ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Μήνυμα του Δημήτρη Νατσιού, προέδρου του Δημοκρατικού Πατριωτικού Κινήματος ''ΝΙΚΗ'' για την Πρωτοχρονιά

 

«...Οι πελαργοί, όταν οι γέροι γονιοί τους γυμνωθούν τελείως από το πέσιμο των φτερών που γίνεται στα γεράματα, τους περικυκλώνουν και τους ζεσταίνουν με τα φτερά τους, τους ετοιμάζουν άφθονη τροφή και τους βοηθούν, όσο είναι δυνατόν, στην πτήση, σηκώνοντάς τους απαλά με το φτερό και από τις δύο μεριές. Και αυτό είναι τόσο πολύ γνωστό, ώστε μερικοί και την ανταπόδοση των ευεργεσιών να την ονομάζουν αντιπελάργωσιν» (ΕΠΕ 4, 318).

Του Μεγάλου Βασιλείου αυτό το ηλιοστάλαχτο κείμενο. Όταν γεράσουν οι πελαργοί, τα παιδιά τους τούς παίρνουν στα φτερά τους και τους σηκώνουν ψηλά... Αντίδωρο ευγνωμοσύνης για τους κόπους των γονέων τους. Σπουδαίο μάθημα, μεγαλοπρεπής εικόνα. «Εις αντιπελάργωσιν», το ονομάζει ο άγιος. Έτσι πρέπει να γίνει και με την πατρίδα μας, που έπεσε, αλλά δεν ξέπεσε. Προδομένη, συκοφαντημένη, φτωχή και γερασμένη. Περιμένει, καρτερά τα παιδιά της, όσα ακόμη την σέβονται και την αγαπούν, να την πάρουν στα σφριγηλά φτερά τους εις ανταπόδοση των ευεργεσιών της. Είναι η μάνα μας η πατρίδα, είναι βράχος, και

 «όταν γερά η μάνα 

και άλλο κε μπορεί

ατότε θέλ' βοήθειαν,

ατότε θέλ' ζωήν», όπως όμορφα τραγουδά ο Ποντιακός Ελληνισμός, από τους ευλογημένους τόπους που έζησε και ο Μέγας Βασίλειος.

Γιορτάζουμε την Πρωτοχρονιά τον Μέγα Βασίλειο, που τόσο αγαπούσε και σεβόταν ο λαός μας, όταν ακόμη βαστούσε το ρωμαίικο ήθος. Λένε κάποιοι δοκησίσοφοι της σήμερον ότι η Εκκλησία, οι ιερείς, οι ιεράρχες της δεν πρέπει να παίρνουν θέση για θέματα της πολιτείας, αλλά να κοιτούν τα του οίκου τους. Για την Εκκλησία όμως «τύπος και υπογραμμός» είναι οι άγιοι, οι οποίοι δεν δίσταζαν να συγκρουστούν και με τον Καίσαρα, όταν αυτός νομοθετούσε κατά του ποιμνίου της. «Την βασιλέως φιλίαν μέγα μεν ηγούμαι μετ' ευσεβείας, άνευ δε ταύτης, ολεθρίαν αποκαλώ», θα πει ο άγιος Βασίλειος στον αιρετικό αυτοκράτορα Ουάλη, όταν τον απειλεί. Έχουμε σήμερα ευσεβείς άρχοντες;

Υποταχτήκαμε στις άπληστες συμμορίες και «αγορές» και γονατίζουμε από τα καταστρεπτικά δάνεια

«Να μη δεχτείς ποτέ δανειστή, που σε πολιορκεί. Να μην ανεχθείς ποτέ να σε αναζητούν, για να βρουν τα ίχνη σου και να σε συλλάβουν σαν άλλο θήραμα (οι τοκογλύφοι). Το δάνειο είναι η αρχή του ψεύδους∙ είναι αφορμή αχαριστίας, αγνωμοσύνης και επιορκίας. Άλλα λέει εκείνος που δανείζεται και άλλα εκείνος που δανείζει... Είσαι φτωχός τώρα, αλλά ελεύθερος. Όταν δανειστείς, όχι μόνο δεν θα πλουτίσεις, αλλά θα χάσεις και την ελευθερία σου... Η φτώχεια δεν φέρνει καμμιά ντροπή. Γιατί λοιπόν να προσθέτουμε στον εαυτό μας τη ντροπή του δανείου; Κανείς δεν θεραπεύει τα τραύματά του με άλλο τραύμα, ούτε θεραπεύει το ένα κακό με άλλο κακό, ούτε επανορθώνει τη φτώχεια με τόκους. Είσαι πλούσιος; Μη δανείζεσαι. Είσαι φτωχός; Μη δανείζεσαι» (Μεγ. Βασιλείου, «ΙΔ΄ Ψαλμ. και περί τοκιζόντων, 2 ΕΠΕ 5, 78-80). 

Αν μορφώνονταν οι γενιές των Ελλήνων με τέτοια κείμενα, αλλιώς θα ήταν τα πράγματα. 

Αλλά τι να πεις για ένα κράτος, ελληνώνυμο, που έχει στην ουσία καταργήσει την γιορτή των Τριών Ιεραρχών, δηλώνοντας ότι δεν θέλει να έχει καμμιά σχέση με την παιδεία των Πατέρων, τα γράμματα που διαβάζουνε οι αγράμματοι κι αγιάζουνε. Βλέπουμε με οδύνη γύρω μας τα σημάδια-τα σημεία και τέρατα της αποσύνθεσης. Κυρίως με την πνευματική γενοκτονία που συντελείται στο πάλαι ποτέ ελληνικό σχολείο. Ξεβαπτίζονται και ξεμυρίζονται τα παιδιά μας, γι' αυτό αγρίεψαν και θα χαθούμε. Καιρός είναι να επιστρέψουμε στα γράμματα του Μεγάλου Βασιλείου. Στην πειθαρχία και την υπακοή. Όχι σε ένα άχαρο και σκυθρωπό σχολείο, αλλά στο σχολείο της ελευθερίας και της μάθησης.

Καινοτομία μεγαλειώδης, κι ας παρεξηγηθώ από τους αθεράπευτα προοδομανείς, θα ήταν η επαναφορά του πολυτονικού συστήματος γραφής, η ιστορική ορθογραφία, η αρτιμελής. Είναι μια θαυμάσια άσκηση πειθαρχίας. Πολλοί μαθητές σήμερα γράφουν χωρίς καν να κοιτούν το γραπτό. Δεν ενδιαφέρονται για τα λάθη, πλήρης απειθαρχία. Γράφουν, για παράδειγμα, την λέξη «αγαπώ», πολλές φορές άτονη. Στην ιστορική της γραφή όφειλε ο μαθητής να γνωρίζει δύο κανόνες. Ότι παίρνει ψιλή λόγω του αρχικού φωνήεντος και περισπωμένη ως συνηρημένο ρήμα. Πειθαρχούσε σε κανόνες, δεν «αλήτευε» ο νους του. Επαναφορά της ορθογραφίας, της «έκθεσης ιδεών». Σήμερα τα παιδιά δεν σκέπτονται με λέξεις, αλλά με εικόνες και κινούμενα σχέδια. 

Στο δημοτικό να καταργηθούν οι νέες τεχνολογίες, μάθημα μόνο μέσω κειμένων. Όχι τις «συνταγές μαγειρικής» των νυν περιοδικών ποικίλης ύλης, τάχα και βιβλία Γλώσσας, αλλά με τα αρώματα και τα μύρα που μας κληροδότησαν οι σπουδαίοι μάστορες του ελληνικού λόγου. Επιμορφωτικά σεμινάρια στους δασκάλους, όχι για το πώς θα «διδάξουν» την σεξουαλική αγωγή -φροντιστήρια για την εξάλειψη της παιδικής αθωότητας ουσιαστικά- αλλά πώς θα ανακτήσουν το κύρος τους έναντι των μαθητών, πώς θα εμπνεύσουν και πάλι, πώς η αίθουσα θα ξαναγίνει χώρος διδασκαλίας της Παράδοσης. «Πάω για παράδοση», έλεγε ο καθηγητής και εννοούσε ότι έμπαινε στην τάξη να διδάξει, γιατί ακριβώς παρέδιδε, την κληρονομιά των προγόνων. «Ἀρχέτυπον βίου, νόμος ἔμψυχος καί κανών ἀρετῆς», πρέπει να είναι κατά τον Μέγα Βασίλειο ο δάσκαλος.

Τα σκουπίδια που μαζεύτηκαν είναι πολλά και το χαλί μικρό, δεν τα κρύβει. Ανίκανοι και ανίδεοι οι κυβερνώντες να αντιληφθούν το πρόβλημα, μοιράζουν επιδόματα, ασπιρίνες σε βαθιά άρρωστο οργανισμό. Κοντόφθαλοι, χωρίς όραμα, σκέπτονται μόνο τις επόμενες εκλογές, την διατήρηση των προκλητικών προνομίων. Γι' αυτούς το νέο έτος που ξημερώνει είναι απλά έτος εκλογών και... επανεκλογών. Κι αυτό είναι το πιο απογοητευτικό.

Είναι καιρός πια η πατρίδα από πλοίο ψευτοευημερίας, να ξαναγίνει κιβωτός σωτηρίας και ελπίδας. Φτάνει πια με τους πολύξερους, με την «επηρμένη οφρύν», τους αταπείνωτους κοσμοπολίτες της μιας πεντάρας.

Καλή κι ευλογημένη χρονιά. Με την ΝΙΚΗ...

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022

Πώς καταστρέφεται η ελληνική νεολαία - Μαθητές ή αγέλες λύκων;


Πώς καταστρέφεται η ελληνική νεολαία 


ΑΚΤΙΝΕΣ

Η φρικιαστική υπόθεση του ομαδικού βιασμού του 15χρονου στο Ιλιον από συνομηλίκους του αποτελεί έναν δείκτη που φανερώνει το επίπεδο της νοσηρότητας της ελληνικής κοινωνίας και την επαπειλούμενη καταστροφή της νεολαίας μας. Οι δράστες αφενός θεωρούσαν ότι «όλοι τα κάνουν αυτά» και αφετέρου ένιωθαν τόσο άνετα με τη νοσηρή νοοτροπία και τις πρακτικές τους ώστε αναρτούσαν στο ίντερνετ φωτογραφίες κρατώντας περίστροφα και τσιγαριλίκια με χασίς.

Τι φανερώνουν όλα τούτα τα μέχρι πρότινος αδιανόητα; Ότι τα παιδιά μεγαλώνουν χωρίς επίβλεψη, έχοντας ως βασικούς «παιδαγωγούς» την τηλεόραση, διάφορες ιστοσελίδες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αντιμετωπίζουν σαν ινδάλματα ανεκδιήγητες, διαταραγμένες προσωπικότητες που εκφράζουν μουσικές υποκουλτούρες, όπως η αποκαλούμενη «τραπ» – ένα είδος που εγκωμιάζει κάθε τύπου εγκληματική συμπεριφορά, το εμπόριο και τη χρήση ναρκωτικών, τις πάσης φύσεως καταχρήσεις, την εκπόρνευση και την άσκηση βίας σε βάρος των γυναικών κ.ά.

Κάθε χώρα εχθρική προς την Ελλάδα θα θεωρούσε ιδανική εξέλιξη την παρακμή μας. Εφόσον τα πρόσωπα αλλά και το ίδιο το κράτος έχουν επιτρέψει να συμβαίνουν όλα αυτά σε βάρος των νέων μας, οι εχθροί της Ελλάδας δεν χρειάζεται να κάνουν πολλά μέχρι να επιτευχθεί η ολοκληρωτική καταστροφή μας.

Φυσικά, η εστία της συλλογικής νόσου είναι το κάκιστο παράδειγμα που δίνει στην κοινωνία η άρχουσα τάξη της χώρας, σε συνδυασμό με το προβληματικό εκπαιδευτικό σύστημα και την επίθεση που δέχονται από την κυρίαρχη ιδεολογία ο θεσμός της οικογένειας και το σύνολο των παραδοσιακών αξιών.

Όμως, επειδή δεν υπάρχει χρόνος για να αλλάξουν όλα τα παραπάνω, καλό είναι να ξεκινήσει η προσπάθεια ανάκαμψης από την άτεγκτη εφαρμογή του νόμου σε όλους όσοι σαπίζουν την κοινωνία και αδικοπραγούν σε βάρος των συνανθρώπων τους.

Όσοι δεν νιώθουν σεβασμό και αγάπη για τον πλησίον τους πρέπει να αποθαρρυνθούν να αυθαιρετήσουν. Κι ο καλύτερος τρόπος για να αποθαρρυνθούν είναι ο φόβος του κολασμού.

Ο νόμος είναι το καλύτερο φάρμακο για τη σήψη που προκαλεί η ανομία και το ιδανικό φρένο για μια κοινωνία που κατρακυλά στην άβυσσο.

Δημοκρατία,28|12|2022

Μαθητές ή αγέλες λύκων; 

ΑΚΤΙΝΕΣ

Δημήτρης Νατσιός, δάσκαλος-Κιλκίς

Ιδρυτικός Πρόεδρος της ΝΙΚΗΣ

 

Πριν από ένα μήνα ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης ήταν καλεσμένος σε μεσημεριανή εκπομπή. Ερωτήθη για τις μουσικές του επιλογές. Διαβάζω: «Φωτογραφίζοντας την τραπ μουσική, αν και δεν την κατονόμασε, σχολίασε πως ενοχλείται από την γλώσσα που χρησιμοποιείται στο συγκεκριμένο είδος μουσικής, ενώ τόνισε πως πρέπει να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά από μικρά για το τι σημαίνει σεβασμός». Έψαξα να βρω μια δήλωση της κ. Κεραμέως, για να μας αραδιάσει και αυτή τα «πρέπει» της, αλλά δεν εντόπισα.

Κατ’ αρχάς όσες και όσοι διαβάζουν τα παρακάτω, ας έχουν συνεχώς κατά νου το εξής: Δεν διδάσκουν τα «πρέπει». Ούτε ανατρέφεις τα παιδιά σου ούτε κυβερνάς τον λαό σου με τα «πρέπει». Το «πρέπει» είναι απρόσωπο ρήμα. Να πιάσω το «πρέπει» από το «γιώτα» και να το γδάρω ως το «πι», έλεγε χαρακτηριστικά ο Ελύτης. Διδάσκει, ανατρέφει, κυβερνά σωστά και υπεύθυνα το «πρέπον», η μετοχή, η συμμετοχή, δηλαδή, το παράδειγμα. Όταν ο γονέας ξημεροβραδιάζεται στο κινητό ή στο διαδίκτυο με ποιο κύρος θα συμβουλεύσει τα παιδιά του να απέχουν από αυτά; 

«Μη λοξά περιπατείν καρκίνω μήτηρ έλεγε… Ο δε είπεν. Μήτερ, συ, η διδάσκουσα, ορθά βάδιζε και βλέπων σε ζηλώσω». Μην περπατάς στραβά έλεγε η καβουρίνα στο παιδί της… Και της απάντησε: «Μητέρα, περπάτα εσύ ίσια και βλέποντάς σε θα μάθω», γράφει στον εξόχως διδακτικό του μύθο ο Αίσωπος. Με τι μούτρα οι πολιτικοί ζητούν από τον λαό θυσίες, βυθίζοντάς τον στην οικονομική φρίκη, όταν οι ίδιοι αμείβονται με ανήκουστες απολαβές, απολαμβάνουν προκλητικά προνόμια και, πολλάκις, σαν τα άπληστα αρπακτικά κατρακυλούν στην ανομία, εξευτελίζοντας την πατρίδα. (Να αφαιρείται η ελληνική ιθαγένεια σε όσους την κηλιδώνουν και είναι ανάξιοι να φέρουν το όνομα Έλληνας και Ελληνίδα).

Χριστούγεννα ξημερώνουν, «οι ουρανοί αγάλλονται χαίρει η φύσις όλη», όμως -είμαστε γονείς, είμαστε δάσκαλοι- ακούς την είδηση και θλίβεσαι, οργίζεσαι, χάνεις τα λόγια σου.

Διαβάζω: Οκτώ μαθητές της Α' Λυκείου βίαζαν κατ' εξακολούθηση συμμαθητή τους σε εγκαταλειμμένο σπίτι κοντά στο σχολείο, διακινούσαν το υλικό στο σχολείο, τον χτυπούσαν και τον απειλούσαν για να μην μιλήσει. Είπαν στον εισαγγελέα πως «το κάναμε για πλάκα, τα βλέπαμε στις ταινίες και κάναμε τα ίδια». Επίσης όλοι στην παρέα των ανηλίκων άκουγαν τραπ μουσική. Σύμφωνα με όσα μετέδωσε το Mega, έγραφαν στίχους βασισμένους στο βιασμό και λέγεται ότι αυτή την κτηνώδη πράξη τους ήθελαν να την κάνουν τραγούδι και βίντεο.  Το πλέον εξοργιστικό είναι ότι, σύμφωνα με πληροφορίες, οι δράστες σκόπευαν να γράψουν ένα τραγούδι σε ρυθμό τραπ με τον βιασμό του 15χρονου συμμαθητή τους. Μάλιστα, σκόπευαν να γυρίσουν και βίντεο κλιπ, ενώ είχαν ήδη ξεκινήσει να γράφουν στίχους.

Τις προάλλες περνούσα έξω από σχολείο, δευτεροβάθμιας. Σχεδόν νύχτα. Κάποιοι μαθητές άκουγαν τραπ μουσική, στην διαπασών. Στάθηκα και άκουγα τους στίχους. Κανονικά θα έπρεπε να τους παραθέσω, αλλά ντρέπομαι λόγω των ημερών και σέβομαι τους αναγνώστες. Μια συνεχής παρότρυνση από αυτά τα νεόπλουτα καθάρματα, για κάθε είδους κτηνωδίες και ανομίες. Ναρκωτικά που ωθούν σε ειδεχθή σεξουαλικά εγκλήματα, εκπόρνευση κοριτσιών, φόνοι, βιασμοί, ακριβά αυτοκίνητα με ασύλληπτες, κυριολεκτικά, ταχύτητες, βλασφημίες, χυδαιολογίες. Κανονικά φροντιστήρια για μια ζωή που οδηγεί στο έγκλημα, για εύκολο πλουτισμό, στην φυλακή και στον θάνατο. Γι’ αυτό βλέπουμε στους δρόμους όχι συντροφιές νέων παιδιών, αλλά αγέλες λύκων, έτοιμες να κατασπαράξουν αδύναμα θηράματα.

Οι τράπερ, τα διεφθαρμένα, αμόρφωτα και ανισόρροπα αυτά υποκείμενα έχουν αντικαταστήσει γονείς και δασκάλους. Το γράφω και το φωνάζω. Σ’ αυτούς οφείλεται η πνευματική εξαθλίωση των παιδιών, είναι οι ηθικοί αυτουργοί των ανείπωτων εγκλημάτων. Το ομολόγησαν οι 8 βιαστές, εγκληματίες μαθητές. «Σκόπευαν να γράψουν ένα τραγούδι σε ρυθμό τραπ με τον βιασμό του 15χρονου συμμαθητή τους».

Ερωτώ: Γιατί δεν επεμβαίνουν οι εισαγγελείς για να ανοίξει το απόστημα, το καρκίνωμα που σαπίζει τα παιδιά;

Γιατί το κράτος-σκαντζόχοιρος (όπου και να το ακουμπήσεις πονάς και πληγώνεσαι), αδρανεί; Είναι δήλωση αυτή του πρωθυπουργού της χώρας, πατέρας ο ίδιος, «πως ενοχλείται από την γλώσσα που χρησιμοποιείται στο συγκεκριμένο είδος μουσικής»; Τι θα πει ενόχληση ή «πρέπει να διδάξουμε τον σεβασμό στα παιδιά»; Πώς θα τον διδάξουμε τον σεβασμό; Με ευχολόγια και κούφια καρύδια; Γιατί δεν καταδίκασε απροκάλυπτα την δυσωδία που λέγεται «μουσική» τράπερ, δίνοντας εντολή να ξηλωθεί η αχαλίνωτη και πρόστυχη κακοήθεια; Νομίζει η υπουργός Παιδείας ότι θα αντιμετωπιστεί το καταστρεπτικό για το μέλλον της πατρίδας πρόβλημα, με τις λεγόμενες «Δεξιότητες», την σεξουαλική διαπαιδαγώγηση από το νηπιαγωγείο; 

Μήπως αυτός ο βομβαρδισμός με την πανσεξουαλικότητα και τις ποικιλώνυμες αποκλίσεις ή «διαφορετικότες» κατά την συμπεριληπτική τους γλώσσα, εξ απαλών ονύχων, επιδεινώνει αντί να περιορίζει την τραγωδία; Παιδεία θέλουμε της ελευθερίας, "δεξιότητες" για την ποινικοποιημένη πια αρετή της αγνότητας -ούτε σαν λέξη δεν την συναντάς στα σχολικά βιβλία- την ανθρωποποιό αγωγή, τις αξίες της Ρωμιοσύνης. (Η λέξη αξία παράγεται από το «άξω», μέλλοντα του ρήματος «άγω», που σημαίνει οδηγώ. Άρα η αγωγή οφείλει να οδηγεί στις καθ’ ημάς αγέραστες αξίες).

Ερωτώ τους γονείς που μας έρχονται πολλές φορές στα σχολεία κουνώντας μας το δάχτυλο, απειλώντας μας τους δασκάλους, γιατί δυσαρεστήσαμε το βλαστάρι τους, γιατί δεν βαθμολογήσαμε με άριστα τις… μεγαλοφυίες τους, τι κάνουν;  Είχα σημειώσει σε παλαιότερο άρθρο μου: «Το ζήτημα δεν είναι σε τι κόσμο θ’ αφήσουμε τα παιδιά μας, αλλά τι παιδιά θα αφήσουμε σ’ αυτόν τον κόσμο».

 

Η οικογένεια, έγραφα και κλείνω, είναι η έσχατη γραμμή άμυνας για την επιβίωση του Ελληνισμού. Η σύγχρονη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Όπως θα έλεγε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός «Ανίσως ήτο δυνατόν να ανεβούμε εις τον ουρανόν και να φωνάξουμε μίαν φωνήν μεγάλην», γονείς ξυπνήστε, μαγαρίζουν τα παιδιά σας. Όποια οικογένεια ορθώνει τείχη αδιαπέραστα και προφυλάσσει τα παιδιά της από την «λέπρα» που τρώει τα σωθικά της κοινωνίας, θα καμαρώνει μεθαύριο για τους καλούς της καρπούς.  

«Ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι». Καλά κι ευλογημένα Χριστούγεννα. Ο γεννηθείς Σωτήρ του κόσμου να μας φωτίζει και να μας σκέπει…

"Ν": Παρακαλώ, διαβάστε και: 

«Παλιά τις άκουγες μόνο από νταβατζήδες. Τώρα, τις ακούς και στα διαλείμματα του σχολείου».

Ἡ κοινωνική προεργασία τῆς παιδεραστίας

Δημήτρης Νατσιός, Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΜΑΣ.ΤΙ ΕΙΧΑΜΕ, ΤΙ ΧΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΤΙ ΜΑΣ ΠΡΕΠΕΙ

Ιστορική διερεύνηση της ύπαρξης των αγίων δισμυρίων μαρτύρων της Νικομήδειας (28 Δεκεμβρίου)


Απόσπασμα της μελέτης Αρχαίοι διωγμοί και Μάρτυρες. Ιστορικά στοιχεία για τους διωγμούς κατά των χριστιανών και τους Μάρτυρες της Εκκλησίας, από το τελευταίο τμήμα του κεφαλαίου Γενικές παρατηρήσεις: Λείψανα & άφθορα σκηνώματα αγίων (εικ. από εδώ).

... Τέλος, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι μια ομάδα αγίων, που εύλογα προβληματίζει, είναι οι περιπτώσεις, στις οποίες τα συναξάρια αναφέρουν χιλιάδες ή και δεκάδες χιλιάδες μαρτύρων, όπως των αγίων «δεκατεσσάρων χιλιάδων νηπίων» της Βηθλεέμ (29 Δεκεμβρίου) ή των «αγίων δισμυρίων μαρτύρων», που κάηκαν από το ρωμαϊκό στρατό και τον ειδωλολατρικό όχλο στον χριστιανικό ναό της Νικομήδειας την ημέρα των Χριστουγέννων κατά το διωγμό του Διοκλητιανού (εορτάζουν 28 Δεκεμβρίου).

 

Για τα άγια νήπια και τον αριθμό τους βλ. το άρθρο Η σφαγή των νηπίων. Για τη Νικομήδεια, ο Ευσέβιος αναφέρει ότι, μετά τον αποκεφαλισμό του αγίου Ανθίμου Νικομηδίας, «τούτω δε πλήθος άθρουν μαρτύρων προστίθεται», ιδιαίτερα εξαιτίας πυρκαγιάς που εκδηλώθηκε «εν τοις βασιλείοις» (στα ανάκτορα) και αποδόθηκε συκοφαντικά στους χριστιανούς, οπότε υπήρξαν εκατόμβες μαρτύρων κάθε ηλικίας, είτε με ξίφος, είτε με φωτιά, είτε με διάφορους άλλους τρόπους: «παγγενεί σωρηδόν βασιλικώ νεύματι των τήδε θεοσεβών οί μεν ξίφει κατεσφάττοντο, οί δε διά πυρός ετελειούντο, ότε λόγος έχει προθυμία θεία τινί και αρρήτω άνδρας άμα γυναιξίν επί την πυράν καθαλέσθαι…». Σε αυτά τα λίγα λόγια ίσως περιλαμβάνεται και η πυρπόληση του ναού.

 

Σε άρθρο της κυρίας Αφροδίτης Καμάρα στην Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού για την αρχαία ιστορία της Νικομήδειας (εδώ) διαβάζουμε: «Το 303, μόλις ξέσπασαν οι διωγμοί κατά των χριστιανών, που έμελλαν να είναι οι σκληρότεροι και πιο μακροχρόνιοι της αυτοκρατορίας, το παλάτι πυρπολήθηκε και ο εμπρησμός αποδόθηκε στους χριστιανούς. Σε αντίποινα κατεδαφίστηκε ο καθεδρικός ναός. Τα γεγονότα αυτά τα εξιστορεί λεπτομερώς ο ρήτορας Λακτάντιος, τον οποίο ο Διοκλητιανός είχε καλέσει για να διδάξει λατινικά στην αυτοκρατορική αυλή. Ωστόσο, η εικόνα που μας παρουσιάζει είναι μονομερής και διαστρεβλωμένη ενδεχομένως, καθώς ο Λακτάντιος, χριστιανός ο ίδιος, καταδίκαζε τους διωγμούς, συμπάσχοντας με τους διωκόμενους χριστιανούς».

 

Παρότι εδώ βλέπουμε τη γνωστή καχυποψία, που παρατηρείται απέναντι στους χριστιανούς, καταγράφεται η αρχαιότερη ίσως γραπτή μαρτυρία για την καταστροφή του καθεδρικού ναού. Αν και χαρακτηρίζεται κατεδάφιση, αυτό δεν αποκλείει την πυρπόληση και την ύπαρξη θυμάτων.

 

Πάντως στο εορτολόγιο μνημονεύονται ονομαστικά την ίδια μέρα οι άγιοι μάρτυρες «Ίνδης, Γοργόνιος, Πέτρος, Ζήνων, Δωρόθεος ο πρεπόσιτος, Μαρδόνιος, Γλυκέριος ο πρεσβύτερος, Θεόφιλος ο διάκονος και Μυγδόνιος» ως προερχόμενοι «από της Συγκλήτου», συλληφθέντες «έξω του ναού» και θανατωθέντες ποικιλοτρόπως. Μάρτυρες Γοργόνιο και Δωρόθεο και τους «αμφί τον Δωρόθεον βασιλικούς παίδας» [υπηρέτες], μεταξύ των οποίον και Πέτρο, κατονομάζει και ο Ευσέβιος ως υπομείναντας «τους υπέρ ευσεβείας ονειδισμούς τε και πόνους και τους κεκαινουργημένους επ᾿ αυτοίς πολυτρόπους θανάτους» μαζί με άλλους από την υπηρεσία του βασιλέως («ετέροις άμα πλείοσιν της βασιλικής οικετίας μετά τους πολυτρόπους αγώνας βρόχω την ζωήν μεταλλάξαντες, της ενθέου νίκης απηνέγκαντο βραβεία», Βιβλίον Η΄).

 

Πέραν τούτου, δεν μπορώ να πω κάτι περισσότερο. Αυτό όμως που μπορώ να πω είναι ότι ο προσδιορισμός «μύριοι» και «δισμύριοι» (αλλά και τα συνώνυμα αριθμητικά «δέκα» ή «είκοσι χιλιάδες») είναι βέβαιον ότι δεν πρέπει να εκλαμβάνεται κυριολεκτικά ως δέκα ή είκοσι χιλιάδες αριθμημένοι άνθρωποι, αλλά ως όροι που, με το σχήμα της υπερβολής, εννοούν «πάρα πολλοί» άνθρωποι, πράγμα που γνώριζαν οι πρόγονοί μας της βυζαντινής εποχής και δεν το παρερμήνευαν, όπως ενίοτε εμείς. Πρόκειται δηλαδή για εκφράσεις ανάλογες με κάποιες σημερινές, όπως «το είπα ένα εκατομμύριο φορές», «έκανα χίλια πράγματα», «εδώ βρίσκονται εκατό άνθρωποι» κ.τ.τ.

 

Τεκμήρια αυτού του ισχυρισμού νομίζω ότι μπορούμε να βρούμε σε πολλά αρχαία κείμενα, αλλά θα αρκεστώ σε τρία: στο ρητό «ενός κακού μύρια έπονται» (Σοφοκλής, όπως βλέπω), στο παύλειο «θέλω πέντε λόγους εν τω νοΐ μου λαλήσαι ή μυρίους λόγους εν γλώσση» (Α΄ Κορινθ. 14, 19) και στο, του ιερού Χρυσοστόμου, «όπου γαρ χρήματα, εκεί έχθρας υπόθεσις και μυρίων πολέμων»

 

Αλλά και στην ίδια την Εκκλ. Ιστορία του Ευσεβίου, στο 8ο βιβλίο, όπου ιστορείται ο διωγμός επί Διοκλητιανού, διαβάζουμε «Μυρίους μεν γαρ ιστορήσαι αν τις θαυμαστήν υπέρ ευσεβείας του θεού των όλων ενδεδειγμένους προθυμίαν», «μυρίου πλήθους εν παντί τόπω καθειργνυμένου» και, για τους μάρτυρες της αιγυπτιακής Θηβαΐδος, «Θαυμάσειε δ᾿ αν τις αυτών και τους επί της οικείας γης μαρτυρήσαντας, ένθα μυρίοι τον αριθμόν, άνδρες άμα γυναιξιν και παισίν…» κ.λ.π. Σε καμία από αυτές τις αναφορές η λέξη μύριοι δεν εννοεί με ακρίβεια δέκα χιλιάδες.

 

Το ίδιο ισχύει και για τις γιορτές «των αγίων μυρίων Θηβαίων ασκητών» (7 Αυγούστου), των αγίων «είκοσι χιλιάδων μαρτύρων» της Αχρίδος, που πίστεψαν στο Χριστό διά του αγίου Έρασμου (2 Ιουνίου), αλλά και για τη «Σύναξη των μυρίων αγίων αγγέλων», στις 10 Ιανουαρίου, κ.ά.

 

Απολυτίκιο. Ήχος γ'. Θείας πίστεως. Θείον στράτευμα, πόλις αγία, περιούσιος λαός Κυρίου, ανεδείχθητε δισμύριοι Μάρτυρες, τη γαρ αγάπη αυτού δροσιζόμενοι, δια πυρός τον αγώνα ηνύσατε. Αλλ' αιτήσασθε, ελέους σοφοί τον πρύτανιν, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

 

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

Ο Χριστός είναι πυρ

Ιερόθεος, Μητροπολίτης Ναυπάκτου & Αγίου Βλασίου

ΟΟΔΕ

Η γέννηση τού Υιού και Λόγου τού Θεού ως ανθρώπου, δηλαδή η ενανθρώπησή Του, δεν είναι απλώς ένα γεγονός που προξένησε μεγάλη χαρά σε όλους, αλλά είναι ένα γεγονός που δημιούργησε μια νέα κατάσταση στον κόσμο, όχι με τα όπλα και την βία, αλλά με την Θεότητά Του. Έτσι, η ανθρωπότητα χωρίσθηκε σε προ Χριστού και μετά Χριστόν, όχι μόνον χρονικά, αλλά και πνευματικά.

Ο Ίδιος ο Χριστός προς το τέλος τής επίγειας δράσεώς Του, λίγο πριν τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάστασή Του, προσδιόρισε το έργο Του και την αποστολή Του. Είπε στους ακροατές Του: «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην, και τι θέλω ει ήδη ανήφθη;» (Λουκ. ιβ΄, 49). Δηλαδή, εγώ, λέγει ο Χριστός, ήλθα να βάλω φωτιά στην γη, και τι άλλο περισσότερο θέλω, αφού αυτή η φωτιά έχει ανάψει;

Ο λόγος αυτός προσδιορίζεται και από εκείνο που γράφει ο Απόστολος Παύλος: «Και γαρ ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. ιβ΄, 29), δηλαδή ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει.

Οι Πατέρες τής Εκκλησίας, που ερμηνεύουν αυτό το καταπληκτικό χωρίο, δίνουν πολλές ερμηνευτικές εξηγήσεις, που είναι όλες σημαντικές. Επιλέγω για την παρούσα περίπτωση ένα χωρίο τού ιερού Χρυσοστόμου, που λέγει στους ακροατές του ότι αυτό το πυρ που έφερε ο Χριστός στην γη «διανέστησε ψυχάς και εθέρμανε», και το ίδιο το πυρ είναι «καταβεβλημένον και καιόμενον εν ταις υμετέραις ψυχαίς». Αυτό πραγματοποιήθηκε πρώτα στους Μαθητές Του, οι οποίοι θερμάνθηκαν από τον Χριστό και Τον ακολούθησαν, και αργότερα έλαβαν και το πυρ τού Αγίου Πνεύματος, κατά την ημέρα τής Πεντηκοστής, και άναψαν ως λαμπάδες φωτίζοντας όλο τον κόσμο. Αυτό το πυρ θερμαίνει και φωτίζει τις καρδιές όλων όσοι Τον αγάπησαν δια μέσου τών αιώνων, Τον ακολουθούν και θυσιάζονται γι’ Αυτόν.

Ο Μέγας Αθανάσιος, ερμηνεύοντας τον λόγο αυτόν τού Χριστού γράφει ότι ενώ ήμασταν απεψυγμένοι από την αμαρτία, ο Σωτήρ αναζωπύρησε την ψυχή μας σε προθυμία παντός αγαθού, με την μέθεξη τού Αγίου Πνεύματος που είναι νοητό πυρ και έτσι όσοι αξιωθήκαμε τής θείας Χάριτος γίναμε ζωντανοί ως προς το πνεύμα.

Επεκτείνοντας αυτόν τον λόγο μπορούμε να πούμε ότι ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του δεν ήλθε απλώς να φέρη κάποια άλλη θρησκεία που να λειτουργή παράλληλα με τις υπάρχουσες τότε θρησκείες, ή τις θρησκείες που θα εμφανίζονταν στην συνέχεια, αλλά ήλθε να ανατρέψη τα πάντα, όχι μόνον να φωτίση τους ανθρώπους, αλλά και να κατακαύση το παλαιό, το σάπιο, το μολυσμένο.

Ξέρουμε ότι το πυρ έχει δύο ιδιότητες, η πρώτη είναι η φωτιστική, η δεύτερη είναι η καυστική ιδιότητα. Δηλαδή, φωτίζει αυτό που επιδέχεται φωτισμό και καίει αυτό που δεν αντέχει στο φως, δηλαδή το χορτάρι, την καλάμη, το παλαιό, το σάπιο. Έτσι, ο Χριστός ήλθε να καύση την γη από τα είδωλα, τις φιλοσοφίες, τα άδικα κοινωνικά συστήματα και να φωτίση τον κόσμο, να προσφέρη την αλήθεια, την δικαιοσύνη, την αγάπη. Ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του δεν συντήρησε απλώς το παλαιό, αλλά δημιούργησε κάτι καινούργιο, δεν έκανε κάποια άλλη θρησκεία, αλλά έκανε τον κόσμο Εκκλησία. Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ θρησκείας και Εκκλησίας.

 

Αυτές τις ημέρες με το απολυτίκιο τών Χριστουγέννων ανυμνούμε τον Χριστό ως «ήλιο τής δικαιοσύνης». Αυτήν την έννοια χρησιμοποίησε ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής για να πη ότι ο Θεός είναι ήλιος τής δικαιοσύνης σκορπώντας σε όλους τις ακτίνες τής αγιότητάς Του. Η κάθε ψυχή τού ανθρώπου γίνεται κατά την γνώμη «ή κηρός (κερί) ως φιλόθεος» «ή πηλός ως φιλόϋλος». Και στην συνέχεια εξηγεί ότι όπως ο πηλός σύμφωνα με την φύση του ξηραίνεται από τον ήλιο, και το κερί κατά την φύση του μαλακώνει, έτσι συμβαίνει σε κάθε ψυχή. Όταν η ψυχή κάποιου αγαπά την ύλη και τον κόσμο, τότε ως πηλός, ακούγοντας τις νουθεσίες τού Θεού και αντιδρώντας με το φρόνημα, σκληραίνεται και καταστρέφεται. Όταν, όμως, αγαπά τον Θεό, τότε σαν κερί που είναι μαλακώνει και με την εισδοχή τών σημείων και τών τύπων γίνεται πνευματικό κατοικητήριο τού Θεού.

Ο Χριστός είναι πυρ που φωτίζει τους ανθρώπους και τους καίει, ανάλογα με την εσωτερική τους κατάσταση, ανάλογα με την γνώμη τους, γιατί ο Θεός δεν καταστρέφει το γνωμικό θέλημα τών ανθρώπων, μπορεί όμως το γνωμικό θέλημα με την διάθεση τού ανθρώπου και την ενέργεια τού Θεού να γίνη φυσικό θέλημα και να στρέφεται προς τον Θεό.

Με αυτήν την έννοια πρέπει να δούμε και τον λόγο τού αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου, τού Βαπτιστού τού Χριστού, ο οποίος λέγει: «Εγώ σάς βαπτίζω με νερό και το βάπτισμά μου είναι βάπτισμα μετανοίας. Αυτός όμως (ο Χριστός) που έρχεται ύστερα από εμένα είναι πιο ισχυρός, και δεν είμαι άξιος ούτε τα υποδήματά του να κρατήσω. Αυτός θα σάς βαπτίση με Άγιο Πνεύμα και πυρ» (Ματθ. γ΄, 11).

Εμείς οι Χριστιανοί είμαστε βαπτισμένοι και με νερό και με πυρ, και με το βάπτισμα τού ύδατος και με το βάπτισμα τού Πνεύματος, όπως διδάσκει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι με την ενανθρώπηση τού Υιού και Λόγου τού Θεού άναψε στην γη ένα πνευματικό και άϋλο πυρ. Ο Χριστός είναι το φως, ο ήλιος, το πυρ, που φωτίζει τους ανθρώπους και τους καίει. Φωτίζει αυτούς που Τον αγαπούν και καίει αυτούς που δεν έχουν τις ορθές προϋποθέσεις να Τον δουν. Άλλοι αγαπούν τον Θεό και θυσιάζονται γι’ Αυτόν, και άλλοι τον μισούν και καταστρέφονται, καίγονται.

Πρέπει να συμμετέχουμε στην μέθεξη τής φωτιστικής ιδιότητας τού ηλίου τής δικαιοσύνης, η καρδιά μας να φλεχθή από αγάπη γι’ Αυτόν, να είμαστε πνευματικές λαμπάδες, που θα ανάψουμε από το πυρ τής θεότητος και στην συνέχεια να φωτίζουμε τα σκότη που υπάρχουν γύρω μας.

Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ

 Χριστουγεννιάτικες Ἱστορίες, ἀρ. 22

 

 π. Δημητρίου Μπόκου 
 

Αντιύλη

Ι. Ν. Αγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα

Τηλ. 26820 23075/25861/6980 898 504

 
(εικ. από εδώ)

 

Η παλιά ξυλόπορτα υποχώρησε τρίζοντας στο δυνατό του σπρώξιμο. Η ανάσα του έβγαινε κοφτή, η κακοτράχαλη ανηφόρα τού είχε φέρει λαχάνιασμα. Μικρά κρύσταλλα και σταγόνες κρέμονταν από τα άταχτα φρύδια και τα μουστάκια του. Κατέβασε με κόπο το βαρύ δισάκι από τους κυρτωμένους ώμους του, το απόθεσε στο σανίδι, που στηριγμένο σε δυο πέτρες σχημάτιζε πρόχειρο καναπέ.

Τα σοδέματά του όλα ήταν εκεί, στο σακούλι αυτό. Με αυτά θα πορευόταν ολοχρονίς. Αλεύρι, παξιμάδι, ζυμαρικά, όσπρια, λίγο λάδι, ένα φιαλίδιο κρασί… Όλα ευλογία απ’ τους πατέρες της μονής της μετανοίας του. Όλοι γνώριζαν τον αναχωρητή και τον καλοδέχονταν, όταν τους επισκεπτόταν απ’ το ερημικό του ασκηταριό, μια φορά τον χρόνο, για να προμηθευτεί κι αυτός τα απαραίτητα. Ο δοχειάρης φόρτωνε το φτωχό γεροντάκι με ό,τι μπορούσε να χωρέσει στο δισάκι του. Ήταν το βιός της χρονιάς. Το καλύβι του ερημίτη ήταν δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, δεν είχε την πολυτέλεια να πηγαινοέρχεται συχνά. Τα πόδια και οι ώμοι του δεν ήταν για μεγάλα βάρη. Μα δεν τον ένοιαζε. Χρόνια στην άσκηση, είχε μάθει να τη βγάζει με ελάχιστα.

Από εκεί ερχόταν και τώρα φορτωμένος. Απ’ το πρωί βρισκόταν στους δρόμους, μα, για να πάει και νά ’ρθει, τον πήρε το βράδυ. Δεν ήταν μόνο ο κακός καιρός που δυσκόλεψε τα βήματά του. Άλλαξε φέτος τη συνηθισμένη του πορεία. Στα μισά του δρόμου έκανε παράκαμψη για να επισκεφθεί τον παλιό του γνώριμο, αν και πολύ μεγαλύτερό του συνασκητή που ασθενούσε. Εδώ και μήνες τώρα τον επισκεπτόταν μια φορά την εβδομάδα και απ’ τα λιγοστά που είχε τον φρόντιζε. Άλλη κοντινότερη ανθρώπινη βοήθεια δεν υπήρχε στην ερημιά εκείνη του Θεού.

Έμεινε σήμερα κοντά του περισσότερο, κάπου δυο ώρες. Ο γέροντας είχε βαρύνει πολύ. Ίσως τον έβλεπε για τελευταία φορά. Άναψε τη μικρή του σόμπα να διώξει την παγωνιά, στρώθηκε να τον περιποιηθεί όσο μπορούσε. Παρά την ανημπόρια του ο άρρωστος είχε μπρος στις εικόνες το καντηλάκι του αναμμένο. Από τη φλόγα του άναψε ο αναχωρητής ένα κερί, έβαλε ευωδιαστό θυμίαμα στο λιβανιστήρι, ανασήκωσε λίγο τον άρρωστο στο σκληρό του σανίδι και με ευλαβική προσοχή τον μετάλαβε. Είχε μεριμνήσει να φέρει μαζί του Θεία Κοινωνία απ’ τη μονή σε ειδικό κουτάκι γι’ αυτόν ειδικά τον σκοπό. Το συνήθιζαν αυτό οι παλιοί ερημίτες. Φρόντιζαν να έχουν Θεία Κοινωνία φυλαγμένη στο κελί τους για να κοινωνούν όταν ασθενούσαν, ή όταν δεν μπορούσαν να λειτουργηθούν κανονικά. Εν συνεχεία του έφτιαξε ένα ζεστό να πιεί και κάτι πρόχειρο ελαφρύ να βάλει στο στόμα του. Μετά βίας ο άρρωστος κατάπιε λίγες μόνο κουταλιές.

Πριν φύγει, ασπάστηκαν ο ένας τον άλλον με αγάπη. Έσκυψε ο αναχωρητής, του φίλησε με σεβασμό το χέρι.

-  Ευλόγησέ με, γέροντα! του είπε. Θα ξανάρθω αύριο να σε δω. Να πάω στη χριστουγεννιάτικη Λειτουργία και μετά τα ξαναλέμε εδώ.

-  Ναι, αδελφέ μου, να πας στο καλό! Στην ευχή του Χριστού που γεννιέται απόψε! Θα ξαναϊδωθούμε αύριο, αν ζω ακόμα.

Τον κοίταξε στενάχωρα ο αναχωρητής. Τα μάτια του έλαμπαν. Το πρόσωπό του ήταν ιλαρό, ακτινοβολούσε ειρήνη. Στα χείλη του αχνόφεγγε ένα χαμόγελο.

-  Είμαι καλά, παιδί μου, τώρα, μην ανησυχείς! επανέλαβε σιγανά. Τα έχω όλα. Το κάλεσμά του περιμένω μόνο. Μακάρι να μου κάνει τη χάρη αύριο, στη Γέννησή του, ο Κύριός μας.

Η ειρηνική μορφή του αγιασμένου γέροντα συνόδευε τον αναχωρητή σ’ όλο τον δρόμο.

Άλλαξε το τριμμένο ράσο του που είχε μουσκέψει στο παγωμένο ψιλόβροχο. Έβαλε δυο ξυλάκια στη σόμπα, ίσα για να ξεγελάσει την πολλή παγωνιά. Αποκαμωμένος απ’ την πολύωρη κόπωση ακούμπησε στο κούτσουρο που είχε για σκαμνί, να πάρει ανάσα. Το καλογερικό του πρόγραμμα από δω και μπρος ήταν απλό. Εσπερινός, Απόδειπνο, ακολουθία της Μετάληψης. Λίγες ώρες ξεκούραση, που την είχε απόλυτη ανάγκη μετά την ολοήμερη κοπιαστική οδοιπορία. Στις δυόμισι τη νύχτα εγερτήριο για Μεσονυκτικό και κομποσχοίνι, τον δίωρο κανόνα του στη νοερά προσευχή. Μετά πεζοπορία ξανά μες τη νύχτα. Για να λειτουργηθεί, μέρα του Χριστού που ξημέρωνε.

Η μονή ήταν πολύ μακριά για κάτι τέτοιο. Μοναδική λύση απέμενε ένα φτωχό μικρό χωριουδάκι. Απομακρυσμένο απ’ τον κόσμο κι αυτό, ξεχασμένο και κρυμμένο σαν αυτόν απ’ τους πολλούς. Του ταίριαζε. Οι απλοί χωρικοί ήταν πιο κοντά στη δική του ψυχοσύνθεση. Ο παπάς τους, γέρος κι αυτός, ολιγογράμματος, μα άνθρωπος του Θεού, ευλογημένος. Εκεί κατέφευγε Κυριακές και μεγάλες γιορτές, να λειτουργηθεί και να μεταλάβει. Ήθελε δυο ώρες σχεδόν να πάει και άλλες δυο να γυρίσει, μα δεν γινόταν αλλιώς. 

 

Αναπαυμένος στην ψυχή, αν και κατάκοπος, έβαλε μπρος για τον Εσπερινό της μεγάλης γιορτής που ξημέρωνε. Αντί να βάλει «Ευλογητός…», είπε «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…», μια και ήταν απλός μοναχός και όχι ιερομόναχος. Παρέλειψε Ειρηνικά, Εκτενή και Πληρωτικά, όλα τα του ιερέως δηλαδή, μα έψαλε με προσοχή και κατάνυξη τα γιορτινά τροπάρια της Γέννησης, υπέροχα μελωδήματα μεγάλων υμνογράφων, Ανατολίου, Γερμανού, Κασσιανής, Ιωάννου μοναχού του Δαμασκηνού.

Η καρδιά του ζεστάθηκε σιγά-σιγά. Μεγάλη έξαρση τον συνεπήρε, όταν έφτασε στον αγαπημένο του ύμνο «Λαθών ετέχθης υπό το σπήλαιον…». Η φτώχεια του κελιού του θύμιζε λίγο την πτωχεία του νεογέννητου Χριστού. Με χαρούμενη διάθεση έψαλε πολλές φορές το δεύτερο μισό του τροπαρίου «…και μάγους σοι προσήνεγκεν εν πίστει προσκυνούντας σε», επισυνάπτοντας, κατά την τάξη, τους κανονισμένους στίχους απ’ το Ψαλτήρι.

Μα φαίνεται πώς οι περιπέτειές του δεν είχαν τελειώσει ακόμα για σήμερα. Πάνω που πήρε να απαγγέλλει τον γ΄ στίχο «Και ιδού αλλόφυλοι…», ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα τον έκοψε. Ποιος μπορούσε να ’ναι βραδιάτικα μες στην απόλυτη ερημιά;

-  Ποιος είναι; φώναξε δυνατά ξαφνιασμένος.

-  «Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών…», ακούστηκε απέξω μια φωνή.

Ησύχασε. Καλόγερος θα ’ταν, αφού γνώριζε τον μοναχικό χαιρετισμό. Μα πώς βρέθηκε τέτοια ώρα εκεί; Άνοιξε απορημένος. Μπρος στο καλύβι του στέκονταν όχι ένας, μα τρεις ρασοφόροι. Ο μικρότερος συγκρατούσε με σχοινί ένα υποζύγιο. Εντελώς αυθόρμητα, υπό την επήρεια του ύμνου που μόλις έψελνε, συνειρμικά, φάνταξαν για μια στιγμή στα μάτια του ως «εξ ανατολών ελθόντες μάγοι». Μα γέλασε αμέσως μέσα του με την ευφάνταστη διάθεσή του.

Οι απρόσμενοι επισκέπτες είπαν πως ήταν μοναχοί που χάθηκαν στη νύχτα. Τους πέρασε στο καλύβι του, τους έβαλε να καθίσουν στο σανίδι-καναπέ, έσκυψε να βγάλει τα βρεγμένα τους παπούτσια. Ζέστανε πάνω στη μικρή σόμπα λίγο νερό, έπλυνε και έτριψε τα παγωμένα τους πόδια, τα σκούπισε με στεγνό πανί. Έβγαλε ένα ξεροκόμματο και λίγες ελιές, τους έβαλε να φάνε.

Έτρωγαν αμίλητοι και ταυτόχρονα το βλέμμα τους εξέταζε το φτωχικό κελί.

-  Αυτό μόνο έχεις; ρώτησε ο πιο μεγάλος, που φαινόταν να είναι ο αρχηγός. Δεν μπορεί να μην προμηθεύτηκες κάτι καλό για αύριο.

-  Μα απόψε νηστεύουμε, αδελφοί! απάντησε παραξενεμένος ο αναχωρητής.

-  Ε, ας γιορτάσουμε λίγο νωρίτερα εμείς. Τί πειράζει;

Έμεινε να τους κοιτάζει αμήχανα. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ήταν δυνατόν μοναχοί να χαλάνε την τάξη της νηστείας τέτοια μέρα, παραμονή Χριστουγέννων, που νηστεύουν ακόμα και οι άσχετοι;

-  Σίγουρα κάτι καλύτερο θα έχεις εδώ, είπε γελώντας ο δεύτερος και έδειξε το ακουμπισμένο δισάκι παράμερα.

Όντως ο δοχειάρης της μονής είχε φιλέψει τον αναχωρητή για την αυριανή κατάλυση ιχθύος, μέρα της Γέννησης του Χριστού. Μα ο αναχωρητής δεν καταλάβαινε ακόμα τί συμβαίνει με τους παράξενους επισκέπτες του.

-  Έλα, λοιπόν, ας μην αργούμε! πήρε απότομα τον λόγο ο νεότερος και μια αγριάδα άστραψε στο βλέμμα του.

Ταυτόχρονα άφησε το ράσο του επίτηδες λίγο ανοιχτό στη μέση. Ένα μαχαίρι στη θήκη του φάνηκε κρεμασμένο απ’ τη ζώνη του. Ο αναχωρητής τα έχασε. Το μυαλό του ξεκαθάρισε. Βρισκόταν μπροστά σε κακοποιούς μεταμφιεσμένους σε μοναχούς.

-  Ώστε έτσι; είπε μόνο, όταν πέρασε η πρώτη του έκπληξη. 

 

Δεν φοβόταν για τη ζωή του. Είχε ξεπεράσει τον φόβο των κοινών θνητών μπρος στον θάνατο. Ούτε ανησυχούσε μήπως του πάρουν τα λιγοστά του πράγματα. Είχε επιλέξει εκούσια να είναι φτωχός, απογυμνωμένος απ’ τα υλικά, για να επιδιώκει τα πνευματικά. Ήταν από τους «μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες». Για όλα είχε εμπιστευτεί τον εαυτό του στον Κύριο.

Με ήρεμες κινήσεις έβγαλε το ψάρι που του προμήθευσαν απ’ τη μονή για την αυριανή μέρα και το άφησε στα χέρια του μεγαλύτερου.

-  Στο πρόσωπό του είναι ο Κύριός μου! είπε μέσα του. Ήρθε, φαίνεται, για να με δοκιμάσει απόψε στο φτωχικό μου σπήλαιο. Τιμή μου είναι. Να μην τον φιλοξενήσω;

Προσφέροντας την κούπα με το νερό στον δεύτερο, σκέφτηκε:

-  Κι αυτός; Αδελφός του Κυρίου μου είναι. Άρα και δικός μου. Ο Κύριός μου έγινε σαν εμάς, για να μας κάνει όλους αδέλφια του. Δεν ντρέπεται να ονομάζει αυτόν εδώ αδελφό του. Γιατί να ντραπώ εγώ;

Έβγαλε απ’ το δισάκι του και το μπουκαλάκι με το κρασί. Το απόθεσε μπρος στον μικρότερο.

-  Κι αυτός είναι γιος του Κυρίου μου. Γι’ αυτό κατέβηκε στη γη, να μας ξαναγεννήσει σε νέα ζωή αληθινή. Να μας θυμίσει ότι είμαστε δικά του παιδιά. Να μην υπηρετήσω τα παιδιά του Κυρίου μου;

Οι τρεις «μοναχοί» σηκώθηκαν κάποτε.

-  Φέρε το υποζύγιο! πρόσταξε κοφτά τον νεότερο ο αρχηγός.

Άπλωσε τα χέρια του να σηκώσει το γεμάτο δισάκι του αναχωρητή, μα εκείνος τον πρόλαβε.

-  Όχι, αδελφέ! του είπε ήρεμα. Μην το παίρνεις έτσι. Μη βαρύνεις την ψυχή σου με τέτοιο πράγμα. Άσε να σου το δώσω εγώ. Έτσι μπράβο! Σου το προσφέρω με τα χέρια μου. Σας το κάνω δώρο. Και όχι μόνο αυτό. Ό,τι βλέπετε είναι δικό σας. Ελάτε, πάρτε ό,τι θέλετε. Όλα χριστουγεννιάτικο δώρο μου για σας. Δεν χρειάζεται να κολάσεις την ψυχή σου. Σας τα δίνω από μόνος μου, κανένας δεν θα σας κατηγορήσει για τίποτε.

Και με ανάλαφρη διάθεση, χωρίς στενοχώρια, άρχισε να παίρνει μόνος του τα λιγοστά του πράγματα και να τ’ ακουμπάει στα χέρια τους. Θυμήθηκε τον παλιό αββά Αρσένιο που μέρα-νύχτα μουρμούριζε: «Αρσένιε, δι’ ο εξήλθες;» Για ποιο λόγο βρισκόταν εκεί; Δεν είχε απαρνηθεί τα πάντα στον κόσμο, για να δώσει την καρδιά του εξ ολοκλήρου στον Κύριό του; Δεν ήταν ντροπή να την ξαναδέσει τώρα με τα μηδαμινά, τιποτένια, ασήμαντα υπάρχοντά του; Όχι, δεν λυπόταν να τα χάσει, να τα αποχωρισθεί. Δεν είχε πλέον πάθος γι’ αυτά. Είχε αποταχθεί τα του κόσμου. «Ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει», ψιθύρισε. Πόθος του ήταν ο Χριστός, γι’ αυτόν βγήκε στην έρημο, όχι για να ξανακολλήσει σ’ αυτά που άφησε. Η ελπίδα του τώρα ήταν στραμμένη στον ουρανό. Εδώ, καλύτερα φτωχός και ξένος, σαν τον Χριστό. Θα τον νοιαζόταν ο Θεός και στο εξής, όπως τον φρόντιζε ως τώρα.

Οι ληστές ξαφνιάστηκαν. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τέτοιες ενέργειες. Δεν είχαν μάθει να σκέφτονται ποτέ με τον τρόπο του αναχωρητή. Φόρτωσαν γρήγορα στο υποζύγιο ό,τι βρήκαν και έφυγαν σαν κυνηγημένοι, αφήνοντας πίσω τους τέσσερις τοίχους γυμνούς.

Ο φτωχός αναχωρητής ξαναγύρισε στο πρόγραμμά του. Η γεροντική του φωνή έπιασε ξανά τον στίχο που κόπηκε στη μέση. «Και ιδού αλλόφυλοι…», «και μάγους σοι προσήνεγκεν…». Γέλασε για δεύτερη φορά μέσα του.

-  Κι εγώ που προς στιγμήν φαντάστηκα πως ήρθαν οι τρεις μάγοι…, μουρμούρισε κρυφογελώντας. Οι αλλόφυλοι ήταν τελικά…

Συνέχισε ειρηνικός τον κανόνα του. Με γέλιο ξεκίνησε, με γέλιο τέλειωσε η περιπέτειά του. Δόξα σοι, ο Θεός! 

 

Αρκετά πριν φέξει, φόρεσε ξανά τα νοτισμένα του υποδήματα, ξαναβγήκε στον δρόμο. Είχε να περπατήσει δυο ώρες για το μικρό χωριό. Ο καιρός είχε αλλάξει τη νύχτα. Το παγωμένο ψιλόβροχο γύρισε σε χιόνι. Το είχε κιόλας στρώσει και η ασπράδα του έδιωχνε λίγο τη σκοτεινιά. Με το ραβδί στο ένα χέρι και το κομποσχοίνι στο άλλο βάδιζε προσεκτικά στα επικίνδυνα γλιστερά μονοπάτια. Στα μισά σχεδόν του δρόμου ακούστηκαν μακρινά ουρλιαχτά. Ο χειμώνας ανάγκαζε τα πεινασμένα αγρίμια, τσακάλια και λύκους, να κατεβαίνουν απ’ τα ψηλά βουνά χαμηλότερα.

Δεν άργησαν να οσμιστούν την ανθρώπινη παρουσία. Απειλητικές σκιές τον τριγύρισαν σε απόσταση αναπνοής. Ο αναχωρητής αλαφιάστηκε, αλλά για μια στιγμή μονάχα. Χωρίς ν’ αλλάξει βηματισμό, άρχισε να απαγγέλλει σταθερά και ήσυχα: «Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη…», όλους τους Χαιρετισμούς της Παναγίας απ’ το άλφα. Τους έλεγε ψιθυριστά, κοιτώντας μόνο μπροστά τον δρόμο του. Οι σκιές έτρεχαν δίπλα του κι από τις δυο πλευρές, μα, πράγμα παράξενο, προχωρούσαν μαζί του σαν τιμητική συνοδεία. Κανένα γρύλλισμα, καμμιά κίνηση επιθετική προς το μέρος του. Ήταν τόσο κοντά του, που άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε μια μαλλιαρή ράχη. Όταν έφτασε στο ωμέγα των Χαιρετισμών με τη θριαμβευτική κατάληξη «Ω πανύμνητε Μήτερ…», τα αγρίμια έκαναν μεταβολή και ήσυχα σαν αρνάκια χάθηκαν στα φωτερά σκοτάδια της άγιας νύχτας.

Έφτασε στο χωριό με λίγη καθυστέρηση. Η μικρή εκκλησία ήταν ήδη γεμάτη. Άναψε το κεράκι του, ασπάστηκε την εικόνα της Γέννησης και προχώρησε προς το Ιερό. Συνήθιζε να κάθεται και να κοινωνάει εκεί σαν τους ιερείς. Οι αυτοσχέδιοι ψάλτες πάσχιζαν μάταια να συλλαβίσουν τα ιαμβικά ομηρικά τεχνουργήματα, με τα οποία ο ιερός Δαμασκηνός υμνούσε τον Υιό του Θεού, που χάριν των ανθρώπων γεννιόταν στη γη. «Υία Θεού μερόπων ένεκα τικτόμενον εν χθονί».

Δεν πρόλαβε όμως να φτάσει στη θέση του και ο παπάς ήρθε κοντά του συνοφρυωμένος.

-  Έξω! του λέει απότομα. Βγες από το Ιερό. Δεν θα σε κοινωνήσω εδώ μέσα. Είσαι ανάξιος. Θα κοινωνήσεις τελευταίος απ’ όλους.

Άλλο πάλι και τούτο! Τί τον έπιασε ξαφνικά; Ήταν εντελώς ανεξήγητη και αφύσικη η συμπεριφορά του αυτή. Ο παπάς ήταν ένα γλυκύτατο γεροντάκι. Είχε μεγάλη αγάπη και εκτίμηση στον αναχωρητή και τον καλωσόριζε πάντα με πλατύ ανυπόκριτο χαμόγελο. Τί μεσολάβησε ξαφνικά και άλλαξε στάση απέναντί του; Ο αναχωρητής παραξενεύτηκε πολύ. Μα δεν αντέδρασε. Δεν ταράχτηκε. Είχε γεράσει στους πνευματικούς αγώνες, δεν ήταν πρωτόπειρος. «Ο Κύριός μου», σκέφτηκε, «κατέβηκε πιο χαμηλά, έγινε πιο ταπεινός, πιο ασήμαντος και από μένα. Και στους ονειδισμούς “εσιώπα”». Ποιος ήταν αυτός που θα ύψωνε ανάστημα και θα διεκδικούσε δικαίωση;

-  Να ναι ευλογημένο! είπε σιγανά στον ιερέα και χωρίς δεύτερη κουβέντα βγήκε απ’ το Άγιο Βήμα.

Έψαξε με το μάτι για στασίδι, μα ήταν όλα πιασμένα. Και τί παράξενο! Οι χωρικοί που τις άλλες φορές σκοτώνονταν να τον εξυπηρετούν σε όλα, απόψε, εντελώς ανεξήγητα, τον κοίταζαν απαθείς και αδιάφοροι, ακόμα και εχθρικοί. Κανένας δεν κουνήθηκε να του προσφέρει θέση. Σαν να υπονοούσαν: «Τί δουλειά έχεις ανάμεσά μας εσύ;» Κατάλαβε πως ο Θεός παραχωρούσε να γίνεται έτσι.

Προχώρησε με κατεβασμένα μάτια μέχρι πίσω, ακούμπησε, τελευταίος και ελάχιστος, στην τελευταία κολόνα κοντά στην έξοδο. Είχε μπροστά του και μπορούσε να βλέπει όλο σχεδόν το εκκλησίασμα.

-  Καλά κάνουν οι άνθρωποι, σκεφτόταν. Ο Θεός τους φώτισε και είδαν ποιος είμαι πραγματικά. Αφού δεν είμαι άνθρωπος, τί θέλω μέσα στους ανθρώπους; Αυτοί είναι όλοι για πάνω, εγώ για κάτω. «Οι πάντες» εδώ πέρα «σώζονται, εγώ δε μόνος απόλλυμαι». Βάλε τους, Χριστέ μου, στον Παράδεισο όλους και μετά, στο τέλος, αν θέλεις, άσε με να στριμωχτώ κι εγώ, έσχατος πάντων, στην τελευταία του ακρούλα.

Στο «Μετά φόβου…» όλο το χωριό μετάλαβε. Ο αναχωρητής περίμενε τη σειρά του υπομονητικά, πίσω από όλους. Πλησίασε σκυφτός, ταπεινωμένος, χωρίς να υψώσει ούτε στιγμή το βλέμμα του, αισθανόμενος με συντριβή την αναξιότητά του.

-  «Ουκ ειμί άξιος», Κύριε, «ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής» μου. Αλλά καταδέχτηκες σήμερα «εν σπηλαίω και φάτνη αλόγων ανακλιθήναι». Καταδέξου «και εν τη φάτνη της αλόγου μου ψυχής και εν τω εσπιλωμένω μου σώματι εισελθείν».

 

Με το που έλαβε την αγία Μετάληψη κι ακούμπησε το πορφυρό μάκτρο στα χείλη του, ο ουρανός αστραποβόλησε μέσα του. Η ψυχή του πλημμύρισε ανεξήγητη γλυκύτητα και χαρά. Ένιωσε να πετάει αντάμα με το «πλήθος στρατιάς ουρανίου», που την άγια νύχτα της Βηθλεέμ γέμισε τους αιθέρες με το «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ». Του φάνηκε πως μόλις τότε άνοιξαν τα μάτια του και τα ’βλεπε αλλιώτικα όλα.

Τα πρόσωπα γύρω του γελαστά τώρα και χαρούμενα όλα. Τα βλέμματά τους έλαμπαν. Τον κύκλωσαν όλοι με αγάπη όπως παλιά, ζητούσαν να φιλήσουν το χέρι του. Απ’ την Ωραία Πύλη ο παπάς, κάνοντας τη γιορτινή απόλυση, «ο εν σπηλαίω γεννηθείς και εν φάτνη ανακλιθείς… Χριστός ο αληθινός Θεός ημών…», έδειχνε να μην κρατιέται με τίποτε. Τελειώνοντας, έτρεξε αμέσως κοντά του. Τον αγκάλιασε παράφορα και τον ασπάστηκε. Του έβαλε βαθειά μετάνοια, ήθελε να του φιλήσει τα πόδια.

-  Συχώρεσέ με, αδελφέ μου! έλεγε γεμάτος ντροπή. Μα τί έπαθα και σου φέρθηκα έτσι ο ανόητος;

Με το ζόρι τον συγκράτησε ο αναχωρητής. Προσπάθησε να εξηγήσει πως δεν έφταιγε κανένας σε τίποτε. Κατά παραχώρηση Θεού έγινε ό,τι έγινε. Ο Κύριος τούς χρησιμοποίησε για να τον δοκιμάσει. Θεού θέλημα ήταν να γεμίσει η μέρα του κόπο και πειρασμούς. Να ταπεινωθεί, να παλέψει, να λάμψει, να φανερωθεί ο άνθρωπος του Θεού. Μα ό,τι κι αν είπε, δεν καταλάβαινε κανένας, ούτε ο παπάς ούτε ο κόσμος, πώς έγινε και του φέρθηκαν έτσι. Τώρα τον ένιωθαν πάλι όπως και πριν, σαν άγγελο ανάμεσά τους. Θέλησαν να τον κρατήσουν στο τραπέζι τους, να τον περιποιηθούν μέρα που ήταν.

Μα ο αναχωρητής βιαζόταν. Ο νους του ήταν στον άρρωστο γέροντα. Δεν μπορούσε να τον αφήσει μόνο του. Η μέρα έφεγγε, είχε ξημερώσει για τα καλά. Πήρε κάτι απ’ τα φιλέματα των αγαθών χωρικών και τους χαιρέτισε κατασυγκινημένος, αλλά χαρούμενος. Είχε ώρες ξανά δρόμο μπροστά του. Μα δεν ένιωθε κούραση καθόλου. Τα πόδια του έτρεχαν ανάλαφρα, σαν να ’χε στις πλάτες του φτερά. Σαν να τον σήκωναν στον αέρα οι άγγελοι. Ούτε που το κατάλαβε καθόλου πως περπάτησε ώρες. Του φαινόταν πως μόλις τώρα ξεκίνησε.

Βρήκε τον γέροντα ξαπλωμένο όπως τον άφησε, με τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος. Φοβήθηκε πως είχε ήδη κοιμηθεί τον αιώνιο ύπνο. Έσκυψε με αγωνία να βεβαιωθεί αν ανασαίνει ακόμα. Και τότε ο γέροντας σάλεψε. Άνοιξε τα μάτια του.

-  Εδώ είμαι ακόμα, αδελφέ μου, μην ανησυχείς! είπε χαμογελώντας. Πήρα μικρή παράταση. Οι αμαρτίες μου δεν ξοφλήθηκαν ακόμα. Θα γιορτάσουμε και τα Φώτα μαζί και μετά αναχωρώ.

Ο αναχωρητής με περισσή αγάπη και λαχτάρα τον ασπάστηκε.

Ήταν αργά πια, απόγευμα, όταν τα βήματά του σταμάτησαν μπρος στο καλύβι του. Καιρός ήταν! Να πάρει μια ανάσα κι αυτός, γέρος άνθρωπος στους δρόμους ολημερίς!

Έσπρωξε την παλιά ξυλόπορτα, μα πριν ακόμα σταματήσει το δυνατό της τρίξιμο, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Καθισμένοι στο πρόχειρο σανίδι-καναπέ του κελιού του, τον περίμεναν οι τρεις «μοναχοί» της περασμένης νύχτας. Ξαφνιάστηκε για τα καλά τώρα. Τί ήθελαν πάλι ετούτοι εδώ; Ό,τι είχε και δεν είχε τους το ’δωσε. Γιατί ξαναγύρισαν;

Πριν όμως προλάβει να πει κουβέντα, οι τρεις κακοποιοί βρέθηκαν μπροστά του γονατιστοί. Τώρα ήταν που τα ’χασε πραγματικά.

-  Συχώρεσέ μας, πάτερ! του είπαν πιάνοντας τα πόδια του. Πρώτη φορά είδαμε άνθρωπο σαν εσένα. Δεν περιμέναμε να μας φερθείς όπως μας φέρθηκες. Είσαι αληθινός άνθρωπος του Θεού. Σου ξαναφέραμε όσα σου πήραμε. Και έχουμε κι άλλα εδώ πολλά ακόμα απ’ τα δικά μας. Μόνο να μας συχωρέσεις!

Του ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Πόσα θαύματα ακόμα θα του δείξει ο Θεός την άγια τούτη μέρα!

-  Σηκωθείτε, αδελφοί! τους είπε κατασυγκινημένος. Σύνδουλός σας είμαι, δεν κάνει να με προσκυνάτε. Τον Κύριό μας μόνο προσκυνάμε.

Με το ζόρι τους σήκωσε. Θέλησε να βάλει νερό να πλύνει, όπως το συνήθιζε, τα πόδια τους ξανά. Μα εκείνοι αρνήθηκαν.

-  Η σειρά μας τώρα, άγιε πατέρα! επέμειναν ανυποχώρητοι. Άσε μας να σε ξεκουράσουμε κι εμείς, αν και δεν αξίζουμε ούτε ν’ αγγίξουμε τα πόδια σου!

Τα μάτια του υγράθηκαν ξανά. Δέχτηκε ταπεινά για να μην τους περιφρονήσει. Και όση ώρα εκείνοι σκυμμένοι έπλεναν τα πόδια του, αυτός φανταζόταν τον εαυτό του πιο κάτω από αυτούς, κόβοντας και καυτηριάζοντας το κεφάλι κάθε οίησης, που πήγαινε τυχόν ν’ αναδευτεί σαν τη λερναία ύδρα μέσα του. Μα τα θαύματα της άγιας μέρας δεν τέλειωσαν ακόμα.


-  Φώτισες την ψυχή μας με την άγια ζωή σου, πάτερ, είπαν οι κακοποιοί. Έγινες φως αληθινό για μας. Θέλουμε να γίνουμε σαν εσένα και μεις. Κράτα μας κοντά σου! Αρκετά δουλέψαμε στη ματαιότητα.

Αυτό κι αν ήταν απίστευτο! Αγκάλιασε κλαίγοντας τους πρώην ληστές, που έγιναν αρνάκια με τη χάρη του Θεού. Τους ασπάστηκε με αγάπη σαν αδελφούς του. Να τους κρατήσει κοντά του δεν μπορούσε βέβαια, ερημίτης αυτός, μα θα τους πήγαινε στη μονή. Στα χέρια του σεβαστού της γέροντα θα τους εμπιστευόταν.

Από τη μακρινή Βηθλεέμ ήρθε η δόξα του Θεού και στάθηκε, νεφέλη ολόφωτη, πάνω στο φτωχικό κελί του ερημίτη. Νυμφώνα το έκανε θεϊκό. Στα καθαρά μάτια της αγνής Παναγίας «ως τερπνόν παλάτιον το σπήλαιον» τότε «εδείκνυτο». «Εις ουρανίους θαλάμους» ένιωθε να έχει μεταλλαχτεί τώρα το καλύβι του και ο ταπεινός αναχωρητής.

Ήταν όντως επίγειος άγγελος…