ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΛΥΤΡΩΤΟΥ


Λεωνίδου Ι. Φιλιππίδου (+)
Καθηγητού και Πρυτάνεως του Πανεπιστημίου Αθηνών
 Απόσπασμα από το βιβλίο του: Ιστορία της εποχής της Κ. Διαθήκης εξ απόψεως παγκοσμίου και πανθρησκειακής
"και αυτόν θα αναμένουν όλα τα Έθνη" Γένεσις 49, 10
 "στο όνομά Του θα ελπίζουν οι λαοί" Ησαΐας 42, 4

1.  Το θέμα


Η παγκόσμια προσδοκία ενανθρώπησης του Αναζητούμενου και Νοσταλγούμενου Ενός Υψίστου Θεού, του μόνου πραγματικού Θεού, ως η μόνη που απομένει, και γι αυτό ελπίζεται, λύση του παναθρώπινου δράματος του χωρισμού Θεού και ανθρώπου.
1. – Στην Ιστορία των θρησκευμάτων, δηλ. στην θρησκειακή ιστορία όλης της ανθρωπότητας η θεανθρώπινη προσδοκία, προσδοκία παγκόσμια, προβάλλει ως αναγκαία και λογική συνέπεια της αδυναμίας του ανθρώπου να γνωρίσει τον Ένα Θεό του, τον Αναζητούμενο δια μέσου των αιώνων, και αν ενωθεί με Αυτόν, δηλ. να λυτρωθεί.
Επομένως στην παγκόσμια θεανθρώπινη προσδοκία αποκορυφώνεται αφενός η διαμέσου των αιώνων μονοθεϊκή ή μονοθεΐζουσα ανάταση της ανθρωπότητας, αφετέρου η διακαής λυτρωτική νοσταλγία της. Γι’ αυτό και η θεανθρώπινη προσδοκία προβάλλει από την βαθειά θρησκεύουσα και αλύτρωτη ψυχή των προχριστιανικών λαών ως πανανθρώπινο αίτημα, ως η μόνη απομένουσα λύση στο ανθρώπινο δράμα.
Διαπιστώσαμε ήδη στους προχριστιανικούς πολυθεϊκούς λαούς την έμφυτη και έντονη εκ διαισθήσεως πίστη σε Ένα Ύψιστο Ον, ως το μόνο αληθινό Ον. Αποδείχτηκε εθνολογικώς και θρησκειολογικώς, ότι η πίστη αυτή οφειλόταν στην κληρονομημένη από πολύ παλαιά ανάμνηση του αφετηριακού Μονοθεϊσμού της πρώτης αποκάλυψης, ήτοι στην παμπάλαια θρησκευτική εμπειρία, η οποία κληροδότησε δια μέσου των αιώνων στις γενεές τα χαράγματά της στα ενδόμυχα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Είδαμε μέσω της ιστορίας των θρησκειών των λαών τις αναλαμπές αυτής της πίστης, ήτοι τις μονοθεΐζουσες και μονοθεϊκές εξάρσεις τους, την αδιάλειπτη πνευματική και ψυχική ανάτασή τους, προς το βαθειά πιστευόμενο Ένα Ύψιστο αληθινό Ον. Παρακολουθήσαμε την συγκινητική προσπάθεια της ανθρωπότητας, να φθάσει τον Αναζητούμενο Ένα Θεό της, ώστε να αποκτήσει πλήρη γι’ Αυτόν γνώση και με την πλήρη γνώση Του να γεφυρώσει το μεταξύ ανθρώπου και Θεού διαιώνιο χάσμα, δηλ. να λυτρωθεί. Και έγινε φανερό, ότι παρά τις κάποιες ακτίνες θείας αλήθειας, οι οποίες φώτισαν τους πνευματικούς εκπροσώπους των λαών, και παρά την από τα βάθη της ψυχής των λαών αναδυόμενη έντονη νοσταλγία τους προς τον Αναζητούμενο Ένα Θεό, δεν μπόρεσαν να φθάσουν στην πλήρη και ικανοποιητική γνώση γι’ Αυτόν και στην μετ’ Αυτού κοινωνία. Η προσπάθεια ανόδου του ανθρώπου προς τον αληθινό Θεό απέβει μάταιη, η αληθινή θεογνωσία παρέμεινε νοσταλγία. Δεν μπόρεσε ο άνθρωπος να φθάσει στον άφθαστο και η νοσταλγία για λύτρωση παρέμεινε λυτρωτική νοσταλγία χωρίς να επιτευχθεί πραγματική λύτρωση, ήτοι επανασύνδεση Θεού και ανθρώπου. Ούτε λύτρωση ούτε λυτρωτής Θεός υπάρχει στις λυτρωτικές υποσχέσεις των προχριστιανικών και εξωχριστιανικών θρησκευμάτων.
Γι’ αυτό, αφού ο άνθρωπος δεν μπόρεσε με τις δικές του δυνάμεις να ανυψωθεί μέχρι την πλήρη γνώση του Θεού του, του Ενός και μόνου πραγματικού και Αληθινού, μία μόνο φυσική, λογική και αναγκαία λύση απέμεινε για αληθινή θεογνωσία και αληθινή λύτρωση, για αποκάλυψη αληθινή του ίδιου του Θεού στους ανθρώπους και για ένωση Θεού και ανθρώπου: η κάθοδος προς τους ανθρώπους αυτού του ίδιου του αναζητούμενου Ενός, του Θεού.
Επειδή δε ο Θεός είναι αόρατος, γι’ αυτό και ‘’ποτέ κανείς δεν είδε τον Θεό’’ [Ιω. 1, 18 (για τις παραπομπές στην Αγία Γραφή μπορείτε να μπαίνετε εδώ: Παλ. Διαθήκη, Κ. Διαθήκη)] "είναι αδύνατο στους ανθρώπους να δουν τον Θεό" [Ιω. 1, 18, Ειρμός της Θ’ ωδής της Κυριακής της Τυροφάγου]. Εξ άλλου ο μόνος τρόπος να επικοινωνήσουν οι άνθρωποι με τον Θεό και να πιστεύσουν, ότι Αυτός είναι ο Αναζητούμενος Αληθινός Θεός, ήταν ο τρόπος της άμεσης αυτοψίας. Για τον λόγο αυτό, μόνο εάν ο Θεός περιβαλλόταν ανθρώπινο σώμα, ενσωματούμενος δια πραγματικής ενανθρωπήσεως, θα ήταν δυνατόν να πεισθούν οι άνθρωποι και να πιστεύσουν, ότι στο Πρόσωπο του πραγματικού Θεανθρώπου έχουν τον όλο Αναζητούμενο Θεό τους, ο οποίος θα αναστρεφόταν μεταξύ τους ως Θεός με όλη την πληρότητα της θεϊκής Του ουσίας, αποδεικνύοντας τον ίδιο Του τον εαυτό με όλη την εμφάνιση και δράση Του ως τον αληθινό Θεό. Συγχρόνως όμως και ως άνθρωπο ψηλαφητό, τον οποίο μπορούν να δουν, να ρωτήσουν και γενικά με τα ανθρώπινα αισθητήρια να διαπιστώσουν και πιστεύσουν. Εξ άλλου ο άνθρωπος, ως το τελειότατο ον της δημιουργίας, ο μόνος για τον οποίο αποκαλύπτεται, ότι ‘’κατ’ εικόνα Θεού εποίησε αυτόν’’ [Γεν. 1, 27. 5, 1] ο Θεός, ήταν η πλέον οικεία μορφή σ’ Αυτόν, από την στιγμή που ο Θεός θα προσέφευγε σε κάποια επίγεια ορατή μορφή χάρη των ανθρώπων.
Αυτή λοιπόν, η ενανθρώπηση του Θεού, ήταν η μόνη εναπομένουσα λογική και αναγκαία λύση στο ανθρώπινο δράμα. ‘’Επειδή αυτή (η ανθρωπότητα) δεν μπορούσε να ανεβεί προς τα άνω. Αυτός κατέβηκε κάτω’’, λέγει ο ι. Χρυσόστομος [PG (J.P.Migne, Patrologia Graeca) 52, σ. 405]. ‘’Γι’ αυτό κατέβηκε, γι’ αυτό ανέλαβε σάρκα, για να διαλεχθώ και εγώ με Αυτόν’’ [Στο ίδιο, σ. 452]. Έτσι πολύ χαρακτηριστικά λέει και ο Μ. Βασίλειος: ‘’δεν επιδέχονται τα ανθρώπινα άλλη διόρθωση, παρά μόνο με τον ερχομό του Θεού Λόγου στους ανθρώπους’’ [PG 30, σ. 461].

2. – Απ’ αυτό διαμορφώθηκε σιγά σιγά στη συνείδηση της ανθρωπότητας η προσδοκία της καθόδου στη γη του Θεού με τη μορφή ανθρώπου, και της επανόδου μέσω Αυτού, της χρυσής εποχής της αρχικής παραδείσιας κατάστασης, προσδοκία η οποία από τον ε’ π.Χ. αιώνα προβάλλει σαφής σε παγκόσμια έκταση, ως παγκόσμια θεανθρώπινη προσδοκία.
‘’Δεν υπήρχε λαός που δεν είχε τέτοια προσδοκία’’ [Αυγούστου Νικολάου, Φιλοσοφικαί Μελέται περί Χριστιανισμού, τομ. Α’ (Αθήναι 1910), σ. 433], εύστοχα δε η προσδοκία αυτή χαρακτηρίζεται ως ‘’η μη συνειδητή νοσταλγία της ανθρώπινης ψυχής προς τον Χριστό’’ [Adolf VyKopal, Jesus Christus Mittelpunkt der Weltanschaung, I Band (Louvain – Paderborn 1953), σ. 8].
Στον προσδοκώμενο Θεάνθρωπο περίμεναν οι άνθρωποι α) να γνωρίσουν τον αληθινό Θεό, ήτοι να αποκτήσουν την αληθινή θεογνωσία και β) να ανασυνδεθούν με Αυτόν, για να βρουν σ’ Αυτόν την πλήρη ικανοποίηση των πλέον ενδόμυχων νοσταλγιών τους, την πλήρωση του χάσκοντος κενού της ψυχής τους. Επειδή δε ο χωρισμός τους από τον Θεό ήταν για τους ανθρώπους περίοδος θλίψης, η ένωση με τον Θεό τους δια του αναμενόμενου Θεανθρώπου και με τον Θεάνθρωπο, αναμενόταν ως τερματισμός και άρση της θλίψης, τουτέστι ως λύτρωση. Γι’ αυτό η θεανθρώπινη προσδοκία φέρει έντονο λυτρωτικό χαρακτήρα, είναι συγχρόνως προσδοκία λυτρώσεως και επανάπαυσης του ανθρώπου στον Θεό του, μετά από τόσους αιώνες χωρισμού, νοσταλγία και αναζήτηση, αναμονή επιστροφής της ανθρωπότητας στον χρυσό αιώνα της αρχικής παραδείσιας κατάστασης και της άμεσης επικοινωνίας με τον Θεό.

3. – Η παγκόσμια θεανθρώπινη προσδοκία υπήρξε τόσο έντονη και την εκπλήρωσή της αποδέχονταν και αξίωναν τόσο ανυπόμονα και τόσο άμεσα οι άνθρωποι, ώστε έπλαθαν στην φαντασία τους θεανθρώπους, ανύπαρκτους, τουτέστι μη ιστορικές, τελείως πλασματικές και φανταστικές μορφές θεανθρώπων, προδιαγράφοντας συγχρόνως και με εντελώς ξεχωριστό τρόπο, κατά ποιον τρόπο έπρεπε να ενανθρωπήσει ο Θεός, γεννώμενος από Παρθένα χωρίς άνδρα, για να φανερωθεί στους ανθρώπους με την μορφή του πιο τέλειου επίγειου πλάσματος, ήτοι υπό ανθρώπινη μορφή, ως Θεός και άνθρωπος συνάμα, προεικονίζοντες συγχρόνως και το λυτρωτικό του έργο επί της γης, όπως τους υπαγόρευαν τα μύχια της ψυχής τους.
Το έργο αυτό του αναμενόμενου Θεανθρώπου λυτρωτού δεν το φανταζόντουσαν οι λαοί ως εύκολο και χωρίς εμπόδια. Αυτό θα δημιουργούσε σ’ Αυτόν θλίψεις και διωγμούς και πόνους εκ μέρους των αχάριστων και κακών, θα Τον οδηγούσε ακόμη και στον θάνατο. Αλλά ο Θεάνθρωπος θα νικούσε το κακό και τον ίδιο τον θάνατο, με την ανάστασή Του εκ των νεκρών, όπως αναθάλλει κατά την άνοιξη η φύση από την χειμωνιάτικη νέκρωσή της. Φαντάζονταν λοιπόν οι άνθρωποι τον λυτρωτή τους να πονεί, να πεθαίνει και να ανασταίνεται, αλλά και γι’ αυτό να προδιαγράφει τον κύκλο και να υποτυπώνει τον Εαυτό του ως πρότυπο κάθε ανθρώπινης προσπάθειας, που έτεινε στην λύτρωση. Τέτοιες φανταστικές μορφές ανύπαρκτων θεανθρώπων προβάλλουν πάρα πολλές στην Ιστορία των θρησκευμάτων, οι οποίες είναι πολύ αξιοσπούδαστες, ως εκδηλώσεις της παγκόσμιας θεανθρώπινης προσδοκίας, που μαρτυρούν συγχρόνως πως οι άνθρωποι ήθελαν να φαντάζονταν τον αναμενόμενο Θεάνθρωπο.

4. – Στη συνέχεια εξετάζουμε πρώτα τις μαρτυρημένες εκδηλώσεις  της θεανθρώπινης προσδοκίας πολυθεϊστικών λαών. Μετά δε από αυτές, εξετάζουμε την θεανθρώπινη προσδοκία του αρχαίου Ισραήλ, όπως αυτή εκφράζεται στα χριστολογικά χωρία και τις Μεσσιανικές προφητείες της Π. Διαθήκης, από τις οποίες αποκαλύπτεται, ότι αυτές αναφερόντουσαν – βρήκαν δε αληθινά και την πλήρη πραγματοποίησή τους – στον εν Χριστώ Ιησού ενανθρωπήσαντα Θεό Λόγο, ήτοι τον μόνο ιστορικό Θεάνθρωπο και τον μόνο πραγματικό Λυτρωτή, τον από αιώνες Αναζητούμενο, Νοσταλγούμενο και Προσδοκώμενο. Από εδώ προβάλλει και ο χριστοκεντρικός χαρακτήρας της Π. Διαθήκης, η οποία συναποτελεί με την Καινή ενιαίο σύνολο. Γι’ αυτό και για τον σύνδεσμο αυτό, κάνουμε ιδιαίτερο λόγο.

2. – Αντιπροσωπευτικές εκδηλώσεις της θεανθρώπινης προσδοκίας.

 

 Οι ιερές και μυθολογικές παραδόσεις των παλαιότερων χρόνων είχαν διαδώσει σ’ όλη την Ασία την πίστη σε κάποιον ερχόμενο Μεγάλο Μεσίτη. Τελικό Δικαστή, μέλλοντα Σωτήρα του Βασιλέως Θεού, Κατακτητή και Νομοθέτη, ο οποίος θα επανέφερε τον χρυσό αιώνα στη γη και θα έσωζε  τους Ανθρώπους από το Κακό [Αυγούστου Νικολάου, όπ. Π. Τ. Α’, σ. 432].

α) Στην Κίνα η θεανθρώπινη προσδοκία προβάλλει από τον 6ο π.Χ. αιώνα, ως προσδοκία ‘’του Αγίου’’ [Στο ίδιο, σ. 425 ε.] από την Δύση [Στο βιβλίο 4, 3 των Καταλοίπων του Lieh-tsze (440-370 π.Χ.)], του οποίου τον ερχομό νοσταλγεί ο Κομφούκιος, όταν λέει,  ‘’δεν μου δόθηκε η ικανοποίηση να δω ένα θεάνθρωπο’’[Lun-yü 7, 25, στο: Richard Wilhelm, Kung-futse, Gespräche (Lun- yü), Jena 1923,σ. 70], το γνώρισμα του οποίου θα ήταν, ότι, ήδη πριν από τη γέννησή του, θα κατείχε την ύψιστη, την σώζουσα, την λυτρώνουσα γνώση [Lun- yü 16, 9, - Όπ. π., σ. 187], και θα έσωζε όλη την ανθρωπότητα [Lun- yü 6, 28α – ‘Οπ. π., σ. 60] θα ήταν αληθινά θεάνθρωπος [Lun- yü 7, 25 – Όπ. π., σ. 70].
- ‘’Από την εποχή των βασιλέων Schun και Wen φερόταν η παράδοση ότι θα ερχόντουσαν ιερά πτηνά και ιερές χελώνες με μυστικά σημεία στο κέλυφός τους... Αυτά θα ήταν σημάδια, ότι θα ερχόταν ένας Άγιος, ο οποίος  θα κυβερνούσε τον κόσμο με χέρι γεμάτο δύναμη’’ [Lun- yü 9, 8 – Όπ. π., σ. 89].
- ‘’Ο διδάσκαλος [ο Κομφούκιος] είπε: εάν ερχόταν ένας θεόπεμπτος βασιλέας θα πετυχαινόταν σε μια γενεά η επιστροφή των ανθρώπων στο Αγαθό’’ [Lun- yü 13, 12 – Όπ. π., σ. 139].
Κατά κάποια μάλιστα πληροφορία, ο Αυτοκράτορας της Κίνας Ming-ti, κατά τις παραμονές της ελεύσεως του Χριστού, έστειλε απεσταλμένους, για να αναγνωρίσουν τον Άγιον, ο οποίος, σύμφωνα με τις αρχαίες παραδόσεις επρόκειτο να εμφανιστεί στη Δύση.
Σύμφωνα με τον άλλο λόγο της Κινεζικής αρχαιότητας Meng-tsze, που εκδηλώνει επίσης την θεανθρώπινη αυτή προσδοκία στη Κίνα, ο Άγιος αυτός αναμένεται να εκδηλώσει θείες δυνάμεις ως Θεός, όντας συγχρόνως και άνθρωπος. Τον καθιστά Σωτήρα το γεγονός, ότι από τη γέννησή του κατέχει την αλήθεια.
‘’ Η κατοχή της αλήθειας είναι η οδός του ουρανού· η αναζήτηση της αλήθειας είναι η οδός των ανθρώπων’’ γι’ αυτό εκείνος που κατέχει την ύψιστη Αλήθεια είναι θεϊκός’’ [Dsung Yung, βλ. στο: Johannes Witte, Die Christus-Botschaft und die Religionen (Göttingen 1936), σ. 122].
Και αλλού στην Κινεζική Γραμματεία διαβάζουμε:
‘’Πόσο μεγάλη είναι πράγματι η οδός του Αγίου. Αδιαλείπτως παράγει και τρέφει όλα τα όντα και ανυψώνεται στον ουρανό. Πόσο περινοείται στο μεγαλείο του. Οι ηθικοί κανόνες είναι τριακόσιοι, οι επιμέρους κανόνες είναι τρεις χιλιάδες. Αλλά περιμένουν τον δίκαιο άνδρα, τότε το πρώτο μπορούν να επιδράσουν, περιμένουμε τον άνδρα εκείνον, τον Άγιο, ο οποίος θα σταλεί κάποτε προς εμάς. Γι’ αυτό λέγεται: χωρίς άνδρα με μέγιστη δύναμη πνεύματος, που πορεύεται την ύψιστη Οδό, δεν πραγματοποιείται αυτό’’ [Dsung Yung, 1, 6 βλ. όπ. π., σ. 122-123].
Και στη συνέχεια λέγεται για τον αναμενόμενο αυτόν Άγιο:
‘’Εκείνοι που είναι μακριά από αυτόν προσβλέπουν με νοσταλγία προς αυτόν· εκείνοι που είναι κοντά του δεν αισθάνονται κούραση σ’ αυτόν’’ [Dsung Yung,  1, 10 στο Witte, όπ. π., σ. 123, πρβλ. Λουκ. 2, 25, Ματθ. 11, 28-30].
Στο Lun-yü 19, 25 περισώθηκε η ακόλουθη, οπωσδήποτε μεσσιανικού περιεχομένου, παμπάλαια εκδήλωση της Κινεζικής νοσταλγίας προς τον Άγιο,
‘’Ό,τι αυτός επιτάσσει, γίνεται νόμος· ό,τι διατάσσει, αυτό γίνεται. Δίνει σ’ αυτούς ειρήνη και έρχονται κοντά του. Ό,τι ενεργεί έχει συνέπεια. Η ζωή του είναι λαμπρή, ο θάνατός του προξενεί θλίψη’’ [R. Wilhelm, Kung-futse Gespräche (Lun- yü), Jena 1923, σ. 214, όπου υποσημείωση 23. Πρβλ. J. Witteόπ. Π., σ. 123]
Σ’ αυτόν τον ερχόμενο Άγιο, ο οποίος αναμενόταν από την αρχαιότητα με μεγάλη νοσταλγία και βεβαιότητα, ψάλλεται ο εξής ύμνος, που προδιατυπώνει εκείνα που ανέμεναν από αυτόν.
‘’Μόνο ο επί γης ύψιστος Άγιος δύναται να είναι τόσο ευήκοος, διορατικός, προορατικός και σοφός, ώστε να μπορεί να πλησιάσει αυτόν τον κόσμο. Μόνο αυτός είναι τόσο μακρόθυμος, μεγαλόψυχος, πράος και γλυκύς, ώστε να μπορεί να τον υποφέρει. Μόνο αυτός είναι τόσο εμψυχωτής, ισχυρός, σταθερός και τολμηρός, ώστε να μπορεί να τον συγκρατεί. Μόνο αυτός είναι τόσο σύμμετρος, σοβαρός, μετριόφρων και δίκαιος, ώστε να μπορεί να προκαλεί τον σεβασμό για τον εαυτό του. Μόνο αυτός έχει αρκετή τάξη και συνέπεια, οξύνοια και παρατηρητικότητα, ώστε να μπορεί να διακρίνει.
Ευρύς και κοινός σε όλους αυτός είναι σαν βαθειά πηγή, που στέλλει το νερό της στην ώρα της. Με την ευρύτητά του και την επικοινωνία του με όλους είναι σαν τον ουρανό· με την βαθειά του ιδιότητα ως Πηγής, είναι σαν την άβυσσο.
Όταν φανερώνεται, τον τιμά όλος ο λαός. Όταν μιλεί, πιστεύει σ’ αυτόν όλος ο λαός. Όταν ενεργεί, χαίρεται όλος ο λαός. Γι’ αυτό απλώνεται το όνομά του και η φήμη του στο Μέσο Βασίλειο και επιδρά μέχρι τον μακρινό Νότο και Βορρά. Όπου πλοία και οχήματα φθάνουν, όσο φθάνει των ανθρώπων η δύναμη, ό,τι σκεπάζει ο ουρανός και βαστάζει η γη, όπου φέγγει ο ήλιος και η σελήνη, όπου πέφτει ωρίμανση και δρόσος, κάθε τι που έχει συνάμα και πνοή, τον τιμά και τον αγαπά. Γι’ αυτό λέγεται: αυτός είναι ουράνιος [G. RosenKranz, Der Heilige in den chinesischen Klassikern…, Leipzig 1935, σ.88 – J. Witte όπ. π., σ. 123].
Χαρακτηριστική είναι η συνολική εικόνα που προβάλλεται από την Κινεζική Γραμματεία, για τον νοσταλγούμενο και αναμενόμενο Θεάνθρωπο, για την προσωπικότητα και το έργο του, όπως αυτή εκτίθεται από τις πηγές σε μονογραφία, από μετάφραση της οποίας αναδημοσιεύτηκαν τελευταία [Βασ. Πέντζας, Η αρχαία Κίνα και ο αναμενόμενος Σωτήε, ‘’Κιβωτός’’ [Αθήναι], 4 (Απρίλιος 1952), σ. 174 εξ.], μεταξύ άλλων, και τα εξής:
‘’Στο Li-Ki, το τελετουργικό της Κινεζικής Γραμματείας, γίνεται λόγος σχετικά με τον χρόνο, κατά τον οποίο τα πάντα πρόκειται να αποκατασταθούν στην προηγούμενή τους λαμπρότητα με τον ερχομό κάποιου Ήρωα, που ονομάζεται Κιούν-τσεού [όνομα που σημαίνει ‘’ποιμένας’’ και ‘’άρχοντας’’], για τους αγώνες και τα παθήματα του οποίου κάνει λόγο η Κινεζική Γραμματεία. Τα κείμενα τον επονομάζουν, αγιώτατο, καθολικό διδάσκαλο, κυρίαρχη Αλήθεια.
Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις περί αυτού, που αναφέρονται στην Κινεζική Γραμματεία, αυτός επρόκειτο να αποσταλεί από τον ουρανό στις δυτικές χώρες, θα γνώριζε δε τα πάντα και θα είχε κάθε εξουσία στον ουρανό και στη γη. Ο Άγιος αυτός υπήρχε προ του ουρανού και της γης. Είναι ο ποιητής, δημιουργός και αίτιος του ουρανού, της γης και όλων όσων υπάρχουν σ’ αυτά και ο συντηρητής των πάντων. Αυτός μόνος γνωρίζει την αρχή και το τέλος του σύμπαντος. Όσο μεγάλος κι αν είναι, έχει και φύση ανθρώπινη, όμοια με την δική μας. Είναι και τέλειος άνθρωπος, όπως εμείς, και ο μόνος κύριος του ανθρώπινου γένους. Αυτός και μόνο είναι άξιος να θυσιαστεί στον υπέρτατο δεσπότη και άρχοντα του κόσμου, τον Siang-ti [τον ουρανό]. Αυτός θα αποκαταστήσει την τάξη και την ειρήνη στον κόσμο, συμφιλιώνοντας τον ουρανό με τη γη. Θα προσδοκάται ως θεμελιωτής κάποιου Νόμου άγιου, ο οποίος θα καταστήσει τον κόσμο ευτυχισμένο. Θα δημοσιεύσει αυτόν στο βασίλειο, το οποίο βρίσκεται στο μέσο του σύμπαντος, από εκεί δε θα εκχυθεί ο νόμος αυτός ο ιερός έως τις εσχατιές της γης και θα πληρώσει τα πάντα, θα τηρηθεί παντού, από την ανατολική θάλασσα έως την δυτική και από τον ένα μέχρι τον άλλο πόλο. Κάθε ον λογικό και αναπνέον, κάθε τι που φωτίζει ο ήλιος θα είναι υπό την δεσποτεία του. Ο προσδοκώμενος Άγιος είναι ενωμένος με τον Ουρανό [=ύψιστο Θεό], γι’ αυτό ονομάζεται ‘’Ουρανάνθρωπος’’ [=Θεάνθρωπος] ή ‘’ανθρωπουρανός’’ [ανθρωπόθεος]. Η ένωση αυτή του Αγίου με τον ουρανό [Θεό] δεν είναι επιγενής· ενώ γεννιόταν ήταν συγχρόνως ενωμένος μαζί του.
- Θα εμφανιστεί στον κόσμο, όταν ο κόσμος θα είναι καλυμμένος από το πιο πυκνό σκοτάδι της αμάθειας και της δεισιδαιμονίας, όταν η αρετή θα έχει ξεχαστεί, η δε κακία θα κυριαρχεί στους ανθρώπους. Αλλά μετά ο Άγιος θα επαναφέρει τα πάντα στην πλέον ευτυχή κατάσταση.
- Αυτός θα είναι στον κόσμο και όμως ο κόσμος δεν θα τον αναγνωρίσει, θα πληγωθεί, θα μαστιγωθεί, αντ’ αυτού θα αφεθούν ελεύθεροι οι κακοποιοί, θα ραγούν οι πλάστιγγες, αλλά, παρ’ όλα αυτά, τίποτα δεν θα ξεφύγει από την τάξη του. Η ασφάλεια και η κοινή ειρήνη θα επανέλθουν. Εκείνος που πρόκειται να αναλάβει από μόνος του τον ρύπον του κόσμου θα είναι Κύριος και αρχιθύτης. Εκείνος που πρόκειται να αναλάβει τις δυστυχίες όλης της οικουμένης θα είναι βασιλιάς.
- Οι οδοί προς την τελειότητα θα είναι άβατοι, μέχρις ότου ο Άγιος των αγίων θα τους εγκαινιάσει, αποτυπώνοντας πάνω σ’ αυτούς τα βήματά του. Οι λαοί θα τον προσκυνήσουν. Συγχρόνως όταν τον δουν και τον ακούσουν, θα τον ακολουθήσουν. Όλοι ομόφωνα θα ψάλλουν τα θαυμάσιά Του. Το σύμπαν θα αντηχήσει από το όνομά του και θα γεμίσει από την μεγαλειότητα του. Η Κίνα θα απολαύσει τις ακτίνες της δόξας του, οι οποίες θα εισδύσουν και θα διαχύσουν το φως τους στα άγρια έθνη, στις άβατες ερημιές και στις απρόσιτες χώρες. Και στο ένα και στο άλλο ημισφαίριο από το ένα έως το άλλο άκρο της θάλασσας καμμία χώρα δεν θα υπάρξει, καμμία ακτή, κανένας τόπος, που φωτίζεται από τα αστέρια, που βρέχεται από την δροσιά, που κατοικείται από ανθρώπους, η οποία και ο οποίος να μην ευλογεί και τιμά το όνομά του.
Οι λαοί τον προσμένουν όπως τα μαραμένα φυτά την δροσιά. Οι οδοί του είναι ανεξιχνίαστες.. Η αρετή του θα καλύψει όλη την γη. Θα χαράξει στο κάθε τι νέα ζωή και νέα δύναμη και θα υψωθεί μέχρι τον ουρανό [Τιεν]. Πόσο ευρύ και απέραντο στάδιο θα ανοίξει για μας! Ποιοι νόμοι και καθήκοντα νέα θα αναφανούν! Ποια μεγαλοπρεπή δόγματα και εορτές ιερές! Αλλά πως θα διατηρήσουμε αυτά, εάν αυτός δεν γίνει τύπος και υπογραμμός μας; Μόνη η παρουσία του μπορεί να προπαρασκευάσει και να διευκολύνει την εκπλήρωση όλων αυτών; ["Νεκρός": Δες και Χριστός το αιώνιο Ταό]

β) Και στην Βαβυλωνία προσδοκούσαν σωτήρα και λυτρωτή ως θεό που θα ενανθρωπήσει. Σ’ αυτούς χρησμοί προμηνούσαν ότι στη Δύση θα φανεί ένας μεγάλος Βασιλέας, ο οποίος θα κυριαρχήσει σ’ όλες τις χώρες της γης με δικαιοσύνη, ειρήνη και χαρά και όλοι οι λαοί θα γίνουν ευτυχισμένοι.

γ) Στους Άριους λαούς. – Σε αντίθεση προς τα σημιτικά θρησκεύματα, τα οποία κυριαρχεί στον άνθρωπο το δέος έναντι του φοβερού και γι’ αυτό απροσπέλαστου Θείου, τα θρησκεύματα των Αρίων παρουσιάζουν έκδηλη την μεταξύ του Θείου και ανθρώπων επικοινωνία και οικειότητα. Με την έννοια δε αυτή ονομάζονται αυτά στην θρησκειολογική ορολογία ‘’θεανθρωπικά’’ [theanthropish ή gottmenschlich]. Στην ιδιοτυπία αυτή των αρίων θρησκευμάτων οφείλεται το πλήθος των φανταστικών θεανθρώπων, που κατά περιόδους, για τη σωτηρία του κόσμου, νοσταλγούσαν, έπλαθαν και προσδοκούσαν, δια μέσου των οποίων και υπό τους οποίους εκφράζεται η ασίγητη νοσταλγία και προσδοκία ενός πραγματικού, ήτοι ιστορικού προσώπου, πραγματικού  Θεανθρώπου λυτρωτού.

1. – Στους Ινδούς

1. – Αποδείχτηκε ήδη από τα κείμενα της Ινδικής Γραμματείας, α) ότι σ’ όλες τις φάσεις της Ινδικής θρησκείας βρίσκουμε έκδηλη την ισχυρή συνείδηση στους ανθρώπους περί αμαρτιών και ενοχής – μάλιστα και προπατορικής – έναντι του θείου και β) ότι όλα τα εξιλαστήρια μέσα, τα οποία προσφέρει η Ινδική θρησκεία και τα οποία με αφοσίωση ασκούν και χρησιμοποιούν οι ευσεβείς Ινδοί, δεν δημιουργούν τη βεβαιότητα πραγματικής απαλείψεως της ενοχής, τ.ε. πραγματικής λυτρώσεως. Ούτε καν ευχαριστήρια προσευχή βρίσκουμε κάπου στα ινδικά θρησκεύματα για αμαρτία, που πραγματικά συγχωρήθηκε. Νοσταλγούν οι Ινδοί, αφ’ ότου εμφανίστηκαν στην υδρόγειο, λύτρωση από την αμαρτία και από την ενοχή, αλλά δεν την βρίσκουν. Εξ αυτού η νοσταλγία προς ένα λυτρωτή· η προσδοκία της επικείμενης ελεύσεώς του ως σωτήρα ήταν τόσο μεγάλη, ώστε όσες φορές προσέφεραν αιματηρή θυσία οι Ινδοί, συνηθέστατα πρόβατο, εκραύγαζαν: ‘’πότε θα γεννηθεί ο λυτρωτής;’’.
2. – Η συνολική εικόνα που προβάλλει από όλη την Ινδική Γραμματεία περί της έντονης νοσταλγίας λυτρωτή στις Ινδίες, κατά περιόδους, συνοψίζεται στις εξής χαρακτηριστικές γραμμές: Κατ’ αρχάς στη γη υπήρξε μια χρυσή περίοδος ύψιστης ανθρώπινης ευτυχίας και ηθικής τελειότητας [η περίοδος Krta-yuga]. Οι άνθρωποι γνώριζαν και λάτρευαν ένα και μοναδικό θεό, ήταν αγαθοί, ηθικοί, ελεύθεροι  από σφάλματα, αμαρτίες, επιθυμίες και ασθένειες. Η γη ήταν πάρα πολύ εύφορη, πλούσια σε άριστα βρώσιμα προϊόντα, σε καρπούς και σε άνθηση. Αλλά επέρχεται η αμαρτία στον κόσμο και μαζί μ’ αυτή και η ασθένεια, η βραχυζωΐα, η φθορά και ο θάνατος. Ο κόσμος, οι άνθρωποι γίνονται όλο και περισσότερο κακοί, πέφτουν στην απιστία, στην λησμοσύνη του Θεού, στην αδικία και διαφθορά. Φοβερές καταστροφές, θεομηνίες, προμηνύουν το τέλος του κόσμου. Μετά αναμένεται η έλευση ενός σωτήρα του κόσμου, ο οποίος θα πραγματοποιήσει τη λύτρωση και θα ανακαινίσει την αρχέγονη χρυσή εποχή. Με την εμφάνισή του θα καταστήσει ευτυχές το σύμπαν και όλοι οι θεοί και οι πλανήτες θα συγκεντρωθούν για να τον ανυμνήσουν. Αυτός φέρνει στον κόσμο σωτηρία και εκμηδενίζει κάθε ενοχή. Θα δημιουργήσει καινή γη, όπου η βασιλεία του θα κυριαρχήσει με μακαριότητα.
Στον ινδικό μύθο δε περί του σοφού βασιλέα Vispascit, στον οποίο αντικατοπτρίζεται η νοσταλγία αυτή για λυτρωτή, λέγεται ότι και αυτός, άξιος των ουρανών, λόγω των αγαθών των πράξεων, εξαρπάζει από τα βάσανα του Άδη μυριάδες αμαρτωλών που πάσχουν, θεωρώντας για τον εαυτό του μέγιστη ευτυχία, εάν αυτοί ευτυχήσουν μέσω των παθημάτων του. Από αυτά υποδηλώνεται, ότι στις Ινδίες η έντονη νοσταλγία λυτρωτή τον οραματιζόταν και ως λυτρωτή και των ευρισκομένων στον Άδη, και ότι εξάρπαζε αυτούς, μέσω των δικών του παθημάτων, από την αμαρτία και τις θανάσιμες συνέπειές της, πραγματοποιουμένης έτσι πλήρους και καθολικής λυτρώσεως και των ζώντων και των απ’ αιώνων νεκρών. Τέτοια νοσταλγία λυτρωτή συναντάμε:

- Στον Βεδισμό

Στο αρχαιότατο ινδικό θρήσκευμα, όπου ο Agni, ο θεός της φωτιάς και του ήλιου, ως ‘’φως του κόσμου’’ προσδοκάται να ενανθρωπήσει εκ παρθένου, αποστελλόμενος από τον ουράνιο πατέρα ως μεσίτης μεταξύ θεού και κόσμου.

- Στον Μαχαγυάνα Βουδισμό,

και στον μεταγενέστερο, εξελιγμένο Βουδισμό [της maha-yana, της ‘’μεγάλης οδού’’], όπου διδάσκεται και επιδιώκεται η καθολική λύτρωση, σε αντίθεση προς τον αρχικό, τον Χιναγυάνα [της hina-yana, της ‘’μικράς οδού’’] Βουδισμό, και στον Βουδισμό του ιστορικού Βούδα, του Γκοτάμα Σιδδάρτα Σακυαμούνι, όπου επιδιώκεται η κατ’ άτομο και όχι η γενική λύτρωση.
Στον Μαχαγυάνα Βουδισμό, που διαμορφώθηκε στις Β. Ινδίες κατά ουσιώδη παραλλαγή από τον αρχηγό Χιναγυάνα Βουδισμό, ο Βούδας δεν είναι πλέον το γνωστό ιστορικό πρόσωπο, αλλά θεωρείται ως η ενσάρκωση ενός αιώνιου ύψιστου. Όντος, απόλυτης τελειότητας και σοφίας. Το ουράνιο και αιώνιο αυτό Ον, το οποίο δήθεν ενανθρώπησε στον ιστορικό Βούδα, ονομάζεται Dhyani-Buddha [ουράνιος Βούδας] ή Amitabha [απροσμέτρητο φως] ή Amita-ayus [απροσμέτρητη ζωή]. Μετά την είσοδο, κατά τη διάρκεια της ζωής, του ιστορικού Βούδα στη Νιρβάνα [=’’σβέση’’], αυτός, όπως και όλοι οι κατά το πρότυπο αυτού εισερχόμενοι σ’ αυτή τη ζωή, θεωρούνται ως ανύπαρκτοι πλέον στην πραγματικότητα και νοούνται ως να μην υπήρξαν ποτέ πραγματικά. Αυτοί ήταν ακτινοβολίες μόνο του υψίστου Ενός, του Dhyani-Buddha.
Από αυτά γίνεται φανερό, ότι οι φερόμενες δήθεν ενανθρωπήσεις του Dhyani-Buddha είναι στην πραγματικότητα ανύπαρκτες και φανταστικές, αφού και τα ιστορικά πρόσωπα, στα οποία δήθεν ενανθρώπησε αυτός, όχι μόνο σβήνουν με την είσοδό τους στη Νιρβάνα, αλλά και θεωρούνται ως να μην υπήρξαν στην πραγματικότητα ποτέ.
Ό,τι παραμένει από τον μύθο αυτό είναι η επιστροφή ή κατάληξη του Βουδισμού στην φυσιολογική κοίτη της πανανθρώπινης πίστης σε Ένα ύψιστο Ον και η νοσταλγία ενανθρωπήσεώς του χάρη της από τους ανθρώπους νοσταλγούμενης λύτρωσης.
Κατά τα πηγαία κείμενα του ινδικού Βουδισμού, ήδη ο Βούδας  Gotama, ο ιστορικός Βούδας, απέκρουσε επανειλημμένως και κατηγορηματικώς ισχυρισμούς οπαδών του, ότι η διδασκαλία του είναι ανυπέρβλητη και ότι, συνεπώς, δεν πρόκειται να υπάρξει στο μέλλον ανώτερη διδασκαλία κάποιου άλλου. Αντίθετα ο Βούδας, ο οποίος, ως γνωστό έδρασε τον Ε’ αι. π.Χ., προείπε τα εξής: ‘’μετά 500 έτη θα χρεωκοπήσει η διδασκαλία μου’’ [Cullavaga X., 1 του Βου. Κανόνος, στο: όνος, στο: Germann Olbenberg, Buddha, sein Leben, seine Lehre, seine Gemeinde, Stuttgart – Berlin 1903, σ. 187], ‘’ως εάν είχε αυτός προαισθανθεί ό,τι επακολούθησε. Και είμαι πεπεισμένος: εάν είχε αυτός ζήσει τον Γολγοθά και την Ανάσταση, θα ανήκε σε εκείνους, οι οποίοι θα είχαν πέσει στα πόδια του Ιησούν αναφωνώντας: Κύριέ μου και Θεέ μου’’ [Λέει ο Alfred Jeremias, Die ausserbiblische Erlösererwantung, Berlin 1927, σ. 245, αναφέροντας την πρόρρηση αυτή του Βούδα].
Ο ίδιος ο Βούδας φέρεται στα κείμενα του Μαχαγυάνα Βουδισμού αφηγούμενος για ένα κοσμοκράτορα της αρχέγονης εποχής της ανθρωπότητας, κατά την κυριαρχία του οποίου αυτή έζησε τον χρυσό αιώνα της. Την χρυσή αυτή εποχή διαδέχτηκε πτώση, διαφθορά και βραχυζωΐα των ανθρώπων. Των συμφορών τούτων προλέγει ο Βούδας την επιδείνωση μέχρι αποθηριώσεως και αλληλοεξοντώσεως των ανθρώπων, οι οποίοι θα φεύγουν στις ερημιές, τα όρη και τα νησιά – μετά τα οποία οι άνθρωποι, έχοντας συνείδηση της δικής τους υπαιτιότητας για την κατάσταση αυτή, θα αποφασίσουν να ζήσουν καλύτερη ζωή και να επανέλθουν στην αρχική χρυσή εποχή της ευτυχίας. Αυτή θα πραγματοποιηθεί επί της ηγεμονίας κάποιου επιφανή ειρηνικού ηγεμόνα, θα εμφανιστεί στον κόσμο ο Metteya [κατά την Ινδική διάλεκτο Πάλι] ή σανσκριτικά ο Maitreya, χρυσίζων, πάμφωτος, ακτινοβολών, εκπέμπων αίγλη, αφάνταστα ωραίος, ασύγκριτος στο κάλλος και το μεγαλείο, λάμποντας στο σύμπαν σαν αστραπή. Ανά πάσα στιγμή θα εκπορεύονται από αυτόν εκατοντάδες μυριάδες ακτίνες φωτός· όπου πατεί θα αναβλασταίνουν άνθη.
Αυτός δεν νοείται ως ενσάρκωση και πάλι του ιστορικού Βούδα, ούτε ως θεοποίησή του, δεν ταυτίζεται με αυτόν, αλλά νοείται ως διαφορετική προσωπικότητα. Ο Metteya ή Maitreya θα είναι ο υπερτέλειος, ο άκρως φωτισμένος, ο ειδήμων της ορθής οδού και της ορθής γνώσης, γνώστης του σύμπαντος, ασύγκριτος παιδαγωγός και τιθασσευτής των ανθρώπων, ανίκητος διδάσκαλος θεών και ανθρώπων. Θα αποκαλύψει στους θεούς και τους ανθρώπους υπερβατικές αλήθειες από την πληρότητα της σοφίας του, θα διδάξει, θα κηρύξει, θα οδηγήσει στην ενάρετη ζωή, θα εγκαινιάσει πλούσια θρησκευτική ζωή και θα είναι ανίκητος [Ajita] νικητής του κακού. Εγκαινιάζοντας ειρήνη και δικαιοσύνη στον κόσμο, θα εκπληρώσει όλες τις εσώτατες επιθυμίες και νοσταλγίες των ανθρώπων και θα τους οδηγήσει σε απεριόριστη σωματική, ψυχική και πνευματική ευτυχία. Θα ανακαινίσει την πρωτεύουσα του βασιλείου του, μετονομάζοντάς την με καινούριο όνομα, σ’ αυτή δε θα ετοιμάζονται τα ουράνια ενδύματα, ουράνια κοσμήματα και ουράνια εδέσματα και θα είναι αυτή ως στολισμένος παράδεισος, γεμάτος με πανευτυχείς ανθρώπους.
Και τα άγρια φυτά και τα δέντρα των δασών θα ανθίζουν τότε και θα καρποφορούν, ευκρασία αέρων θα ρυθμίζει τις εποχές του έτους, διατηρώντας την άνθηση και την καλή καρποφορία αειθαλή.
Ο Μέγας αυτός Ειρηνευτής, περιστοιχούμενος από πλήθος μαθητών και οπαδών, θα περιέρχεται πόλεις και χωριά, οδηγώντας θεούς και ανθρώπους σε σωτηρία και ειρήνη. Η διδασκαλία του θα κυριαρχήσει ως ακατάλυτος Νόμος και θα ηχήσει ως ουράνια μελωδία, θα παρέχει δε στους ανθρώπους τον πραγματικά οίνο της αλήθειας, κατανέμοντας στον καθένα από τα δικά του χαρίσματα κατά το μέτρο της δεκτικότητας καθενός, μέχρι και αυτές τις υπερφυσικές γνώσεις. Όλος ο λαός θα διδαχθεί απ’ αυτόν και η διδασκαλία του θα εξαπλωθεί ευρύτατα. Οσάκις, έστω και από πολύ μακρινή απόσταση, θα βλέπει ανθρώπους να επιθυμούν να επιστρέψουν στην ευθεία οδό, θα προσέρχεται αυτοστιγμή σ’ αυτούς και θα τους προσελκύει. Με την εμφάνισή του οι άνθρωποι και των πλέον διαφορετικών τάξεων, θα προσκολλώνται στην προστασία του μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους μέχρι τον θάνατο. Όσοι θα δεχτούν τον λόγο του και θα ζουν με εγκράτεια θα λυτρωθούν από τον θάνατο, με τη μελέτη δε των ιερών του λόγων θα απαλλάσσονται από τις αμαρτίες και θα ανέρχονται στον ουρανό σε μεγάλο αριθμό.
Είναι αδύνατο να εκφράσει κανείς με λόγια την ολοκληρωτική πληρότητα της ευτυχίας των ανθρώπων, η οποία θα εγκαινιαστεί δια του Maitreya, όταν δε λήξει η επίγεια ζωή τους, θα απολαμβάνουν ατελείωτη αυτομακαριότητα. Γι’ αυτό, φέρεται να προτρέπει ο Βούδας, εν κατακλείδι των παραπάνω, τα εξής: ασκείται παρθενία, σκορπίζετε δώρα ανάλογα με την αξία αυτών που τα παίρνουν, τηρείτε τις νηστήσιμες ημέρες, στοχάζεσθε τους συνανθρώπους με συμπάθεια, να είστε ζηλωτές καλών έργων. Εάν στη ζωή αυτή προετοιμάσετε την σωτηρία, θα εφελκύσετε την λήξη των θλίψεών σας. Μόνο όσοι ζουν με τόση ευσέβεια και φιλανθρωπία και διαβάζουν τα ιερά κείμενα και αποξενώνονται από τα υλικά αγαθά τους και όσοι θα αποδεχτούν την διδασκαλία του Mettaya [Maitreya] θα δουν τον λυτρωτή και στην μέλλουσα ζωή’’ [Emil Abegg, Der Messiasglaube in Indien und Iran auf Grund der Quellen Dargestellt, (Berlin-Leipzig 1928), σ. 177].
Παρόμοια είναι η διατύπωση για τον Metteya [Maitreya] στα κείμενα του Κινεζικού Βουδισμού, συνυφασμένη τόσο σ’ αυτά, όσο και στα ινδικά προς τις ιδιοτυπίες και των δύο λαών, της όλης κοσμοθεωρίας και βιοθεωρίας τους και προς τις λοιπές θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, από τις οποίες αποχωρίσαμε τις ανωτέρω περί Metteya [Maitreya] γραμμές, διότι αυτές μόνο μας ενδιαφέρουν εδώ, επειδή παρέχουν την εικόνα του προσδοκώμενου λυτρωτή και του νοσταλγούμενου απολυτρωτικού του έργου.

- Στον Θιβετικό Βουδισμό

Μεταξύ των παναρχαιοτάτων θρησκευτικών στοιχείων, τα οποία πολύ αργότερα αναμίχθηκαν με τον Βουδισμό του Θιβέτ, είναι και τα ευρισκόμενα στο εθνικό έπος (Κεζάρ) της Θιβετιανής Γραμματείας, στο οποίο διατυπώνεται η προσδοκία λύτρωσης της ανθρωπότητας από τον βασιλέα των θεών Υπέρθεο δια μέσου παρθενογέννητου θεανθρώπου λυτρωτού, υιού του υψίστου Θεού και Θεού του, ο οποίος θα ακτινοβολεί θείο φως ως πάμφωτος ήλιος και θα αποκαταστήσει, ως θεός λυτρωτής, την ανθρωπότητα στην αρχέγονη χρυσή εποχή της, εξαφανίζοντας το Κακό. ‘’Όσες φορές Θιβετιανός γίνεται χριστιανός βλέπει την παλαιά αυτή προσδοκία λυτρωτή να έχει εκπληρωθεί στον Χριστό’’ [Alfred Jeremias, Die ausserbiblische Erlosererwartung, Berlin 1927, σ. 280].

- Στον Χινδουισμό

Σ’ αυτόν η λυτρωτική νοσταλγία εκφράζεται στην ιδέα της Βαγκαβάδγκιτα [Ιερό βιβλίο, που σημαίνει ‘’το θείο τραγούδι’’] περί αναγκαιότητας των ενανθρωπήσεων του ύψιστου Θεού [Βίσνου] προς βοήθεια και λύτρωση των ανθρώπων. Οι άνθρωποι μόνοι τους, δεν μπορούν να βοηθήσουν τους εαυτούς τους, επομένως πρέπει ο Θεός να κατέρχεται στη γη από καιρού εις καιρό, κατά περιόδους, για τη λύτρωσή τους. Από αυτό και η κατά περιόδους προσδοκία της ενανθρωπήσεως [Avatara] του Θεού, υπό διάφορα κάθε φορά ονόματα, για να μπορούν οι πιστοί με τον θεάνθρωπο και δι’ αυτού να ανέρχονται στον ουρανό. ["Νεκρός": δες Μπαγκαβάντ Γκιτά και χριστιανισμός]
Σε αντίθεση δε προς τις άλλες ενανθρωπήσεις του θεού Βίσνου, οι οποίες ανήκουν στο παρελθόν, προσδοκάται η τελευταία ενανθρώπηση [Avatara] αποκλειστικώς στο μέλλον: στο τέλος του κακού αιώνα αυτού του κόσμου [Kali-Yuga], αναμένεται η εμφάνιση του Βίσνου ως θεανθρώπου, υπό το όνομα Kalki [= ο καταλύων το στίγμα, λυτρωτής, που αναλαμβάνει από μόνος του τα στίγματα των ανθρώπων προς εξάλειψή τους], ‘’ο βλαστός του Puranapurusa [= του θεού Βίσνου που  τελεί στην υπερβατική κατάσταση]’’, αποστράπτοντας όπως ο ήλιος, για να επαναφέρει την ανθρωπότητα στον αρχέγονο χρυσό αιώνα, να κρίνει τους κακούς, να αμείψει τους αγαθούς και να πραγματοποιήσει την συντέλεια του κόσμου.
α.- Η προλυτρωτική περίοδος [Kali-Yuga] χαρακτηρίζεται στα ινδικά κείμενα, στα οποία περισώθηκαν οι παμπάλαιες γι’ αυτήν παραδόσεις, ως περίοδος φυσικής και ηθικής ακαταστασίας, σωματικού, πνευματικού και ηθικού εκφυλισμού των ανθρώπων, απιστίας τους και εκπτώσεως σε πλάνες, αδικίες, αυθαιρεσίες και πλεονεξία, ως περίοδος χωρίς πνευματική ζωή και ηθικό φραγμό, περίοδος θλίψεως και αποσύνθεσης, που οδηγεί στην καταστροφή.
Μετά την αποκορύφωση αυτή του φυσικού και ηθικού κακού στον κόσμο, αναμένεται να επανεγκαινιασθεί και επανεγκατασθεί σ’ αυτόν δια του μέλλοντος να ενανθρωπήσει Βίσνου, ήτοι δια του Kalki, η αρχέγονη χρυσή παραδείσια ειρηνική εποχή [Krtayuga]. Οι κατά την περίοδο Kali-Yuga βαρύτατα διαταραχθείσες συνθήκες, φυσικές και ανθρώπινες, θα επανέλθουν στην ιδεώδη μορφή της αρχικής εκείνης χρυσής περιόδου. Ειρήνη, ευτυχία, αγνότητα και υγεία θα κυριαρχήσουν μεταξύ των ανθρώπων, οι νόμοι που θεσπίστηκαν από τον δημιουργό Θεό θα ισχύσουν και πάλι σταθερά, οι άνθρωποι θα οδηγηθούν στην αρετή και η δόξα του Kalki θα λάμψει σ’ όλη τη γη, η αδικία θα εξαφανιστεί, θα κυριαρχήσει το δίκαιο, θα επανέλθει η αληθινή θεογνωσία και η αληθινή λατρεία του Θεού.
Πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι τα σχετικά με αυτά χωρία της ινδικής Γραμματείας είναι προχριστιανικής προελεύσεως, λίγα δε από αυτά, μεταχριστιανικά, αναφέρονται σε παμπάλαιες προχριστιανικές παραδόσεις.

β.- Ο Βουδισμός, ο οποίος εισήλθε στο Θιβέτ με την μεταγενέστερη μορφή του ως Μαχαγυάνα – Βουδισμός, και αποδέχτηκε, δια της λεγόμενης ‘’Σχολής Tantra’’, και το χινδουϊκό πάνθεο, με άλλες λέξεις: ο Βουδισμός Tantra ή Ταντρισμός του Θιβέτ παρέλαβε από τον Χινδουϊσμό και την έννοια των ενανθρωπήσεων [avataras]. Οι θεοί πιστεύεται ότι εμφανίζονται στη γη με πολλές μορφές. Αλλά ιδιαιτέρως ένας από αυτούς, ο οποίος σαρκώνεται συνεχώς, θεωρείται ότι επιτελεί το έργο της σωτηρίας της ανθρωπότητας και ότι διδάσκει την αληθινή διδασκαλία. Από τον μύθο αυτό συνάγεται επίσης η μέσω αυτού ιδιοτύπως μεν, αλλά σαφώς εκφραζόμενη πίστη, ότι λύτρωση πραγματική είναι δυνατή μόνο δια της ενανθρωπήσεως του Θεού, ο οποίος μόνος κατέχει και μπορεί να αποκαλύψει την Αλήθεια, και ότι μια τέτοια λύτρωση πραγματική από θεάνθρωπο αληθινό λυτρωτή αποτελούσε στις Ινδίες ασίγητη νοσταλγία. Μια έντονη, αλλά απραγματοποίητη προσδοκία, στην οποία οφείλονται και οι μυθώδεις πλασματικές ανύπαρκτες ενανθρωπήσεις, ως υποτυπώσεις της νοσταλγούμενης πραγματικής ενανθρώπησης του Θεού.

2. Στους Ιρανούς

 

1.- Σωτήρα [Saoshyant a Sos[y]an = αυτός που θα σώσει] θεάνθρωπο περίμεναν και οι Ιρανοί, ταυτίζοντες αυτόν με τον θεό Μίθρα. Όταν θα ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου, θα γεννιόταν αυτός από παρθένα. Την γέννησή του θα ανάγγελλε η εμφάνιση αστέρα, ο οποίος διακρινόμενος από τους υπόλοιπους, θα ήταν ‘’ο αστέρας του’’ [= τουπροσδοκώμενου Σωτήρα] [Πρβλ. Ματθ. 2, 2].
Η τροφή του Saoshyant θα ήταν πνευματική [Πρβλ. Ιω. 4, 32 ε.]. Το σώμά του θα έλαμπε όπως ο ήλιος [Πρβλ. Ματθ. 17, 2 – Αποκ. 1, 16], θα ήταν παντογνώστης, θα αποκάλυπτε τα μέσα για την κατανίκηση του Ψεύδους [Druj] και θα πραγματοποιούσε την ανακαίνιση και τον καθαρμό του κόσμου, ως ο κατ’ εξοχήν λυτρωτής του. Κατά δε την συντέλεια του κόσμου θα αναστήσει τα σώματα των νεκρών και, ως εντεταλμένος του Θεού, Ahura Mazda, θα διενεργήσει την τελική κρίση, αμείβοντας ή τιμωρώντας τους ανθρώπους ανάλογα με τα έργα τους.
Η προσδοκία του Saoshyant βρίσκεται στις Gathas της Avesta [Ιερό βιβλίο των αρχαίων Περσών], σε στενότατη συνάρτηση προς την έκβαση του τελικού αγώνα μεταξύ του Δικαίου και της Αλήθειας [Asa] αφ’ ενός, και του Κακού, της Αδικίας, του Ψεύδους [Drui ή Drug] αφ’ ετέρου, μετά την οποία θα προκύψει η δυνατότητα της ίδρυσης της αιώνιας βασιλείας [xsadra].
Η εποχή προ της ελεύσεως του Saoshyant χαρακτηρίζεται ως κακή εποχή με παντοειδή δεινά με ολοένα προϊούσα επιδείνωση. Η θρησκεία θα εκπέσει, τα ήθη θα διαφθαρούν, οι άνθρωποι θα προτιμούν από την ποιότητα των λόγων το χρήμα, η Κακότητα θα ισχύσει ως κανόνας και τρόπος ζωής, το μίσος θα γίνεται ολοένα εντονώτερο. Οι άνθρωποι θα ψεύδονται και θα δολιεύονται, εκφράζοντες με ψευδείς και απατηλούς όρους τις αντίθετες πράξεις τους, για να τις συγκαλύψουν και για να εξαπατήσουν. Δεν θα κρατούν τον λόγο τους και δεν θα παρέχουν καμμία ασφάλεια.
Όλοι οι άνθρωποι θα γίνουν απατεώνες, φίλοι θα διαφωνήσουν κομματικά, φιλία, εκτίμηση, ελπίδα και φροντίδα για την ψυχική σωτηρία θα χαθούν από τον κόσμο. Πατέρες, παιδιά και αδέλφια θα αποξενωθούν μεταξύ τους. Ο ήλιος θα ελαττώσει την ανταύγειά του και θα πληθύνουν οι κηλίδες του· έτη, μήνες και ημέρες θα μικρύνουν. Η συγκομιδή θα είναι πολύ ελαττωμένη σε σύγκριση με την σπορά. Η βλάστηση δεν θα ωριμάζει, τα δέντρα δεν θα καρποφορούν. Οι άνθρωποι θα γεννιώνται μικρόσωμοι με λιγότερες δυνάμεις και ικανότητες, θα επιδίδονται σε χαμερπείς πράξεις, δεν θα σέβονται το ψωμί και το αλάτι και δεν θα αγαπούν την πατρίδα τους.
Αιρετικοί παντός είδους θα περιφρονούν τον λόγο του Θεού. Τυραννικά καθεστώτα και πεπλανημένες διδασκαλίες θα ενσκήψουν στους πληθυσμούς. Εκείνοι που ιδρώνουν για να ζήσουν από την εργασία τους, η ζωή τους θα καταστεί αδύνατη και θα εκλιπαρούν τον θάνατο ως δώρο. Ακόμη και οι νέοι και τα παιδιά θα είναι καταφοβισμένοι, δεν θα υπάρχει πλέον σ’ αυτά ούτε ψυχική χαρά. Τα πάντα θα τείνουν προς την καταστροφή και η γη θα ξερνά κάθε είδους μέταλλα.
Βάρβαροι λαοί θα κυριαρχήσουν και η θέλησή τους θα επιβληθεί στον κόσμο με τη βία· αυτοί θα σκοτώνουν αδιακρίτως ένα δίκαιο άνθρωπο, όπως μία μύγα. Τα αγαθά των λαών θα περιέλθουν σε ξένους και μισητό καθεστώς θα κυριαρχήσει στον κόσμο. Η πλεονεξία των ανθρώπων θα είναι ακόρεστη στο να αποκτούν· θα συσσωρεύουν επίγειους θησαυρούς και θα τους κρύβουν στη γη. Με τη ανηθικότητα τους και την διαφθορά τους θα ασκούν παρά φύση ασέλγεια [ομοφυλοφιλία] θα συναγελάζονται με εμμηνοροούσες γυναίκες και θα παραδίδονται σε κάθε ακολασία. Θλίψη και πόνος και ερήμωση θα κυριαρχήσει στην γη. Όσο προσεγγίζει το τέλος του Κακού, τόσο αυτό θα γίνεται ισχυρότερο και βασανιστικότερο.
Τότε θα γεννιόταν ο Saoshyant, ο ηγεμόνας του σύμπαντος, ο οποίος θα διαμόρφωνε την ανθρωπότητα εκ νέου, ώστε να μην παλιώνει ούτε να πεθαίνει, αλλά πάντοτε να ευημερεί. Αυτός θα βλέπει με τα μάτια της Αλήθειας θα επιβλέπει όλα τα όντα, κατευθύνοντάς τα προς την ευτυχία, επαγρυπνώντας δε γι’ αυτά, θα καταστήσει άφθορο το σύνολο του ζώντος κόσμου. Θα κατανικήσει το κακό, θα δώσει τέλος στα δεινά και θα απομακρύνει του Κακό και το Ψεύδος από εκεί, όπου αυτά αναδύθηκαν, στην άβυσσο της κόλασης. Θα δεσμεύσει και θα καταστήσει αδύναμο το πνεύμα του Κακού [Angra Mainyu] και θα εγκαινιάσει νέα εποχή. Η εποχή του λύκου θα τερματιστεί και θα αρχίσει η εποχή του αρνίου. Η βλάστηση θα καταστεί αειθαλής και από χαρά θα πλημμυρίσουν όλα τα πλάσματα. Η ανθρωπότητα θα λυτρωθεί, ο θάνατος θα εκλείψει· ούτε δηλητήρια θα δύνανται να θανατώνουν τον άνθρωπο, ούτε ξίφη ή μαχαίρια να τον χτυπήσουν ή να τον πληγώσουν. Ασθένεια, γηρατειά, φροντίδες και θάνατος θα εκμηδενιστούν, καθώς και όλη η δυστυχία, η οποία προέρχεται από τη δυναμική κυριαρχία των κακών και ισχυρών και από την πεπλανημένη πίστη.
Η θρησκεία θα ανακτήσει την κυρίαρχη θέση της στη ζωή των ανθρώπων. Όλοι οι άνθρωποι θα έχουν κοινή βάση, τουτέστι τη θρησκεία, και η βούληση του δημιουργού ύψιστου Θεού θα κυριαρχεί. Ο Saoshyant θα είναι ο μόνος Κύριος, ο οποίος ως απεσταλμένος του Θεού θα τελεσιουργεί την ανακαίνιση του κόσμου, σύμφωνα με την νοσταλγία των πλασμάτων του, όσα αδιαλείπτως θα επιδεικνύουν προς αυτόν ζωντανή πίστη, κλίση και αφοσίωση.
Το πνεύμα του Κακού [Angra Mainyu] θα εκμανεί τότε και, σπάζοντας τα δεσμά του, θα επιτεθεί κατά του κόσμου, επιφέροντας φοβερές καταστροφές, καταπίνοντας το τρίτο της ανθρωπότητας και το τρίτο των ζώων, επαπειλώντας μάλιστα να εξαφανίσει και τα ύδατα και τα φυτά. Αλλά θα επέμβει ο ύψιστος Αγαθός Θεός, ο οποίο θα δεσμεύσει και πάλι το Κακό, η αμφιβολία και οι εχθροί θα εξαφανιστούν από τον κόσμο, ο Saoshyant θα αποκαθάρει όλα τα πλάσματά του και στη συνέχεια θα πραγματοποιήσει την ανάσταση των νεκρών και την τελική κρίση, μετά την οποία θα επακολουθήσει η μέλλουσα ζωή.
Μετά την ανάσταση των νεκρών, οι άνθρωποι, όσοι θα εξακολουθούν να είναι προσηλωμένοι στην Αλήθεια και το Δίκαιο [Asa], δεν θα πεθαίνουν πλέον και η ανθρωπότητα θα διαμορφωθεί και πάλι εκ νέου. Σε ερώτηση του Ζωροάστρη προς τον Ύψιστο Θεό [Ahura Mazda], πως θα καταστεί δυνατή η ανάσταση των νεκρών, πως τουτέστι, θα ανασυγκροτηθεί ο νεκρός που έχει διαλυθεί στα στοιχεία του, ο Θεός υπενθυμίζει σ’ αυτόν ως απάντηση: πόσο πιο δύσκολο υπήρξε να δημιουργηθούν τα πλάσματα εκ του μηδενός από του να εγερθούν πάλι σε νέα ζωή μετά τον θάνατό τους!
- Πρώτοι θα αναστηθούν οι πρωτόπλαστοι [Gayomart] και έπειτα όλοι οι άλλοι· μετά από αυτό όλοι θα εμφανιστούν προ της τελικής Κρίσης. Ο καθένας θα αναστηθεί στον τόπο όπου πέθανε, αυτοί δε που θα αναστηθούν θα αναγνωρίζονται μεταξύ τους λέγοντες: αυτός είναι ο πατέρας μου, αυτή είναι η μητέρα μου, αυτός είναι ο αδελφός μου, αυτή είναι η σύζυγος μου. Όποιος κατά τον θάνατό του είχε την ώριμη ηλικία θα αναστηθεί με τη μορφή σαραντάχρονου μεσήλικα· όποιος πέθανε σε παιδική ηλικία θα αναστηθεί με τη μορφή δεκαπεντάχρονου παιδιού. Σε κάθε άνδρα θα αποδοθεί η γυναίκα του και θα παρουσιασθούν σ’ αυτόν τα παιδιά, που απόκτησε με αυτήν. Άνδρας και γυναίκα θα ζουν στο εξής ως σύζυγοι, όπως στον κόσμο, αλλά δεν θα τεκνοποιούν πλέον.
Στη συνέχεια, με τη θέληση του δημιουργού Θεού Ahura Mazda, ο Saoshyant θα κρίνει τους ανθρώπους, απονέμοντας στον καθένα αμοιβή ή ποινή σύμφωνα με τα έργα του. Και οι μεν δίκαιοι θα εισέλθουν στον παράδεισο του θεού Ahura Mazda [τον Garotman], όπου μετά του σώματος πλέον θα ζουν στην μακαριότητα, οι δε άδικοι θα καθαρθούν δια του πυρός, για να εισέλθουν και αυτοί στην μακαριότητα. Και τότε θα έχει συντελεστεί το έργο του θεού Ahura Mazda· κάθε άνθρωπος θα καταστεί αθάνατος αιωνίως. Ζώντας απ’ την ζωοποιό αίγλη του Saoshyant ο άνθρωπος θα φθάσει το ύψιστο σημείο της τελειότητας.
Τέλος θα διεξαχθεί ο τελικός αγώνας μεταξύ των δυνάμεων του φωτός και του σκότους, που θα εκπροσωπούνται από τους οπαδούς τους, ο Ahura Mazda με τον Angra Mainyu, τα αγαθά πνεύματα με τα κακά.
Τελικά θα εξοντωθεί ο Angra Mainyu και ο όφις του Ψεύδους [Dguj]. Ο εισβολέας του ουρανού Angra Mainyu θα γκρεμιστεί από τον ουρανό με όση βιαιότητα εισέβαλε σ’ αυτόν και θα καταπέσει στα σκοτεινά βάθη. Ο δε μισητός όφις θα καεί σε λιωμένο σίδερο και η δυσωδία και βρωμιά της κόλασης θα εκλείψει μαζί με την ίδια την κόλαση, η δε περιοχή της θα αποδοθεί στην περιοχή της μακαριότητας, στην οποία θα ζουν οι πάντες. Ο κόσμος θα ζει χωρίς θάνατο αιώνια, η γη θα είναι χωρίς ακαθαρσία, βουνά και φαράγγια θα ισοπεδωθούν.
Αυτές είναι οι κύριες γραμμές της πίστεως των Ιρανών σχετικά με τον Saoshyant και τα έσχατα, όπως προβάλλουν από τα επίσημα κείμενα σε ενιαία ανάγλυφη εικόνα από τις αφηγήσεις των πηγών, οι οποίες είναι γεμάτες από τοπικούς, κοσμοθεωρητικούς, βιοθεωρητικούς και θρησκειακούς ιδιωματισμούς. Απ’ αυτές καταφαίνεται, ότι στους Ιρανούς η έννοια του λυτρωτή έχει εσχατολογικό χαρακτήρα, δεν ομιλεί περί της ήδη λύτρωσης των ανθρώπων από την αμαρτία στον κόσμο αυτό και της ενοχής σ’ αυτήν.

2.- Και χαρακτήρισε μεν ο Ζωροάστρης τον εαυτό του ως την εκπλήρωση της προσδοκίας αυτής, η δε μαζδαϊκή θεολογία δημιούργησε μύθους για την θεϊκή προέλευσή του, την υπερφυσική γέννησή του και παγκόσμια επικράτησή του, σε αυτά όμως όλα έθεσε τέρμα ο θάνατος, χωρίς καμμία περαιτέρω συνέχεια ή συνέπεια του έργου του, το οποίο χάθηκε μαζί μ’ αυτόν. Αλλά στο κείμενο των παραδόσεων αυτών προβάλλει ανάγλυφη η θεανθρώπινη προσδοκία του ιρανικού λαού μαζί με όλα τα αρμόζοντα σ’ αυτήν χαρακτηριστικά ως προς την θεότητα και το έργο του Προσδοκώμενου. Κάποια μάλιστα περικοπή αυτού του κειμένου προέλεγε ως επικείμενη την γέννηση βασιλέως, ο οποίος θα θεμελίωνε την από τον Ζωροάστρη εγκαινιασθείσα τάξη και θα επανέφερε στην γη την νοσταλγούμενη παραδείσια κατάσταση. Ιδού η καταπληκτική αυτή περικοπή:
‘’Κατά την εποχή αυτή θα φανεί ένας βασιλέας, ο οποίος θα αποκαταστήσει πάλι τον αγαθό Νόμο. Θα είναι ο αγωνιστής για τον νόμο του Ζωροάστρη, ο Υπέρμαχος της Αλήθειας, και θα επανεγκαινιάσει την τάξη των πραγμάτων. Μακάριο το δένδρο, το οποίο αφήνει ο Θεός να φέρει τέτοιο καρπό [Πρβλ. Λουκ. 11, 27]. Από το άσπιλο αυτό διαμάντι, από το καθαρό αυτό Παιδί, θα προέλθει μεγάλη ανάβλεψη πάνω στη γη και μέχρι τον ουρανό. Ο παράδεισος θα αμείβει αυτούς που τον ακολουθούν [τον Προσδοκώμενο], οι εχθροί θα γκρεμίζονται στην κόλαση. Ω! να μπορούσα να ζω μέχρι την μακάρια αυτή ημέρα. Σ’ Αυτόν θα προσέφερα τα αγαθά μου και την ψυχή μου ως θυσία’’ [Alfed Jeremias, όπ. π., σ. 140].  Πιο κάτω δε στο ίδιο κείμενο Αυτός ο Προσδοκώμενος ονομάζεται ‘’δίκαιος βασιλέας’’ [Στο ίδιο, σ. 144. Πρβλ. Εβρ. 7, 2 (Μελχισεδέκ=) ‘’βασιλεύς δικαιοσύνης’’. Πρβλ. Και Ρωμ. 3, 21].

3.- Χαρακτηριστικό είναι, ότι, λίγο προ της εμφανίσεως του Χριστιανισμού, κατά την εποχή του θρησκευτικού συγκρητισμού, οι Πέρσες συγχώνευσαν όλα τα στοιχεία της θεανθρώπινης προσδοκίας τους στον θεό του φωτός Μίθρα. Αυτόν, όπως είδαμε πιο πάνω, τον περινόησαν ως τον Προσδοκώμενο Saoshyant [αυτός που θα σώσει, σωτήρα], ως μεσίτη μεταξύ του θεού Ahura Mazda και των ανθρώπων, ο οποίος είναι θεός εκ θεού, δημιουργός και λυτρωτής, θα γεννιόταν από Παρθένα και θα εμφανιζόταν ως θεάνθρωπος εξ ανατολών, για να λυτρώσει τον κόσμο από την φθορά και τον θάνατο.

3. Στους αρχαίους Έλληνες

 

Αλλ’ εκεί, όπου η θεανθρώπινη προσδοκία εκδηλώνεται με μεγάλη ενάργεια είναι ο αρχαίος Ελληνικός κόσμος.
Η εγγύτητα και η μεταξύ θεών και ανθρώπων εξοικείωση είναι το κύριο χαρακτηριστικό της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας, όπου οι θεοί συναναστρέφονται, συνεργάζονται και δρουν μαζί με τους ανθρώπους, μαχόμενοι και μεταξύ τους κατά την συμπαράταξή τους με τις αντιμαχόμενες ομάδες ανθρώπων.
Εξ αυτού η ήδη στην Μινωϊκή θρησκεία και στη συνέχεια από των Ομηρικών επών μέχρι των χρόνων της Κ. Διαθήκης μαρτυρημένη πίστη των αρχαίων Ελλήνων σε εμφανίσεις των θεών [θεοφανίες], είτε με τη μορφή, που νοούνται και παριστάνονται στην επίσημη θρησκεία και στην θρησκευτική κατασκευή ειδώλων, είτε υπό άλλη, επίσης ανθρώπινη συνηθέστατα, μορφή φανταστικού ή και πραγματικού ανθρώπου.
Έτσι ιστορείται για τους  κατοίκους της ‘’Μεγάλης Ελλάδος’’ στη Ν. Ιταλία, ‘’ότι θεωρούσαν τον Πυθαγόρα θεό, άλλοι μεν ως τον Πύθιο Απόλλωνα, άλλοι δε ως τον Παιάνα, άλλοι δε ως τον Υπερβόρειο Απόλλωνα, άλλοι δε ως κάποιον άλλον από τους Ολύμπιους θεούς, διαφημίζοντες ότι εφάνηκε στους παλαιότερους με ανθρώπινη μορφή για να χαρίσει στη θνητή φύση το σωτήριο έναυσμα της ευδαιμονίας και φιλοσοφίας’’ [Ιαμβλίχου, Περί του Πυθαγορείου βίου 6, 30].
«Ο Αριστοτέλης στα βιβλία του ‘’Περί της Πυθαγορικής Φιλοσοφίας’’ παραδίδει, ότι οι άνθρωποι έκαναν μία τέτοιου είδους διαίρεση για τα απόρρητα, το ένα είδος του λογικού όντος είναι θεός, το δεύτερο άνθρωπος και το τρίτο κάτι σαν τον Πυθαγόρα. Και απολύτως δικαιολογημένα τον θεωρούσαν σαν τέτοιου είδους, γιατί μέσω αυτού απέκτησαν (οι άνθρωποι) μία ιδέα... για τα πάντα μέσα στον κόσμο... τα ορατά και τα αόρατα... και η ιδέα που απέκτησαν ήταν ορθή και ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα... για να μπορέσουν να διακρίνουν αρχές και αιτίες των πάντων, εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα από τον Πυθαγόρα» [Όπ. π., σ. 31].
Και αυτός ο Πυθαγόρας, ‘’ως να ήταν πραγματικά ο ίδιος θεός’’, είπε προς τον Άβαριν τον Σκύθη από τους Υπερβόρειους, ‘’ότι έχει έλθει για να υπηρετήσει και να θεραπεύσει τους ανθρώπους και γι’ αυτό είναι ανθρωπόμορφος, ώστε να μην ταράσσονται παραξενευόμενοι από την υπεροχή του και αποφεύγουν την μάθηση κοντά του’ ’[Στο ίδιο 19, 92].
Στον Κρότωνα δε υποδεχθείς τους πρεσβευτές απ’ την Σύβαρη μίλησε κατά τέτοιο τρόπο, ‘’ώστε και κάποιοι να τον νομίσουν ως τον Απόλλωνα’’ [Στο ίδιο 27, 133. Πρβλ. Και 28, 135, 140].
Στον Ευριπίδη φέρεται να λέγει ο θεός Διόνυσος·
‘’αφού άλλαξα τη μορφή μου από θεού σε ανθρώπου ήρθα’’ [Ευρυπίδου, Βάκχαι 4 εξ.].
... και πιο κάτω στο ίδιο κείμενο· ‘’άλλαξα και από θεός πήρα ανδρός μορφή κι ανθρώπου φύση’’ [Στο ίδιο, 53 ε.].
Και περί του Μ. Αλεξάνδρου λέγεται, ότι ‘’παρ’ ολίγο να προσκυνήσει’’ τον Δαρείο, ‘’επειδή τον θεώρησε ως θεό, που κατέβηκε από τον Όλυμπο’’ [Ψ. Καλλισθένης 2, 14 στον Carolus Clemen, Fontes Historiae Religionis Persicae (Bonnae 1920),  σ. 71].
Σαφής και πολύ χαρακτηριστική για την έντονη διαιώνια ιδέα περί θεανθρωπήσεως στους αρχαίους Έλληνες, ακόμη μέχρι και των χρόνων της Κ. Διαθήκης, είναι η μαρτυρία της, η οποία πληροφορεί ότι: κατά την επίσκεψη των  αποστόλων Βαρνάβα και Παύλου στα Λύστρα της Λυκαονίας, ‘’οι όχλοι όταν είδαν τι πραγματοποίησε ο Παύλος’’, ήτοι τη θαυματουργική θεραπεία του εκ γενετής χωλού, «φώναζαν δυνατά στη λυκαονική τους γλώσσα και έλεγαν: ‘’Οι θεοί πήραν τη μορφή ανθρώπων και κατέβηκαν σ΄ εμάς’’». Και ονόμαζαν τον μεν Βαρνάβα Δία, τον δε Παύλο Ερμή, γιατί αυτός κυρίως μιλούσε. Ο δε ιερέας του ναού του Διός ήθελε μαζί με το πλήθος να τους προσφέρει θυσία, ενώ οι Απόστολοι, κηρύσσοντες τον αληθινό Θεό, τον ζώντα, ‘’μόλις και μετά βίας κατόρθωσαν να σταματήσουν τα πλήθη από το να τους προσφέρουν θυσία’’ [Πράξ. 14, 8-18]
Ένεκα τούτου και η προσδοκία θεανθρώπου λυτρωτού, ‘’σωτήρα’’, προβάλλει πιο έντονη και πιο έκδηλη στους αρχαίους Έλληνες. Αυτόν αναζητούντες στο πέρασμα των αιώνων, τον Ένα ύψιστο και μόνο Αληθινό Θεό, και ανικανοποίητοι από τους φανταστικούς θεούς, τους οποίους συνεχώς έπλαθαν λόγω αυτής της αναζήτησης, προσδοκούν και προαναγγέλλουν, ότι θα κατέλθει κάποτε ο Αναζητούμενος υπό μορφή ανθρώπου ως θεάνθρωπος σωτήρας και λυτρωτής, διότι με αυτόν τον τρόπο μόνο δύναται να γίνει γνωστός ο Θεός από τον άνθρωπο: δια της πραγματικής ενανθρωπήσεώς Του και δια της αυτοαποκαλύψεώς Του. Έτσι:
α.- Στον Αισχύλο (Προμηθέας Δεσμώτης): ο Προμηθέας, επειδή επαναστάτησε κατά της επί των πάντων κυριαρχίας του Δία, ήτοι επειδή βαρύτατα αμάρτησε, οφείλει ‘’να τιμωρηθεί’’, λόγω της ισχύουσας άτεγκτης τάξης, η οποία αξιώνει ανταπόδοση όσων έχουν διαπραχθεί (στίχ. 9-10)·  οπότε καταδικάζεται στην τρομερή τιμωρία της προσπασσάλωσής του στον βράχο (12 εξ.). Από αυτή την τραγική του θέση εκφράζει προς στιγμή την ελπίδα, ότι θα συγχωρηθεί από τον Θεό, ο οποίος είναι δίκαιος μεν, αλλά και ‘’μακρόθυμος’’ (στίχ. 187 ε.). Αλλά έπειτα προλέγει, ότι ο λυτρωτής του θα είναι το παιδί, το οποίο θα γεννηθεί από την παρθένα Ιώ και τον Θεό (στίχ. 772 ε., 834 ε., 848 ε.), θα είναι υιός Θεού και υιός Παρθένου, ήτοι θεάνθρωπος, που θα γεννηθεί υπερφυσικά. Ο παρθενογέννητος αυτός θεάνθρωπος θα καταλύσει το κράτος των παλαιών θεών και θα αφανίσει αυτούς και την δύναμή τους (908 ε., 920 ε.).
Και ο Ερμής προλέγει στον Προμηθέα, ότι δεν πρέπει να περιμένει το τέλος των βασάνων του πριν να φανεί κάποιος Θεός, ο οποίος θα τον διαδεχτεί στο μαρτύριο και ο οποίος εκούσια θα κατέβει στον σκοτεινό Άδη και στα ζοφερά βάθη του Ταρτάρου, γινόμενος έτσι εκούσιο εξιλαστήριο θύμα για τη λύτρωση του δεσμώτη, λόγω της αμαρτίας, ανθρώπου, (που είχε καταδικαστεί) με θεία δίκαιη εντολή:
‘’Τέρμα στον πόνο αυτή μη καρτερείς,
πριν κάποιος θεός τις συμφορές σου να σηκώσει
και στον ανήλιαγο Άδη αντί για σένα
στους άφεγγους κατέβει του Ταρτάρου βυθούς’’
(στίχ. 1026 ε.)
Αρκεί η απλή αντιπαραβολή της μεγαλειώδους αυτής εικόνας και προρρήσεως προς το 53ο κεφάλαιο του Ησαΐα, για να μείνει έκπληκτος κάποιος από το θάμβος της θείας Πρόνοιας, που κυβερνά τα πάντα, η οποία με τόσο θαυμαστό τρόπο προεξαγγέλλει τα θαυμάσια της λύτρωσης του ανθρώπου από τον Θεάνθρωπο Λυτρωτή.

β.- Η έντονη αυτή στους αρχαίους Έλληνες θεανθρώπινη προσδοκία προβάλλει στην εποχή του Σωκράτη ακόμη πιο ξεκάθαρη και διδάσκεται απ’ αυτόν με πληρέστερη και καταπλήσσουσα διατύπωση.
Κατά τον Σωκράτη, η προσεχής κάθοδος του Θεού στους ανθρώπους υπό μορφή ανθρώπου είναι τόσο αναγκαία, ώστε πρέπει να αναμένεται με ανεπιφύλακτη βεβαιότητα. Η βεβαιότητα αυτή σιγοκαίει και μεγαλύνει την εκ μέρους των Ελλήνων ασίγητη νοσταλγία προς ενατένιση του θεανθρώπου λυτρωτού, ως του πραγματικού ιστορικού Προσώπου που προσδοκάται.
Έτσι, στην απολογία του φέρεται ο Σωκράτης υπό του Πλάτωνος να λέγει προς τους δικαστές του:
‘’την υπόλοιπη ζωή σας θα την περάσετε στον πνευματικό λήθαργο, εάν ο Θεός δεν στείλει κάποιον άλλον προς εσάς, φροντίζοντας για σας’’ [Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 18 (31Α)].
Αν και αυτός ο προσδοκώμενος θεόπεμπτος, ο οποίος θα εγκαινιάσει στον κόσμο περίοδο αφύπνισης και εγρήγορσης, θα είναι δικαιότατος και μέχρι τον θάνατό του αμετακίνητος στην δικαιοσύνη, όμως θα θεωρηθεί από τους ανθρώπους άδικος και θα υποστεί ταπεινώσεις, εξευτελισμούς και μαρτυρικό θάνατο με ανασκολοπισμό, ήτοι δια καρφώματος πάνω στον σκόλοπα, πάνω σε ψηλό ξύλο. Ιδού επί λέξει το επίσης καταπληκτικό χωρίο του Πλάτωνος, η ανάγνωση του οποίου  υπενθυμίζει τις περί δικαιοσύνης του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και του πάθους Του παραστατικές προφητείες του Ησαΐου, κεφ. 40 ε.
‘’Ας τον απογυμνώσουμε λοιπόν από όλα τα άλλα, εκτός από τη δικαιοσύνη... έτσι χωρίς να έχει κάμει ποτέ την παραμικρότερη αδικία, ας τον θεωρούν για τον χειρότερο κακούργο, για να περάσει η αρετή του από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες... και ας μη παραστρατήσει από τον δρόμο του, ώσπου να πεθάνει, έτσι που να περνά σ’ όλη του τη ζωή για άδικος, ενώ αυτός ήταν ο πιο δίκαιος άνθρωπος... Και έτσι συμπεριφερόμενος ο δίκαιος θα μαστιγωθεί, θα στρεβλωθεί, θα ριχτεί στις φυλακές, θα τυφλωθεί με πυρωμένο σίδερο, και τελευταία, αφού περάσει απ’ όλα τα βασανιστήρια, θα ανασκολοπιστεί’’ [Πλάτωνος, Πολιτεία Β’ IV-V, 361 (-362Α)].
Η πρώτη Χριστιανική Γραμματεία θεώρησε αυτό το χωρίο ως σαφώς μεσσιανικό:
«Τι δε; δεν λέει παραπλήσια και η Γραφή; Ας απομακρύνουμε από μας τον δίκαιο, γιατί μας είναι δύσχρηστος. Ο Πλάτων προφητεύοντας, όχι μόνο τη σωτήρια οικονομία, στο δεύτερο (βιβλίο) της Πολιτείας λέγει τα εξής: ‘’Και έτσι συμπεριφερόμενος ο δίκαιος θα μαστιγωθεί, θα στρεβλωθεί, θα ριχτεί στις φυλακές· θα τυφλωθεί με πυρωμένο σίδερο, και τελευταία, αφού περάσει όλα τα βασανιστήρια, θα ανασκολοπιστεί (= παλουκωθεί)’’» [Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Στρωματείς, 5, 14, PG, 9, 164Β].
Καταπληκτική για το θέμα μας είναι και η μεταξύ Σωκράτους και Αλκιβιάδη στιχομυθία στο ‘’Αλκιβιάδης δεύτερος’’ του Πλάτωνος [ΧΙΙΙ-ΧΙV, 150D ε.] που είναι αφιερωμένο στο θέμα της προσευχής. Ο Σωκράτης αναπτύσσει τις εξής αλήθειες: α) ότι οι προσευχόμενοι δεν γνωρίζουν ποιος είναι το πραγματικό τους συμφέρον, ώστε αυτό να ζητούν από τους θεούς· γι’ αυτό πολλές φορές ζητούν αυτά που δεν είναι για το συμφέρον τους, μεταξύ των οποίων ζητούν και το κακό των άλλων, β) ότι η προσευχή δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, εάν η υλική θυσία δεν προσφέρεται από ψυχή ευσεβή και δίκαιη: ‘’καθόσον μάλιστα θα ήταν φοβερό αν οι θεοί μας απέβλεπαν στα δώρα και στις θυσίες, και όχι στην ψυχή, αν δηλαδή κάποιος είναι ενάρετος και δίκαιος’’ και γ) ότι, τούτων εχόντων, η δια της προσευχής επικοινωνία με τον Θεό δεν είναι τόσο εύκολη, όσο φαίνεται, δεν είναι απαλλαγμένη από σφάλματα και κινδύνους και δεν είναι πάντοτε αποτελεσματική. Από αυτά συνάγει ο Σωκράτης το συμπέρασμα, ότι στον άνθρωπο δεν υπολείπεται τίποτε άλλο παρά κατ’ ανάγκη να περιμένει μέχρι να φθάσει ο καιρός να διδαχθεί από κάποιον πως να συμπεριφέρεται προς τους θεούς και τους ανθρώπους,
‘’Είναι λοιπόν αναγκαίο να περιμένει κανείς, μέχρις ότου μάθει πως πρέπει προς τους θεούς και τους ανθρώπους να συμπεριφέρεται’’.
Στην συμπερασματική αυτή διαπίστωση ο Αλκιβιάδης ερωτά:
‘’Πότε λοιπόν θα ‘ρθεί αυτός ο χρόνος, ω Σωκράτη, και ποιος είναι αυτός που θα τα διδάξει; Διότι πάρα πολύ ευχάριστα, νομίζω, θα έβλεπα αυτό τον άνθρωπο ποιος είναι’’.
Στην ερώτηση αυτή ο Σωκράτης απαντά, ότι ο Αναμενόμενος Διδάσκαλος είναι:
‘’αυτός ο οποίος φροντίζει και για σένα’’.
Η φροντίδα για όλους του ανθρώπους είναι το έργο του Αναμενόμενου Διδασκάλου της Ανθρωπότητας. Για να τον γνωρίσει όμως εκείνος που θέλει, οφείλει πρώρα να αφαιρέσει από την ψυχή του την αχλύ (την πυκνή ομίχλη) με τον τρόπο, σύμφωνα με την αφήγηση του Ομήρου, που και η Αθηνά αφαίρεσε από τα μάτια του Διομήδη την αχλύ,
‘’’ώστε καλά να ξεχωρίζεις τον θεό από τον άνθρωπο’’ [Ιλ. Ε’, 128].
Επ’ αυτών λέγει ο Αλκιβιάδης:
‘’Ας τα αφαιρέσει λοιπόν, είτε το θάμπωμα θέλει, είτε οτιδήποτε άλλο· γιατί εγώ είμαι προδιατεθειμένος να μην αποφύγω τίποτε από όσα με διατάξει εκείνος, όποιος τυχόν κι αν είναι ο άνθρωπος αυτός, αν βέβαια πρόκειται να γίνω καλύτερος’’.
Με την ομολογία αυτή ο Αλκιβιάδης εκδηλώνει α) τον πόθο του να γίνει καλύτερος του εαυτού του β) την εκ των προτέρων πεποίθησή του, ότι η βελτίωση του θα γίνει μόνο δια του Αναμενομένου Διδασκάλου και γ) την εσωτερική του προετοιμασία για αποδοχή των εντολών του Διδασκάλου χωρίς αντιρρήσεις.
Στο άκουσμα της τριπλής αυτής ομολογίας ο Σωκράτης επαναλαμβάνει, ότι ο μελλοντικός Διδάσκαλος, ο Αναμενόμενος,
‘’είναι βέβαιο ότι θα επιδείξει αξιοθαύμαστη προθυμία για σένα’’·
έχει (τουτέστι, είναι βέβαιο ότι θα επιδείξει· είναι προφητική η χρήση του ενεστώτα) αξιοθαύμαστη φροντίδα για τον Αλκιβιάδη, δηλ. για τον κάθε άνθρωπο. Ήδη και πριν την εμφάνισή του στον κόσμο ο Αναμενόμενος έχει υπό την πλήρη φροντίδα του όλους τους ανθρώπους.
Σ’ αυτήν την περίπτωση – λέει ο Αλκιβιάδης , συμφωνούντος και του Σωκράτη – πρέπει να αναβάλλουμε την προσφορά θυσίας ‘’μέχρι τότε’’, δηλ. μέχρι του χρόνου, κατά τον οποίο ο Αναμενόμενος Διδάσκαλος θα μας διδάξει περί του πως πρέπει να προσευχόμαστε. Και ο Αλκιβιάδης παρατηρεί συμπερασματικά:
‘’στους θεούς δε και τα στεφάνια και όλα τα άλλα που ταιριάζουν, τότε θα τα προσφέρουμε, όταν δω να φθάνει εκείνη η μέρα. Θα έλθει δε όχι μετά από πολύ, εφ’ όσον αυτοί (οι θεοί) το θέλουν’’. Στο τέλος δε του διαλόγου ο Σωκράτης λέγει, ότι διατρέχουν περίοδο ‘’κλύδωνος’’.
Από τον διάλογο αυτό προκύπτουν τα εξής:
α) ότι υπήρχε έντονη η προσδοκία περί προσεχούς παρουσίας κάποιου Υπερανθρώπου στη γη, ο οποίος, ως κατ’ εξοχήν αυθεντικός και με δικό του κύρος Παιδαγωγός και Διδάσκαλος, θα αποκάλυπτε στους ανθρώπους την αληθινή Θρησκεία [πως πρέπει προς θεούς να διακείμεθα] και την αληθινή Ηθική [πως πρέπει προς τους ανθρώπους να διακείμεθα] και θα παρείχε σαφείς εντολές, οι οποίες θα οδηγούσαν στην βελτίωση των ανθρώπων, οι οποίοι θα υποταχθούν στο υπεράνθρωπο αυτόνομο κύρος του Διδασκάλου (δεν θα αποφύγω τίποτε από εκείνα που προστάζει εκείνος, εάν πρόκειται βέβαια να γίνω καλύτερος).
β) Ότι η έντονη αυτή προσδοκία οφειλόταν στο συναίσθημα του ανθρώπου, πως η ψυχή του έχει συσκοτισθεί από την αχλύ στο μέσο ‘’κλύδωνος’’, η οποία καθιστά αδύνατη την λειτουργία των πνευματικών του οφθαλμών, οι οποίοι γι’ αυτό ποθούν το φως, και στο συναίσθημα, ότι υφίσταται ανάγκη βελτίωσης, την οποία οι άνθρωποι προσμένουν από τον προσδοκώμενο Διδάσκαλο ως δυνατή μόνο από αυτόν.
γ) Ότι λόγω αυτής της αυτεπιγνώσεως και της έντονης προς βελτίωση προσδοκίας έχουν οι άνθρωποι προετοιμαστεί για να δεχτούν  ανεπιφύλακτα την αυθεντία του Μέλλοντος Διδασκάλου και
δ) ότι αυτός δεν θα αργήσει να εμφανιστεί, όπου να ‘ναι θα έλθει, μέχρις ότου δε έλθει, πρέπει να μην συνεχίζεται η λατρεία με τον λανθασμένο τρόπο που τελείται, αλλά να αναβληθεί κάθε λατρειακή  εκδήλωση, για να διαφωτιστεί ο άνθρωπος με τον καιρό περί της αληθινής και θεοπρεπούς λατρείας από τον Προσδοκώμενο Υπεράνθρωπο Διδάσκαλο.
Γι’ αυτό εύλογα αναφωνεί ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς: ‘’Δεν νομίζω ότι μπορούσε από τους Έλληνες σαφέστερα να επικυρωθεί ο Σωτήρας μας’’ [Στρωματείς 5, 13, PG 9, 125Β]. ["Νεκρός": δες και Φιλόσοφοι & αρχαία θρησκεία]

Συμπέρασμα

Καταδείξαμε ήδη, ότι ούτε η Φιλοσοφία, ούτε τα Μυστήρια κατόρθωσαν να προσφέρουν στον άνθρωπο αληθινή θεογνωσία και πραγματική κοινωνία με τον Θεό, δηλ. αληθινή λύτρωση. Φιλοσοφία και μυστήρια, νοητική λειτουργία και εποπτικό βίωμα, παρέμειναν στο στάδιο της ανάτασης προς τον Άφθαστον και της αναζήτησης του Αγνοούμενου. Παρέμειναν υποκειμενικές προσπάθειες, οι οποίες δεν κατόρθωσαν να φθάσουν το αντικείμενο της επιδιώξεώς τους. Δεν μπόρεσε μέσω αυτών ο άνθρωπος να γνωρίσει τον Θεό ούτε να ενωθεί με αυτόν, ώστε να μένει με τον Θεό και ο Θεός με αυτόν. Το λυτρωτικό αυτό ιδεώδες παρέμεινε νοσταλγία, η μεταξύ Θεού και ανθρώπου απόσταση παρέμεινε αγεφύρωτη, η νοσταλγία απραγματοποίητη και η λύτρωση, και ως αληθινή θεογνωσία και ως ένωση με τον Θεό, απραγματοποίητη, ενώ συγχρόνως αυτή αποτελούσε το πιο βαθύ ύψιστο επιτακτικό αίτημα της ανθρώπινης καρδιάς. Ο άνθρωπος αισθανόταν, την ανάγκη να βρει λύτρωση πραγματική, όπως ο ασθενής ζει την επιτακτική ανάγκη της ιάσεώς του. Οι πάντες αναζητούσαν λυτρωτή, ως σωτήρα και συγχρόνως ιατρό από τα δεινά της άγνοιας, της πλάνης και του εν τω κόσμω Κακού.
Προς στιγμήν η Στωική και η Επικούρειος φιλοσοφία στράφηκε προς το ιδανικό Ανώτερου Ανθρώπου, ώστε σε κάποιον από αυτούς που εκπλήρωσαν ή πραγματοποίησαν στο παρελθόν αυτό το ιδανικό να βρει ο άνθρωπος, τουλάχιστον, πρότυπο και κανόνα ζωής.
Ο Σενέκας πληροφορεί για τον Επίκουρο τα εξής: Οφείλουμε, λέει ο Επίκουρος, να αναζητήσουμε έναν οποιονδήποτε ευγενή άνθρωπο, τον οποίο να έχουμε πάντοτε προ οφθαλμών, για να ζούμε όπως αυτός, να μας αντικρύζει και να πράττουμε πάντοτε σαν αυτός να το βλέπει [Seneca, Ad Lucilium Epist. 11, 8, ελεύθερη απόδοση].
Και συνεχίζοντας ο Σενέκας γράφει προς τον φίλο του την ακόλουθη σύσταση: Ας έχει η καρδιά σου Κάποιον, για να τον τιμάς με κάποιο σεβασμό, ο οποίος να αγιάζει και την εσώτατή σου ύπαρξη. Ω! ευτυχής όποιος, και μόνο που σκέπτεται Εκείνον, και χωρίς την παρουσία του, βελτιώνεται! Αλλ’ ευτυχής και εκείνος, ο οποίος γνωρίζει να σέβεται κάποιον τόσο, ώστε, και μόνο με τον να τον σκέπτεται ρυθμίζει και διαπλάσσει τον εαυτόν του, σύμφωνα με την σκέψη για Εκείνον...
Διάλεξε λοιπόν και για τον εαυτό σου έναν Κάτωνα ή... έναν Λαίλιο... έναν οιονδήποτε, του οποίου η συμπεριφορά και ο λόγος να σου αρέσει, ο οποίος στην φυσιογνωμία του να φανερώνει αξιαγάπητη ψυχή: αυτόν, τον προστάτη σου, το πρότυπό σου, κράτα αδιαλείπτως μπροστά στα μάτια σου.
Σου λέω, έχουμε ανάγκη Κάποιου Ενός, σύμφωνα προς τον οποίον θα διαμορφωθεί ο χαρακτήρας μας. Χωρίς κανόνα δεν θα μπορέσεις να εξουδετερώσεις την παρεκτροπή [Στο ίδιο].
Αλλ’ όπως ήταν φυσικό, ούτε μεταξύ των ζώντων ούτε μεταξύ των τεθνεώτων ήταν δυνατό να βρεθεί ο Ιδεώδης Άνθρωπος, ο οποίος να αποτελέσει για όλους τους ανθρώπους το αναζητούμενο κοινό ιδανικό πρότυπο για να ρυθμίσει τη ζωή του. Άλλοι μεν θεωρούσαν αυτόν, άλλοι δε τον άλλον και η έριδα περί του ποιος εξ αυτών είναι ο μεγαλύτερος καθιστούσε τους πάντες μικρούς, που υπολείπονταν του αναζητούμενου.
Εξ αυτού κατάλαβαν οι πάντες, τελικά, την ανάγκη να αποβλέψουν σε υπεργήϊνη βοήθεια, για να βγουν από την κατάσταση της αδυναμίας και του ανικανοποίητου, την οποία αισθανόντουσαν τόσο επώδυνη. Έτσι η λυτρωτική ανάγκη απέβη θρησκευτική. Εφόσον ούτε από μέσα, από τη φιλοσοφική ενόραση και τα βιώματα των μυστηρίων, ούτε από έξω, από τους αναζητηθέντες ιδανικούς ανθρώπους, επερχόταν η ποθούμενη λύτρωση. Μία οδός υπολειπόταν για να εύρει ο άνθρωπος την Αλήθεια και την ευτυχία: η άνωθεν, δια της αποκαλύψεως αυτών από αυτόν τον ίδιο τον Θεό και την άμεση επικοινωνία του ανθρώπου με αυτόν, αλλά η επικοινωνία αυτή να είναι πραγματική.
Ο άνθρωπος ζητεί και θέλει να δει και να ακούσει τον Θεό, για να πειστεί, ότι βρίσκεται προ αυτού και να μπορέσει να ενωθεί πραγματικά μαζί του, ώστε να είναι πεπεισμένος, ότι Τον κατέχει και ζει σε αυτόν μαζί του.
Προσέτι κρινόταν, ότι ο ίδιος ο Θεός πρέπει να κατέβει στους ανθρώπους, διαφορετικά γινόταν ανέφικτη η λύση του δράματος από τους ανθρώπους. Να κατέβει όμως στο κόσμο, χωρίς συγχρόνως να παύσει να τελεί και εκείνα που είναι πέραν του κόσμου, καθώς αρμόζει στον Θεό, θεοπρεπώς.
Απ’ εδώ προέκυψε η έννοια του Θεού Λόγου ως μεσίτη μεταξύ Θεού και κόσμου, του Θεού προερχομένου από Θεό, για να καταστήσει τον Θεό ορατό στον εαυτό Του και να συνδέσει τα διεστώτα, συμφιλιώνοντας τον άνθρωπο με τον Θεό και ανάγοντάς τον στο λυτρωτικό ιδεώδες της θεώσεως. Γι’ αυτό και όταν ακούστηκε το Ευαγγέλιο:
‘’και ο Λόγος έγινε άνθρωπος
κι έστησε τη σκηνή Του ανάμεσά μας
και είδαμε τη θεϊκή του δόξα,
τη δόξα που ο μοναχογιός έχει απ’ τον Πατέρα,
γεμάτος χάρη και αλήθεια’’ [Ιω. 1, 14]
τότε μόλις και τότε μόνο, μόνο στο άκουσμα και στο βίωμα τούτο της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου ζεύχτηκε και συνεπώς τερματίστηκε για τον άνθρωπο η μεταξύ αυτού και του Θεού απόσταση, η οποία προηγουμένως χώριζε τον άνθρωπο από τον Θεό, και πραγματοποιήθηκε η πραγματική λύτρωση δια του μόνου πραγματικού και ορατού Λυτρωτή. Με την συγκατάβασή Του να ενανθρωπήσει ο Θεού Λόγος Θεός, ένωσε στον εαυτό Του τα πριν χωρισμένα, αποκάλυψε με τον Εαυτό του και δια του Εαυτού του τον από αιώνων αναζητούμενον Έναν Αληθινό Θεό, ήτοι την αληθινή θεογνωσία, κατέστησε δια του Εαυτού Του και με τον Εαυτό του προσιτό τον Θεό στον άνθρωπο και τον ένθεο βίο δια της εν Χριστώ ζωής, συμφιλίωσε τα πριν χωρισμένα, κατάργησε την θλίψη. Και έσωσε με την διδασκαλία Του από την ενοχή και δουλεία της αμαρτίας, δια της αντί ημών και υπέρ όλων των ανθρώπων εφ’ άπαξ και στο διηνεκές θυσίας Του και δια της αναστάσεώς Του, δια των οποίων ο άνθρωπος ανέκτησε την παραδείσια κατάσταση της άμεσης κοινωνίας με τον Θεό, της αθανασίας, της αιώνιας ζωής και της πλήρους χαράς και μακαριότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: