Συζήτηση με τον πνευματικό πατέρα της σύγχρονης Ρουμανίας Γέροντα Κλεόπα Ελίε
Σύντομο βιογραφικό του Γέροντα (από εδώ)
Γεννήθηκε το 1912 στη Σουλίτσα του νομού Μποντοσάνι από τους ευσεβείς χωρικούς Αλέξανδρο και Άννα, το ένατο από τα δέκα παιδιά τους. Πέντε από αυτά τα παιδιά και ύστερα η μητέρα, όταν γέρασε, εισήλθαν στον Μοναχισμό. Πρώτος του πνευματικός ήταν π. Παΐσιος Ολάρου από τη σκήτη Κοζάντσεα - Μποντοσάνι.
Το 1929 ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος, μαζί με δύο από τ' αδέλφια του, αναχώρησαν από την πατρική τους εστία, επιζητώντας τη μοναχική άσκηση στο μοναστήρι Συχαστρία. Μετά από επταετή δοκιμασία (1939) ο δόκιμος Κωνσταντίνος εκάρη Μοναχός, λαμβάνοντας το όνομα Κλεόπας. Διακόνημά του η βοσκή των προβάτων, υποτακτικός ενός θεοπρεπούς Μοναχού του π. Γαλακτίωνος Ίλιε, ασκούμενος έτσι στην υπακοή, την ταπεινοφροσύνη, την προσευχή, την ησυχία, τη σιωπή μέσα στο φυσικό περιβάλλον της διακονίας του, εμβαθύνοντας ταυτόχρονα στα ιερά λειτουργικά βιβλία, αλλά και στους βίους των Αγίων και στα ασκητικά έργα των Πατέρων. Έτσι λαξεύτηκε πνευματικά η αυτοδίδακτη και αγνή προσωπικότητά του, ενώ αγαπήθηκε πολύ από τους συμμοναστές του, οι οποίοι σε κάθε ευκαιρία επιζητούσαν τον λόγο και τη συμβουλή του, που εμβαπτίζονταν πάντοτε στην αγιογραφική και αγιοπατερική εμπειρία. Σημειωτέον, ότι υπήρξε γλυκύτατος και πειστικότατος στις ομιλίες του, αναπαύοντας έτσι ψυχοπνευματικά τους ακροατές του.
Το 1942 ο π. Κλεόπας, αν και ήταν ακόμη Μοναχός, ανέλαβε προσωρινά την ηγουμενεία της Συχαστρίας, επειδή ο Ηγούμενος π. Ιωαννίκιος Μορόι, ασθενούσε, ενώ το 1945 εξελέγη Ηγούμενος, αφού χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος. Κατά την ηγουμενεία του αναμόρφωσε το κτιριακό συγκρότημα της Μονής, επαναφέροντάς την μάλιστα στο κοινοβιακό σύστημα.
Το 1949 ο π. Κλεόπας μετοίκησε στο μοναστήρι Σλάτινα, προκειμένου να τονώσει την πνευματικότητα και της περιοχής εκείνης. Όπως ήταν αναμενόμενο, όλα πήγαν κατ' ευχήν και ο Γέροντας απέκτησε φήμη αγίου και ελεήμονος Πνευματικού στην ευρύτερη περιφέρεια της βόρειας Μολδαβίας, ενώ άνθρωποι όλων των τάξεων και των ηλικιών προσέτρεχαν στο πετραχήλι του, ώστε ν' απιθώσουν τα καρδιακά τους βάρη, λαμβάνοντας αναψυχή και παραμυθία. Το 1953 παραιτήθηκε από Ηγούμενος. Τρία χρόνια αργότερα (το 1956) επέστρεψε στη Μονή της μετανοίας του, τη Συχαστρία, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη των Γραφών και των Πατερικών Κειμένων, σε συνδυασμό με την πνευματική υποστήριξη όσων είχαν ανάγκη και προσέφευγαν στην αγάπη του.
Από το 1965 άρχισε να καταγράφει τις σκέψεις, τις νουθεσίες, τις εμπειρίες του. Έτσι προέκυψαν διάφορα έργα του, από τα οποία αναφέρουμε τα σπουδαιότερα: "Διάλογος περί οραμάτων και ονείρων", "Αιρεσιολογία" ή "Περί της Ορθοδόξου Πίστεως", "Τα κηρύγματα των εορτών", "Κηρύγματα για μοναχούς", "Κηρύγματα για όλες τις Κυριακές και εορτές του χρόνου" και "Κηρύγματα για λαϊκούς" κ.ά.
Το 1974 ο π. Κλεόπας πραγματοποίησε προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, στη Μονή Σινά και στον Άθω, το δε 1977 ξανά στο Άγιον Όρος (όπου θα επιθυμούσε να είχε μονάσει, όπως έλεγε), στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Κόρινθο, Πελοπόννησο, Κέρκυρα, Ιταλία και Γιουγκοσλαβία, αναψύχοντας -όπου διάβηκε- ψυχές κατατρεγμένες.
Μετά από μια μακρά ζωή ογδόντα έξι συναπτών χρόνων επί των επάλξεων του πνευματικού αγώνα για την καταξίωση του λαού ως πολιτών τ' Ουρανού στο "αρχαίον κάλλος", κοιμήθηκε οσιακά στις 2 Δεκεμβρίου 1998, αφήνοντας στους μεταγενέστερους μνήμη οσίου και αγιασμένου Γέροντα, για τον οποίον σεμνύνεται η Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία και καυχιέται ο Παράδεισος!!! Είναι, άλλωστε, αξιομνημόνευτο, ότι η συνηθέστερη ευχή του π. Κλεόπα ήταν: "Ο Παράδεισος να σάς φάει" !!!
Ο Γέροντας Κλεόπας (ή «να σας φάει ο Παράδεισος»)
Συνομιλία 1η (Θησαυρός Γνώσεων & Ευσεβείας)
Δεύτερα, 13 Αυγούστου 1990
Ήταν μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα, Το προσκύνημα μας στην Ορθόδοξη Ρουμανία βρίσκεται στο μέσον, Και η συντροφιά μας βρέθηκε στο περίφημο μοναστήρι Συχαστρία, πνιγμένο στο πράσινο στους πρόποδες των Καρπαθίων. Σκοπός μας η συνάντησή μας με τον γνωστό Ρουμάνο ησυχαστή π. Κλεόπα. Αφού προσκυνήσαμε ατό Καθολικό της Μονής, ανεβήκαμε στο σπιτάκι, λίγο πιο έξω από το μοναστήρι, όπου ο π. Κλεόπας δέχεται τους επισκέπτες. Έξω από το σπιτάκι, ανάμεσα στα δέντρα, υπήρχαν αρκετοί πάγκοι. Όπου περίμεναν υπομονετικά μερικοί χριστιανοί. Ο π. Κλεόπας εκείνη την ώρα συζητούσε μέσα με κάποιους μοναχούς. Μόλις τον ειδοποίησαν, βγήκε αμέσως. Τα μάτια μας αντίκρισαν μια βιβλική μορφή, μια βυζαντινή εικόνα. Μείναμε με ανοιχτό το στόμα. Μας κοίταξε και με το καλοκάγαθο χαμόγελό του μας είπε πολλές φορές:
-Να σας φάει ο παράδεισος, πουλιά ελληνικά!
(Κάθησε ανάμεσά μας. Έκανε το σταυρό και άρχισε να μας μιλάει με πολλή ζωντάνια, παραστατικότητα και χιούμορ).
-Χαίρομαι που βλέπω ακόμη ένα γκρουπ ελληνικό και μάλιστα τόσους νέους. Να βοηθήσει η Αγία Τριάδα, η Ελλάδα να μείνει σταθερή στην πίστη της. Όταν η Ελλάδα χάσει την πίστη της, θα χαθεί απ’ όλο τον κόσμο. Σε σας τα νέα παιδιά, στα πρόσωπά σας βλέπω όλη την Ελλάδα. Από εκεί πήραμε όλοι μας την Ορθόδοξη πίστη.
-π. Κλεόπα, έχετε απέναντι σας 50 νέα παιδιά, που αντιμετωπίζουμε πολλές δυσκολίες και πειρασμούς. Τί έχετε να μας συμβουλέψετε; Χαμογέλασε και είπε με έντονη φωνή:
-Να σας φάει ο Παράδεισος! Να μην ξεχνάτε την πίστη που θηλάσατε από το στήθος της μάνας σας. Να αγαπάτε την Εκκλησία, να διαβάζετε την Αγία Γραφή με αγάπη, τους βίους των αγίων, τις συμβουλές των αγίων πατέρων, να κάνετε καλές πράξεις και να ‘χετε πάντα μαζί σας αυτή την αγία προσευχή: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό. Όπου βρίσκεσθε, είτε στο σπίτι, είτε στο σχολείο, στο δρόμο, στο δάσος, παντού να ‘χετε το όνομα του Χρίστου στα χείλη και στην καρδιά σας… Το μεγαλύτερο σχολείο στον κόσμο είναι ο φόβος του Θεού και η μνήμη του θανάτου. Χωρίς τον Θεό δεν μπορούμε ούτε τα μάτια μας να ανοιγοκλείσουμε μια φορά. Είτε άνδρας είσαι, είτε γυναίκα, να έχεις δύο τοίχους στη ζωή. Δεξιά να έχετε έναν τοίχο, τον φόβο του Θεού· αριστερά έναν άλλο τοίχο, τον φόβο του θανάτου. Η Αγία Γραφή λέει: «μη εκκλίνετε μήτε εις τα δεξιά μήτε εις τα αριστερά». Μόνον έτσι θα φτάσετε μπροστά στον Θεό. Όταν έχετε στα δεξιά τον φόβο του Θεού και αριστερά τον φόβο του θανάτου, δεν θα αμαρτάνετε.
Σταμάτησε για λίγο. Μας κοίταξε με το ήρεμο βλέμμα του, χαμογέλασε και είπε:
-Σας αγαπώ πολύ, πουλιά ελληνικά! Αν είχα ένα μεγάλο ντορβά θα σας έβαζα όλους μέσα για να σας πάω στον Παράδεισο! Χάρηκα πολύ που ήρθατε ως εδώ και σας εύχομαι όλες τις χαρές της γης, να πετύχετε στη ζωή σας, να είστε ευτυχισμένοι, αλλά να μην ξεχάσετε τον φόβο του Θεού.
Ο π. Κλεόπας, όπως μας είπαν οι Ρουμάνοι πατέρες, γεννήθηκε σ’ ένα μικρό χωριό. Δεν φοίτησε ποτέ σε σχολείο και στα παιδικά του χρόνια ήταν βοσκός. Χάρη στην επιμονή και στο ζήλο του έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Πριν κλείσει τα 17 του χρόνια είχε αποστηθίσει όλη την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Στην ηλικία αυτή έφυγε για τη Συχαστρία και σε λίγα χρόνια, από βοσκός προβάτων, έγινε ποιμένας ψυχών. Στη δεκαετία του 1940 ήταν πνευματικός σε αρκετά μοναστήρια της περιοχής. Το αθεϊστικό καθεστώς τον θεώρησε επικίνδυνο. Τον συνέλαβαν 3 φορές. Προτού προλάβουν να τον ξανασυλλάβουν για 4η φορά, φεύγει κυνηγημένος για τα απάτητα βουνά των Καρπαθίων, όπου μένει 10 ολόκληρα χρόνια «μόνος μόνω Θεώ». Όλα τα στοιχεία της φύσης βάλθηκαν να τον εξουθενώσουν. Αλλά ο εκούσιος μάρτυρας του Χριστού υπέμενε τα πάντα. Να τί μας διηγήθηκε ο ίδιος:
-Όταν έφυγα για τα δάση, το καθεστώς έστειλε τη φωτογραφία μου σ’ όλες τις αστυνομίες της Ρουμανίας και μ’ έψαχναν παντού. Έζησα 10 χρόνια με τις αρκούδες, τους λύκους, τα φίδια, αλλά είχα περισσότερη ασφάλεια και ειρήνη με τα επικίνδυνα αυτά αγρίμια παρά με τους ανθρώπους αυτούς. Όλα ήταν ήμερα και καλά μαζί μου. Τον άνθρωπο τον δαμάζεις πιο δύσκολα, παρά τα ζώα…
-Και ζούσατε εκεί; τον ρωτήσαμε απορημένα. Το βλέμμα του ζωντάνεψε. Σήκωσε τα χέρια του κι έδειξε τον ουρανό. Η φωνή του δυνάμωσε και φώναξε:
-Με τον Πατέρα! Με τον Θεό πατέρα!
Κατέβασε τα χέρια του και συνέχισε ήρεμα:
-Ένας δασοφύλακας ερχόταν μια φορά το μήνα και μου έφερνε λίγες πατάτες που έθαβα στη γη. Μ’ αυτές τρεφόμουν καθώς και με λίγα χόρτα, τσουκνίδες και μανιτάρια. Το βράδυ έσκαβα στη γη ή μέσα στα χιόνια και στις λάσπες μια λακκούβα για να πλαγιάσω. Άλλες φορές έμενα σε σπηλιές. Φωτιά άναβα μόνο την ήμερα για να μην με εντοπίσουν…
Δέος κ«ί θαυμασμός μας κατέλαβε. Τολμήσαμε μια ακόμη ερώτηση:
-Πώς ζούσατε τον χειμώνα μέσα στα χιόνια, στο φοβερό κρύο, στους πάγους, πώς θερμαινόσαστε;
Χαμογέλασε και πάλι:
-Οι άγιοι πατέρες συμβουλεύουν: Να μην διηγείσαι τα δικά σου. Ήθελα πάρα πολλά να πω, αλλά με εμποδίζουν οι άγιοι Πατέρες.
-Μιλάτε συνέχεια για τον παράδεισο, Τί και πώς είναι ο Παράδεισος;
-Ακούστε τί λέει ο μεγάλος Απ. Παύλος για τον Παράδεισο: «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν». Στο Ψαλτήρι λέει: «Χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου Κύριε ως η ημέρα η εχθές». Δηλαδή χίλια χρόνια σου φαίνονται σαν μια μέρα. Ένα λουλούδι από τον Παράδεισο είναι ακριβότερο απ’ όλους τους θησαυρούς του κόσμου. Τόσο όμορφα είναι στον Παράδεισο.
Να σας φάει ό Παράδεισος! Είσαστε παιδιά της Παναγίας!
Ο μοναχός που άκουγε το πουλί για 300 χρόνια
Ξέρετε, ένας καλόγερος κάποτε με αγία ζωή διάβασε στην Αγία Γραφή το «χίλια έτη…». Είχε μεγάλη ευλάβεια στην Παναγία και με απλότητα της είπε: «Παναγία μου, πες στο Χριστό να μου εξηγήσει πώς είναι τόσο όμορφα στον Παράδεισο, ώστε τα χίλια χρόνια να φαίνονται ότι είναι μία μέρα. Ήταν εκκλησιαστικός στο διακόνημα και ηλικιωμένος. Το βράδυ, όταν έφευγαν οι άλλοι μοναχοί, αυτός έμενε στο ναό, προσευχόταν κι έλεγε: «Παναγία μου, πες μου πώς γίνεται αυτό». Οι πόρτες της εκκλησίας ήταν ανοιχτές. Μέσα στην εκκλησία μπήκε ένας αετός. Ήταν τόσο όμορφος που δεν περιγραφόταν. Είχε χιλιάδες χρώματα κι έλαμπε. Όταν τον είδε ο μοναχός παρακάλεσε την Παναγία να τον βοηθήσει να τον πιάσει. Κι όταν θέλησε να τον πιάσει, ο αετός έφυγε, πήγε στην πόρτα και προσποιούταν ότι δεν μπορούσε να πετάξει. Ο μοναχός τον κυνήγησε και ο αετός ξέφυγε στο δάσος, σ’ ένα ξέφωτο και κάθησε σ’ ένα δέντρο. Ήταν μια ήσυχη βραδιά με πανσέληνο. Ο μοναχός κοιτούσε τον αετό κι άρχισε να κλαίει, γιατί δεν μπορούσε να τον πιάσει. Ο αετός τότε άρχισε να τραγουδάει ένα τραγούδι, που δεν άκουσε ανθρώπινο αυτί. Ο μοναχός καθηλώθηκε έτσι 300 χρόνια! Τόσα τραγούδησε το πουλί κι έπειτα έφυγε. Ο μοναχός όμως στενοχωρήθηκε και θύμωσε, γιατί νόμισε ότι πέρασε μόνο μια ώρα. Θυμήθηκε τότε ότι άφησε ανοιχτή την εκκλησία και γύρισε να την κλειδώσει. Όλα όμως είχαν αλλάξει. Πήγε τότε στον πορτάρη του μοναστηρίου κι αυτός εξεπλάγη. Και τούτο γιατί ο αετός που ήταν Άγγελος Κυρίου του είχε δώσει τέτοια χάρη που έλαμπε, ευωδίαζε. Γι’ αυτό και ο θυρωρός απόρησε. Τον ρώτησε λοιπόν:
-Από πού είσαι;
-Από εδώ. Είμαι ο εκκλησιαστικός.
-Δεν σε γνωρίζω. Περίμενε να ρωτήσω τον ηγούμενο.
Πήγε στον ηγούμενο και του είπε πως ήλθε κάποιος μοναχός που άστραφτε το πρόσωπό του κι έχει το κλειδί της εκκλησίας στο χέρι. Ο ηγούμενος του απάντησε: Άφησέ τον να μπει, γιατί απόψε 3 φορές άκουσα μια φωνή να ανοίξω τις πόρτες για να έλθει μέσα το Άγιο Πνεύμα. Άφησέ τον, γιατί κρύβει μεγάλο μυστήριο.
Ο ηγούμενος ήλθε στο μοναχό και τον ρώτησε τί συμβαίνει. Κι αυτός διηγήθηκε το συμβάν με τον αετό και το υπέροχο τραγούδι του.
-Πόση ώρα τραγούδησε, τον ρώτησε.
-Μια ώρα περίπου κι έφυγε. Κι εγώ ήλθα να κλειδώσω, αλλά δεν γνωρίζω πού είναι το μοναστήρι. Ή εγώ τρελάθηκα, ή πράγματι κάτι συμβαίνει, γιατί το μοναστήρι που υπηρετούσα δεν είναι αυτό.
Τότε ο ηγούμενος συγκέντρωσε στην εκκλησία τους άλλους μοναχούς και τους ρώτησε αν τον γνωρίζουν. Όμως ούτε αυτός γνώριζε κανένα, ούτε αυτόν αυτοί.
-Ποιός ήταν ο ηγούμενος, όταν εσύ ήσουνα απόψε στην εκκλησία; τον ρώτησε.
Είπε το όνομά του, έψαξαν στο αρχείο της μονής και βρήκαν ότι έζησε πριν από 300 χρόνια. Η αλήθεια δεν άργησε να αποκαλυφθεί. Όλοι τρόμαξαν κι εξεπλάγησαν. Ο μοναχός συγκινημένος ζήτησε να κοινωνήσει και τους αποχαιρέτησε.
-Συγχωρέστε με, αδελφοί. Εγώ τώρα φεύγω και θα ξαναειδωθούμε όταν ηχήσουν οι σάλπιγγες!
Φαντασθείτε, αφού αυτός έζησε τόσο όμορφα 300 χρόνια με το τραγούδι ενός αγγέλου, και νόμισε πως πέρασε μόνο μία ώρα, πόσο ωραία θα είναι στον παράδεισο, εκεί που τραγουδάνε χιλιάδες Χερουβείμ, Σεραφείμ, άγγελοι κλπ. Κανείς δεν μπορεί να περιγράψει την ομορφιά του Παραδείσου. Γι’ αυτό και εγώ θέλω να σας δω οπωσδήποτε στον Παράδεισο. Είναι πολύ όμορφα εκεί! Καλή αντάμωση! Να συναντηθούμε όλοι στον Παράδεισο!
-π. Κλεόπα, θα σας παρακαλέσουμε θερμά να εύχεσθε να… μας φάει όλους ο Παράδεισος.
Το πρόσωπα του φωτίστηκε, η φωνή του δυνάμωσε πάλι:
-Όλους θα μας φάει ό Παράδεισος!.. Γράψτε μου τα ονόματά σας για να τα μνημονεύω. Και σας παρακαλώ πολύ να προσεύχεσθε και σεις για μένα, γιατί είμαι ο πιό αμαρτωλός που υπάρχει στον κόσμο!
Είχε περάσει μιάμιση ώρα. Σηκώθηκε και προσευχήθηκε. Στο τέλος του ζητήσαμε να βγούμε μια φωτογραφία. Γέλασε και είπε με απλότητα: -Τον γάιδαρο τον ξέρετε; Πάρτε έναν γάιδαρο με σαμάρι, γράφτε πάνω του «Κλεόπας» και φωτογραφήστε τον!
Γελάσαμε όλοι. Κάθησε ανάμεσα μας και οι φωτογραφικές μηχανές πήραν φωτιά. Μας έδωσε την ευχή του και μας ασπάστηκε όλους.
«Ο Θεός και η Παναγία μαζί σας, πουλιά ελληνικά. Να σας φάει ο Παράδεισος!», έλεγε συνέχεια.
Κατηφορίσαμε συγκινημένοι και κατενθουσιασμένοι, ευχαριστώντας τον Θεό γ’ αυτή την ξεχωριστή ευλογία που μας χάρισε.
(Αρχιμ. Νεκταρίου Καθηγουμένου Ι. Μ. Σαγματά)
Τί έκανα; Τίποτα.
(από εδώ)
Τετάρτη, 26 Αυγούστου 1992
Φτάνουμε στη Συχαστρία το μεσημέρι, έπειτα από ένα μεγάλο και κοπιαστικό ταξίδι, προερχόμενοι από την Τσεχοσλοβακία. Στο μοναστήρι μας υποδέχεται ο γνωστός στην Ελλάδα π. Ιωαννίκιος Μπάλαν και μας οδηγεί σε μια καταπράσινη πλαγιά. Ο π. Κλεόπας μένει σ’ ένα κελλί μέσα στο δάσος και ορισμένες ώρες κατεβαίνει για να επικοινωνήσει με τους πιστούς. Κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, περιμένουν πάνω από 100 Ρουμάνοι. Οι περισσότεροι έχουν έλθει από πολύ μακριά, με τον ιερέα τους.
Σε λίγο ο π. Κλεόπας προβάλει μέσα από το δάσος και κατεβαίνει σιγά-σιγά με το μπαστουνάκι του. Έρχεται κοντά μας και μας δίνει την προσφιλή και πρωτότυπη ευχή του: -Νά σας φάει ό Παράδεισος!
Παρά την ηλικία τον (ήδη διανύει το 80ό έτος) έχει μνήμη καταπληκτική. θυμόταν με λεπτομέρειες πολλά μέρη και ονόματα από τήν επίσκεψή του στην Ελλάδα πριν από 15 χρόνια, όπως θυμήθηκε και την προηγούμενη επίσκεψή μας. Άρχισε να μας μιλάει με απλότητα, χωρίς τυπικότητες, μ’ ένα λεπτό χιούμορ.
-Είσαστε από την Θήβα; Σας θυμάμαι. Έχετε ξανάρθει! Εδώ έρχονται από παντού. Από την Αμερική, Γαλλία, Ουγγαρία, Ρωσία… Εδώ είναι σταθμός τραίνων!
-Γιατί έρχονται, γέροντα;
-Ξέρω κι εγώ τί ψάχνουν σ’ έναν άνθρωπο τόσο αμαρτωλό; Εγώ όσο μπορώ φεύγω απ’ αυτούς, αλλά αυτοί με βρίσκουν,
Το βλέμμα του βυθίστηκε λες στο παρελθόν· θυμήθηκε και πάλι τις περιπέτειες του.
-Κάποτε με είχαν συλλάβει οι κομμουνιστές, τρεις φορές κιόλας και την τέταρτη φορά το έσκασα, έγινα αέρας, έφυγα για τα Καρπάθια κι έζησα 10 χρόνια με τους λύκους, τις αρκούδες, τα φίδια…
-Δεν τα φοβόσαστε;
Αναστέναξε, κούνησε το κεφάλι και είπε: Ο άγιος των δασών ξέρει…
-Και πώς ζούσατε μόνος σας τόσα χρόνια; ρώτησε αυθόρμητα ο πιό μικρός της παρέας. Χαμογέλασε:
-Να σε φάει ό Παράδεισος, πιτσιρίκο! Θέλεις να ξέρεις τα πάντα; Αν θα σου έλεγα, πραγματικά θα έκανες το σταυρό σου. Όμως η Αγία Γραφή και οι Άγιοι Πατέρες, μας απαγορεύουν να μιλάμε για τον εαυτό μας. Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο. Όταν πήγα στην Αθήνα, στην Ιερά Σύνοδο με ρώτησαν πόσων ειδών κοινωνίες έχουμε. Και τους απάντησα πως με 5 τρόπους μπορεί να κοινωνήσει ο χριστιανός.
Ο πρώτος τρόπος είναι με την συμμετοχή μας στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, όταν ο ιερέας μας κοινωνεί με την λαβίδα.
Ο δεύτερος τρόπος, με την ευχή του Ιησού. Όταν λες την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», είτε με το νου, είτε με την καρδιά, μπορείς καθημερινά να κοινωνείς άπειρες φορές τον Χριστό.
Ο τρίτος τρόπος είναι με την τήρηση των εντολών του Χριστού. Όποιος τηρεί τις εντολές του Χριστού, ενώνεται με τον Χριστό, ενώνεται με την Αγία Τριάδα. Αυτή την κοινωνία μας φανέρωσε ο ίδιος ο Χριστός. « Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσωμεν» (Ιωάν. ΙΔ, 23). Και «εάν τας εντολάς μου τηρήσητε μενείτε εν τη αγάπη μου» (Ιωάν. ΙΕ, 10). Επίσης ο Αγ. Διονύσιος Αρεοπαγίτης λέγει ότι: «Η ομοιότητά μας και η ενότητά μας με τον Θεό πραγματοποιείται μόνον με την εφαρμογή των θείων εντολών».
Ο τέταρτος τρόπος κοινωνίας, γίνεται με την ακρόαση του λόγου του Θεού, διότι ο λόγος του Θεού έρχεται με την ακοή και διοχετεύεται στην καρδιά. Την ίδια κοινωνία που δέχεσαι από τον ιερέα με τη λαβίδα, την ίδια δέχεσαι από τα αυτιά, όταν ακούς με ευλάβεια το λόγο του Θεού. Εάν λοιπόν κάθεσαι στην εκκλησία ήσυχα, όπως κάθεστε εδώ, κι έχεις φόβο Θεού, τότε λοιπόν κάθε φορά κοινωνείς το Χριστό από τα αυτιά.
Ο πέμπτος τρόπος κοινωνίας γίνεται με την προσκομιδή, όπου ο ιερέας μνημονεύει τα ονόματα και βγάζει μερίδες πάνω στον άγιο δίσκο. Τη στιγμή της συστολής που ο ιερέας ρίχνει τις μερίδες στο άγιο ποτήριο και ενώνονται με το αίμα του Χριστού, οι πιστοί που μνημονεύθηκαν κοινωνούν τον Χριστό και καθαρίζονται από τις αμαρτίες.
-Πέστε μας κάτι για την μετάνοια και την εξομολόγηση.
-Κατ’ αρχήν αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι όλοι μας είμαστε αμαρτωλοί, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέει: « Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ εστίν εν ημίν». Και συνεχίζει: «Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών, πιστός εστί και δίκαιος, ίνα άψη ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» (Ιωάν. Α’, 1, 8-9).
Οι προϋποθέσεις για μια σωστή εξομολόγηση είναι οι εξής:
α) Να γίνεται ενώπιον του πνευματικού.
β) Να είναι πλήρης.
γ) Να γίνεται με τη θέλησή μας.
δ) Να γίνεται με ταπείνωση και συντριβή.
ε) Να μην ενοχοποιούμε άλλους ανθρώπους, ούτε κάποιο από τα κτίσματα του Θεού, ούτε ακόμη και το διάβολο. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: «Αν θέλεις να κατηγορήσεις κάποιον, μόνον τον εαυτό σου να κατηγορήσεις».
στ) Να γίνεται με ειλικρίνεια.
ζ) Η εξομολόγηση μας να είναι αποφασιστική. Δηλαδή να πάρουμε τη μεγάλη απόφαση ενώπιον του πνευματικού ότι δεν θα αμαρτήσουμε πλέον με τη βοήθεια του Θεού. Και μάλιστα καλύτερα χιλιάδες φορές να πεθάνουμε, παρά να αμαρτήσουμε. Όποιος δεν πάρει τέτοια απόφαση, είναι με το ένα πόδι στον πνευματικό και με το άλλο στην αμαρτία.
Όλοι έχουμε ανάγκη εξομολογήσεως. Εγώ εξομολογώ κάπου 100 μοναχούς, αρκετούς ιερείς, 7 επισκόπους και 2 μητροπολίτες.
Η συζήτηση συνεχίστηκε. Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή. Και ο π. Κλεόπας απαντούσε με ζωντάνια αλλά και χιούμορ. Κάποιος Ρουμάνος επέμενε να μιλήσει για τις προσωπικές πνευματικές του εμπειρίες. Προσπάθησε να αλλάξει συζήτηση, αλλά στο τέλος υποχώρησε κι αποκάλυψε αξιοθαύμαστα γεγονότα.
-Ακούστε, είπε γελώντας, τον Θεό δεν τον έχω δει, αλλά τον διάβολο τον έχω δει σίγουρα… Όταν βρισκόμουν διωγμένος στα Καρπάθια, στις 8 Σεπτεμβρίου 1948, λειτούργησα με κάποιον άλλο ιερομόναχο κάτω από ένα δέντρο. Ήμουν χαρούμενος που κοινώνησα και γύριζα στη σπηλιά μου, που βρισκόταν 4 μέτρα κάτω από τη γη. Είχα μέσα ένα καντηλάκι, που έκαιγε συνέχεια. Από πάνω το καταφύγιο μου ήταν σκεπασμένο με χώμα και κλαδιά και δεν φαινόταν με τίποτα. Κανείς δεν μπορούσε να με ανακαλύψει κάτω από τη γη. Αναστέναξε βαθιά. Το βλέμμα του κοίταξε μακριά. Ω, ω, ω, νομίζετε ότι έμενα σε σπίτι, σε βίλες… Ε! Ε! Ε! Είχα λοιπόν μια πορτούλα μισό μέτρο κι έμπαινα με τα γόνατα μέσα. Όταν λοιπόν μπήκα στη σπηλιά, έκανα την προσευχή μου με πολλή δυσκολία, γιατί μετά από περπάτημα πολλών χιλιομέτρων ήμουν πολύ κουρασμένος κι έπεσα να κοιμηθώ. Δεν πρόλαβα να κλείσω τα μάτια μου κι άρχισε ένας φοβερός σεισμός κι ένας πολύ δυνατός θόρυβος. Δεν ήξερα τί συμβαίνει και βλέπω στην πόρτα μου μια τεράστια ρόδα, που έμοιαζε με νερόμυλο. Κοίταξα καλύτερα και είδα καμιά εικοσαριά όντα, άσχημα, φοβερά, φρικιαστικά. Ένας απ’ αυτούς φώναξε: «Αυτός είναι ο ηγούμενος της Συχάστρια. Να τον βάλουμε πάνω στη ρόδα!». Πριν καλά-καλά συνέλθω με είχαν βάλει ψηλά στη ρόδα, που γύριζε σιγά-σιγά. Κάτω όλοι αυτοί περίμεναν με αναμμένες δάδες για να με κάψουν. Εγώ κρατούσα στο χέρι μου ένα βιβλίο με προσευχές της Παναγίας. Στη δύσκολη αυτή στιγμή φώναξα δυνατά: «Απομακρυνθείτε από κοντά μου, γιατί κρατάω το βιβλίο της Παναγίας. Και- τότε εξαφανίστηκαν όλοι και όλα. Ο θόρυβος όμως της ρόδας έμεινε στα αυτιά μου για δύο ολόκληρους μήνες… Ε! αυτές είναι δουλειές του διαβόλου. Έχω δει ακόμη χειρότερα, αλλά δεν λέγονται. Και αυτό που είπα δεν έπρεπε. Τέλος πάντων…
-Πώς ζούσατε και τί κάνατε σ’ αυτή τη σπηλιά;
-Άλλαζα συνεχώς σπηλιές. Τί έκανα; Τίποτα. Έτρωγα και κοιμόμουνα.
-Και πώς ζεσταινόσαστε τον χειμώνα με το φοβερό κρύο;
-Ε! Άμα είσαι 4 μέτρα κάτω από τη γη δεν κρυώνεις… Να σας φάει ο Παράδεισος! (χαμογέλασε και πάλι). Όλα θέλετε να τα μάθετε, αλλά δεν γίνεται.
Στη συνέχεια η συζήτηση στράφηκε στην προσευχή. Κι εδώ μίλησε από προσωπική του εμπειρία και απάντησε έμμεσα στην απορία μας.
-Η προσευχή έχει σκαλοπάτια. Το πρώτο σκαλοπάτι είναι η προσευχή των χειλέων, του στόματος. Αν μείνουμε σ’ αυτή τήν προσευχή είναι σα να μένουμε στην πρώτη τάξη όλη μας τη ζωή.
Το δεύτερο σκαλοπάτι είναι η προσευχή του νου. Αλλά και αυτή είναι μισή, σα νάχεις ένα πόδι κι ένα φτερό. Όμως δεν μπορείς να περπατήσεις με ένα πόδι, ούτε να πετάξεις με ένα φτερά. Από αυτό το σκαλοπάτι πρέπει να ανέβουμε στο επόμενο.
Στο τρίτο σκαλοπάτι ο νους ανεβαίνει στην καρδιά. Εδώ ο διάβολος θα σε πολεμήσει πάρα πολύ με τη σκέψη και τη φαντασία. Σου φέρνει πολλές σκέψεις, πολλές ιδέες, πολλές «θεολογίες», πολλές απαντήσεις στα ερωτήματά σου. Δεν πρέπει να του δώσεις σημασία και να σταματήσεις. Άφησε την προσευχή σου απλή και ελεύθερη να κατέβει στην καρδιά σου.
Ποιό είναι το σημάδι ότι η προσευχή σου κατέβηκε από το νου στην καρδιά; Τότε γεννιέται μια φλόγα, μια φωτιά στην καρδιά σου και σε καίει σαν καρφί φλογερό. Αυτή η θερμότητα ζεσταίνει την καρδιά σου, ζεσταίνει το στήθος σου, ύστερα ζεσταίνει τη σπονδυλική σου στήλη, κι έπειτα τα χέρια, τα πόδια, όλο σου το σώμα και γίνεσαι «όλος ως πυρ». Και τότε ενώνεται ο Χριστός με την καρδιά σου όπως στην βάπτιση. Γίνεσαι ένα με τον Χριστό. Εκείνη τη στιγμή τα μάτια πλημμυρίζουν δάκρυα… Μου έλεγε κάποιος μοναχός, ότι καθώς προσευχόταν και βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση, μέσα σε 2 ώρες είχε μουσκέψει 4 μαντήλια. Τόσα δάκρυα είχε! Και όταν έζησε αυτή την κατάσταση, για δύο μήνες στην κορυφή της καρδιάς του δεν υπήρχε ίχνος κακίας. Μόνον ο Θεός υπήρχε. Και όταν έφυγε αύτη η χάρη και η άρρητη γλυκύτητα, τόσο πόνο ένοιωσε, που παρακαλούσε με δάκρυα το Θεό να νοιώσει πάλι αυτή τη χαρά… Σ’ αυτή την κατάσταση της προσευχής φτάνουν ελάχιστοι. Υπάρχουν και πιό ψηλά σκαλοπάτια στην προσευχή, αλλά για να σας μιλήσω γι’ αυτά έχετε ακόμη πολύ καιρό. Είσαστε ακόμη νήπια και δεν θα καταλάβετε.
Κάποιος επέμενε να συνεχίσει.
-Άκουσε να δεις. Εδώ έχουμε ανθρώπους οι οποίοι είναι απλοί, κι έχουν το μυαλό ενός μωρού. Σ’ ένα μωρό αν του δώσεις να φάει την τροφή του ενήλικου το σκοτώνεις. Δεν μπορείς στους ανθρώπους αυτούς να τους δώσεις τροφή πέρα από τις δυνατότητες τους. Ο Απ. Παύλος λέει «εγώ γάλα υμάς επότισα», γιατί δεν μπορείτε να φάτε την τροφή του ενήλικου. Όταν κάνεις μια συζήτηση, θα δεις και τί είδους ακροατήριο έχεις γύρω σου. Δεν μπορείς να δίνεις κρέας σε μωρά.
-Γέροντα, ποιός ήταν ο μοναχός που μας είπατε πως έφτασε σε τέτοια ύψη; Έσκυψε το κεφάλι.
-Ε! αυτό… δεν λέγεται.
Τον ακούγαμε με έκπληξη και θαυμασμό. Δεν είχαμε την παραμικρή αμφιβολία πως ό,τι έλεγε ήταν προσωπικά του βιώματα. Μας το επιβεβαίωσαν και οι Ρουμάνοι πατέρες που ήταν μαζί μας.
Είχαν κιόλας περάσει 2 ώρες. Ο π. Κλεόπας, παρά την ηλικία του, «παρέτεινε τον λόγον». Τα όσα μας είπε δεν μπορούν να μεταφερθούν εδώ. Μεταφέρουμε μόνον τα τελευταία του λόγια.
-Η ζωή μας είναι σκιά και όνειρο. Οι μέρες μας φεύγουν σαν τον καπνό. Ο έξυπνος άνθρωπος, ο άνθρωπος του Θεού δεν δένεται με τίποτα σ’ αυτή τη γη, γιατί βλέπει μπροστά του τον θάνατο και ξέρει πως με ό,τι και να δεθεί, αύριο θα φύγει και θα τα χάσει όλα. Ό,τι φαίνεται είναι σκιά και όνειρο. Όπως πολύ ωραία το λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. (Τη στιγμή αυτή ύψωσε τη φωνή του και άρχισε να ψέλνει δυνατά). «Ποία του βίου τρυφή διαμένη λύπης αμέτοχος. Ποία δόξα έστηκεν επί γης αμετάθετος. Πάντα σκιάς ασθενέστερα, πάντα ονείρου απατηλότερα…» Καλή αντάμωση στον Παράδεισο. Ο Θεός μαζί σας.
Μας ευλόγησε, μας ασπάστηκε όλους και μας κατευόδωσε με την όμορφη ευχή του, που καθώς κατηφορίζαμε τον ακούγαμε να την επαναλαμβάνει συνεχώς.
-Να σας φάει ο Παράδεισος!
(Αρχιμ. Νεκταρίου Καθηγουμένου Ι. Μ. Σαγματά)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου