Η τρέχουσα ελληνοτουρκική κρίση, όπως κάθε κρίση, μπορεί να έχει και
μερικές θετικές συνέπειες, απροσδόκητες από την τουρκική πλευρά. Μπορεί
να βοηθήσει την κοινωνία μας και το λαό μας να θυμηθεί την ταυτότητά
του, να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του (που κοιμούνται) και – με την ορμή
του θυμού από τις αναίτιες προκλήσεις του γείτονα – να ξεκινήσει να
ανασυντάσσεται για ένα καλύτερο αύριο.
Να ξαναβρεί την αξιοπρέπεια και την ελπίδα του και ίσως, ποιος ξέρει,
μερικές σταγόνες από την ελευθερία του, που του την έχουν στερήσει, όχι
οι Τούρκοι πλέον, αλλά οι σύγχρονοι οικονομικοί και πολιτικοί
αποικιοκράτες και κοσμοκράτορες.
Ποιος θυμόταν την Αγία Σοφία πριν ο Τούρκος ανακοινώσει πως θα την
ξανακάνει τζαμί; Τώρα, η Αγία Σοφία είναι στη σκέψη και στα χείλη όλων
και ξαναμπήκε στις καρδιές των περισσότερων από μας.
Ίσως αυτό, αν απομακρυνθούμε από επιφανειακούς συναισθηματισμούς, γίνει
αφορμή να μελετήσουμε λίγο και να γνωρίσουμε τον βυζαντινό μας
πολιτισμό, που αποτελεί μια κληρονομιά εφάμιλλη με την αρχαία ελληνική
και πολύ πιο κοντινή στη σημερινή πραγματικότητα, επειδή δεν πέθανε ποτέ
εντελώς, αλλά ζει ακόμη μέσα από τις υπέροχες βυζαντινές εκκλησιές μας,
τις γεμάτες αθάνατες εξαιρετικές τοιχογραφίες, μέσα από τα
αριστουργήματα της υμνογραφίας, που ψάλλονται όλο το χρόνο στις
εκκλησίες ακριβώς όπως γράφτηκαν (μεταφέροντας υψηλά και διαχρονικά
μηνύματα και νοήματα) και μέσα από τα ήθη και τα έθιμα του λαού μας,
τους χορούς και τα τραγούδια μας, πολλά από τα οποία έχουν τις ρίζες
τους στην ελεύθερη και υπερήφανη βυζαντινή εποχή.
Όλα αυτά δεν τα γράφω εθνικιστικά, γιατί βυζαντινοί δεν είμαστε μόνον
εμείς, οι Έλληνες, αλλά εν πολλοίς όλοι οι βαλκανικοί λαοί, με τους
οποίους μας συνδέει και η Ορθοδοξία (με τους μισούς τουλάχιστον, ενώ και
οι υπόλοιποι ήταν κάποτε ορθόδοξοι, πριν τους μεταμορφώσει η
Τουρκοκρατία και η δυτικοευρωπαϊκή καταπίεση) και η κοινή ιστορία, καθώς
και πολλά κοινά ή παρόμοια ήθη και έθιμα, ο παρόμοιος τρόπος ζωής (στην
παραδοσιακή κοινωνία εννοώ) και φυσικά η ανάμιξη των πληθυσμών, που για
την ηπειρωτική Ελλάδα και ολόκληρη τη Βαλκανική Χερσόνησο είναι
έντονη.
Βέβαια και η συμβολή των μορφωμένων Ελλήνων («λογίων»), καθώς και των
εμπόρων, στην πνευματική και κοινωνική ζωή των Βαλκανίων κατά την
περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν καθοριστική – όσο καθοριστική απέβη
παλαιότερα για την ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Κάποτε «κατακτούσαμε» με τον
πολιτισμό (ευεργετώντας τους άλλους), όχι μόνο τους Ρωμαίους, αλλά και
τους Σλάβους, ακόμη και τους Άραβες και άλλα έθνη. Τώρα, ταπεινωμένοι
και εξευτελισμένοι, άνεργοι και ιστορικά και πολιτισμικά αναλφάβητοι,
παραπατάμε ανάμεσα στο Facebook και τις τουρκικές σαπουνόπερες…
Όμως (για να επανέλθω) Βυζαντινοί ήταν και οι Κόπτες της Αιγύπτου και οι
Παλαιστίνιοι, ακόμη και οι Σύριοι κ.π.ά, πριν κατακτηθούν όλοι από τους
Άραβες – και κάποιοι από αυτούς αντιστέκονται ακόμη και σήμερα.
Έχουμε πλέον την αφορμή να μάθουμε ότι το Βυζάντιο δεν ήταν ένα άθλιο,
σκοταδιστικό και θεοκρατικό κράτος (όπως το παρερμήνευσαν οι Ευρωπαίοι
και πολλοί νεότεροι Έλληνες), αλλά μια κοινωνία με πολύ υψηλό πολιτισμό,
στην οποία οι πιο ισχυροί διανοούμενοι (που ήταν και άγιοι, αυτοί που
ονομάζουμε «Πατέρες της Εκκλησίας») μίλησαν αναλυτικά για την ισοτιμία
και την αδελφότητα των ανθρώπων (ανδρών και γυναικών) και εξέφρασαν το
αίτημα για ελευθερία, μόρφωση και κοινωνική δικαιοσύνη ήδη από τον 4ο
αιώνα μ.Χ., αλλά και αντιστάθηκαν στη διεφθαρμένη εξουσία της εποχής
τους μέχρι θανάτου! Και όλα τούτα, τουλάχιστον χίλια χρόνια πριν τις
αντίστοιχες φωνές στη δυτική Ευρώπη, τις οποίες γνωρίζουμε και
θαυμάζουμε, ενώ αγνοούμε τις δικές μας ρίζες.
Όμως οι υπόδουλοι χριστιανοί της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας, που
διαρκώς αγωνίζονταν για την ελευθερία, έμαθαν αυτόν τον αγώνα από το
«νίκας τοις βασιλεύσι» που άκουγαν στην εκκλησία (όπου «βασιλείς»
εννοούνταν οι δικοί μας Βυζαντινοί αυτοκράτορες και όχι οι Βενετοί
δόγηδες ή οι Οθωμανοί σουλτάνοι), από το «Τη Υπερμάχω» και τα υπόλοιπα
τροπάρια της Εκκλησίας που άκουγαν κάθε τόσο επί αιώνες ολόκληρους.
Ας έχουμε υπόψιν ότι και η μελέτη της ανθρώπινης ψυχολογίας και
συμπεριφοράς, της κοινωνίας, του φυσικού περιβάλλοντος (σε μια φιλοσοφία
σχέσης με αυτό, που σήμερα την αναζητούμε), ακόμη και η εξάσκηση της
ιατρικής, για τα δεδομένα της εποχής, στο Βυζάντιο ήταν πολύ μπροστά –
και φυσικά το ανώτατο ιδεώδες, η ολόπλευρη τελειοποίηση του ανθρώπου,
που γινόταν μέσω της ένωσής του με το Θεό εν Χριστώ, όπως συνέχισε να
γίνεται μέχρι τις ημέρες μας σε πολλούς ορθόδοξους χριστιανούς, σε
διαφορετικό βαθμό ανάλογα με τον αγώνα του καθενός, και οδηγεί τον
άνθρωπο στην αγιότητα.
Όλα αυτά συγκροτούν έναν διαφορετικό πολιτισμό (αυτόν που ψάχνει, χωρίς
να το ξέρει, ο σύγχρονος άνθρωπος), ο οποίος υπέστη την πρώτη άλωση το
1204 από τον έναν αιώνιο εχθρό του (τον δυτικό επεκτατισμό) και τη
δεύτερη άλωση το 1453 από τον άλλο (τον ισλαμικό επεκτατισμό), όμως και
πάλι επιβίωσε εξουθενωμένος και καταπιεσμένος, υπό συνθήκες δουλείας
τεσσάρων αιώνων, σε κάποιες μάλιστα περιοχές όπως η Κρήτη συνεχούς
δουλείας επτά αιώνων (περίπου 1200 έως 1900: Ενετοκρατία και
Τουρκοκρατία). Και αυτός ο πολιτισμός σήμερα, έχοντας αυτοτραυματιστεί
σχεδόν θανάσιμα, πεθαίνει κάτω από τον οδοστρωτήρα του καπιταλισμού και
του καταναλωτισμού σαν πουλάκι πατημένο από αυτοκίνητο.
Λοιπόν, αυτές τις μέρες άστραψε μια αστραπή στον σκοτεινό ουρανό της
ιστορίας. Και αυτή η αστραπή ονομάζεται: θυμός για την Αγιά Σοφιά! Όσο
κι αν την Αγιά Σοφιά τη χάσαμε το 1453 και όχι τώρα, είναι μια αφορμή
και μια ευκαιρία να θεραπευτούμε από την ιστορική αμνησία, να θυμηθούμε,
να κοιτάξουμε μέσα μας και γύρω μας και να σηκωθούμε όρθιοι!
Και τότε, ας έρθουν τα πλοία ή οι ορδές του κάθε Σουλτάνου – θα δουν
αυτοί. Αλλά θ’ αρχίσουν ν’ ανησυχούν και οι από δυσμών «σύμμαχοι» και
«εταίροι» μας, δηλ. αποικιοκράτες και καπιταλιστές. Αυτοί βέβαια προς το
παρόν είναι ανίκητοι, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
Η πολιτική μας ηγεσία δεν νομίζω ότι ενδιαφέρεται να μας βοηθήσει, αλλά η
ιστορική μνήμη και η παιδεία ίσως μας βοηθήσει. Κατά τούτο,
ευχαριστούμε, κ. Ερντογάν. Αν θέλετε, κοπιάστε να σας τρατάρουμε ένα
τούρκικο καφεδάκι ή μια ρακή στην πατρίδα μας.
Ακούστε επίσης
Συνέντευξη του Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Ευγενίου στον δημοσιογράφο κ. Γιάννη Καλαϊτζάκη και στο ραδιοσταθμό του Ρεθύμνου TEAM FM, που παραχωρήθηκε την Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020. Ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε σε ζητήματα της επικαιρότητας, όπως την Αγιά Σοφιά, το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, την πανδημία Covid-19 (από την ιστοσελίδα της Μητροπόλεως).
«Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (προς Γαλάτας 3, 27) «Όσοι βαφτιστήκατε στο όνομα του Χριστού, έχετε ντυθεί τον Χριστό»
Χριστιανός σημαίνει όχι ένας καλός άνθρωπος, αλλά αυτός που έχει βαφτιστεί στο όνομα του Χριστού. Μία από τις πλάνες των καιρών μας είναι η ταύτιση της ηθικής με την πίστη. Η πίστη έχει και ηθικές διαστάσεις και προεκτάσεις, οι οποίες πηγάζουν από τις εντολές του Χριστού και του Ευαγγελίου. Οι εντολές αυτές όμως δεν μπορούν να θεαθούν άνευ της πίστης. Οι εντολές οριοθετούν τον τρόπο που η αλήθεια βιώνεται, καθώς και δείχνουν τι δεν είναι. Δεν μπορούν όμως να γίνουν αυτάρκεια άνευ της πίστεως και μάλιστα, άνευ της ενδύσεως του Χριστού.
Ο σύγχρονος άνθρωπος αρκείται στην ηθική, στις καλές πράξεις, απογυμνώνοντας την προϋπόθεση της πίστης και των μυστηρίων που τη συνοδεύουν. «Είμαι καλός άνθρωπος, αν αισθανθώ ανάγκη πάω στην εκκλησία κι ανάβω το κερί μου, δεν πειράζω κανέναν», ακούμε συχνά. Άλλοτε πάλι ακούμε την φράση: «είμαι καλύτερος από όλους αυτούς που κοινωνάνε, κάνουν μεγάλους σταυρούς και μετάνοιες». Οι πολλοί κωφεύουν στο χτύπημα της καμπάνας. Αρνούνται το ξύπνημα της Κυριακής. Όταν είναι μεγάλες γιορτές, κοινωνούν για το καλό του χρόνου. Μένουν στο κοινωνικό περιεχόμενο του γάμου, της βάφτισης, της κηδείας, του μνημοσύνου. Και αισθάνονται αυτάρκεις μ’ αυτόν τον τρόπο θέασης της πίστης.
Από αυτή τη στάση ζωής ξεκινά και ο τρόπος που οι περισσότεροι βλέπουν τους Αγίους: Ο άγιος είναι ένας υπερήρωας, η ζωή του οποίου δεν είναι για μας. Κυρίως όμως είναι ένας άνθρωπος που δεν έζησε την ζωή όπως εμείς θέλουμε να την ζήσουμε, αλλά προτίμησε να κάνει πράξη τις χριστιανικές εντολές, χάνοντας την κοσμική χαρά. Είναι καλός για να μεσιτεύει για μας, να κάνει θαύματα, να μας δείχνει την οδό της άλλης ζωής, δεν είναι όμως καλός για να μιμηθούμε όχι μόνο την ζωή του, κυρίως τον σκοπό του, που ήταν, είναι και θα είναι να ντυθεί τον Χριστό. Γι’ αυτό και ο άγιος νικά την φύση μας, αλλά δεν είναι για την φύση μας. Είναι πρόσωπο του μέλλοντος και όχι του παρόντος. Η εκκοσμικευμένη αντίληψη για την ζωή θεωρεί την σχέση με τον Χριστό ανυπέρβλητο εμπόδιο για να ζήσουμε την χαρά.
Σ’ αυτό συντελεί και μία τάση της εκκλησιαστικής πραγματικότητας η οποία μεταφέρει το μέλλον, την αιωνιότητα, στο παρόν με τρόπο που καταργεί την φυσική ροή της ζωής. Ενώ ο Χριστός είπε ότι η παρθενία και η αγαμία είναι δωρεά και δεν την ζητά από όλους τους ανθρώπους, εμείς αποθεώνουμε τον άγαμο βίο και αρνούμαστε να δούμε τον Χριστό πίσω από κάθε ανθρώπινη σχέση που πορεύεται κατά το θέλημά Του. Η αγιότητα όμως δεν έχει να κάνει γενικά με τον γάμο ή την αγαμία, αλλά με τον τίμιο γάμο και την τίμια παρθενία, δηλαδή με τον τρόπο που ο άνθρωπος ακολουθεί την κλήση του.
Αν ο άνθρωπος βλέπει τον Χριστό στο πρόσωπο του κάθε συνανθρώπου του, ξεκινώντας από τους οικείους του, ή αν ο άνθρωπος χρησιμοποιεί είτε τον γάμο είτε την παρθενία για το σαρκίο του, για το συμφέρον του, για την δόξα του, για να καλύψει τα εσώτερα πάθη του, την φιλαυτία, τη φιληδονία, την φιλοδοξία, την φιλοχρηματία, κάποτε και τις μειονεξίες του. Αν ο άνθρωπος πορεύεται ζητώντας να εξουσιάσει και όχι να ελευθερωθεί και να ελευθερώσει όσο δύναται, τότε η αγιότητα δεν είναι ούτε του παρόντος ούτε του μέλλοντος, αλλά ο άνθρωπος είτε φενακίζει τον εαυτό του είτε τους άλλους, μόνο και μόνο για το «εγώ» του.
Ο κάθε δρόμος στην ζωή έχει τα θετικά και τις δυσκολίες του. Ανταποκρίνεται με διαφορετικό τρόπο στην κλήση του Θεού να αγαπούμε και να θυσιαζόμαστε. Η αιωνιότητα βεβαίως αφήνει πίσω το δίλημμα «γάμος ή παρθενία» και γίνεται κοινωνία του ανθρώπου με τον Χριστό και τον πλησίον, τον κάθε πλησίον, δηλαδή μία δωρεά αγιότητας που δεν κλείνεται σε σχήματα σχέσεων αυτού του χρόνου και βίου, αλλά μεταμορφώνει την ύπαρξη κατά πάντα και διά πάντα σε θεωμένη ύπαρξη.
Αυτή είναι και η οδός της πίστης εν τη Εκκλησία. Γι᾽αυτό και όταν τιμούμε αγίους, όπως η αγία Παρασκευή και ο άγιος Παντελεήμονας, δεν τους τιμούμε ως ηθικά πρότυπα για την παρθενία ή την αντίστασή τους στην εξουσία ή το αφιλοκερδές και την ανιδιοτέλεια, το ανάργυρόν τους, αλλά διότι πρώτα βαπτίσθηκαν εις Χριστόν, ντύθηκαν τον Χριστό και όλα τα άλλα προστέθηκαν κατά τα χαρίσματά τους και την κλήση τους. Αν ξεχάσουμε τον Χριστό, τότε δεν υπάρχει αγιότητα. Αν ξεχάσουμε την Εκκλησία και την ζωή της, τότε τα πρόσωπα αυτά θα είχαν χαθεί διά παντός, διότι καλοί άνθρωποι υπήρξαν πολλοί στην ιστορία, μνήμη τους όμως δεν έχουμε. Η αγιότητα αναδεικνύει την διαφορετικότητα, την ετερότητα του ανθρώπινου προσώπου και διασώζει την μνήμη του εις τον αιώνα.
Την ίδια στιγμή, η ένδυση του Χριστού δίνει μία μεγάλη δύναμη στον άνθρωπο: το να πιστεύει όχι στο μέλλον, αλλά να ξεκινά το μέλλον από το παρόν διά της πίστεως. Είναι παρών ο Χριστός σήμερα. Ακούει την φωνή του ανθρώπου που τον ντύθηκε και θέλει να κρατά το ρούχο του βαπτίσματος ως δώρο αναφαίρετο. Ακόμη κι αν τα πάθη το κουρελιάζουν, ακόμα κι αν η ηθική μας κατάσταση ρυπαίνει, ο Χριστός μας δέχεται εφόσον παραμένουμε πιστοί στο βάπτισμα και στην χάρη Του. Μας ξαναράβει και μας καθαρίζει το ένδυμα και μας δίνει την δωρεά της αγιότητας όχι ως επιβράβευση, αλλά ως άφεση.
Η Εκκλησία μας δείχνει την αγιότητα ως παρόν και μέλλον. Ζητά από μας να έχουμε συναίσθηση ότι ο Χριστός είναι το παν. Και μας βεβαιώνει διά των αγίων της ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Να παλέψουμε να ζήσουμε την πίστη, να μην αφήσουμε τις εντολές, να νικήσουμε το εκκοσμικευμένο ήθος ενός ατομοκεντρισμού χωρίς Εκκλησία και χωρίς Χριστό, ως δικαιολογία για τα πάθη μας. Και οι Άγιοι μας δεν θα μας αφήσουν!
Ζούμε στην εποχή του απόλυτου ατομοκεντρισμού. Οι άνθρωποι εκπαιδευόμαστε από το πρότυπο του καταναλωτικού πολιτισμού ο οποίος αποθεώνει τα δικαιώματα και τις επιθυμίες μας και μας δίνει πρόσβαση στην εκπλήρωσή τους είτε πραγματικά, χάρις στην αφθονία των αγαθών, είτε εικονικά, χάρις στην δύναμη της τεχνολογίας, που μας κάνει να απολαμβάνουμε με κέντρο το “εγώ” μας. Αυτός ο πολιτισμός μετατρέπεται σταδιακά σε ένα μετανεωτερικό εγωκεντρικό σύννεφο όπου τα πάντα κρίνονται με βάση τα επιτεύγματά μας, τη γνώμη μας, τον εαυτό μας και όπου οι άλλοι υπάρχουν απλώς ως μέτρα σύγκρισης στην καλύτερη ή συνήθως ως χειροκροτητές μας ή είναι σαν να μην υφίστανται. Η έννοια του συνόλου και της μετοχής μας σ’ αυτό έχει εξοβελισθεί ως προτεραιότητα της παιδείας μας.
“Γνώση για μένα” είναι το σύνθημα το οποίο εφαρμόζεται στην πράξη. Γι’ αυτό και όταν συμβαίνουν φαινόμενα όπως ο σχολικός εκφοβισμός (bullying), ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης είναι η υπακοή στους κανόνες, η αναζήτηση των τραυμάτων του θύτη που έχουν να κάνουν με το οικογενειακό περιβάλλον, χωρίς να μπορούμε να μπούμε εύκολα στην ενσυναίσθηση, δηλαδή στην διαδικασία να μπορούμε να αισθανθούμε ότι η στάση μας, ο τρόπος μας επηρεάζουν τους άλλους και ότι δεν μπορούμε να προχωρούμε χωρίς τους άλλους. Μάλιστα, στο όνομα της ελευθερίας μας, αρνούμαστε να προχωρήσουμε ενδιαφερόμενοι για τη γνώμη των άλλων, για την κρίση τους. Κι αυτό είναι σωστό μέχρις ενός σημείου, διότι καλούμαστε να έχουμε κριτική σκέψη και άποψη για τη ζωή και για το πρόσωπό μας. Όμως δεν υπάρχουμε μόνο για μας. Το να σχετιζόμαστε, να κοινωνούμε, να κρίνουμε και να κρινόμαστε είναι ο προορισμός της ύπαρξής μας. Το καθ’ ομοίωσιν είναι η ολοκλήρωση του κατ’ εικόνα. Τα χαρίσματα μάς δόθηκαν από τον Θεό για να συναντήσουμε τόσο Εκείνον όσο και τον πλησίον.
Ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στον μαθητή του Τίτο, σε ένα απόσπασμα το οποίο διαβάζεται από την Εκκλησία μας όταν τιμούμε την μνήμη των Πατέρων της Δ’ και της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, στις οποίες λύθηκε οριστικά το χριστολογικό ζήτημα, δηλαδή το ποιος είναι ο Χριστός και με ποιον τρόπο μπορούμε να σχετιστούμε μαζί Του, αλλά και να Τον απεικονίσουμε στην ζωή μας, και επομένως με τον συνάνθρωπό μας στην Εκκλησία, αναφέρει ότι ο λόγος της αλήθειας επιβεβαιώνεται με την διάκριση στα καλά έργα. Ο λόγος της πίστης και ο λόγος της πράξης είναι “τα καλά και ωφέλιμα τοις ανθρώποις”. Πέρα από αξία της πνευματικής μαρτυρίας που νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας στην σχέση με τον Χριστό, ο απόστολος Παύλος μας υποδεικνύει ότι η χριστιανική πίστη και ζωή δεν είναι για τον εαυτό μας, ούτε εγκλωβίζεται στο “εγώ” και την ατομική μας σωτηρία, αλλά γίνεται γεγονός κοινωνίας, γεγονός συνάντησης, γεγονός αυθεντικής συνύπαρξης.
Αυτό είναι η Εκκλησία. Δεν σωζόμαστε μόνοι μας. Δεν μπορούμε μόνοι μας να ζήσουμε την αλήθεια, αλλά στην συνάντηση με τους αδελφούς μας. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την αλήθεια μας, εάν αυτή δεν επικυρώνεται από την παράδοσή μας, από το πατερικό πνεύμα, από την ιστορική πορεία του λαού του Θεού, από το άνοιγμα στον πλησίον και στον κάθε άνθρωπο, με επίγνωση όμως της διαφορετικότητάς μας και της ακρίβειας των πεποιθήσεών μας. Και την ίδια στιγμή ο παροξυσμός των καλών έργων, της έμπρακτης αγάπης, είναι το κλειδί που επιβεβαιώνει την σχέση μας με τον Χριστό!
Ο μετανεωτερικός ατομοκεντρικός πολιτισμός μας, όσο κι αν προβάλλει τα distancing της επιβίωσης, την δύναμη της εικονικής πραγματικότητας, το αίσθημα ότι υπάρχουμε για μας, δεν θα μπορέσει να δώσει νόημα ζωής στον άνθρωπο. Είναι αναίρεση της εικόνας του Θεού που είμαστε ο καθένας μας, η άρνηση του πλησίον, της γνώμης του, της κοινωνίας μαζί του. Ο Παράδεισος είναι για να πάμε μαζί και όχι μόνοι μας. Η Εκκλησία, στην πνευματική της πρόταση και εμπειρία, δεν θα πάψει να προτείνει τον άνθρωπο που κοινωνεί με τον συνάνθρωπό του τον Χριστό. Και η συνύπαρξη θέλει θυσία. Θέλει ανοχή. Θέλει όμως σταθερότητα και επιμονή στην αλήθεια, όπως την διδαχθήκαμε.
Στην παιδεία που μπορεί να συνεισφέρει η Εκκλησία και να δείξει στους ανθρώπους, μέσω των μοναστηριών και των ενοριών, μέσω της προσφοράς στην οικογένεια και την νεότητα, αλλά και στην λειτουργική της μαρτυρία, ο μετανεωτερικός ατομοκεντρικός πολιτισμός φαντάζει ισχνός και κατησχυμένος. Το ερώτημα ξαναέρχεται σε μας τους χριστιανούς: υπάρχουμε για να δείχνουμε το καλό και το αληθινά ωφέλιμο στους ανθρώπους με την πίστη και τα έργα μας ή κλεινόμαστε κι εμείς στο δικό μας θρησκευτικό εγώ, θεωρώντας ότι αρκεί να σώσουμε την ψυχή μας και όλα καλά; Ο αγώνας είναι μεγάλος. Η θεολογία όμως πρέπει να επιστρέψει. Ξεκάθαρα. Χωρίς νοθεύσεις. Χωρίς συμβιβασμούς με εύπεπτες ιδέες που ψυχολογικοποιούν την ζωή, αλλά δεν την λυτρώνουν.
Τα βιβλία με συνταγές ευτυχίας δίνουν και παίρνουν σήμερα. Μία καινούργια ειδικότητα λαϊκού ψυχολόγου με τίτλο life-coach, ο προπονητής της ζωής, αναπτύσσεται στον δυτικό κόσμο, σημάδι της ανάγκης του ανθρώπου να ξεπεράσει τους σταυρούς της ζωής, είτε υπαρκτούς είτε φοβικούς, χωρίς να τους αντιμετωπίσει. Η ευτυχία δεν είναι κατάσταση, αλλά αίσθημα. Θετική ενέργεια, ανεβασμένη διάθεση, κοιλιακή αναπνοή και, φυσικά, διαλογισμός και yoga, ώστε ο νους να αδειάζει από τις σκέψεις, συνοδεύουν το πακέτο. Για να είναι κάποιος ευτυχισμένος, δεν χρειάζεται να είναι τέλειος. Σ’ όποιον αρέσει, στο κάτω-κάτω. Αρκεί η χαρά.
Στην πίστη μας υπάρχει το “Δόξα τω Θεώ”. Υπάρχει η μετάνοια για όσα δεν μπορούμε να καταφέρουμε, η καινούργια αρχή. Υπάρχει η διάκριση των παθών μας και ο αγώνας για μεταμόρφωσή τους. Όλα αυτά όμως εντός της Εκκλησίας. Στην συνάντηση με τον πλησίον στο Σώμα του Χριστού. Στην παραίτηση από τη ατομική αυτάρκεια. Στην επίγνωση ότι τις ελλείψεις μας τις αναπληρώνει η χάρις του Πνεύματος. Ότι στους σταυρούς και στις δοκιμασίες μας είναι παρών ο Χριστός. Ότι η ευτυχία πηγάζει από την πορεία στην οδό της Βασιλείας. Ότι η αγάπη, ακόμη κι αν θέλει κόπο, ομορφαίνει την ζωή και γεννά χαρά. Ότι ακόμη και ο θάνατος, ο έσχατος εχθρός μας, έχει νικηθεί. Στην πίστη έχουμε παραιτηθεί εξ αρχής από την τελειότητα, διότι γνωρίζουμε πως αυτή είναι δωρεά του Θεού και συνίσταται στην υπέρβαση της αμαρτίας.
Ο κόσμος σήμερα, έχοντας αποτινάξει όπως πιστεύει τον ζυγό της πίστης και θεοποιώντας το “εγώ”, βάζοντας ως όριο της ύπαρξης τον θάνατο, προσπαθεί να δραπετεύσει από την αλήθεια μένοντας στον άνθρωπο ως άτομο. Από μένα εξαρτάται ο κόσμος, από μένα εξαρτάται η ζωή. Αν είμαι εγώ χαρούμενος, τότε όλα είναι καλά. Και βέβαια, οι άλλοι υπάρχουν για να υπηρετούν αυτήν την χαρά. Έτσι, από την μία κατασκευάζω έναν κόσμο σωματικά και ψυχικά στον οποίο όλα είναι χαρά, χωρίς να παλεύω να αλλάξω ούτε τον εαυτό μου ούτε την ζωή, και από την άλλη θέλω να αναγνωρίζομαι από τους άλλους ότι ξέρω να χαίρομαι και να ζω, αξιοποιώντας ό,τι μου δίδει ο πολιτισμός, χωρίς Θεό και άλλα τέτοια “ξεπερασμένα”.
Στην Εκκλησία υπάρχει ο πνευματικός πατέρας, ο οποίος δεν λειτουργεί ως life coach, αλλά ως χειραγωγός εις Χριστόν. Μας βοηθά, όχι με “μαντζούνια”, αλλά με αφετηρία την δική του πίστη και την δική του εμπειρία εν Χριστώ, να διακρίνουμε την αλήθεια, όχι για να φοβηθούμε, αλλά για να ελευθερωθούμε. Μας δείχνει τι μας χωρίζει από τον Χριστό και τον πλησίον και μας ωθεί μέσα από την πνευματική ζωή, την άσκηση, την αγάπη, κυρίως το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, να ζήσουμε την αυθεντική χαρά: αυτήν της κοινωνίας και της κοινότητας με τον Χριστό και τον πλησίον. Η ευτυχία είναι σε σχέση και όχι νοητικό ή σωματικό κατασκεύασμα. Και η ευτυχία έρχεται μέσα από την συγχώρεση για τις ατέλειες, όχι όμως μέσα από την δικαίωση γι’ αυτές.
Γι΄ αυτό στην ζωή της πίστης η ευτυχία είναι δώρο και δεδομένο. Κάθε στιγμή είναι αποκάλυψή της στην καρδιά, όταν ντυνόμαστε τον Χριστό. Στην απόσταση που μας χωρίζει από τον κόσμο, αντιτάσσουμε την προσευχή και την επίγνωση της ταυτότητάς μας. Και “έχει ο Θεός”!
Δημοσιεύθηκε στην "Ορθόδοξη Αλήθεια" στο φύλλο της Τετάρτης 22 Ιουλίου 2020
Ελένη Πολυβίου (Ελού): η Κύπρια μάνα του αγνοούμενου, που αγάπησε ακόμα και τους εχθρούς…
ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ Η Ελένη Πολυβίου (Ελού) ήταν μια αληθινή Κύπρια ασκήτρια εν τω κόσμω, που έκανε πράξη την προσταγή του Ευαγγελίου «ΑΓΑΠΑΤΕ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΗΜΩΝ» Η
Ελού αγάπησε καί πόνεσε πολύ στην ζωή της. Ο μεγαλύτερος πόνος της,
ανάμεσα στίς πολλές θλίψεις που δοκίμασε κατά τόν επίγειο βίο της, ήταν η απώλεια του πρωτόκου γυιου της Γεωργίου, κατά τήν τουρκική εισβολή στην Κύπρο, τό καλοκαίρι του 1974. Ένας πόνος, πού, μέσα από τήν πίστη, μεταμορφώθηκε σέ αληθινή αγάπη καί προσευχή γιά όλους. Έμαθε τόν πόνο καί τήν θλίψη της νά τα κάνη προσευχή καί όχι κατάθλιψη καί απελπισία.
Καί
άρχισε μέ τήν συμβουλή ενός καλού Πνευματικού πού είχε, νά κάνη κάθε
Σάββατο πρόσφορο. Καί τό πήγαινε πρωί-πρωί, από τό χάραμα, στό
Μοναστήρι καί έλεγε: «Οι υπόλοιπες γυναίκες, όταν τελειώνη η
Λειτουργία του Σαββάτου ["Ν": που τελείται υπέρ των κεκοιμημένων, αντίθετα από της Κυριακής, που είναι αναστάσιμη], θά πάνε στον τάφο του παιδιού τους, στον τάφο
του ανδρός τους νά κάνουν τρισάγιο. Εγώ ούτε τάφο δεν έχω γιά τόν γυιό
μου. Ούτε ξέρω αν πέθανε. Γι' αυτό κάνω αυτό τό πρόσφορο καί τό προσφέρω
στον ιερέα γιά νά τό προσφέρη στον Χριστό μας. Καί θά τόν παρακαλώ:
“Χριστέ μου, αν ο γυιός μου ζή, φώτισε τον νά κρατηθή στην πίστη του. Εκεί που βρίσκεται νά είναι κοντά Σου. Αν έχη κοιμηθή, φώτισε τον
αιώνια καί φώτισε μας καί εμάς νά τόν μνημονεύουμε.Εσύ ξέρεις αν είναι
ζωντανός ή κεκοιμημένος”».
Κάποια φορά έγραψαν
κάποιες εφημερίδες ότι μερικοί αγνοούμενοι ζούνε καί μερικούς από αυτούς
τους υποχρέωσαν οι Τούρκοι νά παντρευτούν Τουρκάλες. Τό διάβασε αυτό η
γιαγιά η Ελού καί θορυβήθηκε καί είπε στον π. Νεόφυτο: «Νά κάνης μία
Παράκληση στον Άγιο Γεώργιο γιά τον Γιώρκο μου. “Ως των αιχμαλώτων
ελευθερωτής…” δεν είναι; Αν ο γυιός μου είναι ζωντανός καί αλλαξοπίστησε,
καλύτερα νά τόν θερίση από αυτήν τήν ζωή. Εγώ τον θέλω τον γυιο μου ζωντανό, αλλά Ορθόδοξο». Φτωχή
γυναίκα ήταν, ένα πρόσφορο έκανε, καί έκανε καί τήν δική της καρδιά
πρόσφορο, τήν προσέφερε στό Χριστό καί ο Χριστός έκανε τόν πόνο της χαρά
καί όποιος τήν επλησίαζε εισέπραττε αυτή τήν χαρά από τήν Ελού. Καί
έφευγε από κοντά της αναπαυμένος καί χαρούμενος. Γι’ αυτό καί ήταν
μαγνήτης. Σιγά-σιγά αυτή η γυναίκα απόκτησε πολλή χαρά. Τόση χαρά απόκτησε πού έλεγε: «Κύριε, ελέησον. Μά πόση χαρά έχω μέσα στην καρδιά μου. Ιδιαίτερα στην θεία
Λειτουργία! Εκείνη τήν ώρα γεμίζει φως ο νους μου καί βλέπω μέσα μου
χιλιάδες ονόματα. Καί αρχίζω καί τά διαβάζω. Συλλαβιστά-συλλαβιστά, όπως
μπορώ, νά διαβάζω». Αποτέλεσμα αυτής της χαράς πού ζούσε,
άρχισε νά μοιράζη η ίδια χαρά στους πιστούς. Τήν πλησίαζαν νέοι που
κατάλαβαν τήν αρετή της, καί πήγαιναν καί τής φιλούσαν τό χέρι. Καί τους
έλεγε: «Γυιέ μου, εκατομμύρια ευχές νά έχετε. Εκατομμύρια
εκατομμυρίων». Μέσα στην Εκκλησία έβλεπες όλες τίς γυναίκες νά είναι
γύρω από τήν Ελού. Οι νέες νά τήν έχουν κοντά τους, νά τήν παίρνουν
στίς αγρυπνίες, νά τής δείχνουν πολύ σεβασμό καί νά τήν έχουν ως ένα
πρότυπο χαριτωμένης γυναίκας [χαριτωμένης = με τη χάρη του Θεού μέσα της].
Κάθε Σάββατο, αλλά καί άλλες μέρες,
πήγαινε μέ τά πόδια στό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Κοντού στην
Λάρνακα, γιά νά καθαρίση τό ναό. Ο μακαριστός πατήρ Νικόλαος, ιερέας του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου, ανέφερε στή νύφη της Στέφη ότι καθάριζε τό
ναό περισσότερο μέ τά ρούχα της, αφού ήταν γονατιστή όσο καθάριζε τό
πάτωμα. Όταν η ηλικία καί η υγεία της δέν της επέτρεπαν νά πηγαίνη
περπατητή στον Άγιο Γεώργιο, ξεκινούσε, καί στον δρόμο πάντοτε κάποιον
εύρισκε, γνωστό η άγνωστο, που τήν μετέφερε. Όταν έφθανε στην πόρτα του
ναού, γονάτιζε καί πήγαινε γονατιστή μέχρι τήν εικόνα του Αγίου, όπου
τόν παρακαλούσε γιά τόν αγνοούμενο γυιό της. Είχε αποθέσει όλες
τίς ελπίδες της γιά τήν ανεύρεση του γυιου της στον άγιο Γεώργιο, καί ο
Άγιος δέν έμεινε απαθής άπό αυτή τήν συνεχή παράκληση της πονεμένης
μάννας. Μία μέρα, καθώς ευρίσκετο στό Μοναστήρι, είδε τόν Άγιο
καβάλα στό άλογο του φέρνοντας μαζί του τό αγνοούμενο παιδί της γιά νά
τό δη η Ελένη. Αυτό τό ανέφερε σε μία γνωστή της, τήν οποία παρακάλεσε
νά μήν τό πή στή νύφη της γιά νά μήν στενοχωρηθή. Μετά τόν πόλεμο του 1974 κρατούσαν αρκετούς Τουρκοκύπριους αιχμαλώτους σε ένα γειτονικό σχολείο. Η γιαγιά Ελένη, παρά τόν πόνο του χαμένου παιδιού της, φιλοξενούσε τίς Τουρκοκύπριες πού
πήγαιναν νά δουν τους δικούς τους. Όχι μόνο δέν μνησικακούσε [=δεν τις μισούσε], αλλά τους
έδινε νερό καί τρόφιμα νά πάνε στους αιχμαλώτους συγγενείς. Αρκετές
ήταν οι φορές πού η ίδια μαζί με τον σύζυγό της επεσκέπτοντο τους
αιχμαλώτους.
Απόσπασμα από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄, Άγιον Όρος, έκδοση Ι. Ησυχαστηρίου “Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος”, Μεταμόρφωση Χαλκιδικής.
Ανδριάνα Μάρκου: «Κοιμόμουν σε ένα παλιό ρούχο στο πάτωμα και για φαγητό μου πετούσαν ένα κομμάτι ψωμί»
ΜΗΤΕΡΙΚΟ Η ζωή ορισμένες φορές δεν είναι δίκαια σε όλους μας. Μια από τις πιο ταλαιπωρημενες γυναίκες είναι και η Ανδριάνα Μάρκου. Ένας υπέροχος άνθρωπος στον οποίο η ζωή αλλά και οι ίδιοι οι γονείς του, έδειξαν από την πιο τρυφερή ηλικία το πιο σκληρό τους πρόσωπο. Η ιστορία αυτής της γυναικάς είναι συνταραχτική και η στάση της δείχνει σε όλους μας το πόσο στιβαρός χαρακτήρας είναι. Η κυρία Ανδριάνα Μάρκου είπε: «Γεννήθηκα στις 4/1/1926 στον Μαραθόβουνο (κατεχόμενο χωριό της Μεσαορίας) και σήμερα ζω στο Κίτι της επαρχίας Λάρνακας. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν κάτι περισσότερο από εφιαλτικά. Η μητέρα μου ήταν η πιο πλούσια στο χωριό αλλά αγάπησε έναν πολύ φτωχό νέο και επειδή οι γονείς της δεν τον ήθελαν, την έκλεψε. Θεώρησαν μεγάλη προσβολή αυτό που έκανε η κόρη τους και την αποκλήρωσαν. Δεν δέχτηκαν να μας δουν ποτέ στη ζωή τους, ούτε να μας βοηθήσουν. Όταν η μητέρα μου γέννησε το τρίτο της παιδί, ο πατέρας μου αποφάσισε να πάει στην Αυστραλία. Οι γονείς της όταν το έμαθαν, βρήκαν τον πατέρα μου και του είπαν: «Θα σου δώσουμε εμείς τα χρήματα για να πας στην Αυστραλία αλλά με τον όρο να μην γυρίσεις ποτέ ξανά πίσω». Ήμουν δυο ετών τότε. Ποτέ δεν έστειλε ένα γράμμα ή χρήματα. Δεν μάθαμε ποτέ αν έκανε άλλα παιδιά, άλλη οικογένεια. Πεινούσαμε και η μάνα μου αποφάσισε να στείλει την μεγάλη μου αδελφή (ήταν 7 ετών τότε) στην Λεμεσό ώστε να εργαστεί ως υπηρέτρια σε ένα παντρεμένο ζευγάρι. Εμένα με έστειλε στον παππού μου (πατέρα του πατέρα μου) και την μικρή μας αδελφή την πήρε μαζί της. Πήγαν στην Αμμόχωστο γιατί εκεί θα έβρισκε εύκολα δουλειά. Τα καλά φτωχικά χρόνια της ζωής της Κοντά στον παππού μου ζούσα καλά, φτωχικά αλλά καλά. Όταν έγινα 5 ετών, η γιαγιά μου αρρώστησε και ο παππούς μου δεν μπορούσε να φροντίζει και τις δυο, είχε όμως ήδη μεγαλώσει και δυσκολευόταν αρκετά. Κάποια στιγμή η μητέρα μου επικοινώνησε μαζί του και του ζήτησε να με πάρει στην Αμμόχωστο για να με δει. Ο παππούς με πήρε και η μάνα μου του είπε πως αποφάσισε να με δώσει σε μια οικογένεια στη Λεμεσό. Εκείνος δεν ήθελε αλλά η μάνα μου επέμενε. Έτσι, πήγα στη Λεμεσό. Δυστυχώς όμως, αυτοί οι άνθρωποι δεν μου φέρονταν καλά, μου πετούσαν ένα κομμάτι ψωμί να φάω και δεν με άφηναν να καθίσω στο τραπέζι μαζί τους αλλά έξω στην αυλή. Κοιμόμουν στο πάτωμα, πάνω σε ένα κομμάτι ρούχο. Μου φώναζαν επειδή δεν έκανα όλες τις δουλειές του σπιτιού. Ήμουν όμως 5 χρονών και δεν μπορούσα να καθαρίζω ολόκληρο το σπίτι. Εκεί πέρασα τα χειρότερα χρόνια της ζωής μου… Όταν έγινα 7 ετών, άρχισα να κάνω λίγη παρέα με τις υπηρέτριες των διπλανών σπιτιών. Κάθε μέρα μου έλεγαν: «Πρέπει να φύεις να γλυτώσεις. Να πάεις στην αστυνομία τζιαι να τους τα πεις ούλλα». Ένα πρωινό που έφυγαν όλοι από το σπίτι, το έσκασα… Περπατούσα αρκετές ώρες και ρωτούσα τους περαστικούς να μου πουν που είναι το αστυνομικό τμήμα. Είπα με κάθε λεπτομέρεια στους αστυνομικούς τι περνούσα και τους ζήτησα να με στείλουν πίσω στον Μαραθόβουνο, στον παππού μου. Εκείνοι όμως, ήθελαν να με στείλουν στην μητέρα μου. Αφού την ενημέρωσαν, με έβαλαν μέσα σε ένα λεωφορείο και με έστειλαν στην Αμμόχωστο. Όταν έφτασα, δεν ήταν εκεί η μητέρα μου και κάθισα σε μια γωνιά να την περιμένω. Λίγο πιο κάτω, καθόταν μόνο του ένα κοριτσάκι. Μετά από αρκετή ώρα, πήγα κοντά του και το ρώτησα ποιον περιμένει. Εκείνη μου απάντησε: «Καρτερώ την αλφή μου, την Ανδριάνα». Έβαλα τα κλάματα και την αγκάλιασα. Της είπα: «Παναΐα μου! Εσού είσαι η αλφή μου». Ο παππούς είχε μεγαλώσει πλέον
Έμεινα μόνο ένα βράδυ μαζί τους. Το πρωί η μητέρα μου με έστειλε στον παππού μου. Δυστυχώς όμως, ο παππούς μου μεγάλωσε και δεν μπορούσε. Ήταν διαφορετικά αυτή τη φορά… Ο παππούς μου ζητιάνευε για να με μεγαλώσει. Έμεινα πολύ λίγο καιρό κοντά του, αναγκαστικά έπρεπε να πάω στην μητέρα μου. Η ζωή με την μητέρα μου ήταν ακόμα πιο δύσκολη… Κάθε μέρα πηγαίναμε μαζί της στην αποθήκη που δούλευε. Από το πρωί μέχρι να σχολάσει, την περιμέναμε έξω. Παίζαμε με την αδελφή μου αλλά και με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Μια εβδομάδα αργότερα, μια κυρία που περνούσε συχνά και μας έβλεπε, με πλησίασε και με ρώτησε γιατί ήμουν κάθε μέρα εκεί. Όταν της εξήγησα, με ρώτησε αν θέλω να πάω μαζί της και ζήτησε να δει τη μητέρα μου. Είπε στην μητέρα μου πως ήθελε να με πάρει μαζί της, να μείνω στο σπίτι της. Εκείνη με έδωσε και μάλιστα με μεγάλη χαρά. «Εκεί είδα αλλά και ένιωσα για πρώτη φορά τι θα πει πραγματική οικογένεια» Ήταν δασκάλα και ο άντρας της ήταν φαρμακοποιός. Ζούσαν στην Λάρνακα και με φρόντιζαν σαν δικό τους παιδί. Με έβαζαν μάλιστα, να κοιμηθώ μαζί με το παιδάκι τους. Εκεί είδα αλλά και ένιωσα για πρώτη φορά τι θα πει πραγματική οικογένεια. Μακάρι να έμενα για πάντα αλλά δυστυχώς, μετά από 5 χρόνια, όταν απέκτησαν ακόμα ένα παιδάκι, έφυγα. Συνέβησαν πάρα πολλά και ήταν τότε που ξέσπασε ο παγκόσμιος πόλεμος, ήταν το 1940 και δεν θυμάμαι πως και γιατί έφυγα. Πήγα πίσω στην μητέρα μου αλλά μετά από μερικές εβδομάδες, με έδωσε σε μια άλλη οικογένεια που είχαν ήδη δυο παιδιά. Θυμάμαι μάλιστα ότι ο άντρας εκείνης της κυρίας, που μετά την έλεγα θεία, ήταν κωμοδρόμος στο επάγγελμα. Με είχαν καλά και ήθελα να μείνω κοντά τους αλλά όταν έγινα 14 ετών, η μητέρα μου ήρθε να με πάρει γιατί ήθελε να με παντρέψει. Είχε συμφωνήσει μαζί με τους γονείς του γαμπρού. Η θεια μου (η γυναίκα που έμενα σπίτι της) της έλεγε πως ήμουν πολύ μικρή και πως ήταν λάθος αλλά εκείνη επέμενε. Δεν ήθελα ούτε εγώ να παντρευτώ αλλά δεν τόλμησα ποτέ να της το πω. Εκείνος ήταν 19 ετών και ήταν από την Καρπασία. Επειδή ήμουν πολύ μικρή, δεν δεχόταν ο ιερέας να με παντρέψει και η μητέρα μου έβγαλε ψεύτικο χαρτί ότι ήμουν 16 ετών. Τότε με πάντρεψαν. Η γνωριμία με την αδερφή της Με τον άντρα μου αποκτήσαμε 6 παιδιά, το πρώτο μου παιδί το γέννησα στα 16. Περάσαμε δύσκολα χρόνια, αν και ήταν αστυνομικός στο επάγγελμα, έπρεπε να δουλεύω για να μπορέσουμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας. Τα πρώτα χρόνια μέναμε μαζί με την μάνα μου, την αδελφή μου και τον αρραβωνιαστικό της. Η μητέρα μου το ζήτησε και σκέφτηκα ότι πιθανόν να είχε μετανιώσει και να στεναχωριόταν που πέρασα τόσο χρόνια μακριά της και μάλιστα τόσο δύσκολα. Τότε ήταν που γνώρισα και την μεγαλύτερη αδελφή μου. Σήμερα… Με τα παιδιά μου, τα εγγόνια και τα δισέγγονά μου, αισθάνομαι τόσο όμορφα και τόσο ήρεμα. Με αγαπούν όλοι τόσο πολύ και ποτέ δεν μου χαλάνε κανένα χατίρι. Μεγάλωσα με αξιοπρέπεια τα παιδιά μου και είμαι πολύ περήφανη, αυτά μου δίνουν δύναμη και γι΄αυτό είμαι ακόμα ζωντανή! Καίγεται η ψυχή μου κάθε φορά που ακούω ότι χώρισε ένα ζευγάρι και ανάλαβε τα παιδιά τους το γραφείο ή τα άφησαν στους γονείς τους. Σας παρακαλώ μην εγκαταλείπετε τα παιδιά σας, να σκέφτεστε πως πρώτα πρέπει να είναι αυτά καλά και μετά εσείς. Σας το λέει ένας άνθρωπος που τόσο πολύ έχει πληγωθεί και που ακόμα και τώρα, 92 χρόνια μετά, τα θυμάται έντονα και οι πληγές πονάνε ακόμα». Πηγή: Ενημερωτικό.gr
«...... Throughout the period of the siege of Constantinople, the trapped worshippers of the city participated in the Divine Liturgy
and the Prayer of the Hours at the Hagia Sophia and the church formed a
safe-haven and a refuge for many of those who were unable to contribute
to the city's defence, which comprised women, children, elderly, the
sick and the wounded.
Being trapped in the church, the many congregants and yet more refugees
inside became spoils-of-war to be divided amongst the triumphant
invaders. The building was desecrated and looted, with the helpless
occupants who sought shelter within the church being enslaved.
While most of the elderly and the infirm/wounded and sick were killed,
and the remainder (mainly teenage males and young boys) were chained up
and sold into slavery.
The church's priests and religious personnel continued to perform
Christian rites, prayers and ceremonies until finally being forced to
stop by the invaders.
When Sultan Mehmed and his entourage entered the church, he ordered that it be converted into a mosque at once. One of the ʿulamāʾ (Islamic scholars) present climbed onto the church's ambo and recited the shahada ("There is no god but God, and Muhammed is his messenger"), thus marking the beginning of the conversion of the church into a mosque. ......»
Οι
μεγάλοι (και αγαπημένοι του λαού μας) άγιοι, που συνθέτουν ένα μεγάλο
εορταστικό επταήμερο. Αυτό το επταήμερο δεν επιτρέπεται να το ξεχάσουμε,
δεν επιτρέπεται να το αγνοούν τα παιδιά σας / τα παιδιά μας. Είναι
κομμάτι της καρδιάς του πολιτισμού μας, παράγοντας ποιότητας ζωής,
σημείο αντίστασης στην αλλοτρίωση, στην υποδούλωση, στη νέα τάξη
πραγμάτων. Γι' αυτό, παρακαλώ (οπωσδήποτε όμως), ένα κλικ αγάπης και
ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας στις αναρτήσεις που περιλαμβάνονται σ' αυτό το
αφιέρωμα. Έτη πολλά κι ευλογημένα - και καλό παράδεισο σε όλους - με
τις πρεσβείες των αγίων μας. Αμήν.
Γνωρίζουμε τή βαθιά θεολογία καί ἀξία τῆς Ἑλληνικῆς κλασσικῆς μουσικῆς που ἀκουγόταν στήν Ἁγία Σοφιά, τή λεγόμενη καί βυζαντινή μουσική;
Εἴναι ἄραγε τυχαῖο ὄτι οἱ καλύτεροι κατασκευαστές παραδοσιακῶν ὀργάνων
ὄπως τό κανονάκι καί ἡ πολίτικη λύρα εἶναι στήν Τουρκία; Μαζί μέ τήν
παραδοσιακή μουσική καί τούς Ἑλληνικούς χορούς δέ θά ἦταν σημαντικό νά
τή μαθαίνουν τά νέα παιδιά (π.χ. στό σχολεῖο) αλλά καί οἱ μεγαλύτεροι;
Ἔχουμε ανακαλύψει το νόημα,
το φιλοσοφικό και θεολογικό βάθος, καθώς και τη θεραπευτική δύναμη που
κρύβει η καλλιτεχνική τεχνοτροπία που κοσμεί την Αγιά Σοφιά, τη ζωγραφική τέχνη των Ρωμιών (Βυζαντινών) τήν ὀποία ἔχουν ὑπηρετήσει φιλοτεχνώντας μοναδικά ἕργα παλαιοί μάστορες ὄπως ὁ Μανουήλ Πανσέληνος ἤ ὁ Ρῶσος Ἅγιος Ἀντρέϊ Ρουμπλιόφ (Андре́й Рублёв), ἀλλά καί πολλοί νεώτεροι καί σύγχρονοι ὄπως ὁ Γιώργος Κόρδης;
Ο Παγκρήτιος
Σύνδεσμος Θεολόγων συμμερίζεται τη θλίψη ολόκληρου του ελληνισμού και ιδιαιτέρως
των Ορθοδόξων χριστιανών, για την προκλητική απόφαση του τουρκικού κράτους, με πρωταγωνιστή
τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, να μετατρέψει ξανά τον ιερό ναό
της Αγίας του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη σε μουσουλμανικό τέμενος, ενώ
λειτουργούσε ως μουσείο από τον Φεβρουάριο του 1935.
Όσο κι αν θεωρείται η
πρόταση Ερντογάν πολιτική κίνηση, δεν παύει να καλλιεργεί τον θρησκευτικό
φανατισμό και την επεκτατική επιθυμία των πλέον υποβαθμισμένων εκ των
μουσουλμανικών λαών σε μορφωτικό επίπεδο και ποιότητα ζωής στο εσωτερικό της
Τουρκίας και σε ολόκληρο τον κόσμο. Το ανησυχητικό είναι ότι πρώτος στόχος
αυτού του φανατισμού και του επεκτατισμού είναι η πατρίδα μας. Ιδιαιτέρως στη
μεγαλόνησο Κρήτη έχουμε βιώσει στο έπακρο τη σκληρότητα και την αρπακτική
διάθεση της γείτονος χώρας, που μεθοδεύει την αναβίωση του αρχικού, πολεμικού
και επεκτατικού Ισλάμ. Για τους λόγους αυτούς απαιτείται επαγρύπνηση, παράλληλα
με την πνευματική τροφοδοσία και στήριξη του λαού μας.
Αναφορικά με τον ναό
της Αγίας του Θεού Σοφίας, το αριστούργημα αυτό της αρχιτεκτονικής είναι δημιούργημα
της Ορθόδοξης χριστιανικής πνευματικότητας με τη δική του ιστορία και ταυτότητα.
Ο αρχικός ναός θεμελιώθηκε από τον Μ. Κωνσταντίνο ο οποίος τον αφιέρωσε στην
Αγία του Θεού Σοφία, δηλαδή στον Ιησού Χριστό ο οποίος είναι ο Υιός και Λόγος
του Θεού Πατρός, η ενυπόστατη Σοφία Του. Αυτή η αφιέρωση δεν είναι τυχαία, διότι
ο Μ. Κωνσταντίνος χωρίς ακόμη να είναι χριστιανός, είχε αρχίσει να αποκτά προσωπική
σχέση με τον Χριστό, αρχικά με το όραμα του Τιμίου Σταυρού και την υπόδειξη «Εν
Τούτω Νίκα», κατά την αναμέτρησή του με τον Μαξέντιο στη Μουβλία Γέφυρα το 312
(μ.Χ.).
Εν συνεχεία, υπό την επίδραση των συμβουλών και των θαυμάτων του αγίου
Σιλβέστρου Πάπα Ρώμης (ο οποίος τελικά τον βάπτισε χριστιανό) έκτισε ή
θεμελίωσε επτά ναούς αφιερωμένους στις εορτές του Χριστού και των αγίων
μαρτύρων, όπως τον Ναό του Σωτήρα Χριστού στη Ρώμη, αναγνωρίζοντας επίσημα ότι
με τη δύναμή Του αναδείχθηκε αυτοκράτορας και με αυτήν θα επιδιώξει να κυβερνήσει
τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Γι’ αυτό ιδρύοντας το 330 τη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη,
την αφιέρωσε στην Θεοτόκο και τον ναό της στην Σοφία του Θεού, τον Ιησού
Χριστό, δίνοντας το στίγμα σε όλους τους κατοπινούς αυτοκράτορες ότι πάνω από
τη δική τους εξουσία είναι η δύναμη και η ευλογία του αληθινού Θεού, του Ιησού
Χριστού.
Έτσι στο υπερχιλιετές
ιστορικό διάβα της Βασιλεύουσας, ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας έγινε το
κέντρο ζωής και αναφοράς των χριστιανών για τη δοξολογία του Τριαδικού Θεού στα
γεγονότα του θριάμβου και της χαράς, καθώς και για την ικεσία στις στιγμές της
αγωνίας και των συμφορών του γένους.
Ο ναός υπέστη καταστροφές.
Οικοδομήθηκε εκ νέου με εντολή και επίβλεψη του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Την κατασκευή ανέλαβαν οι ονομαστοί
αρχιτέκτονες Ανθέμιος ο Τραλλιανός και Ισίδωρος ο Μιλήσιος. Επί έξι χρόνια περί
τους 10 χιλιάδες τεχνίτες κατεργάστηκαν τα πιο φημισμένα μάρμαρα από τη Μάνη,
την Κάρυστο, τη Φρυγία και την Αίγυπτο. Τον διακόσμησαν με χρυσό, ασήμι και
ελεφαντόδοντο. Μετά από χρόνια ο ναός απέκτησε εκπληκτικά ψηφιδωτά και αγιογραφίες,
όπως της Δεήσεως, της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας, του Χριστού Παντοκράτορα, το
ψηφιδωτό του αυτοκράτορα Λέοντα Στ΄ του Σοφού να ικετεύει γονυπετής τον Ιησού
Χριστό. Ο ναός συλήθηκε από τους Σταυροφόρους το 1204. Κατά την Άλωση της Πόλης το 1453 οι μουσουλμάνοι
ασβέστωσαν τις αγιογραφίες του, επειδή το Κοράνιο θεωρεί (εσφαλμένα) ως βλασφημία
την απεικόνιση του Θεού. Το θέμα είχε ήδη επιλύσει οριστικά η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδοςτο 787.
Από τα ενδεικτικά στοιχεία φαίνεται πως ο ναός της Αγίας
του Θεού Σοφίας είναι μνημείο Ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως, Θεολογίας, τέχνης, ιστορίας και πολιτισμού. Αυτή είναι η
ταυτότητά του. Η UNESCO τον κατέταξε μεταξύ των μνημείων της παγκόσμιας
κληρονομιάς στις 6 Δεκεμβρίου 1985. Πέρα όμως από όλα αυτά, ο ναός της του Θεού
Σοφίας είναι ο χώρος που σμιλεύτηκε το Ορθόδοξο ήθος, διότι με κέντρο αυτό τον
ναό οι Βυζαντινοί ανέπτυξαν Χριστοκεντρική συνείδηση μέσα από τα κηρύγματα των
αγίων Πατέρων, βασισμένα στο γεγονός ότι ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, για να
γίνει ο άνθρωπος κατά Χάριν Θεός.
Με αυτή τη βάση
οι Βυζαντινοί βίωναν και αναγνώριζαν πως η καταξίωση του ανθρώπου, από τον πρώτο
άρχοντα μέχρι και τον τελευταίο αρχόμενο, παρά τις όποιες αδυναμίες και
μικρότητες, απορρέει από τη δοξολογία του αληθινού Θεού και από την αδιάλειπτη κοινωνία
του με τον Χριστό και την Υπεραγία Θεοτόκο. Γι’ αυτό επικεντρώνεται η προσοχή
τους στο να εκφράζονται θεοπρεπώς με τον λόγο και τα θαυμαστά έργα τέχνης. Αυτή
τη θεοπρέπεια να την εκπέμπουν και να τη μεταδίδουν με σεβασμό προς την
ελευθερία ανθρώπου. Έτσι, για παράδειγμα, στις αγιογραφίες και τα ψηφιδωτά τους
το ανθρώπινο κάλλος και η ωραιότητα της φύσεως σμικρύνονται για να μετέχουν,
μόνο όσο είναι αναγκαίο, στο να αποδοθεί, με προσευχή και νηστεία, το κάλλος του
Θεού, που λειτουργεί με άκρα ταπείνωση και συγκατάβαση χάριν της σωτηρίας του
ανθρώπου και του κόσμου.
Με την ίδια
θεολογική βάση οι Βυζαντινοί εκφράζονται επίσης και ως προς τη μετάδοση και τη
διαφύλαξη της αποκεκαλυμμένης αλήθειας που παρέλαβαν. Την περιφρουρούν, «επόμενοι
τοις αγίοις Πατράσιν» και αγωνίζονται ενάντια στην παραχάραξη ακόμη και μιας
λέξης. Ταυτοχρόνως, προβάλλουν τους αγίους ασκητές και μάρτυρες αυτής αλήθειας
ως γνήσιους εκφραστές της και αξιολογούν την προσωπική κατά Χάριν Θέωση ως
ανώτερη από τα παλάτια των πορφυρογέννητων.
Δίνοντας την προτεραιότητα στην
ευλογία του Χριστού και της Θεοτόκου ενδυναμώνονται να αντιμετωπίσουν τη ζωή
και αξιώνονται να βιώσουν, όπως καταγράφουν, ολοζώντανα θαύματα που ανατρέπουν
τα αδιέξοδα, διότι «όπου Θεός βούλεται νικάται φύσεως τάξις». Αυτό διδάσκει η
Υπέρμαχος Στρατηγός τους, η Υπεραγία Θεοτόκος. Τον θεούμενο χριστιανό
περιγράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος «βασιλέα των επί γης, βασιλευόμενον
άνωθεν, επίγειον και ουράνιον, πρόσκαιρον και αθάνατον, ορατόν και νοούμενον,
μέσον μεγέθους και ταπεινότητος, τον αυτόν πνεύμα και σάρκα... ζώον ενταύθα
οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον και — πέρας του μυστηρίου — τη προς
Θεόν νεύσει θεούμενον» (Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΜΕ' 7).
Το θεούμενο ήθος που
εκπέμπει ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας είναι αδύνατο να εκφραστεί σε ένα τζαμί
ή σε ένα μουσείο. Κι αυτό, διότι το μεν Ισλάμ αρνείται ότι ο Ιησούς Χριστός είναι
ο Υιός του Θεού και επομένως αρνείται τη Θεότητά Του και την εν Χριστώ σωτηρία.
Από την άλλη, η εν Χριστώ σωτηρία και τα έργα που την προσεγγίζουν δεν είναι
δυνατόν να γίνουν μουσειακό έκθεμα, νεκρό και παρωχημένο, διότι αφορούν στο
σήμερα διηνεκώς «ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Β΄Κορ.
6,2). Ο εν λόγω ναός είναι χώρος της ζωντανής λατρείας του μόνου και αληθινού
Τριαδικού Θεού, και το ορθό αίτημα θα ήταν να αποδοθεί στον πραγματικό
ιδιοκτήτη του, την Ορθόδοξη Εκκλησία και συγκεκριμένα στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ώστε να ξαναρχίσει να τελείται σ’ αυτόν η Θεία Λειτουργία,
την οποία διέκοψαν βίαια και αιματοκύλησαν τα στίφη των τότε κατακτητών. Αν
μάλιστα συνέβαινε κάτι τέτοιο, είμαστε βέβαιοι ότι η ανθρωπότητα θα έβλεπε (για
πρώτη φορά μετά από αιώνες) τι σημαίνει στην πραγματικότητα η Αγία Σοφία. Και
θα ένιωθε όπως κάποτε οι από βορράν απεσταλμένοι ενός αρχαίου βασιλιά, που
μετέφεραν την Ορθοδοξία στη χώρα τους, διαβεβαιώνοντας ότι «δεν εγνώριζαν αν
βρίσκονταν στη γη ή στον ουρανό». Το ίδιο θα έβλεπε και ο λαός μας, που θα είχε
καταγάγει μια νίκη, σε συμβολικό έστω επίπεδο, μετά από αλλεπάλληλες ήττες, που
τον έχουν υποβιβάσει σε κατάσταση δυστυχίας και απελπισίας.
Δυστυχώς, όλα
αυτά είναι «όνειρα θερινής νυκτός» (νυκτός του Ιουλίου), εφόσον το ίδιο το
ελληνικό κράτος διακατέχεται από άλλο ήθος και αυτό το εκφράζει παντοιοτρόπως. Κραυγαλέες
ενδεικτικές περιπτώσεις είναι η προσπάθεια αλλαγής της Ορθόδοξης φυσιογνωμίας
του μαθήματος των Θρησκευτικών σε διδασκαλία των θρησκειών ισότιμων με την
Ορθοδοξία, καθώς και η ίδρυση Τμήματος Μουσουλμανικών Σπουδών μέσα στην ίδια
την Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης και όχι ανεξάρτητα από αυτήν. Επίσης,
το κράτος μέσω των αρμοδίων υπηρεσιών του, έχει αφαιρέσει πλήθος ναών από τη
δικαιοδοσία της Ορθόδοξη Εκκλησίας, τους έχει τιτλοφορήσει «αρχαιολογικούς
χώρους» και παρεμποδίζει την τέλεση της Θείας Λειτουργίας στο εσωτερικό τους,
ενώ συχνά απαιτεί να πληρώνουν εισιτήριο οι προσκυνητές για να εισέλθουν σε
αυτούς. Τους έχει μετατρέψει δηλαδή από ζωντανούς (όπως ήταν επί σειρά αιώνων και
μέχρι πρόσφατα) σε νεκρούς.
Η σύγχρονη Ελλάδα
πνευματικά αλληθωρίζει: Με το ένα μάτι αντιγράφει πιστά τον ατομοκεντρικό
Δυτικό πολιτισμό που διέπεται από τις αρχές του τυπικά άθεου Διαφωτισμού, που όμως
λατρεύει το χρήμα και το συμφέρον, τη δε στυγνή και απάνθρωπη συμπεριφορά του
έχει γευτεί επανειλημμένα η ανθρωπότητα. Από το άλλο μάτι, η σύγχρονη Ελλάδα θυμάται
τις αξίες της ευκαιριακά, όπως με αφορμή τη γνωστή προκλητική
απόφαση του Ερντογάν, τον υπόλοιπο όμως καιρό τις υποτιμά ως απόδειξη εξυπνάδας
και προόδου.
Έτσι, ο λαός μας
σε μεγάλο βαθμό, ενώ εκφράζει την αγανάκτησή του σχετικά με την Αγία Σοφία,
αγνοεί απελπιστικά εκείνη την πολιτισμική και πνευματική παράδοση που
δημιούργησε την Αγία Σοφία, δηλαδή την ίδια την δική του πνευματική και
πολιτισμική παράδοση, που στοχεύει στο να ενώσει κατά Χάριν τον άνθρωπο με το
Θεό. Αυτός ο στόχος εκφράζεται επίσης και με την οικοδόμηση μεγαλοπρεπών
μνημείων και αριστουργημάτων αρχιτεκτονικής. Επιπλέον η Ορθόδοξη παράδοση τον διασώζει
στα ανυπέρβλητα έργα της εκκλησιαστικής υμνογραφίας που δεν έπαψαν να ψάλλονται
στους ορθοδόξους ναούς όλων των λαών. Οι διδασκαλίες των αγίων Πατέρων της
Εκκλησίας δεν χάθηκαν από τα βιβλία. Στις πόλεις, τα χωριά και τις ιερές μονές
μας, ευτυχώς ακόμη δεν έπαψαν να ζουν συνεπείς χριστιανοί, φλεγόμενοι από
ταπεινή πίστη και ανιδιοτελή αγάπη, οι οποίοι, μέσα στις αντιξοότητες και τα
βάσανα της ζωής, πλησιάζουν τον Θεό εν Χριστώ και γίνονται άγιοι, ακριβώς
όμοιοι με τους αγίους που έζησαν κατά τα αρχαία χριστιανικά και τα βυζαντινά
χρόνια και για τους οποίους διαβάζαμε κάποτε στα εκκλησιαστικά κείμενα…
Όλα αυτά υπήρξαν
και υπάρχουν, διατηρώντας ζωντανά όλα όσα εξέφραζε η Αγία του Θεού Σοφία, όμως
σήμερα ποιος τα γνωρίζει; Βυθισμένος στην άγνοια, την παρανόηση και τη συνακόλουθη
αδιαφορία, ο λαός μας (κάποτε θα λέγαμε «ο ορθόδοξος χριστιανικός λαός μας»)
ολοένα και περισσότερο χάνει την ταυτότητα και τις ρίζες του, την ελευθερία,
την αξιοπρέπεια και την ελπίδα του, όχι στο έδαφος κάποιας οθωμανικής
αυτοκρατορίας, αλλά στην υποτιθέμενη ελεύθερη Ελλάδα, στην οποία σήμερα
αντικρίζουμε κροκοδείλια δάκρυα για έναν θησαυρό, που εκλάπη από τους προγόνους
μας πριν από πέντε αιώνες, σαν να τον χάσαμε σήμερα.
Ας οπλιστούμε
λοιπόν με την πνευματική πανοπλία και ας αναλάβουμε τα συμβολικά όπλα της
δικαιοσύνης, της πίστης και της αγάπης (που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη,
π.χ. Προς Εφεσίους 6, 10-20), ας επιστρέψουμε στις εκκλησίες μας,
εξομολογούμενοι και κοινωνώντας τα άχραντα μυστήρια, και ας είμαστε σε εγρηγορση.
Και, αν στα παραπάνω λόγια τα παιδιά μας έχουν άγνωστες λέξεις (π.χ. τι
σημαίνει «Καινή Διαθήκη», «Προς Εφεσίους» ή «άχραντα μυστήρια»), ας φροντίσουμε
να τους εξηγήσουμε. Έτσι, για κάθε μία Αγία Σοφία που μας αφαιρεί ο
ισλαμιστικός φονταμενταλισμός, θα ορθώνουμε μια αντίστοιχη στην καρδιά μας και
στην καρδιά των παιδιών μας. Και αυτή δεν θα κινδυνεύει να γίνει ποτέ μουσείο,
αλλά θα παραμένει Αγία Τράπεζα του Αθανάτου Θεού, όσο πάλλουν οι καρδιές, πάνω
στις οποίες θα είναι θεμελιωμένη. Αμήν.
Το επόμενο κείμενο του δημοσιογράφου Γιώργου-Παπαδόπουλου Τετράδη λογοκρίθηκε από το facebook…
«Αφού
οι Έλληνες έχουν αποκοπεί από τις ρίζες τους, Κνωσσός, Μυκήνες, Απέλλα,
Ακρόπολη, Αγιά Σοφιά, με την αρρωστημένη δήθεν μαρξιστική υποκουλτούρα,
που έχει εξοβελίσει την ιστορικά τεκμηριωμένη συνέχεια του έθνους τους
από τα σχολεία και τα ΑΕΙ, κάθε βάρβαρος γείτονας μπορεί να τους φτύνει
ανενόχλητος.
Και
να τους φτύνει ο πιο απολίτιστος λαός του κόσμου, που στα 600 χρόνια
παρουσίας στην κατακτημένη περιοχή που ζει δεν έχει παράξει ΟΥΤΕ ΕΝΑ
δείγμα πολιτισμού, ζώντας στα αρχιτεκτονήματα των λαών που κατέσφαξε,
αντιγράφοντάς τα, πλέκοντας, γνέθοντας, ζωγραφίζοντας αυτά που έκλεψε
από τους αυτόχθονες και τους γείτονες που κατέσφαξε, και προσευχόμενος
στα ακριβή αντίγραφα των ναών που εσύλησε. Παρουσιάζοντάς τα για δικά
του.
Ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη (1880)
Ο
πιο βάρβαρος εν ζωή λαός του πλανήτη, που ζει με τη βία και για τη βία
σε βάρος όλων των γειτόνων και των αυτοχθόνων, που δεν έχει μάθει ποτέ
τι θα πει δημοκρατία και που ζει σε μια διαρκή στρατοκρατική δικτατορία
επί 600 χρόνια, αντιμετωπίζεται από τις δειλές, ανάξιες, φοβικές
ελληνικές κυβερνήσεις σαν άκακο αρνί ή σαν γιγαντιαίος λύκος, ενώ δεν
είναι παρά ένα συνονθύλευμα θρασύδειλων, που υποχωρεί τρέχοντας κάθε
φορά που βρίσκει μπροστά του λαούς και στρατούς οργανωμένους και
αποφασισμένους.
Ένας
λαός μοναδικός που μισείται από όλους ανεξαιρέτως τους γείτονές του,
από όλους τους Άραβες και από όλους τους ομόθρησκούς του πλην
Πακιστανών.
Αυτός
ο λαός και οι ηγέτες του, που καταλαβαίνουν και σέβονται μόνο μία
γλώσσα, αυτή της πυγμής, αντιμετωπίζονται ως φόβητρα από τις δειλές και
ανάξιες ελληνικές κυβερνήσεις. Οι οποίες ξεριζώνουν τα ελληνόπαιδα από
τις πατριωτικές τους ρίζες, υποτάσσοντας την παιδεία στα σχολεία και στα
πανεπιστήμια σε ένα τυφλωμένο από φανατισμό, τάχα διεθνιστικό και έτσι
ανιστόρητο καθηγητικό κατεστημένο, διδάσκοντας την ασυνέχεια του
ελληνικού έθνους (με την Επιτροπή Αγγελοπούλου να ετοιμάζεται να
εμφυσήσει αυτή την αρρωστίλα σε όλο το λαό) και κόβοντας τα Ομηρικά, τον
Περικλή, την ελληνικότητα του Βυζαντίου από τη μετεπαναστατική Ελλάδα.
Διδάσκοντας διαρκώς το φόβο του 1897 ως πρότυπο. Μάλλιασε η γλώσσα τους
μ’ αυτό.
Ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. 1569, Melchior Lorck.
Όλοι
αυτοί δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να λειτουργούν σαν πέμπτη φάλαγγα
στην πολιτική και στα σχέδια της Άγκυρας. Που θέλει απέναντι έναν λαό
ευνουχισμένο και αποβλακωμένο σε μια νεοφιλελεύθερη και μαρξιστική
ανθρωπολογική μάζα με αποκλειστικές αξίες τα λεφτουδάκια και την
επιβιωσούλα. Γιατί και οι δυο αυτές απόψεις έχουν κοινή μήτρα. Κατάντημα
προγόνων φτωχών, που είχαν την τιμή και την υπόληψη και την υπερηφάνεια
πιο πάνω από την καλοπέραση.
Οι
Έλληνες δεν απειλούνται από τα τουρκικά στίφη. Από τους Έλληνες
κυβερνήτες τους και εκπαιδευτές τους απειλούνται. Δεν έχουν καμιά
αξιοπρέπεια ως λαός με ιστορία και πολιτισμό πάνω από 4.000 χρόνια στη
λεκάνη της Μεσογείου. Καμιά γνώση για τις ρίζες τους και τις υποχρεώσεις
όπου εγείρουν αυτές οι ρίζες απέναντι στους εαυτούς τους, τους άλλους
λαούς της γης και τους γείτονες. Καμιά πυγμή και αξία.
Δέντρα χωρίς βαθιές ρίζες.
Αυτό
διδάσκονται ότι είναι, αλλά και να είναι, οι νεοέλληνες. Γι’ αυτό έχουν
καταντήσει καρπαζοεισπράκτορες της εγχώριας, γειτονικής και διεθνούς
σκηνής εδώ και δεκαετίες. Αναξιοπρεπείς και τρεμάμενοι από το φόβο τους.
Ψάχνοντας να βρουν πως θα κυκλοφορούν σκυμμένοι για να καταναλώνουν,
αντί να περπατάνε όρθιοι μαχόμενοι σε κάθε πόλεμο. Επειδή η ζωή είναι
ένας διαρκής πόλεμος. Και για μοναδικό βραβείο έχει την αυτοεκτίμηση, τη
γενναιότητα και την αξιοπρέπεια.