Με αφορμή την εορτή της μνήμης του αγίου Ευαγγελιστή Λουκά (18 Οκτωβρίου)
Απόσπασμα από το βιβλίο του Νικολάου Π. Βασιλειάδη Αρχαιολογία και Αγία Γραφή, Έκδοσις Αδελφότητος Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήναι Δεκέμβριος 1999.
Εισαγωγή ΟΟΔΕ. Ζώντος ακόμη του μακαριστού θεολόγου Νικολάου Π. Βασιλειάδη († 4 Σεπτεμβρίου 2016), είχαμε επικοινωνήσει μαζί του και είχαμε λάβει προφορικά την έγκριση του Δ.Σ. της Αδελφότητος Θεολόγων «Ο Σωτήρ», για να αναδημοσιεύσουμε στο διαδίκτυο μερικά κεφάλαια του βιβλίου του Αρχαιολογία και Αγία Γραφή. Με θερμές ευχαριστίες, αρχίζουμε αυτή την αναδημοσίευση σήμερα, από τα σχετικά με το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και τις Πράξεις των Αποστόλων, σελ. 336 – 364.
Η παρούσα ανάρτηση αφιερώνεται στη μνήμη του.
Το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο
Εις τα τέλη του 19ου αιώνος οπαδοί της λεγομένης αρνητικής κριτικής του κειμένου της Καινής Διαθήκης, όπως ο ορθολογιστής Μπάουρ (F. C. Baur), δεν παρεδέχοντο την ιστορικότητα του ευαγγελίου του Λουκά και των Πράξεων των Αποστόλων. Εθεωρούσαν τα δύο αυτά βιβλία του Αποστόλου Λουκά ως το ασθενέστερον τμήμα της Καινής Διαθήκης! Οι ισχυρισμοί εκείνοι έγιναν αφορμή να μελετηθούν προσεκτικώτερα τα δύο αυτά σπουδαία βιβλία της Καινής Διαθήκης, διά να αποδειχθή πανηγυρικώς ότι ο ιερός Λουκάς υπήρξε ιστορικός πρώτης τάξεως! Εις τούτο συνέβαλε σημαντικά και η αρχαιολογία, η οποία με τα ευρήματά της απέδειξεν, ότι η ιστορική, γεωγραφική, τοπογραφική και πολιτική ατμόσφαιρα των δύο βιβλίων του Αποστόλου Λουκά, ιδιαιτέρως δε των Πράξεων των Αποστόλων, προϋποθέτουν σαφή και πλουσίαν γνώσιν των γεγονότων του 1ου μ. Χ. αιώνος. Έτσι ο Sir W. Μ. Ramsay (Σερ Ράμσεϋ), του οποίου οι εργασίες ανέτρεψαν εκ βάθρων τους ισχυρισμούς του Μπάουρ και της Σχολής του, επαινεί ιδιαιτέρως το ιστορικόν αισθητήριον του αποστόλου Λουκά, τον οποίον χαρακτηρίζει ως «ιστορικόν πρώτης τάξεως μεταξύ των ιστορικών»[2].
Όποιος μελετά το κατά Λουκάν ευαγγέλιον, διαπιστώνει χωρίς πολύν κόπον ότι ο ιερός συγγραφεύς προσπαθεί να τοποθετήση τα γεγονότα, που αφηγείται, εις ένα ιστορικόν πλαίσιον και ότι όλα τα τοποθετεί μέσα εις ιστορικά όρια. Έτσι γράφει ότι ο ιερεύς Ζαχαρίας έλαβε το μήνυμα του αγγέλου, ότι θα αποκτήση υιόν, «εν ταις ημέραις Ηρώδου του βασιλέως της Ιουδαίος» (Λουκάς Α' 5). Ότι επί των ημερών του «Καίσαρος Αυγούστου εξήλθε δόγμα απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην»· και ότι «αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου» (Λουκάς Β΄ 1 εξ.). Γράφει ακόμη ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής άρχισε το κήρυγμά του «εν έτει πεντεκαιδεκάτω της ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ηγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου της Ιουδαίας, και τετραρχούντος της Γαλιλαίας Ηρώδου, Φιλίππου δε του αδελφού αυτού τετραρχούντος της Ιτουραίας και Τραχωνίτιδος χώρας, και Λυσανίου της Αβιληνής τετραρχούντος, επ' αρχιερέως Άννα και Καϊάφα» (Λουκάς Γ' 1-2).
Οι αναφορές αυτές του θεοπνεύστου ευαγγελιστού υπήρξαν μία πρόκλησις διά τον ιστορικόν και τον αρχαιολόγον. Ήδη εκάμαμε εις προηγούμενα κεφάλαια εκτενή λόγον διά το πότε έβασίλευσεν ο Ηρώδης ο Μέγας και οι διάδοχοί του. Εδώ υπενθυμίζομεν μόνον ότι ο Ηρώδης εβασίλευσεν από το 37 μέχρι το 4 π. Χ. . Τούτο σημαίνει ότι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εγεννήθησαν πριν από τον θάνατον του Ηρώδου, δηλαδή πριν από το 4 π. Χ. Σήμερα είναι πλέον αποδεκτόν ότι «εκ πλάνης κατά τον ε΄ αιώνα έτος γεννήσεως του Κυρίου ωρίσθη το 753 (από κτίσεως Ρώμης), ήτοι τρία ή τέσσαρα έτη βραδύτερον της πραγματικής χρονολογίας» [3]. Ενώ άλλοι, βασιζόμενοι εις το Ματθ. Β΄ 1, τοποθετούν την γέννησιν του Κυρίου εις τα τέλη του 5 π. Χ. ή και το 6 π. Χ., και τούτο, διότι η απογραφή, η οποία ωρίσθη από την Ρώμην το 9 - 8 π. Χ., καθυστέρησεν ένεκα των αντιδράσεων των Ιουδαίων και έγινε μόλις το 7 - 6 π. Χ. Ο Sir W. Μ. Ramsay υποστηρίζει ότι αυτή είναι η απογραφή, περί της οποίας ομιλεί ο ιερός Λουκάς (Β' 1-3) σχετικά με την γέννησιν του Χριστού. Οπότε η απογραφή αυτή μας οδηγεί εις το 6 π. Χ. ως έτος γεννήσεως του Χριστού [4].
Διά το πότε ακριβώς έγινε η απογραφή του Αυγούστου και Κυρηνίου (Λουκ. Β΄ 1εξ.) παρατηρούμε: Βεβαίως ο λόγος του ευαγγελιστού «πάσαν την οικουμένην» δεν εννοεί όλον τον κόσμον, αλλά μόνον τους λαούς, οι οποίοι ήσαν υπό την κυριαρχίαν των Ρωμαίων των χρόνων εκείνων.
Κατά της επιμονής του Λουκά περί της ανωτέρω απογραφής οι αρνηταί της ιστορικότητος του τρίτου ευαγγελίου προέβαλαν τρεις ενστάσεις. Είπαν: Α) Η Ιστορία δεν αναφέρει καμμίαν τέτοιαν απογραφήν. Β) Ο Κυρήνιος ήταν κυβερνήτης της Συρίας τουλάχιστον δέκα χρόνια αργότερα. Γ) Είναι παράλογον να υποθέσωμεν ότι ο λαός πρέπει να φύγη από τα σπίτια του διά να απογραφή.
Εις τις τρεις αυτές ενστάσεις απαντούμε:
1. Απογραφές πληθυσμού εγίνοντο από πολύ παλαιά, διότι ήσαν απαραίτητες δια την φορολογίαν. Άλλωστε χωρίς αυτές πώς θα εισέπραττε η Ρώμη τα τεράστια ποσά, που της ήσαν απαραίτητα διά τα πολυτελή κτίριά της, την άσωτη ζωή των αρχόντων και του λαού, την συντήρησιν του στρατού και το πολυδάπανον και εκτεταμένον διοικητικόν της σύστημα; Πάπυροι, τους όποιους κατέχει σήμερα η αρχαιολογία, μας πληροφορούν ότι εις το Ρωμαϊκόν κράτος εγίνοντο απογραφές κάθε δεκατέσσερα χρόνια. Η απογραφή περιελάμβανε τους «Ρωμαίους πολίτας», αλλά και την Ισπανίαν, την Γαλατίαν, την Αίγυπτον, την Συρίαν και την Παλαιστίνην. Οι πάπυροι αυτοί ομιλούν περί απογραφής, η οποία έγινε το 9 - 6 π. Χ. [5].
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (155 - 220 μ. Χ.) ομιλεί περί συστήματος απογραφής και λέγει ότι αυτό άρχισε με την απογραφήν, η οποία έγινε το έτος της γεννήσεως του Χριστού. Κείμενα παπύρων αναφέρουν απογραφές, οι οποίες έγιναν κάθε 14 χρόνια: Δηλαδή το 90, 104, 118, 132 και εξής μέχρι το 230 μ. Χ. [6]. Επίσης υπάρχουν αναφορές εις τον Πλίνιον και εις τον Τάκιτον περί απογραφής κατά τα έτη 35, 48, 61 και 74 μ. Χ.. Ο Sir W, Μ. Ramsay υπογραμμίζει, ότι κατέχομεν πληροφορίες περί απογραφής εις την Αίγυπτον κατά το 34 και το 62 μ. Χ., και ακόμη ότι έχομεν έμμεσες πληροφορίες περί απογραφής το 20 και το 48 π. Χ. Δεν κατέχομεν μόνον πληροφορίες δια την απογραφήν του 6 π. Χ., εις την όποιαν φαίνεται να αναφέρεται ο ιερός Λουκάς (Πράξεις Ε΄ 37), αλλά ημπορούμε να υποθέσωμεν ότι έγινε. Η απογραφή, η οποία έγινε πριν από αυτήν, θα πρέπη να ήταν εκείνη του 8 π. Χ. [7].
Επομένως το επιχείρημα των αρνητών, ότι η Ιστορία δεν αναφέρει τίποτε περί της απογραφής, διά την οποίαν ομιλεί ο ιερός Λουκάς, δεν ευσταθεί! Ο ιερός Λουκάς είναι ακριβής.
2. Κατά τον Ιουδαίον ιστορικόν Ιώσηπον, ο Κυρήνιος ήταν κυβερνήτης της Συρίας το 6 μ. Χ. Τότε έλαβε χώραν μία απογραφή, η οποία εξώργισε τους Ιουδαίους. Ο Κύριος όμως δεν εγεννήθη το 6 μ. Χ. αλλά, όπως εξηγήσαμε, περί το 4 π. Χ. Ώστε ο Κύριος ήταν ήδη περισσότερον από δέκα ετών, όταν ο Κυρήνιος «ηγεμόνευε» εις την Συρίαν. Τι συμβαίνει λοιπόν.
Εν πρώτοις η Ελληνική λέξις «ηγεμονεύοντος» (Λουκάς Β΄ 2) «έχει γενικήν έννοιαν και δηλοί το αξίωμα οιουδήποτε άρχοντος». Ο δε ευαγγελιστής Λουκάς «δεν καθορίζει ότι ο Κυρήνιος ήτο τότε legatus, όπως υπήρξε το 6 μ. Χ.» [8]. Κατά συνέπειαν το «ηγεμονεύοντος Κυρηνιόυ» σημαίνει ουσιαστικώς «επιτήρησιν» υπό διάφορες μορφές.
Το 1828 ευρέθη εις την Ρώμην μία επιγραφή, η οποία ανέφερεν ότι ο Κυρήνιος υπήρξε κυβερνήτης της Συρίας δύο φορές [9], παρ’ όλον ότι η υπηρεσία του δεν ήταν η ιδία και τις δύο φορές. Μία επιγραφή επίσης αναφέρει ότι ο «Ρ. Suplicius Quirinius dumvir» (= ανώτατος άρχων εις τις αποικίες) κατηύθυνε μίαν εκστρατείαν εις την Συρίαν λίγο πριν από το 6 π. Χ. [10]. Ο F. F. Bruce (Μπρους) πιστεύει, ότι «υπάρχει ουσιώδης μαρτυρία ότι ο Κυρήνιος κατείχε τέτοια θέσι ενωρίτερα, πιθανώς μεταξύ του 10 και 7 π. Χ., όταν ως αυτοκρατορικός απεσταλμένος στην επαρχία της Συροκιλικίας για στρατιωτικούς σκοπούς, κατηύθυνε εκστρατείαν εναντίον των Homanadenses, μιας ορεινής φυλής της Μ. Ασίας» (πρόκειται διά βαρβαρικήν φυλήν, η οποία εζούσε εις το όρος Ταύρος) [11]. Ο Ράμσεϋ ευρήκε πράγματι, λίγο πριν από τον Α' Παγκόσμιον Πόλεμον, μίαν επιγραφήν εις την Αντιόχειαν της Πισιδίας, η οποία επιβεβαιώνει τις δύο διοικητικές περιόδους του Κυρηνίου εις την Συρίαν. Ημπορούσε λοιπόν ο Κυρήνιος να έχη διοικητική εξουσία τότε που εγεννήθη ο Χριστός, όπως επίσης να είναι διοικητής και αργότερα, κατά το 6 μ. Χ. [12].
Εξ άλλου ο απόστολος Λουκάς δεν γράφει, ότι ο ίδιος ο Κυρήνιος έκαμε την απογραφήν, η οποία έλαβε χώραν το έτος της γεννήσεως του Κυρίου· γράφει απλώς ότι η απογραφή έγινε τότε που ο Κυρήνιος ήταν ηγεμών της Συρίας· «ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου». Τότε δε ο Κυρήνιος, όπως γράφει ο αρχαιολόγος Τόμπσον, «ήταν επιφορτισμένος με έκτακτον αποστολήν παραλλήλως προς τον κανονικόν ηγεμόνα, ο οποίος ήταν τότε ο Sentius Saturnius (8 - 6 π. Χ.)» [13]. Ώστε ο απόστολος Λουκάς είναι απολύτως ακριβής. Η απογραφή έγινε τότε που εγεννήθη ο Κύριος. Την ιδίαν εποχήν ο Κυρήνιος, δηλαδή περί το 4 π. Χ., ευρίσκετο εις την Συρίαν με έκτακτη αποστολή και ειδικήν εξουσιοδότησιν της Ρώμης και όχι ως ηγεμών, όπως το 6 μ. Χ.
Σημείωση ΟΟΔΕ: Ο ευαγγελιστής Λουκάς γράφει: «αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου» (Λουκ. Β΄ [2], 2). Αυτό σημαίνει ότι διαφοροποιεί αυτή την «πρώτη» απογραφή από τη μεταγενέστερη, του 6 μ.Χ., η οποία είναι πασίγνωστη, λόγω της αιματηρής εξέγερσης του Ιούδα του Γαλιλαίου. Αυτήν τη δεύτερη απογραφή και την εξέγερση την αναφέρει ο άγιος Λουκάς στις Πράξεις, Ε΄ [5] 37: «μετά τούτον ανέστη Ιούδας ο Γαλιλαίος εν ταις ημέραις της απογραφής και απέστησε λαόν ικανόν οπίσω αυτού· κακείνος απώλετο, και πάντες όσοι επείθοντο αυτώ διεσκορπίσθησαν».
Αν ο ευαγγελιστής Λουκάς είχε επινοήσει μια φανταστική απογραφή, για να τοποθετήσει σε αυτήν τη γέννηση του Χριστού (και μάλιστα αν το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο γράφτηκε δυο τρεις γενιές μετά – όπως διατείνονται ορισμένοι), δε χρειαζόταν αυτή η λεπτομερής διευκρίνιση στο Λουκ. Β΄ 2. Εξάλλου, θα μπορούσε να γράψει απλώς ότι ο Ιησούς γεννήθηκε στην απογραφή του 6 μ. Χ.
Επίσης, επί τη ευκαιρία, ας αναφέρουμε ότι η ύπαρξη της Ναζαρέτ (Λουκ. Α΄ [1], 26. Β΄ [2], 4. 39. 51, Δ΄ [4], 16 κ.λ.π.), η οποία αμφισβητήθηκε εξ ολοκλήρου στο παρελθόν, είναι σήμερα επιβεβαιωμένη, τόσο με εξωβιβλική μαρτυρία, όσο και με αρχαιολογικά ευρήματα. Λεπτομέρειες εδώ.
3. Ένας πάπυρος, ο οποίος χρονολογείται από το 104 μ. Χ., περιέχει διάταγμα του πρώτου κατά σειράν Ρωμαίου νομάρχου της Αιγύπτου Gaius Vibius, το οποίον διελάμβανε: «επειδή ο χρόνος της σπίτι με σπίτι απογραφής επλησίασε, κρίνεται αναγκαίο να υποχρεώσετε όλους εκείνους, οι οποίοι καθ’ οιονδήποτε λόγο ευρίσκονται έξω από την επαρχία τους, να επιστρέψουν εις τα σπίτια τους, ώστε να φέρουν εις πέρας το κανονικό διάταγμα της απογραφής…» [14].
Ο Ramsay παρατηρεί, ότι υπήρχαν δύο τρόποι απογραφής. Ένας τρόπος ήταν να απογραφή ο καθένας εκεί όπου ευρίσκετο κατά την ημέραν της απογραφής. Αυτό απαιτούσε πλήθος υπαλλήλων απογραφέων και οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες δεν ήταν δυνατόν να αναλάβουν τέτοιο επίμοχθο έργο. Ο άλλος τρόπος ήταν να μεταβούν όλοι εις τον τόπον της καταγωγής τους και να παραμείνουν εκεί μέχρις ότου απογραφούν [15].
Ο πάπυρος του 104 μ. Χ. βεβαιώνει, ότι η απογραφή έπρεπε να γίνη κατά οικογένειες. Είναι προφανές ότι, και αν ακόμη δεν έχωμεν απ' ευθείας αποδείξεις τέτοιας απογραφής εις την Παλαιστίνην, η σχετική εικόνα, την όποιαν μας προσφέρει η Αίγυπτος, βεβαιώνει ότι τέτοιου είδους απογραφή ελάμβανε χώραν εις το Ρωμαϊκόν κράτος. Εφ' όσον δε εγίνετο εις την υπό Ρωμαϊκήν κατοχήν Αίγυπτον, το ίδιο θα εγίνετο και εις την Παλαιστίνην [16]. Ώστε και εις το ζήτημα τούτο ο ευαγγελιστής Λουκάς είναι ακριβής.
Τέλος δύο επιγραφές, τις οποίες κατέχει η αρχαιολογία, διέλυσαν κάποιες αμφιβολίες γύρω από το πρόσωπον του τετράρχου Λυσανίου της Αβιληνής, που αναφέρει ο απόστολος Λουκάς (Λουκ. Γ' 1). Ορισμένοι απέδωσαν εις τον Ευαγγελιστήν «χονδροειδή πλάνην αναχρονισμού», διότι ο μέχρι τότε γνωστός Λυσανίας ήταν πρόσωπον, το οποίον απέθανε το 34 π. Χ. και άρα δεν ήταν δυνατόν να ζη τότε που επέμενε ο Λουκάς (το 24 μ. Χ.), δηλαδή 58 χρόνια μετά τον θάνατόν του! Αλλά οι δύο ανωτέρω επιγραφές απέδειξαν πολύ ακριβή τον Ευαγγελιστήν. Εις την μίαν επιγραφήν ο Λυσανίας αναφέρεται μαζί με κάποιον Ζηνόδωρον και ονομάζεται «τετράρχης». Εις την άλλην γίνεται λόγος περί «τετράρχου Λυσανίου» συγχρόνου του αυτοκράτορος Τιβερίου μεταξύ των ετών 14 και 29 μ. Χ. [17]. Αυτόν ακριβώς τον Λυσανίαν εννοεί ο Λουκάς και όχι τον μέχρι προ τίνος γνωστόν τετράρχην Λυσανίαν, υιόν του Πτολεμαίου, ο οποίος εφονεύθη το 34 π. Χ. [18]. Είναι χαρακτηριστικόν ότι, όταν ο A. Plummer συνέγραψε το 1913 το σπουδαίον υπόμνημά του εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον και τα στοιχεία αυτά της αρχαιολογίας δεν υπήρχαν ακόμη, επειδή ο συγγραφεύς ήταν πεπεισμένος διά την αξιοπιστίαν του αποστόλου, έγραφε: «Η ακρίβεια του Λουκά είναι τέτοια, ώστε θα έπρεπε να έχωμεν πολύ ισχυρές αποδείξεις πριν απορρίψωμεν όποιανδήποτε αφήγησίν του ως αναμφισβήτητον ανόητον σφάλμα»[19]! Ιδού όμως ότι ήλθαν και οι πολύ ισχυρές αποδείξεις. Ο Ευαγγελιστής είναι απολύτως ακριβής και εις το ζήτημα αυτό.
Οι Πράξεις των Αποστόλων
Εις την σπουδαίαν εργασίαν του W. Μ. Ramsay (Ράμσεϋ) «Απόστολος Παύλος ο Ταξιδιώτης και ο Ρωμαίος πολίτης» τονίζεται ιδιαιτέρως η ιστορική ακρίβεια του αποστόλου Λουκά, όπως προβάλλει εις το βιβλίον των Πράξεων των Αποστόλων. Από τότε όμως, που έγραψε το ως άνω βιβλίον ο Ράμσεϋ (1897), η Αρχαιολογία επλούτισε πάρα πολύ τις γνώσεις μας σχετικά με τα πρόσωπα και τα γεγονότα των Πράξεων. Έτσι σήμερα έχομεν ασυγκρίτως περισσοτέρους λόγους να συμπεράνωμεν με τον Ράμσεϋ, ότι «ο Λουκάς είναι ένας ιστορικός πρώτης τάξεως, όχι μόνον απλώς διότι αι εκ μέρους του αφηγήσεις των γεγονότων είναι αξιόπιστοι, αλλά διότι διακατέχεται από αληθές ιστορικόν αίσθημα. (…) Ο συγγραφεύς αυτός θα έπρεπε να τοποθετηθή μαζί με τους μεγαλυτέρους ιστορικούς» [1].
Ας ίδωμεν υπό το φως της αρχαιολογίας μερικά από τα γεγονότα, που αναφέρονται εις τις Πράξεις των Αποστόλων και τα οποία αποδεικνύουν τον απόστολον Λουκάν ένα από τους μεγαλυτέρους ιστορικούς.
1. Ο ιερός Λουκάς αναφέρει ότι εις την σύναξιν των πιστών της Αντιοχείας ο προφήτης Άγαβος, φωτιζόμενος από το Άγιον Πνεύμα, κατέστησε γνωστόν, ότι επρόκειτο να γίνη μεγάλη πείνα εις όλην την «Οικουμένην», και ότι η πείνα εκείνη έγινε επί της αυτοκρατορίας Κλαυδίου Καίσαρος (Πράξεις Ια' [11] 28). Ο Ράμσεϋ συνεκέντρωσε αποδεικτικόν υλικόν διά να δείξη, ότι η πείνα αυτή είναι «κατά τρόπον μοναδικόν πολύ καλά επιβεβαιωμένη» [2]. Ο ιστορικός Σουετώνιος ομιλεί «περί συνεχών ακαρπιών» επί αυτοκρατορίας του Κλαυδίου Καίσαρος, οι οποίες προκαλούσαν αλλεπάλληλες αυξήσεις των τιμών, ένεκα της ελλείψεως τροφίμων. Ο Δίων Κάσσιος και ο Τάκιτος αναφέρουν δύο λιμούς εις την Ρώμην, γεγονός το οποίον υπονοεί λιμούς εις την περιοχήν της Μεσογείου, διότι η Ρώμη επρομηθεύετο τα σιτηρά της από το εξωτερικόν. Ο ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει λιμόν εις την Ελλάδα και μία επιγραφή αναφέρεται εις λιμόν, ο οποίος έγινε εις την Μικράν Ασίαν. Αυτά φανερώνουν ότι κατά την βασιλείαν του Κλαυδίου (41-54 μ. Χ.) συνέβησαν διαδοχικά άσχημες συγκομιδές δημητριακών και έτσι προεκλήθησαν σοβαροί λιμοί εις διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας [3].
Ο λιμός, τον οποίον επροφήτευσεν ο Άγαβος και ο οποίος έγινε πράγματι, είναι εκείνος, διά τον οποίον ομιλεί ο Ιώσηπος, ότι συνέβη μεταξύ 44 και 48 μ. Χ., πιθανώς περί το 46 μ. Χ. Δηλαδή τότε που επίτροποι εις την Ιουδαίαν ήσαν ο Cuspius Fadus (Φάδος, 44-46 μ. Χ.) και ο Τιβέριος Ιούλιος Αλέξανδρος (46-48 μ. Χ.) [4]. Ο λιμός εκείνος εδραστηριοποίησε τους Χριστιανούς της Αντιοχείας να βοηθήσουν τους πτωχούς Χριστιανούς των Ιεροσολύμων, ο δε απόστολος Παύλος επήγε, περί το 46 μ. Χ., μαζί με τον Βαρνάβα και μετέφεραν τα δώρα της αγάπης της Εκκλησίας της Αντιοχείας εις την Εκκλησίαν των Ιεροσολύμων.
2. Εις το Πράξεις Ιγ' 5-6 αναφέρεται ότι οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας μαζί με τον Μάρκον, τον ανεψιόν του Βαρνάβα, έφθασαν εις την Σαλαμίνα της Κύπρου, διέσχισαν το νησί και κατέληξαν εις την Νέαν Πάφον. Εις την πόλιν αυτήν συνήντησαν τον Ρωμαίον ανθύπατον Σέργιον Παύλον. Το όνομα αυτό ευρέθη εις μίαν επιγραφήν εις την Κύπρον [5]. Ο Ramsay αναφέρει τέτοιαν επιγραφήν, η οποία ευρέθη εις τους Σόλους (βόρεια ακτή της Κύπρου), γραμμένη, όπως εσημείωνε, «κατά τους χρόνους της ανθυπατείας του Paullus (= Παύλου)» [6]. Εξ άλλου ένας από τους αξιωματικούς του Κλαυδίου εις την Ρώμην, «ο επίτροπος του Tiber», ωνομάζετο Λούκιος Σέργιος Paullus (= Παύλος) [7], είναι δε πολύ πιθανόν ότι αυτός μετέβη κατόπιν εις την Κύπρον ως ανθύπατος.
Το 1912 ο Ramsay ευρήκε εις την Αντιόχειαν επιγραφήν των μέσων του 1ου μ. Χ. αιώνος, η οποία έγραφε: «Στον Λούκιον Σέργιον Paullus τον νεώτερον, ένα από τους τέσσερις εντεταλμένους επί των Ρωμαϊκών δρόμων…» [8]. Ευρέθη επίσης και άλλη επιγραφή, που ανέφερε διά μίαν γυναίκα ονομαζομένη Σεργία Paulla (= Παύλα). Κατά τον Ramsay τα πρόσωπα αυτά ήσαν ο υιός και η θυγατέρα του Ρωμαίου ανθυπάτου της Πάφου Σεργίου Παύλου. Ο Ramsay ισχυρίζεται μάλιστα ότι υπάρχουν ενδείξεις εις την επιγραφήν, ότι η Σεργία έγινε Χριστιανή και ανέθρεψε τα παιδιά της χριστιανικά [9].
Σχετικά με την ορθογραφίαν του ονόματος Παύλος ο Ramsay παρατηρεί ότι το Λατινικόν όνομα γράφεται πάντοτε «Paullus», δηλαδή με δύο «λ», ενώ οι Έλληνες το γράφουν πάντοτε με ένα «λ». Έτσι βεβαιούται και αυτή ακόμη η ορθογραφική ακρίβεια του αποστόλου [10].
Ο ιερός Λουκάς σημειώνει ότι ο τίτλος του Σεργίου ήταν «ανθύπατος» (Πράξεις Ιγ' [13] 7). Η αρχαιολογική έρευνα απέδειξεν ότι αυτός ήταν πράγματι ο τίτλος του Ρωμαίου κυβερνήτου της Κύπρου, τότε που την επεσκέφθησαν οι Απόστολοι. Το νησί ήταν αρχικώς αυτοκρατορική επαρχία του Ρωμαϊκού κράτους, αλλά το 22 π. Χ. μετεφέρθη υπό του Αυγούστου εις την δικαιοδοσίαν της Ρωμαϊκής Συγκλήτου και ετέθη υπό την εξουσίαν των ανθυπάτων. Τούτο επεβεβαιώθη από Κυπριακά νομίσματα των χρόνων εκείνων, τα οποία ευρήκε η αρχαιολογία [11]. Ας σημειωθή ότι η Κύπρος μέσα εις 35 χρόνια είχε τέσσερις τύπους Ρωμαϊκής διακυβερνήσεως. Ο Λουκάς όμως ήταν ακριβής γνώστης των πραγμάτων, δι' αυτό και δεν έκαμε λάθος· αποκαλεί τον Σέργιον Παύλον με τον τίτλον, που είχε τότε!…
3. Ο ιερός Λουκάς αναφέρει ότι οι Απόστολοι διέτρεξαν την περιοχήν, που αρχίζει από την Πέργην, και ήλθαν εις την Αντιόχειαν της Πισιδίας (Πράξεις Ιγ' [13] 14). Ο Στράβων ονομάζει την πόλιν αυτήν «Αντιόχειαν προς τη Πισιδία». Η πόλις ήταν το κύριον πολιτικόν και στρατιωτικόν κέντρον της περιοχής, η οποία ωνομάζετο Γαλατική Φρυγία. Πράγματι· μία επιγραφή ομιλεί δι' ένα «περιφερειακόν εκατόνταρχον», ο οποίος ήταν προφανώς επιφορτισμένος με ειδικά καθήκοντά εις την περιοχήν [12]. Ορθότατα και ακριβέστατα λοιπόν ο απόστολος Λουκάς σημειώνει ότι ο λόγος του Κυρίου μετεφέρετο και διεδίδετο εις όλην την χώραν (Πράξεις Ιγ' [13] 49), δηλαδή εις την αντιοχειανήν περιφέρειαν.
Η επιτυχία των Αποστόλων εις την αντιοχειανήν περιφέρειαν επροκάλεσε την αντίδρασιν των Ιουδαίων, οι οποίοι παρεκίνησαν και αυτές ακόμη τις γυναίκες εις διωγμόν κατά των Αποστόλων (Πράξεις Ιγ' [13] 50). Ο απόστολος Λουκάς ακριβολογεί και εις το σημείον αυτό, διότι ο Ramsay παρατηρεί: ενώ κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητον εις τας Αθήνας ή εις μίαν Ιωνικήν πόλιν, εδώ η ενέργεια αυτή των γυναικών ήταν σύμφωνη με την ζωήν και τα έθιμα των πόλεων, οι οποίες ευρίσκοντο εις το εσωτερικόν της Μικράς Ασίας [13].
4. Όταν ο απόστολος Παύλος έγραφε προς τους Κορινθίους, τους ετόνιζε μεταξύ άλλων, ότι υπηρέτησε τον Κύριον με κινδύνους, μέσα εις πλημμυρισμένα κατά τον χειμώνα ποτάμια και κινδύνους από ληστές, οι οποίοι παρεμόνευαν εις τους τόπους των περιοδειών του (Πράξεις Ια' [11] 26). Οι Conybeare και Howson (Κόνυμπίαρ και Χόουζον) πιστεύουν, ότι ο απόστολος Παύλος με τα λόγια αυτά αναφέρεται εις το ταξίδι του μεταξύ Πέργης και Αντιοχείας. Τούτο δε επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα εις την περιοχήν της Πισιδίας, εις την όποιαν ευρίσκετο και η Αντιόχεια. Επίσης ο Ramsay αναφέρει αρχαίες επιγραφές, οι οποίες ευρέθησαν εις την περιοχήν της Πισιδίας και εις τις οποίες γίνεται λόγος δι' ωπλισμένους αστυνομικούς και στρατιώτες, οι οποίοι ήσαν επιφορτισμένοι διά την τάξιν, την ασφάλειαν και την ειρήνην εις την περιοχήν. Άλλες επιγραφές κάνουν λόγον διά μίαν σύγκρουσιν με ληστές ή δι' ένα πνιγμόν εις ποτάμι [14].
5. Ο απόστολος Λουκάς ιστορεί ότι οι Απόστολοι, μετά την αναχώρησίν τους από το Ικόνιον, «κατέφυγον εις τας πόλεις της Λυκαονίας Λύστραν και Δέρβην» (Πράξεις Ιδ' [14] 6). Όμως Ρωμαίοι συγγραφείς, όπως ο Κικέρων και ο Στράβων, αναφέρουν ότι το Ικόνιον ήταν εις την Λυκαονίαν. Ένεκα τούτου αρκετοί κριτικοί του κειμένου της Καινής Διαθήκης υπεστήριξαν ότι οι «Πράξεις των Αποστόλων» δεν εγράφησαν δήθεν από τον Λουκάν, αλλ' είναι μία αναξιόπιστος εργασία, η οποία εγράφη πολύ αργότερα! Αρχαιολογικά όμως ευρήματα του Ράμσεϋ εις την Μικράν Ασίαν το 1910, απέδειξαν ότι το Ικόνιον δεν ήταν πόλις της Λυκαονίας, αλλά της Φρυγίας. Άλλα δε αρχαιολογικά ευρήματα απέδειξαν ότι οι κάτοικοι του Ικονίου εξεχώριζαν τους εαυτούς τους και τους εθεωρούσαν ως Φρύγες, πολίτες πόλεως της Φρυγίας [15]. Ο Ράμσεϋ απέδωσε τόσην σημασίαν εις την ακρίβειαν των λόγων του αποστόλου Λουκά, ότι δηλαδή το Ικόνιον δεν ήταν εις την Λυκαονίαν, ώστε η διαπίστωσίς του ότι το Ικόνιον δεν ήταν πόλις της Λυκαονίας, τον ωδήγησε εις το να αλλάξη ριζικά γνώμην διά το βιβλίον των «Πράξεων των Αποστόλων», το οποίον μέχρι της στιγμής εκείνης εθεωρούσε ως βιβλίον «αβέβαιου, αορίστου αξίας»! [16]
Εξ άλλου ο Ξενοφών αναφέρει κατά το 401 π. Χ. το Ικόνιον ως Φρυγικήν πόλιν· υπάρχουν δε φιλολογικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες από επιγραφές, οι οποίες βεβαιώνουν ότι το Ικόνιον διετηρήθη ως Φρυγική πόλις μέχρι το 295 μ. Χ. [17]. Έτσι, παρατηρεί ο αρχαιολόγος Τόμπσον, «ενώ το Ικόνιον συνεδέετο με τα Λύστρα και τις πόλεις τις Λυκαονίας δι' εμπορικούς λόγους, στην πραγματικότητα ανήκε πολιτικώς στη Φρυγία. Τούτο εντυπωσίασε πολύ τον Ράμσεϋ, διότι έδειχνε ότι ο Λουκάς ήταν ορθώς και επακριβώς πληροφορημένος επάνω σε μια τόσο συγκεκριμένη λεπτομέρεια» [18].
6. Εις τα Λύστρα ο απόστολος Παύλος εθεράπευσε κάποιον χωλόν, ο οποίος ποτέ του δεν είχε περπατήσει, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να λέγουν εις την Λυκαονικήν γλώσσαν (δηλαδή την μητρικήν τους) ότι οι θεοί έγιναν όμοιοι προς τους ανθρώπους και κατέβηκαν εις την γην (Πράξεις Ιδ' [14] 8-12). «Κοντά στο σημερινό Κατύν Σεράϊ ο Αμερικανός S. Sterret ευρήκε ένα λίθινο βωμό με την επιγραφή “Lustra”, η οποία δείχνει χωρίς αμφιβολία τον τόπο, όπου βρισκόταν η ρωμαϊκή αποικία» [19]. Επίσης δύο επιγραφές, οι οποίες ευρέθησαν κοντά εις τα Λύστρα το 1919, επεβεβαίωσαν την λατρείαν του Διός και του Ερμού εις την πόλιν αυτήν [20]. Η μία (των μέσων του 3ου μ. Χ. αιώνος) γράφει διά την αφιέρωσιν εις τον Δία ενός αγάλματος του Ερμού εκ μέρους δύο ανδρών, με Λυκαονικά ονόματα. Η άλλη αναφέρει «Ιερείς του Διός». Εξ άλλου κοντά εις τα Λύστρα ευρέθη το 1926 και ένα πέτρινο θυσιαστήριον αφιερωμένον εις «Αυτόν που ακούει την Προσευχήν (πιθανώς τον Δία) και τον Ερμήν». Αυτά φανερώνουν ότι ο λαός της περιοχής είχε περί πολλού την λατρείαν των δύο αυτών θεών [21]. Διά τούτο και η πρώτη αντίδρασις του λαού εις το θαύμα της θεραπείας του χωλού ήταν να θεωρήσουν ως Δίαν τον περισσότερο σοβαρόν και σιωπηλόν Βαρνάβαν, τον δε Παύλον ως Ερμήν, επειδή ωμιλούσε περισσότερον.
Πέραν αυτών επιγραφές, οι οποίες ευρέθησαν, απέδειξαν ότι οι άποικοι της περιοχής ωμιλούσαν την Λατινικήν, αλλά προφανώς οι αυτόχθονες ωμιλούσαν την δική τους διάλεκτον, ιδιαιτέρως όταν ευρίσκοντο εις κατάστασιν ενθουσιασμού, όπως συνέβη όταν είδαν το θαύμα του αποστόλου Παύλου. Δεν ευρέθησαν όμως επιγραφές εις την Λυκαονικήν. Ίσως, παρατηρεί ο Τόμπσον, δεν υπήρχε τέτοια γραπτή γλώσσα [22].
7. «Οψόμεθα εις Φιλίππους!» ήταν η περιβόητη φράσις, την όποιαν είπεν εις τον Βρούτον το φάντασμα, όταν του προανήγγειλε την ήτταν του εις την μάχην των Φιλίππων. Πράγματι· το 42 π. Χ. οι λεγεώνες του Αντωνίου και του Οκταβιανού είχαν πραγματοποιήσει περιφανή νίκην εναντίον του Βρούτου και του Κασσίου, οι οποίοι εσκότωσαν τον Καίσαρα, διά να σώσουν την δημοκρατίαν της Ρώμης από την δικτατορίαν. Εκεί, εις τον ίδιον τόπον, εμπρός εις τα τείχη των Φιλίππων, το 49/50 μ. Χ. ένας άλλος γενναίος στρατηγός «παρατάξεως Κυρίου», ο απόστολος Παύλος, είχε καταγάγει μίαν ιστορικήν νίκην, η οποία άλλαξε τον πολιτισμόν εις την ευρωπαϊκήν ήπειρον: Ίδρυσε την πρώτην Χριστιανικήν Εκκλησίαν εις ευρωπαϊκόν έδαφος! (Πράξεις ις΄ [16] 12-40).
Η αρχαιολογία συνέβαλε τα μέγιστα εις την κατανόησιν της επισκέψεως και των επιτυχιών του αποστόλου Παύλου εις τους Φιλίππους. Η πόλις αυτή περιήλθε εις την Ρωμαϊκήν κυριαρχίαν το 168 π. Χ. . Μετά την ήτταν των Βρούτου και Κασσίου, ο Αύγουστος επέτρεψε να εγκατασταθούν εκεί απόμαχοι των στρατιών του και να σχηματίσουν Ρωμαϊκήν αποικίαν· αργότερα προσετέθησαν εις αυτούς και άλλοι Ρωμαίοι πολίτες, με αποτέλεσμα οι Φίλιπποι να γίνουν μικρογραφία της Ρώμης με την αγοράν τους, το θέατρον, το forum (= τα δικαστήρια, το χρηματιστήριον κλπ.), την ακρόπολιν και το τείχος τους. Ορθότατα λοιπόν ο απόστολος Λουκάς ονομάζει την πόλιν «Κολωνίαν», δηλαδή Ρωμαϊκήν αποικίαν (Πράξεις Ιζ' [16] 12). Επιγραφές, που κατέχει σήμερα η αρχαιολογία, βεβαιώνουν ότι ωρισμένες πόλεις εις την Ασίαν, Βιθυνίαν και Μακεδονίαν είχαν πράγματι αυτόν τον τίτλον [23].
Ο ευαγγελιστής Λουκάς γράφει ότι η πόλις Φίλιπποι ήταν «πρώτη της μερίδος Μακεδονίας». Ο F. J. A. Hort (Χορτ), από τους διασημοτέρους σπουδαστάς της Καινής Διαθήκης, υπεστήριζεν ότι ο ιερός συγγραφεύς σφάλλεται, όταν χρησιμοποιή την λέξιν «μερίς», και εβεβαίωνε: «Το “μερίς” ουδέποτε σημαίνει απλώς περιφέρειαν, επαρχίαν ή κάποιαν γεωγραφικήν διαίρεσιν· όταν χρησιμοποιήται διά την γήν ή δι' οτιδήποτε άλλο, σημαίνει μέρος ή μερίδιον». Εφ' όσον ένας συγγραφέας δεν θα έγραφε «το μερίδιον εκείνο της Μακεδονίας», την στιγμήν που εννοούσε «η επαρχία εκείνη της Μακεδονίας», ο Χορτ υπεστήριξε ότι υπήρξε κάποιο πρωταρχικό λάθος εις το κείμενον· ένας δε από τους αντιγραφείς, προκειμένου να το επανορθώση, διώρθωσε την λέξιν και την έγραψε «μερίς». Αλλά αρχαιολογικά ευρήματα εις το Φαγιούμ της Αιγύπτου απέδειξαν ότι οι εκεί άποικοι, πολλοί των οποίων ήσαν από την Μακεδονίαν, εις την οποίαν ευρίσκοντο οι Φίλιπποι, εχρησιμοποιούσαν αυτήν ακριβώς την λέξιν «μερίς», διά να δηλώσουν τις περιφέρειες της επαρχίας. Έτσι, παρατηρεί ο Καθηγητής Φρη, τα ευρήματα της αρχαιολογίας «απέδειξαν ότι ο Λουκάς εγνώριζε πολύ περισσότερα διά την γεωγραφικήν ορολογίαν της Μακεδονίας από όσα ένας των μεγαλυτέρων συγχρόνων εμπείρων πραγματογνωμόνων της Ελληνικής γλώσσης. Σήμερα όλοι οι μελετηταί συμφωνούν ότι η λέξις “μερίς” εχρησιμοποιήθη από τον Λουκάν κατά τρόπον ορθόν, ο οποίος συνεδέετο με την Μακεδονίαν. Η αρχαιολογία διώρθωσε τον Χoρτ και έδειξε πάλιν την ακρίβειαν του Λουκά» [24].
Από την αρχαιολογίαν έχει επίσης επιβεβαιωθή και η φράσις του Λουκά: «Eξήλθομεν έξω της πόλεως παρά ποταμόν ού ενομίζετο προσευχή είναι» (Πράξεις Ιζ;΄ [16] 13)· δηλαδή, εβγήκαμε έξω από την πόλιν εις κάποιο μέρος, που ήταν πλησίον ενός ποταμού (πιθανόν του Γαγγίτη), το οποίον εθεωρείτο τόπος προσευχής των Ιουδαίων. Γάλλοι αρχαιολόγοι, οι οποίοι επραγματοποίησαν ανασκαφές εις τους Φιλίππους από το 1914 μέχρι το 1938, επεβεβαίωσαν την ακρίβειαν αυτήν της τοπογραφίας των «Πράξεων» [25]. Η επιβεβαίωσις αυτή της αρχαιολογίας αποκτά, όπως παρατηρεί ο Καθηγητής Τόμπσον, ιδιαίτερη σπουδαιότητα. Διότι έτσι έχομεν «το ακριβές σημείον, όπου το Ευαγγέλιον εκηρύχθη για πρώτη φορά στην Ευρώπη» [26]! Εις εκείνο το σημείον ο απόστολος Παύλος εκέρδισε και την πρώτην πιστήν· ήταν η Λυδία, η «πορφυρόπωλις», η οποία κατήγετο από τα Θυάτειρα της Μικράς Ασίας!
Όμως η θεραπεία μιας νεαράς δούλης, η οποία είχε μαντικόν πνεύμα, εξώργισε τους κυρίους της, διότι έτσι έχαναν τα κέρδη τους. Δι' αυτό συνέλαβαν τους αποστόλους Παύλον και Σίλαν και τους ωδήγησαν εις τους «στρατηγούς», οι οποίοι διέταξαν να ραβδίσουν τους Αποστόλους και να τους φυλακίσουν (Πράξεις Ιζ' [16] 16 - 24). Ο ιερός Λουκάς ονομάζει τους ανωτάτους άρχοντας της πόλεως «στρατηγούς», ενώ ο ορθός τεχνικός όρος διά τους Ρωμαίους αυτούς άρχοντες ήταν «duumviri» (= ανώτεροι άρχοντες εις τους δήμους και τις αποικίες). Εν τούτοις, επιγραφές, που ευρέθησαν, απέδειξαν ότι εδίδετο εις αυτούς και ο τίτλος του «στρατηγού» διά λόγους φιλοφροσύνης [27]. Ο λόγιος Λουκάς, γράφει ο αρχαιολόγος Φρη, εχρησιμοποιούσε μάλλον το λεξιλόγιον των λογίων και μορφωμένων ανθρώπων της εποχής του, παρά εκείνο των τεχνικών [28].
8. Από την Θεσσαλονίκην δεν έχομεν ακόμη πλούσιον αρχαιολογικόν υλικόν, το οποίον να φωτίζη την διήγησι των «Πράξεων» σχετικά με την επίσκεψιν των Αποστόλων εις την πόλιν αυτήν. Και τούτο, διότι η πόλις είναι ανοικοδομημένη και πολλά συνεχίζουν να παραμένουν θαμμένα κάτω από τα θεμέλια των κτιρίων της. Εν τούτοις ωρισμένα αρχαιολογικά ευρήματα ήλθαν να επιβεβαιώσουν και πάλιν την ιστορικότητα του ευαγγελιστού Λουκά.
Εις το Πράξεις Ιζ' 5-6 ο ιερός Λουκάς γράφει: Οι Ιουδαίοι με «αγοραίους άνδρας πονηρούς» έσυραν βιαίως τον Ιάσονα, ο οποίος φαίνεται ότι εφιλοξενούσε τους Αποστόλους, και μερικούς Χριστιανούς αδελφούς, διά να τους φέρουν εις τους «πολιτάρχας». Συγχρόνως δε εφώναζαν: Οι άνθρωποι, οι οποίοι ανεστάτωσαν την οικουμένην, ήλθαν και εδώ διά να αναστατώσουν την πόλιν μας!…
α) Η χρησιμοποίησις εκ μέρους του Λουκά της λέξεως «πολιτάρχης» εθεωρήθη από ωρισμένους ως ανακρίβεια. Εν τούτοις ευρέθησαν εις την Θεσσαλονίκην δεκαεννέα επιγραφές, οι οποίες ανάγονται μεταξύ του 2ου π. Χ. και του 3ου μ. Χ. αιώνος, με την ονομασίαν αυτήν, οι οποίες μαρτυρούν την ύπαρξιν πολιταρχών. Πέντε αφορούν ειδικώς εις πολιτάρχας της Θεσσαλονίκης εις τις αρχές του 1ου μ. Χ. αιώνος και έξι του 2ου μ. Χ. αιώνος [29].
β) Αρχαιολογικά ευρήματα εφώτισαν και το νόημα του ρήματος «αναστατόω». Οι Ιουδαίοι κατηγορούσαν τους Αποστόλους ότι αναστατώνουν την πόλιν. Εις την Αίγυπτον ευρέθη αρχαία χειρόγραφος επιστολή, την όποιαν έγραψε ένα παιδί εις τον πατέρα του, ο οποίος είχε μεταβή εις την Αλεξάνδρειαν. Το παιδί παρεπονείτο ότι η μητέρα του του είπε: «Με αναστατώνεις· φύγε!». Η έννοια της λέξεως είναι ακριβώς όμοια με αυτήν, που χρησιμοποιεί ο ιερός Λουκάς [30].
9. Διά την εκ μέρους της αρχαιολογίας επιβεβαίωσιν των όσων ιστορεί ο ιερός συγγραφεύς των «Πράξεων» σχετικά με την επίσκεψιν του αποστόλου Παύλου εις την πόλιν των Αθηνών, δεν χρειάζεται να σημειώσωμεν παρά μόνον τρία πράγματα. Άλλωστε τα σημερινά άφθονα ερείπια των αρχαίων Αθηνών δίδουν εικόνα σαφή και σύμφωνη με εκείνη, την οποίαν μας περιγράφει ο ιερός Λουκάς.
α) Η παρατήρησις του θεοπνεύστου συγγραφέως, ότι η πόλις ήταν «κατείδωλος», δηλαδή γεμάτη από είδωλα (Πράξεις Ιζ' [17] 16), είναι κάτι, το οποίον μαρτυρούν οι Ξενοφών, Παυσανίας, Πετρώνιος κ.ά. Πιστοποιείται δε και από τα πάμπολλα αγάλματα και τους βωμούς, που ευρέθησαν εις την πόλιν. Άλλωστε την ιδίαν έκπληξιν, που εδοκίμασε ο Παύλος, εδοκίμασαν και οι Σοφοκλής, Παυσανίας και Ιώσηπος [31].
β) Ο ιερός Λουκάς αναφέρει ότι ο απόστολος Παύλος ευρήκε εις την πόλιν των Αθηνών και βωμόν με την επιγραφήν «αγνώστω Θεώ» (Πράξεις Ιζ' [17] 23). Το ότι τέτοιοι βωμοί ήσαν συνηθισμένοι εις την Ελλάδα, και ιδιαιτέρως εις την πόλιν της Παλλάδος, μαρτυρείται και από τον Παυσανίαν και από τον Φιλόστρατον [32].
γ) Οι συζητήσεις του Αποστόλου Παύλου εις την «αγοράν» των Αθηνών είναι, μετά τις ανασκαφές, την αναστήλωσιν της αγοράς και τα όσα γνωρίζομε από συζητήσεις, οι οποίες εγίνοντο εις τον χώρον εκείνον από φιλοσόφους, και ιδίως από τον Σωκράτην, απόλυτα φυσικές και αληθινές. Ο ιερός Λουκάς τοποθετεί τόσον τις συζητήσεις αυτές, όσον και τον λόγον του αποστόλου Παύλου εις τον Άρειον Πάγον, εις τις καθ’ αυτό ακριβείς θέσεις τους.
Παρέκβαση της ΟΟΔΕ: Περί αγνώστου Θεού και Αρείου Πάγου
1. Ως προς τον περίφημο βωμό του αγνώστου θεού, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά, ο απόστολος Παύλος είπε: «διερχόμενος γαρ και αναθεωρών τα σεβάσματα υμών εύρον και βωμόν εν ω επεγέγραπτο, αγνώστω Θεώ. ον ουν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλλω υμίν» (Πράξεις 17, 23).
Είναι γνωστό πλέον – επιβεβαιώνοντας τον συγγραφέα των Πράξεων – ότι στην Αθήνα υπήρχαν «βωμοί αφιερωμένοι “αγνώστοις θεοίς”». Τι έγραφαν όμως; Ο κάθε τέτοιος βωμός έφερε επιγραφή «αγνώστοις θεοίς» ή μήπως ο καθένας έγραφε «αγνώστω θεώ» (οι Πράξεις δεν βάζουν οριστικό άρθρο τω), ώστε ΣΥΝΟΛΙΚΑ οι βωμοί (και όχι ο καθένας) ήταν αφιερωμένοι «σε άγνωστους θεούς»; Ακόμη κι αν δεχτούμε το πρώτο και ότι ο Παύλος για ρητορικούς λόγους μετέτρεψε τον πληθυντικό σε ενικό, βλέπουμε ότι οι Πράξεις αναφέρονται σε ένα στοιχείο της πόλης των Αθηνών επιβεβαιωμένο από τις πηγές. Ωστόσο είναι απίθανο ο απόστολος Παύλος να είπε στους Αθηναίους μια τέτοια ανακρίβεια, ότι είδε βωμό αφιερωμένο «αγνώστω θεώ», αν τέτοια επιγραφή δεν υπήρχε, εφόσον μιλούσε για κάτι που βρισκόταν μπροστά στα μάτια τους.
Ο Παυσανίας (Αττικά, 1.4) αναφέρει ότι στην Αθήνα, συν τοις άλλοις, υπήρχαν «βωμοί δε θεών τε ονομαζομένων αγνώστων και ηρώων και παίδων των Θησέως και Φαληρού». Κατά τον Διογένη Λαέρτιο (Επιμενίδης, 110), «όθεν έτι και νυν έστιν ευρείν κατά τους δήμους των Αθηναίων βωμούς ανωνύμους». Οι βωμοί αυτοί είχαν συγκεκριμένη ιστορία, σχετική με τον εξιλασμό του κυλώνειου άγους, δεν υπονοούσαν ασφαλώς μια θεότητα όπως αντιλαμβανόμαστε το Θεό οι χριστιανοί, αλλά παρείχαν αφορμή στον απόστολο Παύλο να συνδέσει τη θρησκευτική έκφραση των Αθηναίων (και κατ’ επέκτασιν των Ελλήνων), όχι με κάποια κοντόφθαλμη προπαγάνδα, όπως μερικοί νομίζουν, αλλά με τη βιωμένη γνώση του Θεού εν Χριστώ, την οποία είχαν οι χριστιανοί – πολλοί από τους οποίους ήδη ήταν Έλληνες ή από άλλα, εκτός Ιουδαϊσμού, έθνη.
Από τον Παυσανία (Ηλιακά Α΄, 14.8) αναφέρεται «αγνώστων θεών βωμός», στην Ολυμπία, ενώ έχει βρεθεί ανάλογη επιγραφή στην Πέργαμο. Αυτό όμως δεν αποδεικνύει ότι οπωσδήποτε και στην Αθήνα υπήρχαν βωμοί που έγραφαν «αγνώστοις θεοίς». Πολύ περισσότερο, δεν αποδεικνύουν ότι στην Αθήνα «δεν υπήρχε ούτε ένας» βωμός με επιγραφή «αγνώστω θεώ», τον οποίο θα μπορούσε να παρατηρήσει ο απόστολος Παύλος. Εξάλλου, τα παραπάνω δεν έχουν σχέση με κάποιον βωμό αφιερωμένο «Τοις θεοίς Ασίας, Ευρώπης και Αφρικής, θεοίς αγνώστοις και ξένοις», που επικαλείται τον 5ο αιώνα μ.Χ. – οπωσδήποτε εσφαλμένα – ως αφορμή της αναφοράς του Παύλου ο άγιος Ιερώνυμος.
Λεπτομέρειες για το ζήτημα του βωμού του αγνώστου θεού μπορείτε να αναζητήσετε εδώ.
2. Για το ζήτημα της ομιλίας του Παύλου στον Άρειο Πάγο παραθέτουμε τα εξής ενδιαφέροντα από την Ελληνική Βικιπαίδεια, αναδημοσίευση από εδώ.
«Ο Απόστολος Παύλος οδηγήθηκε στον Άρειο Πάγο, γύρω στο 51 μ.Χ., μετά από διάλογο που είχε με τους Στωικούς και τους Επικουρείους στην αγορά της Αθήνας, έναν από τους τόπους όπου κήρυττε εκτός από την τοπική ιουδαϊκή συναγωγή. Ωστόσο, είναι δύσκολο να διευκρινιστεί αν ο «Άρειος Πάγος» που αναφέρουν οι Πράξεις των Αποστόλων ήταν ο γνωστός λόφος ή το σεβαστό δικαστικό σώμα. Αμφότερες οι εκδοχές έχουν τα επιχειρήματά τους.
Το ότι ο Παύλος δικάστηκε από τον Άρειο Πάγο είναι κάτι που μαρτυρούν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Επιπλέον, έχει σχολιαστεί ότι το πρωτότυπο κείμενο της αφήγησης δίνει την αίσθηση πως ο Άρειος Πάγος ήταν όντως το δικαστικό σώμα («Σταθείς δε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου Πάγου έφη [...] Και ούτως ο Παύλος εξήλθεν εκ μέσου αυτών», Πράξεις 17:22, 33). Το γεγονός, επίσης, ότι οι επικριτές του Παύλου υποστήριζαν πως κήρυττε «ξένα δαιμόνια» μπορεί να συσχετιστεί με τις αρμοδιότητες του δικαστικού σώματος του Αρείου Πάγου, μεταξύ των οποίων ήταν η προάσπιση της θρησκείας και των ηθών των Αθηνών. Μάλιστα, η περίπτωση του Παύλου φαίνεται να μοιάζει με αυτήν του Σωκράτη, καθώς ο τελευταίος είχε προσαχθεί στον Άρειο Πάγο με την κατηγορία ότι διέφθειρε τους νέους, αμελούσε τα παραδοσιακά θρησκευτικά καθήκοντα και εισήγε θρησκευτικούς νεωτερισμούς.
Αν ωστόσο ο Παύλος όντως δικάστηκε, τότε πιθανότατα αυτό έγινε στη Βασιλική Στοά, που βρισκόταν στην αγορά, διότι θεωρείται ότι εκείνη την εποχή στον χώρο του λόφου γίνονταν δίκες μόνο για ανθρωποκτονίες. Δεδομένης της εκδοχής της δίκης, η υπόθεση του Παύλου θεωρήθηκε ανάξια περαιτέρω εξέτασης λόγω της αναφοράς του στην ανάσταση των νεκρών.
Στον αντίποδα των επιχειρημάτων επισημαίνεται πως στην ομιλία του Παύλου στον Άρειο Πάγο υπήρχε αρκετός κόσμος, συμπεριλαμβανομένων και γυναικών, γεγονός που ίσως δεν θα συνέβαινε αν γινόταν κανονική δίκη. Επιπλέον, η αφήγηση του συμβάντος στις Πράξεις των Αποστόλων δεν περιέχει κάποια δικαστική διαδικασία. Αν επομένως δεν έγινε δίκη, τότε ο Παύλος οδηγήθηκε στον λόφο του Αρείου Πάγου, με σκοπό να τον ακούσουν οι παριστάμενοι, οι οποίοι ενδιαφέρονταν για φιλοσοφική συζήτηση. — Βλ. Πράξεις 17:21.
Σύμφωνα με μια τρίτη άποψη, η οποία προσπαθεί να συνδυάσει τα επιχειρήματα των άλλων δύο, ο Παύλος παρουσιάστηκε ενώπιον του σώματος του Αρείου Πάγου αλλά όχι για δίκη. Επρόκειτο απλώς για μια ακροαματική διαδικασία, προκειμένου οι άρχοντες να κρίνουν αν το κήρυγμα του Παύλου εγκυμονούσε πνευματικούς κινδύνους για τους Αθηναίους.»
10. Η αρχαία Κόρινθος, την οποίαν επεσκέφθη ο απόστολος Παύλος μετά την πόλιν της Παλλάδος, μας είναι σήμερα σχεδόν απολύτως γνωστή. Εις την πόλιν αυτήν ο θεοκίνητος Παύλος έμεινε δεκαοκτώ μήνες «διδάσκων» μεταξύ των κατοίκων της «τον λόγον του Θεού» (Πράξεις Ιη' [18] 11).
Η Κόρινθος ήταν τότε το εμπορικόν και πολιτικόν κέντρον της Ρωμαϊκής επαρχίας της Αχαΐας. Κατά συνέπειαν ήταν διά τον απόστολον σπουδαίον ιεραποστολικόν κέντρον, αφού εκεί διεσταυρώνοντο άνθρωποι από όλην την Μεσόγειον και από εκεί εσκορπίζοντο πάλιν εις όλην την λεκάνην της Μεσογείου. Όσοι δε εγίνοντο Χριστιανοί, εγίνοντο εις την συνέχειαν και θερμοί κήρυκες του ευαγγελίου του Χριστού. Άλλωστε πολλοί θεωρούν, ότι η πρώτη Εκκλησία εις την Ρώμην είχεν ιδρυθή από ναύτες και εμπόρους, οι οποίοι είχαν γίνει Χριστιανοί εις την Κόρινθον. Αυτό εξηγεί και το ότι ο απόστολος Παύλος εγνώριζε τόσον πολλούς εις την Ρώμην, πριν ακόμη την επισκεφθή!
Το 146 π. Χ. η Κόρινθος είχε καταστροφή σχεδόν ολοκληρωτικώς από τον Ρωμαίον στρατηγόν Μόμμιον. Λόγω όμως της σπουδαιότητος της γεωγραφικής θέσεώς της ο Ιούλιος Καίσαρ την έκτισε μετά εκατό χρόνια εκ νέου (το 46 π. Χ.), την επήνδρωσε και την κατέστησε Ρωμαϊκήν αποικίαν. Το 27 π. Χ. η πόλις έγινε πρωτεύουσα της επαρχίας της Αχαΐας, παρουσίασε δε τόσην άνθησιν, ώστε, όταν ο απόστολος Παύλος την επεσκέφθη (51 μ. Χ.), έσφυζε από ζωήν, πλούτον και εμπορικήν κίνησιν. Ο πληθυσμός της ανήρχετο εις 700.000.
Φαίνεται ότι ήταν μέσα εις το σχέδιον του Θεού να έχωμεν ωλοκληρωμένες ανασκαφές εις την αρχαίαν Κόρινθον. Διότι το 1858 ένας ισχυρός σεισμός ανάγκασε τους τότε κατοίκους της πόλεως να την εγκαταλείψουν και να μετοικήσουν περί τα 6 - 7 χιλιόμετρα μακρύτερα. Το 1896 η Ελληνική κυβέρνησις έδωσε άδεια εις την Αμερικανικήν Σχολήν Κλασσικών Σπουδών να αρχίση ανασκαφές υπό την γενικήν διεύθυνσιν του Dr R. Β. Richardson (Ρίτσαρντσον). Οι ανασκαφές, οι οποίες διήρκεσαν αρκετά χρόνια, ωλοκληρώθησαν πλήρως και έφεραν εις φως πλουσιώτατα αρχαιολογικά ευρήματα:
α) Ο ιερός Λουκάς γράφει, ότι ο απόστολος Παύλος ευρήκε εις την Κόρινθον τον Ιουδαίον Ακύλαν με την σύζυγόν του Πρίσκιλλαν. Το ζεύγος αυτό είχεν έλθει προσφάτως από την Ρώμην, διότι ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ Κλαύδιος έδιωξε από εκεί όλους τους Ιουδαίους. Επειδή δε ο Ακύλας ήταν ομότεχνος του Αποστόλου, πιθανώτατα δε και Χριστιανός, ο Παύλος έμεινε εις το σπίτι του (Πράξεις Ιη' [18] 1-3). Σήμερα είναι γνωστόν ότι, όπως διηγείται ο Σουετώνιος, ο Κλαύδιος (εβασίλευσε μέχρι το 54 μ. Χ.) «εξεδίωξε από την Ρώμην τους Ιουδαίους, διότι επροκαλούσαν συνεχείς ταραχές υποκινούμενοι από κάποιον Chrestus (Chresto)» [33]. Κατ’ άλλους «η λέξις Chrestus πιθανότατα σημαίνει τον Χριστόν και το όνομα του Σωτήρος θα προεφέρετο υπό των εν Ρώμη Ιουδαίων ούτω συνεχώς, ώστε ο Σουετώνιος επλανήθη νομίσας, ότι επρόκειτο περί ζώντος τινός προσώπου. Η γλώσσα του Σουετωνίου παρουσιάζει πιθανώτατον, ότι αι ταραχαί ωφείλοντο, τουλάχιστον εν μέρει, εις θρησκευτικός διαφωνίας» [34]. Άλλοι πάλιν «πιστεύουν ότι οι ταραχές επροξενήθησαν από Ιουδαίους, οι οποίοι αντετίθεντο στο κήρυγμα των πρώτων Χριστιανών ιεραπόστόλων στη Ρώμη» [35]. Εν πόση περιπτώσει οι Ιουδαίοι εξωρίσθησαν με το διάταγμα του Κλαυδίου το 49 μ. Χ., μεταξύ δε των εξορισθέντων ήσαν η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας. Κατά συνέπειαν ο απόστολος Λουκάς ήταν πλήρως ενημερωμένος δι' όσα συνέβαιναν εις τον Ρωμαϊκόν χώρον. Το ζεύγος εκείνο, το οποίον εφιλοξένησε τον Απόστολον εις την Κόρινθον, μετέβη αργότερα με τον Παύλον εις την Έφεσον, εγκατεστάθη εκεί και ανεδείχθη στύλος της Εκκλησίας της Εφέσου.
β) Ο Απόστολος Παύλος συνήθιζε, όπου επήγαινε, να ομιλή εις τις Συναγωγές των Ιουδαίων. Το ίδιο έκαμε και εις την Κόρινθον. Συνδιελέγετο εις την εκεί Ιουδαϊκήν Συναγωγήν κάθε Σάββατον και προσπαθούσε να πείση Ιουδαίους και Έλληνες προσήλυτους, ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσαίας (Πράξεις ιη' [18] 4).
Ανασκαφές εις την αρχαίαν Κόρινθον έφεραν εις φως κοντά εις τον δρόμον προς το Λέχαιον μίαν βαρειά πέτρα, η οποία ήταν, όπως πιστεύουν, υπέρθυρο Συναγωγής. Επάνω της είναι χαραγμένα επτά Ελληνικά γράμματα: ΓΩΓΗΕΒΡ. Οι αρχαιολόγοι βεβαιώνουν ότι τα γράμματα αυτά σημαίνουν: (ΣΥΝΑ)ΓΩΓΗ ΕΒΡ(ΑΙΩΝ) [36]. Κατά τον A. D. Deissman (Ντάϊσμαν) η επιγραφή χρονολογείται μεταξύ του 100 π. Χ. και του 200 μ. Χ., παρ’ όλον ότι μερικοί φρονούν ότι δεν είναι προχριστιανική. Ο W. A. Mcdonald (Μακ Ντόναλντ) επιμένει μάλιστα ότι είναι μεταγενεστέρα του αποστόλου Παύλου. Γράφει: «Το αφρόντιστο στυλ των γραμμάτων δεικνύει ότι η επιγραφή, και καθ' υπόθεσιν η συναγωγή στην οποία ανήκε, είναι σημαντικώς μεταγενεστέρα του χρόνου του αποστόλου Παύλου. Αλλά», συμπληρώνει ο Μακ Ντόναλντ, «είναι λογικόν να συμπεράνωμεν ότι και οι δύο συναγωγές, αυτή και η προηγουμένη της, στην οποίαν ο Απόστολος “διελέγετο κατά παν Σάββατον”, ευρίσκοντο στην περιοχή αυτή» [37].
γ) Ο ιερός Λουκάς ιστορεί ότι, όταν το κήρυγμα του αποστόλου Παύλου εις την Κόρινθον άρχισε να καρποφορή, εξηγέρθησαν εναντίον του οι Ιουδαίοι και τον ωδήγησαν ενώπιον του δικαστικού βήματος. Την Αχαΐαν εκυβερνούσε τότε ως ανθύπατος ο Γαλλίων (Πράξεις Ιη' [18] 12). Ο Ράμσεϋ γράφει τα εξής σχετικώς με το έργον του ανθυπάτου της Αχαΐας: «Η Αχαΐα εκυβερνάτο από ένα ανθύπατον (proconsul) από το 27 π. Χ. μέχρι το 15 μ. Χ. και από το 44 μ. Χ. και εξής. Ήταν επαρχία δευτέρας τάξεως και εδιοικείτο από Ρωμαίους αξιωματικούς, οι οποίοι, πριν γίνουν ανθύπατοι, υπηρετούσαν ως πραίτορες» [38]. Κατά συνέπειαν ο συγγραφεύς των Πράξεων δίδει τον ακριβή τίτλον του Γαλλίωνος.
Ποίος όμως ήταν ο Γαλλίων; Υπήρξε ένας Γαλλίων υιός του Σενέκα του παλαιοτέρου (έζησε περί το 50 π. Χ. - 40 μ. Χ.) και αδελφός του Σενέκα του νεωτέρου, του φιλοσόφου (έζησε περί το 3 π. Χ. - 65 μ. Χ.). Ο Γαλλίων αυτός είχεν υιοθετηθή από τον ρήτορα Λούκιον Ιούνιον Γαλλίωνα και από ευγνωμοσύνην προς τον ρήτορα επήρε το όνομά του. Ωνομάσθη Λούκιος Ιούνιος Ανναίος Νοβάτος Γαλλίων.
Μία επιγραφή, η οποία ευρέθη εις τους Δελφούς, αναφέρει προκήρυξιν του Ρωμαίου αυτοκράτορος Κλαυδίου εις τις αρχές του 52 μ. Χ., εις την όποιαν σημειώνεται ότι ο Γαλλίων ήταν ανθύπατος της Αχαΐας [39]. Η επιγραφή υπονοεί ότι ο Γαλλίων ανέλαβε το αξίωμα αυτό ενωρίτερα, πιθανώς κατά τα μέσα του 51 μ. Χ.. Ο Σενέκας αναφέρει ότι ο Γαλλίων αρρώστησε εις την Αχαΐαν και δι' αυτό έκαμε ταξίδι αναψυχής. Αργότερα ευρέθη εις την Ρώμην, αλλ' εχάθη τελικώς μαζί με τον Σενέκαν και άλλα μέλη της οικογενείας του κατά την περίοδον των εκκαθαρίσεων του Νέρωνος [40].
Χάρις εις την αρχαιολογίαν είναι πλέον γνωστή και η θέσις του δικαστικού βήματος του Γαλλίωνος. Ευρίσκετο εις το κέντρον της μεγάλης αγοράς, κατά μήκος μιας μεγαλοπρεπούς εξέδρας, η οποία εχώριζε την χαμηλότερη περιοχή, που ευρίσκετο εις τα βόρεια, από την υψηλότερη, που ευρίσκετο εις τα νότια. Τα δύο αυτά τμήματα της αγοράς συνεδέοντο με μίαν κλίμακα. Εις το σημείον εκείνο ευρίσκετο ωραιοτάτη κατασκευή, η οποία είχεν εξωτερικήν επένδυσιν με μάρμαρο· εκεί ήταν τοποθετημένο το βήμα του ομιλητού [41].
δ) Η λεπτομερής εξιστόρησις εκ μέρους του αποστόλου Λουκά της παρουσιάσεως του αποστόλου Παύλου εμπρός εις τον ανθύπατον Γαλλίωνα μας βοηθεί και εις την εξακρίβωσιν του έτους της αφίξεως του αποστόλου Παύλου εις την Κόρινθον. Κατά τον αρχαιολόγον Φρη, η όλη αφήγησις υπονοεί ότι ο Γαλλίων είχεν αναλάβει το αξίωμά του εις την Κόρινθον προσφάτως. Επειδή από την επιστολήν του αυτοκράτορος Κλαυδίου, η οποία ευρέθη εις τους Δελφούς, «προκύπτει ότι ο Γαλλίων πρέπει να ευρίσκετο στην Κόρινθο από το 51 - 52 μ. Χ.» και επειδή «σύμφωνα μ' ένα διάταγμα του Κλαυδίου οι νεοδιωρισμένοι υπάλληλοι είχαν φύγει από την Ρώμη για τις επαρχίες τους την 1η Ιουνίου, κατά συνέπειαν ο Γαλλίων θα έφθανε στην Αχαΐα περί την 1η Ιουλίου του 51 μ. Χ.». Εφ' όσον ο απόστολος Παύλος έμεινε εις την Κόρινθον δεκαοκτώ μήνες, έπειτα δε από την εμφάνισίν του εμπρός εις το βήμα του Γαλλίωνος έμεινε εις την Κόρινθον αρκετές ημέρες (Πράξεις Ιη' [18] 11, 18), ημπορούμε να δεχθώμεν ότι ο απόστολος Παύλος ήλθε εις την Κόρινθον αρχές του 50 μ. Χ. [42].
ε) Οι ανασκαφές εις την Κόρινθον, εις την οποίαν ετελούντο κάθε δεύτερον έτος τα Ίσθμια προς τιμήν του Ποσειδώνος, έφεραν εις φως το θέατρον και το αμφιθέατρον της πόλεως. Ασφαλώς αυτά είχεν υπ’ όψιν του ο απόστολος Παύλος, όταν έγραφε εις τους Κορινθίους: Δεν γνωρίζετε «ότι οι εν σταδίω τρέχοντες πάντες μεν τρέχουσιν, είς δε λαμβάνει το βραβείον;» κλπ. (Α' Κορινθίους Θ' 23 - 27).
στ) Είναι γνωστόν ότι από την Κόρινθον ο Απόστολος Παύλος έγραψε την προς Ρωμαίους επιστολήν. Εις το τέλος της επιστολής αυτής στέλλει εις τους Χριστιανούς της Ρώμης χαιρετισμούς και από τον «Έραστον τον οικονόμον (θησαυροφύλακα) της πόλεως» (Ρωμαίους is' [16] 23). Διά το ίδιον πρόσωπον γράφει ο Απόστολος και εις την Β΄ προς Τιμόθεον (Δ΄ 20), όπου αναφέρεται ότι ο Έραστος έμεινε εις την Κόρινθον.
Κατά τις ανασκαφές της Κορίνθου από τον Τ. L. Shear (Σιήαρ) το 1929 ευρέθη ένα λιθόστρωτο με την επιγραφή Erastus Pro: Aed: S: Ρ: Stravit, δηλαδή Erastus Procurator Aedilis κλπ., που σημαίνει: «Έραστος επίτροπος (ή ταμίας) και αγορανόμος (αστυνόμος) έστρωσε αυτό το λιθόστρωτο με δικά του έξοδα». Ο Α. W. Woodward (Γούντγουώρντ) γράφει εις το Περιοδικόν Ελληνικών Σπουδών (Journal of Hellenic Studies): «Το εύρημα τούτο δεικνύει ότι το λιθόστρωτον αυτό υπήρχε τον πρώτον μ. Χ. αιώνα και είναι πολύ πιθανόν ότι ο δωρητής ταυτίζεται με τον Έραστον, τον φίλον του Παύλου, που αναφέρεται στην προς Ρωμαίους επιστολή» [43]. Η επιγραφή ευρέθη εις μικρόν τετράγωνον χώρον εις το βόρειον άκρον του δρόμου, ο οποίος περνά μπροστά από το θέατρον. Τα γράμματα είναι σκαμμένα και μέσα εις τον σκαμμένον χώρο είχε χυθή ορείχαλκος και μολύβι ως κολλητική ουσία [44].
Το ερώτημα είναι αν η Ελληνική λέξις «οικονόμος» έχη το ίδιο νόημα με την Λατινική «aedilis». Ήδη έχει επιβεβαιωθή ότι οι αξιωματούχοι αυτοί Έλληνες ή Ρωμαίοι περιελάμβαναν μεταξύ των καθηκόντων τους και την αρμοδιότητα του οικονόμου της πόλεως και επομένως η ταύτισις οικονόμου και αγορανόμου είναι πιθανή. Οι περισσότεροι, γράφει ο αρχαιολόγος Τόμπσον, συμφωνούν σήμερα ότι δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος, ο οποίος να μας εμποδίζη από του να ταυτίσωμεν τον Έραστον της επιγραφής με τον «οικονόμον» Έραστον, περί του οποίου γράφει ο Απόστολος Παύλος [45].
ζ) Όσα γράφει ο Απόστολος Παύλος εις τους Κορινθίους διά την αξίαν, την καθαρότητα και την ιερότητα του σώματος και διά την μεγάλην ανηθικότητα, που παρετηρείτο εις την πόλιν τους, βεβαιώνονται απολύτως από πολλές πηγές των χρόνων εκείνων. Το απέδειξαν όμως και οι ανασκαφές εις τον Ακροκόρινθον, ο οποίος υψώνεται εις τα νοτιοδυτικά της πόλεως. Εις την κορυφήν του Ακροκορίνθου (σχεδόν 600 μέτρα ύψος) ευρίσκετο ο ναός της πανδήμου Αφροδίτης, όπου η θεά της ανηθικότητος ελατρεύετο κατά τρόπον οργιαστικόν, όμοιον με εκείνον της Φοινικικής θεάς Αστάρτης. Η λατρεία δε εκείνη ήταν η μόνιμος πηγή της μεγάλης ανηθικότητος εις την αρχαίαν Κόρινθον.
η) Εις την A' προς Κορινθίους Επιστολή του ο απόστολος Παύλος γράφει διά το «μάκελλον», δηλαδή το κρεοπωλείον, όπου επωλούντο τα ειδωλόθυτα κρέατα (Α' Κορινθίους Ι΄ 25). Ο λόγος αυτός του θείου Αποστόλου εφωτίσθη από την αρχαιολογίαν. Η Αμερικανική αρχαιολογική αποστολή ευρήκε εις την Κόρινθον μίαν επιγραφήν, η οποία προέρχεται από το κρεοπωλείον της αρχαίας πόλεως, το οποίον αποτελούσε τμήμα μεγάλου εμπορικού συγκροτήματος κτιρίων εις το βόρειον τμήμα της αγοράς [46]. Εις τα δυτικά της αγοράς, όπου ευρίσκετο κάποτε σειρά καταστημάτων, και κάτω από τα κτίρια εκείνα, οι αρχαιολόγοι ευρήκαν «ένα σοφό σύστημα σωλήνων, που περιέβαλλαν την πλατεία της αγοράς με το θαυμάσιο λιθόστρωτο». «Το σύστημα εκείνο των σωλήνων μετέφερε συνεχώς κρύο νερό από τα βουνά για την ψύξι των αλλοιουμένων τροφίμων» [47]!
Εις Ελληνικήν επιγραφήν, που ευρέθη εις την Κόρινθον, και η οποία χρονολογείται από την εποχήν του Αυγούστου, αναγράφεται:
«Λούκιος ο κρεοπώλης». Η παρουσία ερειπωμένων ναών εις την περιοχήν, μεταξύ των οποίων και ο δωρικού τύπου ναός του Απόλλωνος εις τα βόρεια της περιοχής της αγοράς, φανερώνει ότι από εδώ μετεφέροντο τα ειδωλόθυτα εις την αγοράν προς πώλησιν [48].
11. Σήμερα η αρχαία Έφεσος, εις την όποιαν ο απόστολος Παύλος είχε μεγάλες επιτυχίες, είναι από τις πόλεις, οι οποίες έχουν ανασκαφή πλήρως ή σχεδόν πλήρως. Έτσι η λαμπρά αφήγησις του ιερού Λουκά εις το Πράξεις Ιθ' 23 - 41, όπου περιγράφεται «η γραφικωτέρα σκηνή εξ όλου του βιβλίου» των Πράξεων, η οποία «φέρει εις τοιούτον υψηλόν σημείον την σφραγίδα της ψυχολογικής αληθείας, ώστε προδίδει εις εκάστην γραμμήν τον αυτόπτην μάρτυρα» [49], φωτίζεται και γίνεται περισσότερον λαμπρά από τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Η Έφεσος των χρόνων του αποστόλου Παύλου ήταν η έδρα του Ρωμαίου ανθυπάτου της επαρχίας της Ασίας. Ήταν η σπουδαιοτέρα πόλις της Μικράς Ασίας και λόγω της θέσεώς της. Κτισμένη κοντά εις τις εκβολές του Καΐστρου ποταμού, που ήταν το κανάλι της Μεσογείου, εγίνετο το σημείον συναντήσεως μεταξύ ανατολής και Δύσεως. Κατά τους χρόνους του αποστόλου Παύλου ο πληθυσμός της Εφέσου, ο οποίος απετελείτο κυρίως από Έλληνες, ανήρχετο εις τριακόσιες και πλέον χιλιάδες. Όταν δε την επεσκέφθη ο Απόστολος, διετήρει ολόκληρη την αρχαίαν της δόξαν και λαμπρότητα. Από πλευράς θρησκευτικής ήταν το μεγάλο κέντρον λατρείας της θεάς Αρτέμιδος.
Μετά το 1350 η πόλις άρχισε να παρακμάζη σιγά σιγά, εις την συνέχειαν δε εσκεπάσθη κάτω από το χώμα και εκοιμάτο εκεί επί αιώνες, μέχρις ότου ετάραξε τον ύπνον της η αρχαιολογική σκαπάνη εις τα τέλη του 19ου αιώνος. Τον Μάϊον του 1863 άρχισαν εις την περιοχήν συστηματικές ανασκαφές υπό την διεύθυνσιν του Άγγλου αρχιτέκτονος J. Τ. Wood (Γουντ), οι οποίες συνεχίσθησαν μέχρι το 1874. Το 1896 άρχισαν άλλες εκτεταμένες ανασκαφές δύο εκπρόσωποι του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, ο Otto Benndorf (Μπέντορφ) και ο Rudolf Heberdey (Χέμπερντεύ). Το 1904 - 1905 ο D. G. Hogarth (Χόγκαρθ) επραγματοποίησε ανασκαφές διά λογαριασμόν του Βρεταννικού Ινστιτούτου. Οι δε Αυστριακοί επανέλαβαν τις ανασκαφές το 1954.
Αντικείμενο των ανασκαφών του Wood ήταν ο ναός της Αρτέμιδος.
Εχρειάσθη όμως να κοπιάση επί έξι ολόκληρα χρόνια διά να εύρη τον ναόν εις απόστασιν περίπου δύο χιλιομέτρων από το τείχος της πόλεως. Μετά την εντόπισιν του ναού, ο οποίος αποτελούσε ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, εχρειάσθη άλλα πέντε χρόνια διά να ολοκληρώση τις ανασκαφές του.
Ο ναός δεν ήταν αφιερωμένος εις την Αρτέμιδα, την παρθενική θεά των Ελλήνων και θεά του κυνηγιού. Η Άρτεμις των Έφεσίων ήταν παραλλαγή της θεάς Αστάρτης των Φοινίκων, το δε τυπικόν της λατρείας της ήταν οργιαστικόν. Διότι η θεά αυτή εκπροσωπούσε «την αναπαραγωγόν δύναμιν του ανθρωπίνου γένους» [50].
Ο ναός ήταν ταυτοχρόνως και Τράπεζα. Διότι εθεωρείτο τόσον ιερός και απαραβίαστος, ώστε όχι μόνον οι Εφέσιοι, αλλά και ξένα άτομα κατέθεταν εις το θησαυροφυλάκιον, το οποίον ήταν πίσω από το άγαλμα της θεάς, χρήματα προς φύλαξιν! Εξ άλλου πολλά και πολύτιμα δώρα προσεφέροντο εις την θεάν, γεγονός το οποίον καθιστούσε τον ναόν ακόμη πλουσιώτερον. Μία επιγραφή αναφέρει ως δώρον κάποιου Vibius Salutaris είκοσι εννέα χρυσά και αργυρά αγάλματα.
α) Ο ιερός Λουκάς διηγείται ότι κάποιος «Δημήτριος ονόματι, αργυροκόπος, ποιων ναούς Αρτέμιδος», εμάζευσε τους τεχνίτες μικροκατασκευασμάτων του ναού, κομψοτεχνημάτων και αφιερωμάτων, και πολλούς εργάτες, οι οποίοι εξηρτώντο από τους τεχνίτες και ησχολούντο εις τέτοια έργα, και τους ξεσήκωσε κατά του αποστόλου Παύλου. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν από την εργασίαν εκείνη μεγάλα κέρδη. Επομένως η μεταστροφή πολλών εις την πίστιν του Χριστού έβλαπτε τα συμφέροντά τους και εζημίωνε τον ναόν (Πράξεις Ιθ' 24-27). «Ο λόγος του Δημητρίου ήταν ένα έξυπνο σύμπλεγμα της επιθυμίας του κέρδους και θρησκευτικών ένστικτων, τοπικιστικού πατριωτισμού και δεισιδαιμονίας» [51]. Τα κέρδη των αργυροκόπων ανέβαιναν ιδιαιτέρως κατά τον ιερόν μήνα Αρτεμισίωνα (τον δικό μας Μάρτιον - Απρίλιον). Διότι τότε πλήθη πολλά έτρεχαν να λατρεύσουν την θεάν και να της αφιερώσουν τέτοια αναθήματα ή να μεταφέρουν φυλακτά από τον ναόν εις την πατρίδα τους.
Μέχρι σήμερα δεν έχουν ευρεθή παρόμοια χρυσά ή αργυρά «ναΐδια» και κόγχες με το άγαλμα της θεάς. Τούτο έχει την εξήγησίν του. Τέτοια πολύτιμα αντικείμενα είναι τα πρώτα, τα οποία λαφυραγωγούνται από τους εχθρούς μιας πόλεως. Άλλωστε δεν αποκλείεται πολλά από αυτά να τα έλειωσαν και να τα μετεποίησαν οι κάτοχοί τους, οι οποίοι έγιναν Χριστιανοί [52]. Ευρέθησαν όμως «ναΐδια» ερυθρά πήλινα (terra cotta) και από μάρμαρο μαζί με μεγάλη ποικιλίαν άλλων αναθημάτων και αφιερωμάτων [53].
Εξ άλλου «μια επιγραφή ανέφερε για πολλά χρυσά και αργυρά αγάλματα της Αρτέμιδος, που είχαν βάρος από δυο έως έξι λίτρα και τα οποία είχαν προσφερθή σαν αφιερώματα στη θεά και είχαν τοποθετηθή στο ναό». Ο ματαιόδοξος Ρωμαίος δωρητής, «για να δώση την ευκαιρία σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο πλήθος να θαυμάση τα δώρα του, είχε καθορίσει ακριβώς το δρόμο, που θα ακολουθούσε η γιορταστική πομπή, όταν θα τα μετέφερε, κατά τα γενέθλια της θεάς, από το ναό στο αμφιθέατρο και πάλι πίσω στο ναό» [54].
Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι πλήθος ανθρώπων εζημιώνετο, και μάλιστα πολύ, από το κήρυγμα του αποστόλου Παύλου και ήταν φυσικό να εναντιωθή το πλήθος εκείνο κατά του Αποστόλου και να κινηθή με τον τρόπον, που σημειώνει ο ιερός Λουκάς.
β) Ο ιερός Λουκάς μας διέσωσε με θαυμαστήν επιμέλειαν και τον επίσημον τίτλον της θεάς Αρτέμιδος. Σημειώνει ότι εκείνοι, οι οποίοι άκουσαν όσο τους είπε ο άργυροκόπος Δημήτριος, ωργίσθησαν και εφώναζαν: «Μεγάλη η Άρτεμις Εφεσίων»! (Πράξεις Ιθ' [19] 28). Ο φανατισμένος όχλος των Εφεσίων είχεν υποστή μαζικήν υποβολήν, κάτι το συνηθισμένον εις την ιστορίαν της ανθρωπότητος. Ο χαρακτηρισμός αυτός της θεάς ευρέθη και εις επιγραφήν από τον αρχαιολογικόν χώρον της Εφέσου.
γ) Είναι χαρακτηριστικόν ότι η επιγραφή, όπου διετυπώνετο η ματαιοδοξία του Ρωμαίου προσκυνητού της Αρτέμιδος, περί του οποίου ανεφέραμεν ανωτέρω, εβοήθησε τον αρχαιολόγον Wood (Γουντ) να αναζητήση και να εύρη την πύλην, από την όποιαν θα έφερναν τα δώρα με γιορταστική πομπή και κατά συνέπειαν και τον ναόν της Εφέσου. Η πύλη, έγραφε η επιγραφή, ήταν η πύλη της Μαγνησίας. Ο Γουντ ευρήκε την πύλην, ακολούθησε την καθοριζομένην πορείαν και, όταν έφθασε εις το τέλος της πομπής, έφθασε ταυτοχρόνως και εις το τέρμα του σκοπού του. «Κάτω από ένα στρώμα από χώματα και πέτρες, πάχους επτά μέτρων, βρήκε ένα θαυμάσιο λιθόστρωτο, τεράστια κομμάτια από κολώνες και γιγαντιαία σκαλιστά πέτρινα τύμπανα: (ήταν) ο ναός της Αρτέμιδος!» [55].
Το ιερόν το είχε σχεδιάσει ο Δεινοκράτης, ο περίφημος αρχιτέκτων από την Αλεξάνδρειαν. Ο ναός εκάη την νύκτα, που εγεννήθη ο Μέγας Αλέξανδρος. Εκτίσθη όμως και πάλιν αργότερα και ο Μέγας Αλέξανδρος είχε συμπληρώσει το όλον οικοδόμημα με τόσην μεγαλοπρέπειαν και πλούτον, ώστε ο ναός εθαυμάζετο εις την αρχαιότητα ως ένα από τα «επτά θαύματα» του κόσμου. Εστέγαζε το μαυρισμένον άγαλμα της θεάς, το οποίον ήταν σκαλισμένο εις ξύλον αμπέλου και σύμφωνα με τον μύθον είχε πέσει από τον ουρανόν! Εις ένα ανυψωμένον επίπεδο μήκους 125,40 μ. και πλάτους 71,70 μ. ήταν κτισμένος ο ναός, μήκους 102,90 μ. και πλάτους 49,20 μ. Την στέγην του ναού υπεβάσταζαν 100 κολώνες διαμέτρου 1.80 μ. και ύψους 18 μ. Μερικές ήσαν ωραιότατα σκαλισμένες γύρω από την βάσιν. Ο ναός ήταν κατασκευασμένος από λευκό, γαλάζιο, κόκκινο και κίτρινο μάρμαρο. Διά την διακόσμησίν του εχρησιμοποιήθη και πολύ χρυσάφι. Όταν ο Hogarth επραγματοποιούσε το 1904 την ανασκαφήν γύρω από το μεγάλο θυσιαστήριον του ναού, διεπίστωσε ότι το θυσιαστήριον ήταν από μέσα κούφιο. Μόλις το έσπασε, χύθηκαν από μέσα άφθονοι πολύτιμοι λίθοι, νομίσματα και κομψοτεχνήματα από μπρούντζο, χρυσάφι, ελεφαντόδοντο και ασήμι. Αυτά είχαν κατασκευασθή από αργυροκόπους, όπως ο Δημήτριος [56].
Αυτός ήταν ο ναός της Αρτέμιδος, και του ιερού αυτού η μεγαλειότης εκινδύνευε να καθαιρεθή, όπως είπε εις τους ομοτέχνους του ο Δημήτριος. Δι' αυτό, εις το άκουσμα της απειλής εκείνης, εφώναζαν όλοι γεμάτοι από θυμόν και φανατισμόν: «Μεγάλη η Άρτεμις Εφεσίων»!
δ) Μετά από αυτά ο όχλος εξεχύθη προς το θέατρον, αφού είχε συλλάβει και δύο συνοδοιπόρους του αποστόλου Παύλου, τους Μακεδόνες Γάϊον και Άρίσταρχον (Πράξεις Ιθ' [19] 29). Το θέατρον έχει σήμερα ανασκαφή. Ευρίσκεται εις την δυτικήν πλαγιά του όρους Πίου. Κατά την εποχήν της πλήρους ανθήσεώς του είχε διάμετρον 148,50 μ. και χωρητικότητα 25. 000 θέσεων. Κατά συνέπειαν ημπορούσε «να περιλάβη πλέον των 50.000» [57]. Το θέατρον, το μεγαλύτερο από όσα έχουν περισωθή, συνεδέετο με το λιμάνι της πόλεως με ωραίον μαρμαροστρωμένον δρόμον, την Αρκαδιανήν οδόν, η οποία είχε πλάτος 10,80 μ. και μήκος 520,50 μ. Εις τις δύο πλευρές είχε περιστύλιο, πίσω από το οποίον υπήρχαν καταστήματα και αποθήκες [58]. Το γεγονός της μεταφοράς των υποδίκων συνοδοιπόρων του Παύλου εις το θέατρον, φωτίζεται και από μίαν επιγραφήν, εις την όποιαν είναι γραμμένο: «Φερέτωσαν κατά πάσαν Εκκλησίαν εις το θέατρον».
ε) Ο ιερός Λουκάς σημειώνει ότι, όταν ο απόστολος Παύλος επληροφορήθη τα γεγονότα αυτά, ήθελε να πάη και αυτός εις το θέατρον, εις την συγκέντρωσιν του λαού, διά να υπερασπίση τους συνεργάτες του, αλλά οι μαθηταί του δεν τον άφηναν. Τα ίδια τον συνεβούλευσαν και μερικοί «των Ασιαρχών», οι οποίοι ήσαν φίλοι του (Πράξεις Ιθ' [19] 31). Ο ιερός Λουκάς εχρησιμοποίησε και πάλιν τον ακριβή χαρακτηρισμόν και τον σωστόν όρον διά τους ανθρώπους εκείνους. Οι Ασιάρχες, ή αρχιερείς της Ασίας, ήσαν οι ανώτεροι επόπτες διά την λατρείαν του αυτοκράτορος εις την επαρχίαν της Ασίας. Ο Αύγουστος έδωσε την άδειαν εις την Έφεσον, μεταξύ των άλλων, να αφιερώση μίαν ιερή περιοχήν εις την Ρώμην και εις τον Καίσαρα. Έτσι «η λατρεία της Αρτέμιδος δεν ήταν το μόνο ασιατικό στοιχείο, που έδινε στην Έφεσο ασιατικό χρώμα. Σ' αυτή την πάλι και σ’ ολόκληρη την επαρχία άνθιζε και η λατρεία του αυτοκράτορος, όσο πουθενά αλλού» [59].
Οι Ασιάρχες ήσαν από τους πλέον πλουσίους της Εφέσου και εξελέγοντο δέκα δι' ένα έτος. Ο Ασιάρχης προΐστατο της συνελεύσεως της επαρχίας, διηύθυνε τον ναόν, που ήταν αφιερωμένος εις τον Αύγουστον, και εκήρυττε την έναρξιν των αγώνων, οι οποίοι συνεδέοντο με την λατρείαν του αυτοκράτορος. Οι Ασιάρχες, μετά την εκπνοήν της ετησίας θητείας τους, διετηρούσαν τον τίτλο «Ασιάρχης» τιμητικώς. Ώστε εις την Έφεσον, εις τις ημέρες του αποστόλου Παύλου, υπήρχαν οι δέκα εν ενεργεία και πολλοί (άνω των ογδόντα τουλάχιστον) επίτιμοι, τιτουλάριοι Ασιάρχες. Ορισμένοι δε από αυτούς, αν και ειδωλολάτρες, «ήσαν φίλοι του Παύλου, λόγω της ωραιότητος των διδαγμάτων του» [60].
Εξ άλλου η συμπάθεια και η ανεκτικότης τους προς τον Απόστολον ήταν σύμφωνη με την γενική στάσι τους εις περιπτώσεις οχλαγωγιών και στάσεων [61]. Ορθότατα λοιπόν ο απόστολος Λουκάς σημειώνει ότι μερικοί Ασιάρχες ηθέλησαν να εμποδίσουν τον απόστολον Παύλον από του να επιχειρήση να παρουσιασθή μέσα εις το θέατρον, μπροστά εις τον φανατισμένον όχλον.
στ') Καθώς ο φανατισμένος όχλος των Εφεσίων εφώναζε ωργισμένος μέσα εις το θέατρον «Μεγάλη η Άρτεμις Εφεσίων», επενέβη, γράφει ο ιερός Λουκάς, «ο γραμματεύς» διά να καθησυχάσει το πλήθος. Ο γραμματεύς, του οποίου έχομεν την ουσίαν του λόγου, κολακεύει, καθησυχάζει, επιχειρηματολογεί, εκφοβίζει και τελικώς διαλύει την συνάθροισιν του λαού. Εις τον λόγον του ο γραμματεύς ονομάζει την Έφεσον «νεωκόρον της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος και του Διοπετούς» (Πράξεις Ιθ' [19] 35-41).
Η αρχαιολογία επεβεβαίωσε την ύπαρξιν γραμματέως και του χαρακτηρισμού «νεωκόρος». Επιγραφές, διατάγματα και νομίσματα της Εφέσου αναφέρουν γραμματείς της βουλής, της γερουσίας, του δήμου και των Εφεσίων· ο τελευταίος ήταν πιθανώτατα ο ίδιος προς τον γραμματέα του λαού. Αυτός ήταν και ο σπουδαιότερος όλων, εις δε την Ρωμαϊκήν εποχήν δεν ήταν υπάλληλος, αλλά άρχων, ο οποίος παρενέβη κατά την κρίσιμη εκείνη ώρα ως άνθρωπος, που είχε εξουσίαν και αρμοδιότητα διά να καθησυχάση τον όχλον. Δεν ήταν δημαγωγός, αλλά υπεύθυνον πρόσωπον, με συνείδησιν της αποστολής και της ευθύνης του. Από όσα δε είπε, φαίνεται και καλός ψυχολόγος και γνώστης της ανθρωπίνης ψυχής.
Ο τίτλος «νεωκόρος», ο οποίος εχρησιμοποιείτο διά καθαρώς δουλικούς σκοπούς (νεωκόρος = αυτός που σαρώνει, καθαρίζει τον ναόν· από το «νεώς» = ναός και «κορέω» = σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω), σημαίνει εδώ τίτλον τιμής και μαρτυρείται από πλήθος επιγραφών [62]. Εχρησιμοποιείτο ευρύτατα δι' άτομα εις την Αίγυπτον και εις την Μικράν Ασίαν και κάποτε δι' ολόκληρη ομάδα λαού. Ο Ιώσηπος π.χ. ομιλεί περί του Ισραήλ και λέγει ότι ήταν «φύλακας του ναού του Θεού» [63]. Ο τίτλος αυτός εχρησιμοποιείτο πράγματι ως τιμητικός τίτλος δια την Έφεσον. Η πόλις ωνομάζετο με υπερηφάνειαν και καύχησιν νεωκόρος της Αρτέμιδος, διότι είχε αφιερώσει τον εαυτόν της εις την Αρτέμιδα. Η αφιερωμένη εις την θεάν πόλις ήταν επί πλέον και φύλακας και προστάτις του ναού της Αρτέμιδος και της λατρείας της.
ζ) Το κήρυγμα του αποστόλου Παύλου εις την Έφεσον συνδέεται και με την καύσιν των μαγικών βιβλίων εκ μέρους εκείνων, οι οποίοι ασκούσαν προηγουμένως την μαγείαν (Πράξεις Ιθ' [19] 19). Τέτοια βιβλία ευρέθησαν κατά τις ανασκαφές της Εφέσου, ένας δε τόμος φυλάσσεται εις το Βρεταννικόν Μουσείον [64].
12. Μεταξύ των ακροατών του κηρύγματος των Αποστόλων την ημέραν της Πεντηκοστής εις τις δικές τους γλώσσες, ήσαν, γράφει ο απόστολος Λουκάς, και άνθρωποι, οι οποίοι εκατοικούσαν την Φρυγίαν, την Αίγυπτον και την Ρώμην (Πράξεις Β΄ 10). Πολλοί από αυτούς, ή οι περισσότεροι από αυτούς, ήσαν απόγονοι Ιουδαίων της Παλαιστίνης, οι οποίοι έφυγαν πριν πολλά χρόνια από την Παλαιστίνη, εκατοίκησαν εις άλλες χώρες, απέμαθαν την Εβραϊκήν και τώρα ωμιλούσαν την γλώσσαν της χώρας, εις την όποιαν ήσαν εγκατεστημένοι. Οι ανασκαφές επεβεβαίωσαν το γεγονός αυτό.
Έτσι ο Ράμσεϋ με τις έρευνες, τις οποίες έκαμε εις την αρχαίαν Φρυγίαν της Μικράς Ασίας, απέδειξεν ότι υπήρχαν πολλοί Ιουδαίοι εις την περιοχήν εκείνην κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης. Περί το 200 π. Χ. περίπου, Ιουδαϊκές οικογένειες μετεφέρθησαν από την Βαβυλώνα εις την Φρυγίαν. Με την πάροδον του χρόνου ηυξήθησαν, επλούτισαν και απέμαθαν την γλώσσα τους [65].
Ανασκαφές επίσης επεβεβαίωσαν την παρουσίαν Ιουδαίων κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης και εις την Αίγυπτον, εις την μεγάλην όασιν του Φαγιούμ, περί τα 74 χιλιόμετρα νοτιοδυτικώς του Καΐρου. Εκεί υπήρχε Ιουδαϊκή αποικία με το όνομα Σαμάρεια, οι δε Ιουδαίοι ήσαν, εκτός των άλλων, τραπεζίτες, εισπράκτορες φόρων ή αξιωματικοί αστυνομίας [66]. Εξ άλλου εις το τέταρτον τμήμα της Αλεξανδρείας εκατοικούσαν εξ ολοκλήρου Ιουδαίοι, δηλαδή τα 2/5 του πληθυσμού της πόλεως ήσαν, κατά τον Φίλωνα, Ιουδαίοι.
Διεπιστώθη επίσης και η παρουσία Ιουδαίων εις την Ρώμην κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης. Εις νεκροταφείον εις την Via Portuensis ευρέθησαν 119 επιγραφές, μερικές με την Επτάφωτον Λυχνίαν και άλλες με ονόματα Ιουδαϊκά, όπως Ιάκωβος, Ιούδας, Άννα, Ρεβέκκα [67].
13. Ο ιερός Λουκάς
αναφέρει, ότι ο Απόστολος Πέτρος ετιμώρησε τον Ανανίαν
και την σύζυγόν του Σάπφειραν, διότι εξηπάτησαν
με το ψέμα τους το Άγιον Πνεύμα (Πράξεις Ε΄ 1 και εξής).
Πριν από λίγα χρόνια δεν είχαμε κανένα άλλο στοιχείον,
έκτος της Αγίας Γραφής, περί υπάρξεως του ονόματος
Σάπφειρα. Όμως το 1933 εδημοσιεύθησαν διάφορες
αρχαιολογικές εργασίες, οι οποίες έκαναν λόγο περί
οστεοφυλακίων και άλλων αντικειμένων των χρόνων της
Καινής Διαθήκης. Εις τα αντικείμενα αυτά ευρέθη γραμμένο
και το όνομα Σάπφειρα
[68]. Έτσι απεδείχθη ότι το όνομα τούτο υπήρχε
πράγματι τότε, που ο ιερός Λουκάς διηγείται το γεγονός,
το οποίον αναγράφει εις το βιβλίον των Πράξεων των
Αποστόλων.
Σημείωση ΟΟΔΕ: Για το επεισόδιο του Ανανία και της Σαπφείρας, περισσότερα εδώ.
14. Εις το Πράξεις Η' 27 αναφέρεται, ότι ο διάκονος Φίλιππος εδίδαξε και εβάπτισε ως μέλος της Εκκλησίας τον ευνούχον της βασιλίσσης των Αίθιόπων Κανδάκης. Ο αρχαιολόγος Mclver (Μακ Άϊβερ) εις ανασκαφές, που επραγματοποίησε εις τη Νουβίαν το 1908-1909, ευρήκε αποδεικτικόν υλικόν σχετικόν με την ύπαρξιν των βασιλισσών της χώρας αυτής με το κοινόν όνομα «Κανδάκη». Διότι «Κανδάκη» ήταν το κοινόν όνομα των βασιλισσών της Αιθιοπίας, όπως το όνομα «Φαραώ» ήταν το κοινόν όνομα των βασιλέων της Αίγυπτου και αργότερα το «Πτολεμαίος». Η Αιθιοπία, η οποία αναφέρεται εις το βιβλίον των Πράξεων των Αποστόλων, δεν είναι η σημερινή Αιθιοπία· είναι η χώρα, που ευρίσκεται εις τα νοτιοδυτικά της Αιγύπτου, από το Ασσουάν μέχρι το Χαρτούμ (το παλαιόν βασίλειον της Μερόης). Κατά την περίοδον της Καινής Διαθήκης οι κάτοικοι της Νουβίας συνέχιζαν να ονομάζουν την βασίλισσά τους Κανδάκη [69].
15. Εχύθη επίσης πλέον πλήρες φως εις τα πρόσωπα του Φήλικος και του Φήστου, ενώπιον των οποίων ωδηγήθη ο απόστολος Παύλος. Πράγματι ο Φήλιξ ήταν επίτροπος της Ιουδαίας (52 - 60 μ. Χ.) και είχε νυμφευθή την Ορουσίλλαν, αδελφήν του Αγρίππα Β΄. Ο Πόρκιος Φήστος (60 - 62 μ. Χ.) ήταν το πρόσωπον, εμπρός εις το οποίον απελογήθη ο Παύλος και εζήτησε να παρουσιασθή εις τον Καίσαρα (Πράξεις Κα' 27 - Κζ' 32). Καίσαρ τότε ήταν ο Νέρων. Μέχρι τότε η διοίκησις του Νέρωνος, τουλάχιστον εις τις επαρχίες, ήταν καλή και τίποτε δεν προμηνούσε όσα επρόκειτο να εργασθή αργότερα ο θηριώδης εκείνος άνθρωπος [70].
16. Ο ιερός Λουκάς εις την διήγησίν του διά το ναυάγιον του αποστόλου Παύλου εις την νήσον Μελίτην αναφέρει: Εις την περιφέρειαν του τόπου εκείνου, που έγινε το ναυάγιον, υπήρχε αγρόκτημα, το οποίον ανήκε εις τον «πρώτον» της νήσου, ο οποίος ελέγετο Πόπλιος (Πράξεις Κη' [28] 7). Ο τίτλος αυτός ευρέθη εις δύο επιγραφές της νήσου Μάλτας· ή μία είναι Ελληνική και η άλλη Λατινική [71]. Κατά συνέπειαν ο τιμητικός τίτλος, τον οποίον ο Λουκάς χρησιμοποιεί διά τον Πόπλιον, ήταν ο ακριβής τίτλος του Ρωμαίου επάρχου της νήσου Μελίτης.
Επεμείναμε αρκετά τόσον εις το Ευαγγέλιον, όσον και εις τις Πράξεις των Αποστόλων, εις τα δύο αυτά βιβλία του αποστόλου Λουκά, αλλ' έπρεπε να γίνη τούτο. Διότι και τα δύο αυτά βιβλία της Καινής Διαθήκης, μάλιστα δε οι Πράξεις των Αποστόλων, αποδεικνύουν ότι ο απόστολος Λουκάς είναι κατ’ εξοχήν προσεκτικός συγγραφεύς. Μας προσφέρει με πάσαν ακρίβειαν πλήθος πληροφοριών εις θέματα γεωγραφικά ή πολιτικά, εις θέματα που αφορούν εις τοπικά ήθη και έθιμα, τίτλους τοπικών αρχόντων και αξιωματούχων, τοπικές θρησκευτικές συνήθειες, λεπτομέρειες επί της τοπογραφίας ή της διατάξεως κτισμάτων εις πόλεις Ελληνικές ή Ρωμαϊκές, Ασιατικές ή Ευρωπαϊκές. Οι περισσότερες δε από τις πληροφορίες, που έχομεν εκτός του Λουκά και οι οποίες πιστοποιούν συνεχώς εκείνες, τις οποίες μας δίδει ο θεόπνευστος συγγραφεύς, προέρχονται από την αρχαιολογικήν έρευναν. Αλλά, όπως γράφει ο καθηγητής Τόμπσον, η αρχαιολογική έρευνα μόλις τώρα άρχισε το τεράστιον έργον της! [72]
Είναι εξ άλλου χαρακτηριστικά τα όσα λέγει ο Edward Meyer (Έντουαρντ Μέϋερ), πιθανώς η μεγαλύτερη σύγχρονη αυθεντία εις θέματα ιστορίας του 1ου μ. Χ. αιώνος. Ο Meyer περιέγραψε το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον και τις Πράξεις των Αποστόλων, ως «μίαν από τις πιο ενδιαφέρουσες εργασίες, που κατέχομεν από την αρχαιότητα» [73].
"Ν": Διαβάστε ακόμη:
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς: ο Ιατρός, ο Ιστορικός, ο Λόγιος
Ο ευαγγελιστής Λουκάς εικονιζόμενος ως γιατρός (απεικόνιση του 7ου αι. μ.Χ.)
Σημειώσεις
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο
2. W. Μ. Ramsay, St. Paul the Traveller and the Roman Citizen (London 1897), σσ. 7εξ.
3. Π. N. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, σελ. 34, σχόλια εις τον στίχο 5.
4. J. Ρ. Free, Archaeology and Bible History, σελ. 285. Επίσης W. Μ. Ramsay, Was Christ Born at Bethlehem? (London 1898), σσ. 174 και εξής. Επίσης J. A. Thompson, The Bible and Archaeology, σσ. 378 - 379.
5. J. P. Free, ένθ’ ανωτ., σσ. 285 - 286. Επίσης W. Keller, Η Βίβλος ως ιστορία λαών και πολιτισμών, σελ. 463.
6. A. Τ. Robinson, Luke the Historian in the Light of Research (Edinburgh 1920), σσ. 123εξ.
7. J. A. Thompson, ένθ’ ανωτ., σελ. 378.
8. Π. Ν. Τρεμπέλα, ένθ’ ανωτ., σελ. 84, σχόλιον εις τον στίχ. 2.
9. J. Ρ. Free, ένθ’ ανωτ., σελ. 286.
10. A. Τ. Robinson, ένθ’ ανωτ., σελ. 128.
11. F. F. Bruce, Are the Ν. Testament Documents Reliable?, σελ. 85.
12. J. P. Free, ένθ’ ανωτ., σελ. 286.
13. J. A. Thompson, ένθ’ ανωτ., σελ. 379.
14. Βλέπε το κείμενο εις: Ε. Μ. Blaiklock, Out of the Earth (Grand Rapids, 1957), σελ. 14.
15. A. Rendle Short, Archaeology Gives Evidence, σελ. 54.
16. J. A. Thompson, ένθ’ ανωτ. , σελ. 378.
17. J. Μ. Creed, The Gospel According to St. Luke (London 1950), σελ. 309.
18. Παράβαλλε J. A. Thompson, ένθ’ ανωτ., σσ. 379, 380. Ο Παν. Ν. Τρεμπέλας, εις το Υπόμνημα κατά Λουκάν (εκδ. «Ο Σωτήρ», σελ. 125) ως έτος θανάτου του Λυσανίου σημειώνει το 36 π. Χ.
19. A. Plummer, St. Luke, International Critical Commentary (Edinburgh, 1913), σελ. 50.
Πράξεις των Αποστόλων
1. W. M. Ramsay, The Bearing of Recent Discovery on the Trustworthiness of the N. Testament (London, 1915), σελ. 222.
2. W. Μ. Ramsay, St. Paul the Traveller and the Roman Citizen, σσ. 48εξ.
3. F. F. Bruce, The Book of Acts (Grand Rapids, 1954), σελ. 243.
4. Ιωσήπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, Antiquities, ΧΧ 2, 5 και 5, 2.
5. J. A. Thompson, The Bible and Archaeology, σελ. 383.
6. W. M. Ramsay, St. Paul the Traveller and the Roman Citizen, σελ. 74.
7. F. F. Bruce, ένθ’ ανωτ., σελ. 264.
8. C. Μ. Cobern, The New Archaeological Discoveries and their Bearing upon the N. Testament (N. York: Funk and Wagnalls, 9th ed., 1929), σελ. 539.
9. C. M. Cobern, ένθ’ ανωτ., σελ. 540.
10. C. M. Cobern, ένθ’ ανωτ., σελ. 539, υποσ. 91.
11. Βλέπε άρθρον του C. Μ. Kerr με τίτλον «Σέργιος Παύλος» εις την International Standard Bible Encyclopaedia (Chicago: Howard - Severance Co., 1930. Επανέκδοσις υπό του Eerdmans, Grand Rapids).
12. W. Μ. Ramsay, St. Paul the Traveller and the Roman Citizen, σελ. 103.
13. W. M. Ramsay, ένθ’ ανωτ., σελ. 102.
14. Βλέπε J. Ρ. Free, Archaeology and Bible History, σελ. 316.
15. Βλέπε και J. Ρ. Free, Άρθρο «Archaeology and the Accuracy of Luke: II. Luke's Geography», εις το περιοδ. «His Magazine», Αύγουστος 1944.
16. W. M. Ramsay, The Bearing of Recent Discovery on the Trustworthiness of the N. Testament, σσ. 35 και εξής
17. F. F. Bruce, ένθ’ ανωτ., σελ. 288.
18. J. A. Thompson, ένθ’ ανωτ., σελ. 384. Ο απόστολος Λουκάς, ενώ εις Πράξεις Ιδ' ο χρησιμοποιεί διά την πόλιν Λύστρα γένος θηλυκόν, «η Λύστρα», εις Ιδ' 8 χρησιμοποιεί γένος ουδέτερον, «τα Λύστρα». «Ο Ramsay φρονεί, ότι ο Λουκάς δεν ημπορούσε να υπήρξε τοσούτον απρόσεκτος, ώστε να μη αντιληφθή την αλλαγήν ταύτην του γένους του ονόματος. Εχρησιμοποίησε λοιπόν σκοπίμως και διά την πόλιν των Λύστρων θηλυκόν γένος («Λύστραν και Δέρβην», Πράξεις Ιδ' 6), διότι ίσως τότε εις θηλυκόν γένος εσυνηθίζετο να εκφέρεται η πόλις και υπ’ αυτών των κατοικούντων εν αυτή» (Ε. Jacquier, Les Actes des Apotre, Paris 1926) παρά Π. N. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, σελ. 409.
19. J. Holzner, Παύλος, μετάφραση. Ιερ. Κοτσώνη, εκδ. «Δαμασκός», Αθήναι 1948, σελ. 132.
20. F. F. Bruce, ένθ’ ανωτ., σελ. 291,
21. F. F. Bruce, ένθ’ ανωτ., σελ. 292. Επίσης W. Μ. Calder, λήμμα «Lystra», εις την «International Standard Bible Encyclopaedia».
22. J. A. Thompson, ένθ’ ανωτ., σελ. 385.
23. J. A. Thompson, ένθ’ ανωτ., σελ. 386.
24. J. Ρ. Free, Archaeology and Bible History, σελ. 320. Βλέπε και C. Μ. Cobern, ένθ’ ανωτ., σελ. 546.
25. W. A. Mcdonald, άρθρο «Archaeology and St. Paul’s Journeys in Greek Lands», εις το περιοδ. «Biblical Archaeologist» (May 1940), σελ. 20.
26. J. A. Thompson, ένθ’ ανωτ., σελ. 388.
27. F. F. Bruce, ένθ’ ανωτ., σελ. 444.
28. J. Ρ. Free, ένθ’ ανωτ., σελ. 321.
29. F. F. Bruce, ένθ’ ανωτ., σελ. 344.
30. J. Ρ. Free, ένθ’ ανωτ., σσ. 321, 322.
31. F. F. Bruce, ένθ’ ανωτ. . , σελ. 355.
32. Παυσ. 1,1,4, Φιλοστρ. Βίος Απολλώνιου VI, 3. Βλέπε και F. F. Bruce, ένθ' ανωτ., σελ. 355.
33. Suetonius, The Twelve Caesars, Claudius, 25 (Penguin Classics, 1957), σελ. 197.
34. Π. N. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, σελ. 498, σχόλια εις τον στίχον 2.
35. F. F. Bruce, ένθ’ ανωτ., σελ. 368.
36. A. Deissmann, Light from the Ancient East (London, 1927), σελ. 16.
37. W. A. Mcdonald, άρθρο «Archaeology and St. Paul’s Journeys in Greek Lands, Part Iii, Corinth», εις το περιοδ. «Biblical Archaeologist» (Sept. 1942), σελ. 41.
38. W. M. Ramsay, St. Paul the Traveller and the Roman Citizen, σελ. 258.
39. A. Deissmann, Paul (London, 1926), σσ. 261εξ., υποσ. σελ. 272.
40. F. F. Bruce, ένθ. ανωτ., σελ. 373 και εξής.
41. Oscar Broneer, άρθρον «Corinth», εις το περιοδικόν «Biblical Archaeologist» (Dec. 1951), σσ. 91 και εξής.
42. J. Ρ. Free, Archaeology and Bible History, σελ. 323. Βλέπε επίσης W. Keller, Η Βίβλος ως ιστορία λαών και πολιτισμών, σελ. 526.
43. F. F. Bruce, Are the Ν. Testament Documents Reliable?, σελ. 92, παρά J. A. Thompson, ένθ' ανωτ., σελ. 400.
44. W. A. Mcdonald, άρθρο «Archaeology and St. Paul’s Journeys in Greek Lands, Part Iii, Corinth», εις το περιοδικόν «Biblical Archaeologist» (Sept. 1942), σελ. 46.
45. J. A. Thompson, μν. έργ., σελ. 400.
46. J. A. Thompson, μν. έργ., σελ. 397.
47. W. Keller, μν. έργ., σελ. 524.
48. J. A. Thompson, μν. έργ., σελ. 397.
49. Π. Ν. Τρεμπέλα, ένθ’ ανωτ., σελ. 529, σχόλια εις τον στίχον 23.
50. Π. Ν. Τρεμπέλα, ένθ’ ανωτ., σελ. 530.
51. J. Holzner, ένθ’ ανωτ., σελ. 354.
52. Howard F. Vos, An Introduction to Bible Archaeology, σελ. 115.
53. J. A. Thompson, ένθ’ ανωτ., σελ. 402.
54. W. Keller, μν. έργ., σελ. 520.
55. W. Keller, μν. έργ., σελ. 520.
56. Βλέπε W. Keller, μν. έργ., σελ. 402. Howard F. Vos, μν. Έργ., σελ. 114. J. A. Thompson, ένθ’ ανωτ., σελ. 402.
57. Π. Ν. Τρεμπέλα, ένθ’ ανωτ., σελ. 533.
58. Βλέπε J. A. Thompson, ένθ’ ανωτ.
59. J. Holzner, μν. έργ., σελ. 291.
60. Π. Ν. Τρεμπέλα, ένθ’ ανωτ., σελ. 534.
61. Μ. Μ. Parvis, άρθρο «Archaeology and St. Paul’s Journeys in Greek Lands, Part IV, Ephesus», εις το περιοδικόν «Biblical Archaeologist» (Sept. 1945), σσ. 67εξ.
62. Μ. Μ. Parvis, ένθ’ ανωτ., σελ. 80.
63. Ιωσήπου, Ιουδαϊκός Πόλεμος V 9, 4 (384).
64. J. Ρ. Free, Archaeology and Bible History, σελ. 324.
65. C. Μ. Cobern, ένθ’ ανωτ., σελ. 417.
66. C. Μ. Cobern, ένθ’ ανωτ., σσ. 65, 79.
67. C. Μ. Cobern, ένθ’ ανωτ., σσ. 517, 518.
68. Βλέπε The Haverford Symposium on Archaeology and the Bible, ed. by Elihu Grant (N. Haven: American Schools of Oriental Research, 1938), σελ. 84.
69. G. A. Barton, Archaeology and the Bible, σελ. 30, εις το J. Ρ. Free, Archaeology and Bible History, σελ. 311.
70. Βλέπε J. A. Thompson, ένθ’ ανωτ., σελ. 298.
71. F. F. Bruce, The Book of Acts, σελ. 523.
72. Βλέπε J.A. Thompson, ένθ’ ανωτ., σελ. 405.
73. A. Rendle Short, Archaeology Gives Evidence, σσ. 56, 57.
Οι περγαμηνές του Μάγκνταλεν με αποσπάσματα του 26ου κεφαλαίου του κατά Ματθαίον ευαγγελίου. Κατά τον Dr Thiede εγράφησαν κατά τον α' αιώνα μ. Χ..
Ο ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει τον τετράρχην Λυσανίαν της Αβιληνής (Λουκάς Γ' 1)· η ταυτότητά του ανεγνωρίσθη εις την αφιερωτικήν επιγραφήν που ευρέθη πλησίον της Δαμασκού. Επίσης το όνομα του ηγεμόνος της Συρίας Κυρηνίου (Λουκάς Β΄ 2) ανευρέθη εις τεμάχιον Ρωμαϊκής επιγραφής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου