταίς θυσίαις ας προσφέρουσιν εις το διηνεκές, ουδέποτε δύναται τους προσερχομένους τελειώσαι· 2 επεί ουκ αν επαύσαντο προσφερόμεναι, δια το μηδεμίαν έχειν έτι συνείδησιν αμαρτιών τους λατρεύοντας, άπαξ κεκαθαρμένους; 3 αλλ' εν αυταίς ανάμνησις αμαρτιών κατ' ενιαυτόν· 4 αδύνατον γαρ αίμα ταύρων και τράγων αφαιρείν αμαρτίας».β) Στη θεία διαθήκη, με την έννοια που χρησιμοποιεί εδώ τον όρο ο απόστολος Παύλος, δεν υπάρχει ανθρώπινος διαθέτης. Ο Διαθέτης είναι ο Θεός, που κληροδοτεί την «αιώνιον κληρονομίαν» στους ανθρώπους.
Στη θυσία του Κυρίου, όπως ο Χριστός μπορεί να είναι συγχρόνως θύτης (αρχιερεύς) και θύμα (αμνός του Θεού), έτσι μπορεί να είναι και ο δεχόμενος τη θυσία Θεός – όχι μόνος, αλλά ως μέλος της Τριαδικής Θεότητας. Ακόμη όμως κι αν θεωρήσουμε ότι η θυσία προσφέρεται μόνο προς τον Πατέρα, δε μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι, κατά τον Παύλο, ο Ιησούς είναι ο «διαθέμενος», με το θάνατο του οποίου τίθεται σε ισχύ το περιεχόμενο της διαθήκης. Φυσικά, η διαθήκη είναι του (τριαδικού) Θεού, όχι μόνο του Υιού. Αλλά ο θάνατος του Υιού, ως ανθρώπου, αποτελεί το θάνατο του διαθέτη Θεού, που συμβαίνει κατά παράδοξο τρόπο φυσικά και θέτει σε ισχύ τη διαθήκη μετά τον «θάνατον του διαθεμένου».
β) Αντιβιβλικές πρακτικές των
Μαρτύρων του Ιεχωβά
Α) Η θεία κοινωνία του σώματος και αίματος του Χριστού
Στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, κεφ. 6, στίχ. 51-58, ο Ιησούς λέει:
«Εγώ ειμι ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς· εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα. και ο άρτος δε ον εγώ δώσω, η σάρξ μου εστιν, ην εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής. Εμάχοντο ουν προς αλλήλους οι Ιουδαίοι λέγοντες· Πώς δύναται ούτος ημίν δούναι την σάρκα φαγείν; είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς· αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς. ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον, και εγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα. η γαρ σάρξ μου αληθώς εστι βρώσις, και το αίμα μου αληθώς εστι πόσις. ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ. καθώς απέστειλέ με ο ζων πατήρ καγώ ζω διά τον πατέρα, και ο τρώγων με κακείνος ζήσεται δι' εμέ. ούτός εστιν ο άρτος ο εκ του ουρανού καταβάς, ου καθώς έφαγον οι πατέρες υμών το μάννα και απέθανον· ο τρώγων τούτον τον άρτον ζήσεται εις τον αιώνα».Στα νέα ελληνικά:
«Εγώ είμαι ο ζωντανός άρτος (=ψωμί) που κατέβηκε από τον ουρανό· αν κάποιος φάει απ’ αυτό τον άρτο, θα ζήσει αιώνια. Και ο άρτος που θα δώσω εγώ είναι η σάρκα μου, την οποία θα προσφέρω υπέρ της ζωής του κόσμου. Διαφωνούσαν λοιπόν μεταξύ τους οι Ιουδαίοι λέγοντας· Πώς μπορεί αυτός να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του; Τους είπε λοιπόν ο Ιησούς· αλήθεια σας λέω, αν δε φάτε τη σάρκα του υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε ζωή μέσα σας. Όποιος τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή αιώνια, και εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα. Διότι η σάρκα μου είναι αληθινή τροφή και το αίμα μου αληθινό ποτό. Όποιος τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου, μένει μέσα μου και εγώ μέσα του. Όπως με έστειλε ο ζωντανός Πατέρας και εγώ ζω εξαιτίας του Πατέρα, και εκείνος που με τρώει θα ζήσει εξαιτίας μου. αυτός είναι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό, όχι όπως οι πρόγονοί σας έφαγαν το μάννα και πέθαναν· όποιος τρώει αυτό τον άρτο θα ζήσει αιώνια».Είναι φανερό ακόμη και διά γυμνού οφθαλμού ότι εδώ ο Κύριος αναφέρεται στη θεία μετάληψη. Οι ΜτΙ, όπως και άλλοι προτεστάντες, επειδή επιμένουν να αρνούνται ότι η θεία κοινωνία είναι πραγματικό σώμα και αίμα του Χριστού, ισχυρίζονται ότι εδώ ο Κύριος υπονοεί απλώς την τήρηση της διδασκαλίας Του. Όμως, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμιά απολύτως ένδειξη ότι εννοεί κάτι τέτοιο. Αντίθετα, στο τελευταίο δείπνο Του, με τους μαθητές Του, όταν τους κοινώνησε, είπε ακριβώς το ίδιο: μίλησε για σώμα και αίμα και είπε ότι το ψωμί είναι το σώμα Του (ότι «είναι» το σώμα Του και όχι ότι «σημαίνει» το σώμα Του, όπως το παραφράζει η Μετάφραση Νέου Κόσμου) και ότι το κρασί είναι το αίμα Του και τους κάλεσε να φάνε το σώμα Του και να πιουν το αίμα Του. Είναι φανερό ότι πρόκειται για το ίδιο πράγμα. Εξάλλου, δεν υπάρχει άλλο σημείο στο χριστιανισμό – πλην της θείας μετάληψης – όπου να γίνεται λόγος για βρώση και πόση σώματος και αίματος Χριστού. Και σε καμία περίπτωση οι λέξεις «σάρκα και αίμα» δε σημαίνουν τη διδασκαλία ή τις εντολές του Θεού ή οποιουδήποτε άλλου, ούτε το να εφαρμόσει κάποιος αυτές τις εντολές παρομοιάζεται με το… να φάει εκείνον που του τις έδωσε, και μάλιστα αναλυτικά «να φάει τη σάρκα του και να πιει το αίμα του»!
Συνεπώς, ο Κύριος Ιησούς Χριστός τόνισε με μεγάλη ένταση ότι όποιος δεν τρώει (και μάλιστα συνεχώς, όχι μία φορά) το σώμα Του και δεν πίνει το αίμα Του (δηλαδή όποιος δεν συμμετέχει στη θεία κοινωνία, τρώγοντας το ψωμί και το κρασί της θείας μετάληψης) δεν έχει ζωή μέσα του, ενώ όποιος τα τρώει και πίνει αυτός βρίσκεται σε ενότητα με το Χριστό (εκείνος «εν εμοί» και εγώ «εν αυτώ» = εκείνος μέσα μου και εγώ μέσα του) και αυτόν θα αναστήσει ο Κύριος κατά τη δευτέρα παρουσία Του (όλοι οι άνθρωποι θα αναστηθούν, αλλά οι μεν για «ανάσταση ζωής», οι δε για «ανάσταση κρίσεως», Ιω. 5, 28-29).
Ο απόστολος Παύλος, στην Α΄ Κορινθ. 10, 16, γράφει ότι το «ποτήριον της ευλογίας» αποτελεί «κοινωνία του αίματος του Χριστού» και ο άρτος αποτελεί «κοινωνία του σώματος του Χριστού». Κοινωνία = ενότητα. Πρόκειται λοιπόν για ενότητα του ανθρώπου με το αίμα του Χριστού, καθώς και με το σώμα Του, ενότητα που πραγματοποιείται όταν τρώμε και πίνουμε το «δείπνο του Κυρίου» (γι’ αυτό η Ορθόδοξη Εκκλησία, που – αντίθετα απ’ ό,τι σε έχουν διδάξει, αδελφέ μου μάρτυρα του Ιεχωβά – χρησιμοποιεί την ορολογία της Αγίας Γραφής, ονομάζει την πράξη αυτή «θεία κοινωνία», με τον όρο του αποστόλου Παύλου).
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά όμως απαγορεύουν στα μέλη τους να κοινωνήσουν το σώμα και το αίμα του Κυρίου και επιτρέπουν την κοινωνία μόνο σ’ εκείνους που θεωρούν ότι περιλαμβάνονται στους «144.000 αγίους» της Αποκάλυψης, οι οποίοι, κατά τη γνώμη τους, θα είναι οι μόνοι συμβασιλείς του Χριστού.
Η απαγόρευση αυτή, αδελφέ μου μάρτυρα του Ιεχωβά, σημαίνει πως σου απαγορεύεται να έχεις μέσα σου αιώνια ζωή, σου απαγορεύεται να έχεις μέσα σου το Χριστό και να έχεις μερίδιο στην ανάσταση της ζωής. Η Οργάνωση, στην οποία ανήκεις – έστω και με τη λάθος άποψη που έχει για τη θεία κοινωνία, ότι είναι «μόνο σύμβολο» του σώματος και αίματος του Κυρίου – σου το απαγορεύει και σε καταδικάζει σε αιώνια αποκοπή από το Χριστό, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Χριστού!
Η απαγόρευση αυτή είναι πράξη απάνθρωπη και σαφώς αντιγραφική, δηλ. αντίθετη με τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής. Και τούτο, γιατί ο Χριστός, όταν είπε τα λόγια του Ιω. 6, 51-58, απευθύνθηκε προς όλο τον κόσμο και όχι προς κάποια περιορισμένη ομάδα «εκλεκτών», που «μόνον αυτοί» θα χρειάζονταν να κοινωνήσουν. Μάλιστα μίλησε προς ανθρώπους που δεν ήταν καν χριστιανοί – η αναφορά του στη σάρκα και το αίμα Του ήταν μέρος της γενικής πρόσκλησής Του προς όλο τον κόσμο να γίνουν χριστιανοί. Πουθενά στην Αγία Γραφή δε φαίνεται ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη τάξη, ομάδα ή κάστα χριστιανών που επιτρέπεται να κοινωνήσουν και μια άλλη, που απαγορεύεται. Όλοι οι πρώτοι χριστιανοί συμμετείχαν στο δείπνο του Κυρίου, στην κλάση του άρτου, απλώς έπρεπε πρώτα να εξετάζουν τον εαυτό τους για να συνειδητοποιούν τα αμαρτήματά τους κι έτσι να μετέχουν αξίως (Α΄ Κορινθ. 11, 27-31).
Περισσότερα για το θέμα (και για τις γνωστές αντιρρήσεις των ΜτΙ) στο άρθρο: Η αναγκαιότητα της συμμετοχής στη θεία μετάληψη και η απαγόρευσή της από την Οργάνωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά
Β) Η τιμή του σταυρού
Ο Απόστολος Παύλος, Γαλ. 6, 14, γράφει ότι το μόνο πράγμα για το οποίο καυχιέται είναι ο σταυρός του Χριστού και στην Α΄ Κορ. 1, 18, γράφει ότι «ο λόγος του σταυρού» είναι δύναμη Θεού για τους σωζόμενους χριστιανούς. Στην Εφεσ. 2, 16, γράφει ότι ο Θεός αποκατέστησε τη σχέση των ανθρώπων με Αυτόν διά του σταυρού – και γενικά οι τιμητικές αναφορές του στο σταυρό του Χριστό είναι άφθονες.
Φυσικά ο Παύλος γράφει «σταυρός» και εννοεί «σταύρωση». Γιατί όμως δε γράφει απευθείας «σταύρωση»; Διότι ταυτίζει σταύρωση και σταυρό. Ο σταυρός χρησιμοποιείται ως το σύμβολο της σταύρωσης. Ο Χριστός έσωσε την ανθρωπότητα διά του σταυρού Του.
Αυτό κάνουμε και οι χριστιανοί, όταν χρησιμοποιούμε το σταυρό ως χριστιανικό σύμβολο. Τον χρησιμοποιούμε ως σύμβολο της σταύρωσης του Χριστού. Η χρήση του σταυρού λοιπόν δεν έχει σχέση με ειδωλολατρικές επιρροές. Εμείς δεν τιμούμε γενικά το σταυρό, αλλά μόνο το σταυρό του Χριστού. Χιλιάδες δυστυχείς κατάδικοι σταυρώθηκαν μέσα στους αιώνες, αλλά δεν τιμούμε τους σταυρούς τους, τιμούμε μόνο το σταυρό του Χριστού και αυτό σημαίνουν όλοι οι σταυροί που χρησιμοποιούμε στην πνευματική ζωή μας.
Ας σημειωθεί ότι κατά τον Παύλο και γενικά τη Γραφή, «καταραμένος» δεν είναι ο σταυρός, αλλά ο σταυρωμένος (Γαλ. 3, 13, Δευτερονόμιο 21, 23). Άρα, ο Χριστός είναι καταραμένος για μας; Η απάντηση είναι σαφής: όχι βέβαια. Όπως ο Χριστός δεν είναι καταραμένος (αλλά, αντίθετα, έλυσε την κατάρα), έτσι δεν είναι και ο σταυρός. Πώς θα μπορούσε να είναι καταραμένο το όργανο, με το οποίο ο Θεός έσωσε τον άνθρωπο;
Οι ΜτΙ ωστόσο, διαφέροντας από τον Παύλο και συνεπώς από την Αγία Γραφή, δεν καυχώνται για το σταυρό του Χριστού και δεν τον τιμούν. Αρνούνται ακόμα και να αναφέρουν τη λέξη σταυρός, αντικαθιστώντας την στη ΜΝΚ με τον όρο… «ξύλο βασανισμού» – ενώ η λέξη δεν χρειάζεται μετάφραση, αφού χρησιμοποιείται και σήμερα με την ίδια έννοια. Απλώς, αυτό συνέβη για να απομακρυνθεί η σκέψη των ΜτΙ από τις ορθόδοξες πνευματικές ρίζες των προγόνων τους.
Ιδού λοιπόν ότι η πρακτική των ορθοδόξων είναι σύμφωνη με την Αγία Γραφή και όχι των ΜτΙ.
Βεβαίως, το ότι ο σταυρός του Χριστού είναι και φυλαχτό κατά των δαιμονικών δυνάμεων, αυτό το έχει δείξει η πείρα των αιώνων, αλλά προτυπώνεται και στην Αγία Γραφή. Είναι το αντίστοιχο ενός άλλου φυλαχτού, του χάλκινου όφεως των Αριθμών, κεφ. 21, που αποτελεί προτύπωση του σταυρού (Ιω. 3, 14).
Εξυπακούεται ότι δεν υπάρχει «λατρεία του σταυρού», όπως δεν υπάρχει και «λατρεία της Μαρίας» ή των αγίων κ.τ.λ. Μόνον ο Τριαδικός Θεός λατρεύεται, γιατί πράξη λατρείας, για μας, είναι μόνον η λειτουργία, δηλαδή η τέλεση της θείας μετάληψης. Η λειτουργία απευθύνεται στον Πατέρα, δι’ Υιού, εν Αγίω Πνεύματι.
Οι ναοί τιμητικά αφιερώνονται σε ονόματα αγίων ή της Θεοτόκου. Το θυσιαστήριο όλων των ναών (από το οποίο εμείς «έχομεν εξουσίαν φαγείν», ενώ οι «τη σκηνή λατρεύοντες» δεν έχουν, Εβρ. 13, 10) είναι πάντα αφιερωμένο στο Θεό.
Γ) Ο μακαρισμός της Θεοτόκου
Στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο, 1, 46-55, καταγράφεται η «ωδή της Θεοτόκου», δηλ. ο ύμνος που έψαλλε η μητέρα του Κυρίου μας, όταν η αγία Ελισάβετ, μητέρα του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, εκφράστηκε προς αυτήν με τα άκρως τιμητικά λόγια που όλοι γνωρίζετε.
Εκεί η Παναγία είπε: «Ιδού γαρ, από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί» (διότι ιδού, από τώρα θα με ευλογούν όλες οι γενιές).
Ας θέσουμε το ερώτημα: με ποιον τρόπο «όλες οι γενιές», από την εποχή της γέννησης του Χριστού μέχρι την ανάσταση των νεκρών, ευλογούν (μακαρίζουν) και θα ευλογούν τη Θεοτόκο; Μήπως με τις υποτιμητικές απόψεις που έχουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και οι λοιποί προτεστάντες για το πρόσωπό της ή με τον τρόπο που την τιμούν οι ορθόδοξοι χριστιανοί, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα;
Ασφαλώς η Παναγία δεν εννοούσε ότι ο μακαρισμός της από «όλες τις γενιές» θ’ αρχίσει να γίνεται με σωστό τρόπο από το 1500 και έπειτα, πρώτον διότι τότε δεν θα έλεγε «όλες οι γενιές» και, δεύτερον, διότι στον προτεσταντικό κόσμο κάθε άλλο παρά μακαρίζεται. Μακαρίζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Συνεπώς, σύμφωνη με την Αγία Γραφή είναι η στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντί της, όχι η στάση των ΜτΙ και των υπόλοιπων προτεσταντών.
Ας διευκρινίσω ότι γνωρίζω φυσικά πως οι ΜτΙ δεν αποκαλούν τη Μητέρα του Κυρίου «Παναγία» (όπως και όλοι οι προτεστάντες). Όμως η τιμή που της αποδίδουμε εμείς είναι ασήμαντη μπροστά στην τιμή που της απέδωσε ο Πανάγιος Θεός. Η Μαρία είναι «Παναγία» όχι σε σχέση με το Θεό (τον μόνο κατά φύσιν «Άγιο και Πανάγιο» – όπως χαρακτηρίζεται σε προσευχή μέσα στην ορθόδοξη θεία λειτουργία), αλλά σε σχέση με τους ανθρώπους, εφόσον οι χριστιανοί συχνά χαρακτηρίζονται άγιοι, ενώ εκείνη είναι «ευλογημένη εν γυναιξί», άρα και μεταξύ των αγίων γυναικών είναι πιο ευλογημένη, και είναι «η μήτηρ του Κυρίου», που κυοφόρησε εκείνον που φέρει «το πλήρωμα της Θεότητος» (Κολ. 2, 9). Πώς λοιπόν δεν είναι Παναγία, αφού πήρε μέσα της και έδωσε σάρκα στο ίδιο το πλήρωμα της Θεότητος;
Υπενθυμίζω ότι περισσότερα για όλα αυτά μπορείτε να δείτε στην ενότητα άρθρων Μελέτες για την Ορθόδοξη Εκκλησία (στην υποενότητα «Ορθόδοξες πρακτικές»).
Τα παραπάνω είναι μερικά μόνο από τα πολλά παραδείγματα που μπορούμε να φέρουμε, για την αληθινή σχέση της Οργάνωσης των Μαρτύρων του Ιεχωβά με την Αγία Γραφή, σε σύγκριση με τη σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας (της αυθεντικής, πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας που ίδρυσε ο Ιησούς Χριστός) με αυτήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου