Οι «Κουραμπιέδες από Χιόνι» δεν είναι μια ταινία φτιαγμένη για κριτικούς, οφείλουμε να το παραδεχτούμε και να το αποδεχτούμε. Ως εγχώρια απόπειρα σε χριστουγεννιάτικη μυθοπλασία απευθύνεται κυρίως σε παιδιά – έχει και για πρωταγωνιστές τέτοια, μαζί με τον Αλέξανδρο Αντωνόπουλο. Είναι, επίσης, μια ταινία που επιχειρεί μια δημιουργική επαναφορά σε ελληνικά σίριαλ της πρώτης εποχής της ιδιωτικής τηλεόρασης. Αυτή είναι η υποκριτική γραμμή που δίνεται στους ηθοποιούς, υπάρχουν και γνώριμα  μοτίβα εκείνης της περιόδου στο σενάριο – η κουτσομπόλα γειτόνισσα, η κόρη που πρέπει να «αποκατασταθεί» πάση θυσία, ο άξεστος αστυνομικός με την βαριά προφορά κ.λπ.

Ένα ζήτημα που γεννάται είναι κατά πόσο τα σημερινά παιδιά θα νιώσουν νοσταλγία για ένα θέαμα το οποίο δεν είναι δικό τους – δεν μεγαλώνουν με αυτές τις σειρές, βλέπεις.  Ένα σοβαρότερο ζήτημα, που αφορά την κριτική αποτίμηση της ταινίας, γιατί το πρώτο υπάγεται στην αρμοδιότητα του διαφημιστικού τμήματος της παραγωγής, είναι η σκοπιμότητα του μηνύματος ότι μια γυναίκα πρέπει οπωσδήποτε να αποκατασταθεί και ότι τα παιδιά δεν μπορούν να μεγαλώνουν χωρίς πατέρα – λίγο δύσκολο να το καταπιείς, ακόμα και στο πλαίσιο μιας (ας πούμε καλοπροαίρετης) αφέλειας.

Τα εμβόλιμα επεισόδια αυτής της ρομαντικής υποπλοκής εξυπηρετούν την επέκταση της δραματουργίας και, κυρίως, της διάρκειας της ταινίας, αν και τελικά κάνουν ακόμα δυσκολότερη την κάμψη της δυσπιστίας μας μπρος στο κεντρικό εύρημα του σεναρίου, που θέλει έναν ηλικιωμένο να κατορθώνει να κρύψει για καιρό στο σπίτι του ένα εξαφανισμένο παιδί χωρίς κανένας από το χωριό να το ανακαλύψει και λέγοντας αποτελεσματικά ψέματα στο ίδιο και στους τρεις φίλους του. Πρόκειται για μια έτσι κι αλλιώς προβληματική συνθήκη, για εμφανείς λόγους που δεν θα αναλύσουμε – Χριστούγεννα έρχονται. Τουλάχιστον η διανομή μετριάζει λίγο την πικρή επίγευση – ας όψεται η ευγενέστατη φυσιογνωμία του Αλέξανδρου Αντωνόπουλου.

Η όψη της ταινίας έχει εκείνο το instagramικό πορτοκαλί, που γίνεται καροτί στις σκηνές όπου το παιδικό βλέμμα μετατρέπει τον χωροφύλακα σε… Κάπτεν Χουκ. Από την παιδική φύση του ευρήματος και από το παίξιμο του Μιχάλη Ρέππα υποθέτουμε ότι στόχος είναι να διασκεδάσουν οι μπόμπιρες στο κοινό κι ενδεχομένως να αντιδράσουν με εκείνο τον διαδραστικό τρόπο των παιδικών παραστάσεων, αν και οι σχετικές σκηνές παραπέμπουν περισσότερο σε αποσπάσματα από το φρικαλέο «Black Bachelor», που ξέμειναν στο δωμάτιο του μοντάζ.

Υπάρχει μια επιμέλεια στην παραγωγή, μια φροντίδα ώστε τα αντικείμενα να παραπέμπουν στα ‘90s, ενώ η τοποθέτηση της δράσης σε αυτή την περίοδο αποτελεί το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας – αν και κάνουμε λόγο για λανθάνον, εξωκινηματογραφικό ενδιαφέρον. Τόσο ζοφερό μας φαίνεται το σήμερα, ώστε, στην προσπάθεια να χτίσουμε μια χριστουγεννιάτικη κινηματογραφική «φούσκα», επιστρέφουμε συνειδητά ή υποσυνείδητα σε εκείνη την «πράσινη» εποχή. Επί της ουσίας, η ευημερία ήταν πλαστή, αλλά οι περισσότεροι πίστευαν σ’ αυτή. Όπως στον Άγιο Βασίλη.