[Εισήγηση του π. Ευαγγέλου Γκανά κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Ρενέ Ζιράρ, Βία και Θρησκεία: Αιτία ή αποτέλεσμα; μετάφραση Αντώνιος Καλατζής, εκδόσεις Νήσος, Αθήνα 2017, Άγιος Παύλος (Αγγλικανική Εκκλησία Αθηνών) 30/11/2018]
Ένα παράθεμα, κάπως εκτενές, το οποίο δεν προέρχεται από τον Ζιράρ, θα μας βάλει στο θέμα:
«Επιτρέψτε μου… να επαναλάβω πως ο Θεός, ενώ πάντα υπήρξε ένα
πρόβλημα, τώρα είναι το πρόβλημα… Όταν μιλάμε για συμμαχία πολιτισμών,
σκεφτόμαστε ειδικά τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους, αυτούς τους
εχθρούς αδελφούς που εναλλάσσονται, στη διάρκεια της Ιστορίας, μια ο
ένας, μια ο άλλος, στους τραγικούς και κατά τα φαινόμενα ατέρμονους
ρόλους του δήμιου και του θύματος. Επομένως, είτε το θέλουμε είτε όχι, ο
Θεός ως πρόβλημα, ο Θεός ως εμπόδιο στη μέση του δρόμου, ο Θεός ως
πρόσχημα για το μίσος, ο Θεός ως φορέας διχόνοιας… Αυτό το Θεό δεν
μπορούμε να τον ξεριζώσουμε απ’ τα κεφάλια μας, δεν το μπορούν καν οι
άθεοι, μεταξύ των οποίων με συγκαταλέγω. Τουλάχιστον όμως ας τον
αμφισβητήσουμε... Ας αμφισβητήσουμε αυτή την επινόηση, ας λύσουμε αυτό
το πρόβλημα, ας αναγνωρίσουμε έστω πως υπάρχει. Προτού τρελαθούμε όλοι.
Κι έπειτα — ποιος ξέρει; — ίσως υπάρξει τρόπος ώστε να μη συνεχίσουμε να
σκοτωνόμαστε μεταξύ μας».
Και λίγο παρακάτω ο ίδιος συγγραφέας θα δει τον Θεό της Βίβλου ως τον
αποχρώντα λόγο της απάνθρωπης πολιτικής του σύγχρονου κράτους του Ισραήλ
απέναντι στους Παλαιστινίους: «Καταλαβαίνουμε καλύτερα τον βιβλικό
θεό όταν γνωρίζουμε τους οπαδούς του. Ο Ιεχωβάς, ή Γιαχβέ, ή όπως τον
λένε, είναι ένας θεός μνησίκακος κα άγριος που οι Ισραηλινοί κρατούν
διαρκώς επίκαιρο».
Ο συγγραφέας των παραπάνω γραμμών δεν ανήκει στους κάπως μονόχνωτους και
δίχως επαρκή φιλοσοφικά εύσημα συγγραφείς που απαρτίζουν το ρεύμα των
λεγόμενων Νέων Αθεϊστών, τους Ditchkins, όπως συμπτύσσει και παρωδεί
τους Dawkins και Hitchens ο Terry Eagleton. Οι γραμμές που σας διάβασα
ανήκουν στον διάσημο για την φαντασία του και βραβευμένο με Νόμπελ
Λογοτεχνίας Ζοζέ Σαραμάγκου και προέρχονται από ένα βιβλίο των
τελευταίων χρόνων της ζωής του που βρίθει από καθ’ όλα ειλικρινείς
εκκλήσεις για καλοσύνη, δικαιοσύνη και συμπόνια. Με αυτή τη σειρά
προτίμησης, όπως ο ίδιος δηλώνει.
Τα προέταξα για να δείξω πόσο έντονα μπορεί να διαβρώσει και τις
ευγενέστερες και πιο ευφάνταστες συνειδήσεις η άποψη πως μια ανθρωπότητα
απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα της προσκόλλησης στη θρησκεία,
και δη την ιουδαιοχριστιανική παράδοση, σίγουρα θα έχει ωφεληθεί
πολλαπλά, αν δεν έχει αγγίξει την ίδια την ουτοπία επί της γης. Αρκεί,
λοιπόν, μονάχα οι απλοί και ανεπιτήδευτοι άνθρωποι να παραμείνουν
ελεύθεροι από το καταθλιπτικό βάρος της θρησκείας.
Τέτοιες τοποθετήσεις, οι οποίες δεν αποτελούν καθόλου την εξαίρεση στους
μοντέρνους και μεταμοντέρνους καιρούς που ζούμε, φανερώνουν πόσο μεγάλο
είναι το επίτευγμα το Ρενέ Ζιράρ, ακόμα και όταν αποτυπώνεται με τον
πιο μινιμαλιστικό τρόπο, όπως συμβαίνει στο μικρό αυτό βιβλίο που σήμερα
παρουσιάζουμε.
Από τα πολλά θέματα στα οποία ανοίγεται το πολύπλευρο έργο του Ζιράρ,
του οποίου το βιβλίο που παρουσιάζουμε συνιστά μια χρησιμότατη σύνοψη,
επιλέγω να ασχοληθώ με ένα μόνο που φέρει όμως δυο όψεις: το εξιλαστήριο
θύμα ως σταθερό τοπόσημο της αρχαίας οδού των ασεβών και τον
χριστιανισμό ως έσχατο εξιλαστήριο θύμα. Κάνω αυτή την επιλογή όχι γιατί
εμφορούμαι από διάθεση απολογητική, αλλά γιατί το θεωρώ θέμα ιδιαίτερα
για την αυτοσυνειδησία της εποχής μας. Και θα αναφερθώ σ’ αυτό
χρησιμοποιώντας ως επί το πλείστον λόγια του ίδιου του Ζιράρ.
Το εξιλαστήριο θύμα
Γράφει ο Ζιράρ: «[O]ι αρχαϊκές θρησκείες δεν είναι (ή καλύτερα: ήταν)
με κανέναν τρόπο η αιτία της βίας, αλλά από τη μια πλευρά ήταν
επακόλουθα αυτής της βίας και από την άλλη προσέφεραν προστασία από
αυτή. Για τις μεγαλύτερες περιόδους της ιστορίας και της προϊστορίας μας
οι αρχαϊκές θρησκείες βοήθησαν τις ανθρώπινες κοινότητες να επιβιώσουν
από την ίδια τους τη βία. Οι αρχαϊκές θρησκείες είναι κατά βάση ο
συνδυασμός θυσιών και απαγορεύσεων. Οι απαγορεύσεις απέτρεπαν την άμεση
βία, αλλά συχνά αποδεικνύονταν μη δραστικές και γι’ αυτόν τον λόγο οι
αρχαϊκοί πολιτισμοί κατέφευγαν στη δεύτερη γραμμή άμυνάς τους: τη θυσία…
Πίστευαν εσφαλμένα ότι ήταν οι θεοί αυτοί οι οποίοι έπρεπε να
εξευμενιστούν και όχι η ίδια τους η κοινότητα». Την αλήθεια αυτή αποτυπώνει με διαύγεια και εμβρίθεια και το κλασικό έργο του Walter Burkert Homo Necans, έργο με το οποίο ο Ζιράρ βρίσκεται σε διάλογο, και το οποίο σχετικά πρόσφατα μεταφράστηκε και στη γλώσσα μας.
Κατά τον 19ο αιώνα οι μελετητές της συγκριτικής θρησκειολογίας έδιναν
μεγάλη έμφαση στις εντυπωσιακές, όπως θεωρούσαν, ομοιότητες ανάμεσα στη
Βίβλο και τους μύθους από όλο τον κόσμο κι αυτό τους οδηγούσε στο
βιαστικό και επιπόλαιο συμπέρασμα πως η Βίβλος δεν ήταν τίποτα
περισσότερο από μια συλλογή μύθων παρόμοια με κάθε άλλη.
Κατά τον Ζιράρ, όμως, μπορεί μεν όλες οι θρησκείες να αποσκοπούν στον
περιορισμό της βίας, αλλά μονάχα ο ιουδαιοχριστιανισμός αποκαλύπτει τον
βαθύτερο μηχανισμό της βίας και δημιουργεί έτσι τις προϋποθέσεις για την
εξουδετέρωσή του θέτοντας τα προγενέστερα θρησκευτικά συστήματα στο
περιθώριο:
«Όλες οι θρησκείες αποτελούν κατά κάποιο τρόπο νίκες απέναντι στη
βία». «Όταν εισχωρεί [όμως] ο χριστιανισμός τα μυθικοτελετουργικά
συστήματα παρακμάζουν και εκλείπουν». Με άλλα λόγια: εισερχόμαστε
στην εποχή Μετά Χριστόν, όρο που χρησιμοποιούμε χωρίς να
συνειδητοποιούμε το εύρος της σημασίας του.
Στους ποικίλους αυτούς θρησκευτικούς μύθους η λύση που προκρίνεται όταν η
μιμητική αντιπαλότητα πυροδοτεί τη βία είναι να επικεντρώνεται το
φονικό μίσος σ’ ένα εξιλαστήριο θύμα, το οποίο αναλαμβάνει, ως
αποδιοπομπαίος τράγος, την ενοχή και θυσιάζεται προς χάριν της
κοινότητας. Με τα λόγια του Καϊάφα προς τους Ιουδαίους, τα οποία ο
Ζιράρ συχνά-πυκνά μας υπενθυμίζει, όταν αναφέρεται στην περίπτωση του
Ιησού: «Συμφέρει ένα άνθρωπον αποθανείν υπέρ του λαού» (Ιω. 18, 14).
Ο Ιουδαϊσμός, αρχικά, (ας θυμηθούμε τον Ισαάκ, τον Ιωσήφ, τον Ιώβ) και ο
χριστιανισμός, εντέλει και εναργέστερα, αποκαλύπτουν πως τα θύματα της
συλλογικής βίας είναι αθώα. Η λέξη Παράκλητος, που αποδίδεται στο Πνεύμα
του Θεού, είχε ως αρχική σημασία τον δικηγόρο υπεράσπισης στο
δικαστήριο, αντιθέτως με τον Διάβολο που σήμαινε τον κατήγορο ενός
δικαστηρίου. Ο Παράκλητος μαρτυρεί για την αθωότητα των θυμάτων ενώ ο
Διάβολος εμμένει στην ενοχή και στη δίκαιη, άρα, καταδίκη τους.
«Η Ανάσταση δεν είναι απλώς και μόνο θαύμα, υπερφυσικό φαινόμενο,
καταστρατήγηση των φυσικών νόμων, είναι το θεαματικό σημάδι της εισόδου
στην παγκόσμια σκηνή μιας δύναμης ανώτερης από τις μιμητικές εξάρσεις.
Αντίθετα απ’ αυτές, την εν λόγω δύναμη δεν τη διακρίνει κανένα
παραισθησιακό ή κίβδηλο στοιχείο. Αντί να παραπλανεί τους πιστούς, τους
δίνει τη δυνατότητα να καταλάβουν αυτό που δεν διέκριναν προηγουμένως
και να ψέξουν εαυτούς για την αξιοθρήνητη παρελθοντική φυγομαχία τους,
να παραδεχτούν την ενοχή τους εξαιτίας της συμμετοχής τους στη μιμητική
έξαρση με στόχο τον Ιησού».
Κάθε άνθρωπος υπεισέρχεται έτσι στη θέση του αποστόλου Παύλου όταν στην
πορεία προς τη Δαμασκό ανακαλύπτει πως διώκει τον Ιησού. «Είμαστε
όλοι συνένοχοι στη Σταύρωση μόνο και μόνο επειδή ζούμε σε έναν κόσμο που
δομείται πάνω σε μιμητικές και τελετουργικές διαδικασίες, από τις
οποίες όλοι μας επωφελούμαστε εν αγνοία μας».
Εντελώς ανάλογα ο απόστολος Πέτρος ενώ αρχικά χρησιμοποιεί το μαχαίρι
του νομίζοντας πως έτσι θα υπερασπιστεί τον Ιησού, που απειλείται από
την ανθρώπινη βία, πολύ σύντομα καταλήγει να τον προδώσει ο ίδιος.
«Η Ανάσταση διδάσκει στον Πέτρο και τον Παύλο, καθώς και σε όλους
τους πιστούς που έπονται, πως κάθε οχύρωση πίσω από την ιερή βία
ισοδυναμεί με βία κατά του Χριστού. Ο άνθρωπος δεν πέφτει ποτέ θύμα του
Θεού, ο Θεός είναι πάντοτε θύμα του ανθρώπου».
Ο χριστιανισμός ως εξιλαστήριο θύμα
Κατά φαινομενικά παράδοξο τρόπο ο Ζιράρ πιστεύει πως η εποχή μας είναι
μακράν η καλύτερη, αλλά και η χειρότερη κάθε άλλης εποχής. Η χειρότερη,
γιατί καμία άλλη δεν μέτρησε περισσότερα θύματα. Η καλύτερη, γιατί ποτέ
η μέριμνα για τα θύματα δεν ήταν πιο εμφανής. Ταυτοχρόνως όμως η
μέριμνα για τα θύματα λειτουργεί και ως όπλο στη δημόσια σφαίρα καθώς
ποτέ στην ιστορία οι άνθρωποι δεν αφιέρωσαν περισσότερο χρόνο
επιτιθέμενοι ο ένας στον άλλο αντικαθιστώντας τα όπλα με τη μνήμη των
θυμάτων. Μονάχα εντός ενός χριστιανικού κόσμου κάτι τέτοιο μπορεί να
γίνει δυνατόν.
Ο Ζιράρ θεωρεί πως οι δυτικές κοινωνίες στο βαθμό που αποδέχονται,
άλλοτε συνειδητά, αλλά συνήθως ασυνείδητα, τη (μετα)νιτσεϊκή κληρονομιά
βρίσκονται σε μια παράδοξη θέση. Ενώ ονομαστικά υπερασπίζονται τα
θύματα στην πραγματικότητα επιλέγουν ένα νέο εξιλαστήριο θύμα, τον
χριστιανισμό, στον οποίο αποδίδουν, όπως είδαμε και στην περίπτωση του
Σαραμάγκου, πλήθος δεινών, εξάγοντας το κατ’ αυτούς αναντίρρητο
συμπέρασμα πως ένας κόσμος χωρίς τον χριστιανισμό θα ήταν ένας κόσμος
σαφώς καλύτερος, ένας κόσμος ακόμα πιο φιλόξενος και φιλικός προς τα
θύματα, ίσως ακόμα-ακόμα ένα κόσμος δίχως καν θύματα.
Ο Ζιράρ ονομάζει αυτή την πνευματική τάση, που τοποθετεί τον
χριστιανισμό στη θέση του έσχατου εξιλαστήριου θύματος, «άλλο
ολοκληρωτισμό» της αριστεράς. Πιο συγκεκριμένα γράφει: «Η βασική
στρατηγική αυτού που χαρακτηρίζω ως «άλλο ολοκληρωτισμό» της αριστεράς
συνίσταται στην ανακήρυξη ως θυμάτων της κοινωνίας όλων αυτών που η
συμπεριφορά τους, οι πράξεις τους και οι πεποιθήσεις τους αποτελούν
αμαρτία με βάση τις θεμελιώδεις αρχές της εκκλησίας».
«Στην αρχή θρηνούμε τα θύματα τα οποία αλληλοκατηγορούμαστε ότι
πλήξαμε ή αφήσαμε να πληγούν. Κατόπιν θρηνούμε την υποκρισία κάθε
θρηνολογίας. Τέλος, θρηνούμε το χριστιανισμό, απαραίτητο αποδιοπομπαίο
τράγο αφού δεν υπάρχει τελετουργία δίχως θύμα και, στις μέρες μας, το
θύμα είναι πάντοτε αυτός: είναι the scapegoat of last resort, και σε
έναν τόνο ευγενούς θλίψης διαπιστώνουμε ότι δεν έκανε τίποτα για να
«λύσει το πρόβλημα της βίας»».
«Στην ουσία πρόκειται περί της επιθυμίας να απωθηθεί μια για πάντα η
ιουδαιοχριστιανική σκέψη. Αυτή η επιθυμία εκφράζεται σε τελείως
διαφορετικές παραλλαγές. [Η χειρότερη εξ αυτών είναι η] σημερινή
καταδίκη του μονοθεϊσμού από ανθρώπους που ούτε καν πιστεύουν στον Θεό,
εκτός από τη στιγμή που τον καθιστούν υπεύθυνο για τη δική τους
βιαιότητα… Καθιστούμε το θείο το μοναδικό και αποκλειστικό εξιλαστήριο
[θύμα], για να το συκοφαντήσουμε»
Η στρατηγική αυτή υποτίθεται πως καταλήγει σε μια ολόπλευρη αντιπαράθεση
με τον μονοθεϊσμό, ο οποίος γίνεται αντιληπτός ως πηγή της
μισαλλοδοξίας και βασική αιτία της έλλειψης ανεκτικότητας, στην
πραγματικότητα όμως αντίπαλος είναι η ιουδαιοχριστιανική παράδοση. Αντ’
αυτής προκρίνεται ένας «χαρούμενος» παγανισμός που θεωρείται κοινωνικά
συμπεριληπτικός και πνευματικά γενναιόδωρος.
«Από την εποχή του Ολοκαυτώματος… δεν τολμούμε πλέον να θίξουμε τον
ιουδαϊσμό, κι έτσι ο χριστιανισμός προήχθη στο ρόλο του υπ’ αριθμόν ένα
αποδιοπομπαίου τράγου. Όλοι εκστασιάζονται μπροστά στη χάρη και τον
αέρα, στην υγιή αθλητική πνοή του ελληνικού πολιτισμού, σε αντίθεση με
το κλειστό, καχύποπτο, μουντό καταπιεστικό κλίμα του ιουδαϊκού και
χριστιανικού σύμπαντος».
Η τελική ετυμηγορία του Ζιράρ είναι ριζικά διαφορετική: «Ο
χριστιανισμός είναι η μοναδική δύναμη στον σημερινό κόσμο που
κατονομάζει την αλήθεια, και γι’ αυτό ακριβώς είναι αντικείμενο τέτοιου
μίσους, γιατί αναγκάζει τους ανθρώπους να έρθουν αντιμέτωποι με τις
ευθύνες τους».
Η μυστική πηγή αυτής της πνευματικής αντιδικίας είναι, κατά τον Ζιράρ, η
νιτσεϊκή αντιπαράθεση Χριστού και Διονύσου. Ο Νίτσε το διατύπωσε με
αφοπλιστική και τρομακτική ακρίβεια:
«Το άτομο ελήφθη τόσο πολύ στα σοβαρά, καθιερώθηκε τόσο πολύ ως
απόλυτη αξία από το χριστιανισμό, ώστε ήταν πλέον αδύνατον να θυσιαστεί:
το είδος όμως δεν επιβιώνει παρά μόνο χάρη στις ανθρωποθυσίες… Η
πραγματική φιλανθρωπία απαιτεί τη θυσία για το καλό του είδους — είναι
σκληρή, επιβάλλει τον αυτοέλεγχο επειδή χρειάζεται την ανθρωποθυσία. Κι
αυτός ο ψευδοανθρωπισμός που τιτλοφορείται χριστιανισμός θέλει ακριβώς
να επιβάλει το ότι κανείς δεν θα θυσιάζεται».
Στην τοποθέτηση αυτή του Νίτσε ο Ζιράρ αντιπαραθέτει τη δική του εκτίμηση για τις ιστορικές εξελίξεις στον ευρωπαϊκό κόσμο:
«Ο πνευματικός σκοπός του χιτλερισμού ήταν, κατά τη γνώμη μου, να
απομακρύνει τη Γερμανία και κατόπιν ολόκληρη την Ευρώπη από τον
προορισμό που τους καθορίζει η θρησκευτική τους παράδοση, τη μέριμνα για
τα θύματα».
Για τον Ζιράρ ο θρίαμβος του Σταυρού ενάντια στη μιμητική βία είναι
οριστικός και μη αναστρέψιμος. Όμως ο Ζιράρ ταυτοχρόνως συνειδητοποιεί
ότι το σύγχρονο κίνημα του φιλανθρωπισμού θεωρεί έναν τέτοιο ισχυρισμό
αλαζονικό και παράλογο, αποδίδοντας σ’ αυτή την πίστη των χριστιανών τη
μομφή του «θριαμβευτισμού» (triumphalism). Ο Ζιράρ δίνοντας φωνή στο
ρεύμα αυτό των σύγχρονων «ανθρωπιστών» φιλανθρώπων διατυπώνει την
ένστασή τους ως εξής:
«Γιατί η πραγματική αρχή του αποφενακισμού δεν διατυπώθηκε παρά μόνο
σε μια θρησκευτική παράδοση, τη δική μας; Δεν πρόκειται για μια
αβάσταχτη αδικία, την εποχή μάλιστα του «πλουραλισμού» και της
«πολυπολιτισμικότητας»; Το σημαντικότερο δεν είναι να μην προκαλούμε το
φθόνο; Δεν πρέπει άραγε να θυσιάζουμε την αλήθεια στο βωμό της ειρήνης
του κόσμου. Ώστε να αποφύγουμε τους τρομερούς θρησκευτικούς πολέμους που
ετοιμάζομε, κατά πώς φημολογείται παντού, εφόσον υπεραμυνόμαστε αυτού
που θεωρούμε αληθές;»
Η τελική θέση του Ζιράρ σχετικά με την ανάδειξη του χριστιανισμού ως έσχατο εξιλαστήριο θύμα της εποχή μας είναι η εξής: «Το
κραταιότερο αντιχριστιανικό κίνημα είναι αυτό που αναλαμβάνει εκ νέου
και «εκτραχύνει» τη φροντίδα των θυμάτων με σκοπό να την καταστήσει
ειδωλολατρική. Οι εξουσίες και οι αρχές εμφανίζονται ως «επαναστατικές»
και προσάπτουν στο χριστιανισμό έλλειψη θέρμης στην υπεράσπιση των
θυμάτων. Στο χριστιανικό παρελθόν δεν βλέπουν παρά μόνο διωγμούς,
καταστολές, ιερές εξετάσεις. Ο άλλος απολυταρχισμός παρουσιάζεται ως
ελευθερωτής της ανθρωπότητας και θέλοντας να σφετεριστούν τη θέση του
Χριστού, οι εξουσίες τον μιμούνται με τρόπο ανταγωνιστικό: καταγγέλλουν
τη χριστιανική φροντίδα των θυμάτων για υποκριτική και άτονη μίμηση της
αυθεντικής σταυροφορίας ενάντια στην καταπίεση και τις διώξεις, της
οποίας οι ίδιοι αποτελούν το επίλεκτο σώμα… Ο νεοπαγανισμός θέλει να
παρουσιάσει τον Δεκάλογο καθώς επίσης και κάθε ιουδαιοχριστιανική ηθική
ως μια αβάσταχτη βιαιότητα, ενώ η ολοσχερής εξάλειψή της είναι ο υπ’
αριθμόν ένα στόχος της… Ο εν λόγω νεοπαγανισμός εντοπίζει την ευτυχία
στον αμετροεπή κορεσμό των επιθυμιών και, κατά συνέπεια, στην κατάργηση
όλων των απαγορεύσεων. Η αντίληψη αυτή κερδίζει μια πλασματική
αληθοφάνεια στον περιορισμένο τομέα των καταναλωτικών αγαθών, των οποίων
η υπερπροσφορά, χάρη στην τεχνολογική πρόοδο [και τη συνακόλουθη
υπέρβαση της σπάνης των αγαθών μοιάζει να] αμβλύνει ορισμένες μιμητικές
αντιπαλότητες, με αποτέλεσμα να καθιστά φαινομενικά αποδεκτή την άποψη
σύμφωνα με την οποία κάθε ηθικός νόμος είναι καθαρά ένα όργανο
καταπίεσης και καταδίωξης».
Συμπέρασμα
Η Βίβλος, κατά τον Ζιράρ δεν μας παρέχει μια πολιτική συνταγή για να
ξεφύγουμε μια για πάντα από τη βία μετατρέποντας έτσι τον κόσμο σε
πραγματοποιημένη ουτοπία. Η Βίβλος αποκαλύπτει συγκεκριμένες αλήθειες
σχετικά με τη βία τις οποίες οι άνθρωποι οφείλουν να θέσουν σε εφαρμογή.
Γεγονότα κεκρυμμένα από καταβολής κόσμου, όπως μας θυμίζει ο Ζιράρ. Η
αποκάλυψη της αλήθειας και η πρόσληψή της από τους ανθρώπους είναι όμως
δυο διαφορετικά πράγματα, Έτσι δεν είναι καθόλου απίθανο η επίκληση της
Βίβλου να γίνεται, και όντως έγινε και συνεχίζει να γίνεται, από
ανθρώπους που πιστεύουν πως η βία είναι κοινωνικά απαραίτητη, πως
αποτελεί ιδίωμα του ίδιου του Θεού της Βίβλου ως θεού τιμωρού. Ο
ντοστογιεφσκικός Μεγάλος Ιεροεξεταστής μάς έδειξε πως η θρησκευτική
αλήθεια και η κοινωνική χρησιμότητα δεν βαδίζουν κατ’ ανάγκην χέρι με
χέρι. Η ανάγκη για εξεύρεση θυμάτων που θα οδηγηθούν στην πυρά προς
ικανοποίηση του όχλου, χάριν δηλαδή μιας προσωρινής καταλλαγής της
κοινότητας, δεν εξαλείφεται αυτομάτως επειδή το ημερολόγιο μας θυμίζει
πως ζούμε στη μετά Χριστόν εποχή. Η Καινή Διαθήκη μας λέει πως η αλήθεια
δεν είναι ανθρώπινη υπόθεση. Η αλήθεια εισέρχεται εντός του πολιτισμού
άνωθεν και πρέπει να εισαχθεί κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα του πολιτισμού.
Θα κλείσω λέγοντας πως θεωρώ πως είναι απόλυτα αρμόζον και συνιστά
ευτυχή συγκυρία να σας απευθύνω τον λόγο, εγώ ένας χριστιανός ιερέας,
εντός ενός χριστιανικού ναού. Οι ιερείς όπως μας θύμισε τόσο εμφατικά ο
Ζιράρ, αλλά και ο Μπούρκερτ, ήταν αυτοί που τελούσαν τις θυσίες, οι
σφαγιαστές των ζώων, στην, πάντοτε ατελέσφορη, προσπάθεια να μην
χρειαστεί να θυσιαστούν άνθρωποι, μια που η ανάγκη για ποικίλων μορφών
ανθρωποθυσίες συνεχώς ερχόταν στο προσκήνιο. Εντός όμως του χριστιανικού
ναού τελείται μια θυσία που είναι αναίμακτος, μια θυσία της οποίας ο
προσφέρων και προσφερόμενος μας κοιτά πάνω από το σταυρό και μας δίνει
την αιωνίως, απολύτως και αδιακρίτως ισχύουσα εντολή: ου φονεύσεις.
Συμπλήρωμα