ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Παύλος, το χριστιανικό ανάλογο του Μωάμεθ

 
Θ. Ρηγινιώτης - ΟΟΔΕ

Στην ιστορία των θρησκειών, ο Χριστός δεν είναι το χριστιανικό ισοδύναμο του Μωάμεθ, αλλά το χριστιανικό ισοδύναμο του Αλλάχ. Ο Αλλάχ, κατά το Ισλάμ, «στέλνει τον απόστολό του», το Μωάμεθ, στο λαό και ο Χριστός στέλνει τους δικούς Του αποστόλους στα έθνη. Ο Χριστός δίνει εντολές και διδάσκει τους ανθρώπους και είναι Θεός και σωτήρας τους.  

Εικ.: Η κάθοδος του Ιησού στον Άδη, που είναι και η ορθόδοξη εικόνα της ανάστασής Του (από το post Τα πνεύματα των νεκρών και εμείς)

Η διαφορά του Χριστού από το μουσουλμανικό Αλλάχ είναι ότι ο Χριστός είναι ο Μονογενής Υιός του Θεού και Θεός εντός μιας Τριαδικής Θεότητας της αγάπης, πράγμα ακατανόητο και απαράδεκτο για τους μουσουλμάνους, και είναι επίσης Θεός που γίνεται αδύναμος άνθρωπος «κενώνοντας» τον εαυτό Του από τη θεία Του απεραντοσύνη και παντοδυναμία και σώζει τους ανθρώπους ενώνοντάς τους με τον εαυτό Του και δι’ αυτού με το Θεό Πατέρα και κάνοντάς τους «κοινωνούς θείας φύσεως» (απόστολος Πέτρος, Β΄ επιστολή, 1, 4), ενώ ο μουσουλμανικός Θεός δεν εξέρχεται ποτέ από τον ουρανό, δεν κενώνεται ούτε θυσιάζεται για τους ανθρώπους, δεν καταδέχεται ποτέ να ηττηθεί (πράγμα ασύλληπτο για το Ισλάμ, που είναι θρησκεία πολεμικής νοοτροπίας), ούτε ενώνεται με εμάς.
Γι’ αυτό και είναι αδόκιμο να συγκρίνουμε το Μωάμεθ με τον Ιησού. Ο ένας είναι ο «απόστολος και προφήτης του Θεού», ενώ ο άλλος είναι ο ίδιος ο Θεός, που απέστειλε στον κόσμο αποστόλους και προφήτες (το λέει άλλωστε ο Χριστός στο Ματθ. 23, 34: «ιδού εγώ αποστέλλω προς υμάς προφήτας και σοφούς και γραμματείς, και εξ αυτών αποκτενείτε και σταυρώσετε, και εξ αυτών μαστιγώσετε εν ταις συναγωγαίς υμών και διώξετε από πόλεως εις πόλιν»). [Σημ. τα βιβλία της Κ. Διαθήκης, όπου παραπέμπουμε, μπορείτε να τα διαβάσετε εδώ].
***
Ο Χριστός είχε πολλούς αποστόλους, που θα μπορούσαν να συγκριθούν με το Μωάμεθ. Και σε όλες τις γενιές έζησαν (και ζουν) άγιοι τέλεια ενωμένοι με τον Τριαδικό Θεό εν Χριστώ, που θα μπορούσαν επίσης να έχουν μια τέτοια σύγκριση. Όχι στα επιφανειακά γεγονότα της ζωής τους, αλλά στη σχέση τους με το Θεό, στην κλήση τους απ’ Αυτόν, στις αποκαλύψεις που έλαβαν, στο έργο τους για τη διάδοση του λόγου του Θεού στους ανθρώπους (όπου δεν έχυσαν αίμα άλλων, μόνο πρόσφεραν το δικό τους) και στα θαυματουργικά τους χαρίσματα.
Επιλέγω τον απόστολο Παύλο, ως την πιο χαρακτηριστική περίπτωση, κατά τη γνώμη μου, με τις πιο εμφανείς και συγκεντρωμένες αναλογίες προς το Μωάμεθ (όπως τον βλέπει το Ισλάμ).
Ο απόστολος Παύλος είναι για το χριστιανισμό ό,τι ισχυρίζεται το Ισλάμ ότι είναι ο Μωάμεθ: απόστολος του Θεού, ο μεγαλύτερος απ’ όλους, που προσκλήθηκε προσωπικά απ’ Αυτόν, είδε το Φως Του (που οι μουσουλμάνοι δε μπορούν να το δουν, γι’ αυτό και ισχυρίζονται ότι δεν είναι ορατό σ’ αυτή τη ζωή) και συνομίλησε μαζί Του (Πράξεις των αποστόλων, 9, 1-7). Η άμεση συνομιλία του με το Θεό – δηλ. το Χριστό – συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του (Πράξ. 22, 17-21, Β΄ Κορινθ. 12, 8-9).
Ο Θεός τον απέστειλε να φέρει το λόγο Του στα έθνη («του βαστάσαι το όνομά μου ενώπιον εθνών και βασιλέων υιών τε Ισραήλ», μαρτυρία του Κυρίου για τον Παύλο στον άγιο Ανανία, Πράξ. 9, 15. βλ. και Πράξ. 13, 47. 22, 21), μίλησε γι’ αυτόν σε άλλους αγίους (Πράξ. 9, 10-16. 13, 2-4) και τον χαρακτήρισε «φως εθνών» και «σκεύος εκλογής» (Πράξ. 9, 15. 13, 47). Ανέβηκε μέχρι τρίτου ουρανού, άκουσε «άρρητα ρήματα», λόγια ανέκφραστα από ανθρώπινα χείλη, και έλαβε αποκαλύψεις ιλιγγιώδους μεγέθους (Β΄ Κορινθ. 12, 1-10). Προφήτεψε επίσης την τύχη της ανθρωπότητας (Β΄ Θεσσαλ. 2, 1-12), την ανάσταση των νεκρών και τη δευτέρα παρουσία του Χριστού (Α΄ Κορινθ. κεφ. 15, Α΄ Θεσσαλ. 4,13 – 5, 5), κατά το θέλημα του Θεού και τις αποκαλύψεις που έλαβε απ’ Αυτόν.
Έλαβε τεράστιο θαυματουργικό χάρισμα, ανάστησε νεκρό, έβγαλε δαιμόνια (Πράξ. 16, 16-18. 19, 11-12. 20, 9-12)… Μάγοι έκαψαν δημόσια τα βιβλία τους και πίστεψαν στο Θεό βλέποντας τα θαύματά του και ακούγοντας τις διδαχές του (Πράξ. 19, 19). Ταξίδεψε σε όλη την έκταση της Μεσογείου, διέδωσε το λόγο του Θεού σε πολλές χώρες, ανάμεσα σε επικίνδυνους ειδωλολάτρες, και έφερε στην αληθινή πίστη χιλιάδες ανθρώπους σε μια έκταση από την Κύπρο μέχρι την Ισπανία. Μαστιγώθηκε, λιθοβολήθηκε, φυλακίστηκε, μαχαιρώθηκε, ναυάγησε (Πράξ. 21, 14-44, Β΄ Κορινθ. 11, 24-32 – βλ. και παραπομπές παρακάτω) και τελικά αποκεφαλίστηκε από τους Ρωμαίους.

Πολλοί από τους μαθητές του είναι άγιοι και διδάσκαλοι του χριστιανισμού, όπως οι Τίτος, Τιμόθεος, Λουκάς, Ακύλας, Πρίσκιλα, Απολλώς, Ονήσιμος, Διονύσιος Αρεοπαγίτης, Στάχυς, Απελής, Φλέγων, Φοίβη κ.π.ά. Αρκετοί από αυτούς έγιναν και μάρτυρες, προσφέροντας τη ζωή τους για την αγάπη τους στο Θεό εν Χριστώ. Για κανέναν από αυτούς δεν υπάρχει μαρτυρία ή ένδειξη ότι πολέμησε ή προέτρεψε τους ανθρώπους να πολεμήσουν ή αφαίρεσε ανθρώπινη ζωή, είτε εξ ονόματος του Θεού και του «θείου νόμου» είτε για άλλο λόγο.
Ίδρυσε δεκάδες χριστιανικές κοινότητες, ακόμη και στα πιο επικίνδυνα μέρη όπου υπέστη ξυλοδαρμούς, φυλακίσεις και πολλές φορές παρολίγον θάνατο (π.χ. Λύστρα: Πράξ. 14, 8-22, Φίλιπποι: Πράξ. 16, 19-34. Έφεσος: Πράξ. 19, 23-30), και τις καθοδήγησε με αγάπη και προσοχή, σαν πατέρας (Α΄ Κορινθ. 4, 14-15, Γαλ. 4, 19-20), για όλο το διάστημα της ζωής του (βλ. Φιλιππησίους, κεφ. 1), τόσο με τις προφορικές του διδασκαλίες όσο και με τις επιστολές του, που περιέχουν όλα όσα χρειάζεται ο άνθρωπος για τη σωτηρία του (γι’ αυτό και είναι ισοδύναμες του Κορανίου, όπως το βλέπουν βέβαια οι μουσουλμάνοι, άσχετα ότι δεν έχουν μορφή πολιτικού και κοινωνικού νόμου με ποινές και διατάξεις παλαιοδιαθηκικού τύπου, όπως το Κοράνιο). Το περιεχόμενο των επιστολών του προέρχεται από την άμεση αποκάλυψη του Θεού σ’ αυτόν (θεοπνευστία). Στα σημεία όπου γράφει την άποψή του και όχι αποκάλυψη του Θεού, ο Παύλος επισημαίνει το γεγονός (Α΄ Κορινθ. 7, 10-12: «παραγγέλλω, ουκ εγώ, αλλ’ ο Κύριος… τοις δε λοιποίς εγώ λέγω, ουχ ο Κύριος», 7, 25: «…επιταγήν [=εντολή] Κυρίου ουχ έχω, γνώμην δε δίδωμι ως ηλεημένος υπό Κυρίου πιστός είναι», 11, 23: «εγώ γαρ παρέλαβον από του Κυρίου ό και παρέδωκα υμίν…»).

Σε αντίθεση με το Μωάμεθ, γνώριζε πολύ καλά ότι ο διάβολος μπορεί να «μετασχηματιστεί και σε άγγελο φωτός» για να ξεγελάσει τους ανθρώπους (Β΄ Κορινθ. 11, 14. Γαλάτας, 1, 8), αλλά ο ίδιος δεν ξεγελάστηκε (Πράξ. 16, 16-18) και δίδαξε τους ανθρώπους να μην ξεγελιούνται.
Δεν πολέμησε, ούτε έλαβε εντολή από το Θεό να πολεμήσει τους εχθρούς Του, μόνο  να αγαπά. Δεν όπλισε κανένα, ούτε οδήγησε κανένα στρατό στη μάχη – δίδαξε μόνο αγάπη και μη-βία, συνεπής στη διδασκαλία του Ιησού Χριστού και όλων των αποστόλων. Και αυτό το δρόμο ακολούθησαν οι πιστοί του αληθινού Θεού. Μαρτύρησαν κατά χιλιάδες, προσφέροντας το δικό τους αίμα, χωρίς να σκοτώσουν.
Ο Μωάμεθ
Επίσης, δεν ίδρυσε κανένα επίγειο κράτος ή αυτοκρατορία, όπως αυτή που δημιούργησαν στο όνομα του Αλλάχ ο Μωάμεθ και οι διάδοχοί του, πράγμα που θα είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια τους φόνους και που είναι εντελώς διαφορετικό (ή μάλλον αντίθετο) από τη βασιλεία των ουρανών, που εγκαθίδρυσε μεταξύ των ανθρώπων ο Χριστός και οι δικοί Του διάδοχοι-μαθητές (βλ. και την απάντηση του Χριστού στον Πιλάτο, Ιω. 18, 36 – αλλά και το λόγο, για τον οποίο ο χριστιανισμός δε θα μπορούσε να γίνει επίγειο βασίλειο, που αναφέρεται από τον ίδιο τον Παύλο στην προς Εβραίους 13, 14: «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν»)*.
Παρόλα αυτά, νίκησε. Η χριστιανική πίστη εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη, από την ευρωπαϊκή, την ασιατική και την αφρικανική πλευρά της. Και τρεις αιώνες μετά, ο αυτοκράτορας της Ρώμης έγινε χριστιανός**.
Η διδασκαλία του Παύλου, εννοείται, είναι συντριπτική για τη διδασκαλία του Κορανίου. Η τριαδικότητα του Θεού και η Θεότητα του Χριστού, η σταύρωση και η ανάστασή Του, καθώς και όλα τα στοιχεία της χριστιανικής πίστης, επιβεβαιώνονται από τον απόστολο του Θεού με τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Και είναι μια διδασκαλία που δεν επινοήθηκε από τον απόστολο Παύλο (όπως διατείνονται αβάσιμα κάποιοι), αλλά συμφωνεί κατά πάντα με τη διδασκαλία όλων των αποστόλων, όπως τη βλέπουμε σε όλους τους ιερούς συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, που είναι οι απόστολοι Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς, Ιωάννης, Πέτρος, Ιάκωβος και Ιούδας ο Θαδδαίος. Αλλά και τη συμφωνία της διδασκαλίας των λοιπών αγίων αποστόλων τη διαπιστώνουμε από τη συμφωνία πίστης των χριστιανικών κοινοτήτων του 1ου και 2ου αι. μ.Χ. από την Ινδία μέχρι τη Βρετανία, ανεξάρτητα από το ποιοι απόστολοι τις είχαν ιδρύσει.
Γι’ αυτούς τους λόγους, ο απόστολος των εθνών Παύλος συκοφαντείται διαρκώς από τους εχθρούς του αληθινού Θεού, όπως οι μουσουλμάνοι νιώθουν ότι συκοφαντείται ο Μωάμεθ. Οι χριστιανοί πνευματικοί αγωνιστές, βέβαια, συνεπείς στη διδασκαλία του Χριστού, του Παύλου και όλων των αποστόλων του Χριστού και Θεού, δεν ξέσπασαν βίαια κατά των συκοφαντών του (ούτε όταν ζούσε, ούτε σε όλη τη διάρκεια της χριστιανικής ιστορίας), αλλά μόνο απάντησαν με λόγια και υπερασπίστηκαν την αλήθεια, με αποκλειστικό σκοπό τη σωτηρία των συκοφαντών, τους οποίους συνεχίζουν ν’ αγαπούν, όπως τους αγαπά κι ο Χριστός, ο Θεός.
***
 
Τολμώ να πω ότι τελευταία ελπίδα των μουσουλμάνων αδελφών μας να καταρρίψουν την εγκυρότητα της μαρτυρίας του αποστόλου Παύλου για την αλήθεια της χριστιανικής πίστης, είναι να γράφει ψέματα η Καινή Διαθήκη για τη συνομιλία του Παύλου με το Χριστό, για τα θαύματά του και τις αποκαλύψεις που είχε δεχτεί σε όλη τη διάρκεια του χριστιανικού αγώνα του. Ακριβώς δηλ. όπως συμβαίνει και με τη μαρτυρία του αποστόλου Πέτρου. Και δεν αμφιβάλλω πως θα επιχειρηθεί η σπίλωσή του, πράγμα εξάλλου που έχει ήδη συμβεί στο παρελθόν.
Όμως παραμένουν τα αναμφισβήτητα γεγονότα της ζωής του, που μπορεί να φανερώσουν σε κάποιον καλοπροαίρετο ερευνητή της αλήθειας και τα υπόλοιπα: ότι ο Παύλος, που ήταν στην αρχή διώκτης των χριστιανών, ξαφνικά μεταστράφηκε στο χριστιανισμό και δεν έπαψε να νιώθει τύψεις για τις πράξεις του σε όλη τη ζωή του (Α΄ Κορινθ. 15, 8-11), ότι εγκατέλειψε το σπίτι του και την τιμητική θέση του στην ηγεσία του εβραϊσμού (Γαλ. 1, 13-14) και αφιέρωσε τη ζωή του στη διάδοση του λόγου του Θεού σε όλη τη Μεσόγειο, ανέστιος και πάντα ξένος, κερδίζοντας κόπους, πληγές, προσβολές, συλλήψεις, πόνους και κινδύνους (από ειδωλολάτρες, εβραίους και φανατικούς ιουδαιοχριστιανούς), και τελικά θανατώθηκε για το Χριστό, χωρίς να κερδίσει κανένα επίγειο αγαθό, ούτε πλούτο, ούτε εξουσία, ούτε θρίαμβο σε πολεμικές νίκες, ούτε ανάπαυση, ούτε κάποιο «ιερό βιβλίο» που να επιβάλλει «πίστη στο Θεό και στον απόστολό του Παύλο», διατάζοντας μάλιστα πόλεμο διά ξίφους σε όποιον αθετεί την πίστη αυτή.
Και όταν ο Παύλος υπερασπίζεται την αποστολική του ιδιότητα και απαριθμεί τους κόπους του για χάρη του Χριστού (Β΄ Κορινθ., κεφ. 11-12), το κάνει απαντώντας στις τρομακτικές δολιότητες των ιουδαιοχριστιανών, που παρεμπόδιζαν την ίδια τη σωτηρία των πιστών, και – προσέξτε – δεν τραβάει μαχαίρι, ούτε προστάζει τους οπαδούς του αληθινού Θεού να σκοτώσουν τους συκοφάντες του (εξάλλου στους ίδιους παραλήπτες έχει ήδη τονίσει πως θεωρεί τον εαυτό του ασήμαντο, αρνούμενος να θεωρηθεί αρχηγός θρησκευτικής ομάδας: «Τις ουν εστί Παύλος, τις δε Απολλώς αλλ’ ή διάκονοι δι’ ων επιστεύσατε, και εκάστω ως ο Κύριος έδωκεν; εγώ εφύτευσα, Απολλώς επότισεν, αλλ’ ο Θεός ηύξανεν· ώστε ούτε ο φυτεύων εστί τι ούτε ο ποτίζων, αλλ’ ο αυξάνων Θεός», Α΄ Κορινθ. 3, 5-7). Το πρόβλημα των ιουδαιοχριστιανών λύνει με λόγια κι όχι με βία η αποστολική σύνοδος στα Ιεροσόλυμα, με τη συμμετοχή όλων των αποστόλων και των πρεσβυτέρων, όπου ο Παύλος ούτε καν ηγετική θέση δεν έχει, ενώ από τις εισηγήσεις των κορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Ιακώβου φαίνεται και η συνέπεια της διδασκαλίας του Παύλου με την πνευματική κληρονομιά του Χριστού.
Ποιος είναι λοιπόν αληθινός απόστολος του Θεού, ο Παύλος ή ο Μωάμεθ, ας βγάλει τα συμπεράσματά του, ερευνώντας με ειλικρίνεια, ο ενδιαφερόμενος.
Παρακάτω παραπέμπουμε σε μερικά άρθρα που αφορούν στον απόστολο Παύλο, το χαρακτήρα και τη διδασκαλία του:
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Γι’ αυτό το λόγο, όποιες δικαιολογίες μπορεί να προβάλλουν οι σύγχρονοι μουσουλμάνοι ιεραπόστολοι της δύσης για τις πολεμικές επιχειρήσεις του Μωάμεθ και των διαδόχων του, το Ισλάμ από το χριστιανισμό θα απέχει πάντα όσο απέχει η βασιλεία των ουρανών από την επίγεια αραβική αυτοκρατορία, δηλ. όσο απέχει ο ουρανός από τη γη.
Για να είμαι δε δίκαιος, μου αρκεί να αντιπαραβάλω μόνο τους 4 πρώτους μουσουλμάνους χαλίφες Αμπού Μπακρ, Ουμάρ, Ουθμάν και Άλη [πριν το Ισλάμ αρχίσει να εκκοσμικεύεται, κατά τη μουσουλμανική παράδοση – στα χρόνια των οποίων όμως ήδη είχε κατακτηθεί ολόκληρη η περσική αυτοκρατορία και μεγάλες εκτάσεις χριστιανικών ρωμαϊκών εδαφών (κατάκτηση της Αλεξάνδρειας, επιδρομές κατά της Κύπρου, της Ρόδου και της Μ. Ασίας, με κίνδυνο και για την ΚΠολη, αν δεν είχε καταστραφεί ο αραβικός στόλος από τρικυμία στις ακτές της Χαλκηδόνας το 653), ενώ είχαν γίνει εισβολές στο Ιράν, το Αφγανιστάν και την Αρμενία], με τους τρεις πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, αιώνες μαρτύρων, πριν τον πρώτο χριστιανό Ρωμαίο αυτοκράτορα, μετά τον οποίο μπορεί να προβληθεί από μουσουλμάνους ο ισχυρισμός ότι ο χριστιανισμός μετατράπηκε σε μια θεοκρατική αυτοκρατορία, που ενεργούσε στο όνομα του Θεού, όπως το ισλαμικό χαλιφάτο.
Κι αυτός ο ισχυρισμός δεν είναι αληθής, γιατί στο Βυζάντιο η αυτοκρατορική εξουσία ήταν πάντα διαφορετική από την ηγεσία της Εκκλησίας και πολλές φορές άδικοι ή αιρετικοί αυτοκράτορες εξόρισαν ή δολοφόνησαν τους εκκλησιαστικούς ηγέτες και πλήθος αγίων. Το Βυζάντιο δεν ήταν θεοκρατία, αλλά πολιτικό κράτος με πολιτικούς νόμους και όχι με την Αγία Γραφή να καθοδηγεί στρατιές πολεμιστών και να προτρέπει σε πόλεμο, όπως το Κοράνι. Αυτό έγινε αργότερα ο παπισμός, γι’ αυτό ακριβώς συνιστά μια ολέθρια αίρεση, που έβαψε τα χέρια των ανθρώπων και με μουσουλμανικό και με χριστιανικό αίμα.
Τοποθεσία της χώρας στον κόσμο
Η αραβική αυτοκρατορία στο 1ο χαλιφάτο
Για τις πολεμικές επιχειρήσεις και τις κατακτήσεις των 4 πρώτων χαλιφών δες ισλαμικό άρθρο εδώ (στα αγγλικά). Στα ελληνικά, πολύ πρόχειρα δες εδώ. Και εδώ (στο όνομα του καθενός) ["Ν": συγκεντρωμένα εδώ]. Παρά την ειρηνική παράδοση μεγάλων πληθυσμών σε Αίγυπτο και Συρία, λόγω αντίθεσης με τη βυζαντινή διοίκηση, έχουμε μια ιστορία παράτολμων και συνεχών πολέμων στο όνομα του Αλλάχ και με σπουδαίες προτροπές του Κορανίου, που, με οποιαδήποτε πρόφαση κι αν έγιναν κάποιοι από αυτούς (π.χ. δόλος των αντιπάλων ή άμυνα – όπως προβάλλουν ως δικαιολογία οι μουσουλμάνοι), είναι κάτι εντελώς εγκόσμιο και απαράδεκτο για τον αληθινό Θεό και πολύ κατώτερο από τη διδασκαλία του Χριστού, ο οποίος καλεί τους χριστιανούς να συγχωρήσουν και να μαρτυρήσουν, όχι να πολεμήσουν και σαφώς όχι να ιδρύσουν και να επεκτείνουν ένα κράτος.
Ας σημειωθεί ότι το Βυζάντιο, παρά τους πολλούς εμφύλιους πολέμους (πράγμα φυσικά απαράδεκτο), δεν έκανε επεκτατικούς πολέμους, αλλά μόνον αμυντικούς, και δεν διέθετε κατακτημένους λαούς, αλλά είχε ίσους όρους για όλες τις εθνότητες που το κατοικούσαν. Και η περίφημη ανακατάληψη της δύσης από τον Ιουστινιανό ήταν αμυντικός πόλεμος: απελευθέρωση των δυτικών λαών από τους γερμανούς κατακτητές διαφόρων φυλών. Ακόμη κι αυτό όμως δεν είναι μέρος της χριστιανικής θρησκείας και δεν καθοδηγείται από τη Βίβλο, ούτε από τους αγίους Πατέρες και διδασκάλους του χριστιανισμού.
Μια μόνον αναφορά, σε σχέση με τις σταυροφορίες: «Σημειώνουμε τέλος ότι η «σωτηριολογική» πλευρά της σταυροφορίας, που βεβαίωνε την άφεση των αμαρτιών για εκείνους που συμμετείχαν σ’ αυτή, πρακτική που απέρριψε πάντα η ορθόδοξη Εκκλησία, παρά την επιμονή αυτοκρατόρων με ισχυρή θέληση όπως ο Νικηφόρος Φωκάς, εξέπληττε τους βυζαντινούς, οι οποίοι δεν συγκινήθηκαν καθόλου από το εσχατολογικό πνεύμα, που βασίλευε τότε στη Δύση…» (Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Ψυχογιός, Αθήνα 1988, σελ. 92).
 
Μια συνοπτική εξέταση της αντιμετώπισης του πολέμου στην Ορθόδοξη Εκκλησία:

Μ. Βασίλειος, ο προστάτης των φτωχών
Ο Μ. Βασίλειος, ο πνευματικός ηγέτης της Ορθοδοξίας το β΄ μισό του 4ου αι. μ.Χ., λίγα μόλις χρόνια μετά τη συμφιλίωση της Ρώμης με το χριστιανισμό, συντάσσει τους περίφημους περί πολέμου κανόνες του. Οι κανόνες αυτοί επικυρώνονται και από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο το 692 μ.Χ.
Ο κανόνας η΄ (8) του Μεγάλου Βασιλείου «Περί φόνου και φονέων» – που, όπως και οι παρακάτω κανόνες του 56 και 13, επικυρώθηκε από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο ως κανόνας Οικουμενικής Συνόδου – συμπεριλαμβάνει στους «εκουσίως φονεύοντας» τους φονεύοντες κατά τις πολεμικές εφόδους:
«[…] Εκούσιον δε πάλιν παντελώς και ουδεμίαν αμφιβολίαν έχον, οίον εστί το των ληστών και το των πολεμικών εφόδων. Ούτοι μεν γαρ διά χρήματα αναιρούσι, τον έλεγχον αποφεύγοντες, οί τε εν τοις πολέμοις επί φόνους έρχονται, ούτε φοβήσαι, ούτε σωφρονίσαι, αλλ᾽ ανελείν τους εναντιουμένους εκ του φανερού προαιρούμενοι. […]».
Συνεπώς αυτοί εμπίπτουν στον κανόνα νς΄ (56), για τον εκουσίως φονεύσαντα, ήτοι τους επιβάλλεται ακοινωνησία (αφορισμός) είκοσι ετών, τα τέσσερα πρώτα να στέκεται έξω από την εκκλησία ομολογώντας το έγκλημά του και ζητώντας τις προσευχές των χριστιανών.
Ο κανόνας ιγ΄ (13), «Περί των εν πολέμοις φονευσάντων», αφορά σαφώς αμυντικούς πολέμους και ζητά τρία χρόνια αποχή από τη θεία κοινωνία του χριστιανού που έχει αφαιρέσει ζωή σε αμυντικό πόλεμο.
Εξάλλου, ο ξς΄ (66) Αποστολικός Κανόνας καθαιρεί τον κληρικό και αφορίζει (αποκόπτει από τη θεία Μετάληψη) το λαϊκό που σκοτώνει στον πόλεμο: «Ει τις κληρικός εν μάχη τινά κρούσας και από του ενός κρούσματος αποκτείνας, καθαιρείσθω δια την προπέτειαν αυτού. Εάν δε λαϊκός η, αφοριζέσθω».
Κατά τον ε΄ κανόνα του αγ. Γρηγορίου Νύσσης, ακόμη και ο ακουσίως φονεύσας αποκλείεται της ιεροσύνης: «καν ακουσίως τις γένηται εν τω του φόνου μιάσματι, ως ήδη βέβηλον αυτόν υπό του άγους γινόμενον, απόβλητον ο Κανών ιερατικής χάριτος απεφήνατο». «Ήτοι όποιος φονεύση, καν στανικώς και ακουσίως, λαϊκός μεν ων, ου γίνεται ιερεύς, Ιερεύς δε ων, καθαιρείται», σχολιάζει ο άγιος Νικόδημος στο Πηδάλιον, σελ. 657-658.
Είναι προφανές ότι καμιά τιμή δεν επιφυλάσσεται για το φόνο στον πόλεμο κατά των απίστων, ούτε υποσχέσεις αγιότητας για τον πολεμιστή που θα χάσει τη ζωή του εκεί. Ο τρόπος που εορτάζονται οι εθνικές εορτές στη χώρα μας είναι κοσμικός, ανθρώπινος μεν, αλλά όχι χριστιανικός. Χριστιανικά, ο αμυντικός ή απελευθερωτικός πόλεμος γίνεται ανεκτός μετά λύπης (απλώς και μόνο επειδή η Εκκλησία δε μπορεί να εξαναγκάσει κάποιον να γίνει μάρτυρας), όμως άγιοι και μάρτυρες δεν είναι οι πολεμιστές, αλλά οι αμνοί.
 
Η εφαρμογή στην πράξη της άποψης της Εκκλησίας εναντίον του πολέμου φαίνεται στο αγιολόγιο:

Α) Ως μάρτυρες και άγιοι δεν τιμώνται εκείνοι που σκοτώθηκαν στον πόλεμο κατά των απίστων (το ζήτησε ο Νικηφόρος Φωκάς, αλλά ο τότε πατριάρχης και η σύνοδος το απέρριψαν επικαλούμενοι τον κανόνα 13 του Μ. Βασιλείου), αλλά εκείνοι που θανατώθηκαν σε ποικίλους διωγμούς χωρίς να πολεμήσουν. Για τους φονευθέντες πολεμιστές, η Εκκλησία προσεύχεται υπέρ αναπαύσεως της ψυχής τους, γιατί δεν είναι σίγουρο ότι σώθηκαν.
Β) Οι στρατιωτικοί άγιοι κατά κανόνα είναι και μάρτυρες, έχουν δηλαδή ξεπλύνει το αίμα των εχθρών (κι ας το έχυσαν σε αμυντικούς πολέμους) με το δικό τους αίμα. Ακόμη και ο Νικηφόρος Φωκάς, που είναι άγιος, πέθανε από μαχαίρι – και δεν τιμάται γιατί απελευθέρωσε εδάφη από τη σκληρή αραβική κατοχή, αλλά για την ευσέβειά του, που εκφραζόταν με μια έντονη ασκητική ζωή και διαρκή προσευχή. Κι όμως κι αυτός πέθανε από μαχαίρι, στη συζυγική του κλίνη (όχι στο «ένδοξο» πεδίο της μάχης)! Τυχαίο;
Γ) Εκτός των χιλιάδων μαρτύρων κατά τους διωγμούς, υπάρχουν κι άλλοι άγιοι που αρνήθηκαν να πολεμήσουν, κατανοώντας την περί πολέμου άποψη της πνευματικής τους κληρονομιάς. Ο άγιος Βονιφάτιος, φωτιστής των Γερμανών, το 754 μ.Χ., αρνήθηκε να αμυνθεί, όταν δέχτηκε επίθεση βαρβάρων στα δάση πέραν του Ρήνου, και σκέπασε απλά το κεφάλι του με το χειρόγραφο του ευαγγελίου. Θανατώθηκε και κέρδισε το στεφάνι του μαρτυρίου και της αγιότητας.
Οι Ρώσοι άγιοι πρίγκηπες Μπόρις και Γκλεμπ (εικ.), το 1015, όταν ο μεγαλύτερος αδερφός τους Σβιατοπόλκος τους κάλεσε στο παλάτι του, κατάλαβαν ότι ήθελε να τους δολοφονήσει, αλλά πήγαν, και μάλιστα σε διάστημα ενός μήνα ο ένας από τον άλλο, θεωρώντας αντίθετο προς τη χριστιανική τους πίστη το να βάλουν τους στρατιώτες τους να πολεμήσουν για χάρη τους.
Το 452 μ.Χ., όταν η Ρώμη πολιορκήθηκε από τον Αττίλα, ο πάπας άγιος Λέων ο Μέγας απέτρεψε την κατάληψη της πόλης βγαίνοντας να τον συναντήσει άοπλος, εν στολή, μαζί με τους ιερείς της Ρώμης. Τον άθλο αυτό επανέλαβε ο πάπας άγιος Γρηγόριος Β΄ (717-731 μ.Χ.), αποτρέποντας την κατάληψη της Ρώμης από το βασιλιά των Λομβαρδών Λιουτπράνδο.
Ο άγιος Σιγιβέρτος, βασιλιάς της Ανατ. Αγγλίας, το 637 μ.Χ., μετά από πιέσεις, αναγκάστηκε να οδηγήσει το στρατό του στη μάχη, ενώ είχε παραιτηθεί από το θρόνο και ήταν μοναχός. Κατέβηκε λοιπόν άοπλος, μόνο με ένα ραβδί, και φυσικά σκοτώθηκε. Δεν ξέρουμε αν είχε προσευχηθεί για τους στρατιώτες του π.χ. (ώστε να συγχωρηθούν για τους εχθρούς που θα σκότωναν) ή ακόμη κι αν προσήλθε άοπλος κάνοντας τον εαυτό του θυσία υπέρ των στρατιωτών του. (Υπάρχουν κι άλλοι).
 
** Για την αγιότητα του Μεγάλου Κωνσταντίνου (που ιδιαίτερα συκοφαντείται από τους εχθρούς του Χριστού) δείτε αυτό το αφιέρωμα.

Δείτε επίσης: Μουσουλμάνοι που αγίασαν ως χριστιανοί
Χριστιανικά θαύματα σε μουσουλμάνους

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Φανταστικό τεκμηριωμένο άρθρο!