π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
ΒΗΜΑΤΑ
Ζούμε στην εποχή του απόλυτου ατομοκεντρισμού. Οι άνθρωποι εκπαιδευόμαστε από το πρότυπο του καταναλωτικού πολιτισμού ο οποίος αποθεώνει τα δικαιώματα και τις επιθυμίες μας και μας δίνει πρόσβαση στην εκπλήρωσή τους είτε πραγματικά, χάρις στην αφθονία των αγαθών, είτε εικονικά, χάρις στην δύναμη της τεχνολογίας, που μας κάνει να απολαμβάνουμε με κέντρο το “εγώ” μας. Αυτός ο πολιτισμός μετατρέπεται σταδιακά σε ένα μετανεωτερικό εγωκεντρικό σύννεφο όπου τα πάντα κρίνονται με βάση τα επιτεύγματά μας, τη γνώμη μας, τον εαυτό μας και όπου οι άλλοι υπάρχουν απλώς ως μέτρα σύγκρισης στην καλύτερη ή συνήθως ως χειροκροτητές μας ή είναι σαν να μην υφίστανται. Η έννοια του συνόλου και της μετοχής μας σ’ αυτό έχει εξοβελισθεί ως προτεραιότητα της παιδείας μας.
“Γνώση για μένα” είναι το σύνθημα το οποίο εφαρμόζεται στην πράξη. Γι’ αυτό και όταν συμβαίνουν φαινόμενα όπως ο σχολικός εκφοβισμός (bullying), ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης είναι η υπακοή στους κανόνες, η αναζήτηση των τραυμάτων του θύτη που έχουν να κάνουν με το οικογενειακό περιβάλλον, χωρίς να μπορούμε να μπούμε εύκολα στην ενσυναίσθηση, δηλαδή στην διαδικασία να μπορούμε να αισθανθούμε ότι η στάση μας, ο τρόπος μας επηρεάζουν τους άλλους και ότι δεν μπορούμε να προχωρούμε χωρίς τους άλλους. Μάλιστα, στο όνομα της ελευθερίας μας, αρνούμαστε να προχωρήσουμε ενδιαφερόμενοι για τη γνώμη των άλλων, για την κρίση τους. Κι αυτό είναι σωστό μέχρις ενός σημείου, διότι καλούμαστε να έχουμε κριτική σκέψη και άποψη για τη ζωή και για το πρόσωπό μας. Όμως δεν υπάρχουμε μόνο για μας. Το να σχετιζόμαστε, να κοινωνούμε, να κρίνουμε και να κρινόμαστε είναι ο προορισμός της ύπαρξής μας. Το καθ’ ομοίωσιν είναι η ολοκλήρωση του κατ’ εικόνα. Τα χαρίσματα μάς δόθηκαν από τον Θεό για να συναντήσουμε τόσο Εκείνον όσο και τον πλησίον.
Ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στον μαθητή του Τίτο, σε ένα απόσπασμα το οποίο διαβάζεται από την Εκκλησία μας όταν τιμούμε την μνήμη των Πατέρων της Δ’ και της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, στις οποίες λύθηκε οριστικά το χριστολογικό ζήτημα, δηλαδή το ποιος είναι ο Χριστός και με ποιον τρόπο μπορούμε να σχετιστούμε μαζί Του, αλλά και να Τον απεικονίσουμε στην ζωή μας, και επομένως με τον συνάνθρωπό μας στην Εκκλησία, αναφέρει ότι ο λόγος της αλήθειας επιβεβαιώνεται με την διάκριση στα καλά έργα. Ο λόγος της πίστης και ο λόγος της πράξης είναι “τα καλά και ωφέλιμα τοις ανθρώποις”. Πέρα από αξία της πνευματικής μαρτυρίας που νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας στην σχέση με τον Χριστό, ο απόστολος Παύλος μας υποδεικνύει ότι η χριστιανική πίστη και ζωή δεν είναι για τον εαυτό μας, ούτε εγκλωβίζεται στο “εγώ” και την ατομική μας σωτηρία, αλλά γίνεται γεγονός κοινωνίας, γεγονός συνάντησης, γεγονός αυθεντικής συνύπαρξης.
Αυτό είναι η Εκκλησία. Δεν σωζόμαστε μόνοι μας. Δεν μπορούμε μόνοι μας να ζήσουμε την αλήθεια, αλλά στην συνάντηση με τους αδελφούς μας. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την αλήθεια μας, εάν αυτή δεν επικυρώνεται από την παράδοσή μας, από το πατερικό πνεύμα, από την ιστορική πορεία του λαού του Θεού, από το άνοιγμα στον πλησίον και στον κάθε άνθρωπο, με επίγνωση όμως της διαφορετικότητάς μας και της ακρίβειας των πεποιθήσεών μας. Και την ίδια στιγμή ο παροξυσμός των καλών έργων, της έμπρακτης αγάπης, είναι το κλειδί που επιβεβαιώνει την σχέση μας με τον Χριστό!
Ο μετανεωτερικός ατομοκεντρικός πολιτισμός μας, όσο κι αν προβάλλει τα distancing της επιβίωσης, την δύναμη της εικονικής πραγματικότητας, το αίσθημα ότι υπάρχουμε για μας, δεν θα μπορέσει να δώσει νόημα ζωής στον άνθρωπο. Είναι αναίρεση της εικόνας του Θεού που είμαστε ο καθένας μας, η άρνηση του πλησίον, της γνώμης του, της κοινωνίας μαζί του. Ο Παράδεισος είναι για να πάμε μαζί και όχι μόνοι μας. Η Εκκλησία, στην πνευματική της πρόταση και εμπειρία, δεν θα πάψει να προτείνει τον άνθρωπο που κοινωνεί με τον συνάνθρωπό του τον Χριστό. Και η συνύπαρξη θέλει θυσία. Θέλει ανοχή. Θέλει όμως σταθερότητα και επιμονή στην αλήθεια, όπως την διδαχθήκαμε.
Στην παιδεία που μπορεί να συνεισφέρει η Εκκλησία και να δείξει στους ανθρώπους, μέσω των μοναστηριών και των ενοριών, μέσω της προσφοράς στην οικογένεια και την νεότητα, αλλά και στην λειτουργική της μαρτυρία, ο μετανεωτερικός ατομοκεντρικός πολιτισμός φαντάζει ισχνός και κατησχυμένος. Το ερώτημα ξαναέρχεται σε μας τους χριστιανούς: υπάρχουμε για να δείχνουμε το καλό και το αληθινά ωφέλιμο στους ανθρώπους με την πίστη και τα έργα μας ή κλεινόμαστε κι εμείς στο δικό μας θρησκευτικό εγώ, θεωρώντας ότι αρκεί να σώσουμε την ψυχή μας και όλα καλά; Ο αγώνας είναι μεγάλος. Η θεολογία όμως πρέπει να επιστρέψει. Ξεκάθαρα. Χωρίς νοθεύσεις. Χωρίς συμβιβασμούς με εύπεπτες ιδέες που ψυχολογικοποιούν την ζωή, αλλά δεν την λυτρώνουν.
ΒΗΜΑΤΑ
“Ταῦτά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις” (Τίτ. 3, 8)
“Αὐτὰ εἶναι τὰ καλὰ καὶ τὰ χρήσιμα στοὺς ἀνθρώπους”
“Αὐτὰ εἶναι τὰ καλὰ καὶ τὰ χρήσιμα στοὺς ἀνθρώπους”
Ζούμε στην εποχή του απόλυτου ατομοκεντρισμού. Οι άνθρωποι εκπαιδευόμαστε από το πρότυπο του καταναλωτικού πολιτισμού ο οποίος αποθεώνει τα δικαιώματα και τις επιθυμίες μας και μας δίνει πρόσβαση στην εκπλήρωσή τους είτε πραγματικά, χάρις στην αφθονία των αγαθών, είτε εικονικά, χάρις στην δύναμη της τεχνολογίας, που μας κάνει να απολαμβάνουμε με κέντρο το “εγώ” μας. Αυτός ο πολιτισμός μετατρέπεται σταδιακά σε ένα μετανεωτερικό εγωκεντρικό σύννεφο όπου τα πάντα κρίνονται με βάση τα επιτεύγματά μας, τη γνώμη μας, τον εαυτό μας και όπου οι άλλοι υπάρχουν απλώς ως μέτρα σύγκρισης στην καλύτερη ή συνήθως ως χειροκροτητές μας ή είναι σαν να μην υφίστανται. Η έννοια του συνόλου και της μετοχής μας σ’ αυτό έχει εξοβελισθεί ως προτεραιότητα της παιδείας μας.
“Γνώση για μένα” είναι το σύνθημα το οποίο εφαρμόζεται στην πράξη. Γι’ αυτό και όταν συμβαίνουν φαινόμενα όπως ο σχολικός εκφοβισμός (bullying), ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης είναι η υπακοή στους κανόνες, η αναζήτηση των τραυμάτων του θύτη που έχουν να κάνουν με το οικογενειακό περιβάλλον, χωρίς να μπορούμε να μπούμε εύκολα στην ενσυναίσθηση, δηλαδή στην διαδικασία να μπορούμε να αισθανθούμε ότι η στάση μας, ο τρόπος μας επηρεάζουν τους άλλους και ότι δεν μπορούμε να προχωρούμε χωρίς τους άλλους. Μάλιστα, στο όνομα της ελευθερίας μας, αρνούμαστε να προχωρήσουμε ενδιαφερόμενοι για τη γνώμη των άλλων, για την κρίση τους. Κι αυτό είναι σωστό μέχρις ενός σημείου, διότι καλούμαστε να έχουμε κριτική σκέψη και άποψη για τη ζωή και για το πρόσωπό μας. Όμως δεν υπάρχουμε μόνο για μας. Το να σχετιζόμαστε, να κοινωνούμε, να κρίνουμε και να κρινόμαστε είναι ο προορισμός της ύπαρξής μας. Το καθ’ ομοίωσιν είναι η ολοκλήρωση του κατ’ εικόνα. Τα χαρίσματα μάς δόθηκαν από τον Θεό για να συναντήσουμε τόσο Εκείνον όσο και τον πλησίον.
Ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στον μαθητή του Τίτο, σε ένα απόσπασμα το οποίο διαβάζεται από την Εκκλησία μας όταν τιμούμε την μνήμη των Πατέρων της Δ’ και της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, στις οποίες λύθηκε οριστικά το χριστολογικό ζήτημα, δηλαδή το ποιος είναι ο Χριστός και με ποιον τρόπο μπορούμε να σχετιστούμε μαζί Του, αλλά και να Τον απεικονίσουμε στην ζωή μας, και επομένως με τον συνάνθρωπό μας στην Εκκλησία, αναφέρει ότι ο λόγος της αλήθειας επιβεβαιώνεται με την διάκριση στα καλά έργα. Ο λόγος της πίστης και ο λόγος της πράξης είναι “τα καλά και ωφέλιμα τοις ανθρώποις”. Πέρα από αξία της πνευματικής μαρτυρίας που νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας στην σχέση με τον Χριστό, ο απόστολος Παύλος μας υποδεικνύει ότι η χριστιανική πίστη και ζωή δεν είναι για τον εαυτό μας, ούτε εγκλωβίζεται στο “εγώ” και την ατομική μας σωτηρία, αλλά γίνεται γεγονός κοινωνίας, γεγονός συνάντησης, γεγονός αυθεντικής συνύπαρξης.
Αυτό είναι η Εκκλησία. Δεν σωζόμαστε μόνοι μας. Δεν μπορούμε μόνοι μας να ζήσουμε την αλήθεια, αλλά στην συνάντηση με τους αδελφούς μας. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την αλήθεια μας, εάν αυτή δεν επικυρώνεται από την παράδοσή μας, από το πατερικό πνεύμα, από την ιστορική πορεία του λαού του Θεού, από το άνοιγμα στον πλησίον και στον κάθε άνθρωπο, με επίγνωση όμως της διαφορετικότητάς μας και της ακρίβειας των πεποιθήσεών μας. Και την ίδια στιγμή ο παροξυσμός των καλών έργων, της έμπρακτης αγάπης, είναι το κλειδί που επιβεβαιώνει την σχέση μας με τον Χριστό!
Ο μετανεωτερικός ατομοκεντρικός πολιτισμός μας, όσο κι αν προβάλλει τα distancing της επιβίωσης, την δύναμη της εικονικής πραγματικότητας, το αίσθημα ότι υπάρχουμε για μας, δεν θα μπορέσει να δώσει νόημα ζωής στον άνθρωπο. Είναι αναίρεση της εικόνας του Θεού που είμαστε ο καθένας μας, η άρνηση του πλησίον, της γνώμης του, της κοινωνίας μαζί του. Ο Παράδεισος είναι για να πάμε μαζί και όχι μόνοι μας. Η Εκκλησία, στην πνευματική της πρόταση και εμπειρία, δεν θα πάψει να προτείνει τον άνθρωπο που κοινωνεί με τον συνάνθρωπό του τον Χριστό. Και η συνύπαρξη θέλει θυσία. Θέλει ανοχή. Θέλει όμως σταθερότητα και επιμονή στην αλήθεια, όπως την διδαχθήκαμε.
Στην παιδεία που μπορεί να συνεισφέρει η Εκκλησία και να δείξει στους ανθρώπους, μέσω των μοναστηριών και των ενοριών, μέσω της προσφοράς στην οικογένεια και την νεότητα, αλλά και στην λειτουργική της μαρτυρία, ο μετανεωτερικός ατομοκεντρικός πολιτισμός φαντάζει ισχνός και κατησχυμένος. Το ερώτημα ξαναέρχεται σε μας τους χριστιανούς: υπάρχουμε για να δείχνουμε το καλό και το αληθινά ωφέλιμο στους ανθρώπους με την πίστη και τα έργα μας ή κλεινόμαστε κι εμείς στο δικό μας θρησκευτικό εγώ, θεωρώντας ότι αρκεί να σώσουμε την ψυχή μας και όλα καλά; Ο αγώνας είναι μεγάλος. Η θεολογία όμως πρέπει να επιστρέψει. Ξεκάθαρα. Χωρίς νοθεύσεις. Χωρίς συμβιβασμούς με εύπεπτες ιδέες που ψυχολογικοποιούν την ζωή, αλλά δεν την λυτρώνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου