ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Η πρώτη Εκκλησία είχε ιερείς;

Περί ειδικού ιερατείου στην πρώτη (αποστολική) Εκκλησία

Ο Απόστολος Παύλος εγκαθιστά εις Γόρτυνα τον Τίτο, πρώτο επίσκοπο Κρήτης. Τοιχογραφία Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας (Πηγή: http://orthodoxovima.blogspot.gr)

Θ. Ρηγινιώτης - Τμήμα επιστολής σε αδογματικό προτεστάντη

Ως γνωστόν, οι άγιοι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας δεν περιορίζονταν στην κήρυξη του ευαγγελίου και στο βάπτισμα των ανθρώπων που το αποδέχονταν, αλλά «εχειροτόνουν πρεσβυτέρους κατ’ εκκλησίαν» (Πράξεις, 14, 23 [δείτε την Καινή Διαθήκη εδώ]). Οι πιο γνωστοί απ’ αυτούς είναι ασφαλώς οι Τίτος και Τιμόθεος, λόγω των επιστολών που τους απεύθυνε ο Παύλος και που περιλαμβάνονται στην Καινή Διαθήκη. Ας δούμε λοιπόν μερικά χαρακτηριστικά αυτών των πρεσβυτέρων, για να καταλάβουμε τη θέση του κλήρου (ιερέων) στην πρώτη Εκκλησία και τη σχέση του με το χριστιανικό κλήρο των επόμενων αιώνων, και με τον ορθόδοξο κλήρο μέχρι και σήμερα.
       Αν υποθέσουμε ότι στην Έφεσο ή την Κρήτη κάποιος αυτόκλητος διεκδικούσε για τον εαυτό του την αυθεντία που είχε ο Τιμόθεος ή ο Τίτος, τι θα έπρεπε να συμβεί; Να αναγνωριστεί και αυτός ως γνήσιος ποιμένας ή να διακηρυχτεί παντού ότι ήταν ψευδοποιμένας; Προφανώς το δεύτερο, αλλιώς κάθε ταλαντούχος άνθρωπος θα μπορούσε να σύρει την Εκκλησία όπου ήθελε.
       Και από πού είχαν πάρει την αυθεντία τους οι Τιμόθεος και Τίτος; Απευθείας από το Χριστό; Όχι. Από τον απόστολο Παύλο. Ήταν οι αυθεντικοί ποιμένες επειδή τους είχε εγκαταστήσει σ’ αυτή τη θέση ο Παύλος. Άραγε ο Θεός ή ο Παύλος, και αντίστοιχα κάθε απόστολος, το έκανε αυτό για να σβήσει αυτή η ποιμαντική φροντίδα σε μια γενιά; Αν ήταν έτσι, τότε πάει η Εκκλησία, όπως ισχυρίζονται οι προτεστάντες περί γενικής αποστασίας [1].
       Και τι θα γινόταν όταν οι Τιμόθεος και Τίτος θα πέθαιναν, είτε φυσικά είτε μαρτυρικά; Προφανώς θα έπρεπε να έχουν εγκαταστήσει κι εκείνοι το διάδοχό τους, όπως κι αυτούς τους εγκατέστησε ένας απόστολος. Αυτό το ζητάει ήδη ο Παύλος στο Β΄ Τιμόθ. 2, 2 («και α ήκουσας παρ’ εμού δια πολλών μαρτύρων, ταύτα παράθου πιστοίς ανθρώποις, οίτινες ικανοί έσονται και ετέρους διδάξαι»). Άραγε δεν το έκανε αυτό το Τιμόθεος;
       Ασφαλώς θα το έκανε, και δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι έσφαλε στην επιλογή του – πολλώ μάλλον ότι όλοι οι μαθητές των αποστόλων οι εγκατεστημένοι ως ποιμένες σε όλη την οικουμένη συλλήβδην έσφαλαν και δεν επέλεξαν άξιους και αγίους διαδόχους, άρα ότι στην επόμενη γενιά η Εκκλησία «αποστάτησε». Όμως αυτή η επόμενη γενιά ξεφεύγει από τους χρόνους της Κ. Διαθήκης, έχουμε πλέον Πατέρες της Εκκλησίας, που όμως επιλέχθηκαν από τους άμεσους διαδόχους των αποστόλων (οι δε άγιοι Κλήμης Ρώμης, Ιγνάτιος και Πολύκαρπος από τους ίδιους τους αποστόλους). Και έτσι πάει από γενιά σε γενιά. Αυτό είναι η «αποστολική διαδοχή».
       Γι’ αυτό οι αυθεντικοί ποιμένες της Εκκλησίας είναι εκείνοι που εγκαταστάθηκαν από τους προηγούμενους κ.ο.κ., μέχρι τους αποστόλους, κατά το Β΄ Τιμ. 2, 2. Μπορεί κάποιοι ή πολλοί να είναι ανάξιοι ποιμένες [2] και να πρέπει να αλλαχτούν (όπως κάποιοι από τους «αγγέλους των επτά Εκκλησιών» της Αποκάλυψης, που σαφώς είναι άνθρωποι σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, όχι άγγελοι, γι’ αυτό και χρειάζεται να τους διαμηνύσει ο Ιωάννης τα λόγια του Κυρίου – όπως ο άγγελος του 22, 16, είναι ένας άνθρωπος, ο Ιωάννης), αλλά αυτοί είναι οι ποιμένες και –το κυριότερο– αυτός είναι ο σωστός τρόπος που εγκαθίστανται οι ποιμένες στην Εκκλησία, και φυσικά αυτός ο τρόπος δεν πρέπει ν’ αλλάξει, και στην Ορθοδοξία δεν άλλαξε.
       (Δεν πρέπει όμως να μυθοποιείται και να διογκώνεται η σημερινή «αναξιότητα» των ιερέων μας. Ελάχιστες αναφορές σε σημερινούς άξιους ποιμένες βλ. εδώ).

       Αν εμφανιζόταν ως πρεσβύτερος κάποιος Εφέσιος που δεν είχε χειροτονηθεί από τον Τιμόθεο, θα έπρεπε να γίνει δεκτός ή να αποπεμφθεί ως κάλπικος; Προφανώς το δεύτερο, αλλιώς δεν έχει νόημα να χειροτονεί ο Τιμόθεος πρεσβυτέρους (Α΄ Τιμ. 5, 22).
       Έτσι εξηγείται η επιμονή του αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας (110 μ.Χ.) ότι αυθεντική Ευχαριστία είναι εκείνη που τελείται από τον επίσκοπο και ότι ο λαός πρέπει να συνάγεται εκεί που είναι ο επίσκοπος, όπως η καθολική (αληθινή+παγκόσμια) Εκκλησία είναι εκεί όπου είναι ο Χριστός! Ο επίσκοπος λοιπόν εδώ εμφανίζεται ως τύπος (σύμβολο) του Χριστού, ακριβώς όπως στην Εκκλησία (αρχαία και ορθόδοξη) μέχρι σήμερα. Ο επίσκοπος δεν είναι «αντιπρόσωπος» του Χριστού, όπως ισχυρίστηκε ο Πάπας, αλλά τύπος του Χριστού. Και οι πρεσβύτεροι τύπος των αποστόλων, καθώς η λειτουργία είναι επανάληψη του Μυστικού Δείπνου – μια πολύ σοβαρή υπόθεση, στην οποία γίνεται μυστικά βίωση της βασιλείας του Θεού.
       Ο Ιγνάτιος ήταν επίσης εγκατεστημένος από αποστόλους, άρα γνήσιος ποιμένας, και έγραψε όταν πήγαινε για τα λιοντάρια (βλ. εικ.), ως γνωστόν, άρα δεν είχε συμφέρον να διαστρεβλώσει κάτι. Αυτά που γράφει [3] δεν είναι δικά του, προφανώς, αλλά η αποστολική κληρονομιά (γνωστή παντού), αλλιώς δε θα παγιώνονταν ως γενική πρακτική στους χριστιανούς παγκόσμια και αναντίρρητα.
       Ότι ο επίσκοπος (και ο ιερέας γενικώς) είναι τύπος του Χριστού φαίνεται ήδη, όταν ο Πέτρος γράφει στους πρεσβυτέρους «ποιμάνατε το εν υμίν ποίμνιον του Θεού» (βλ. Β΄ Πέτρ. 5, 1-4). Είναι οι ποιμένες και διδάσκαλοι του Εφεσ. 4, 11. Υπάρχει λοιπόν άνθρωπος ποιμένας (πλην του Χριστού) και η Εκκλησία (ο λαός) αποτελεί το ποίμνιό του (γι’ αυτό τα λέμε αυτά μέχρι σήμερα, είναι λοιπόν βιβλικότατες αναφορές). Ένας ποιμένας υπάρχει, ο Χριστός (Ιω. κεφ. 10, Εβρ. 13, 20, Α΄ Πέτρ. 2, 25, κ.α.). Εδώ όμως ο Κύριος ονομάζεται «αρχιποίμην» (Β΄ Πέτρ. 5, 4), ενώ ποιμένες είναι οι πρεσβύτεροι! Τι κάνει λοιπόν εδώ ο απόστολος; Βάζει στη θέση του Χριστού απλούς ανθρώπους (και μάλιστα θεωρεί τη θέση/διακονία τους ίση με τη δική του, του αποστόλου –αυτοχαρακτηρίζεται συμπρεσβύτερος– άρα ο ιερέας έχει για μας το ίδιο κύρος που είχαν οι απόστολοι)!...
       Όχι, δεν είναι απλός άνθρωπος αυτός, που τον βάζει στη θέση του Χριστού ο Πέτρος, αλλά ο κανονικός ποιμένας, ο οποίος «επισκοπεί» (επίσκοπος). Ακριβώς αυτή η ιδέα υπάρχει στην Εκκλησία μέχρι και σήμερα: ο ιερέας είναι ο ποιμένας του ποιμνίου, είτε άξιος είτε ανάξιος, πάντως αυτός είναι ο ποιμένας. Αν είναι ανάξιος, ας τον αλλάξουμε ή ας τον πλησιάσουμε για να τον διορθώσουμε (μάλλον θα είναι ανάξιος επειδή το ποίμνιο είναι αδιάφορο), πάντως αυτός είναι ο ποιμένας κατά την παράδοση των αποστόλων, η οποία υπάρχει στην Καινή Διαθήκη.
       Μάλιστα ο άγιος Παύλος φτάνει στο σημείο να πει ότι, όποιος επιθυμεί να γίνει επίσκοπος, επιθυμεί ένα καλό έργο (Α΄ Τιμ. 3, 2) – το αντίθετο από την καχύποπτη (ουσιαστικά φοβική) προτεσταντική αντιμετώπιση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας στη συνέχεια, που θεωρήθηκε κατά τεκμήριο φιλόδοξη ή, μάλλον, η ίδια η ύπαρξή της θεωρήθηκε αποτέλεσμα φιλοδοξίας. Ο Παύλος προφανώς δεν το έβλεπε έτσι.

       [Η αποστολική διαδοχή δεν είναι κάτι μαγικό, που μετατρέπει σε άξιο έναν πιθανώς αιρετικό ή ελεεινό επίσκοπο. «Από το γεγονός και μόνο ότι έχουν την αποστολική διαδοχή, δε μπορούν να έχουν απαίτηση να είμαστε οπαδοί τους. Πρέπει να ακολουθούμε τους καλούς και να χωριστούμε από τους κακούς διαδόχους των Αποστόλων» γράφει το 2ο αι. ο μεγάλος Πατέρας της αρχαίας Γαλατίας άγιος Ειρηναίος της Λυών (κατά Αιρέσεων, IV, κεφ. 26). Τα δυο αυτά (το κύρος της αποστολικής διαδοχής και τα λόγια του αγίου) συμβιβάζονται, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει «σύστημα» στην Εκκλησία. Πολλοί άγιοι έπεσαν θύματα ορθόδοξων –αλλά διεφθαρμένων– επισκόπων ή ολόκληρων συνόδων, που είχαν καταντήσει «σύστημα»: π.χ. ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο άγ. Μάξιμος ο Γραικός [εικ.] στη Ρωσία κ.π.ά.]

Ποια η διαφορά στη χειροτονία του Τιμόθεου από τους λοιπούς πρεσβυτέρους, που του δίνει αυθεντία;
       Σίγουρα μία μεγάλη διαφορά είναι ότι τον κατέστησε ο ίδιος ο Παύλος. Όμως δηλώνεται κι άλλη διαφορά: ο Τιμόθεος χειροτονήθηκε και από τον Παύλο (Β΄ Τιμ. 1, 6) και από «το πρεσβυτέριον» (το σύνολο των πρεσβυτέρων), όχι από ένα μόνο πρόσωπο (Α΄ Τιμ. 4, 14). Ενώ ο ίδιος μόνος του μπορούσε να χειροτονήσει πρεσβυτέρους (Α΄ Τιμ. 5, 22). Αυτό είναι και το ιδιαίτερο χάρισμα που του δόθηκε και το οποίο δεν πρέπει να «αμελεί», το ότι είναι ο επικεφαλής της τοπικής Εκκλησίας.
       Ποιοι αποτελούσαν αυτό το πρεσβυτέριον; Εφέσιοι, χειροτονημένοι από τον Παύλο; Άλλοι χριστιανοί, που είχαν το ίδιο αξίωμα με τον Τιμόθεο, όπως ίσως κάποιοι συνεργάτες του Παύλου; Δεν αναφέρεται. Πάντως αυτό συμβαίνει μέχρι σήμερα: ο επίσκοπος χειροτονείται από δύο ή τρεις επισκόπους, όχι από ένα μόνον.
       Ας σημειωθεί ότι οι Παύλος και Βαρνάβας, πριν αποσταλούν σε περιοδεία, χειροτονήθηκαν στην Εκκλησία της Αντιόχειας. Γιατί; Το Ίδιο το Άγιο Πνεύμα τους είχε διαλέξει, αλλά και θα είχαν οι ίδιοι χαρίσματα του Αγ. Πνεύματος, δι’ επιθέσεως των χειρών άλλων αποστόλων, αφού αυτό φαίνεται πως ήταν πάγια πρακτική (φαίνεται από το Πράξ. 8, 14-17 – ο Φίλιππος έκανε θαύματα, αλλά το Άγιο Πνεύμα έπρεπε να μεταδοθεί από τους κανονικούς φορείς αυτού του συγκεκριμένου χαρίσματος! Ενώ οι επίσκοποι, όπως ο Τιμόθεος, ασφαλώς μετέδιδαν και το Άγιο Πνεύμα αλλιώς οι χριστιανοί θα έμεναν χωρίς Άγ. Πνεύμα ή θα έπρεπε να πηγαίνει παντού ένας απόστολος – κι όταν θα πέθαιναν οι απόστολοι;).
       Γιατί οι Παύλος και Βαρνάβας κ.λ.π. έπρεπε να χειροτονηθούν; Επειδή ο Θεός έχει ως χέρια Του τους συνανθρώπους μας: μέσω του συνανθρώπου θα σωθούμε, όχι εκτοξευόμενοι απευθείας (εγωιστικά) προς το Θεό. Οι δύο απόστολοι έκλιναν τον αυχένα στα άλλα μέλη της Εκκλησίας, τα οποία τους χειροτόνησαν. Όπως όλοι οι βαπτιζόμενοι έκλιναν τον αυχένα για να λάβουν το Άγιο Πνεύμα από τα χέρια των αποστόλων αλλά και των επισκόπων/διαδόχων τους. Μήπως οι απόστολοι ή εκείνοι που χειροτόνησαν Παύλο και Βαρνάβα ήταν μεγαλομανείς και φιλόδοξοι; Γι’ αυτό «απαιτούσαν» κλίση του αυχένα από τα νέα μέλη ή από εκείνους που προχειρίζονταν σε ένα αξίωμα/λειτούργημα; Προφανώς όχι. Αυτή ήταν η πρακτική και φυσικά διδάσκει ταπείνωση απέναντι στο συνάνθρωπο (απέναντι στο Χριστό μπορεί να νιώθω ταπεινός, και συγχρόνως να είμαι αλαζών – η αληθινή ταπείνωση είναι απέναντι στο συνάνθρωπο. Και όχι μόνο σ’ αυτόν που είναι επίσης ταπεινός απέναντί μου: ο Χριστός έπλυνε και του Ιούδα τα πόδια). Ακριβώς αυτή η πρακτική της χειροτονίας συνεχίζεται στην Εκκλησία εσαεί.
       Μια ερώτηση: τι νέο χάρισμα πήραν οι Παύλος και Βαρνάβας με αυτή τη χειροτονία; Οι Πράξεις δεν αναφέρουν. Άρα μπορούμε να υποθέσουμε ό,τι θέλουμε, όπως π.χ. το χάρισμα να κηρύττουν. Αλλά μήπως πήραν το χάρισμα του επισκόπου; Γι’ αυτό στη συνέχεια μπόρεσαν οι ίδιοι να εγκαταστήσουν πρεσβυτέρους κατά πόλιν; Αν δεν τους είχαν χειροτονήσει, θα μπορούσαν;
       Ο Φίλιππος π.χ. που κήρυττε στη Σαμάρεια, όπως είπαμε, βάπτιζε μεν και είχε το χάρισμα του κηρύττειν και επιτελείν σημεία, αλλά δε μετέδιδε το Άγιο Πνεύμα. Άραγε είχε εξουσία να εγκαθιστά πρεσβυτέρους; Η Καινή Διαθήκη δεν μας λέει. Εγώ λέω όχι, γιατί ήταν απλά διάκονος. Οι Παύλος και Βαρνάβας μπορούσαν, γιατί έγιναν επίσκοποι (αν και μάλλον δεν ονομάζονταν έτσι, αφού δεν αναφέρεται πουθενά). Οι Τίτος, Τιμόθεος κ.λ.π. όμως ονομάστηκαν και έτσι. Το γιατί θα το δούμε σε λίγο.
Άραγε πόσοι χειροτόνησαν τους δύο αποστόλους; Ένας ή πολλοί; Έτσι όπως το γράφουν οι Πράξεις, μοιάζει να τους χειροτόνησαν πολλοί – υποθέτω, οι προφήτες που προαναφέρθηκαν ονομαστικά. Μέχρι και σήμερα στην Ορθοδοξία, δύο ή τρεις επίσκοποι πρέπει να χειροτονήσουν επίσκοπο, όχι μόνον ένας. Τυχαίο;

       Άραγε ο καθένας στην πρωτοχριστιανική Εκκλησία της Εφέσου μπορούσε να χειροτονήσει πρεσβυτέρους ή μόνο ο Τιμόθεος; Νομίζω ότι η απάντηση είναι αυτονόητη.
       Τώρα, ο καθένας προΐστατο της θείας Ευχαριστίας; Προφανώς όχι, γιατί υπάρχει αναφορά σε προεστώτες πρεσβυτέρους [4] (Α΄ Τιμόθ. 5, 14). Λέει εκεί: «Οι καλώς προεστώτες πρεσβύτεροι διπλής τιμής αξιούσθωσαν, μάλιστα οι κοπιώντες εν λόγω και διδασκαλία». Άρα υπήρχαν και πρεσβύτεροι μη προεστώτες (ή μη «καλώς προεστώτες»;) και σίγουρα υπήρχαν πρεσβύτεροι που δεν ασχολούνταν με το λόγο και τη διδασκαλία. Άρα τι έκαναν αυτοί; Απαντώ: λειτουργούσαν (μαζί με τον Τιμόθεο ακόμη, ασφαλώς, γιατί οι χριστιανοί θα ήταν λίγοι, άρα θα είχαν μία μόνο σύναξη).

       Οι πρεσβύτεροι δεν είναι απλά οι ηλικιωμένοι, γιατί οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας καθιστούν πρεσβυτέρους εκείνοι, ενώ οι ηλικιωμένοι είναι ηλικιωμένοι από μόνοι τους, δεν τους κάνει κάποιος έτσι. Άρα μιλάμε για συγκεκριμένο λειτούργημα στην Εκκλησία.
       Φαίνεται ότι οι όροι πρεσβύτεροι και επίσκοποι ταυτίζονται στην Κ. Διαθήκη. Πάντως οι Τίτος και Τιμόθεος δεν ήταν απλοί πρεσβύτεροι, αλλά οι ποιμένες, γιατί αυτοί χειροτονούσαν τους πρεσβυτέρους, αλλιώς (αν ήταν απλά πρεσβύτεροι ή έστω προεστώτες πρεσβύτεροι) ο κάθε πρεσβύτερος θα μπορούσε να χειροτονεί άλλον πρεσβύτερο. Σημειωτέον ότι οι πρεσβύτεροι σήμερα είναι ποιμένες και λειτουργοί ως εκπρόσωποι του επισκόπου: των «Τίτων και Τιμόθεων» των επόμενων γενεών.
 
Εικ. Οι άγιοι Βαρνάβας και Παύλος ως ιδρυτές της Εκκλησίας της Κύπρου (από εδώ)
 
       Κατά μία άποψη, οι πρώτοι επίσκοποι της Εκκλησίας ονομάζονταν «προφήτες». Είναι η τάξη των προφητών που αναφέρει ο Παύλος στο Α΄ Κορινθ. 12, 28-29, και Εφεσ. 4, 11, διαφορετικοί από τους προφήτες με την κοινή έννοια (εκείνους που απλά εμπνέονταν από το Άγ. Πνεύμα και προφήτευαν, όπως οι θυγατέρες του Φιλίππου [Πράξ. 21, 9] ή οι αναφερόμενοι στο Α΄ Κορ. κεφ. 14, κ.α.). Οι Πράξεις 13, 1-3, αναφέρουν ότι οι Βαρνάβας και Παύλος χειροτονήθηκαν από προφήτες και πιθανόν το χάρισμα που έλαβαν ήταν το χάρισμα του «προφήτη». Ο Τιμόθεος επίσης ίσως ονομαζόταν έτσι, αν αυτό υπαινίσσεται το Α΄ Τιμ. 4, 14.
Η άποψη αυτή φαίνεται βάσιμη, αφού η Διδαχή των αποστόλων, 11, 13 (περίπου 70-100 μ.Χ.), εκτός των άλλων, γράφει: «αυτοί γαρ εισίν οι αρχιερείς ημών».
Για την ταύτιση του ονόματος «προφήτης» με το επισκοπικό λειτούργημα βλ. εδώ.

       Όλοι οι χειροτονημένοι απευθείας από τους αποστόλους πρεσβύτεροι ήταν και επίσκοποι, με τη σημερινή έννοια του επισκόπου («προφήτες»). Απλοί πρεσβύτεροι πρέπει να θεωρηθούν μόνον οι χειροτονημένοι από τους επισκόπους/μαθητές των αποστόλων. Γι’ αυτό το πρεσβυτέριον χειροτονεί τον Τιμόθεο: είναι όλοι επίσκοποι. Αντίθετα, οι πρεσβύτεροι-επίσκοποι αυτοί χειροτονούν άλλους ως τύπους των αποστόλων κατά τη λειτουργία-Μ. Δείπνο, οι οποίοι αποστέλλονται ως αντιπρόσωποί τους όταν οι συνάξεις των χριστιανών, λόγω πλήθους, γίνονται πολλές.
       Αυτοί είναι οι σημερινοί «πρεσβύτεροι». Γι’ αυτό τον επίσκοπο τον χειροτονούν μόνον επίσκοποι, όχι οι πρεσβύτεροι της γεωγραφικής περιφέρειας της επισκοπής του. Είναι ακριβώς το ίδιο με την αποστολική πρακτική, με τη χειροτονία του Τιμόθεου! Αλλιώς, και επί εποχής των αποστόλων ή των μαθητών τους, θα μπορούσαν να μαζευτούν αυθαίρετα δέκα πρεσβύτεροι και να χειροτονήσουν έναν επίσκοπο!

       Οι πρεσβύτεροι ήταν ιερείς. Αυτό το ξέρουμε κι από τη λατρεία του παλαιού Ισραήλ (π.χ. Ματθ. 16, 21). Φαίνεται και από:
Α) Την Αποκάλυψη. Εκεί οι 24 πρεσβύτεροι [5] (ακόμη και αν είναι άγγελοι, όπως γράφετε, έχουν ιερατικό βαθμό, δεν είναι …ηλικιωμένοι άγγελοι) κάθονται γύρω από το θείο θρόνο, και στη λειτουργία ακολουθήθηκε ακριβώς αυτό το σχήμα. Ο επίσκοπος εις τύπον και τόπον Χριστού και οι πρεσβύτεροι εις τύπον και τόπον των αποστόλων (κατά το Μ. Δείπνο).
Β) Την επιστολή Ιακώβου, κατά την οποία οι πρεσβύτεροι είναι εκείνοι που θα προσευχηθούν και θα αλείψουν τον πάσχοντα με λάδι (ευχέλαιο = λάδι προσευχής). Δεν πάει ο κάθε άγιος (όσο μεγάλος άγιος κι αν είναι) να το κάνει, ούτε όμως και φαίνεται να εξαρτάται η εγκυρότητα της πράξης από την αγιότητα του πρεσβυτέρου, αφού δεν αναφέρεται πουθενά κάτι τέτοιο.
       Όταν οι χριστιανοί αυξήθηκαν και δε χωρούσαν σε μία σύναξη, ποιος θα τελούσε τη θεία Μετάληψη σε όλες τις συνάξεις, αφού ένας μόνο ήταν ο ποιμένας; Οι πρεσβύτεροι προφανώς, ως εκπρόσωποι του ποιμένα, για να διατηρηθεί το ενιαίο της θείας Ευχαριστίας. Έτσι ξεκίνησαν οι ενορίες. Κακό ήταν; Ακριβώς αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Οι διάκονοι ήταν ιερείς;
       Βασικά, οι διάκονοι δεν είναι ιερείς, αλλά βοηθοί του ιερέα. Ωστόσο, είναι τυχαίο που ο άγιος Στέφανος ανέλαβε τόση κηρυκτική δράση; Το έκανε απλά επειδή είχε ζήλο; Είναι τυχαίο που ο άγιος Φίλιππος βάφτισε τον Αιθίοπα και τους Σαμαρείτες; Προσοχή: δεν αναφέρεται ο καθένας να βαφτίζει. Ο Φίλιππος είναι διάκονος. Για τον Κορνήλιο προσκαλείται ο Πέτρος… Κάτι συμβαίνει εδώ πέρα.
       Στην Κόρινθο ο Παύλος βάφτισε κάποιους. Μετά οι άλλοι βάφτισαν τους υπόλοιπους. Μήπως τους είχε κάνει ήδη πρεσβυτέρους; Οι Πράξεις σιωπούν, γιατί οι παραλήπτες της επιστολής ήξεραν και δε χρειαζόταν να το γράψει ο Παύλος…

Τη θεία Μετάληψη την τελούσε όποιος να ’ναι; Ή μήπως μόνο οι πρεσβύτεροι; Ή μήπως ούτε καν οι πρεσβύτεροι, αλλά μόνον ο επίσκοπος/τύπος Χριστού;
       Η αναφορά του Παύλου στα λόγια του Μ. Δείπνου είναι τυχαία ή γίνεται επειδή τα λόγια αυτά επαναλαμβάνονταν κατά τη λειτουργία, όπως συμβαίνει αργότερα και μέχρι σήμερα; Θεία λειτουργία = επανάληψη του Μυστικού Δείπνου (και όχι απλά συμβολισμός του).
Δεν είναι παράξενο να έχει ο επίσκοπος/ποιμένας τόσο βαριά ευθύνη για τους άλλους («να τους σώσει» γράφει ο Παύλος στον Τιμόθεο, Α΄ Τιμ. 4, 16! – όχι βέβαια: ο Χριστός σώζει, Αυτός είναι και ο μεσίτης, ενώ ο επίσκοπος βοηθάει τους ανθρώπους να σωθούν διά του Χριστού και, αν θέλετε, είναι ο «μεσίτης» πιστού και Χριστού [μεταφορικά ή κυριολεκτικά, αφού έχει τέτοια ευθύνη όση βάζει ο Παύλος σε Τιμόθεο και Τίτο], ενώ ο Χριστούς είναι ο μεσίτης ανθρώπου και Θεού [γι’ αυτό είναι βιβλικά κατοχυρωμένο να λέμε στην Παναγία «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς», αφού είναι σαφές ότι μας σώζει [6] κατά τον τρόπο του Παύλου και του Τιμόθεου, όχι υποκαθιστώντας το Σωτήρα Χριστό]), δεν είναι λοιπόν παράξενο να έχει ο επίσκοπος/ποιμένας τόσο βαριά ευθύνη για τους άλλους, κι όμως να μην προΐσταται της Ευχαριστίας; Να είναι τύπος Χριστού (ποιμένας) κι όμως να μην προΐσταται της Ευχαριστίας (Μυστικού Δείπνου); Και πώς προέκυψε η ιδέα αυτή στον άγιο Ιγνάτιο; Από το πουθενά; Πάντως, δε σώζεται μαρτυρία για την αντίθετη άποψη…
Στις Πράξ. 20, 7-11, ο Παύλος, και όχι κάποιος άλλος, τέλεσε την κλάση του άρτου [7]. Τυχαίο;
       Η κλάση αυτή έγινε τη μία των σαββάτων, όπως μέχρι και σήμερα! Τυχαίο; Ο Λουκάς το υπογραμμίζει ότι ήταν μία των σαββάτων και έγινε η λειτουργία (οι χριστιανοί «λειτουργούσαν» για το Θεό, Πράξ. 13, 2 – γι’ αυτό ονομάζουμε την τελετή μας έτσι, λόγω αυτής της βιβλικής/αποστολικής παράδοσης, κι όχι για να συντηρήσουμε ένα αλαζονικό εκκλησιαστικό «σύστημα εξουσίας» [«προσφορές και λειτουργίες» έχουμε, γράφει και ο άγ. Κλήμης Ρώμης πριν το 100 μ.Χ.]). Ο Ιωάννης είδε την Αποκάλυψη «εν τη Κυριακή ημέρα» (Αποκ. 1, 10)! Ποια μέρα θα ήταν πιο κατάλληλη για το όραμα, παρά εκείνη που νωρίτερα είχε μεταλάβει; Η ιδέα ότι «κυριακή ημέρα» = απλά μια μέρα που έδρασε ο Κύριος φανερώνοντας το προφητικό όραμα, απλώς προσπαθεί να αποφύγει να παραδεχτεί ότι η Εκκλησία που έχουμε είναι η ίδια με την αποστολική Εκκλησία.
       Φυσικά το 2ο αιώνα την «Ημέρα του ηλίου» (την Κυριακή) γινόταν η θεία λειτουργία, όπως γράφει ο άγιος Ιουστίνος. Τυχαίο κι αυτό; Ουρανοκατέβατο, ή πρακτική της αποστολικής εποχής;
       Ο άγιος Κωνσταντίνος βρίσκει πλέον την Κυριακή ήδη καθιερωμένη [8] ως χριστιανική εορτή και την κάνει αργία διά νόμου, ως γνωστόν (φιλεργατικό μέτρο, καθότι στα λαϊκά στρώματα υπήρχαν πολλοί χριστιανοί, αλλά και επειδή καθιερώθηκε μια μέρα χωρίς εργασία).

Η θεία Μετάληψη δεν εθεωρείτο απλό «σύμβολο». Είναι αξιοσημείωτο ότι ο απόστολος Παύλος τονίζει πως δεν πρέπει να κοινωνούμε ανάξια, γιατί παθαίνουμε βλάβη (Α΄ Κορ. 11, 29-30, άρα δεν επρόκειτο για απλά σύμβολα – τα οποία ούτε θα ωφελούσαν ούτε θα έβλαπταν), δε λέει όμως τίποτα γι’ αυτόν που τελεί την κλάση του άρτου. Άρα αποκλείει να τελεστεί κλάση του άρτου αναξίως. Τούτο μπορεί να σημαίνει ότι την τελούσαν μόνο συγκεκριμένοι άνθρωποι, προσεκτικά επιλεγμένοι, ώστε να είναι άγιοι/άξιοι (ειδικό ιερατείο, πάντα οι ίδιοι). Αλλά, επειδή κι ο καλύτερος μπορεί να εκπέσει (βλ. και Ματθ. 7, 22-23, και Ματθ. 24, 24) κι όμως ο Παύλος δεν κάνει λόγο γι’ αυτό, σημαίνει επίσης ότι κι ένας ανάξιος λειτουργός τελεί αυθεντική θεία Ευχαριστία – πρόβλημα υπάρχει μόνο στο να κοινωνεί κάποιος αναξίως (και μάλιστα επειδή βλάπτεται ο ίδιος, όχι επειδή «μολύνεται» η Ευχαριστία), όχι στο να τελεί αναξίως. [Σημείωση: ανάξιος θεωρείται εκείνος που δεν εξετάζει πρώτα τον εαυτό του, ώστε να προσέλθει με μετάνοια, με ταπεινή και αγαπητική διάθεση, όχι εκείνος που «είναι αμαρτωλός», γιατί όλοι είμαστε αμαρτωλοί – και ακριβώς γι’ αυτό καλούμαστε να κοινωνήσουμε, λόγω των αμαρτιών μας. Η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο ψυχών [9], όχι μια σέχτα «καθαρών»].
       Αλλά ούτε άλλος απόστολος κάνει λόγο για τέτοιο πρόβλημα, ούτε αναφέρεται κάτι π.χ. στην περίπτωση του Διοτρεφούς [ο οποίος φαίνεται πως ήταν επικεφαλής τοπικής Εκκλησίας, άρα κληρικός] ή του «αγγέλων των επτά Εκκλησιών» στην Αποκάλυψη (επισκόπων, ανθρώπων, όχι όντως αγγέλων). Δεν αναφέρεται κάποιος κίνδυνος ή έστω πρόβλημα «ακυρότητας» της Ευχαριστίας. Η Ευχαριστία είναι πάντα έγκυρη (δεν την αγιάζει ο ιερέας, αλλά το Άγιο Πνεύμα, και την προσφέρει ο λαός μέσω του ιερέα κι όχι ο ιερέας).
Περιττό να επισημάνω πως αυτή η ιδέα υπάρχει στην Ορθοδοξία πάντοτε, μέχρι και σήμερα.
 
Συμβολική απεικόνιση της θείας μετάληψης των αποστόλων από τον Ιησού (από αυτό το άρθρο ερμηνείας της θείας λειτουργίας)
 
       Πρέπει να σημειώσουμε ότι η ύπαρξη του «ειδικού ιερατείου» δεν καταργεί καθόλου τη γενική ιεροσύνη των χριστιανών ως βασίλειου ιερατεύματος. Οι επίσκοποι και πρεσβύτεροι είναι εκπρόσωποι του λαού προς το Θεό (και όχι το αντίθετο), γι’ αυτό και η λειτουργία [=έργο λαού] είναι διάλογος ιερέα και λαού: ο λαός λέει το «Κύριε ελέησον», το «αμήν» (το κυριότερο) κ.τ.λ.
       Από την εποχή του Παύλου μαρτυρείται αυτό το αμήν (Α΄ Κορ. 14, 16), αν και δε δίνονται λεπτομέρειες για το θέμα.
Η ειδική ιεροσύνη είναι ένα από τα πολλά χαρίσματα του Αγ. Πνεύματος, δε διαχωρίζει τους ιερείς από το λαό. Απλά τους φορτώνει με περισσότερες ευθύνες και καθήκοντα. Πολλοί ιερείς μπορεί να το γύρισαν σε εξουσία, αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι αυτός είναι ο αρχαίος τρόπος, που υπήρχε στην Εκκλησία εξ αρχής.
       Ο λαός είναι βασίλειον ιεράτευμα, ήτοι ιερείς, επειδή κι αυτοί προσφέρουν μια θυσία στο Θεό. Ποια θυσία; Τον εαυτό τους (Ρωμ. 12, 1) [10]. Γι’ αυτό είναι διαφορετική η γενική ιεροσύνη από την ειδική ιεροσύνη, καθώς οι ιερείς προσφέρουν ως θυσία όχι μόνο τον εαυτό τους αλλά και τον Αμνό (Χριστό) της θείας Ευχαριστίας. Υπενθυμίζω ότι δεν έχουμε ενδείξεις ότι και στην αποστολική εκκλησία τελούσε την κλάση του άρτου όποιος ήθελε.
       [Δες όμως πως ο Χρυσόστομος λέει ότι η λειτουργία συνεπιτελείται από τους ιερείς και το λαό, το «βασίλειον ιεράτευμα»: «Όταν έρχεται η ώρα της τελέσεως των υπερθαύμαστων μυστηρίων εύχεται ο ιερεύς στο λαό και ο λαός στον Ιερέα, αφού η φράση «και μετά του πνεύματος σου» δε σημαίνει τίποτε άλλο από αυτήν την ανταπόδοση της ευχής. Άλλα και οι ευχές που αναπέμπονται κατά την τέλεση της Ευχαριστίας λέγονται από κοινού. Δεν προσφέρει λοιπόν την Ευχαριστία ο ιερέας μόνος, αλλά μαζί του και όλος ο λαός. Κάνει την αρχή βέβαια ο ιερέας με τον πρώτο λόγο, αλλά, αφού, στη συνέχεια, συμφωνήσουν όλοι ότι «αξίως και δικαίως» γίνεται τούτο, τότε αρχίζει την ευχή της Ευχαριστίας. Και γιατί θαυμάζεις ακούγοντας ότι ο λαός εύχεται μαζί με τον ιερέα, όταν αυτός ο λαός και με αυτά τα ίδια τα χερουβείμ και τις άνω δυνάμεις τους ιερούς εκείνους ύμνους αναπέμπει;» (ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ε.Π.Ε. Τόμος 19ος, σελ. 486,488 – από εδώ)]
Σήμερα ο λαός έχει εκχωρήσει τα δικά του λόγια σε έναν άλλο εκπρόσωπο, τον ψάλτη, και αυτός στέκει παθητικός. Αυτό το θεωρώ αδυναμία, προκαλεί σύγχυση και διαχωρισμό ανάμεσα στο λαό και τα τελούμενα!! Αλλά είναι υπερβολή να θεωρήσουμε ότι η Εκκλησία εξέπεσε επειδή ψάλουν οι ψάλτες και όχι όλος ο λαός!...

        Η λειτουργία και γενικά οι εκκλησιαστικές ακολουθίες τι περιλαμβάνουν; Ψαλμούς, ύμνους και ωδές πνευματικές (Εφεσ. 5, 19), καθώς και προσευχές (τις ευχές του ιερέα, στις οποίες ο λαός απαντά [πλέον μέσω των ψαλτών]). Αυτό γινόταν από την αρχή. Σημειωτέον ότι ο κορμός και η βάση των λειτουργικών κειμένων είναι βιβλικός. Λέγονται ψαλμοί, διαβάζονται κομμάτια της Βίβλου, ενώ αυτούσιες ή σχεδόν αυτούσιες βιβλικές φράσεις είναι ενσωματωμένες παντού στις διάφορες ευχές κ.τ.λ.
       Ακόμη και οι κανόνες (υμνογραφία) δομούνται σε εννέα ωδές, κατά τις εννέα βιβλικές ωδές, και παίρνουν το αρχικό θέμα από αυτές. Άρα η λειτουργία μας είναι απόλυτα βιβλική – συνεπώς, κάποιος που αναγνωρίζει ως αυθεντία τη Βίβλο, πρέπει να αναγνωρίσει και την αρχαία και ορθόδοξη λειτουργία ως αυθεντική. Σώζονται άλλωστε και αρχαιότερες λειτουργίες, προγενέστερες της του Μ. Βασιλείου. Ο Μ. Βασίλειος έγραψε ευχές, δεν επινόησε τη δομή της λειτουργίας, η οποία υπήρχε στην Εκκλησία μάλλον εξ αρχής. Η δομή αυτή προέρχεται από τα οράματα της ουράνιας λειτουργίας σε βιβλία όπως Ησαΐας, κεφ.6, και Αποκάλυψη.
        Δεν είναι τυχαίο που μοιάζει με τη λατρεία του παλαιού Ισραήλ, γιατί κι αυτή τη λατρεία ο Θεός την υπαγόρευσε. Άλλο ένα τεκμήριο της αυθεντικότητας της δικής μας λατρείας. Επίσης αυτή η ομοιότητα φανερώνει και πως έτσι ήταν και η πρωτοχριστιανική λατρεία, αφού στη γένεση του χριστιανισμού υπήρχε προφανώς η στενότερη σχέση με την Παλ. Διαθήκη. [Αν και εμείς έχουμε λατρεία καινή και θυσία καινή (αναίμακτη)]

Σημείωση: Στα παραπάνω ο παραλήπτης μού απάντησε: α) Είναι σαφές ότι η αποστολική Εκκλησία είχε ιερείς με ειδική ιεροσύνη. Αυτό όμως –κατά τη γνώμη του– είναι η πρώτη «αποστασία» της Εκκλησίας, που διαπράχθηκε από τους ίδιους τους αποστόλους: χειροτόνησαν ιερείς, όχι επειδή ήταν αναγκαίοι, αλλά για να μην έρθουν σε σύγκρουση με τους ιουδαιοχριστιανούς, που, προσκολλημένοι στο μωσαϊκό νόμο, ήθελαν ιερείς.
       Απάντησα ότι, αν η Εκκλησία των αποστόλων είναι ήδη «αποστατική», και όχι αυθεντική και πρότυπη για μας, τότε δεν απομένει καμιά αξιοπιστία στο χριστιανισμό, ούτε ακόμη και στην Καινή Διαθήκη, την οποία συνέγραψαν αυτοί οι απόστολοι, που κατ’ αυτόν συμβιβάστηκαν σ’ ένα τόσο σοβαρό θέμα, όπως η ιεροσύνη, φοβούμενοι τους ιουδαιοχριστιανούς! Έχοντας όμως τη γνώμη ότι οι απόστολοι διέπραξαν αποστασία από την αλήθεια, ο ίδιος (που δεν είναι «αποστάτης») εξυψώνει τον εαυτό του πάνω από τους αποστόλους.
β) Ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διασώζει κάτι από τη χριστιανική γνησιότητα, επειδή ονομάζει τους κληρικούς της «πρεσβυτέρους» και όχι ιερείς.
Παρόλα αυτά, δεν βρίσκει το θάρρος να ενταχθεί σε αυτήν. Εύχεσθε υπέρ αυτού, αδελφοί.

Παραπομπές
 
[5] Σχετικό άρθρο γι’ αυτούς βλ. στο http://oodegr.com/oode/profities/apokalypsis/24_presviteroi1.htm
[7] Περί κλάσεως του άρτου βλ. http://oodegr.com/oode/orthod/klasis1.htm)
 
Συμπλήρωμα του συγγραφέα, με μορφή σχολίων κάτω από τη βασική ανάρτηση:

Επιχείρημα του φίλου, μετά την αποστολή του κειμένου στον Αντιαιρετικό:
Κατά τον απόστολο Παύλο, η ιεροσύνη του Χριστού είναι "απαράβατος" (δηλ. δεν μεταβιβάζεται σε άλλον, Εβρ. 7, 24). Συνεπώς, δεν υπάρχει άλλος ιερέας στο χριστιανισμό, παρά μόνον ο Χριστός.
Απαντώ, στο όνομα του Θεού: αν αυτό αποτελούσε εμπόδιο, ούτε η γενική ιεροσύνη θα υπήρχε στους χριστιανούς. Πώς, δηλ., είμαστε "βασίλειον ιεράτευμα", αφού η ιεροσύνη του Κυρίου δεν μεταβιβάζεται;
Όμως, η ιεροσύνη των χριστιανών αποτελεί μετοχή στην ιεροσύνη του Χριστού (με τον οποίο ενώνονται), όχι μεταβίβασή της σε αυτούς (αντίστοιχα υπάρχει μετοχή στο βασιλικό και αρχιερατικό αξίωμά Του). Άρα, η σχετική διδασκαλία του απ. Παύλου δεν καταργεί την ιεροσύνη.

Η ειδική ιεροσύνη δεν είναι θεσμός που επινοήθηκε από τους "αποστάτες" των μεταποστολικών γενεών, αλλά χάρισμα του Αγ. Πνεύματος, που δίνεται με την επίθεση των χειρών των αποστόλων (όπως φαίνεται και στο άρθρο). Αυτό δεν γίνεται να αγνοηθεί και να αναζητούμε σημεία των Γραφών για να το παρερμηνεύσουμε. Δεν υπάρχει εποχή όπου η Εκκλησία "δεν είχε λειτουργούς" (αυτούς που κοινώς λέμε "ιερείς", εκκλησιαστικά επισκόπους, πρεσβυτέρους και διακόνους)και "άρχισε να έχει" στη συνέχεια. Η μεταποστολική Εκκλησία, μέχρι σήμερα, δεν κάνει τίποτε άλλο από αυτό που παρέδωσαν οι απόστολοι στους μαθητές τους Τίτο, Τιμόθεο και πλήθος άλλων.
 
Ωστόσο, τη γενική ιεροσύνη οι άγιοι Πατέρες την αναγνωρίζουν. Παραθέσαμε τη χρυσοστομική διδασκαλία:
«Όταν έρχεται η ώρα της τελέσεως των υπερθαύμαστων μυστηρίων εύχεται ο ιερεύς στο λαό και ο λαός στον Ιερέα, αφού η φράση «και μετά του πνεύματος σου» δε σημαίνει τίποτε άλλο από αυτήν την ανταπόδοση της ευχής. Άλλα και οι ευχές που αναπέμπονται κατά την τέλεση της Ευχαριστίας λέγονται από κοινού. Δεν προσφέρει λοιπόν την Ευχαριστία ο ιερέας μόνος, αλλά μαζί του και όλος ο λαός. Κάνει την αρχή βέβαια ο ιερέας με τον πρώτο λόγο, αλλά, αφού, στη συνέχεια, συμφωνήσουν όλοι ότι «αξίως και δικαίως» γίνεται τούτο, τότε αρχίζει την ευχή της Ευχαριστίας. Και γιατί θαυμάζεις ακούγοντας ότι ο λαός εύχεται μαζί με τον ιερέα, όταν αυτός ο λαός και με αυτά τα ίδια τα χερουβείμ και τις άνω δυνάμεις τους ιερούς εκείνους ύμνους αναπέμπει;» (ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ε.Π.Ε. Τόμος 19ος, σελ. 486,488).
Ο σύγχρονος άγιος γέροντας Σωφρόνιος γράφει:
"Είναι δυνατόν να είναι τις φορεύς της χάριτος του "βασιλείου ιερατεύματος" (βλ. Α΄ Πέτρ. β΄ 5 και 9) και όταν δεν φέρει ιερατικόν αξίωμα. Η εσωτερική ουσία της ιεροσύνης ταύτης έγκειται εις την προσευχήν υπέρ όλου του κόσμου κατά το "υπόδειγμα" (Ιω. ιγ΄ 15) του Ιδίου του Κυρίου. [...] Πάντες και έκαστος εκ των πιστευόντων εις τον Υιόν του Θεού εκλήθησαν να δεχθούν την δωρεάν ταύτην εκ του Δωρεοδότου: να γίνουν "βασίλειον ιεράτευμα"..." (Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, "Περί της λειτουργικής προσευχής", σελ. 370-1).
Γέροντας Σωφρόνιος
 
 Περί θείας Μεταλήψεως:
Α) Ο φίλος μού είπε: Αν έχουμε αληθινό σώμα Χριστού, τότε ο ορθόδοξος ιερέας του μπήγει τη λόγχη και γίνεται φονεύς του Χριστού!
Όμως η λόγχη καρφώνεται στον άρτο πριν τη μεταβολή του σε σώμα Χριστού. Πρόκειται για συμβολική πράξη και όχι για κάρφωμα του θείου σώματος. Θα ήταν άλλωστε αστείο να λέμε ότι άγιοι ιερείς όλων των εποχών, που προσεγγίζουν με δέος το ιερό μυστήριο (και έχουν και ουράνιες οπτασίες κατά την τέλεσή του), τολμούν να καρφώνουν ως άλλοι Ρωμαίοι το θείο σώμα.
Η θεία μετάληψη ονομάζεται αναίμακτη θυσία – ο Χριστός δεν ξανασταυρώνεται. Αλλά ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλονται στο σταυρωθέν και αναστηθέν σώμα και αίμα Του. Αυτό γράφει και ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Πώς ακριβώς γίνεται αυτό δεν πολυπραγμονούμε [δεν υπεισερχόμαστε σε λεπτομέρειες]. Μα και η ανάσταση του Χριστού πώς ακριβώς έγινε, δεν πολυπραγμονούμε. Η ανθρώπινη σοφία δεν κατανοεί τα μυστήρια του Θεού (ακόμη και στην κβαντική φυσική η λογική έχει ελλείψεις, πόσο μάλλον στα ιερά μυστήρια).

Β) Ο άγιος Ιγνάτιος (110 μ.Χ.) δεν θεωρεί τη θεία μετάληψη συμβολική τελετή, πλην των άλλων γιατί τη χαρακτηρίζει «φάρμακον αθανασίας, αντίδοτον του μη αποθανείν, αλλά ζην εν Χριστώ Ιησού διά παντός». Απλά σύμβολα δε μπορεί να έχουν αυτές τις ιδιότητες.

Ο απόστολος Παύλος ομοίως, γιατί τη χαρακτηρίζει όχι απλώς ανάμνηση και καταγγελία του θανάτου του Κυρίου, αλλά κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού (Α΄ Κορ. 10, 16), όπως δηλ. την ονομάζει και η Ορθοδοξία διαχρονικά, δηλ. μετοχή στο σώμα και αίμα Του, ήτοι λήψη από το σώμα και αίμα Του. Επίσης τονίζει ότι η ανάξια μετοχή σ’ αυτήν προκαλεί ασθένειες και θάνατο.
Απλά σύμβολα δε μπορεί να έχουν αυτές τις ιδιότητες, ούτε τη θετική ούτε την αρνητική.

Ομοίως και ο Κύριος, λέγοντας ότι η σάρκα Του «αληθώς εστί βρώσις» και το αίμα Του «αληθώς εστί πόσις». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αναφέρεται στη θεία Μετάληψη, όχι μόνο γιατί συμπληρώνεται με την παράδοση του μυστηρίου στο μυστικό δείπνο, αλλά και γιατί δεν υπάρχει άλλο σημείο στο χριστιανισμό –πλην της θείας Μεταλήψεως– όπου να γίνεται λόγος για βρώση και πόση σώματος και αίματος Χριστού.
Λέει επίσης ότι ο κοινωνών «εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ», «έχει ζωήν αιώνιον», ενώ οι μη κοινωνούντες δεν έχουν «ζωήν εν εαυτοίς» (βλ. Ιω. 6, 48-58, ως γνωστόν). Απλά σύμβολα δε μπορεί να έχουν αυτές τις ιδιότητες. Γι’ αυτό, ακόμη και οι πλέον εκτοπισμένοι ασκητές φρόντιζαν να κοινωνούν έστω μια φορά το χρόνο. Η αγία Μαρία η Αιγυπτία [& εδώ] κοινώνησε μια φορά πριν την κοίμησή της μετά από δεκαετίες στην έρημο.

 
 
Οι «αόρατοι ασκητές» του Αγιοφάραγγου (νότια Κρήτη) και του Άθωνα – δηλ. απομακρυσμένοι ασκητές, κρυμμένοι από ανθρώπινα μάτια, αλλά πιθανώς και αόρατοι με την κυριολεκτική έννοια – συγκεντρώνονται με ιερείς και κοινωνούν σε μυστικά μέρη, κάποια από τα οποία διασώζει η παράδοση.
 
Ας θέσουμε τώρα δύο ερωτήματα:
 
1) Όταν ο Χριστός λέει «εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ», μιλάει κυριολεκτικά ή μεταφορικά; Αν μιλάει μεταφορικά, τότε δεν βρίσκεται μέσα μας και εμείς μέσα Του. Άρα η αναφορά αυτή δεν έχει καμιά αξία, γιατί αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ο Χριστός εν ημίν.
Αν μιλάει κυριολεκτικά, τότε είναι φανερό ότι στη θεία μετάληψη υπάρχει πραγματική και όχι συμβολική παρουσία Του.
Το θέμα αυτό θεωρώ ότι είναι σχετικό με τα γνωστά Ιω. 15, 2-6 : «παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν, αίρει αυτό, και παν το καρπόν φέρον, καθαίρει αυτό, ίνα πλείονα καρπόν φέρη. ήδη υμείς καθαροί εστε δια τον λόγον ον λελάληκα υμίν. μείνατε εν εμοί, καγώ εν υμίν. καθώς το κλήμα ου δύναται καρπόν φέρειν αφ' εαυτού, εάν μη μείνη εν τη αμπέλω, ούτως ουδέ υμείς, εάν μη εν εμοί μείνητε. εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα. ο μένων εν εμοί καγώ εν αυτω, ούτος φέρει καρπόν πολύν, ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν. εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνάγουσιν αυτά και εις το πυρ βάλλουσι, και καίεται. εάν μείνητε εν εμοί και τα ρήματά μου εν υμίν μείνη, ό εάν θέλητε αιτήσασθε, και γενήσεται υμίν.»

Από αυτά γίνεται φανερό ότι η τήρηση των εντολών (καρπός) είναι αδύνατη αν κάποιος δεν μείνει «εν τω Χριστώ»: «ο μένων εν εμοί καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν». Για ποιον όμως ισχύει αυτή η φράση; Κατά το Ιω. 6, που είδαμε πριν, ισχύει για εκείνον που κοινωνεί τη σάρκα και το αίμα του Ιησού. Αυτά συνηγορούν στην κυριολεκτική ερμηνεία των λόγων του Κυρίου στο Ιω. 6.

2) Με ποιον τρόπο πρέπει να εννοήσουμε ότι ο άρτος και ο οίνος «είναι» σώμα και αίμα Χριστού;
Ασφαλώς αν τα πάμε για ανάλυση, θα βρούμε άρτο και οίνο, όχι αίμα και σάρκα. Κατά τούτο, μπορούμε να πούμε ότι η μεταβολή είναι «πνευματική», όπως λένε κάποιοι προτεστάντες. Πνευματική όμως δεν σημαίνει συμβολική και μη αληθινή. Σημαίνει ότι έχουμε ενώπιών μας δράση του Αγίου Πνεύματος, που προκαλεί μια κατάσταση ανεξήγητη και μυστηριώδη.
Αν δεν υπάρχει πραγματική παρουσία του Χριστού στη θεία Μετάληψη, όπως ανέφερα πριν, δε μπορεί να έχουν ισχύ τα λόγια Του και τα λόγια του Παύλου, του Ιγνάτιου και γενικά των αγίων όλων των εποχών για τη σωτηριώδη σημασία της θείας Μετάληψης. Τότε σωστική αξία θα έχουν μόνο οι εντολές του Χριστού. Έλα όμως που ο ίδιος ο Χριστός εξαρτά απολύτως τη σωτηρία από τη συμμετοχή στη βρώση και πόση και τονίζει ότι δι’ αυτής βρίσκεται μέσα μας και αν δεν βρίσκεται μέσα μας δε μπορούμε να φέρουμε καρπό…
Κατά τα άλλα, ο τρόπος της μεταβολής ή ο τρόπος ύπαρξης του θείου σώματος και αίματος στον άρτο και τον οίνο ξεφεύγει από τη δική μας κατανόηση.

Ας μην ξεχνάμε όμως το πλήθος των περιπτώσεων όπου άρτος και οίνος γίνονται σάρκα και αίμα με τρόπο ορατό στα ανθρώπινα μάτια ή που άγιοι άνθρωποι βλέπουν ένα βρέφος πάνω στην αγία τράπεζα. Γνωρίζω δύο περιπτώσεις που συνέβησαν στην Κρήτη τα τελευταία χρόνια, εκτός από εκείνες που γράφονται στα βιβλία.
Η πιο χαρακτηριστική και ερευνημένη περίπτωση προφανώς είναι το θαύμα του Λαντσιάνο, για το οποίο δείτε εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: