ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Επιστήμη και θρησκεία, ορθολογισμός και δόγμα


Το άρθρο αυτό φιλοξενείται εδώ, γιατί είναι πολύ μεγάλο για ν' ανεβεί στο σωστό χώρο. Φίλος αναγνώστης, που μου ζήτησε τη φιλοξενία, υποσχέθηκε ότι θα αναρτήσει εκεί link.

Του Θεόδωρου Ι. Ρηγινιώτη (*)

Ας μου επιτραπεί, στα πλαίσια της ανταλλαγής ιδεών, να διατυπώσω μερικά σχόλια για το φροντισμένο άρθρο «Σκέψεις για τις σχέσεις Επιστήμης και Θρησκείας» του κ. Αλέκου Αναγνωστάκη, που δημοσιεύεται εδώ:  http://www.alfavita.gr/artro.php?id=25966. Ο συντάκτης, δικαιολογημένα, λόγω των ιστορικών συνθηκών, επαναλαμβάνει όλα τα στερεότυπα που έχουν εδραιωθεί για το θέμα τα τελευταία αρκετά χρόνια, με αποτέλεσμα να συγχέει π.χ. την ορθοδοξία με τον καθολικισμό, τη θρησκεία με τον ανορθολογισμό κ.τ.λ. Ίσως συμβάλουν στην κατανόηση ορισμένων πτυχών του θέματος οι παρακάτω σκέψεις.

Φωτο που συμβολίζει τη μοντέρνα "γενική πνευματικότητα", από αυτό το μη χριστιανικό blog

Α) Το φαινόμενο που ονομάζουμε «θρησκεία» δεν είναι γενικά ομοιόμορφο. Είναι υπεραπλούστευση να βάζουμε όλες τις μορφές του στο «ίδιο τσουβάλι». Ακόμη και μέσα στην ίδια θρησκεία υπάρχουν παραλλαγές («αιρέσεις») με διαμετρικά αντίθετες αντιλήψεις, όχι μόνο θεολογικές, αλλά και ηθικές, όχι μόνο για το Θεό, αλλά και για τον άνθρωπο και τον κόσμο.
Ξεκινώντας από αυτή τη διαπίστωση, οφείλω να παρατηρήσω ότι οι περί «θρησκείας» και «Εκκλησίας» ιδέες που κυριαρχούν πλέον στη φαντασία του δυτικού ανθρώπου αντιστοιχούν στη μορφή του χριστιανισμού που γνωρίζουμε ως «Καθολική Εκκλησία» (της δύσης) και που διαφοροποιείται σε όλα τα θεμελιώδη γνωρίσματά της, τόσο από την αρχαία Εκκλησία, των πρώτων χιλίων ετών του χριστιανισμού, όσο και από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η τελευταία αποτελεί την ιστορική συνέχεια της αρχαίας αδιαίρετης Εκκλησίας, όπως αναγνωρίζουν πολλοί μη ορθόδοξοι ερευνητές, οι πιο τολμηροί από τους οποίους εγκαταλείπουν τις χριστιανικές κοινότητες, στις οποίες ανήκαν, και μεταστρέφονται στην Ορθοδοξία (π.χ. Παύλος ντε Μπαγεστέρ, Γαβριήλ Bunge, Μάθιου Γκάλατιν, Πήτερ Γκίλκουιστ –μαζί με ολόκληρη την προτεσταντική Ομολογία στην οποία ανήκε, συμπεριλαμβανομένων και των επισκόπων και των ιερέων της– και πολλοί άλλοι).
Τα παραπάνω έχουν σημασία, επειδή, όπως είπα, οι περί θρησκείας και Εκκλησίας κυρίαρχες ιδέες αντιστοιχούν στη μορφή που πήραν αυτές οι δύο πραγματικότητες στον καθολικισμό και δεν έχουν σχέση με το πώς γίνονται αντιληπτές στην ορθόδοξη παράδοση. Οι πολλές αναφορές του συναδέλφου κ. Αναγνωστάκη σε ιστορικές στιγμές, ιδέες και θεολόγους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές.
Ατυχώς, από την εποχή της Τουρκοκρατίας και εντονότερα μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, αναπτύχθηκε στη χώρα μας η λεγόμενη «ακαδημαϊκή θεολογία», που είναι στην πραγματικότητα κλάδος της φιλολογίας (μελετά κείμενα) και καμία σχέση δεν έχει με ό,τι νοεί ως «θεολογία» η πνευματική παράδοση της αρχαίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας (την αγιότητα, που αποφέρει την άμεση γνώση του Θεού, ελεγμένη τόσο προσεχτικά όσο και η γνώση που αποκτάται σε κάθε άλλη επιστήμη – θα μιλήσουμε παρακάτω γι’ αυτό). Έτσι, στα ελληνικά πανεπιστήμια, και όχι μόνο, ο ανυποψίαστος ακροατής θ’ ακούσει τα ίδια στερεότυπα που γνωρίζει και ο αρθρογράφος μας. Τα παρόντα σχόλια δεν κινούνται στα πλαίσια αυτής της δυτικού τύπου κατανόησης της χριστιανικής θεολογίας και διδασκαλίας, αλλά στα πλαίσια της ορθόδοξης κατανόησής τους, όπως διασώζεται κυρίως εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας (ευτυχώς όχι αποκλειστικά).
Ας έχουμε υπόψιν ότι επιστήμη δεν είναι μόνον η δυτική επιστήμη, όπως αλαζονικά πίστεψε ο δυτικός κόσμος. Κάθε πολιτισμός διαθέτει την επιστήμη του, ακόμη και οι ιθαγενείς της Αφρικής. Αυτό που διαφέρει είναι κυρίως ο προσανατολισμός. Η δύση προσανατολίστηκε στην κυριαρχία επί της κτίσεως (με μια αναλυτική και, θα έλεγα, αποδομητική διαδικασία γνώσης της δομής και λειτουργίας κάθε μέρους του σύμπαντος, της κοινωνίας και της ανθρώπινης ψυχής/συμπεριφοράς, και με την ιδεολογία της χρηστικής αξιοποίησης [βλ. εκμετάλλευσης] των επιστημονικών διαπιστώσεων), ενώ οι προκαπιταλιστικοί και προτεχνολογικοί πολιτισμοί κατά κανόνα προσανατολίστηκαν στην ηθική ανάπτυξη και στη σχέση του ανθρώπου με την κτίση. Ο Ινδιάνος, όταν γνωρίζει τη φύση βιωματικά, δεν είναι λιγότερο επιστήμονας επειδή δε μπορεί να κάνει ανάλυση DNA. Απλώς η δική του επιστήμη είναι άλλου τύπου. Πολύ περισσότερο, δεν είναι λιγότερο σοφός από το δυτικό άνθρωπο, αφού ο τελευταίος αποδεικνύεται άκρως ανεπαρκής να διαφυλάξει την πνευματική ισορροπία στις κοινωνίες του αλλά και να φρενάρει την κατάχρηση των δυνατοτήτων του στην εκμετάλλευση του πλανήτη (και των συνανθρώπων του!). Συνεπώς, ο νεότερος δυτικός άνθρωπος ποτέ δεν ήταν ορθολογιστής και δε δικαιούται να παραδίδει μαθήματα ορθολογισμού. Ήταν απλώς αλαζόνας: βρήκε μια χήνα με χρυσά αβγά, τη μελέτησε στο έπακρο με τις τεράστιες δυνατότητες του μυαλού του (άραγε ανώτερες από τις αντίστοιχες ενός Ζουλού ή Βεδουίνου;) και μετά την έσφαξε με απληστία.

Από το site της Greenpeace

Στα πλαίσια της ιστορικής και ηθικής πορείας του, αυτός ο άνθρωπος (ο παγκόσμιος κατακτητής πλέον) τιτλοφόρησε την πίστη στο Θεό και στα πνεύματα «ανορθολογική» και απέρριψε ως ψευδείς τους παραδοσιακούς τρόπους, με τους οποίους οι πρόγονοί του και οι σύγχρονοι μη δυτικοί πολιτισμοί προσπαθούν να επικοινωνήσουν με αυτά. Το σκεπτικό του: αναλύσαμε πλήρως τις αιτίες των φυσικών φαινομένων, των ασθενειών κ.λ.π., και δε βρήκαμε καμιά συμμετοχή Θεού ή πνευμάτων. Μελετήσαμε επίσης τον εγκέφαλο εκείνων που προσεύχονται ή διαλογίζονται (το ίδιο είναι, κατ’ αυτόν) και διαπιστώσαμε ότι «όλα τα μεταφυσικά βιώματα είναι απλώς προϊόντα εγκεφαλικών δυσλειτουργιών». Άρα όλοι οι πριν από εμάς και οι διαφορετικοί από εμάς πλανώνται. Ό,τι δεν ταιριάζει στα ερμηνευτικά μας μοντέλα (θαυματουργές εικόνες, μυροβλύτες άγιοι, μάγοι, προφήτες και θεραπευτές, στενές επαφές τρίτου τύπου κ.τ.λ.) το τιτλοφορούμε «μύθο» και ξεμπερδέψαμε. Όποιος επιμένει να αποδέχεται ό,τι εμείς εξιχνιάσαμε και απορρίψαμε, είναι απλώς ανορθολογιστής και η παρουσία του στον κόσμο αποτελεί ιστορικό παράδοξο.
Δε με ικανοποιεί η άποψη αυτή, γιατί δε βλέπω να τεκμηριώνεται η άρνηση π.χ. των χαρισματούχων γερόντων της Ορθοδοξίας (που είναι ακριβώς ίδιοι με τους αγίους του παρελθόντος και που τα αγιοπνευματικά τους χαρίσματα επιβεβαιώνονται από χιλιάδες ανθρώπους κάθε μορφωτικού επιπέδου και κοινωνικής τάξης) ή ακόμη και η πεποίθηση ότι πολλές θαυματουργικές θεραπείες είναι αποτέλεσμα «αυτοΐασης» και πολλά ομαδικά οράματα είναι αποτέλεσμα «ομαδικής παραίσθησης». Πεποιθήσεις, θεωρίες και ερμηνείες, αυτό βλέπω. Ας παραστήσω το «δικηγόρο του διαβόλου» και ας αναρωτηθώ: αν ο εγκέφαλος του ανθρώπου μπορεί να θεραπεύσει από μόνος του τον καρκίνο ή την παράλυση ή κάθε ασθένεια (ακόμη και κάποιου τρίτου, όχι μόνο του ίδιου του ιδιοκτήτη του), πώς και δεν έχουμε εξελιχθεί έτσι (ή εκπαιδευτεί) ώστε να θεραπεύουμε όλες ανεξαιρέτως τις ασθένειες αξιοποιώντας τις ιδιότητες του εγκεφάλου μας;
Αν κάποιος δεν αποδέχεται ότι υπάρχουν άγιοι, θαυματουργοί ήδη εν ζωή, μια και ο ίδιος δεν έχει συναντήσει κανένα (και αδιαφορεί για τις χιλιάδες εμπειρίες άλλων, απ’ όλες τις εποχές και από το σήμερα), πόσο ορθολογικό είναι να δεχτώ εγώ ότι υπάρχει το φαινόμενο placebo, δεδομένου ότι δεν έχω παρακολουθήσει αυτοπροσώπως ποτέ κάποιο σχετικό πείραμα; Μήπως στις επιστημονικές έρευνες διακυβεύονται μικρότερα οικονομικά συμφέροντα απ’ αυτά που σχετίζονται με τη θρησκευτική πίστη; Γιατί να εμπιστευτώ τους επιστήμονες, χωρίς να δω; Και δεν έχω την επιθυμία να μεταβώ σε χώρο επιστημονικών πειραμάτων – όσο δεν έχουν εκείνοι την επιθυμία να αναζητήσουν αγίους – αλλά αρκούμαι σε ό,τι μου υπαγορεύει ο ορθολογισμός μου: δεν είδα, δεν πιστεύω.
Το παράξενο είναι ότι υπάρχουν επιστήμονες που καταγράφουν εμπειρίες συναντήσεών τους με θαυματουργούς αγίους (π.χ. ο καθηγητής Γεώργιος Παπαζάχος με το Γέροντα Πορφύριο) και τότε οι συνάδελφοί τους αμφισβητούν την ειλικρίνειά τους! Χωρίς φυσικά να προβούν σε καμία σχετική έρευνα. Απλώς και μόνον από τις πεποιθήσεις τους.
Ας σημειωθεί ότι στοιχείο του χριστιανικού «ανορθολογισμού» είναι και η διδασκαλία για την αγάπη στον πλησίον, ανεξάρτητα από την ηθική του ποιότητα. Οι ορθολογιστές φαρισαίοι (αλλά και ο Νίτσε και ο Φρόιντ) σκανδαλίζονταν απ’ αυτό. Ορθολογιστικός είναι ο ηθικισμός (γι’ αυτό αναπτύχθηκε τόσο στη δύση, που ακόμη και στο μεσαίωνα ήταν πολύ ορθολογιστική – οι νεότεροι φιλόσοφοι και επιστήμονες έμαθαν την αξία του ορθού λόγου από τους σχολαστικούς θεολόγους του ρωμαιοκαθολικισμού), όχι η συγχωρητικότητα και η αγάπη.

 
Τα παραπάνω πολύ τολμηρά, ομολογουμένως, ίσως σκανδαλίζουν πολλούς από τους αναγνώστες μας ή ακόμη και τον ίδιο τον κ. Αναγνωστάκη. Πιθανόν θεωρούνται κατάφωρη επίθεση του ανορθολογισμού ενάντια στον ορθολογιστικό παράδεισο που έχει διαμορφώσει για την ανθρωπότητα η νεότερη επιστήμη. Δεν είναι όμως καθόλου έτσι. Δε νομίζω πως έγραψα τίποτε δογματικό ή ανορθολογικό. Ο σκανδαλισμός προέρχεται από τα αντανακλαστικά εναντίον του χριστιανισμού, που έχουν αναπτυχθεί στο σύγχρονο άνθρωπο εξαιτίας των τραυμάτων του μεσαίωνα. Ο μεσαίωνας όμως δεν είναι χριστιανικός, αλλά εποχή κυριαρχίας μιας αίρεσης, για τα εγκλήματα της οποίας κανείς ορθόδοξος δεν είναι υποχρεωμένος να απολογηθεί (άλλωστε συχνά κι εμείς πέσαμε θύματα τέτοιων εγκλημάτων, από την Δ΄ Σταυροφορία και την Ουνία ώς τη σφαγή των ορθόδοξων Σέρβων από τους Ουστάσι το Β΄ Παγκ. Πόλεμο, με τις ευλογίες του ρωμαιοκαθολικού επισκόπου Στέπινατς, ανακηρυγμένου σήμερα ως αγίου του καθολικισμού).
Ούτε όμως και για τα εγκλήματα ορθοδόξων οφείλω να απολογηθώ. Οι φυλακές είναι γεμάτες από ορθόδοξους χριστιανούς – πόσοι όμως απ’ αυτούς είναι όντως χριστιανοί; Ο Βλαντ Ντράκουλα ήταν ορθόδοξος χριστιανός, όταν διακοσμούσε τους δρόμους της Ρουμανίας με ανασκολοπισμένα θύματα; Οι όντως χριστιανοί δεν εγκληματούν, ούτε «στο όνομα του Χριστού», ούτε στο «όνομα της τιμής», ούτε στο όνομα της τσέπης τους. Αντίθετα, οι άγιοί μας αντιστάθηκαν στην εξουσία μέχρι θανάτου (συχνά και στην εκκλησιαστική εξουσία, όπως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος [καθαιρέθηκε και εξορίστηκε με συνομωσία εκκλησιαστικών και αυτοκρατορικών κύκλων], ο Μάξιμος Ομολογητής, ο Μάξιμος ο Γραικός κ.π.ά.).
Ισχυρίζομαι λοιπόν πως, αν οι ανωτέρω ιδέες δεν ήταν γραμμένες από ορθόδοξο θεολόγο, αλλά από έναν Ινδιάνο ανιμιστή π.χ. (όπως ο Σιατλ), δε θα σκανδάλιζαν ως «φανατικές», αλλά θα χαιρετίζονταν ως «διαφορετικές», «εναλλακτικές» και οπωσδήποτε σεβαστές. Μυθιστορήματα που εκφράζουν τέτοιες τοποθετήσεις (δυναμιτίζουν τη βεβαιότητα του σύγχρονου ανθρώπου για την εγκυρότητα της σοφίας του), όπως ο Ισμαήλ του Ντάνιελ Κουίν ή το Ξωτικό του Άλαν Όλντριτζ, έχουν θεωρηθεί ελπιδοφόρα και προκαλέσει διεθνώς ρίγη συγκίνησης. Τυχαίο; Δε νομίζω…

Β) Ο χριστιανισμός (δηλ. η αρχαία Εκκλησία και η Ορθόδοξη), δεν έχει δόγματα, αλλά αποκλειστικά και μόνον εμπειρικές διαπιστώσεις. Οι διαπιστώσεις αυτές παρατηρούνται σε ανθρώπους κάθε ηλικίας, μορφωτικού επιπέδου και κοινωνικής τάξης, αλλά κατανοούνται και ερμηνεύονται από εκείνους τους αγίους διδασκάλους του χριστιανισμού που διαθέτουν τη σχετική παιδεία. Και τα πορίσματα αυτής της κατανόησης και ερμηνείας δημοσιοποιούνται πάντοτε με φειδώ και, για την ακρίβεια, μόνο όταν προκύπτει κάποια αίρεση, δηλ. αυθαίρετη διδασκαλία, που δε βασίζεται στην εμπειρία. Τέτοια ήταν η διδασκαλία του Ιωάννη Ιταλού, ο οποίος ασφαλώς θα εξοβελιζόταν σήμερα από την επιστημονική κοινότητα, αν δίδασκε στο αμφιθέατρο ως αλήθειες την ύπαρξη του κόσμου των Ιδεών και την αυθεντικότητα των νεοπλατωνικών μυστικιστικών ενατενίσεων.
Η διδασκαλία της αρχαίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας προέρχεται από την εμπειρία πολλών γενεών αγίων, αντρών και γυναικών, από την οποία διαπιστώθηκε κατ’ αρχάς ότι ο άνθρωπος, καθώς καθαρίζει την «καρδιά του» (το πνευματικό κέντρο της αγάπης) από τα πάθη, λαμβάνει άμεση γνώση του Θεού ως προσώπου και, προοδεύοντας σ’ αυτό το δρόμο, έρχεται σε προσωπική συνάντηση με Αυτόν και ενώνεται με την άκτιστη και αγαθή ενέργειά Του, δηλ. μ’ αυτό που ονομάζουμε «θεία χάρη».
Ολόκληρη η διδασκαλία του χριστιανισμού είναι η λεκτική έκφραση αυτής της εμπειρίας, η οποία στην πραγματικότητα είναι άρρητη και διατυπώνεται λεκτικά μόνον όταν προκύπτει ζήτημα. Γι’ αυτό και οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού δηλώνουν ότι η διδασκαλία μας είναι «αποφατική» = αυτό που λέμε για το Θεό δεν ταυτίζεται απόλυτα με αυτό που είναι στην πραγματικότητα ο Θεός, αλλά είναι η πλησιέστερη δυνατή διατύπωση της αγιοπνευματικής εμπειρίας.
Από αυτά και μόνο προκύπτει η βεβαιότητά μας για την ύπαρξη του Θεού και την τριαδικότητά Του, για τη θεότητα του Χριστού και την πραγματικότητα της σωτηρίας (που δεν είναι απλώς μια μεταθανάτια κατάσταση, αλλά μια «καλή αλλοίωση» του ανθρώπου ήδη από αυτή τη ζωή). Δεν επινοήσαμε καμιά περί Θεού ιδέα «για να εξηγήσουμε τα φυσικά φαινόμενα» κ.τ.τ., ούτε για να νιώθουμε την άνεση ενός υψηλού προστάτη – αντίθετα, ο χριστιανισμός «ξεβολεύει» τον άνθρωπο, ζητώντας του αγάπη προς τον πλησίον μέχρι αυτοθυσίας.

Ας σημειωθεί ότι η «κάθαρση από τα πάθη» επιτρέπει στην καρδιά να εγκαταστήσει μέσα της την ταπεινή και ανιδιοτελή αγάπη προς όλους και προς όλα τα όντα (ακόμη και προς το διάβολο – όχι όμως προς τις πράξεις του διαβόλου), συμπεριλαμβανομένου και του Θεού, τον οποίο αγαπά, απαντώντας θετικά στην αγάπη που πρώτος Αυτός προσφέρει στον κάθε άνθρωπο και σε κάθε πλάσμα, ακόμη και στο διάβολο (ο οποίος όμως αρνείται τη θεία αγάπη – όπως και πολλοί άνθρωποι, π.χ. ο «δίκαιος μεγάλος αδελφός» στην παραβολή του ασώτου, που αρνείται να μπει στο σπίτι του πατέρα του, επειδή δεν εγκρίνει την είσοδο του αδελφού του σ’ αυτό).
Αποκλίσεις από την «ορθή» (κατ’ εμάς) χριστιανική διδασκαλία (δηλ. αιρέσεις) προκύπτουν όταν κάποιος επιχειρεί προσέγγιση του Θεού αλλιώς και όχι με την κάθαρση της καρδιάς. Τέτοιες προσεγγίσεις είναι δύο ειδών: α) νοησιαρχική προσέγγιση (απόρριψη όσων δεν ανταποκρίνονται στην ανθρώπινη λογική, που όμως προκύπτει μόνο από τη γήινη εμπειρία – τέτοιες αιρέσεις είναι π.χ. ο αρειανισμός, ο μονοφυσιτισμός, αλλά και ο καθολικισμός και ο κλασικός προτεσταντισμός, όπως και η διδασκαλία του Ι. Ιταλού) και β) μυστικιστική προσέγγιση, όπου επιχειρείται μηχανιστικός «εξαναγκασμός» της θείας χάριτος να έρθει σε μένα με την ακριβή τήρηση κάποιας «μεθόδου» (π.χ. οι αρχαίοι μεσσαλιανοί και οι σύγχρονοι πεντηκοστιανοί). Τέτοια μέθοδος (τηρουμένων των αναλογιών) είναι και η γιόγκα και ο διαλογισμός κάθε είδους, και γι’ αυτό απορρίπτονται από την Ορθοδοξία – διότι, αν έχω μια «μέθοδο αυτοβελτίωσης», προς τι ο οδυνηρός και σταυρικός αγώνας για την κάθαρση της καρδιάς μου; Εφαρμόζω σωστά τη μέθοδό μου και έχω αποτέλεσμα.
Η κάθαρση από τα πάθη δεν αποβλέπει στην απόχτηση υπερφυσικών δυνάμεων ή στη βίωση οραμάτων, αλλά μόνο στην πνευματική καλλιέργεια και την ενότητα με το Θεό. Το υπερφυσικό στοιχείο έρχεται όταν και όπως ο Θεός κρίνει ότι είναι χρήσιμο για τον άνθρωπο.

Γέροντας Σωφρόνιος του Essex (1896-1993), ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους διδασκάλους του (ορθόδοξου) χριστιανισμού

Δύο σημεία ακόμη: Α) Επειδή και στο χριστιανισμό υπάρχουν πολλές περιπτώσεις πλάνης, αναπτύχθηκε από τους αγίους της αρχαίας εποχής και εφαρμόζεται μέχρι σήμερα η πνευματική επιστήμη της «διάκρισης των πνευμάτων», με την οποία διακρίνονται τα αυθεντικά θεία βιώματα από ψευδείς απομιμήσεις τους (ψυχολογικές ή δαιμονικές). Β) Και εκτός χριστιανισμού υπάρχουν άνθρωποι που έχουν φτάσει σε κάποιο σημείο πνευματική προόδου, με το χριστιανικό κριτήριο. Εκεί ωστόσο τίθενται κάποια εμπόδια: η λατρεία πνευματικών υπάρξεων διφορούμενου χαρακτήρα ή και σαφώς σκοτεινών, η απουσία της διδασκαλίας της αγάπης από κάποιες πνευματικές παραδόσεις (το Ισλάμ π.χ. κηρύσσει αγάπη μόνο προς τους δικούς του, ενώ η βουδιστική απάθεια δεν συμβιβάζεται με την αγάπη, που είναι επιθυμία συνύπαρξης με τον άλλο, γιατί σε κάνει να «ενσαρκωθείς ξανά», πράγμα απευκταίο για τους βουδιστές) κ.λ.π., ενώ υπάρχει ζήτημα κατά πόσον ανοίγονται προς τη θεία χάρη, αφού δεν την αποδέχονται. Σε κάθε περίπτωση, δεν ξέρουμε τη θέση του συνανθρώπου μας απέναντι στο Θεό, άσχετα από την ιδέα που έχει γι’ Αυτόν, ενώ επιθυμία μας είναι να σωθούν όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις τους.
Για περαιτέρω παραπέμπω πρόχειρα στις βιογραφίες και τα κείμενα των σύγχρονων αγίων διδασκάλων του χριστιανισμού Σιλουανού του Αθωνίτη, Σωφρόνιου Σαχάρωφ, Ιωσήφ του Ησυχαστή, Πορφύριου Καυσοκαλυβίτη, Παΐσιου του Αγιορείτη (εδώ), καθώς και στα: π. Ιωάννη Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, π. Ιερόθεου Βλάχου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία και Εμπειρική Δογματική, Jean Claude Larchet, Η θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων, Κυριάκου Μαρκίδη, Τριλογία: Ταξίδι με τον λέοντα, Το Όρος της σιωπής, Δώρα της ερήμου, και τέλος στα άρθρα στο διαδίκτυο «Πίστη και επιστήμη στην ορθόδοξη γνωσιολογία» (του καθηγητή του παν/μίου Αθηνών π. Γ. Μεταλληνού), «Πώς ξέρουμε σίγουρα ότι υπάρχει Θεός;», «Ιστορίες πλάνης», «Νευροθεολογία: εγκέφαλος και πνευματική εμπειρία», «Επιστήμη, Δαρβίνος και Εκκλησία».

Γ) Ως ΥΓ, ένα απόσπασμα από εδώ: Ως θεολόγος γνωρίζω κάτι που δε γνωρίζουν οι προκατειλημμένοι κατά του χριστιανισμού συνάνθρωποί μου, είτε είναι «μορφωμένοι» είτε όχι: ότι στα Θρησκευτικά της Β΄ Λυκείου (σελ. 91 του σχολικού βιβλίου) προβάλλεται η θεωρία της εξέλιξης των ειδών ως η τελευταία λέξη της επιστήμης στο ζήτημα της προέλευσης της ζωής. Αν λοιπόν το ελληνικό κράτος, μέχρι σήμερα (2011), δεν τη διδάσκει στο μάθημα της Βιολογίας, δε φταίμε εμείς οι θεολόγοι, διότι (πολύ απλά) οι ίδιοι τη διδάσκουμε.
 
Δεν είναι αλήθεια ότι η Εκκλησία ήταν ή είναι εναντίον της θεωρίας του Δαρβίνου (ή, πιο σωστά πλέον, της θεωρίας για την εξέλιξη των ειδών). Η αλήθεια, όσο παράξενο κι αν φανεί, είναι ακριβώς το αντίθετο: μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας επιτέθηκε στην Εκκλησία, χρησιμοποιώντας τη θεωρία του Δαρβίνου ως σκληρό ιδεολογικό όπλο – ενώ ήδη από τον 4ο αι. ο Μέγας Βασίλειος έχει γράψει ότι η Γένεσις δεν περιγράφει τη δημιουργία του κόσμου, αλλά προτρέπει «τον ημέτερον νουν» να ερευνήσει μόνος του το θέμα αυτό (Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Β΄, 3, P.G. 29, 33).
Σημειωτέον ότι δεν υπάρχει εκκλησιαστική σύνοδος (πολύ περισσότερο, ορθόδοξη σύνοδος), που να έχει αποφανθεί «θεσμικά» για την εξελικτική θεωρία, πράγμα που θα μας επέτρεπε να θεωρήσουμε ότι «η Εκκλησία» την απορρίπτει, ενώ από τους χριστιανούς που εκφράζονται ιδιωτικά, εκείνοι που την αποδέχονται δεν είναι λίγοι.
Ήδη από το 19ο αι. κάποιοι απέρριψαν τη διαμάχη και όχι μόνο είδαν ευνοϊκά τη θεωρία της εξέλιξης, από επιστημονική σκοπιά, αλλά και την αναγνώρισαν ως συμβατή με τη χριστιανική διδασκαλία για τη δημιουργία (αυτό βέβαια δεν το δέχονται όσοι δαρβινιστές είναι άθεοι, κι έτσι μπαίνουν ΕΚΕΙΝΟΙ στην περιοχή της θρησκεία, δυστυχώς γεμάτοι αλαζονεία ότι τα ξέρουν όλα). Τέτοιοι ήταν, για παράδειγμα, ο Φρέντερικ Τεμπλ (1884), μετέπειτα αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ, ή ο διακεκριμένος Αμερικανός βοτανολόγος Άσα Γκρε, 1810-1888 [βλ. Άλιστερ ΜακΓκραθ, Το λυκόφως του Αθεϊσμού, εκδ. «Ουρανός» (σειρά των εκδ. «Ψυχογιός») 2008, κεφ. 4, σελ. 150-151]. Άραγε δεν είναι Εκκλησία εκείνοι που αποδέχονται τη θεωρία της εξέλιξης, αλλά μόνο εκείνοι που την απορρίπτουν;
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η θεωρία της εξέλιξης στο παρελθόν αντιμετωπίστηκε ως αθεϊστικό ιδεολόγημα από σοβαρούς ερευνητές, όπως ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς (καθηγητής του πανεπιστημίου Βελιγραδίου), ο οποίος την απέρριψε λόγω της επιβολής της από τα αθεϊστικά καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης, οι πατέρες Σεραφείμ Ρόουζ και Ιωάννης Κωστώφ και ο Νικόλαος Βασιλειάδης, οι οποίοι της άσκησαν κριτική σε καθαρά επιστημονική βάση, με τα δεδομένα των δεκαετιών του 1970 και 80. Και τότε ακόμη όμως, πολύ περισσότερο σήμερα, συναντάμε πολλούς ορθόδοξους ερευνητές, ενίοτε και επισκόπους, που απορρίπτουν κάθε αντιπαλότητα ανάμεσα στη θεωρία της εξέλιξης και τη χριστιανική διδασκαλία για τη δημιουργία (αντίθετα με πολλούς «μη χριστιανούς» επιστήμονες, που επιμένουν ότι η μία αναιρεί την άλλη, επικαλούμενοι τη «δίκη των πιθήκων» π.χ. και χωρίς να ξέρουν τίποτα για τις θέσεις των Πατέρων της Εκκλησίας περί δημιουργίας και περί επιστήμης). Ανάμεσά τους ο επίσκοπος Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, ο επίσκοπος Αλέξανδρος (Mileant) του Μπουένος Άιρες και Νοτίου Αμερικής (ROCOR), ο δρ Ιωάννης Boojamra, ο Kevin Basil Fritts, ο Fr. Gregory Hallam, ο δρ Αλέξανδρος Καλόμοιρος, ο π. Ανδρέας Kuraev, ο π. Γεώργιος Nicozisin, οι Γεώργιος και Elizabeth Theokritoff κ.π.ά.(12), ενώ μια εξαντλητική μελέτη του θέματος θεωρώ πως περιέχεται στην αρθρογραφία που δημοσιεύεται στον ιστότοπο http://exeldim.site40.net/.
Επίσης, αποτελεί μεγάλη παρανόηση η ιδέα ότι ο χριστιανισμός απαγορεύει τα …μαθηματικά, όπως γράφει ο κ. Αναγνωστάκης (σημ. ότι ο νόμος ενός αυτοκράτορα δεν είναι εκκλησιαστική πράξη – και πολλοί άγιοι έπεσαν θύματα της αυτοκρατορικής εξουσίας, όπως ήδη είπαμε). Στη συνάφεια αυτή, «μαθηματικοί» = αστρολόγοι. Ανάλυση του θέματος, με αφορμή σχετικό κανόνα της Συνόδου της Λαοδίκειας, βλ. εδώ.
Σας ευχαριστώ.

(*) Ο Θ.Ι.Ρ. είναι θεολόγος, λογοτέχνης και μέλος του Δ.Σ. του Παγκρητίου Συνδέσμου Θεολόγων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: