π. Βασίλειος Θερμός*
Ο θάνατος αποδεικνύεται η οριακή πρόκληση για τον άνθρωπο, αφού ο τελευταίος καλείται να διαμορφώσει μια στάση απέναντι του χωρίς να γνωρίζει το μετά, αγνοώντας δηλαδή το ουσιαστικό περιεχόμενο της κατάστασης θανάτου. Είναι η μοναδική πτυχή της ανθρώπινης ζωής για την οποία ισχύει ένα απόλυτο γνωσιολογικό κενό. Όλες οι στάσεις του ανθρώπου απέναντι σε άλλες πτυχές και φαινόμενα της ζωής επηρεάζονται και διορθώνονται είτε από το δίπολο ‘δοκιμή-λάθος’ είτε από την παρατήρηση των άλλων και την πείρα τους. Με τον θάνατο ο άνθρωπος βιώνει ένα «τυφλό παίγνιο», αφού η μεν πείρα των άλλων δεν μπορεί να κοινολογηθή εξ ορισμού, ενώ όσοι μιλούν γι’ αυτόν δεν έχουν πείρα του. Εν ολίγοις δεν υπάρχει διαθέσιμος επιστημονικός τρόπος να αποδειχθή η ορθότητα μιας υπαρξιακής επιλογής και στάσης έναντι του θανάτου.
Ενώ στην παραδοσιακή κοινωνία ο θάνατος εμφανίζεται σχετικά «εξημερωμένος», ως φυσιολογικό μέρος της ζωής, από τη νεωτερικότητα και μετά «εξαγριώνεται», αρχίζει να γίνεται σκάνδαλο και ανυπέρβλητη απειλή, αφού εκμηδενίζει το νέο κέντρο βάρους και πηγή κάθε αξίας, το νεωτερικό υποκείμενο.1 Το περιβόητο άγχος του θανάτου, ενώ ως υπαρξιακό βίωμα είναι διαχρονικό, ως συγκεκριμένη συμπτωματολογία κοινωνικής και ατομικής παθολογίας αποτελεί καθαρά νεωτερικό κατασκεύασμα. Και τούτο διότι το άγχος του θανάτου εύλογα διογκώνεται σε βαθμό ανάλογο προς την αξία εκείνου που διακυβεύεται και το νεωτερικό αυτόνομο υποκείμενο τώρα έχει καταστή επίκεντρο του ενδιαφέροντος και απέκτησε αυταξία, έξω και πέρα από τις παλιές συλλογικότητες.
Έτσι προκύπτουν οι γνωστοί μηχανισμοί της απώθησης και της άρνησης, ενώ εγκόσμιες «θρησκείες», τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όσο οι ψυχοθεραπείες ή ο καταναλωτισμός, έχουν επιστρατευθή για να «θεραπεύσουν» (τρόπος του λέγειν) την αγωνία του θανάτου.2 «Ποια είναι η στάση μας απέναντι στον θάνατο; έχω τη γνώμη ότι είναι πολύ παράξενη. Γενικά συμπεριφερόμαστε ωσάν να θέλαμε να εξουδετερώσουμε το θάνατο από τη ζωή, θέλουμε να τον περιορίσουμε τρόπον τινά σε σιγή θανάτου, τον σκεπτόμαστε ωσάν εις θάνατον!... Κανένας από εμάς δεν πιστεύει κατά βάθος στο δικό του θάνατο».3 Ας συγκρατήσουμε την οξυδερκή παρατήρηση του Φρόϋντ ότι αγωνιζόμαστε να καταδικάσουμε σε θάνατο τον θάνατο! Η «θεραπεία» έρχεται εντελώς φαντασιακά, με μια ομόλογη τιμωρία.
Ο Μπωντριγιάρ διέκρινε πως οι πεισματικές απόπειρες να απωθήσουμε στην εποχή μας τον θάνατο (κυρίως μέσω της καπιταλιστικής συσσώρευσης) και να τον διαχωρίσουμε από τη ζωή, καταλήγουν τελικά σε ένα πολιτισμό που διαποτίζεται από τον θάνατο. (Το απωθημένο εκδικείται και επιστρέφει). Όλες οι υπάρχουσες δράσεις απώθησης και ελέγχου, λέγει, έχουν τις ρίζες τους στον καταστροφικό διαχωρισμό του θανάτου από τη ζωή.4 Η μανιακή απόκτηση ηδονών και αγαθών καταλήγει να γίνει διαστροφή (με την ψυχιατρική έννοια), η οποία σέρνει μαζί της τον θάνατο εγγενώς, παρά τις υπερβολικές προσπάθειες του εξωραϊσμού τον οποίο επιχειρεί η διαφήμιση και η εν γένει κοινωνία του θεάματος.
Η θρησκεία θα μπορούσε να αποτελέσει τη λύση σε αυτό το δράμα, ως το τέρμα και η ακύρωση κάθε απώθησης. Δυστυχώς όμως συχνά εκτρέφει ιδεολογήματα που ενισχύουν τη απώθηση του θανάτου, ή ακόμη χειρότερα, την διείσδυση του μέσα στη ζωή, αν θυμηθούμε την θρησκευτική τρομοκρατία η οποία μιλά και δρα με γνώμονα το μίσος, δηλαδή από τη θέση του θανάτου, σκορπώντας τον και κυριολεκτικά μερικές φορές. Με άλλα λόγια, είναι αδύνατο να απαλλαγή κανείς από την ενασχόληση με τον θάνατο και όσο περισσότερο απεγνωσμένα «ελαφραίνει» τη συζήτηση τόσο πιο πολύ καλεί τη σκιά του θανάτου βαρειά επάνω του.
Με την άγνοια μας λοιπόν, τόσο την εμπειρική όσο και την επιστημολογική, παραμένει μόνο ο δρόμος της πίστης, δηλαδή το προνομιακό πεδίο των θρησκειών. Όλες οι θρησκείες έχουν αποψη για τον θάνατο και (καθόλου τυχαίο) όλες δέχονται την μετά τον θάνατο συνέχεια. Καμία δεν αποδέχεται τον μηδενισμό της εξαφάνισης. Έχουν διαμορφώσει ένα πλέγμα αντιλήψεων για την μεταθανάτια ανταμοιβή ή τιμωρία 5, επειδή έχουν προηγουμένως εξοπλίσει τον πιστό τους και με ένα σύστημα ηθικών προτάσεων και διανοητικων ερμηνειών του συμπλέγματος ζωή-θάνατος. Απώτερος στόχος και ορίζοντας της μεταθανάτιας πρότασης εμφανίζεται η υπέρβαση του χρόνου, με τη μορφή της αθανασίας. Αν ο χρόνος είναι, κατά τον Ελύτη, «γλύπτης των ανθρώπων παράφορος», ο πόθος της αθανασίας συνιστά και ένα είδος «ρεβάνς» απέναντι στον παράγοντα εκείνο που, μέσα από σαγηνευτικές παραπλανήσεις, οδήγησε τελικά το ανθρώπινο ον στη φθορά και στον θάνατο, δηλαδή στην αφαίρεση του απόλυτου ελέγχου πάνω στον εαυτό του.
Θα τολμήσω εδώ παρενθετικά τον ισχυρισμό πως η αθανασία ως πανανθρώπινη δίψα γνωρίζει και μη θρησκευτικές μορφές. Για παράδειγμα, η απόλυτη αξίωση των ουτοπιών και η ναρκισσιστική παντοδυναμία της επιστήμης αποτελούν δύο άτυπες μορφές με τις οποίες εμφανίζεται συγκαλυμμένος (ως «μεταφορά») και περισσότερο «νομιμοποιημένος» ο ποθος της αθανασίας. Αν ώριμη αντιμετώπιση του θανάτου είναι η ικανότητα για πένθος, τότε η ανικανότητα να πενθήσουμε λαμβάνει ποικίλες μορφές μέσα στον πολιτισμό, μία εκ των οποίων είναι και η ουτοπία της αθανασίας.
Αν, όπως έχει επισημανθή, «κοιτίδα της δοξασίας για την αθανασία είναι η θρησκεία» 6, εν τούτοις κατά την σαφή θεολογική τοποθέτηση του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «μια ‘αθανασία ασωμάτων ψυχών’ δεν θα έλυνε το ανθρώπινο πρόβλημα... Οι χριστιανοί προσδοκούν κάτι μεγαλύτερο από μια ‘φυσική’ αθανασία, λαχταρούν μια αιώνια κοινωνία με το Θεό, μια θέωση».7 Βάση σε αυτή την θεολογική πρόταση αποτελεί το αίτημα της αρτιότητας του ανθρώπου (να είναι το ανθρώπινο πλάσμα ολοκληρωμένο) και ο ποθούμενος στόχος εδώ βρίσκεται σε μια σχέση.
Αλλά όσοι βιάστηκαν να ονομάσουν την κοινωνία μας μεταχριστιανική καλό θα είναι να προβληματισθούν μήπως δεν έχει ακόμη καν εκχριστιανισθή πλήρως. Ο προβληματισμός για τη θέωση φαίνεται τόσο δυσεύρετος σήμερα ανάμεσα στην φοβική ανησυχία για μια τιμωρία στην κόλαση ή στην βεβαιότητα για τη μεταθανάτια ανυπαρξία ή στην δυσπιστία προς την κοινή ανάσταση. Ο σημερινός έλληνας δηλαδή παραπαίει μεταξύ νομικισμού, μηδενισμού, και παγανισμού.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ένα εξέχον προϊόν της παραδοσιακής μας κοινωνίας, το δημοτικό τραγούδι, φαίνεται να αντιστέκεται στον εκχριστιανισμό του. «Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, από τη χριστιανική εικονοποιία περί Παραδείσου και Κολάσεως το δημοτικό τραγούδι αγνόησε ολότελα την πρώτη και κράτησε μόνο τη δεύτερη, τη γενίκευσε και την ταύτισε με τη μεταθανάτια ζωή... (Στα μοιρολόγια) μόνο η επίγεια ζωή έχει αξία. Καμία συνείδηση αμαρτίας, καμία μετάνοια ή αίτηση συγχώρησης, καμία προσδοκία αναστάσεως. Η μόνη ανάσταση που μπορεί να νοηθή στον δημοτικό θρήνο είναι η επάνοδος στον επάνω κόσμο».8 Η διαπίστωση αυτή εγείρει καίρια ερωτήματα για τη νεοελληνική ταυτότητα, μια και είναι πιθανό να αποτελεί μέρος και σύμπτωμα μιας γενικώτερης απουσίας της χριστιανικής διδασκαλίας και από άλλες πτυχές τοῦ λαϊκού πολιτισμού. Θα άξιζε δε να συνδυασθή με τα ευρήματα ερευνών σύμφωνα με τα οποία οι έλληνες νέοι σήμερα δηλώνουν ότι πιστεύουν στον Θεό σε ποσοστό 85%, αλλά ταυτόχρονα 58% δεν πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού, 56% δεν πιστεύουν στην ενανθρώπησή Του, 54% δεν πιστεύουν στη Δευτέρα Παρουσία και 42% δεν πιστεύουν στα θαύματα!
Αν λάβουμε υπ’ όψη, από τη μια την ανθεκτικότητα αυτή της παγανιστικής παράδοσης (που διαθέτει και πληθώρα άλλων συμπτωμάτων στη ζωή του λαού μας) και από την άλλη την αυξανόμενη στον δυτικό κόσμο δημοφιλία θρησκειών όπως το Ισλάμ και οι απωασιατικές (ινδουϊσμός, βουδισμός), ίσως νομιμοποιούμαστε να θέσουμε το ερώτημα κατά πόσο υφίσταται μια διαχρονική τάση να ευνοούνται από τα πλήθη θρησκευτικές επιλογές οι οποίες κατεβάζουν τον πήχυ ως προς την μεταθανάτια ευδαιμονία. Και με αυτό εννοώ ότι σε μαζικό επίπεδο φαίνονται αρκετά ελκυστικές οι θρησκείες εκείνες οι οποίες προτιμούν να χαράσσουν σαφείς οδηγίες ηθικής συμπεριφοράς που οδηγούν νομοτελειακά σε μεταθανάτια ανταμοιβή.
Αλλά και στο εσωτερικό του χριστιανισμού τείνουν να ευνοούνται από τους πολλούς εκδοχές θρησκευτικότητας μάλλον μαγικού τύπου, δηλαδή δεσμευτικές για το θείο, παρά εκδοχές πιο υπαρξιακές οι οποίες βασίζονται σε προσωπική σχέση αγάπης με τον Θεό. Υπάρχουν ασφαλώς πολλοί λόγοι που καθορίζουν την ποιότητα της θρησκευτικότητας κάποιου, αλλά νομίζω ότι αξίζει να τονισθή και το κίνητρο εκείνο που σχετίζεται με την κατάσταση επέκεινα του θανάτου. Με άλλα λόγια, προτιμώνται πιο «στεγνές» και «ψυχρές» προσδοκίες μεταθανάτιας ευωχίας αν δίνουν την εντύπωση ότι μπορείς με την συμπεριφορά σου να δεσμεύσεις τον Θεό να σου τις παράσχει, παρά το βάθος και ο πλούτος της θέωσης αφού αυτή φαίνεται να εξαρτάται από την ανάπτυξη κάποιας νεφελώδους, μη μετρήσιμης, σχέσης ανθρώπου και Θεού την οποία αδυνατείς να θέσεις υπό τον απόλυτο έλεγχό σου.
Έτσι τείνω να δω την στάση του πιστού προς τον θάνατο ως ένα πρόβλημα σχέσης με τον όποιο θεό του, στο οποίο οι ιδιότητες αυτής της σχέσης θα χρωματίσουν, για καλό ή για κακό, τη στάση του προς την προοπτική του προσωπικού του θανάτου και την ηθική του συμπεριφορά. Αλλά η σχέση μάς παραπέμπει αναπόφευκτα στην έννοια του προσώπου. Όπως θα δούμε, το πρόσωπο δοκιμάζεται από τον θάνατο αλλά και δοκιμάζει τις θρησκείες ενώπιον του θανάτου.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Ματσούκας: «Ο θάνατος, ενώ κορυφώνει τό κακό στον κόσμο στα όρια της προσωπικής εμπειρίας, συνάμα ο ίδιος διαδραματίζει πολλούς ρόλους στις δημιουργικές επιδόσεις του ανθρώπου. Κατά παράδοξο τρόπο ο θάνατος γίνεται ο ‘σκοτεινός’ καθρέφτης της ανθρώπινης υπαρξης. Σ’ αυτόν καθρεφτίζεται και μαθαίνει κατά το εφικτό ποια είναι. Το σκοτάδι του θανάτου γίνεται το πέρασμα προς τη ζωή και το νόημα της».9 Με άλλα λόγια η παγκόσμια σταθερά του θανάτου επιτρέπει τη διαμόρφωση και αποκάλυψη του ανθρωπίνου προσώπου, γίνεται ο καμβάς πάνω στον οποίο μπορεί να ξεδιπλωθή το δυναμικό του μέσα στη ζωή, το κίνητρο και ο καταλύτης της αλλαγής. Είναι μόνο επειδή υπάρχει το όριο που μπορεί να μάς δίδεται η εντύπωση μιας απεριόριστης προσωπικής και συλλογικής ανάπτυξης.
Συμπληρώνει ο ίδιος: «Ο άνθρωπος πεθαίνει από τη στιγμή που έμαθε πως πεθαίνει. Τον θάνατό του, συνειδητά ή ασυνείδητα, τον συσχετίζει όχι προς την καταστροφή της βιολογικής του υπόστασης- κάτι τέτοιο το θεωρεί πολύ φυσικό έτσι κι αλλιώς- αλλά προς την απώλεια του προσώπου του, προς τον εκμηδενισμό της προσωπικής του ζωής», γι’ αυτό «πολλές φορές θυσιάζει τη ζωή του με άμεσες ή έμμεσες ενέργειες του για να εξασφαλίσει μεταθανατια φήμη και ένα ηρωικό όνομα».10 Με άλλα λόγια, ο βιολογικός θάνατος δεν αποτελεί σοβαρό πρόβλημα, ενώ αντίθετα «ο προσωπικός εκμηδενισμος αγγίζει τα όρια της μεταφυσικής που ρωτάει για ποιό λόγο ένα πρόσωπο να χάνεται».11 Επιθυμώντας δηλαδή να απαντήσουμε στο ερώτημα ποιά είναι η ψυχολογική φύση του άγχους του θανάτου, θα διαπιστώναμε μεν ότι πολλοί βιώνουν την αγωνία του θανάτου ως άγχος ενός ριζικού αποχωρισμού, ένα είδος υπαρξιακού πλέον άγχους αφού δεν πρόκειται για ένα εκ των συνηθισμένων γήινων αποχωρισμών, θα έπρεπε όμως ταυτόχρονα να αναγνωρίσουμε ότι κάποιοι άλλοι οδυνώνται με τη μορφή της αγωνίας ενώπιον του εκμηδένισης, μια μορφή αγωνίας ανώτερη ποιοτικά από την προηγουμένως αναφερθείσα.
Στο σημείο αυτό λοιπόν θα ήθελα να διατυπώσω την κεντρική πρόταση μου πως η στάση των θρησκειών απέναντι στον θάνατο εξαρτάται από –και ουσιαστικά μετατοπίζεται στην– στάση τους απέναντι στην έννοια του προσώπου. Το αν το πρόσωπο εκμηδενίζεται ή με οποιονδήποτε τρόπο αλλοιώνεται με τον θάνατο συνιστά βαρόμετρο της σημασίας που κατέχει ο θάνατος στη συγκεκριμένη θρησκεία ή θρησκευτική στάση. Και κατά φυσική συνέπεια είναι ανάλογοι και οι μηχανισμοί παρηγοριάς που η θρησκεία προσφέρει, δηλαδή στην πραγματικότητα οι χρήσεις της θρησκείας.
Στο σημείο αυτό βρίσκω εξόχως διδακτική και βοηθητική την περίπτωση του γνωστού Ρώσου αρχιμανδρίτη Σωφρονίου του Έσσεξ, ο οποίος έχει στα γραπτά του αποκαλύψει πολλές πτυχές του προσωπικού του ταξιδιού προς την πίστη. «Για τον γέροντα Σωφρόνιο το γεγονός του θανάτου αποκαλύπτει την υποστατική αρχή του ανθρώπινου είναι, αναδεικνύοντας το στοιχείο της ‘μικρο-απολυτότητας, ακόμα και της ‘μικρο-θεότητας’ το ανθρώπου- αν και στην αρνητική τους διάσταση. Ο θάνατος φανερώνει την ‘μικρο-απολυτότητα’ και ‘θεοείδεια’ του ανθρώπινου προσώπου. Εάν το πρόσωπο, ένα θεοειδές κέντρο, πάψει να υπάρχει, τότε οτιδήποτε συνέλαβε η συνείδηση- ο κόσμος ολόκληρος όπως υποκειμενικά τον προσλαμβάνει το συγκεκριμένο πρόσωπο- πεθαίνει μαζί του».12
Με αφορμή την τραγική εμπειρία του πρώτου παγκοσμίου πολέμου διακρίνουμε μια βασανιστική υπαρξιακή αγωνία του γέροντα Σωφρονίου ενώπιον του θανάτου ως μηδενισμού: «Ο θάνατός μου ελάμβανε μορφήν αφανισμού πάντων εκείνων άτινα εγνώριζον και μετά των οποίων συνεδεόμην υπαρκτικώς. Και τούτο ανεξαρτήτως του πολέμου. Ο αναποφευκτος θάνατός μου δεν ήτο μόνον μικρόν τι και ατελευτήτως ασήμαντον γεγονός: ‘εις ολιγώτερον’. Ουχί. Εντός μου και μετ’ εμού απέθνησκε παν ό,τι συνέλαβεν η συνείδησις μου: οι πλησίον μου άνθρωποι, τα παθήματα και η αγάπη αυτών, όλη η εξέλιξις της ιστορίας, σύμπασα η Γη και ο ήλιος και τα άστρα και το άπειρον διάστημα, έτι δε και ο Ποιητής του κόσμου και Αυτός απέθνησκεν εντός εμού. Ολόκληρον εν γένει το είναι κατεβροχθίζετο υπό του σκότους της λήθης... Η αιωνία λήθη, ως κατάσβεσις του φωτός της συνειδήσεως, εβύθιζεν εμέ εις φρίκην. Η κατάστασις αύτη συνέτριβεν εμέ, εκυρίευεν εμού παρά την θέλησίν μου».13
Το παραπάνω αγωνιώδες βίωμα οπωσδήποτε το συμμερίζονται πολλοί άλλοι, λίγοι όμως είναι αυτοί που έχουν τη δυνατότητα να εξαγάγουν από αυτό συμπεράσματα για το ανθρώπινο πρόσωπο: «Και ιδού, άνευ οιουδήποτε συλλογισμού, αίφνης εγεννήθη εν τη καρδία μου η σκέψις: Εάν ο άνθρωπος δύναται να πάσχη τοσούτον βαθέως, τότε είναι μέγας ως προς την φύσιν αυτού».14 Ο άνθρωπος δηλαδή είναι πολύτιμος επειδή είναι μεγάλη η αγωνία του.15 Ο γέροντας Σωφρόνιος συν τω χρόνω επεξεργάσθηκε διεξοδικά τις σκέψεις του για το ανθρώπινο πρόσωπο και τις διατύπωσε σε διάφορα έργα του, παρέχοντάς μας έτσι ένα εμπλουτισμό και μια εμβάθυνση της θεολογικής μας κληρονομιάς που διαμόρφωσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας.
Η φανέρωση αυτή του ανθρωπίνου προσώπου μέσα από την οδυνηρή βίωση του μυστηρίου του θανάτου επιτρέπει στο πρόσωπο και το παρακινεί να ζήσει υποστατικά, δηλαδή με αγάπη και ελευθερία. Αλλού γράφει: «η ‘μυστική’ μνήμη του θανάτου ελευθερώνει».16 Εδώ έχουμε μια πλήρη ανατροπή: η κατ’ εξοχήν δέσμευση και δουλεία του ανθρώπου στον κοινό προορισμό, ο θάνατος, να έχει τη δυνατότητα να ελευθερώνει! Αλλά αυτό καθίσταται εφικτό μόνο μέσα από το πρόσωπο του Χριστού.
Η σκέψη ότι ο άνθρωπος είναι πολύτιμος επειδή είναι μεγάλη η αγωνία του, φυσικά δεν είναι αποκλειστικά χριστιανική. Η ειδοποιός διαφορά που κομίζει ο χριστιανισμός έγκειται στο γεγονός ότι εδώ την αγωνία του θανάτου αγκάλιασε ο Ίδιος ο Θεός. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Χριστός έρχεται στον θάνατο με φόβο, όχι όπως ο Σωκράτης. Επιζητεί στήριξη από τους μαθητές Του. Αισθάνεται εγκαταλελειμμένος από τον Πατέρα Του προς τον Οποίο καταφεύγει με αγωνιώδεις δεήσεις (Εβρ. 5: 7).17 Αλλά αναλαμβάνοντας εκούσια την ανθρώπινη μοίρα του θανάτου κατέστησε και τον θάνατο (μαζί με όλη την ανθρώπινη φύση και ζωή) υπαρξιακό «τόπο» του Θεού. Έτσι ώστε, αντίστροφα, να γίνει ο «τόπος»-τρόπος του Θεού (με ό,τι αυτό σημαίνει) κατοικία του ανθρώπου. Επειδή η θεότητα μπόρεσε να χωρέσει μέσα στην αγωνία του θανάτου, και τελικά στον θάνατο τον ίδιο, εγκαταστάθηκε οριστικά μέσα στην ανθρωπινότητα. Η εμπιστοσύνη που τελικά έδειξε ο Υιός-Χριστός προς τον Πατέρα Του, και η οποία δικαιώθηκε με την Ανάσταση, γίνεται εικόνα και πρότυπο της εμπιστοσύνης την οποία καλείται να δείξει ο πιστός προς τον Χριστό, δηλαδή προς ένα Θεό που όντως πέθανε ο Ίδιος και αναστήθηκε. Εμπιστοσύνη προσώπου προς Πρόσωπο.
Συνεπώς στη χριστιανική πρόταση ζωής ο πιστός επωφελείται από την Ενανθρώπηση, τον Θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού, για να συνδεθή μαζί Του προσωπικά, με τρόπο οντολογικό και όχι απλά συναισθηματικό, κατά το παύλειο «επιθυμώ αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (Φιλιπ. 1: 23). Ο θάνατος δηλαδή αλλάζει περιεχόμενο και μετατρέπεται σε συνάντηση και κοινωνία με ένα συγκεκριμένο Πρόσωπο-πηγή κάθε ζωης και κάθε χαράς. Το (αλλιώς ανυπέρβλητο) πρόβλημα του θανάτου μετασχηματίζεται τώρα σε συνάντηση και αδιαμεσολάβητη κοινωνία με το πρόσωπο του Χριστού, γι’ αυτό και η νεκρώσιμη ακολουθία μπορεί να ψάλλει: «Εν τω φωτί Χριστέ του προσώπου Σου και τω γλυκασμώ της Σης ωραιότητος ον εξελέξω ανάπαυσον ως φιλάνθρωπος».18
Έτσι νοηματοδοτείται ξανά από την αρχή ολόκληρος ο κόσμος και η ζωή. Έτσι μόνο κατανοεί κανείς εκφράσεις σαν αυτή του π. Δημητρίου Στανιλοάε, ότι με την Ανάσταση του Χριστού «ο χρόνος, από το να είναι ροή προς το θάνατο, κίνηση προς το χωρίς νόημα σκοτάδι, μετατράπηκε τώρα σε κίνηση προς την ανάσταση, μια ολοφώτεινη αποκάλυψη, ένα ατέλειωτο πανηγύρι».19
Σημειώσεις
1 Δημήτρη Μπεκριδάκη «Πέρα από τον ‘εξαγριωμένο’ θάνατο». Θρησκειολογία, τ. 3, 2002, σ. 153-170 (156).
2 Για τη σημερινή άρνηση του θανάτου στον δυτικό κόσμο βλέπε ενδεικτικά Ernest Becker The denial of death, The Free Press, 1973. Κρίστοφερ Λας Η κουλτούρα του ναρκισσισμού (1979), εκδ. Νησίδες, 1999, σ. 201-210. π. Φιλοθέου Φάρου Το πένθος, εκδ. Ακρίτας, 1981, σ. 58-67. Jonathan Dollimore Death, desire, and loss in western culture. Penguin books, 1998. Ζygmunt Bauman Ρευστός φόβος (2006), εκδ. Πολύτροπον, 2007, σ. 37-75. Επίσης στο βιβλίο Όψεις του πολιτιστικού φαινομένου. Επιστημολογικές προσεγγίσεις του θανάτου και της ζωής, εκδ. Αντ. Σταμούλη, 2008, τα άρθρα του Δημήτρη Μαγριπλή Κοινωνικές καταγραφές του θανάτου από το Βυζάντιο έως σήμερα στην Ελληνική πραγματικότητα (σ. 17-48) και του Γεωργίου Αλεξιά Ο θάνατος ως show, ως καταναλωτικό αγαθό: η περίπτωση της έκθεσης ”Body Worlds”, σ. 73-98.
3 Σίγκμουντ Φρόϋντ «Εμείς και ο θάνατος» (1915), Εκ των υστέρων, τ. 7, 2002, σ. 9-21 (10).
4 Jean Baudrillard Symbolic exchange and death (1976), transl. Iain Hamilton Grant. Sage, 1993, σ. 127, 130.
5 Μάριου Μπέγζου Ψυχολογία της θρησκείας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1996, σ. 93-116.
6 Μάριου Μπέγζου Ψυχολογία της θρησκείας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1996, σ. 94.
7 π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ Δημιουργία και απολύτρωση, εκδ. Πουρναρά, σ. 274-275.
8 Σταύρου Ζουμπουλάκη «Δημοτικό τραγούδι, λαϊκός πολιτισμός και Ορθόδοξη Εκκλησία». Νέα Εστία, Μάρτιος 2005, σ. 336-347 (338-339). Βλ. καί Αριστείδη Δουλαβέρα Η αξία της ζωής και η απαξία του θανάτου στα δημοτικά τραγούδια. «Όψεις του πολιτιστικού φαινομένου. Επιστημολογικές προσεγγίσεις του θανάτου και της ζωής», εκδ. Αντ. Σταμούλη, 2008, σ. 49-72.
9 Νίκου Ματσούκα Το πρόβλημα του κακού, εκδ. Πουρναρά, 3η έκδ. 1992, σ. 91.
10ό.π., σ. 96.
11 ό.π., σ. 97.
12 π. Νικολάου Σαχάρωφ Αγαπώ, άρα υπάρχω: η θεολογική παρακαταθήκη του γέροντα Σωφρονίου, 2η έκδ., 2008, Εν πλω, σ. 315.
13 Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, 1992, σ. 18.
14 Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, 1992, σ. 19.
15 Για την ανθρώπινη υπαρξιακή αγωνία βλ. Πάουλ Τίλλιχ Το θάρρος της υπάρξεως, εκδ. Δωδώνη και Σόρεν Κίρκεγκαρντ Η έννοια της αγωνίας, εκδ. Δωδώνη.
16 Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, 1992, σ. 25-27. Βλ. και Κωνσταντίνου Κορναράκη Si vis vitam, para mortem: Η αγωνία της υπάρξεως ενώπιον του θανάτου στη διαλεκτική μεταξύ θεολογικής και κοσμολογικής επιστημονικής σκέψεως. «Όψεις του πολιτιστικού φαινομένου. Επιστημολογικές προσεγγίσεις του θανάτου και της ζωής», εκδ. Αντ. Σταμούλη, 2008, σ. 169-202.
17 Oscar Cullmann Αθανασία της ψυχής ή Ανάσταση εκ των νεκρών; Η μαρτυρία της Καινής Διαθήκης, εκδ. Άρτος Ζωής, 1993, σ. 36-37.
18 Για μια σύγχρονη θεολογία του θανάτου βλ. π. Αδαμαντίου Αυγουστίδη Εν ασθενείαις καύχησις: θέματα εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας, εκδ. Αρμός, σ. 31-43 και Ιωάννη Πλεξίδα Ο άνθρωπος ενώπιον του θανάτου: δοκίμιο για την ανθρώπινη περατότητα με αφορμή τις ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκδ. Αρμός, καθώς και τον συλλογικό τόμο Το μυστήριον του θανάτου εις την Λατρείαν της Εκκλησίας (πρακτικά θ΄ πανελληνίου λειτουργικού συμποσίου στελεχών Ιερών Μητροπόλεων), Κλάδος Εκδόσεων της Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 2009.
19 π. Δημητρίου Στανιλοάε, Ορθοδοξία, αναστάσιμη ζωή. «Ανάσταση και ζωή», Αρμός, 1996, σ. 104.
*Εισήγηση στα πλαίσια της εκδήλωσης της Εταιρείας Μελέτης των Σχέσεων Επιστήμης και Θρησκείας (ΕΜΕΣΕΘ) της 31 Μαΐου 2011 με θέμα "Λογος περί θανάτου: Θρησκεία, Τέχνη και Επιστήμη μπροστά στο μεγάλο ερώτημα του θανάτου".
Σημ. του blog μας: Ας μου επιτραπεί να προσθέσω στα παραπάνω τα posts: Τα πνεύματα των νεκρών και εμείς, Η Αγ. Γραφή για τη μετά θάνατον ζωή των ψυχών και π. Ν. Λουδοβίκου Η εξατομίκευση του θανάτου & η ευθανασία, καθώς και γενικά τις αναρτήσεις μας στην ενότητα Θάνατος.
16 σχόλια:
Αδελφέ είμαστε σίγουροι πώς πέθανε ο Θεός;
Χαίρε εν Χριστώ, αδελφέ. Χαίρομαι για την επικοινωνία σου.
Τη Μεγάλη Παρασκευή δεν ψάλλουμε στην Εκκλησία γι' αυτό; Άλλο το ότι δεν παρέμεινε νεκρός, αλλά "πύλας άδου συντρίψας & μοχλούς αιωνίους συνθλάσας" ανέστη, "συνανιστών τον Αδάμ".
Έτσι δεν είναι;
Γειά σου αδελφέ.
Ο Ιησούς Χριστός είναι ο Θεάνθρωπος.
Δέν πέθανε βέβαια ο Θεός.
Οι Πατέρες διδάσκουν ότι όταν ο Κύριος στό Σταυρό έκραξε "θεέ μου θεέ μου γιατί μέ εγκατέλλειψες" απευθυνόταν στήν θεότητά Του, όχι στήν υπόσταση τού Πατρός.
Η νεο-ορθοδοξία διδάσκει τόν θεό-Πατέρα, άγνωστό στούς Πατέρες, Καί είναι μιά μακάβρια μορφή μονοφυσιτισμού.
ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΕ Ο ΘΕΟΣ.
Εννοείται ότι ο Χριστός πέθανε ως άνθρωπος. Όμως είναι ο Θεός που ενανθρώπισε & πέθανε ως άνθρωπος. Το πρόσωπο του Χριστού είναι ενιαίο, γι' αυτό και μπορούμε να πούμε ότι ο Θεός πέθανε, όπως και ότι κοινωνούμε π.χ. Σώμα και Αίμα Θεού ("μη διακρίνων το σώμα και αίμα σού, του Χριστού και Θεού μου", ακολουθία Θ. Μεταλήψεως).
Ο Χριστός είναι σωτήρας ως Θεάνθρωπος, έπαθε και ανέστη ως τέτοιος και ενώνεται με τον άνθρωπο ως Θεάνθρωπος. Δε νομίζω ότι έχει νόημα να διαχωρίζουμε με τέτοιο τρόπο τις δύο φύσεις Του. Δες π.χ. τι λέει το περίφημο τροπάριο "Σήμερον κρεμάται επί ξύλου" (ο εν ύδασι την γην κρεμάσας κ.τ.λ.).
Ο εν ύδασι την γην κρεμάσας είναι Εκείνος που κρεμάστηκε επί ξύλου ή όχι;
Αγαπητέ φίλε θά επιμείνουμε λίγο γιατί ο Θερμός διδάσκει πλάνες καί παρασσύρεσαι καί εσύ μαζί μέ αυτόν.
Συγνώμη πού θα στό πώ, αλλά μέ τά"νομίζω" δέν εκφράζεται σωστά η πίστη μας.
Η Οικονομική Αγία Τριάδα δέν είναι φυσική προαιώνιος Τριάδα.
Η σωτηρία μας επιτυγχάνεται μέσω τής Οικονομικής, φανερωμένης Τριάδος, γιά τήν οποία μιλούμε γιά θέληση καί εκούσιο.
Πρώτη η καθολική εκκλησία ταύτισε τήν οικονομική μέ τήν φυσική Αγία Τριάδα καί τήν πλάνη τους εισήγαγαν στήν εκκλησία μας ο Ζηζιούλας, ο Γιανναράς, τώρα τήν προπαγανδίζει ο Θερμός, ο Ζήσης, ο ΟΟΔΕ, Ο Σαράντος.
ΠΡΟΣΕΞΕ ΕΙΝΑΙ ΠΛΑΝΗ.
Δές κάτι από τόν γνωστό άγνωστο Ιωάννη τής κλίμακος και άς τηρήσουμε τίς εντολές τών Πατέρων.
Δέν μπορούμε όλοι νά θεολογούμε καί γι αυτό υπάρχουν οι θεολόγοι τής εκκλησίας.
Η ΥΠΟΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΕΝΣΑΡΚΩΘΗΚΕ.
Έχει μεγάλο νόημα νά διακρίνουμε τίς δύο φύσεις πού ενώθηκαν στή μία υπόσταση.
Γιά νά μιλήσουμε γιά ενιαίο πρόσωπο τού Χριστού, πρέπει νά ομολογήσουμε υπόσταση στόν άνθρωπο, όπως υποχρεώνεται νά κάνει ο Θερμός, καί γιά τήν εκκλησία μας ο άνθρωπος δέν έχει υπόσταση ούτε μπορεί νά είναι πρόσωπο, διαφορετικά αρνούμαστε τήν πτώση καί υβρίζουμε τήν Θεοτόκο, όπως ο Γιανναράς καί ο Θερμός.
Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, στον Λόγο ΚΖ΄, Περί ησυχίας, Β΄, 13 γράφει: Ενώ κάποτε ασκούσα την συνεχή προσευχή, βρέθηκα ανάμεσα στους Αγγέλους και ένας εξ’ αυτών με διαφώτιζε σε ό,τι εδιψούσα να μάθω. Ζητούσα να μάθω πώς ήταν ο Άρχων (ο Χριστός) προ της ενανθρωπήσεώς Του, αλλά δεν του επιτρεπόταν να μου διδάξη. Τον ερωτούσα πώς και σε ποια μορφή ευρίσκεται τώρα. Μου απαντούσε: Με την ιδία μορφή (την θεανθρώπινη), αλλ’ όχι με την ιδία φθαρτή ανθρώπινη σάρκα. Συνέχιζα να ρωτώ: Τι σημαίνει η δεξιά του Αιτίου (του Πατρός), στάσις και καθέδρα του Χριστού; Αδύνατον να διδαχθή ακοή ανθρώπου αυτά τα μυστήρια, απαντούσε! Τότε του ζήτησα να με οδηγήση εκεί που με είλκυε ο πόθος μου! Δεν έφτασε ακόμη η ώρα, μου είπε, διότι στερείσαι το πυρ της αφθαρσίας (το οποίο θα αποκτήσης στην άλλη ζωή).
Συγχώρεσέ μας γιά τήν επιμονή μας. Απλώς πιστεύουμε πώς δέν γνωρίζεις την πλάνη πού αναφέραμε καί δέν την μοιράζεσαι.
Γράφει ο Θέρμος:
"πρότυπο της εμπιστοσύνης την οποία καλείται να δείξει ο πιστός προς τον Χριστό, δηλαδή προς ένα Θεό που όντως πέθανε ο ίδιος και αναστήθηκε".
Και η υμνογραφία μας λέει κατά τον όρθρο της Κυριακής της προ Χριστού Γεννήσεως:
"Ω ξένον θαύμα! ο εν υψίστοις καθήμενος, επί θρόνου, Κύριος αυτός, προσλήψει σαρκός, θάνατον υπέμεινεν".
Δηλαδή, "ο εν υψίστοις ... Κύριος αυτός, δεν είναι ο Θεός; Κι όμως, αυτό το λέει η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Από εδώ και πέρα τώρα:
Όποιος έχει διαβάσει κείμενα του "Νεκρού", γνωρίζει ότι δεν θα μπορούσε να ξεγελαστεί από μία τόσο παιδιάστικη αιρετική δοξασία, την πίστη δηλαδή ότι "ο Θεός πέθανε".
Με τον ίδιο τρόπο, όποιος διαβάσει το παραπάνω απόσπασμα της υμνογραφίας, δεν θα ξεγελαστεί ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκει πως ο Θεός επειδή είχε λάβει σάρκα, πέθανε. Και δεν θα ξεγελαστεί επειδή η υμνογραφία μας πάλι ξεκαθαρίζει:
"Θάνατον υπέμεινας σαρκί, ο απαθής τή θεότητι"
Κατά τον ίδιο τρόπο, όποιος διαβάσει όλα τα κείμενα του "Νεκρού", δεν θα μπορούσε καν να σκεφτεί ότι θα τον ξεγελούσε μια τέτοια ανοησία περί θανάτου του θεού, που μόνο άθεος θα μπορούσε να την εννοεί.
Συμφωνώ ότι δεν είναι καλή έκφραση "ο Θεός όντως πέθανε". Πράγματι. Και η Εκκλησία μας παρεμβάλει το "προσλήψει σαρκός" για να το διατυπώσει πιο ορθά.
Όμως, μην τραβάμε τα πράγματα στα άκρα και μιλάμε για αιρετικούς και άλλα τέτοια και κατακρινόμαστε μεταξύ μας.
=Γιώργος=
Προσωπικά, στην ΟΟΔΕ βλέπω άρθρο όπου με σαφήνεια διακρίνονται και εξηγούνται η "αΐδιος" και η "οικονομική" Τριάδα:
http://www.oodegr.com/paratir/meletes/theos/ippolytos_trias_1.htm#6_1
http://www.oodegr.com/paratir/meletes/theos/ippolytos_trias_1.htm#6_2
http://www.oodegr.com/paratir/meletes/theos/ippolytos_trias_1.htm#6_3
Επίσης, ο Ιωάννης Δαμασκηνός γράφει (Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 2,22):
"Θέλησιν μεν γαρ είχε την φυσικήν, την απλήν, την εν πάσαις ταις υποστάσεσι των ανθρώπων ομοίως θεωρημένην" (PG 94,948Α)
Δηλαδή, εσύ γράφεις:
"γιά τήν εκκλησία μας ο άνθρωπος δέν έχει υπόσταση"
ενώ ο Δαμασκηνός αναφέρει:
"ταις υποστάσεσι των ανθρώπων"
Υπάρχει κάποια διαφωνία σου με τον άγιο ή εννοείς κάτι άλλο;
«Και τί δή ταύτα λέγω; Θεός απέθανεν' αίμα Θεού το χεθέν επί του σταυρού. Τί τιμιώτερον τούτου γένοιτ΄ αν του θανάτου; Τι φρικωδέστερον; Τί τοσούτον ήμαρτεν η των ανθρώπων φύσις, όσον λύειν είχεν η δίκη; Πηλίκον αν ην το τραύμα, ώστε αντίρροπον γενέσθαι τη του φαρμάκου τούτου δυνάμει;»
Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας. Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγος Α',46.
Προηγούμενα, στον ίδιο λόγο, στο τέλος του 16ου κεφ. λέει το εξής:
«Τον γαρ θάνατον, όν αληθώς υπέρ της ημετέρας ζωής απέθανε, συμβόλοις τισί καθάπερ εν γραφή μιμουμένους, πράγμασιν αυτοίς ανακαινίζει και αναπλάττει και της εαυτού κοινωνούς ποιείται ζωής».
Εδώ δε γίνεται ξεκάθαρα λόγος για τον θάνατο του Θεού;
Τι εννοεί ο αμέθυστος με τον όρο: Οικονομική Αγία Τριάδα; Είναι κάτι σχετικό με τη διάκριση ουσίας και ενέργειας; (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς)
Αγαπητέ Αλέξανδρε, για την Οικονομική Τριάδα βλ. ολίγα στις παραπομπές στην ΟΟΔΕ που παραθέτει ο αδελφός.
Αγαπητέ Γιώργο, ευχαριστώ για το σχόλιο. Ας σημειωθεί (προς αποφυγήν παρεξηγήσεως) ότι το θέμα εδώ δεν είμαι εγώ, αλλά ο π. Θερμός.
Ευχαριστώ γενικώς όλους τους συμμετέχοντες. Προσθέτω το γνωστό, ότι ο Χριστός εγεννήθη εκ Παρθένου ως άνθρωπος, κι όμως, λόγω της αντίδοσης των ιδιωμάτων, η Παναγία είναι Θεοτόκος. Φυσικά ο Θεός δεν πέθανε, ούτε όμως και γεννήθηκε (αλλά: "Θεοτόκος", Θεοκυήτωρ" κ.τ.τ.). Επίσης, οι σταυρωτές του Κυρίου χαρακτηρίζονται: "Θεοκτόνων ο εσμός" και "ολέθριος σπείρα θεοστυγών" (Ακολουθία Αγ. Παθών). Επίσης, τη Μ. Πέμπτη "τα φρικτά πάθη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού επιτελούμεν".
"Ότε παρέστης τω Καϊάφα ο Θεός και παρεδόθης τω Πιλάτω ο Κριτής, αι ουράνιαι Δυνάμεις εκ του φόβου εσαλεύθησαν" (κάθισμα Μ. Πέμπτης). "Νεκρόν γαρ και γυμνόν θεώμενος τον επί πάντων Θεόν" (Μ. Παρασκευή).
Κατά τα άλλα, επειδή ως φαίνεται δεν καταλαβαίνω πολλά, σταματώ εδώ. Ας συνεχίσουν ειδημονέστεροι, αν χρειάζεται. Ευχαριστώ.
Αγαπητέ αδελφέ ελπίζουμε να μήν σε μπλέξαμε άσχημα. Πάντως για όποιον ενδιαφέρεται, ξαναβάλαμε μία παλιά μας ανάρτηση σχετική με την οικονομία και την Θεολογία.
Η απλή υπόστασις του ανθρώπου δέν τον σώζει απο τον θάνατο, ούτε απο την αμαρτία. Άλλα θέλω και άλλα κάνω έλεγε ο Παύλος. Στο κείμενο μας, έχουμε και ένα απόσπασμα του Αγίου Συμεών ο οποίος περιγράφει όσο μπορεί την εμπειρία του της φυσικής προαιωνίου Τριάδος. Η παράδοση μας περιγράφει τον Κύριο σαν ασυγχύτως και αδιαιρέτως ενωμένο με τον άνθρωπο. Ομολογεί δύο θελήσεις, ένα γνωμικό θέλημα. Αγιορείτες πατέρες όπως ο Σιλουανός μας ααφέρουν την εγκατάλειψη τους απο τη χάρη. Όπως μαθαίνουμε δέ απο το πάθημα του Πέτρου την θεανθρωπότητα δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε : Ούκ οίδα τον άνθρωπον. Η απλή υπόστασης του ανθρώπου δέν μπορεί να στηρίξει τόση αξιοπρέπεια ώστε απο σεβασμό να ενανθρωπήσει ο Θεός για να σώσει απο τον πόνο αυτό το σεβαστό όν. Η ενανθρώπησις είναι πάντοτε συνέργεια. Ποιός έκλαψε στον κήπο, ο Θεός; Στα Ευαγγέλια πολλά πράγματα ανήκουν στην ανθρωπότητα του Κυρίου και πολλά στη Θεότητα του.
Τέλος πάντων δέν είναι όλα εξηγήσημα στην πίστη μας. Το πρόβλημα της νεοορθοδοξίας είναι ότι καταργεί με την αξιοπρέπεια την πτώση του ανθρώπου και επινοεί έναν θεό Πατέρα. Ο οποίος δια της αναλογίας είναι δυνατόν να τον μιμηθεί ο άνθρωπος.
Ελπίζουμε να είναι όλα αυτά αιτίες να γίνουμε σοφότεροι και να μήν καταλήξουμε εχθροί, όπως γίνεται συνήθως.
Είμαι αυτός που ανέφερε τα παραπάνω για τη διαφωνία(;) Δαμασκηνού και "Αμέθυστου" στα περί υπόστασης του ανθρώπου.
Για ευκολία παραθέτω τα εξής από το λινκ της ΟΟΔΕ:
1. "Για «Αΐδιο Τριάδα» μιλάμε, όταν αναφερόμαστε στα βάθη της Θεότητας και στις σχέσεις που έχουν μεταξύ τους τα Θεία Πρόσωπα, Πατήρ, Υιός, Άγιο Πνεύμα".
2. "Για «Οικονομική Τριάδα» μιλάμε, όταν αναφερόμαστε στις ενέργειες που κάνει ο Τριαδικός Θεός στα πλαίσια της Θείας Οικονομίας για τη Σωτηρία μας. Στην «Οικονομική Τριάδα» όμως, δεχόμαστε ότι κάθε πρόσωπο έχει ένα ιδιαίτερο έργο (δεν το δεχόμαστε επειδή «έτσι μας αρέσει», αλλά το δεχόμαστε γιατί αυτή είναι η εμπειρία που προκύπτει από τις θεοφάνειες της Π.Δ. και της Κ.Δ.)".
Χ.Κ.
Ευχαριστώ για τις παραπομπές. Δεν ήξερα τον όρο. Καλή συνέχεια.
Αδελφέ Αμέθυστε, η στάση σου είναι σεβαστή και με χαροποιεί, γιατί ομοίως αυτό επιθυμώ, το κοινό όφελος και όχι τις αψιμαχίες μεταξύ αδελφών.
Το άρθρο, στο οποίο αναφέρεται ο Αμέθυστος, είναι εδώ: http://amethystosbooks.blogspot.com/2011/07/blog-post_7914.html.
Για τα επιμέρους θα μπορούσε κανείς να γράφει επί πολύ και δεν επιθυμώ κάτι τέτοιο προς το παρόν. Ας βγάλουν τα συμπεράσματά τους οι διερχόμενοι μπλογκοναύτες. Ωστόσο, αν κάποιος θέλει να συνεχίσει, ελεύθερα.
Ευχαριστώ όλους.
Αγαπητέ Αμέθυστε γράφεις:
"Η Οικονομική Αγία Τριάδα δέν είναι φυσική προαιώνιος Τριάδα.
Η σωτηρία μας επιτυγχάνεται μέσω τής Οικονομικής, φανερωμένης Τριάδος, γιά τήν οποία μιλούμε γιά θέληση καί εκούσιο.
Πρώτη η καθολική εκκλησία ταύτισε τήν οικονομική μέ τήν φυσική Αγία Τριάδα καί τήν πλάνη τους εισήγαγαν στήν εκκλησία μας ο Ζηζιούλας, ο Γιανναράς, τώρα τήν προπαγανδίζει ο Θερμός, ο Ζήσης, ο ΟΟΔΕ, Ο Σαράντος.
ΠΡΟΣΕΞΕ ΕΙΝΑΙ ΠΛΑΝΗ.
Δές κάτι από τόν γνωστό άγνωστο Ιωάννη τής κλίμακος και άς τηρήσουμε τίς εντολές τών Πατέρων.
Δέν μπορούμε όλοι νά θεολογούμε καί γι αυτό υπάρχουν οι θεολόγοι τής εκκλησίας.
Η ΥΠΟΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΕΝΣΑΡΚΩΘΗΚΕ.
Έχει μεγάλο νόημα νά διακρίνουμε τίς δύο φύσεις πού ενώθηκαν στή μία υπόσταση.
Γιά νά μιλήσουμε γιά ενιαίο πρόσωπο τού Χριστού, πρέπει νά ομολογήσουμε υπόσταση στόν άνθρωπο, όπως υποχρεώνεται νά κάνει ο Θερμός, καί γιά τήν εκκλησία μας ο άνθρωπος δέν έχει υπόσταση ούτε μπορεί νά είναι πρόσωπο, διαφορετικά αρνούμαστε τήν πτώση καί υβρίζουμε τήν Θεοτόκο, όπως ο Γιανναράς καί ο Θερμός."
Και το αιτιολογείς με αυτό:
"Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, στον Λόγο ΚΖ΄, Περί ησυχίας, Β΄, 13 γράφει: Ενώ κάποτε ασκούσα την συνεχή προσευχή, βρέθηκα ανάμεσα στους Αγγέλους και ένας εξ’ αυτών με διαφώτιζε σε ό,τι εδιψούσα να μάθω. Ζητούσα να μάθω πώς ήταν ο Άρχων (ο Χριστός) προ της ενανθρωπήσεώς Του, αλλά δεν του επιτρεπόταν να μου διδάξη. Τον ερωτούσα πώς και σε ποια μορφή ευρίσκεται τώρα. Μου απαντούσε: Με την ιδία μορφή (την θεανθρώπινη), αλλ’ όχι με την ιδία φθαρτή ανθρώπινη σάρκα. Συνέχιζα να ρωτώ: Τι σημαίνει η δεξιά του Αιτίου (του Πατρός), στάσις και καθέδρα του Χριστού; Αδύνατον να διδαχθή ακοή ανθρώπου αυτά τα μυστήρια, απαντούσε! Τότε του ζήτησα να με οδηγήση εκεί που με είλκυε ο πόθος μου! Δεν έφτασε ακόμη η ώρα, μου είπε, διότι στερείσαι το πυρ της αφθαρσίας (το οποίο θα αποκτήσης στην άλλη ζωή)."
Προς Θεού δεν είμαι θεολόγος, αλλά το απόσπασμα που διάλεξες για να στηρίξεις τη θέση σου μου φαίνεται άσχετο. Από πού σε αυτό το απόσπασμα προκύπτει
ότι "ο άνθρωπος δέν έχει υπόσταση ούτε μπορεί νά είναι πρόσωπο";
Επίσης στο απόσπασμα που έφερες ως αιτιολόγηση μιλά για Θεό-Πατέρα: "Τι σημαίνει η δεξιά του Αιτίου (του Πατρός), στάσις και καθέδρα του Χριστού; Αδύνατον να διδαχθή ακοή ανθρώπου αυτά τα μυστήρια, απαντούσε!"
Πιο κάτω όμως μας λες ότι "Η νεο-ορθοδοξία διδάσκει τόν θεό-Πατέρα, άγνωστό στούς Πατέρες" και ότι "Το πρόβλημα της νεοορθοδοξίας είναι ότι καταργεί με την αξιοπρέπεια την πτώση του ανθρώπου και επινοεί έναν θεό Πατέρα."
Μήπως ο Ιωάννης της Κλίμακος είναι νεο-ορθόδοξος; Οι Πατέρες που συνέταξαν το "Σύμβολο" που ξεκινά με το "Πιστεύω εις ένα Θεό, Πατέρα,παντοκράτορα" τι ήταν; Ο ίδιος ο Χριστός δεν μας δίδαξε να προσευχόμαστε σε Θεό Πατέρα; Κι αυτό το έκανε επειδή υπάρχει Θεός-Πατέρας ή επειδή "τον επινόησε"; Ή μήπως εννοείς κάτι άλλο που δεν έχω καταλάβει;
Ο Αμέθυστος υποθέτω πως εννοεί ότι οι συγκεκριμένοι σύγχρονοι ορθόδοξοι διανοητές (ας τους πω έτσι) θεωρούν εσφαλμένα ότι Θεός είναι κατά βάσιν ο Πατήρ και όχι ισότιμα τα Τρία Πρόσωπα της Αγ. Τριάδος.
Επίσης, ότι δεν αποτελεί ιδιαίτερη υπόσταση η ανθρώπινη φύση του Χριστού ("ενυπόστατος" χαρακτηρίζεται, ως γνωστόν [δηλ. "εν τη υποστάσει"], όρος του Λεόντιου του Βυζάντιου, όχι "υπόστασις", ούτε όμως και "ανυπόστατος") και όχι ΚΑΘΕ άνθρωπος (αυτό κατάλαβα τουλάχιστον εγώ ότι εννοούσε).
Αν επιθυμεί ο αδελφός, ας επανέλθει για το θέμα, αν και το ψιλο-έκλεισα με το προηγούμενο σχόλιό μου...
Υπάρχει έντονη αντίρρηση στην ιδέα ότι ο άνθρωπος καλείται να μιμηθεί τον "τριαδικό τρόπο υπάρξεως", δηλ. ότι καθίσταται πρόσωπο (όπως τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος) καθώς εκτείνεται με αγάπη προς τον άλλο.
Οι άγιοι Πατέρες ονομάζουν ποτέ πρόσωπο τον άνθρωπο; Ή μόνο τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος ονομάζουν έτσι;
Ωστόσο πρέπει να πούμε ότι ο άγ. Γρηγόριος Θεολόγος γράφει ότι στον κόσμο υπάρχουν "τρία φώτα: ο Θεός, ο άγγελος και ο άνθρωπος". Επίσης ο άγ. Ιουστίνος Πόποβιτς γράφει: "ο άνθρωπος, ένας μικρός θεός μέσα στη λάσπη" Και: "Είναι ευαγγέλιο, παναληθινό ευαγγέλιο –όχι δικό μου, αλλά των αγίων του Θεού– ότι ο άνθρωπος είναι ένα μεγάλο μυστήριο, ιερό μυστήριο του Θεού. Τόσο μεγάλο και τόσο ιερό, ώστε ο ίδιος ο Θεός έγινε άνθρωπος για να μας ερμηνεύσει όλο το βάθος του ανθρώπινου μυστηρίου" (από το Άνθρωπος & Θεάνθρωπος - ολόκληρο το απόσπασμα εδώ: http://o-nekros.blogspot.com/2011/06/blog-post_15.html).
Και: «Ο σκοπός τού θεοειδούς όντος πού λέγεται άνθρωπος είναι ένας: νά γίνει σταδιακά τέλειος, όπως ο Θεός Πατήρ, νά γίνει Θεός κατά χάριν, νά επιτύχη τή θέωση, τή θεοποίηση, τή Χριστοποίηση, τήν Τριαδοποίηση».
Αυτά προς διευκόλυνση (αν παρέχουν διευκόλυνση) της συζήτησης.
Ευχαριστώ.
Δημοσίευση σχολίου