ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Κυριακή 30 Μαΐου 2021

Κυριακή της Σαμαρείτισσας, 4η Κυριακή από το Πάσχα...

 
Χριστός ανέστη!

  "Ο Σωτήρας μας Χριστός δεν έδωσε το ζων ύδωρ μό­νο στους Σαμαρείτες και τους Ιουδαίους. Το έδωσε κι εξακολουθεί να το δίνει μέχρι σήμερα σε κάθε άνθρωπο που έχει επίγνωση της πνευματικής του δίψας στην έρη­μο αυτής της ζωής. Κάποτε ο Κύριος στάθηκε στην Ιε­ρουσαλήμ «και έκραξε λέγων· εάν τις διψά, ερχέσθω πρός με και πινέτω» (Ιωάν. ζ’, 37). 
Πρόσεξε πως το αναφέρει ο ευαγγελιστής: έκραξε. Ο Καλός Ποιμήν δεν ψιθυρίζει. Φωνάζει, κράζει το ποίμνιό Του, το καλεί στο νερό. Από την αγάπη Του για το ανθρώπινο γένος ο Χριστός στέκεται στη μέση της ερήμου αυτού του κόσμου και κράζει σ' όλους τους ταξιδιώτες που είναι εξα­ντλημένοι από τη δίψα. Ευλογημένοι είναι όσοι ακούνε τη φωνή Του και τον πλησιάζουν με πίστη. 
Ο Χριστός δε θα τους ρωτήσει ούτε ποια γλώσσα μιλάνε ούτε σε ποιο έθνος ανήκουν. Ούτε την ηλικία τους θέλει να μά­θει ούτε αν είναι πλούσιοι ή φτωχοί. Θα δώσει σε όλους ύδωρ ζων για να τους ενισχύσει και να τους αναζωογο­νήσει, να τους ανανεώσει και να τους αναγεννήσει, να τους υιοθετήσει, να τους βγάλει από το πύρινο καμίνι αυτού του κόσμου και να τους οδηγήσει στη γη της επαγ­γελίας."

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (Αχρίδος).

Από: Ιερέας της Ανατολικής Εκκλησίας

Δείτε επίσης

Διψάς; - Κυριακή της Σαμαρείτισσας, 4η Κυριακή από το Πάσχα...

Αγίες Φωτεινή, Ανατολή, Φωτώ, Φωτίς, Παρασκευή και Κυριακή, άγιοι Βίκτωρ, Ιωσής και Σεβαστιανός ο Δούκας (26 Φεβρ.)

Κυριακή Σαμαρείτιδος - Οι αληθινοί προσκυνητές 

Sunday of the Samaritan woman (5th Sunday of Pascha): "Close to God is he who in his daily life becomes the light of Christ who enlightens his neighbours..."

«Κύριε, δός μοι τοῦτο τό ὕδωρ, ἵνα μή διψῶ μηδέ ἔρχομαι ἐνθάδε ἀντλεῖν».

 


ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΡΙΑΣ ΑΓΙΑ

Ἰησοῦς Χριστός, Ἀγαπητοί μου, βρίσκεται στήν Ἰουδαία καί θέλει νά πάει στήν Γαλιλαία. Ὁ συντομότερος δρόμος περνάει ἀναγκαστικά ἀπό τήν Σαμάρεια. Τό πρόβλημα ὅμως εἶναι ὅτι ἡ Σαμάρεια ἦταν ἕνας κόσμος ξένος καί ἐχθρικός γιά τούς Ἰουδαίους. Οἱ Ἰουδαῖοι τόσο πολύ ἀντιπαθοῦσαν τούς Σαμαρεῖτες, ὥστε, γιά νά ἀποφύγουν συνάντηση μαζί τους, ἔκαναν ὁλόκληρο κύκλο. Ὁ Χριστός ὅμως προτιμάει νά περάσει ἀπό τήν Σαμάρεια ἔστω κι ἄν αὐτή ἦταν χώρα ἐχθρική.
Ὅταν ἔφτασε στήν πόλη Συχάρ, καθώς ἦταν μεσημέρι, κουρασμένος ἀπό τήν ὁδοιπορία, κάθισε σέ ἕνα πηγάδι πού βρισκόταν ἔξω ἀπό τήν πόλη. Τό πηγάδι αὐτό ἦταν τό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ. Ἀπ᾽ αὐτό, λοιπόν, τό πηγάδι ἦλθε γιά νά πάρει νερό μία Σαμαρείτιδα.

Μιά γυναίκα πού οἱ ἄλλοι Ἑβραῖοι δέν θά καταδέχονταν ὄχι ἁπλῶς νά συνομιλήσουν μαζί της, ἀλλά οὔτε κάν νά τήν πλησιάσουν. Καί αὐτό, γιά δύο λόγους: πρῶτον γιατί ἦταν Σαμαρείτιδα καί δεύτερον γιατί ἦταν πολύ ἁμαρτωλή.
Ὅλοι λοιπόν, τήν ἀγνοοῦσαν, τήν περιφρονοῦσαν καί τήν ἀποστρέφονταν γιά τήν ἁμαρτωλή διαγωγή της. Ὅλοι, ἐκτός ἀπό τόν Σωτήρα Χριστό, ὁ Ὁποῖος βαδίζει μέσα στήν ζέστη τοῦ καλοκαιριάτικου μεσημεριοῦ, γιά νά ἔλθει νά τήν συναντήσει καί νά τῆς χαρίσει τήν λύτρωση. Κουρασμένος ἀπό τήν ὁδοιπορία καί διψασμένος, κάθισε στήν πηγή τοῦ Ἰακώβ νά ξαποστάσει.Ἔστειλε τούς μαθητές του στήν πόλη νά ἀγοράσουν τρόφιμα καί περίμενε τήν ταλαίπωρη ἐκείνη γυναίκα, πού εἶχε γίνει θύμα τοῦ διαβόλου. Πόση εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί ἡ δίψα του γιά τήν σωτηρία κάθε ἁμαρτωλῆς ψυχῆς!
Ὡς Θεός, ὁ Χριστός, γνώριζε ὅτι σ᾽ ἐκείνη τήν δυστυχισμένη χώρα τῆς Σαμάρειας ὑπῆρχε ἕνα διαμάντι. Διαμάντι, πού εἶχε πέσει μέσα στήν λάσπη, καί κανένας δέν τό πρόσεχε. Διαμάντι ἦταν αὐτή ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα, ἡ Σαμαρείτιδα. Παρ᾽ ὅλη τήν κατάπτωση καί τήν διαφθορά τῆς, μέσα της ἔκρυβε κάτι τό πολύτιμο. Ἐρχόταν ὥρα πού σιχαινόταν τόν ἑαυτό της. Ἔβλεπε πόσο χαμηλά εἶχε πέσει. Ποθοῦσε μιά ἀνώτερη ζωή. Ποθοῦσε νά γνωρίσει τήν ἀλήθεια. 

Αὐτήν τήν γυναίκα περίμενε ὁ Ἰησοῦς στό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Καί νά, σέ λίγο καταφθάνει, μέ τήν στάμνα στό χέρι. Ὁ Θεάνθρωπος τῆς ζήτησε νά τοῦ δώσει λίγο νερό. Ἐκείνη ἀπόρησε: «πῶς ἕνας Ἰουδαῖος τολμάει νά μιλᾶ σέ μιά Σαμαρείτιδα;» Γι' αὐτό καί τοῦ λέει: «πῶς ἐσύ, πού εἶσαι Ἰουδαῖος, ζητᾶς νά πιεῖς νερό ἀπό ἐμένα πού εἶμαι γυναίκα Σαμαρείτιδα;» Οἱ Ἰουδαῖοι, ὅπως εἴπαμε, δέν εἶχαν καμία ἐπικοινωνία μέ τούς Σαμαρεῖτες «οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις».
Βέβαια, ἄν ἤμασταν ἐμεῖς οἱ «θεοφοβούμενοι», κι ἐγώ δέν ξέρω τί θά ἄκουγε ἡ γυναίκα ἐκείνη! Κι ὅμως, ὁ Χριστός δέν τήν περιφρονεῖ, δέν τήν ἀποστρέφεται, δέν τήν προσβάλλει καί δέν τήν ταπεινώνει γιά τήν ζωή πού κάνει. Ἀλλά σάν ἔμπειρος γιατρός προσπαθεῖ νά τήν θεραπεύσει. Καί σάν καλός ποιμένας νά τήν ὁδηγήσει στήν μάνδρα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἰησοῦς δέν τήν ἀποστόμωσε, δέν τῆς εἶπε ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός, καί ἐσύ μιά γυναίκα μολυσμένη ἀπό τίς ἁμαρτίες ἀρνεῖσαι νά μοῦ δώσεις λίγο νερό;
Ἀντίθετα, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τά λόγια της, τῆς ἀποκαλύπτει θεμελιώδεις οὐράνιες ἀλήθειες. Ναί, σ᾽ αὐτήν τήν ἁμαρτωλή γυναίκα, πού οἱ συγχωριανοί της τήν περιφρονοῦσαν, σ᾽ αὐτήν πού ἦταν βουτηγμένη στίς σαρκικές ἁμαρτίες, τίς ὁποῖες ὁ Θεός τόσο πολύ βδελύσσεται καί καταδικάζει, σ᾽ αὐτήν τήν πόρνη γυναίκα, ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει τήν θεότητα του!
Στήν ἀμηχανία τῆς Σαμαρείτιδας, λοιπόν, νά προσφέρει λίγο νερό σ᾽ ἕναν Ἰουδαῖο, ὁ Χριστός ἀπαντᾶ: «Ἐάν ἤξερες τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ καί ποιός εἶναι αὐτός πού σοῦ λέγει, δῶσε μου νά πιῶ, τότε ἐσύ θά τόν παρακαλοῦσες κι ἐκεῖνος θά σοῦ ἔδινε νερό ζωντανό».
Ὁ νοῦς της ἀδυνατεῖ νά συλλάβει καί νά ἐννοήσει αὐτές τίς θεῖες ἀλήθειες, γι᾽αὐτό καί Τοῦ λέγει: «Κύριε, οὔτε δοχεῖο ἔχεις, ἀλλά καί τό πηγάδι εἶναι βαθύ. Ἀπό ποῦ, λοιπόν, ἔχεις τό νερό τό ζωντανό; Μήπως ἐσύ εἶσαι ἀνώτερος ἀπό τόν πατέρα μας τόν Ἰακώβ, πού μᾶς ἔδωκε τό πηγάδι, καί ἤπιε ἀπό αὐτό ὁ ἴδιος καί τά παιδιά του καί τά ζῶα του;» 

Ἡ γυναίκα καί πάλι ἀδυνατεῖ νά ἐννοήσει ὅλα αὐτά. Ἄλλωστε, θά ἦταν ἴσως ἡ πρώτη φορά πού τῆς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά συζητήσει καί νά ἀκούσει τέτοια οὐράνια καί θεϊκά λόγια. Νομίζοντας, ἀκόμη, ὅτι τό νερό πού ἔχει αὐτός πού τῆς μιλᾶ εἶναι διαφορετικό ἀπό τά ἄλλα καί ἔχει τήν ἱκανότητα νά κόβει τήν δίψα μιά γιά πάντα, καί ἐπιπλέον ὅτι ἔτσι θά ἀπαλλασσόταν ἀπό τόν κόπο τῆς μεταφορᾶς, τοῦ λέει: «Κύριε, δός μου αὐτό τό νερό γιά νά μήν διψῶ, οὔτε νά ἔρχομαι ἐδῶ στό πηγάδι νά παίρνω».
Ὁ Χριστός, ὡς καρδιογνώστης, βλέποντας ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νά δεχθεῖ ἡ Σαμαρείτιδα τό φάρμακο τῆς μετανοίας καί τό σωτήριο καί λυτρωτικό μήνυμα, τῆς λέει μέ ἀγάπη καί διάκριση: «Πήγαινε, φώναξε τόν ἄνδρα σου καί ἔλα ἐδῶ». Ἡ γυναίκα ἀποκρίθηκε: «Δέν ἔχω ἄνδρα». Ὁ Χριστός τῆς λέει: «Αὐτό, πού λές εἶναι ἀλήθεια, γιατί πέντε ἄνδρες πῆρες, καί τώρα αὐτόν πού ἔχεις δέν εἶναι ἄνδρας σου».
Βλέποντας ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα ἕναν ἄγνωστο ἄνθρωπο νά γνωρίζει τά μυστικά τῆς ζωῆς καί τῆς καρδιᾶς της, τοῦ λέει: «Κύριε, βλέπω ὅτι ἐσύ εἶσαι προφήτης». Καί ἀμέσως – ἀλήθεια ποιός τό περίμενε! – ἡ πόρνη ἄρχισε νά ρωτάει τόν Χριστό σέ ποιόν τόπο πρέπει νά λατρεύεται ὁ Θεός. Στά Ἱεροσόλυμα, ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ Ἰουδαῖοι ἤ στό ὄρος Γαριζείν, ὅπως δέχονται οἱ Σαμαρεῖτες;
Στήν συνέχεια, ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει σέ μιά ἄσωτη γυναίκα τί εἶναι ὁ Θεός καί πῶς θέλει νά Τόν λατρεύουν καί νά Τόν προσκυνοῦν οἱ ἀληθινοί προσκυνητές.
«Πίστεψέ με, γυναίκα», τῆς λέει τότε ὁ Ἰησοῦς, «πλησιάζει ὁ καιρός πού οὔτε σ΄αὐτό τό ὄρος οὔτε στά Ἱεροσόλυμα θά λατρεύετε τόν Θεό. Ἐσεῖς, οἱ Σαμαρεῖτες, λατρεύετε ἐκεῖνον πού δέν ξέρετε, ἐμεῖς ὅμως λατρεύουμε ἐκεῖνον πού γνωρίζουμε, γιατί ἡ σωτηρία ἔρχεται στόν κόσμο ἀπό τούς Ἰουδαίους. Πλησιάζει ὅμως ὁ καιρός, καί μάλιστα ἦρθε, πού οἱ ἀληθινοί προσκυνητές θά λατρεύσουν τόν Θεό πνευματικά καί ἀληθινά, γιατί τέτοιοι θέλει ὁ Θεό νά εἶναι ἐκεῖνοι πού τόν λατρεύουν. Ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα, καί ἐκεῖνοι πού τόν λατρεύουν πρέπει νά τόν λατρεύουν πνευματικά καί ἀληθινά». 

Ἀκούγοντας αὐτά ἡ Σαμαρείτιδα, ξέχασε καί τό νερό, ξέχασε καί τίς δουλειές της, ξέχασε ἀκόμη καί τό «οὐ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις», ξέχασε κάθε βιοτική καί κοσμική μέριμνα, καί ἐνδιαφέρεται τώρα νά μάθει περισσότερα γιά τόν Θεό. Γι' αὐτό καί Τοῦ λέει: «Ξέρω ὅτι θά ἔλθει ὁ Μεσσίας, δηλαδή, ὁ Χριστός, ὅταν ἔλθει ἐκεῖνος, θά μᾶς τά διδάξει ὅλα».
Βλέποντας τήν θεία ἀλλοίωση τῆς ψυχῆς της, καί παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τά λόγια της ὁ ἄγνωστος γι᾽ αὐτήν Χριστός, ὁ κουρασμένος καί διψασμένος στρατοκόπος πού τῆς ζήτησε λίγο νερό, τῆς λέει: «ὁ Μεσσίας πού περιμένετε νά ἔλθει, γιά νά σᾶς διδάξει καί νά σᾶς ἀποκαλύψει τίς οὐράνιες καί σωτήριες ἀλήθειες, ὁ Μεσσίας αὐτός, εἶμαι ἐγώ, ἐγώ πού σοῦ μιλῶ αὐτήν τήν στιγμή».
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου, λέγει: «Μεγάλα καί παράδοξα θαύματα. Αὐτό πού ἔκρυψε, ὁ Χριστός, στούς Ἀποστόλους, τό ἀποκαλύπτει φανερά σέ μιά πόρνη  γυναίκα».  
Στό μεταξύ ἔρχονται οἱ μαθητές καί Τόν βρίσκουν νά μιλᾶ μέ τήν Σαμαρείτιδα. Ἀπόρησαν πού μιλοῦσε μέ γυναίκα καί μάλιστα ἠθικά διεφθαρμένη. Ἐκείνη ὅμως ἄφησε τήν στάμνα της ἄδεια, γιατί γέμισε ἡ ψυχή της μέ «ὕδωρ ζῶν», καί ἔτρεξε πίσω στήν πόλη της, λέγοντας στούς συμπολίτες της: «Ἐλᾶτε νά δεῖτε κάποιον πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Μήπως εἶναι αὐτός ὁ Χριστός;» Δέν εἶπε, ἐλᾶτε νά δεῖτε τόν Θεό, γιά νά μήν τῆς ποῦν: αὐτή εἶναι τρελή. Πότε εἶδε κανείς τόν Θεό νά περπατᾶ; Πότε εἶδε κανείς τόν Θεό νά συναναστρέφεται μέ τούς ἀνθρώπους;
Τούς ξυπνᾶ τήν ἐπιθυμία νά βγοῦν γιά νά τόν συναντήσουν. Αὐτή ἡ ἁμαρτωλή γίνεται  Ἀπόστολος πρίν ἀπό τούς Ἀποστόλους. Γιατί οἱ Ἀπόστολοι περίμεναν νά συμπληρωθεῖ ὁλόκληρη ἡ Θεία οἰκονομία, τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, καί τότε ἄρχισαν τά ἀποστολικά τους κηρύγματα. Ἡ ἁμαρτωλή ὅμως αὐτή γυναίκα  πρίν ἀπό τό πάθος καί τήν Ἀνάσταση, εὐαγγελίζεται τόν Χριστό. Διαλαλεῖ τά ἁμαρτήματά της, γιά νά ὁδηγήσει τούς συμπατριῶτες της κοντά στόν Θεό. Διαπομπεύει τά σφάλματά της γιά νά τούς ἀποκαλύψει τόν Θεό πού ἦρθε στόν κόσμο. 

Προσέξτε τήν σοφία τῆς γυναίκας, προσέξτε τήν εὐγνωμοσύνη τῆς ἀνήθικης γυναίκας. Ἕνα  ἁμάρτημα τῆς ἀποκάλυψε ὁ Χριστός, κι ἐκείνη ἄφησε τήν στάμνα κι ἔτρεξε στήν πόλη λέγοντας: «Ἐλᾶτε νά δεῖτε κάποιον πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα». Κηρύττει αὐτόν πού γνωρίζει τά πάντα, κηρύττει πιό ἔνθερμα ἀπό τούς Ἀποστόλους. Δέν τόν εἶδε νά ἀναστένεται ἀπό τούς νεκρούς. Δέν εἶδε τόν τετραήμερο Λάζαρο νά προσφωνεῖται ἀπό τόν τάφο. Δέν εἶδε τήν θάλασσα νά χαλιναγωγεῖται μέ ἕναν ἁπλό  λόγο. Δέν εἶδε τόν πλάστη τοῦ Ἀδάμ, στήν περίπτωση τοῦ τυφλοῦ, νά ἀναπληρώνει μέ τόν πηλό τό μάτι πού ἔλλειπε. Κι ὅμως διαλαλοῦσε μέ τόν λόγο της τόν δημιουργό τοῦ κόσμου καί Κύριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου.  
Ἄς μιμηθοῦμε, Ἀγαπητοί μου, κι ἐμεῖς αὐτήν τήν Σαμαρείτιδα. Τί ἀπομένει νά κάνουμε; Διψασμένη σάν τήν Σαμαρείτιδα ἡ ψυχή μας, μέ  τό ἄντλημα τῶν πόθων της ἀδειανό, νά ἀπευθυνθεῖ πρός τόν Κύριο καί νά τοῦ πεῖ: «Δός μοι, Κύριε, πιεῖν». «Δός μου, Κύριε, τήν Χάρη σου, δός μου τόν αἰώνιο λόγο σου, δός μου τόν ἴδιο τόν Ἑαυτό σου.
Καί ὅταν ἀκοῦμε τόν ψάλτη στήν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου νά λέγει: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακὴ Πέμπτη ἀπὸ τοῦ Πάσχα, τὴν τῆς Σαμαρείτιδος ἑορτὴν ἑορτάζομεν»,νά ξέρουμε ὅτι πρόκειται γι᾽ αὐτήν τήν πρώην πόρνη καί ἁμαρτωλή γυναίκα ἡ ὁποία πλέον εἶναι ἡ Ἁγία, Μεγαλομάρτυς καί Ἰσαπόστολος Φωτεινή.

«Ταῖς, τῆς σῆς Μάρτυρος Φωτεινῆς, πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς».

Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

"Η Επισκοπή Γκόμα προσεύχεται για το ηφαίστειο στο Κονγκό..."

Φίλοι Ιεραποστολής Μπουκόμπα Τανζανίας


Από ηφαίστειο κινδυνεύει η περιοχή της Ιεράς Επισκοπής Γκόμα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, καθώς από το Σάββατο (22 Μαΐου 2021) έχει αρχίσει τις εκρήξεις. Με επίκαιρη ανάρτηση στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης ζητείται η προσευχή των πιστών, καθώς μετά τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου η φυσική καταστροφή της περιοχής από το ηφαίστειο θα προκαλέσει μεγαλύτερα προβλήματα.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται στην ανάρτηση:
«Η περιοχή της ιεράς μας Επισκοπής Γκόμα περνά δύσκολα με το φαινόμενο της φύσεως που ζούμε από το Σάββατο. Ηφαίστειο στη Γκόμα άνοιξε τις θύρες. Να εύχεστε για μας. Ήταν το μόνο που μας έλειπε μετά από τόσα χρόνια εμφυλίου πολέμου. Χριστός Ανέστη, αδελφοί εν Χριστώ».
Η Ιερά Επισκοπή Γκόμα στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό ιδρύθηκε τη Δευτέρα 26 Nοεμβρίου 2018 από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής. Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, χώρα με έκταση 2345000 τετραγ. χιλ., βρίσκεται στον κέντρο της Αφρικής και έχει Τρεις Μητροπόλεις: Κινσάσα με το Σεβ. Νικηφόρο, Κατάνγκα με το Σεβ. Μελέτιο και Κανάνγκα με το Σεβ. Θεοδόσιο, και δύο Επισκοπές: Γκόμα με πατριαρχικό επίτροπο τον αρχιμανδρίτη π. Χαρίτονα (φωτο) και Επισκοπή Κισανγκάνι.
 

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί Χριστός Ανέστη.
Από το Σάββατο που μας πέρασε, η περιοχή μας περνά δύσκολα με την έκρηξη του ηφαιστείου που έγινε. Ο κόσμος δεν ξέρει τι να κάνει . Τρέχει δεξιά και αριστερά για να βρει καταφύγιο. Η λάβα του ηφαιστείου έχει διαπεράσει το έδαφος προκαλώντας σεισμούς μέχρι 8 Ρίχτερ. Καταγράφονται πάνω από 100 την ημέρα. Κοιμόμαστε έξω, χειρότερα από περίοδο πολέμου είναι η κατάσταση εδώ. 
Θέλουμε τη βοήθειά σας. Η Ιερά μας Επισκοπή που είναι νέα εκκλησιαστική οντότητα, δε μπορεί. Πρώτον η ίδια η επισκοπή δεν έχει οικοδομές, μακάρι να είχαμε. Το σπίτι που ενοικιάζουμε, όπου μένει ο πατήρ μας Χαρίτων, πατριαρχικός επίτροπος της ιεράς Επισκοπής έχει γίνει τόπος φιλοξενίας για τους πιστούς της περιοχής. Πώς να το καταφέρει εφόσον δεν έχει έσοδα, παλεύει για να επιβιώσει ο ίδιος... 
Ζητάμε την αγάπη σας για να μπορέσουμε ως άνθρωποι και ως εκκλησία να προσφέρουμε έστω κι ένα ποτήρι νερό... Ζητάμε ταπεινά συγγνώμη για την ενόχληση αλλά οι καταστάσεις είναι τραγικές από το Σάββατο έως σήμερα.
Όποιος μπορεί να βοηθήσει, εφόσον δεν κυκλοφορεί ούτε πλοίο,ούτε αεροπλάνο, ας μας βοηθήσει στους λογαριασμούς
Εθνική τράπεζα της Ελλάδος
Λογαριασμός 13900151484
ΙΒΑΝ GR7301101390000013900151484
ILUNGA MUSUNGAYI CHARITON
Η
EQUITY BANK CONGO
00018000031200000029302.
Σας ευχαριστούμε πολύ"

 
 

Ανθή Βούλγαρη: Το θαύμα του αγ. Ιωάννη του Ρώσου πριν το μεγάλο χειρουργείο της στο κεφάλι

 

megatv (εκεί μπορείτε να παρακολουθήσετε το βίντεο). Οι φωτο από εδώ, όπου αναλυτικά το θέμα στα αγγλικά.

06.03.2021: Σήμερα στην παρέα των συγκατοίκων βρέθηκε το δίδυμο του «Κοινωνία Ώρα MEGA», ο Ιορδάνης Χασαπόπουλος και η [δημοσιογράφος] Ανθή Βούλγαρη!

Η Ανθή Βούλγαρη, μεταξύ άλλων, μίλησε και για το θαύμα που έζησε πριν από ένα μεγάλο χειρουργείο στο κεφάλι.

«Όταν είχε έρθει η ώρα να κάνω το χειρουργείο, είχε πει ο γιατρός ότι πρέπει να μπω στην εντατική. Ήταν ένα 8ωρο χειρουργείο. Όταν μπήκα και βγήκα κατάλαβα ότι είχαν τελειώσει όλα, και είδα μια πολύ όμορφη μορφή, δεν έχω δει πιο όμορφο άντρα, πολύ φωτεινό, και κατάλαβα ότι είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος, χωρίς να έχω πάει ποτέ στο μοναστήρι του. Όταν βγήκα από το χειρουργείο δεν μπήκα στην εντατική, και όταν βγήκα είδα την εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου. Είναι προστάτης μου από τότε», είπε η ίδια.

Πληρέστερα από εδώ (συνέντευξη στην Ελεονώρα Μελέτη):

Αναφερόμενη στην μορφή του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου που είδε, είπε: «Είμαι στο χειρουργείο και πριν ξυπνήσω, ξέρω ότι είμαι καλά. Γιατί βλέπω μία μορφή, ξέρω ότι κοιμάμαι. Δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφο άνδρα στη ζωή μου. Μια μορφή τόσο λαμπερή, ένα χαμόγελο απίστευτο και μου γνέφει ότι όλα είναι καλά. Αλλά καταλαβαίνω ότι δεν είναι γιατρός και μου έρχεται στο κεφάλι ότι είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος. Ήταν η μόνη μορφή που δεν ήξερα. Ήταν ο μόνος άγιος που δεν είχα πάει ποτέ να προσκυνήσω. Και ξυπνάω και λέω στην μάνα μου: ‘Μαμά, έχουμε εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου;’ μέσα στην ζάλη. Η μάνα μου νόμιζε ότι τα ’χασα. Όταν συνήλθα την επόμενη ημέρα λέω ‘αποκλείεται, κάπου είναι η εικόνα του’. Και διηγούμαι το τι έχει συμβεί. Ήταν πολύ ζωντανό όλο αυτό. Ξέρω πολύ καλά ποιος ήταν δίπλα μου εκείνη την στιγμή».

Επίσης είπε: Η δημοσιογράφος αφηγείται πως μέχρι να έρθει η ώρα του χειρουργείου, είχε επισκεφθεί όποιο μοναστήρι έβρισκε. Όπως είπε, πίστευε πάντα στον Θεό, αλλά τώρα είχε έναν παραπάνω λόγο. Όπως είπε: «Είχα γυρίσει όλα τα μοναστήρια. Πήγαινα παντού, θυμάμαι ότι έμενα μόνη μου για να προσευχηθώ ουσιαστικά, να αφοσιωθώ σε αυτό. Και άλλαξε ο τρόπος που σκεφτόμουν. Μέχρι τότε με ένοιαζε το πώς θα δουλέψω, τι θα κάνω, πώς θα πληρώσω τους λογαριασμούς. Από τότε έχω γίνει ζαμάν φου».


Το σχόλιό μας: Ευχόμαστε ΚΑΘΕ ΚΑΛΟ στην αδελφή μας, με τις πρεσβείες του αγίου που αγαπά και όλων των αγίων (και της αγίας Ανθίας, μητέρας του αγίου Ελευθερίου, καθώς και της αγίας μάρτυρος Αθηνάς της 1ης Σεπτεμβρίου). Φυσικά, για να είναι πλήρης η σχέση της με την αλήθεια του Χριστού μας και με τους αγίους της χρειάζονται κι άλλα πράγματα, που η ίδια μόνο ξέρει αν και πόσο έχει προχωρήσει και σε αυτά. Εμείς ούτε ρωτάμε, ούτε κρίνουμε.

Παραθέτουμε μόνο αυτά τα links σχετικά:

Γίνε κι Εσύ Πολεμιστής του Φωτός

Ένα μυστήριο που μας κυνηγάει από παιδιά

Για τον άγιο Ιωάννη το Ρώσο, εδώ:

Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος: πώς οι δούλοι γίνονται ελεύθεροι...

Δόξα τω Θεώ. ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

Τότε, σε μια άλλη Eurovision...



ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Με τον Μιχάλη (Μάικ) Ροζάκη, ήμασταν κάθε βράδυ μαζί, επί δυο χρόνια. Τον συνοδεύαμε, με την ορχήστρα μας, στο “On The Rocks”, το υπέροχο εκείνο νυχτερινό κέντρο των αδελφών Κανέλλη και του Νίκου Κουζή, πάνω από τα βράχια τη Βάρκιζας...
Ο Μάικ τότε σπούδαζε ακόμη μουσική. Ανέβαινε στο πάλκο, τραγουδούσε κι ύστερα κλεινόταν στο καμαρίνι του και μελετούσε. “Σπασίκλας” πραγματικός, προχώρησε και εξελίχθηκε σε έναν σπουδαίο μαέστρο.
Ο Μάνος Χατζιδάκις τον ξεχώρισε για το ταλέντο του και τον πήρε μαζί του, στενό συνεργάτη, στην ΕΡΤ. Ο Μάικ πήρε κι εμένα μαζί του κι έτσι βρέθηκα να μετέχω σε εκείνα τα υπέροχα χρόνια της ελληνικής ραδιοφωνίας...
Έζησα, λοιπόν, χάρη στον Μάικ, εκείνη την επεισοδιακή συμμετοχή μας στην Eurovision” το 1976...

Ξαφνικά, λοιπόν, ο Μάνος αποφασίζει να συμμετάσχουμε στον διαγωνισμό! Μιλάει στο τηλέφωνο με την Μαρίζα Κωχ (την σπουδαία αυτή δημιουργό και τραγουδίστρια) και τον Μάικ. Η εντολή είναι σαφής. “Φτιάξτε τραγούδι και πηγαίνετε”...
Βεβαίως, μια εντολή Χατζιδάκι δεν μπορεί παρά να ήταν ριζοσπαστική! Ήθελε ένα τραγούδι-θρήνο για την τούρκικη εισβολή και κατοχή στην Κύπρο! “Πάρε ένα μαντολίνο και φεύγα!¨λέγεται ότι είπε στην Μαρίζα. Κι εκείνη, με τον Μάικ, μέσα σε ένα βράδυ (μιλώντας από το τηλέφωνο) ετοίμασαν αυτό που “διέταξε” ο Χατζιδάκις!
“Παναγιά μου-Παναγιά μου” ο τίτλος. Απλή ,λιτή, ελληνικότατη μελωδία, με την φωνάρα της Μαρίζας και την ενορχήστρωση του Μάικ, το κομμάτι ταξίδεψε στην Ολλανδία και...άναψαν τα τέλια!
Μου έλεγε, αργότερα, ο Μάικ. “Θα μπορούσαμε να τους πούμε “Χαίρετε, ήρθαμε να σας θυμίσουμε αυτά που δεν θέλετε να θυμάστε!” και περίπου έτσι μας αντιμετώπισαν. Με επιφύλαξη και συγκεκαλυμένο θυμό. Αλλά εμείς είχαμε πάει για να μείνουμε!”...

Φυσικά, ο στίχος του τραγουδιού, που μιλούσε για την κυπριακή τραγωδία, προκάλεσε την “οργή” των σφαγέων .
Η Τουρκία απέσυρε την συμμετοχή της (τί δουλειά έχει, αλήθεια, η Τουρκία στην Ευρώπη;) και το βράδυ του διαγωνισμού, η τουρκική κρατική τηλεόραση διέκοψε τη μετάδοση την ώρα της ελληνικής συμμετοχής και μετέδωσε στην θέση του ένα πολεμοχαρές τούρκικο κατασκεύασμα, που είχαν φτιάξει τα μεμέτια στην πρώτη επέτειο της εισβολής!
Η EBU, έκανε ”ντα” τους Τούρκους και τους έριξε δυο χρόνια αποκλεισμό ενώ ταυτόχρονα έβγαλε φιρμάνι που “απαγόρευε τα πολιτικά τραγούδια στον διαγωνισμό”...
“Μας ειδοποίησαν στο ξενοδοχείο ότι είχαν πληροφορίες πως κάποιοι απειλούσαν με βομβιστική επίθεση. Η Μαρίζα μου είπε “θα κάνουμε “μπαμ” με το τραγούδι” και γελάσαμε” μου είπε ο αξέχαστος Μάικ.

Πράγματι, το βράδυ του διαγωνισμού, είχαν ληφθεί έκτακτα μέτρα. Αλλά ποιός νοιαζόταν...
“Και βγαίνει η Μαριζάρα με εκείνο το φόρεμα-αυλαία, κατάμαυρο, έμπνευση της Νίκης Γουλανδρή ,συνοδευόμενο από ένα αυθεντικό βυζαντινό κόσμημα, χρυσάφι μισό κιλό, το οποίο φυλασσόταν στη θυρίδα μας, στο ξενοδοχείο. Και εγώ διευθύνω την ορχήστρα και έχω ανατριχιάσει καθώς την βλέπω ,στα μαύρα, σαν να φωνάζει πριν ακόμη αρχίσει “Τώρα θα ακούσετε αυτά που δεν σας λέεει κανένας!” μου αφηγείται ο Ροζάκης, στο κυλικείο του κτιρίου της Αγίας Παρασκευής και, γελώντας, μου λέει πως οι Ολλανδοί τους είχαν πει ότι υπήρχε φήμη για ”ελεύθερους σκοπευτές” στην αίθουσα!
“Σκεφτόμουν ότι ήθελαν να μας κάνουν να αποσυρθούμε, αλλά είχαμε πάει σαν “καμικάζι” μου είπε...
Και εκείνο το βράδυ, τρεις Απριλίου του 1976, ο Μάικ σηκώνει την μπακέτα, η Μαρίζα κάνει δυο βήματα μπροστά και αρχίζει το μοιρολόι...

“Κάμπος γεμάτος πορτοκάλια, ώι μάνα μ'
που πέρα ως πέρα απλώνετ' η ελιά...
Γύρω χρυσίζουν τ' ακρογιάλια, ώι μάνα μ'
και σε θαμπώνει, θαμπώνει η αντηλιά.
Στον τόπο αυτό όταν θα πάτε, ώι μάνα μ'
σκηνές αν δείτε, αν δείτε στη σειρα.
Δε θα 'ναι καμπινγκ για τουρίστες, ώι μάνα μ'
θα 'ναι μονάχα, μονάχα προσφυγιά!
Παναγιά μου, Παναγιά μου, παρηγόρα την καρδιά μου!
Κι αν δείτε ερείπια γκρεμισμένα, ώι μάνα μ'
δεν θα 'ναι απ' άλλες, απ' άλλες εποχές.
Από ναπάλμ θα 'ναι καμένα, ώι μάνα μ'
θα 'ναι τα μύρια χαλάσματα του χτες!
Κι αν δείτε γη φρεσκοσκαμμένη, ώι μάνα μ'
δεν θα 'ναι κάμπος, 'ναι κάμπος καρπερός.
Σταυροί θα είναι φυτεμένοι, ώι μάνα μ'
που τους σαπίζει, σαπίζει ο καιρός!
Παναγιά μου, Παναγιά μου, παρηγόρα την καρδιά μου! "

Πήραμε είκοσι πόντους (οκτώ από τη Γαλλία) και ήρθαμε δέκατοι τρίτοι. Αλλά πήραμε τα κεφάλια πολλών! Πέντε μας έδωσε η Ιταλία, τέσσερις η Ισλανδία, δύο το Βέλγιο κι έναν η Πορτογαλία.
Κι ο Χατζιδάκις, που είχε δώσει εντολή στη Μαρίζα “Να ανοίξεις τα χέρια σαν να πετάς, για να φανεί το πένθος μας!” έκανε την επομένη την επική εκείνη δήλωση, απαντώντας σε όσα είχαν γραφεί στα ελληνικά και ξένα ΜΜΕ:
“Διάβασα πολλές επικρίσεις εναντίον της Ραδιοφωνίας, για το ότι δεν εναρμονίστηκε με το επίπεδο της Eurovision και για το ότι δεν έγινε “δημοκρατικότερα” η επιλογή, ώστε “να πετύχουμε”. Πουθενά δεν διάβασα τη μόνη, τη μία και τη σωστή άποψη. Ότι δε διαθέτουμε ηλίθιο τραγούδι και είμαστε μια χώρα που έχει τεράστια και αξιόλογη μουσική παράδοση. Λάβαμε μέρος, διότι έπρεπε να δηλώσουμε παρουσία. Διαλέξαμε ένα τραγούδι που μας ταιριάζει και δε μας έκαμε εκ των υστέρων να ντραπούμε. Αν πετυχαίναμε, ίσως να ντρεπόμουν, μια κι εγώ προσωπικά σαν υπεύθυνος, πρώτη φορά συνειδητοποίησα το επίπεδο του θορυβώδους αυτού διαγωνισμού“...
Αυτά, τότε, στην δεκαετία του ΄70, στα ωραία χρόνια του ραδιοφώνου...

facebook

"Ν": Ακούστε το τραγούδι εδώ.

Saint John the Russian and Confessor, whose relics are on the island of Euboia, Greece (May 27)

 

The Healing of the Unbelieving Physician suffering from cancer

See here please:  

Saint John the Russian and Confessor, whose relics are on the island of Euboia, Greece (May 27)

& here 

Τρίτη 25 Μαΐου 2021

Ο Θεός ανέχεται, υπομένει, κατανοεί... Εμείς;


Προσκυνητής


Πολλοί από μας ζητάμε οι κλέφτες να πάνε φυλακή, οι φονιάδες να εκτελεστούν, οι παραβάτες να τιμωρηθούν... Όταν με το κακό χτυπάς το κακό, το κακό πολλαπλασιάζεται. Όταν βλέπεις κάποιον να τιμωρείται δίκαια κι εσύ χαίρεσαι, αυτό δείχνει σκληρό άνθρωπο... Όταν κρίνεις τους άλλους με καθαρά εξωτερικά κριτήρια δεν είσαι δίκαιος. Όταν δεν τους ανέχεσαι, δυσκολεύεις τη ζωή σου στο όνομα της Δικαιοσύνης σου και θα έχεις την ίδια αντιμετώπιση για τα δικά σου εγκλήματα.
Ο Θεός ανέχεται, περιμένει, κατανοεί, συμπονάει, σταυρώνεται για κάθε άνθρωπο. Ξέρει μόνο να αγαπά, να μιλάει στη συνείδησή μας διακριτικά, να εμποδίζει με ευγένεια. "Μακάριοι οι πράοι, οι ήρεμοι, οι ταπεινοί κι αυτοί που κλαίνε για τις δικές τους αμαρτίες, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη..." είπε ο Χριστός. Αγάπησε, συγχώρησε, δικαιολόγησε, υπόμεινε για να αγαπηθείς, να συγχωρηθείς, να γίνεις αποδεκτός, να γαληνεύσεις βαθιά από αυτή τη ζωή. Ζήσε σαν τελευταίος απ' όλους, σαν τη γη που την πατάμε, αλλά μας βαστάει όλους.
Ένας Άγιος των ημερών μας έλεγε:
«Μην κατηγορήσεις ποτέ κανένα ιερωμένο ή αφιερωμένο στον Θεό, αλλά ούτε τους κοσμικούς, ούτε τους μεγαλύτερους αμαρτωλούς, και αν ακόμα τους βλέπεις να αμαρτάνουν. Όλους τους ανθρώπους, που κατοικούν στη γη και τους κοιμηθέντας από κτίσεως κόσμου να τους βλέπουμε αγίους και δικαίους και μόνο τον εαυτό μας να βλέπομε αμαρτωλό, τελευταίο όλου του κόσμου και άξιο κατακρίσεως και πολλών τιμωριών. Είναι καλό και θεάρεστο να πεθάνουμε για τον κόσμο και να ζήσουμε αιωνίως με το Θεό»

πατήρ Ευμένιος Σαριδάκης

Αρκεί να κάνουμε το πρώτο βήμα εμείς, το βήμα της μετάνοιας

 

Ο Παράδεισος είναι γεμάτος από αμαρτωλούς που μετανόησαν.Είναι και για μας ανοικτός ο Παράδεισος. Αρκεί να κάνουμε το πρώτο βήμα εμείς, το βήμα της μετάνοιας. Τότε σπεύδει ο Θεάνθρωπος Κύριος να κάνει δέκα βήματα για να μας αγκαλιάσει...

Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας

Τη ΚΕ' Μαΐου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ιεουνίου του Νηστευτού, εν Ιέρακι της Καλαβρίας


Έζησε ερημητικό βίο τον 10ο αιώνα κοντά στη μονή του Αγίου Φιλίππου στο Locri της επαρχίας Gerace, την εποχή που κατέφυγε εκεί και ο όσιος Αντώνιος και ο όσιος Νικόδημος της Mammola.
Ονομαζόταν Ιωάννης, όμως λόγω της αυστηρής νηστείας του έμεινε γνωστός ώς "Ιεούνιος" νηστευτής), λόγω του ότι στα λατινικά η νηστεία λέγεται Ieiunium. Εκοιμήθη περί το 1000 μ.Χ. Σήμερα η μνήμη του έχει σχεδόν ξεχαστεί...

ΦΙΛΟΖΩΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ


"Δίκαιος οἰκτίρει ψυχὰς κτηνω̃ν αὐτου̃ τὰ δὲ σπλάγχνα τω̃ν ἀσεβω̃ν ἀνελεήμονα" (Παροιμ. 12,10).
Ένας μοναχός της Μονής Εικοσιφοινίσσης του 18ου αιώνα με περισσή χαρά ταΐζει τα σκυλάκια της Μονής. Τοιχογραφία στον εξωνάρθηκα του Καθολικού (δηλ. του κεντρικού ναού).

facebook

Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Κυριακή του Παραλύτου 2021

 

Βηθεσδά

Βικιπαίδεια (φωτο από εδώ)

Με την ονομασία Βηθεσδά ή προβατική κολυμβήθρα αναφέρεται στη Βίβλο δεξαμενή, η οποία βρισκόταν στη λεγόμενη «Προβατική Πύλη» της Ιερουσαλήμ. Είχε 5 στοές και το όνομά της είχε συνδεθεί με θεραπείες ασθενών που αποδόθηκαν σε θαύματα, όπως η θεραπεία του παραλυτικού στο Ευαγγελιο του Ιωάννη. Τον 5ο αιώνα, ανεγέρθηκε ναός εις μνήμην του εν λόγω θαύματος. Η κολυμβήθρα εντοπίστηκε, μετά από αρχαιολογική έρευνα, το 1871 (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica (2007), Τ. 11, σ. 495-6).

 

Για τους παλιούς και νέους φίλους της μπλογκονησίδας μας, η σχετική ανάρτησή μας: Είσαι ο άνθρωπός μου; Και το παρακάτω, από τον π. Θεμιστοκλή Μουρτζανό:

«Ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἰεροσόλυμα ἐπί τῇ Προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, τῇ λεγομένῃ κατά Ἰουδαίους Βηθεσδᾶ, πέντε στοάς ἐχούσῃ. Ἐν ταύταις γάρ κατέκειτο πλῆθος τῶν ἀσθενούντων. Ἄγγελος γάρ τοῦ Θεοῦ κατά καιρόν ἐπιφοιτῶν διετάραττεν αὐτήν καί ῥῶσιν ἐχαρίζετο τοῖς προσιοῦσιν ἐν πίστει. Καί ἰδών ὁ Κύριος χρονιοῦντα ἄνθρωπον λέγει πρός αὐτόν: θέλεις ὑγιής γενέσθαι; ὁ ἀσθενών ἀπεκρίνατο: Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τήν κολυμβήθραν. Ἰατροῖς κατηνάλωσα τόν ἅπαντά μου βίον καί ἐλέους τυχεῖν οὐκ ἠξιώθην. Ἀλλ’ ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων λέγει πρός αὐτόν: ἆρον σου τόν κράββατον καί περιπάτει, κηρύττων μου τήν δύναμιν καί τό μέγα ἔλεος ἐν τοῖς πέρασιν»  (Δοξαστικό των στιχηρών του Εσπερινού της Κυριακής του Παραλύτου σε ήχο πλάγιο του πρώτου).

«Ανέβηκε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα στην προβατική κολυμβήθρα, η οποία σύμφωνα με τους Ιουδαίους ονομαζόταν Βηθεσδά και είχε πέντε στοές. Σ’ αυτές ήταν κατάκοιτοι πολλοί άνθρωποι που ήταν ασθενείς. Διότι κατά καιρούς κατέβαινε από τον ουρανό ένας άγγελος του Θεού και τάραζε το νερό της κολυμβήθρας και χάριζε υγεία σε όσους προσέρχονταν με πίστη. Και βλέποντας ο Κύριος έναν άνθρωπο που είχε πολλά χρόνια εκεί, του λέει: θέλεις να γίνεις υγιής; και ο άρρωστος του αποκρίθηκε: Κύριε, δεν έχω άνθρωπο, ώστε όταν ταραχθεί το νερό να με βάλει στην κολυμβήθρα. Ξόδεψα όλη μου την περιουσία στους γιατρούς και δεν αξιώθηκα να ελεηθώ. Αλλά ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων του λέει: πάρε στους ώμους σου το κρεβάτι σου και περπάτα, και διακήρυξε την δύναμή μου και το μέγα έλεος που ήρθα να δώσω στους ανθρώπους στα πέρατα της γης».

  

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός / BHMATA

 

Όταν ασθενούμε οι άνθρωποι καταφεύγουμε στους γιατρούς, στην ιατρική επιστήμη. Αντιμετωπίζουμε τους γιατρούς ως αυτούς που ξέρουν την αλήθεια για την κατάστασή μας, μπορούν να βρούνε τρόπους να μας επαναφέρουν στην υγεία μας, να αποτρέψουν ή να αναστείλουν τον θάνατο. Ο γιατρός για τον άνθρωπο είναι ένας μικρός σωτήρας. Το ίδιο και τα φάρμακα, τα οποία τα έχουμε ανάγκη ώστε ο οργανισμός μας να έρθει σε ισορροπία και να μπορούμε να ζήσουμε κατά πώς επιθυμούμε. 

 

     Υπάρχουν όμως και ασθένειες στις οποίες οι γιατροί μπορούν να λειτουργήσουν κάπως ανακουφιστικά, αλλά δεν είναι τόσο οι γνώσεις που δεν είναι επαρκείς, όσο η κατάσταση του ασθενούς που δεν επιτρέπει σε κανένα φάρμακο να δράσει αποτελεσματικά και να οδηγήσει στην θεραπεία. Οι γιατροί γνωρίζουν, βλέπουν, προβλέπουν, αλλά αισθάνονται και αυτοί ανίσχυροι μπροστά στην δύναμη της ασθένειας, στην φθορά που αυτή επιφέρει στον άνθρωπο. Σηκώνουν τα χέρια ψηλά και, αν πιστεύουν στον Θεό, αφήνουν τα πάντα στο έλεός Του. Νιώθουν τα μέτρα τους, ότι όσο κι αν επιθυμούν, δεν μπορούν να νικήσουν έναν οργανισμό που καταστρέφεται είτε από μόνος του είτε από τον χρόνο είτε από κάποιον αόρατο εχθρό που λέγεται μικρόβιο ή ιός. Και σπουδάζουν μαζί μ’ αυτόν που πεθαίνει την φθορά της ανθρώπινης φύσης. Και δεν είναι θέμα χρημάτων και κόστους. Είναι το ότι τελικά έναντι της φθοράς και του θανάτου είναι βέβαιο ότι θα ηττηθούμε. Όσο κι αν μας πονά. Και το ερώτημα ξαναγυρνά στην ζωή που ζούμε. Διότι αυτός είναι ο κοσμικός τρόπος θέασης των πραγμάτων, που μοιάζει μοναδικά ανθρώπινος.

 

     Για την πίστη μας όμως υπάρχει το «μετά». Είναι σταυρός ο πόνος, η φθορά, η ασθένεια. Είναι μαρτύριο η προσδοκία του θανάτου και το ανίσχυρο του ανθρώπου. Είναι δοσμένο σε όλους μας από τον Θεό το λογικό. Και το λογικό συνδυάζεται με το «άρχειν», δηλαδή με την επιθυμία και την δυνατότητα να βρούμε τρόπους να εξουσιάζουμε επί της φύσεως, αλλά και επί του εαυτού μας. Και όταν διαπιστώνουμε πως όση δύναμη κι αν έχει ο νους μας, όσα κι αν γεννήσει ως προς τις γνώσεις, δεν  μπορεί να εξουσιάσει τη ύπαρξη ώστε να μην πάψει να υφίσταται, ο πόνος είναι ανεκλάλητος. Κι όμως, ενώ υπάρχει το «έλεος του Θεού», το οποίο μας δείχνει πως η αγάπη είναι ο τρόπος, η εμπιστοσύνη στον Θεό που αναστήθηκε και θα μας αναστήσει, ότι η αγάπη είναι ο δρόμος αυτής της ζωής, ότι η αγάπη είναι αυτή που ελεεί την και μετά θάνατον υπάρχουσα ψυχή μας, εντούτοις οι άνθρωποι επιμένουμε να έχουμε τα δικά μας, τα ανθρώπινα, τα κοσμικά μέτρα ως βάση της πορείας μας.

 

    Τριανταοκτώ χρόνια περίμενε ο παράλυτος της Βηθεσδά. Ξόδεψε την περιουσία του στους γιατρούς, αλλά την φθορά δεν την νίκησε. Έλεος από τον κόσμο δεν βρήκε. Και βρίσκει ίαση σε μία στιγμή, όταν τον συνάντησε ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων. Του δίνει την σωματική γιατρειά. Τον αφήνει να συλλογιστεί την ανάγκη για ίαση όλης της ύπαρξης. Και τον προτρέπει να διακηρύξει το δώρο που έλαβε. Η συνάντηση με τον Χριστό είναι το κλειδί. Αυτός μας ελεεί. Αυτός είναι η ελπίδα μας. Αυτός νικά την τυπολατρία και τα θρησκευτικά συνταγολόγια που δεν επέτρεπαν καμία εργασία το Σάββατο, ούτε την ίαση του ανθρώπου, δείχνοντας την ανάγκη που φτάνει στον παραλογισμό η κάθε εξουσία να ελέγχει και την τελευταία λεπτομέρεια της ζωής του ανθρώπου, ακόμη και το πώς και πότε και με ποιον τρόπο θα γιατρευτεί.  Και ο Χριστός νοιάζεται για τον ιαθέντα. Τον βρίσκει και τον προτρέπει να προσέχει στην ζωή του, για να μην χάσει τελικά την πνευματική του υγεία και παραδοθεί στην αιώνια φθορά.

 

    Η ίαση του παραλύτου της Βηθεσδά μας δείχνει ότι μπροστά στον αναστάντα Κύριο όσοι πιστεύουμε συνειδητοποιούμε τα όριά μας: χωρίς να αρνούμαστε τα ανθρώπινα μέσα, δεν πιστεύουμε στην σωτηρία εκ της ζωής ταύτης, στην σωτηρία εκ της επιστήμης. Ακούμε, υπακούμε, αλλά δεν απολυτοποιούμε. Μέσα μας γνωρίζουμε ότι το έλεος του Θεού δίνει απαντήσεις και για το κατά και για το μετά της ζωής. Και με εμπιστοσύνη στον Θεό παλεύουμε την ήττα μας από το να ελέγχουμε και να εξουσιάζουμε τα πάντα. Αποδεχόμαστε εν ταπεινώσει τα μέτρα μας. Κοιτούμε τα πάθη και τα λάθη μας. Και με γενναιότητα ψυχής περιμένουμε την συνάντηση με τον Χριστό. Την προγευόμαστε στην Εκκλησία και στα μυστήριά της. Επιλέγουμε όμως η ζωή μας να μην θεοποιεί τα του κόσμου, αλλά να αφήνεται στο έλεος του Θεού. Και δεν λησμονούμε τον ψαλμικό λόγο: «το έλεός σου, Κύριε, καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου».

Χριστός Ανέστη! 

 

Κέρκυρα, 23 Μαΐου 2021 

Κυριακή του Παραλύτου

 

Συμπλήρωμα

Ιατρική και Χριστιανισμός 

Πόνος και Φως

Ο Λόγος ανακαίνιση των πάντων (άρθρο για την Κυριακή του Παραλύτου)

Το επίγειο τέλος του αγίου γέροντα του Λεπροκομείου Αθηνών π. Ευμένιου Σαριδάκη († 23-5-1999)

Τι & πώς
 

(...) Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωή του τα πέρασε στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός, στον 6ο όροφο, στο θάλαμο 653, που τον είχε μετατρέψει σε Εκκλησία.
Οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό τον αγαπούσαν πολύ και έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον. Και μόνο που έμεινε δύο χρόνια εκεί μέσα και με τόσο κόσμο κάθε μέρα και τόση ενόχληση, λέει πολλά. Ο θάλαμος 653 σαν να ήταν καλογερικό κελί. Τις τελευταίες εικοσιδύο μέρες ο Γέροντας είχε πέσει σε κώμα και ούτε μιλούσε, ούτε εκινείτο. Εκτός τα μάτια, είχαν πάθει και άλλα ζωτικά όργανα όπως τα νεφρά, η καρδιά και το συκώτι και πλησίαζε το τέλος.
Τελευταία, τον είχαν βάλει και στο τεχνητό νεφρό, αλλά ο οργανισμός του δεν δεχόταν την αιμοκάθαρση και υπέφερε πολύ. Το αίμα που καθάριζε, σε δυο ώρες είχε ξανά μολυνθεί, και έτσι περιήλθε, όπως μας είπε ο καθηγητής, σε σηψαιμικό κώμα και επήλθε ο θάνατος. Ήταν 23 Μαΐου του 1999, ημέρα Κυριακή.

Το σκήνωμα του αγίου γέροντα Ευμενίου μεταφέρθηκε στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, όπου εψάλη τρισάγιο και στη συνέχεια εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Το τι γινόταν εκεί όλη τη νύχτα της 23ης Μαΐου, δεν περιγράφεται. "Κλαυθμός και οδυρμός πολύς". Προεξάρχων του κλήρου ήταν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νικαίας κ. Αλέξιος.
Επίσης, ευρισκόμενοι στην Αθήνα για την επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου ήλθαν και προσκύνησαν ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Τιμόθεος, ο οποίος είχε τη μεγάλη τιμή από τον Θεό να τον χειροτονήσει κληρικό, ο Σεβ. Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Κύριλλος, καθώς και ο πανοσιολογιώτατος Πρωτοσύγκελλος της παραπάνω Μητροπόλεως Αρχιμ. Χρυσόστομος Παπαδάκης, οι οποίοι τέλεσαν τρισάγια στο ιερό του σκήνωμα. Ο τελευταίος κατ' εντολήν του Αγίου Γορτύνης έφυγε αμέσως για Κρήτη για να παραστεί στην κηδεία και να εκφωνήσει τον επικήδειο λόγο.
Όντως είχαμε ένα νεοφανή άγιο μπροστά μας. Το σώμα του ήταν ζεστό, φωτεινό, μαλακό και ελαστικό, που νόμιζες ότι κοιμόταν και όχι ότι ήταν νεκρός. Έτσι διατηρήθηκε μέχρι τέλους. Ήταν ένα θαύμα και μια απόδειξη αγιότητας, που πρώτη φορά έβλεπα στη ζωή μου. (...)

Λόγοι του Γέροντα Ευμένιου

Να αγαπούμε τον άνθρωπο, μα πιο πολύ να αγαπούμε τον Θεό. "Ν": Δεν πρέπει να παρεξηγηθούν αυτά τα λόγια, γιατί ο γέροντας ήταν όλος αγάπη για ΚΑΘΕ άνθρωπο.

Ο Θεός τα θέλει όλα και όχι ό,τι μας περισσεύει.

Αν κανείς έχει κάποιο χάρισμα να μην υπερηφανευτεί, γιατί θα του το πάρει ο Θεός για να ταπεινωθεί.

Κάθε ταπεινός είναι και πράος, αλλά κάθε πράος μπορεί να μην είναι και ταπεινός.

Άμα δεν έχεις ταπείνωση, δεν έχεις καμμιά αρετή.

Αν κάτι σε στενοχωρεί, να λες: "Καλά να πάθω για τις αμαρτίες μου".

(Από το βιβλίο του Αντωνίου Σαριδάκη "Ο Άγιος Γέροντας Ευμένιος - Ο πράος και ταπεινός τη καρδία", σελ. 166 και 195)

Επιμέλεια Έκτακτο Παράρτημα

Δείτε, παρακαλώ, και:

23 Μαΐου: μνήμη γέροντα Ευμένιου Σαριδάκη & νεομάρτυρος Ευγένιου Ροντιόνωφ (δείτε & εδώ)

Ο άγιος φίλος των λεπρών - Ο κρυφός γελαστός άγιος του Αιγάλεω (π. Ευμένιος Σαριδάκης, 23 Μαΐου 1999)

Σάββατο 22 Μαΐου 2021

Κυκλοφόρησαν οι τόμοι Ε' και ΣΤ' του μνημειώδους έργου «Το ελληνικό κοσμοσύστημα» του Γ. Κοντογιώργη


Πέρα από το άτομο

Γεώργιος Δ. Κοντογιώργης, Το ελληνικό κοσμοσύστημα, τόμος Ε': Η Βυζαντινή οικουμενική κοσμόπολη, ο ευρωπαϊκός Μεσαίωνας και ο νεότερος κόσμος - Από τον ελληνικό στον ευρωπαϊκό δρόμο προς τη «νεοτερικότητα», εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2021, ISBN: 978-960-08-0883-4.


Στον παρόντα Ε´ τόμο, πυρήνα αποτελεί η διαπίστωση ότι στη βυζαντινή οικουμένη ολοκληρώνεται η ανθρωποκεντρική μεθάρμοση του ελληνικού κοσμοσυστήματος και αναδύονται οι θεμέλιες προϋποθέσεις για τη μεταβολή κλίμακας, εντέλει για τη μετάβαση από τη μικρή στη μεγάλη κλίμακα που ορίζει το κράτος έθνος.
Υπό το πρίσμα αυτό, κληθήκαμε να αναζητήσουμε το περιεχόμενο, το πλαίσιο, τα όρια των εξελίξεων αυτών καθώς και τους όρους, δηλαδή τα αίτια, που επέτρεψαν στις δυνάμεις του παλαιού καθεστώτος να ορθώσουν αναχώματα στο εσωτερικό της βυζαντινής κοσμόπολης, έτσι ώστε να οδηγήσουν εντέλει στην ανάσχεση του ελληνικού δρόμου προς τη μεγάλη κλίμακα και στην επιδιαιτησία των δυνάμεων της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Η αναζήτηση μιας απάντησης στο συγκεκριμένο ερώτημα μας φέρνει αντιμέτωπους αφενός με τις νέες πραγματικότητες που διαμορφώνονται στη δεσποτική περιφέρεια της ανθρωποκεντρικής οικουμένης ως αποτέλεσμα της μετακένωσης των παραμέτρων της μεγάλης κλίμακας σε αυτήν και αφετέρου με τη διαφορά φύσεως που υποκρύπτει η πρόσληψή της από την Εσπερία σε σύγκριση με την αντίστοιχη από τους Σλάβους και τους Άραβες.
 
Εκτιμάμε ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι από μόνη της ικανή να εξηγήσει γιατί η μετακένωση των παραμέτρων της μεγάλης ανθρωποκεντρικής κλίμακας στην Εσπερία επέτρεψε στην ιδιωτική δεσποτεία να επανέλθει στην Ιστορία με δίαυλο την κρατική/απολυταρχική δεσποτεία. Μας φέρνει παράλληλα αντιμέτωπους με το διακύβευμα της μεθάρμοσης ηγεσίας καθοδόν προς τη μεγάλη κλίμακα, συνακόλουθα και στην αναζήτηση των αιτιών που σε βάθος χρόνου οδήγησαν στην ήττα του ελληνικού δρόμου.
Η διαλεκτική σχέση μεταξύ της ανθρωποκεντρικής/βυζαντινής μήτρας και της ευρωπαϊκής περιφέρειας επαναφέρει για μια ακόμη φορά το ζήτημα της λειτουργίας της δεσποτικής περιφέρειας ως εμβρυουλκού στις μεγάλες μεταβατικές φάσεις του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Όντως, στην περίπτωση της Εσπερίας θα επαναληφθεί το προηγούμενο της Μακεδονίας και της Ρώμης, οι οποίες προσήλθαν να διαιτητεύσουν στις υποθέσεις της ανθρωποκεντρικής μήτρας, δίδοντας λύση στο εσωτερικό πρόβλημα που υπαγορεύει η ομόλογη κοσμοσυστημική βιολογία.
Εντούτοις, σε αντίθεση με τις προγενέστερες παρεμβάσεις της περιφέρειας, οι επιπτώσεις που είχε η ανάληψη της πρωτοβουλίας των κινήσεων από την εσπεριανή περιφέρεια θα αποδειχθούν κοσμοϊστορικές, καθόσον έμελλε να απολήξουν στην ανατροπή της ίδιας της ανθρωποκεντρικής βιολογίας. Η εν λόγω πρωτοβουλία θα οδηγήσει εντέλει στη μεγάλη κλίμακα, πλην όμως με την εξ ανάγκης ακύρωση του κεκτημένου της ανθρωποκεντρικής οικουμένης που διήγε ο ελληνικός κόσμος –και υποσχόταν ο ομόλογος δρόμος– και τη συνεπακόλουθη ανθρωποκεντρική επανεκκίνηση της νεοτερικότητας από τη μηδενική αφετηρία που βίωνε η ευρωπαϊκή περιφέρεια.
Οπωσδήποτε, παραμένει γεγονός ότι η «Ευρώπη» γεννήθηκε στο Βυζάντιο, προϋπέθετε δε την απόσειση του Μεσαίωνα.


***
 
Γεώργιος Δ. Κοντογιώργης, Το ελληνικό κοσμοσύστημα, τόμος ΣΤ':  Η Βυζαντινή οικουμενική κοσμόπολη, ο ευρωπαϊκός Μεσαίωνας και η «νεοτερικότητα» - Η νεοτερική «επιστήμη» στη δοκιμασία της Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2021, ISBN: 978-960-08-0884-1.


Στις σελίδες που προηγήθηκαν καταδείξαμε πώς η κοσμοσυστημική γνωσιολογία, και κυριολεκτικά το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα που ξεδιπλώσαμε με θεμέλια αφετηρία τον ελληνικό κόσμο, προσφέρεται να λειτουργήσει ως επιστημονικός αποκωδικοποιητής του κοινωνικού φαινομένου, ως ταξιθέτης της έλλογης βιολογίας του και, σε τελική ανάλυση, ως διαγνώστης των λύσεων που προσιδιάζουν στα πράγματα.
Η γνωσιολογική αυτή επιλογή μάς φέρνει αντιμέτωπους με την «επιστήμη» της νεοτερικότητας, την οποία υποβάλαμε στη δοκιμασία της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας δίκην σταθεράς σε όλη την έκταση του ανά χείρας έργου με σημείο αναφοράς την αποδεικτική ικανότητα των πηγών.
Εντούτοις, η περίπτωση του Βυζαντίου εγείρει πλήθος άλλων ζητημάτων που επέβαλαν έναν πιο διεξοδικό διάλογο της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας με τη νεοτερική «επιστήμη», από τον οποίο ακριβώς αναδεικνύεται εναργέστερα το γνωσιολογικό αβαθές της φερόμενης ως κοινωνικής επιστήμης που διακινεί η νεοτερικότητα και το ιδεολογικό φορτίο που, σε τελική ανάλυση, την αποτρέπει να συναντηθεί με τις πραγματικότητες της ίδιας της εποχής της.
Από τον εν λόγω διάλογο αναμένεται να προκύψει η συνειδητοποίηση της ανάγκης για ένα νέο γνωστικό εγχείρημα που θα δίνει απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα της επιστήμης και θα επικεντρώνεται στη θέση που κατέχει η εποχή μας στην ταξινομία της ανθρωποκεντρικής βιολογίας, κατ’ επέκταση, και στην προβληματική της μετάβασης προς την εποχή που θα ακολουθήσει.
 
Η ανάγκη μιας νέας επιστήμης αποβαίνει επιτακτική λόγω της διαπιστούμενης ήδη και με ραγδαίους ρυθμούς υπέρβασης του κόσμου που οικοδόμησε η φάση της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Υπέρβαση η οποία μάλιστα γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στο πεδίο των αξιών και των θεσμών που στις ημέρες μας παραμένουν ερμητικά εγκλεισμένοι στο σπήλαιο του 18ου αιώνα, το οποίο οικοδόμησαν οι πνευματικοί θύλακες του Διαφωτισμού.
Ώστε η συγκρότηση ενός γνωσιολογικού επιχειρήματος που θα απαντά στις απαιτήσεις της επιστήμης αποβαίνει στις ημέρες μας περισσότερο από αναγκαία προκειμένου ο χειμαζόμενος κόσμος της νεοτερικότητας να αποσείσει τις βεβαιότητές του με τον ίδιο τρόπο που έπραξε στη φάση της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό με όχημα τον Διαφωτισμό.
Διακύβευμα της νέας επιστήμης είναι η άρση των δύο μεγάλων ρήξεων που πραγματοποίησε η νεοτερικότητα με την κλασική και την βυζαντινή «αρχαιότητα» προκειμένου να νομιμοποιήσει κρίσιμες επιλογές καθοδόν προς τη μετάβαση από τη δεσποτεία στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό.
Ο τελικός στόχος της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας είναι να εγκατασταθεί ο νεότερος κόσμος σε ένα νέο διανοητικό περιβάλλον, ομοθετικό με την εποχή του και με τη δυναμική της εξέλιξης προς το μέλλον.

Παρασκευή 21 Μαΐου 2021

Εκοιμήθη η Γερόντισσα Γαλακτία από την Πόμπια Ηρακλείου Κρήτης, μια μεγάλη σύγχρονη αγία που οι χριστιανοί αγάπησαν για την καλοσύνη & τη σοφία της

 


π. Αντώνιος Φραγκάκης, Ιεροκήρυκας Ιεράς Μητροπόλεως Γορτύνης καί Αρκαδίας

 
Τα ξημερώματα της χθεσινής ημέρας [20 Μαΐου 2021], μία μεγάλη οσιακή μορφή τής Κρήτης καί συμπάσης τής Ορθοδοξίας, απεξεδύθη το αραχνώδες χοϊκό της περίβλημα, τό φθαρτό της πολύαθλο σώμα, τό σώμα πού ισοβίως σταυρώθηκε από τά αλγεινά τού βίου καί τά παλαίσματα τής αέναης ασκητικής πρακτικής καί φτερούγισε ήσυχα καί ανεπαίσθητα, όπως έζησε, στήν αγκαλιά τού Κυρίου γιά νά λάβη από τά κατάστικτα καί πανσθενουργά Του χέρια, τά πάμφωτα έπαθλα τής πνευματικής της σκυταλοδρομίας.

Στήν αγκαλιά τού Κυρίου που μέ μανικό έρωτα παιδιόθεν ηγάπησε καί μέ αποστολική αυταπάρνηση ακολούθησε στόν ματωμένο βηματισμό τής εφαρμοσμένης αγάπης, 95 χρόνια πού έλαμψε η μορφή της πάνω στή γή.

Καί ίσως είναι η πρώτη φορά που έδωκε «ύπνον τοίς κροτάφοις της καί τοίς βλεφάροις της νυσταγμόν» η ακαταπόνητη αυτή γυναίκα, πού ζούσε, δρούσε καί ανέπνεε γιά τήν Βασιλεία τού Θεού, τήν οποία ησυχαστικώς στοχοθέτησε καί αγιοπνευματικώς προσοικειώθηκε, ώς αναφαίρετο κτήμα της, στά υπόβαθρα τής καρδίας της.

Υπήρξε Οσία, υπήρξε χαρισματική, υπήρξε ασκήτρια. Αν τής προσδώσουμε καί μαρτυρικό φρόνημα δέν θά λαθέψουμε. Αγάπησε, εξ απαλών ονύχων, μέ περιφλεγή έρωτα τόν Χριστό, μέ πιστότητα Μυροφόρων Τόν ακολούθησε, εφάρμοσε επακριβώς τά σωτήρια εντάλματα τής διδασκαλίας Του, ποτίσθηκε ακορέστως από τά ζωοπάροχα νάματα τής αγάπης Του, Τόν υπηρέτησε εμπνευσμένα στά πρόσωπα τών εμπεριστάτων αδελφών, κατέβηκε στόν Άδη τής μετανοίας έντονα καί ουσιαστικά, εβίωσε τήν Αγιοτριαδική Παρουσία απροκάλυπτα καί ζωντανά, χτυπήθηκε λυσσαλέα από τά μανιασμένα κύματα πού ο βύθιος δράκων ξεσήκωσε στήν πολυτάραχη θάλασσα τής επίγειας ποντοπορίας της, έκλαψε πολύ, αγάπησε περισσότερο, ψιλοδούλευσε τήν αρετή, δόθηκε ανιδιοτελώς στούς ανθρώπους, προσέφερε μέ χαρά τόν αδύνατο σκελετό της γιά νά ακουμπήσουν τά βάρη τους όλοι οι άλλοι, σφούγγιξε δάκρυα, διόρθωσε λογισμούς, αλάφρωσε συνειδήσεις, γαλήνευσε ψυχές, ενέπνευσε ιερές επιθυμίες, προσανατένισε εναργώς τά κάλλη τού Παραδείσου, ξεναγήθηκε μέ παρρησία καί στά φόβητρα τής κολάσεως, τροχιοδρόμησε πλειάδα ψυχών εις τήν αιώνια ζωή, αδικήθηκε καί συγχώρησε, συκοφαντήθηκε ως πλανεμένη καί η ίδια ξεγέλασε τόν δολιοφθορέα τών ανθρώπων καί ξεπέρασε τόν πλάνον τούτο αιώνα, έγινε ουράνια ύπαρξη, δροσοσταλίδα τού κήπου τής Εδέμ, τελευταία έλαμπε, σάν μοσχοθυμίαμα ευωδίαζε, μόνο χαμογελούσε, μητρικά ευχόταν καί αποχαιρετούσε, σάν μπαρουτοκαπνισμένη αθλήτρια δίδασκε, σάν πεπειραμένη οδηγός νουθετούσε, καί σιγά σιγά, ο φεγγοβόλος ήλιος τής ύπαρξής της έγειρε στήν δύση τής επίκηρης τούτης βιοτής γιά νά κάνη τήν εκφαντορική ανατολή του στό άλλο ημισφαίριο τής ατελεύτητης ζωής.

– «Τί κάνει η γερόντισσα Γαλάτεια»; Μέ ρώτησε κάποτε ο θαυμαστός καί αείμνηστος Γέροντας Αναστάσιος Κουδουμιανός.

– «Γέρασε, γέροντα,» απάντησα. «Κύρτωσε πολύ»

«Τά κατάφορτα δέντρα όταν γεμίσουν καρπό γέρνουν τά κλαδιά τους», απάντησε εκείνος. «Δίνουν στούς γύρω από τό προϊόν τους καί τό υπόλοιπο τής συγκομιδής, τό αναδεικνύει η δικαιοκρισία τού Θεού καί τό μοιράζει σέ όλα τά άλλα μέλη τής Εκκλησίας».

Κάτω από μία γλυκιά, απέριττη καί γαλήνια επιφάνεια, κυλούσε καί επάφλαζε ένας ποταμός αγάπης καί Θείας ζωής, πού τόν επρόδινε η διεισδυτική καί αστραφτερή ματιά της καί η ολοφώτεινη θωριά τού προσώπου της. Τό ανθηρότατο χαμόγελό της, η αγγελική της όψη καί το δροσιστικό εκχύλισμα τής καρδιάς της, λειτουργούσαν σάν μαγνήτης, γι αυτό, όσο εκείνη έκρυβε τό φέγγος τής ψυχής της μέσα στήν αφάνεια τής ασημότητας, τόσο ο Θεός τό ύψωνε στόν λυχνοστάτη τής προβολής. Όπως ο μαγνήτης ελκύει διάφορα μέταλλα, όπως ο ήλιος εντάσσει στήν τροχιά τής επιρροής του διαφόρους δορυφόρους, έτσι καί η αναγεννημένη ψυχή τής Γερόντισσας, άθελά της, έλκυσε κοντά της αναρίθμητες ψυχές πού εμπνεύσθηκαν από τούς ρυθμούς τής δικής της ζωής καί αλλοιώθηκαν κοντά της. Η αγιότητά της ήταν καλά κρυμμένη μέσα στήν απλότητα. Τήν αφοπλιστική παιδική απλότητα. 

Όπως μέσα στά άχυρα τής ταπεινής φάτνης τής Βηθλεέμ κρύφθηκε η μεγαλοσύνη τού ενανθρωπήσαντος Θεού, έτσι μέσα στήν απλή αυτή ψυχή, τήν απέριττη καί ταπεινή, κατοίκησε ζωντανά ο Χριστός, καί τήν έκανε νά λάμπει από οσιότητα καί αγιοπνευματική σοφία. Είχε πνευματικό βάθος, τό Άγιο Πνεύμα σάν ακύμαντος ποταμός άρδευε τά κανάλια τής ψυχής της. Ένας παφλασμός βαθύς καί απύθμενος δονούσε τά μύχια τής καρδιάς της, έπρεπε νά προσηλώσεις καλά τ αυτί σου γιά νά τόν ακούσεις καί νά χεις άντλημα ψυχής γιά νά αποκομίσεις καί νά ευφρανθείς από τά ρείθρα του πού μυστικά διαπότιζαν καί ζωογονούσαν τήν ωραία καί ταπεινή αυτή ψυχή.

Ακόμη καί τίς πιό ηρωικές πράξεις τής ζωής της, συνήθιζε νά τίς περιβάλλει μέ μία απλότητα καί φυσικότητα πού ήταν, γιαυτό τόν λόγο συγκλονιστική. Δέν ήταν λίγες οι αποφάσεις τής ζωής της, πού περιείχαν τό χρώμα τού Γολγοθά, τό ηρωικό φρόνημα καί τό συγκλονιστικό στοιχείο. Όλα, όμως, η Γερόντισσα Γαλακτία τά αντίκρυζε «εν πίστει» καί τά προσπερνούσε «εν σιγή». Γιατί ήταν από τίς ψυχές πού προσήγγιζαν τόν Χριστό, όχι «κράζουσα όπισθεν Αυτού» σάν τήν Χαναναία, αλλά «λαθούσα», ευγενικά, ήρεμα, συνεσταλμένα σάν τήν αιμορροούσα, πού τής έφθανε καί τής αρκούσε νά ακουμπήσει μόνο τά κράσπεδα τών ιματίων Του. Έτσι, μέ τήν ίδια συστολή προσήγγιζε πάντα Τόν Χριστό η Γερόντισσα Γαλακτία καί επιτελούσε τά έργα Του. Γι αυτό επέτυχε, τήν ίδια όπως η γυναίκα εκείνη κατάκτηση. Καί πράγματι ο Χριστός δέν τής χαλούσε χατήρι (χατίρι). Η προσευχή της, μετακινούσε όρη. Η απόλυτη εμπιστοσύνη της στήν πρόνοια Τού Θεού, ενεργοποιούσε μέσα της τήν Θεϊκή δύναμη καί επιτελούσε τό θαύμα.

Γεννήθηκε στήν ιστορική και ηρωοτόκο Πόμπια στίς 5 Μαρτίου 1926. Οι οικογενειακές της καταβολές, λειτούργησαν σάν γονιμότατη φύτρα γιά νά εκκολαφθεί απροσκόπτως η μετέπειτα πνευματική της εξέλιξη. Ο πατέρας της ιατρός καί άνθρωπος τού Θεού. Η Γαλάτεια έλεγε: «ποτέ μου δέν καυχήθηκα επειδή ο πατέρας μου ήταν γιατρός. Χαίρομαι όμως, νά λέγω ότι ήταν όντως άνθρωπος καί Χριστιανός». Ανάργυρος σχεδόν, δοτικός στόν ανθρώπινο πόνο, ενέπνευσε στήν πολυαγαπημένη του κόρη το θυσιαστικό ήθος καί τό ανιδιοτελές φρόνημα. Ο παππούς της, ο πατέρας τής μητέρας της ήταν ιερεύς. Καί τί ιερεύς! Άγιος! Πνευματικό ανάστημα τών Οσίων Γερόντων τής Μονής Κουδουμά Παρθενίου καί Ευμενίου. Έζησε εν συζυγία δύο έτη καί σέ οσιότροπη χηρεία 66 έτη. Τόσο πολύ εξαγιάσθηκε ο νούς από τήν άσκηση καί τήν προσευχή, πού έλεγε μέ αφελότητα καρδίας στά τέλη τής ζωής του, ότι θεωρούσε τόν εαυτό του άγαμο, γιατί δέν τόν συνόδευε καμία ανάμνηση τού βραχύβιου εγγάμου βίου.

Ιερά Μονή Κουδουμά, Όσιοι Παρθένιος καί Ευμένιος, παπά Νικόλας Φουστανάκης, Γερόντισσα Γαλακτία. Αλυσιδωτή μετάδοση τού χαρίσματος τής ησυχαστικής βιοτής. Ανάμεσα στίς τέσσερις εκλεκτές θυγατέρες τού θρυλικού γιατρού τής Πόμπιας Μιχαήλ Κανακάκη, ξεχώρισε εμφανώς η τρίτη. Η Γαλάτεια. Γιά τήν σπάνια ομορφιά της; Γιά τήν ολοπρόθυμη υπακοή της; Γιά τήν κραυγάζουσα σεμνότητά της; Γιά τήν παρθενική ακτινοβολία της; Γιά τήν αδελφική πρός τούς ξένους συμπεριφορά της; Γιά τά ελεήμονα σπλάχνα τής καρδιάς της; Γιά τό ακατάκριτο στόμα της; Γιά τήν πανθομολογούμενη αρετή της; Γιά τήν απαστράπτουσα διαγωγή της; Τί πρώτο καί τί δεύτερο νά ξεχωρίσεις; Όλα αυτά μαζί συναποτελούσαν τίς φλόγες μιάς ευεργετικής αγάπης πού διαρκώς εκτόξευε τό ηφαίστειο τής καρδιάς της, μέσα στό οποίο εκόχλαζε ο περιφλεγής της έρωτας, τό περίσσευμα τής λαχταριστής αναφοράς της, πρός τόν εράσμιο Νυμφίο τής Εκκλησίας, Σωτήρα Χριστό. Η πνευματική της εξέλιξη έχει μία ιστορία. Δέν οφείλονταν μόνο στήν οικογενειακή της παράδοση καί τίς πνευματικές της καταβολές. Κυνήγησε έμπρακτα από τά παιδικά της χρόνια τόν Χριστό, γι αυτό κι Εκείνος μέ τό βέλος τής αγάπης Του, τήν κατέκτησε ολοσχερώς καί τήν κατέστησε Νύμφη Του.

Από μικρή δόθηκε στήν προσευχή. Ανεπιτήδευτα, κρυφά, ώρες πολλές αφιέρωνε στήν προσευχή αλλά καί στήν διακονία τού πλησίον. Τό ιατρείο τού πατέρα της ήταν ένας ιδανικός τόπος γιά νά εξασκεί τό άθλημα τής προσφοράς καί νά ολοκαυτώνεται στόν βωμό τής θυσίας. Επιμελούνταν τίς πληγές τών ασθενών, συνέπασχε υπαρξιακά μαζί τους, τούς ενθάρρυνε στήν υπομονή, καί κρυφά ελεούσε «εκ τών υπαρχόντων αυτή». Τό ίδιο ήταν καί μέσα στό σπίτι, σέ όλα πρώτη η Γαλάτεια. Στή νοικοκυροσύνη, στά αγροτικά, στήν μεταφορά νερού, στήν διεκπεραίωση παραγγελιών. Ο γιατρός πατέρας, βλέποντάς τήν πάντα ταπεινή, σιωπηλή, πρόθυμη σ οποιαδήποτε εργασία καί αδιάφορη στήν διεκδίκηση δικαιωμάτων καί τιμής, τήν αγκάλιαζε καί τής έλεγε στοργικά: «Γαλαθιώ μου, ύψωσε κι εσύ τό ανάστημά σου. Μήν σέ εκμεταλλεύονται οι άλλοι. Θέλω νά έχεις τό βέτο σου». 

Ο πατέρας της τήν είχε ξεχωριστή. Καί εκείνη τόν υπεραγαπούσε. Κάποτε όμως, σέ εφηβική ηλικία κάτι τού είπε καί τόν στεναχώρησε. Τό εξομολογήθηκε η Γαλάτεια στόν παππού Ιερέα καί εκείνος τήν μάλωσε. Η νεαρή Γαλάτεια επιτίμησε σκληρά τόν εαυτό της. Ξάπλωνε μπρούμυτα στόν ξύλινο οντά τού δωματίου, έβρεχε μέ δάκρυα μετανοίας τόν χώρο καί ικέτευε σπαρακτικά τό Άγιο Πνεύμα νά τήν συγχωρήσει. Καί κάποια μέρα, ενώ βρισκόταν μέσα στόν άδη τής μετανοίας, άστραψε στά μάτια τής ψυχής της η άκτιστη λαμπηδόνα τής Αναστάσεως. Σέ ανύποπτο χρόνο, ενώ έσκυψε στήν αποθήκη κάτι νά πάρει, ήρθε απρόσμενα από τόν ουρανό μία γαλαζόλευκη δροσιστική φλόγα καί διαπέρασε γλυκά καί ειρηνικά τό κεφάλι της. Προχώρησε – όπως έλεγε στόν εσωτερικό της χώρο, διάνοιξε τούς νοητικούς της ορίζοντες καί πλάτυνε χαρισματικά τήν καρδιά της. Ένιωσε νά φεύγουν οι αμαρτίες της, όπως τά ξερά φύλλα στό φύσημα τού αέρα καί όπως σκορπά ο δυνατός άνεμος τίς ξερές φλούδες από τούς κορμούς τών μεγάλων δέντρων. Είναι δική της, η παραστατική αυτή εικόνα καί περιγραφή. Είναι ευνόητο από θεολογικής πλευράς ότι η καρδιά τής Γαλάτειας πού πόνεσε δυνατά από τήν σωτήρια συντριβή τής μετανοίας, τράβηξε δυνατά από τόν εγκέφαλο τού ηγεμόνα νού καί πυρπολήθηκε δυνατά από τήν πυρκαϊά τής θείας αγάπης. 

Έκτοτε, ένας θείος έρωτας εγκαθιδρύθηκε μέσα της καί σηματοδότησε καταλυτικά τήν μετέπειτα πορεία της. Αυτό τό μεγάλο καί καθοριστικό γεγονός τής πρώιμης νεότητάς της, τό κράτησε μυστικό μέχρι τά 85 χρόνια τής ζωής της, οπότε καί μάς τό φανέρωσε. Είναι προφανές, ότι ο Θεός τής έστειλε τά γλυκάδια τού Παραδείσου καί τήν καλούσε στή σταυρική οδό, πού απολήγει θριαμβευτικά στήν πλατιά λεωφόρο τής Αναστάσεως. Πού νά ακούσει η Γαλάτεια γιά γάμο, έπειτα από τό συνταρακτικό αυτό γεγονός! Αυτό πού έζησε ήταν μία ενυπόστατη έλλαμψη, η πρώτη θεωρία τού Θεού πού άμεσα επισφράγισε τήν ζωή της. Έλεγε: «όταν κανείς φάγει τό παντεσπάνι, τού φαίνονται μετά άνοστα όλα τά γλυκίσματα». Καί εκείνη γεύτηκε εμπειρικά τόν Θεό, γι αυτό καί αποποιήθηκε μετ αποστροφής καί βδελυγμίας τίς αισθησιακές απολαύσεις τού κόσμου καί πάντα «τά τού βίου τερπνά πρός χαμαιζηλίαν». Απέκτησε άλλο μέτρο αξιολογήσεως τών ανθρωπίνων πραγμάτων. Καί αυτό δέν είναι άλλο από τόν Σταυρό τού Χριστού. Γλυκάθηκε από τά πρώτα σημάδια τής άμεσης θεϊκής παρουσίας καί έτρεχε ακαταπαύστως νά βρεί, τό ανεξάντλητο ζαχαροπλαστείο τής Χάριτος. 

Τά κοσμικά μεγαλεία, τά φανταχτερά φορέματα, τά μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, τά εντυπωσιακά ενδύματα, οι τίτλοι καί τά αξιώματα, η προβολή καί η φιλαρέσκεια, οι διασκεδάσεις καί η αισθησιακή ζωή, τής ήταν αποκρουστικά, ώστε πολλές φορές προσποιήθηκε τήν άρρωστη γιά νά τά αποφύγει μή έχοντας άλλο τρόπο νά επικαλύψει τόν πλούτο τής εσωτερικής της πληρότητας.

Ανέπτυξε ιδιαίτερη σχέση μέ τόν Αρχάγγελο Μιχαήλ! Η επισφαλής υγεία τής αγαπημένης της ανιψιάς Αντωνούλας, τήν οδήγησε νά στείλει επωνύμως τό τάμα της στόν Πανορμίτη τής νήσου Σύμης. Σφράγισε τά σχετικά μέσα σέ ένα μπουκάλι καί τό πέταξε στήν θάλασσα. Τό τάμα της πήγε ενδοθαλασσίως στόν προορισμό του, έλαβε τήν ενημερωτική απάντηση από τό προσκύνημα καί η μικρή Αντωνούλα τήν επόμενη μέρα μίλησε. Έκτοτε, η σχέση της μέ τόν Αρχάγγελο ήταν διά βίου ζωηρή, άμεση, δυνατή καί τά θαύματα πού επιμαρτυρούν αυτή τήν διάθερμη αγαπητική συναλληλία, ήσαν συνεχή καί απροσμέτρητα. Πέταξε καί ένα άλλο μπουκάλι στό Λιβυκό Πέλαγος, πού βρέθηκε σ ένα ερημοκκλήσι στήν Ανώπολη Σφακίων καί έγινε αιτία αυτό τό θαύμα, νά ανακαινισθεί καί νά ξαναλειτουργήσει ο πεπαλαιωμένος καί εγκαταλελειμμένος αυτός ναός.

Ο Αρχάγγελος, συνεχώς έδειχνε τήν εύνοιά του στήν νεαρή κόρη μέ τήν ισάγγελο πολιτεία. Καί όταν κάποτε, πιέσθηκε πολύ γιά νά ενδώσει στήν ολοκλήρωση ενός συνοικεσίου, πήρε αγκαλιά τήν εικόνα τού Αρχαγγέλου καί τόν καθικέτευε σπαρακτικά στό δωμάτιό της νά επέμβει δυναμικά καί νά ματαιώσει τήν εξύφανση τής θετικής προοπτικής. Η παρουσία του καί πάλι, ήταν άμεση. Έγινε σεισμός στό σπίτι, ξεμανταλώθηκαν οι πόρτες, ένας θόρυβος τάραξε τούς προξενητές καί τούς ενοίκους. Ο ευλαβής ιατρός πατέρας, πείσθηκε πλέον ότι η υπόθεσις γάμος ήταν γιά τήν Γαλάτεια τελείως ατελέσφορο γεγονός καί κάθε άλλη διαχείρισις τού πράγματος, θά απέβαινε γι αυτήν μαρτύριο.

Η έγκαρπη αφιέρωσίς της στόν Θεό, νοηματοδοτήθηκε καθοριστικότερα από τήν συνοίκησή της 40 περίπου χρόνια μέ τήν ανιψιά της Αντωνία. Αγάπησε αυτό τό παιδί όσο τίποτα στόν κόσμο. Θυσιαστικά τού δόθηκε. Η ιδιαιτερότητα τής καταστάσεως, ευαισθητοποίησε έτι περισσότερο τήν ήδη εκλεπτυσμένη ψυχή τής Γαλάτειας. Έγινε ο Φύλακας Άγγελός τής Αντωνίας. Σέ συνεπικουρία μέ τούς γονείς τού παιδιού, οικονομούσε τίς ποικίλες ανάγκες του, φρυκτωρούσε σάν άγρυπνος φύλακας στίς επάλξεις τής ακεραιότητός του καί διήνθιζε μέ ροδοπέταλα ασύλληπτης αγάπης καί προσφοράς, τήν ανέμελη καθημερινότητά του.

Πέρασε πολλά: Επιθέσεις από ανθρώπους, ύβρεις, προσβολές, χλευασμούς, αμφισβητήσεις. Δέν είναι εύκολο νά οικονομείς ένα άρρωστο παιδί καί πολλοί τών ανθρώπων είναι σκληροί καί ανάλγητοι. «Τόν σταυρό μου -έλεγε- τόν γνωρίζω μόνο εγώ καί ο παντεπόπτης Θεός». Όμως, έκανε υπερβάσεις αγάπης καί άλματα συγχωρητικότητος. Ο καλός κολυμβητής, γράφει ο Όσιος Διάδοχος Φωτικής, δέν πάει κόντρα στόν αφρό τού κύματος αλλά περνά από κάτω. Σέ κανέναν δέν κάκιωσε, δέν μνησικάκησε, δέν διατύπωσε παράπονο ή αρνητικό λόγο. Προπάντων γιά κανένα δέν αθυροστόμησε καί δέν κράτησε μέσα στήν ψυχή της ίχνη εμπάθειας ή τάσεις εκδικητικότητας. Τό ποιοί τήν πίκραναν καί τήν πλήγωσαν, κανένας μας δέν τό πληροφορήθηκε ποτέ…

Παράλληλα μέ τήν άρση τού βαρύτατου αυτού σταυρού, καλλιέργησε επιμελώς καί τήν άσκηση γιά τήν πλήρη μεταμόρφωση τής καρδίας της. Αδιάλειπτη προσευχή, απειράριθμες γονυκλισίες, εποικοδομητική μελέτη, έμπρακτη εξάσκηση όλων τών εντολών τού Χριστού, συνεχής εκκλησιασμός καί μάλιστα λίαν πρωί πρίν τήν έλευση τού ιερέως στόν ναό, εξονυχιστικός έλεγχος τής συνειδήσεως, τακτική προσαγωγή στήν εξομολόγηση, συχνότατη μετάληψη τών Αχράντων Μυστηρίων, εξαντλητική νηστεία καί προπαντός επιμελημένη εφαρμογή τής έγκαρπης σιωπής. Ο ανιψιός της ο Νίκος είπε κάποτε: «νήστεψε όσο όλες οι καλόγριες τής Κρήτης καί προσευχήθηκε όσο προσευχήθηκαν όλες αυτές μαζί».

Η θεοειδής πολιτεία της καί η γονιμότατη άσκησή της, ιδιαιτέρως, όμως, η πύρινη προσευχή της, τήν εξακόντισαν στά ουράνια σκηνώματα καί ενετύπωσαν τήν μορφή τού Χριστού μέσα στήν καρδιά της. Θεωρούσε τήν προσευχή σάν τήν πιό ισχυρή ώρα τής ανθρώπινης ύπαρξης. Ζούσε μέ τήν προσευχή τήν πιό δυνατή κοινωνία καί επικοινωνία. Γι αυτό, τό περίσσευμα τής ερωτικής αναφοράς πού έτρεφε πρός τόν Σωτήρα Χριστό, τό διοχέτευε στό κανάλι τής αδιάλειπτης προσευχής. Η προσευχή τής έδινε δύναμη. Μέ τήν προσευχή προσείλκυε τήν Χάρη καί προσαύξησε τίς αρετές τής αγνότητας, τής ταπεινοφροσύνης, τής σιωπής καί τής αγάπης. Είχε τόσο ισχυρή καί δυνατή προσευχή, ώστε κάποιες φορές, μικρά παιδιά, εν ώρα Θείας Λειτουργίας, τήν έβλεπαν φωτεινή καί μετάρσια, νά εξυψώνεται από τήν γή καί ουράνιες αγγελικές ταξιαρχίες νά τήν περικυκλώνουν καί νά ψάλλουν μαζί της.

Οι Πομπιανοί καί οι κάτοικοι τών γύρω χωριών τήν αγάπησαν καί τήν σεβάστηκαν πολύ. Μού είπε κάποτε ο αείμνηστος επιφανής Πομπιανός Μανώλης Φουστανάκης: «Μέ επιστημονικό μικροσκόπιο άν διερευνήσουμε τήν ζωή τής Γαλάτειας, δέν θά μπορέσουμε νά βρούμε κακό». Ασφαλώς σάν απόγονος τού Αδάμ, θά είχε καί αυτή τίς αδυναμίες της καί κάποιες ανθρώπινες πλευρές της. Όμως, ήταν τόσο αθώα καί παιδικά αυτά, ώστε τά προσπερνούσες μέ θυμηδία, γιατί μόνο χαρά, πλατυχωρία καί άνεση σού προκαλούσαν, τά ελατήρια καί οι προθέσεις τής καρδιάς της. Όλοι θαύμαζαν τήν ταπεινότατη καί ενάρετη γιατροπούλα, πού καιγόταν σάν τό λιβάνι στήν ανθρακιά γιά νά ευωδιάσουν οι άλλοι καί έλιωνε σάν τό φλογισμένο μελισσοκέρι γιά νά αποκομίσουν τό φώς καί τήν λάμψη πού εξέπεμπε οι αναγκεμένοι συνάνθρωποί της. Αλλά, άν θέλαμε νά αποδώσουμε τό μεγαλείο τής Γερόντισσας επιγραμματικά, θά αναφέραμε δύο λέξεις: ήταν η ενσάρκωσις τής ταπεινοφροσύνης καί τής αγάπης.

Ήταν όντως ταπεινή. Κανένας μεγαλοϊδεατισμός, ούτε ακροθιγώς δέν εκκολάφθηκε στήν ψυχή της. Δέν ήταν αυτό κομπλεξικότητα γιατί ήταν ελεύθερη από συμπλεγματικές καταστάσεις, ούτε αίσθημα μειονεξίας γιατί διέθετε ψυχική πληρότητα. Ήταν η βαθειά καί αγία αρετή πού τής απεκάλυπτε τήν χοϊκότητα καί τρεπτότητα τού εαυτού της καί τήν έκανε νά γνωρίζει τά μέτρα της. Είχε διαρκώς τήν αίσθηση ότι είναι η χειρότερη τών πάντων, φιλούσε τά χέρια όλων καί ζητούσε συγχώρηση. Δέν τό έκανε από ταπεινοσχημία αλλά, μέ πλήρη επίγνωση μηδαμινότητος, φρονούσε ότι είναι πολύ χαμηλά, στό μηδέν, ότι τής λείπουν ακόμη πολλά, ότι δέν είναι αυτή πού έπρεπε καί μπορούσε νά είναι. Τήν χαρακτήριζαν ο καλός λογισμός γιά τόν πλησίον της καί η ανελέητη αυτοκριτική γιά τόν εαυτό της. Καί ο αγωνοθέτης Θεός, τήν εξακόντισε από τά βάθη τής βιωματικής ουδενίας, στά ύψη τής απερινόητης θεοπτίας, γιατί «πάς ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» κατά τόν αψευδή λόγο τού Κυρίου μας.

Η αγάπη της, παροιμιώδης καί ασύγκριτη. Αγαπούσε τούς πάντες, προπαντός τούς φτωχούς καί τούς κατατρεγμένους, τούς χωλούς καί αναπήρους, τούς ενδεείς καί τούς πάσχοντες, τούς οδοιπόρους καί πάροικους, τά μικρά παιδάκια καί τούς γέροντες καί όλους τούς φόρτωνε διακριτικά μέ τά δώρα τής αγάπης της. Καί η πολλή αγάπη γέννησε τήν διακριτικότατη ελεημοσύνη της. Ομολογώ, μετά παρρησίας, ότι είναι τό πιό ελεήμων πρόσωπο πού γνώρισα στήν ζωή μου. Έπαιρνε τόν μισθό της καί τόν σκόρπιζε αμέσως. Έλεγε: «έκανα συμφωνία μέ τήν Παναγία, εγώ νά αδειάζω τό σπίτι μου καί Αυτή νά μού στέλνει ό,τι χρειάζεται γιά νά περνώ τήν κάθε μέρα», «καμμιά φορά – έλεγε καθυστερεί γιά νά μέ δοκιμάσει. Όμως, εγώ ησυχάζω καί γιατί ξέρω πώς οπωσδήποτε θά έλθει. Καί πράγματι -συνέχιζε-μετά από λίγες ημέρες, νά το καί φθάνει. Δέν μέ βγάνει η Παναγία από τόν λόγο Της».

Μέχρι τά βαθειά της γεράματα, σκορπούσε, έδιδε «τοίς πένησι». Ήταν γερόντισσα πιά, χειρουργημένη καί στά δύο πόδια αλλά έστηνε μία μεγάλη κατσαρόλα φαγητό γιά νά μήν στερηθούν οι μοναχικοί γέροντες καί ένας άρρωστος ηλικιωμένος τής γειτονιάς. Γι αυτό, λίγο πρίν τό τέλος, τήν επισκέφθηκαν ανάμεσα σέ άλλους, οι επτά Αρχάγγελοι πού μεταφέρουν τίς προσευχές τών αγίων από τήν γή στόν ουρανό. Τής συστήθηκαν μέ τά ονόματά τους, δέν τά λησμόνησε αλλά τά ενέταξε στήν καρδιακή μνήμη της: Μιχαήλ, Γαβριήλ, Ουριήλ, Ραφαήλ, Φαναήλ, Θαναήλ. Ο Ουριήλ τής είπε ότι φυλάει τήν άβυσσο. Σήκωσαν ψηλά τίς ρομφαίες καί τής έκαναν «ρεκάπιτο» όπως είπε, γιά νά περάσει. Τήν οδήγησαν σέ ένα πάγχρυσο παλάτι. Είναι ο τόπος τής κατοικίας σου, τής είπαν. Στή μέση ξεχείλιζε ένα ολόχρυσο δοχείο πού ανέβλυζε κρυστάλλινο νερό. Ρώτησε: «τί είναι αυτό;» «είναι τό δοχείο τής καρδιάς σου» απάντησαν. «Καί ξεχειλίζει η αγνότητά σου, η σιωπή σου, η ταπεινοφροσύνη σου καί οι ελεημονιές σου».

Η πρόωρη κοίμηση τής Αντωνούλας, τής κόστισε πολύ. Έκλαιγε συνεχώς αλλά επαρηγορείτο από τήν ελπιδοφόρα προσδοκία τής επανασυνάντησης στήν αιωνιότητα. Ήταν τό 1998 όταν άρχισαν καί τά προβλήματα υγείας τής Γερόντισσας. Δέν θά μπορούσε, λόγω σωματικής αδυναμίας, νά οικονομεί μέ τήν ίδια φροντίδα τό παιδί. Εκείνη τήν χρονιά διορίσθηκε καί η ευτέλειά μου εφημέριος στήν Πόμπια. Δεθήκαμε πολύ, σάν μάνα μέ παιδί, είκοσι ολόκληρα χρόνια. Τής έδωσε πληροφορία ο Θεός στήν προσευχή: «Σού πήρα τήν Αντωνία αλλά σού έστειλα τόν Αντώνιο». Καί πράγματι! Τήν αγάπησα όσο καί τούς φυσικούς μου γονείς ή ίσως, ακόμη καί περισσότερο. Απήλαυσα κοντά της, τήν ακένωτη μητρική στοργή καί τήν ανύστακτη φροντίδα της. Είθε δέ, νά διαποτίσει καί τό άγονο έδαφος τής δικής μου ψυχής, τό ζωηφόρο νάμα πού είδα τόσα χρόνια νά αναβλύζει η ένθεη βιωτή της καί η ισάγγελος πολιτεία της…

Ποτέ δέν περιαυτολόγησε. Είχε αίσθηση, όχι απλώς μηδαμινότητας, αλλά απόλυτης ουδενίας. Τήν βρήκαμε πολλές φορές νά έχει επιδοθεί σέ θρήνο μετανοίας, νά χτυπά τό πρόσωπό της καί νά αυτοαποκαλείται «πόρνη, ληστίνα, έκτρωμα, ελεεινή». Λυπόταν όταν τήν επαινούσαν γιατί νόμιζε ότι αδικούσαν κατά πολύ τήν πραγματικότητα καί πήγαινε κόντρα, προσέκρουε βάναυσα, στήν δίκαιη αποτίμηση τού Θεού. Χαιρόταν στίς κατηγορίες γιατί τίς εκλάμβανε – όπως έλεγε – ως ευκαιρίες γιά διόρθωση, μετάνοια καί σωτήριο επαναπροσδιορισμό ολόκληρης τής υπάρξεώς της. Είχε εγκαθιδρύσει μέσα της ένα σπάνιο καί αμπλοκάριστο εργοστάσιο καλών λογισμών. 

Γιά όλους είχε έναν καλό λόγο. Καί τά πιό δύσκολα καί σκανδαλώδη ενεργήματα, δέν τά αμνήστευε μέν, αλλά σιωπούσε καί προσευχόταν γιά τούς υπεύθυνους, όταν τά επληροφορείτο. «Εγώ είμαι η μεγαλύτερη υπόδικη ενώπιον τού Θεού -έλεγε- καί δέν έχω δικαίωμα νά κρίνω κανέναν». Σέ όλους εύρισκε κάτι καλό καί αυτό προέβαλε. Τήν ενδιέφερε νά βασιλεύει τό καλό στήν ανίληψη τών άλλων καί στήν υφή τής κοινωνίας. Γι αυτό τελευταία, τής ξέφυγε καί είπε: «Είμαι φορτωμένη από αμαρτίες καί ελπίζω μόνο στό έλεος τού Θεού, γιατί γέρασα άπρακτη από έργα μετανοίας. Γιά κατάκριση όμως, νομίζω, πώς δέν θά δώσω λόγο στόν δικαιοκρίτη Θεό…»!

Τά τελευταία 20 χρόνια τής ζωής της, τά πέρασε μέσα στήν καρποφόρο εξάσκηση τής Ιεράς ησυχίας καί στήν πολύφερνη υλοποίηση τών έργων τής αγάπης. Ζούσε στό κλίμα τής αδιάλειπτης προσευχής. Ελάχιστος ο ύπνος της, πολύ ελαχιστοτέρα η τροφή της. Διανυκτέρευε προσευχόμενη. Ο νούς της, τελείως εξαγιασμένος, βρήκε τόν αρχέγονο τόπο του, πήγε στόν φυσικό προορισμό του. Ενεργοποιήθηκε μέσα στό απύθμενο πηγάδι τής βαθείας καρδίας, όπως περιέγραφε η ίδια η Γερόντισσα. Από εκεί εξακοντίσθηκε αυτός ο θεοειδέστατος νούς της στά επουράνια. Διείσδυσε επαρκώς στά άφατα καί συγκλονιστικά μυστήρια τού Θεού. Έβλεπε καί απολάμβανε τό άπλετο καί γαλαζόλευκο Φώς τού Θεού, τήν άφατη δόξα τής Αγίας Τριάδος πού είναι ασχημάτιστο καί ομοιογενές -όπως έλεγε- καί δέν έχει αρχή καί τέλος. Ο ήλιος είναι λυχναράκι μπροστά Του. Διέκρινε μέσα στό ενιαίο εκείνο αμήχανο Φώς, τρία φώτα, τίς υποστάσεις τής Αγίας Τριάδος καί έκανε μοναδικές εμπειρικές περιγραφές, πού μόνον μεγάλοι Πατέρες τής Εκκλησίας τίς απετόλμησαν. 

Έβλεπε άσαρκο Φώς, τόν Άναρχο Πατέρα τήν πηγαία Θεότητα. Έβλεπε σεσαρκωμένο Φώς, τόν ενανθρωπήσαντα Λόγο καί περιέγραφε μέ εκπληκτική ευκρίνεια τά ανθρώπινα χαρακτηριστικά Του. Έβλεπε καί τό τρίτο Φώς, τό Πανάγιο καί Ζωοποιό Πνεύμα νά συνέχει τήν Εκκλησία, νά προχέεται στίς καρδιές από τά Ωμοφόρια τών Επισκόπων καί τά Επιτραχήλια τών ιερέων καί νά σηκώνει επαρκώς μέσα στά δάκρυα τής προσευχής καί τούς στεναγμούς τής μετανοίας. Ήρθε -έλεγε- τήν ημέρα τής Πεντηκοστής αλλά δέν έφυγε. Κινείται στόν κόσμο μέ μεγάλο κρότο, «ως ήχος φερομένης, βιαίας πνοής» αλλά δέν τόν ακούει κανείς, μόνο όσοι έχουν ενεργοποιήσει τόν κρυφό μηχανισμό τής καρδίας.

Μέ τήν διόπτρα τού νού, τήν λεπτοτάτη προσοχή, τά «κιάλια» τής καρδιάς, όπως τά ονόμαζε, ανίχνευε τά επουράνια καί τά καταχθόνια αλλά καί τά κρυπτά τής καρδίας τών άλλων ανθρώπων. Είχε βιωματική γνώση τών διαβαθμίσεων τού ουρανού. «Έχει -έλεγε- ο ουρανός πολλές καταστάσεις Χάριτος πού επεκτείνονται ως τό άπειρο καί δέν τελειώνουν ποτέ…». Αυτό σημαίνει ότι έβλεπε τίς εναλλαγές τών αιώνων. Άφηνε, όμως, τόν νού της νά κατέρχεται καί στά φλογισμένα και αφεγγή βασίλεια τής κολάσεως. Είδε πολλούς, αλλά ουδέποτε μαρτύρησε κανέναν. «Ανάβω κεράκια -έλεγε- κάνω πολλή προσευχή καί τούς βάζω σέ κίνηση βελτιώσεως, γιατί είναι μαρμαρωμένοι οι καημένοι».

Ταυτίστηκε χαρισματικά μέ όλο τόν κόσμο. Είχε προσλάβει μέσα της «παγγενή» τόν Αδάμ. Θεωρούσε τόν εαυτό της υπαίτιο γιά ό,τι κακό συμβαίνει στήν οικουμένη. Γι αυτό τίς πρώτες πρωινές ώρες, έκανε μία μακροσκελή αυτοσχέδια, συγκλονιστική προσευχή, πού περιελάμβανε όλη τήν κτίση καί κάθε γένος ανθρώπων «τών υπό τόν ουρανόν».

Η ακτινοβολία τού προσώπου της καί ο γλυκασμός πού εξέπεμπε η καρδιά της, προσέλκυσαν πλησίον της ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων, ιδιαίτερα νέων, πού προσέτρεχαν κοντά της, γιατί έβλεπαν τήν αειθαλή καί αθάνατη ζωτικότητα μέσα σέ μία εύθραυστη καί αποκαμωμένη χοϊκότητα. Μία πνευματοφόρο καί εν-χριστωμένη ψυχή μέσα σ ένα λιπόσαρκο καί γηραιό σώμα. Εκείνη αισθανόταν ως μητέρα. Αγκάλιαζε ιδιαίτερα τούς πολύ αμαρτωλούς, αναπτέρωνε ελπίδες, ισχυροποιούσε τό φρόνημα τής πνευματικής μετάλλαξης, τόνιζε τίς ατέρμονες διαστάσεις τού Θείου Ελέους καί τήν απεραντοσύνη τής αγάπης τού Θεού, τούς προσλάμβανε μέσα στήν θαλπωρή τής καρδιάς της, γιά νά ζεστάνει από τήν παγωνιά τής δαιμονικής κυριαρχίας, ακόμη καί βαρυποινίτες φυλάκιζε στοργικά μέσα στά κελιά τών ενδομυχίων της, γιά νά τούς απαλλάξει από τίς αλυσίδες τών παθών τους καί νά τούς χαρίσει τήν εσωτερική ελευθερία. Δέν άφηνε όμως, καί κανέναν νά ξεθαρρεύει. Επαναλάμβανε μέ δικό της τρόπο, τήν επωδό τού Οσίου Νίκωνος τού μετανοείτε, «Μετά τήν ενθέδε εκδημίαν, μετανοίας ισχύς ουδεμία».

Οι παρακαταθήκες της απλές καί πρακτικές αλλά αποστάγματα αγιοπνευματικής σοφίας καί χάριτος.

«Η γλώσσα -έλεγε- είναι η καλύτερη φιλενάδα τού σατανά».

«Νά έχετε τέσσερα πράγματα: Αγάπη, ταπεινοφροσύνη, σιωπή καί ελεημοσύνη εν κρυπτώ».

«Νά εξομολογείσθε όπως πρέπει, γιά νά μήν έχει ούτε πατημασιές ο διάβολος μέσα σας».

«Νά μήν κακολογούμε τούς άλλους, γιατί έπειτα θά μάς κακολογήσει κι εμάς ο Θεός όταν ξανάρθει στόν κόσμο».

«Νά προσεύχεσθε μέ τήν ευχή <Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με>, αλλά καί Τριαδολογικά. Εγώ λέγω»:

«Πατέρα επουράνιε συγχώρεσέ με,
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με,
Πνεύμα Άγιον φώτισέ με».
«Όποιος φοβάται, δέν φοβάται». Δηλαδή, όποιος φοβάται τήν αμαρτία δέν φοβάται τίποτα.

Η διαρκής μέθεξις τής Ακτίστου δόξης τού Θεού πού η Γερόντισσα είχε σέ βαθμό Θεώσεως εδραίωσαν μέσα της τήν αίσθηση τής ουδενίας καί τήν αποστροφή στόν εαυτό της, μέχρι αυτομίσους. Ταυτόχρονα γιγάντωνε τήν χαρισματική κατάσταση τής μετανοίας ως μυστήριο καί βίωμα διαρκείας. Έλεγε: «Μέσα από τήν καρδιά βλέπω τί είναι ο Θεός καί τί είμαι εγώ. Ο Θεός είναι τό πάν καί εγώ ένα μηδέν. Τόν ευχαριστώ, όμως, πού μού δείχνει τά χάλια μου καί μού δίνει παράταση μετανοίας. Ζώ καθημερινά τό μυστήριο τής Αγάπης Του. Ό,τι τού ζητήσω μού τό δίνει. Χατήρι δέν μού χαλά κι άς είμαι τό πιό άτακτο παιδί Του. Είναι σάν ένα κοπέλι πού τό πέμπω στίς μαντατοφοριές. Μέ φροντίζει καί μέ στηρίζει σέ βαθμό πού δέν αντέχω, ενώ έπρεπε νά μού δίνει νερό νά πίνω από τούς βόθρους τής Νέας Υόρκης, γιατί οι αποχετεύσεις τού χωριού μου είναι καθαρές».

Όσο πλησίαζε τόν Θεό καί σπούδαζε εμπειρικά τό απερινόητο τής Αϊδιότητός Του, τόσο χαμήλωνε στήν διόπτρα τής ψυχής της η ιδέα γιά τόν εαυτό της καί μέ ποταμούς δακρύων ζητούσε τό έλεος τού Θεού. Καί ο γενναιόδωρος Χρεώστης τήν προίκισε από τίς αποθήκες τής Αγάπης Του μέ σπάνια χαρίσματα: τήν προόραση, τήν δυνατή διόραση καί τήν προφητεία.

Όλα αυτά τά θεωρούσε φυσικά γιά όλους, γιατί διέθετε προπτωτική καθαρότητα καί παιδική απλότητα. Σ αυτά δέν θά αναφερθώ λεπτομερώς. Δέν είναι αυτό τό μείζον, ούτε τό ζητούμενο τής στιγμής αυτής. Όλων τών χαρισμάτων της, υπερείχε η υπερφυσική της αγάπη της καί η ασύγκριτη γιά τά σημερινά δεδομένα ταπεινοφροσύνη της.

Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος πού τήν συναναστράφηκε καί είχε επικοινωνία μαζί της, λέγει ότι όπου βαθιά ταπείνωσις καί διαρκής μετάνοια δέν αναπτύσσεται καμία πλάνη, γιατί δέν αντέχει νά ενεργήσει ο σατανάς.

Καί η Γερόντισσα είχε σπάνιο χάρισμα διακρίσεως τών πνευμάτων, πού αποτελεί τό προσδιοριστικό ιδίωμα τής απλανούς Θεολογίας. Ήταν προφήτιδα τής Καινής Διαθήκης, γιατί ήταν μία αληθινή ησυχάστρια. Ξεχώριζε άριστα τό ψυχολογικό από τό πνευματικό, καί τό κτιστό από τό άκτιστο. Έλεγε: «Έρχονται, ειδικά τήν νύχτα πού προσεύχομαι οι δαίμονες μέ ποικίλες μορφές. Άλλοτε γίνονται τέρατα φρικιαστικά καί πασχίζουν νά μέ τρομάξουν καί άλλοτε ειδικά στίς αρχές, μεταμφιέζονται σέ πνεύματα αγαθά καί προσπαθούν νά μέ ξεγελάσουν. Τούς προδίδει, όμως, η βρώμα τους. Μία άλλη αίσθηση δυσοσμίας πνευματικής, πού δέν γίνεται αντιληπτή από τήν σωματική όσφρηση καί είναι χειρότερη από τά σκουληκιασμένα ζωικά σπλάχνα καί τό σάπιο κρέας τών 16 ημερών. Τά θεϊκά -έλεγε- δυναμώνουν τά δάκρυα τής μετανοίας καί τήν ταπείνωση, ειρηνεύουν καί ενισχύουν τήν ψυχή. Τά δαιμονικά, όσο καμουφλαρισμένα καί νά ναι, δημιουργούν ταραχή, φόβο, υπερηφάνεια, σέ πιάνει από τήν βρώμα τάση ναυτίας, μεταταράσσονται τά σπλάχνα σου».

Πολλές φορές τήν είδα γιά παραδειγματισμό μου σέ κατάσταση Θείας αρπαγής, βυθισμένη μέσα στήν καρδιά καί από εκεί εξακοντισμένη στούς ουρανίους κόσμους, φωτεινή καί «αχάμπαρη» γιά τό τί συνέβαινε γύρω της. Τό φώς τού Θεού -έλεγε- τό έβλεπε μέσα από τό χάος τής καρδιάς πού τής ήταν πάμφωτο, τραβιόταν όμως καί τά σαρκικά της μάτια καί τά αισθανόταν νά αλλοιώνονται, τό έβλεπε -όπως εδιηγείτο- «από τίς τρίχες τής κεφαλής έως τά κράνυχα τών ποδιών», όλες οι αισθήσεις γινόταν μία. Παντού βασίλευε ο Χριστός καί δέν ήξερε από πού τελικά ζούσε όλες αυτές τίς υπερφυείς δωρεές τού Παρακλήτου Πνεύματος. Έλεγε αποφατικά: «Αυτά γλώσσα δέν τά διηγείται καί ανθρώπινος νούς δέν τά χωρεί. Ούτε αγγελικός νούς δέν τά χωρεί όλα. Απορώ πώς υπάρχουν άνθρωποι πού λέγουν πώς δέν πιστεύουν».

Η βρώμα πού αισθανόταν ενώπιον τών πονηρών πνευμάτων, οφείλεται στό ότι η ίδια είχε νοερά καρδιακή προσευχή. Αισθανόταν -όπως έλεγε- τήν καρδιά της νά μουρμουρίζει καί ειδικά τίς νύχτες, ζούσε «έντονα πνευματικά γλέντια». Ήταν ζωομύριστη καί μυρίπνοη από τά μύρα τού Πνεύματος, γι αυτό διέκρινε τήν νεκροποιό οσμή καί τήν αηδιαστική αποφορά τών ακαθάρτων πνευμάτων. Ενεργοποίησε ησυχαστικώς τό Άγιο Χρίσμα μέσα στήν καρδιά της. Αυτό εννοεί ο Απόστολος καί Ευαγγελιστής Ιωάννης όταν γράφει: «ημείς ελάβομεν χρίσμα εκ τού Αγίου καί γινώσκομεν αυτόν». Τό Χρίσμα είναι η ενεργοποίηση τού Αγίου Μύρου μέσα στήν καρδιά, η νοερά προσευχή, ο φωτισμός τού νοός, καταστάσεις πού όταν απουσιάζουν, πανεύκολα μπορεί νά εισέλθει τό μικρόβιο τής οίησης μέσα στόν εσωτερικό χώρο καί ο άνθρωπος, αντί νά ωριμάζει σάν εύγευστο φρούτο χάριτος, νά αποσαθρώνεται, από τό σκουλήκι τής πλάνης, σάν κούφιο ανούσιο καρπολόγημα, καί εν τέλει νά απωλεσθεί.

Οι μεγάλοι σύγχρονοι ησυχαστές τών Αστερουσίων, Όσιοι Γέροντες Αναστάσιος ο Κουδουμιανός καί Νείλος ο Αγιοφαραγγίτης τήν εκτιμούσαν καί τήν εσέβοντο απεριόριστα. Καί οι δύο έσκυβαν καί ασπαζόταν τό χέρι της. «Είδα τήν προσευχή της καί τρόμαξα» μού είπε ο Γέρων Αναστάσιος, μία από τίς δύο φορές πού τήν επισκέφθηκε στό σπίτι της. Καί όταν η Γερόντισσα τόν επισκέφθηκε στό Βενιζέλειο Νοσοκομείο τού Ηρακλείου, πάλιν ο Μέγας Εκείνος Γέρων, άν καί σέ καταστολή δυνάμεων, βρήκε τό σθένος, ανασηκώθηκε, άρπαξε τό χέρι της καί τό καταφιλούσε.

«Γιατί μού τό κάνουν αυτό οι Δεσποτάδες καί ασκητές» ρωτούσε μέ παιδική αφέλεια η Γαλάτεια. «Γιατί -τής απαντούσα- φαίνεσαι εκατόν ετών, επειδή είσαι κυρτωμένη πολύ καί σέβονται τό γήρας σου».

«Μπρέ, μπρέ ταπείνωση -επαναλάμβανε έκπληκτη εκείνη-. Θά είμαι αναπολόγητη στόν Θεό άν δέν μετανοήσω, αφού τέτοιοι άνθρωποι σέβονται τά γεράματα καί τόν κακοποδομό μου».

«Γιατί, Γέροντα, ανέβηκε η Γαλάτεια τόσο ψηλά;» ρώτησα κάποτε τόν Μεγάλο Αναστάσιο.

«Γιατί παιδί μου -απάντησε εκείνος- έσκαψε βαθειά τό χωράφι τής καρδιάς της μέ τό Ξύλο τού Σταυρού μια ολόκληρη ζωή. Καί ο ησυχαστικός σπόρος βρήκε γόνιμο έδαφος καί ευδοκίμησε πολύ, άπλωσε ρίζες καί ανυψώθηκε ταχέως μέχρι τίς σφαίρες τής Αναστάσεως».

Αγαπούσε πολύ, σάν παιδί της, όπως έλεγε, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ.κ. Ιερόθεο. Τόν εξομοίωνε μέ τούς Ιεράρχες πού είναι κολλημένοι στόν τοίχο, εννοώντας τίς τοιχογραφίες τών εκκλησιών. Τόν εκτιμούσε περισσότερο από όλους. Έβλεπε, όπως έλεγε, τήν εσωτερική του ησυχία καί τήν θεολογική του πληρότητα. Τόν παρακολουθούσε μέ τήν διόπτρα τής καρδιάς, καί χαιρόταν γιά τήν αταραξία του στούς πειρασμούς καί τό αδιάκοπο «γλυκομουρμούρισμα» τής καρδιάς του ειδικά τίς νυκτερινές ώρες. Λυπόταν πολύ πού οι άλλοι δέν τό καταλαβαίνουν καί υφίσταται τόσες άδικες επιθέσεις καί αμφισβητήσεις. Εκείνος είναι καί ο αποδέκτης τής πλειονότητος τών ιδιοχείρων επιστολών της. Υπέρ-αγαπούσε, όμως, καί τόν Ιεροκήρυκα καί Πρωτοσύγκελλό του, π. Καλλίνικο Γεωργάτο. Ακραδάντως πιστεύω ότι θά είναι η προστάτιδά του. Έλεγε: «Πώ, πώ! Αυτός ο <Διάκος> του!» (Διάκος όχι μέ έννοια ιερατική αλλά μέ τή σημασία, τού άοκνου συνεργάτη, τού Διακονητή). «Τί ευλογημένο, τί καθαρό παιδί! Άγγελος είναι! Τόν βλέπεις στά γραφεία, στήν κουζίνα, στά μηχανήματα (Υπολογιστές), στά υπόγεια μέσα στά χαρτιά καί στίς σκόνες! Ποτέ δέν βάζει κακό λογισμό! Αγαπά τόν δεσπότη καί λυώνει (θυσιάζεται) μέ χαρά».

Αγαπούσε επισης σάν γιό της καί έτρεφε μεγάλη αδυναμία στόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Τριφυλίας καί Ολυμπίας κ.κ. Χρυσόστομο. Γιά δύο περίπου δεκαετίες είχαν καθημερινή επικοινωνία. Τόν είχε έγνοια γιά τήν ευαισθησία του καί τήν ασκητικότητά του καί νοερώς εμεριμνούσε γι αυτόν στοργικά.

Αγαπούσε επίσης, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πειραιώς κ.κ. Σεραφείμ. Τόν θεωρούσε λεοντόκαρδο καί ομολογητή τής Ορθοδοξίας. Χαιρόταν πού ελέγχει μέ ειλικρίνεια καί παρρησία τά παρά φύσιν αμαρτήματα αλλά καί τήν φρικώδη αίρεση τού παπισμού. «Τόν σκεπάζουν -έλεγε- ουράνιες δυνάμεις καί τόν δυναμώνουν οι προσευχές τών μοναστηριών».

Αγαπούσε πολύ καί τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Εδέσσης κ.κ. Ιωήλ γιά τήν ταπείνωση τήν καλοκαγαθία καί τόν ασίγαστο Ιεραποστολικό του ζήλο. Έλεγε περί αυτού: «Δέν ξιπάστηκε παιδί μου πού έγινε Δεσπότης. Έμεινε όπως ήταν. Ένας παπάς μέ τό στρογγυλό στή μέση (εγκόλπιο). Παιδί στήν ψυχή, άγιος άνθρωπος».

Τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μόρφου κ.κ. Νεόφυτο τόν αποκαλούσε «θεμελιακό» λόγω σωματικής διάπλασης καί πνευματικού διαμετρήματος. Χαιρόταν -έλεγε- πού χτυπά τά κοσμικά καί προβάλλει τά «αγιωτικά», δηλαδή τούς καρπούς τής λαϊκής ευσέβειας καί τούς σύγχρονους Αγίους τής Εκκλησίας. Χαιρόταν πού έχει παρρησιασμένο καί απλουστευμένο θεολογικό λόγο καί οδηγεί μέ τό φλογερό του περί μετανοίας κήρυγμα, πολλά χαμένα πρόβατα στήν μάνδρα τής Εκκλησίας.

Οι Ιερείς τής Μητροπόλεώς μας, όσοι τουλάχιστον διαθέτουν πνευματικό αισθητήριο, τήν αγάπησαν σάν μητέρα τους. Καί εκείνη, τούς είχε σάν παιδιά της. Τά θαύματα από τήν προσευχή της, αναρίθμητα, αλλά δέν είναι τού παρόντος. Άς μιλήσουν εκείνοι πού ευεργετήθηκαν απ αυτήν. Δέν θέλω νά θεωρηθεί ο δικός μου λόγος, υποκειμενική αλλοίωση τής πραγματικότητας καί συναισθηματική έξαρση τής στιγμής.

Κάποιος αδιακρίτως φερόμενος, τώρα τελευταία τής είπε: «Κρίμα Γερόντισσα πού δέν σέ γνώρισα από παλαιότερα. Όμως ο τάδε καλόγηρος σέ μία σύναξη μάς είπε ότι είσαι πλανεμένη καί άν σού μιλούμε θά μαγαρίσουμε»!!! Καί η ταπεινή καί ανεξίκακη Γερόντισσα μέ έκπληξη καί αυθορμητισμό, χωρίς ίχνος ταραχής καί αναβρασμού, απάντησε: «Απορώ παιδί μου, γιατί έπρεπε νά μέ έχεις γνωρίσει νωρίτερα. Δέν υπερέχω από τούς άλλους, αλλά μάλλον υστερώ σέ πολλά. Αυτό πού σάς είπε ο πάτερ πού μού ανέφερες ισχύει. Ξέρει αυτός, είναι έμπειρος άνθρωπος. Όμως νά ρχεσαι νά μού συγχωράς, μήπως ξεμαγαρίσω κι εγώ από τίς αμαρτίες μου». Εκεί, θαύμασα, τήν ετερογένεση τού πνευματικού επιπέδου τών δύο. Τήν μεγίστη διαφορά ανάμεσα στήν Ιερωσύνη Ααρών καί στήν Ιερωσύνη Μελχισεδέκ. Τήν χαώδη απόσταση πού ξεχωρίζει τήν αλαζονική εξουσία τής σφραγίδος, από τα ματωμένα παράσημα πού έχουν «οι τραυματίες τού Θείου Νυμφίου».

Καί τώρα, ολοκληρώνω τήν πενιχρή αναφορά μου στό γιγαντιαίο πνευματικό διαμέτρημα τής Γερόντισσας, μέ σύντομη εξεικόνιση τού πυρωμένου δειλινού τής επίγειας ζωής της. Τό διάστημα αυτό ήταν τελείως διαφορετικό, από τά προηγούμενα έτη τής εγκόσμιας διαδρομής της. Μέ πεσμένες τίς σωματικές της δυνάμεις, ακμαιότατες τίς πνευματικές, έμοιαζε μέ πανώριμο φρούτο πού ευωδιάζει. Ίσχυε εμφανώς καί σ αυτήν ο λόγος τού Αποστόλου: «Ει καί έξωθεν άνθρωπος διαφθείρεται αλλ ο έσωθεν ανακαινούται ημέρα τή ημέρα».

Αισθητοποιούσε τήν πλήρη ομογενοποίηση τού εσωτερικού της κόσμου. Είχε τελείως «παιδιοποιηθεί» μέ τήν πνευματική έννοια τού όρου. Χαιρόταν μέ τά μικρά παιδάκια, μέ τήν παρουσία εκείνων πού τήν αγαπούσαν, περιεργαζόταν τήν φύση, τά μικρά τής γειτονιάς, τό κελάηδημα τών πουλιών, τόν ήχο τής βροχής, τό θρόισμα τού αέρα, ακόμη καί τούς κλάδους τών δένδρων όταν φυσούσε ο άνεμος. Όλη τήν κτίση τήν αισθανόταν εναρμονισμένη μέ τήν καρδιά της, νά αναφαίρεται στόν Θεό. Είναι προφανές ότι είχε ακούσει «τούς λόγους τών όντων» πού αναφέρει ο Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Η καρδιά -έλεγε- έχει πολλές αισθητήριες δυνάμεις, πού ο άνθρωπος αγνοεί, γιατί είναι από τήν αμαρτία μπλοκαρισμένες. Όταν ενεργοποιήσει η Χάρις τού Θεού, αυτούς τούς μυστηριώδεις εσώψυχους μηχανισμούς, οράται εναργώς η Θεϊκή παρουσία μέσα σέ όλο τόν περιβάλλοντα φυσικό χώρο. Τότε, διαπιστώνει, ότι καί τά άψυχα τού κόσμου τούτου, είναι αμεσότατα εστραμμένα πρός τόν Δημιουργό, Τόν δοξολογούν καί Τόν υμνολογούν, όπως η εκλεπτυσμένη από τήν Χάρη καρδιά, γι αυτό καί ακαταπαύστως συντονίζονται λειτουργικά μαζί της.

Τήν τελευταία χρονική περίοδο, φάνηκε εναργέστερα η οικουμενική της μητρότητα, τό γεγονός ότι συνέλαβε αγιοπνευματικώς καί εγέννησε νοερώς, πολλούς συγχρόνους χριστιανούς. Παρά τό βαθύ γήρας, είχε αναπεπταμένες τίς πνευματικές κεραίες καί ενεργούσε μέ τεράστια διάκριση, σύνεση καί χιούμορ. Έλεγε υψηλές αλήθειες ως απόσταγμα τής ζωής της, αλλά μέ πολύ έξυπνο καί χαριτωμένο τρόπο, προκειμένου νά συντρίψει σωτήρια, χωρίς νά τόν εξουθενώσει ψυχικά καί νά έχει τό καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα τό μητρικό της αφύπνισμα καί τό χειρουργικό της εγχείρημα. Δέν έκανε ποτέ τήν δασκάλα, ή τήν μοναχή, ενώ ήταν στήν πραγματικότητα καί άριστος παιδαγωγός καί ισάγγελος άνθρωπος, πού δίδασκε μέ απλά παραδείγματα νοηματισμένα μέ βαθύ περιεχόμενο, μέ προσευχή καί σιωπή, λεπτότητα καί χιούμορ, αυτομεμψία καί διακριτική συμβουλή: «Βλέπω -έλεγε- τούς λογισμούς όλων. Έρχονται καί μερικοί εγκάθετοι γιά νά μέ διερευνήσουν καί νά δημιουργήσουν προβλήματα σέ άλλους, γιατί εμένα δέν μέ νοιάζει. Όσο είναι εδώ, δέν μιλάω, προσεύχομαι κοιτάζοντάς τους στήν καρδιά καί τούς αγκαλιάζω μυστικά μέ τήν αγάπη μου. Φεύγουν μέ καλούς λογισμούς καί οι περισσότεροι ξανάρχονται αλλαγμένοι».

Όταν τής ζητούσαν ευχή στερεότυπα σχεδόν έλεγε: «Νά έχετε τήν ευχή τού Ανάρχου Πατρός, τού Συνάναρχου Λόγου καί τού Συναΐδιου καί Ζωοποιού Πνεύματος. Τής Παναγίας, τού Προδρόμου καί Βαπτιστού πού είναι ο υψηλότερος στό ανάστημα Άγιος αλλά καί αυστηρός επισκέπτης, τών Αποστόλων καί Πάντων τών Αγίων. Νά είστε κάτω από τήν σκέπη τών Ουρανίων Δυνάμεων. Καί άν έχω καί εγώ ευχή, χαλάλι σας».

Τό πέρασμα στήν αιωνιότητα τό κουβέντιαζε. Μπορώ νά πώ τό γλεντούσε καί τό προσδοκούσε. Δέν έδειξε νά φοβάται καθόλου τήν φρικτή ώρα τού θανάτου. Είχε καθηλωμένο τό βλέμμα στήν μεγάλη πύλη καί πορευόταν σταθερά στή Βασιλεία τού «Αρνίου». Μιλούσε γελώντας γιά τό τέρμα τής επίγειας πορείας της. Ετοίμαζε εντατικότερα τόν εαυτό της, γιά νά στηθεί «ευπρόσδεκτα» -όπως έλεγε- στό κριτήριο τής δικαιοσύνης τού Θεού.

Άρρωστη, σχεδόν ακίνητη καί ημιπαράλυτη, εξακολουθούσε νά μεριμνά καί νά προσεύχεται. Γιά τήν Εκκλησία τού Χριστού. Γιά τούς πιστούς, απίστους καί ετεροδόξους πού είναι «εκλελυμένοι καί ερριμμένοι ως πρόβατα μή έχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ΄ 36). Γιά τά κουρασμένα γηρατειά, γιά τούς εναγώνιους οικογενειάρχες καί γιά τήν προβληματισμένη νεότητα. Τό καλοκαίρι τού 2016 έλεγε: «Θέλω νά κάθομαι στόν δρόμο γιά νά αποχαιρετήσω τό χωριό μου. Ολίγος χρόνος μού απέμεινε νά μείνω μαζί σας. Αλλά ο Θεός πού μάς ενώνει είναι Αιώνιος».

Πολλά νέα παιδιά, τής έλεγαν, όταν τήν άκουγαν νά αποχαιρετά: «Δέν θέλουμε νά φύγεις. Αλλά ακόμη κι άν φύγεις, μή μάς ξεχάσεις». Καί εκείνη μέ απορία απαντούσε: «Αυτό, παιδιά μου, συμβαίνει μόνο μέ τούς Αγίους. Εγώ είμαι αμαρτωλή καί χρειάζομαι τίς δικές σας προσευχές. Στοχεύω σ ένα μικρό τοπαλάκι. Τό τελευταίο, άν ξετσουρίξω καί μπώ εκεί μέ τήν βοήθεια τής Παναγίας, δέν θά ξεχάσω κανένα σας».

Οι θεοπτίες, η σωματική της μυροβλυσία καί αγιοφάνειες πλήθυναν πολύ ειδικά μετά τόν Αύγουστο τού 2016. Οι 4 καβαλάρηδες Άγιοι Μηνάς, Γεώργιος, Δημήτριος καί Νικήτας ήταν σχεδόν η μόνιμη συντροφιά της. Τούς περιέγραφε μέ αφελότητα καρδιάς καί εκπληκτική ακρίβεια. Νόμιζε ότι η ενόραση είναι φυσικό ιδίωμα όλων τών ανθρώπων καί άρα όλοι μπορούμε νά έχουμε τίς ίδιες προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Έλεγε: «ο Μηνάς παιδί μου είναι θηρίο στό μπόι. Άνδρας θεμελιακός, γεμάτος, πλαταράς καί σκούρος λίγο στήν δερμάτινη εμφάνιση. Πιό μεγάλος ηλικιακά από τούς άλλους, λευκός περίπου στό τρίχωμα τής κεφαλής καί είναι ηγετική μορφή. Είναι ο αρχηγός τής παρέας. Ο Γεώργιος καί ο Δημήτριος είναι πανέμορφα παλληκαράκια. Μέτριοι στό ανάστημα καί εικοσιπεντάρηδες στήν ηλικία. Ο Νικήτας είναι πρός τό ψηλός στό ανάστημά του καί ολόξανθος. Τά μαλλιά του μοιάζουν μέ τά γένια τού παππού μου πού ήταν ξανθά σάν τό λινάρι».

Περιέγραφε τό εύσωμο τών αλόγων μέ τίς χρυσές σέλες, τόν θόρυβο τού χλιμιντρίσματος καί τό ζωηρό χτύπημα τών ποδιών τους. Στίς 16 Δεκεμβρίου τού 2016τήν επισκέφθηκαν οι Άγιοι καί τό σπίτι μοσχοβόλησε. Τής παρουσίασαν τά τετράδιά της. Τά ψυχοχάρτια της: «Νά σάς τά φέρω νά τά δείτε -έλεγε μέ παιδική αφελότητα-. Λάμπουνε…».

Από τίς 16 Δεκεμβρίου μέχρι σήμερα, τί δέν είδαμε, τί δέν ακούσαμε, τί δέν ζήσαμε. Στίς 13 Ιανουαρίου 2017, διαγνώσθηκε μέ βαριά πνευμονική λοίμωξη. Ο ειδήμων γιατρός πού τήν εξέτασε, τής έδωσε περιθώριο ζωής τήν διάρκεια μιάς νύκτας καί εξονόμασε τήν κατάσταση πνευμονικό οίδημα. Η Γερόντισσα στό κρεβάτι χωρίς αισθήσεις. Κάπου κάπου αφυπνίζονταν καί εδιηγείτο ισχνόφωνα κάποιες υπερφυείς εμπειρίες της. Εννέα Ιερείς τέλεσαν αμεσότατα τό μυστήριο τού Ευχελαίου. Τήν ώρα εκείνη, πλημμύρισε μέ παράδοξη ευωδία τό δωμάτιό της. Δέν είχαμε ανάψει θυμίαμα, γιά νά μήν επιβαρύνουμε τήν αναπνευστική δυσλειτουργία. Η Γερόντισσα περιχαρής αποκάλυψε στήν πρωτανηψιά τής Αικατερίνη Ρεθυμνιωτάκη πού τήν πρόσεχε, ότι δέχθηκε τήν επίσκεψη τής Κυρίας Θεοτόκου! Συνοδευόταν από τήν Αγία Παρασκευή.

Τής είπε η Παναγία μας: «Η βαλίτσα σου είναι έτοιμη καί τά τετράδιά σου αστράφτουν. Επίκειται η αναχώρησή σου».

«Πάρε με Παναγία μου, αφού είμαι έτοιμη» παρακάλεσε η ταπεινή Γερόντισσα. Χαμογέλασε η Θεοτόκος καί τής απάντησε: «Έλαβες μικρή παράταση. Σύντομα θά δρομολογήσω τό θέμα εγώ».

Καί ενώ ιατρικώς ήταν ξοφλημένη, μετά τήν Μεγαλοσχημία της, σταμάτησε ο επιθανάτιος ρόγχος καί απόλυτα ζωντάνευσε. Ανακάθισε στό κρεβάτι μέ τά Μοναχικά της ενδύματα καί εμπεπλησμένη Πνεύματος Αγίου, δίδασκε, νουθετούσε, ενίσχυε καί προφήτευε σέ καθένα από τούς παρόντες. Καί ήταν αρκετοί! Πρωτύτερα, όταν αφυπνίζονταν γιά λίγο από τόν λήθαργό της, έλεγε γιά ένα δώρο πού θά τής έκανε ο Μέγας Αντώνιος στόν εσπερινό τής εορτής του! Καλούσε κάποιους, νά παραβρεθούν σ εκείνη τήν μεγαλειώδη στιγμή τής ζωής της! Τότε «πού θά έβαζε οριστικά τό νυφικό της καί ένας Δεσπότης θά τής τοποθετούσε κάτι στήν κεφαλή».

Προσωπικά τό συνέδεσα μέ τήν κοίμησή της, επειδή υπεραγαπούσε τόν Άγιο Αντώνιο αλλά καί γιά τόν λόγο, ότι επιστημονικώς δέν είχε πλέον, παρά ολίγες ώρες ζωής. Θεωρούσα τήν παράταση πού ανέφερε η Κυρία Θεοτόκος, τριών εικοσιτετραώρων! Μέχρι τόν εσπερινό τού Αγίου Αντωνίου…

Αυτό πού θά λάμβανε στό κεφάλι, τό συνέδεσα μέ τό αμαράντινο τής Δόξης Στέφανο, από τά Άχραντα Χέρια τού Αγωνοθέτου Δεσπότη Χριστού! Καί νυφικό ερμήνευσα τό νεκρικό σάβανό της. Ένας παρών Αγιορείτης, αντιλήφθηκε ότι εννοούσε, μέ όσα έλεγε, τήν Μοναχική της κουρά! Όντως, έγινε παραδόξως καί εσπευσμένως κατά τήν διάρκεια τού εσπερινού τής εορτής τού Μεγάλου Αντωνίου, κατόπιν ολόθυμης ευλογίας τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. Μακαρίου. Έκτοτε, πήρε δύναμη τό φθαρμένο γεροντικό σώμα της καί έζησε πέντε περίπου έτη. Τοποθέτησα απαγορευτική πινακίδα στήν αύλειο πόρτα τής οικίας της, γιά νά τήν προστατεύσω από τήν κοσμοσυρροή, διότι λόγω τών πολλών θαυμαστών σημείων πού εξεδήλωνε, απλώθηκε, τάχιστα, στά πέρατα τής υφηλίου η χαρισματική φήμη της…

Εκείνη, άν καί δέν λειτουργούσε πλέον καθόλου εγκεφαλικά καί δέν είχε περιθώριο ακοής καί δυνατότητα διεξαγωγής διαλόγου, πληροφορήθηκε προφανώς μέ υπερφυσικό τρόπο τό γεγονός καί ζήτησε επιμόνως νά αφαιρεθεί η πινακίδα, «διότι», όπως τό αιτιολόγησε, «έχει μεγάλη ανάγκη ο κόσμος καί ήθελε νά έχει επικοινωνία μαζί του»! Υπακούσαμε άμεσα στήν εντολή της, πού είχε σάν αποτέλεσμα νά γίνει πανορθόδοξο σημείο αναφοράς το σπιτάκι της καί χώρος αισθητοποιήσεως θαυμαστών γεγονότων καί παραδόξων σημείων τής παντοδυναμίας τού Θεού! Είχε βέβαια, καί τήν οδυνηρότατη συνέπεια, νά υποστώ προσωπικά ορυμαγδό πυρακτωμένων βελών «γιά», δήθεν, «εκμετάλλευση» καί «αυτοπροβολή» μέσω τού ιερωτάτου προσώπου τής Γερόντισσας! Καί όλα αυτά, εκπορεύονταν από πρόσωπα τής Εκκλησίας, από εντόπιους καί ξένους Αναμενόμενο έως καί κατανοητό σέ ένα βαθμό! Τούς μέν καλοπροαίρετους δικαιολογώ, τούς δέ μοχθηρούς καί επίβουλους, ειλικρινά, εκ μέσης καρδίας συγχωρώ. «Καί αιτούμαι τήν άφεσιν τής αμαρτίας ταύτης, παρά τού ετάζοντος νεφρούς καί καρδίας Παντεπόπτου καί Δικαιοκρίτου Σωτήρος Χριστού».

Όλα τά έσχατα χρόνια τής ζωής της, ειδικά τήν περίοδο πού ήταν απολύτως ανήμπορη καί κλινήρης, επέδειξε στόν εναργέστερο βαθμό τίς πλούσιες δωρεές πού τήν γέμισε ο Θεός καί τήν Θεοποιό ενέργεια πού βίωνε καί αντανακλούσε. Οι υπερβολικές καί υπέρμετρες γιά τά ανθρώπινα δεδομένα θυσίες γιά τήν αγάπη τού Χριστού, επιφέρουν σέ πολλαπλάσιο βαθμό τήν ουράνια αντιμισθία, καθ ότι είναι πιστός στήν επαγγελία Του ο χορηγός τών αγαθών ότι «τούς δοξάζοντάς με αντιδοξάσω»! Έτσι, η Γερόντισσά μας, εφοδιασμένη πλέον καί μέ τό χάρισμα τών ιαμάτων, θεράπευε τίς πνευματικές καί σωματικές ασθένειες τών ανθρώπων, έκανε θαύματα πολλά καί μεγάλα, προξενούσε εσωτερικές αλλοιώσεις στούς επισκέπτες της, ωδηγείτο από τήν ακατανίκητη πνοή τού Παναγίου Πνεύματος! Δέν διέθετε εξειδικευμένη γνώση, αλλά επειδή καθάρισε τό νοερό τής ψυχής της, έλαβε αγιοπνευματική σοφία, ανέπτυξε τήν δεκτική δύναμη τού Λόγου, απέκτησε τήν υπαρξιακή γνώση, κατόπτευσε τήν εικόνα τών μελλόντων καί τών αποκρύφων, έγινε κάτοχος τής «βεβαίας πίστεως», γι αυτό καί αναλώθηκε φιλανθρωπικά καί ευεργετικά γιά τόν οποιοδήποτε συνάνθρωπό της! Εκείνος πού θά κατορθώσει νά ενωθεί μέ τόν Χριστό, σκορπά αφειδώλευτα τό περιεχόμενο τής υπερφυούς αυτής μετοχής στόν υπόλοιπο κόσμο… Ήτοι, εκδαπανάται καθημερινώς υπέρ τών αδελφών τής οικογένειας τού Αδάμ καί γίνεται εθελουσίως «κατάρα» γιά νά αποκτήσουν οι άλλοι ευλογία…

Η μεγάλη της αγάπη πρός ζώντες καί κεκοιμημένους, αρχικά εκδηλωνόταν μέ τήν διάπυρη συνεχή προσευχή καί τήν θυσιαστική μαρτυρική διακονία. Η πνευματική της, όμως, ολοκλήρωση, μεταποίησε αυτήν τήν εξουθενωτικά φιλάνθρωπη εθελοθυσία καί τήν κατέστησε ολοένα επαυξανόμενη χαρισματική θαυματουργία… Στά πάμπολλα θαυμαστά πού συνέβησαν σέ γνωστούς καί τό πλείστον σέ αγνώστους συνανθρώπους μας, προσωπικά δέν θά αναφερθώ επισήμως ποτέ. Δέν επιτρέπεται νά συνεχισθεί η ακατάσχετη συκοφαντική καταφορά περί υποκειμενικής ψηλώσεως καί ενθουσιώδους ή καί ιδιοτελούς μυθοποιήσεως τού προσώπου της. Βεβαίως καί δέν ήταν αλάνθαστη! Άνθρωπος τού Θεού δέν σημαίνει αλάνθαστος. Είναι ο διαρκώς αγωνιζόμενος καί ισοβίως μετανοών! Δέν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι η μετάνοια ήταν η διαρκής διδαχή της καί η πεμπτουσία τής Θεοφιλούς πορείας της! Στά ενεργήματα τού Αγίου Πνεύματος πού απεκαλύφθησαν δι αυτής, άς αναφερθούν, άν τό κρίνουν εποικοδομητικώς σκόπιμο, οι πολυάριθμοι αποδέκτες τών πολλών ευεργεσιών της. Είναι θέμα πού υπέρκειται τής όποιας ενασχολήσεώς μου μέ τήν οσιακή προσωπικότητά της.

Νομίζω η αιωνόβια ένθεη βιωτή της, περικλείεται στό παρακάτω απλό διάγραμμα:

-Σέ όλη τή ζωή της είχε εκκλησιαστικό φρόνημα, σεβόταν καί υπάκουε στά θεσμικά πρόσωπα τής Εκκλησίας, είχε καλά παραδείγματα από τόν Ιερέα παππού της καί τούς γονείς της. Έκανε μεγάλη υπομονή μέ τήν ανεψιά της καί τήν ευλόγησε ο Θεός. Τής έδωσε πολλά χαρίσματα. Τό βασικό χάρισμα πού είχε ήταν η αυτομεμψία από τήν οποία προήλθε η προσευχή τής μετανοίας καί η εσωτερική καρδιακή προσευχή. Έζησε στήν αφάνεια τά περισσότερα χρόνια. Από τήν αυτομεμψία καί τήν προσευχή χωρίς νά τό καταλαβαίνει χωρίστηκε ο νούς από τήν διάνοια. Αυτό αυξήθηκε στά χρόνια τής ασθενείας της. Καί έτσι μέ φυσικό τρόπο τής δόθηκαν από τόν Θεό τά χαρίσματα τής διοράσεως καί τής προοράσεως καί άλλες αγιοπνευματικές χορηγίες.

Επειδή ζούσε ταπεινά στήν Εκκλησία γι αύτό η Εκκλησία θά αξιοποιήσει όλην τήν θεοφιλή ζωή της. Δέν χρειάζεται νά προβεί σέ καμμία τέτοια ενέργεια η δική μου ελαχιστότητα. Βλέπετε, η στεγανοποιημένη αντίληψη καί η εμπαθής προκατάληψη, μπορούν νά εισηγηθούν άνετα, ότι είναι δυνατόν ένας άνθρωπος, όπως εν προκειμένω η ευτέλειά μου, νά ξεγελάσει καί νά παρασύρει στήν ενθουσιώδη αποτίμηση, γιατί όχι καί στήν δαιμονική πλάνη, αναφορικά μέ τήν Γερόντισσα, ολόκληρο τό σώμα τής παγκοσμίου Ορθοδοξίας!!!

Άν όμως επιβάλλεται νά σιωπήσω γιά τήν εκπληκτική θαυματουργία της δέν μπορώ νά κρατήσω τό στόμα μου κλειστό γιά τήν εμβιωμένη θεολογία της. Σάν διήγημα, μάς εξέφραζε, απλά αλλά δυνατά, τήν αμεσότητα τής σχέσεώς της μέ τόν Θεό. Όλα αυτά, περικλείονται στό παρακάτω συνοπτικό διάγραμμα:

-«Ξαφνικά καί ήσυχα βρέθηκα πολλές φορές σέ εκείνο τό απέραντο γαλαζόλευκο Φώς, τά πάντα γύρω μου ήταν ολοφώτεινα, Φώς μακάριο, Φώς φαεινό»! Χρησιμοποιώ κατά τό δυνατόν λέξεις, πού στό άκουσμά τους νόμιζες, ναί νόμιζες, ότι ομιλούσε τό γλυκύλαλο στόμα τού Οσίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, τού Αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά καί τόσων άλλων Πατέρων τής Εκκλησίας μας.

«Ζούσα μέσα στήν τρισήλιο δόξα τού Θεού, ζούσα ντυμένη μέ τήν θεοΰφαντη στολή τής Ακτίστου Δόξης καί τής Θείας ελλάμψεως τού εν Τριάδι Θεού, ζούσα μέσα στό ανέσπερο καί αδιάδοχο Φώς καί δέν ξέρω πώς γινόμουν ολόκληρη Φώς, αλλά Φώς ανέσπερο, Φώς πασχάλιο, Φώς άπλετο χωρίς αρχή καί τέλος. Ήταν ολόλαμπρες καί ειρηνόδωρες οι ακτίνες τού Ακτίστου υποστατικού Φωτός, μία ανέκφαστη καθαρότητα καί άϋλη θεία γνώση κατελάμπρυνε τήν ψυχή μου, ώστε κατανοούσα αρρήτως τά απόρρητα μυστήρια τού Θεού καί τίς γλυκόφθογγες υμνωδίες τών μυριάδων αγγέλων. Ζούσα -συνέχιζε- στόν τόπο τού Θεού καί η καρδιά μου εκαλλωπίζετο από τό ίδιο ανέσπερο Φώς τό άναρχο καί παναΐδιο τό τριφεγγές καί τό τρισυπόστατο, από τό οποίο διακοσμούνται καί συνευφραίνονται οι αγγελικές δυνάμεις πού είναι άπειρα μικρά φώτα μέσα στό μέγα Φώς λειτουργούντα καί περιχορεύοντα…».

Αυτές οι υψηλές θεολογικές περιγραφές, πώς αλήθεια βρέθηκαν στά παραστατικά λεκτικά σχήματα μίας απλής καί άσχετης μέ τήν ακαδημαϊκή θεολογία γυναίκας; Η λαμπρότητα τών ουρανίων δυνάμεων, τής μεταβίβαζε συνεχώς σάν αδιάκοπη ροή, τό απρόσιτο κάλλος τού ακτίστου θείου Φωτός μέσα στό κτιστό είναι της. Καί αυτό τό Φώς, τό φορούσε σάν θείο ένδυμα, γινόταν όλη Φώς «από τήν κορυφή μέχρι τά δάκτυλα τών ποδών» σύμφωνα μέ δική της ομολογία! Ζούσε από τό Φώς, έπινε απ αυτό, τό έννοιωθε σάν τήν δροσιά τού καθαρού νερού, χόρταινε από τήν υπερφυή παρουσία του, τό ανέπνεε σάν οξυγόνο τού ουρανού!

«Ζούσα, συνέχιζε, μέσα στό άφατο πέλαγος τής θείας χρηστότητος, τής θείας ευσπλαχνίας, τής θείας αγάπης, πού ολάκερη γιά μένα ήταν καί απερίγραπτη καί ακατάλυτη. Λίγα μονάχα μπορούμε νά πούμε. Ο ήλιος είναι λυχναράκι μπροστά Του»!

Όλα αυτά καί πολλά άλλα, πού ακούσαμε, ηχογραφήσαμε ή πού μάς άφησε ως γραπτή παρακαταθήκη, τήν καθιερώνουν ανεπιφύλακτα εν μέσω πολλών ευλογημένων προσώπων τής εποχής μας, ως εμπειρική θεολόγο καί Γερόντισσα τού φωτός! Ως τήν Γερόντισσα πού δίδαξε τήν ακροτάτη αυτομεμψία καί πέτυχε τήν δυνατότερη πνευματική ωριμότητα, αφού σύγκρινε διαρκώς τόν χοϊκό εαυτό της μέ τό ύψος τών αρρήτων αποκαλύψεων πού αξιώθηκε νά ζήσει καί νά δεί, γι αυτό έγραφε καί συμπεριφερόταν μέ τήν πιό βαθειά ταπείνωση πού συνάντησα ποτέ. Η απλότητα τού λόγου της, μαρτυρούσε γιά τήν άριστη επίτευξη τού σκοπού της. Τού στόχου τής Χριστοζωής πού έθεσε ισοβίως στόν εαυτό της.

Είδε πλειάδα Αγίων, τήν χορεία τών Αγίων Πατέρων, τόν Μέγα Αντώνιο καί τήν παρέα του, τόν επουράνιο Ναό μέ τίς απερινόητες -όπως είπε- φωταψίες καί μουσικές του. Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ο πολυαγαπημένος της, εμφανιζόταν συνεχώς στή γιαγιά, καί τήν ενίσχυε στό τελευταίο στάδιο τού αγώνα της. Τό παράδοξο είναι ότι εμφανίσθηκε καί σέ μία από τίς οικονόμους τής Γερόντισσας, ζωντανά γιά νά δυναμώσει τήν πίστη της. Επιστατούσε ο ίδιος στήν διαδικασία εξόδου καί ελάμβανε πρωτοβουλίες.

Καί χθές ειρηνικά καί γαλήνια, έκλεισε τούς οφθαλμούς της στήν επίκυρη τούτη σκηνή, γιά νά τούς ξανανοίξει λαμπροτέρους καί ευκρινέστερους στήν αβασίλευτη απαντοχή.

Αείμνηστη, εν-Χριστωμένη πολυσέβαστη καί πολύκλαυστη Γερόντισσά μας.

Από μικρή ρούφηξες λαίμαργα τό λογικόν καί άδολον γάλα τής πίστεώς μας από τόν ζωηρότατο μαστό τής Εκκλησίας καί αυξήθηκες τόσο πνευματικά ώστε αναδείχθηκες τών «πάλαι Οσίων» ομότροπη καί τών συγχρόνων Αγίων ισοστάσια. Μέθυσες από τό νηφάλιο νάμα πού μεταγγίζει ο κρατήρας τής λαϊκής ευσέβειας, τής ζωοδότρας αυτής μάνας τής ησυχαστικής τελειώσεως. Τυλιγμένη στόν μανδύα μιάς αδιατάρακτης γαλήνης πού ήταν αντίδωρο τής ιερής πληρότητας πού εβίωνε η καρδιά σου, άφησες ίχνη διαβάσεως, πρότυπο οσιότητας αλλά καί ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Πορεύθηκες, ειδικά τούς έσχατους μήνες τής επί γής βιοτής σου, λεπτή λίαν, κατάφορτη αρετές, βιώνοντας οριακές καταστάσεις. Μάς άφηνες τήν αίσθηση πώς είχες χάσει τήν βαρύτητα καί δέν υπήρχες κάν στή γή. Όλη σου η παρουσία απέπνεε τήν αγγελικότητά σου. Βλέπαμε αυτό πού έλεγες: ότι «οι ουρανοί είχαν ανοίξει» αλλά καί πάλι δέν τό πιστεύαμε.

Οι τελευταίες ημέρες σου κύλισαν σέ μία διακριτική αγαπητική κατάφαση πρός όλους. Εντονότερη από άλλες φορές. Άφηνες παραγγελίες καί ευχές ευχαριστίες καί ευγνωμοσύνες, παροχές καί αιτήσεις συγγνώμης. Όποιος εισερχόταν στό γαλήνιο ενδιαίτημά σου, αισθανόταν έντονα τήν ανάγκη νά κάνει τόν Σταυρό του. Σέ ένοιωθε μεταξύ ουρανού καί γής. Διψούσε τόν λόγον σου, απολάμβανε τήν γλυκύτατη μορφή σου πού αντιφέγγιζε τήν άσβεστη λαμπηδόνα τής Αναστάσεως καί τήν αμήχανη ομορφιά τών ουρανίων θαλάμων.

Έζησες τήν πείρα τών Προφητών, Αποστόλων, Μαρτύρων καί Οσίων σέ εντονότατο βαθμό, αφού είχες τό θάρρος καί τήν τόλμη νά ορμάς μέ ιλιγγιώδη ταχύτητα πρός τόν Θεό, νά απολαμβάνεις σπάνιες καταστάσεις καί νά διακατέχεσαι από μία θανατηφόρα δίψα γιά τόν Χριστό. Ένοιωθες ως τό μηδέν τού κόσμου, πού όμως στήν περίπτωσή σου ισοδυναμεί μέ τό πάν τού κόσμου, μέ τό υπεράνω τού κόσμου, μέ τόν όντως κόσμο.

Τώρα, εμείς, έστω καί ακροθιγώς, μέ τά μάτια τής ψυχής μας, θαμπωνόμαστε από τό θριαμβευτικό σου ανέβασμα. Μέ ταχύτητα πυραύλου κινείσαι πρός τό Αΐδιον Φώς, πού δέν σού είναι άγνωστο γιατί επακριβώς τό εβίωσες από τήν παρούσα ζωή, καί εμείς βλέποντας τίς φωτεινές ανταύγειες πού αφήνει πίσω της, η εμπυρισμένηαπό τήν Χάρη ψυχή σου, δοξάζουμε τόν Θεό που σέ γνωρίσαμε καί αξιωθήκαμε νά απολαύσουμε τό κάλλος τής αναγεννημένης καρδιάς σου. Ταυτόχρονα, ακούμε τίς χαρμόσυνες ιαχές τών γονέων σου, τής Αντωνούλας, τών συγγενών σου, τών φίλων σου Αγγέλων καί Αγίων πού κροτούν ενθουσιωδώς τά σήμαντρα τού ουρανού, σέ υποδέχονται αγιοπρεπώς καί συμπανηγυρίζουν μαζί σου.

«Τούς βλέπεις αυτούς;» μού έλεγες δείχνοντάς μου τά εικονάκια πού είχες πάνω στό τραπέζι σου. «Όλοι αυτοί είναι <καμαράντ>» δηλαδή φίλοι μου.

Προσωπικά νοιώθω τόν ανελέητο απαρφανισμό, τόν φρικτό αποχωρισμό γιατί ήσουν μανούλα μου. Ελπίζω, όμως στήν επανασυνάντηση καί ότι δέν θά μέ αφήσεις. Θά δρομολογείς εξελίξεις γιά τήν σωτηρία μου καί στήν ύστατη στιγμή μου μέ λαχτάρα θά μέ υπαντήσεις… Καί επειδή δέν μπορώ νά σού τραγουδήσω, τώρα πού σέ βλέπω ύστατη φορά στήν πρόσκαιρη αυτή ζωή, θέλω λυρικά καί επάξια νά σέ μακαρίσω:

-Χαίρε Γερόντισσα Γαλακτία στούς λειμώνες τού Παραδείσου καί στούς κόλπους τών Αγίων Πατριαρχών.

-Χαίρε πολύτεκνη μάνα, εύγονη γή στό γεώργιον τού Κυρίου, γονιμότατη φύτρα εκκολάψεως χαρισμάτων, αγνότατη νύμφη στήν παστάδα τού Παμβασιλέως, στοργική μητέρα τών μετανοούντων καί επιδέξια προπονήτρια τών αγωνιζομένων, χαίρε καταφύγιο τών δοκιμαζομένων καί άτυφη τροφοδότρια τών εστερημένων, χαίρε η μιμησαμένη «τάς φρονίμους παρθένας» καί αποποιησαμένη «τάς ηδονοπλέκτους χλαίνας», χαίρε καί πάλιν ερώ χαίρε, μετά τών φιλτάτων σου αγγελικών στρατευμάτων καί πάντων τών Αγίων Μητέρων τής Εκκλησίας μας.

-Χαίρε εσταυρωμένη αγάπη, διάτρητη καί άτρωτη καρδιά, μετά πάντων «τών περιβεβλημένων στολάς λευκάς καί εισαχθέντων εκ τής θλίψεως τής μεγάλης» (Αποκ. 9, 14) εις τήν πανευφρόσυνον πανδαισίαν τής Άνω Ιερουσαλήμ.

-Χαίρε Αναστημένη καρδιά από τήν σταυρική δύναμη τής νοεράς εργασίας καί τά «καί τά εντάφια σπάργανα» τής ισοπεδωτικής ταπεινώσεως.

-Χαίρε εμπνευσμένε σκυταλοδρόμε τού Πνεύματος καί θησαυροφυλάκιο τών ρημάτων τού Θείου φθέγματος, ότι τόν πλάνο τού αιώνα υπερέβης καί τόν δόλιο δράκοντα ενέπαιξες.

Προσκυνώ τά χέρια σου, πού δέν παραμορφώθηκαν από χημικούς χρωματισμούς, αλλά υψώνονταν διαρκώς σέ πανύχιες στάσεις ικεσίας, σκόρπισαν ροδοπέταλα αγάπης, μεταστοιχειώθηκαν από τήν ανιδιοτελή προσφορά.

Προσκυνώ τά πόδια σου, πού δέν βημάτισαν ποτέ στήν οδό τής ματαιότητας αλλά έτρεχαν γιά τήν ανακούφιση τού ανθρώπινου πόνου καί τήν εφαρμογή τού νόμου τού Θεού.

Προσκυνώ τά μάτια σου, πού έβλεπαν απλά καί αγνά, πού ανακάλυπταν τήν δυστυχία τού άλλου, πού έχυσαν ποταμούς δακρύων καί πού ενατένισαν ζωντανά τήν δόξα τού Θεού.

Προσκυνώ τό ευωδιαστό πρόσωπό σου, γιατί στήν έκφρασή του, αποτυπώθηκε η μακαριότητα τού Παραδείσου, γιατί αντικατόπτριζε ενδογενώς τήν θαλερότητα τής ψυχής σου, γιατί τό αγγελικό χαμόγελο πού τό στόλιζε, ήταν ένα ανοιχτό παράθυρο απ όπου φανέρωνε στόν κόσμο, τήν Παρουσία Του ο Χριστός.

Προσκυνώ τέλος τήν αγία ψυχή σου, γιατί έγινε εικονοστάσι τής Ορθόδοξης Παράδοσης, ζωντανό κατοικητήριο τού Θεού, παράρτημα ολοφάνερο τής Βασιλείας τών Ουρανών, ανάμεσά μας.

Οι διάδοχες γενιές, νά είσαι σίγουρη ότι θά καθηλώσουν τό βλέμμα πάνω σου. Θά σέ νοιώσουν μητέρα. Θά σκύψουν μαθητικά στήν ησυχαστική παρακαταθήκη σου. Καί θά καυχηθούν «εν Κυρίω» γιατί στήν δύση τού εικοστού αιώνα έλαμψε καί πάλι στήν αγιοτόκο Μεσσαρά ένα μεγάλο αστέρι, ικανό νά φωτίσει μέ τήν λάμψη του τήν πνευματική μας διαδρομή στήν τρίτη χιλιετία.

Αιωνία σου η μνήμη καί καλή αντάμωση!!!