ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

«Η οικογένεια είναι εργαστήριο φόβου»

Ο συγγραφέας Σωτήρης Δημητρίου μιλάει για το βιβλίο του «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» και άλλους καρπούς της κοινωνίας μας
 

Συνέντευξη στον Βασίλη Αγγελικόπουλο (Καθημερινή, 15 Ιαν. 2006).
Σχόλιο του blog μας: Η παρακάτω συνέντευξη απέχει από αυτό που θα περίμενε κάποιος να διαβάσει σ' αυτό το μπλογκονήσι, αλλά αξίζει να τη διαβάσουμε (όπως και χιλιάδες άλλα "αν-ορθόδοξα" κείμενα) γιατί μας βοηθάει να καταλάβουμε τον κόσμο & τους ανθρώπους γύρω μας και... μέσα μας.

«Μάτια να έχεις και πόδια να βαδίζεις». Ιδίως μέσα στην Αθήνα, όπου ο σύγχρονος τρόπος ζωής καλύπτει τα πάντα με μια παραπλανητική ζελατίνα και κρύβει πράγματα. «Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είναι υπαρκτά». Οπως λ.χ. τα οπωροφόρα της Αθήνας. Τα πρόσεξε ο Σωτήρης Δημητρίου, ο ξεχωριστός συγγραφέας του «Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου», του «Ντιαλίθ’ ιμ’ Χριστάκη», του «Ενα παιδί από τη Θεσσαλονίκη», της «Φλέβας του λαιμού», της «Βραδυπορίας του καλού» και του «Τους τα λέει ο θεός», που όλως απροσδοκήτως έρχεται κοντά μας με ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο αυτήν τη φορά. Ενα κείμενο που μπορεί μεν να μιλάει για την οικογένεια, «αυτό το εργαστήριο φόβου», τη γυναίκα, «που δεν έχει αφαλό, από πού να την πιάσεις», τους «άγγελους της επιβίωσης», όπως αποκαλεί κάτι σπάνιους συμπάσχοντες, την αναζωογόνηση που χαρίζει η εναλλαγή ερωτικών συντρόφων, και άλλα πολλά, αλλά δεν έχει πολλά κοινά με τη λογοτεχνία του που ξέρουμε. Ενα «αφήγημα», όπως το χαρακτηρίζει, όπου διήγημα, δοκίμιο, οδοιπορικό πόλης, παροιμίες, ακόμη και «λαϊκά αστεία» γίνονται ένα: «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» (εκδόσεις Πατάκης), πεδίον αναγνωστικής ευφροσύνης, ασκήσεως νου και, ίσως, βολής - για όσους ενδεχομένως ενοχληθούν από το μεικτό του είδους ή το είδος και τον τρόπο της μείξης.

Βλέπω νέους θλιμμένους σαν γέροντες

— Τι είναι τελικά το καινούργιο σας κείμενο;
— Οπως το λέτε: ένα μεικτό είδος. Μια σύζευξη μυθοπλασίας και σκέψεων. Εγώ κατά βάθος αφηγητής νιώθω. Αλλά ήθελα και μια φορά να πω μερικές σκέψεις. Και μου προέκυψε να τις μπολιάσω μέσα σ’ ένα αφηγηματικό πλαίσιο. Δεν πήγα σ’ ένα αυστηρά δοκιμιακό κείμενο. Γι’ αυτό βρήκα κι έναν ήρωα χαζούλη αλλά και λοξά έξυπνο, γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να λέει πολλά παραπάνω.
— Και το κεντρικό θέμα; Είναι η γλώσσα, η λογοτεχνία, ο έρωτας…
— Ολα αυτά· δεν το έχω σκεφτεί. Η ζωή νομίζω. Και περισσότερο η ζωή με την απειλή του φόβου. Του γενικότερου φόβου, που έχει να κάνει με τη στρατοπεδική όψη της κοινωνίας. Φόβου που αρχίζει από την παιδική ηλικία, μέσα στην οικογένεια, εντείνεται στο σχολείο και χειροτερεύει αργότερα στο γραφείο ή το εργοστάσιο. Φόβος και αναξιοπρέπεια. Ηθελα να βγάλω το άχτι μου για την πτώση της δημιουργικότητας που παράγει αυτός ο φόβος στους ανθρώπους. Ο φόβος για την κοινωνία, φόβος για την ίδια τη ζωή εν τέλει.
— Φοβίζει το παιδί η οικογένεια;
— Από βρέφος. Γιατί και η οικογένεια είναι εργαστήριο φόβου. Ενα μικρό στρατόπεδο όπου ο ένας φοβίζει τον άλλο. Παράγει παθολογική αγάπη για τους εντός της οικογένειας, αγάπη που καταντάει κακοήθης, αφού υποδουλώνει τον άλλο, δεν του αφήνει ελεύθερο χώρο να αναπνεύσει, και κακεντρέχεια για τους εκτός. Είναι τρομερό αυτό και είναι μεγάλο το άνοιγμα της ψαλίδας. Εχει διογκωθεί πια. Ισως γιατί η οικογένεια έχει πλέον οχυρωθεί σ’ ένα διαμέρισμα. Ενώ παλιότερα, στο χωριό, υπήρχε μια μέση κατάσταση, είχε ανάγκη ο ένας τον άλλο, κι αυτό δημιουργούσε μια πρακτική αγάπη. Τώρα δεν μοιράζεται ούτε η χαρά ούτε το πένθος. Γίνεται κάτι κακό. Κι αυτό το πληρώνουν οι νέοι κυρίως, που τους βλέπω στον δρόμο θλιμμένους σαν γέροντες - κάτι που μ’ εξοργίζει.
— Αλλά και η τέχνη σας, η λογοτεχνία, σας απασχολεί πολύ στο βιβλίο. Παραθέτετε μάλιστα και λίστα ολόκληρη με συμβουλές για τη συγγραφή διηγήματος.
— Τις οποίες αμέσως μετά ανατρέπω. Μία μία. Ναι, με απασχολεί η λογοτεχνία, όπως και η γλώσσα, πολύ. Το στοίχημα για τον λογοτέχνη είναι στις λέξεις. Και στην ιστορία που λέει -νύχι και σάρκα είναι θέμα και μορφή-, αλλά στις λέξεις κυρίως. Ακόμη και στο κόμμα ή την τελεία.
— Αυτό το μεικτό είδος, και σπάνιο, αν εξαιρέσουμε τον Γιώργο Ιωάννου, από ποια ανάγκη προέκυψε;
— Ισως από μια ανάγκη ολότητος, να μιλήσω σφαιρικά, για τη λογοτεχνία, την τέχνη και τη ζωή, να μην επιμεριστώ. Και από την ανάγκη μιας αμεσότητας. Να μιλήσω απευθείας εγώ στον αναγνώστη. Και δεν μιλάω μόνο εγώ στο πρώτο πρόσωπο, μιλάει κι ο ήρωάς μου.
— Σας απασχόλησε το γεγονός ότι αυτό το βιβλίο σας δεν έχει ήρωες - αγκίστρια που θα συγκινήσουν με τις ιστορίες τους τον αναγνώστη;
— Οχι, καθόλου. Ποτέ δεν με απασχολεί η αποδοχή που θα έχει αυτό που γράφω. Αλλά, ναι, ίσως εδώ δεν θα είναι τόση όση στα προηγούμενα βιβλία μου. Πολλοί αναγνώστες διηγημάτων δεν ενδιαφέρονται να γνωρίσουν την κουζίνα του συγγραφέα. Εγώ πάντως δεν θέλησα να είναι βαριές οι σχετικές σελίδες. Το πάλεψα κυρίως μέσα από τη σαφήνεια. Επιδίωξα να είμαι πολύ σαφής στα δοκιμιακά μέρη, ώστε να βρω μια γέφυρα και προς τον αναγνώστη που δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτά.

Μπόλι αλαφράδας

— Για τον ίδιο εμπλέκετε δοκιμιακό λόγο με σελίδες ανάλαφρες, ακόμη και με αστεία γυμνασιόπαιδων;
— Αυθόρμητα βγήκε αυτό. Μ’ αρέσει η αλαφράδα, μ’ αρέσει τα πράγματα να μην είναι βαριά, μολύβι. Εχουμε τόσους περιορισμούς στη ζωή, καλό είναι να βάζεις το μπόλι της αλαφράδας και του καλαμπουριού. Εκ των υστέρων όμως βλέπω ότι και λογοτεχνικά ακόμα στην ίδια γραμμή στέκουν και το φτηνό, λαϊκό αστείο και η εμβριθής σκέψη. Την ίδια αξία υπηρετούν. Το λαϊκό καλαμπούρι μπορεί να ευφράνει την καρδιά σου και η εμβριθής σκέψη να ευφράνει τον νου σου. Ιδιος είναι ο στόχος. Ο άνθρωπος.
— Ισως σας κατηγορήσουν για εύκολα αστεία.
— Δεν με απασχολούν αυτά. Τώρα πλέον… Ο βρεγμένος βροχή δεν φοβάται.
— Ε, δεν έχετε βραχεί. Επαίνους και βραβεία έχετε αποκομίσει.
— Δεν εννοώ τις κρίσεις για τα βιβλία μου. Βρεγμένος από άλλες αιτίες.

Οι άγγελοι της επιβίωσης

— «Στεκόμαστε με ανεξέλεγκτη, πηγαία ευχαρίστηση στις αρνητικές κριτικές για τους ομοτέχνους», λέτε κάπου.
— Η οικογένεια! Τι σας έλεγα; Οταν εγώ ακούω από μωρό «ο Σωτήρης, ο Σωτήρης, ο Σωτήρης», θα νιώσω ο ένας, ο Ναπολέων. Οπότε το κακό του διπλανού μου με ανεβάζει και το καλό με κατεβάζει. Δεν φταίει γι’ αυτά ο άνθρωπος, δεν γεννιέται κανείς κακός ή χαιρέκακος. Η οργάνωση των πραγμάτων τα καθορίζει αυτά. Μας έχουν στερήσει τη χαρά της συμπόνιας. Ενας στους εκατό χιλιάδες ξεφεύγει από αυτήν την παγίδα και συμπάσχει με τον διπλανό του. Αυτοί είναι οι άγγελοι της επιβίωσης. Πώς έπεσαν ανάμεσά μας, πώς ξέφυγαν από τα δόκανα της οικογένειας και των δομών; Τους ζηλεύω αυτούς τους ανθρώπους. Σπάνιοι. Εχω την εντύπωση ότι απολαμβάνουν κάποιο αντίδωρο, εδώ ή σε μιαν άλλη ζωή. Βλέπω κάτι μυστήριο και υπέροχο σ’ αυτούς. Να λιώνει η ψυχή τους για έναν ξένο πόνο; Είναι το αντίθετο από τους πολλούς.

Οι κρυφές όψεις της Αθήνας

— Πιστεύετε ότι η Αθήνα των οπωροφόρων, η πόλη που περπατάτε και βλέπετε στο νέο βιβλίο σας, είναι αναγνωρίσιμη από τους άλλους;
— Οχι. Δεν είναι. Είναι μια κρυφή Αθήνα. Κατά ένα μυστήριο τρόπο οδηγούμαι πάντα σε κρυφά θέματα. Ακόμα και για την τόσο φοβερή Αθήνα, οδηγήθηκα σε κρυμμένες όψεις της. Μερικές είναι αναγνωρίσιμες, άλλες όχι ή όχι πια. Κρυφό δεν σημαίνει βέβαια ανύπαρκτο. Ούτε μη ορατό. Τα βλέπουμε, αλλά είναι σαν να μην. Δεν μας απασχολούν.
— Αλλά κι εσάς δεν σας απασχολεί η σύγχρονη Αθήνα, η ασθματική, με το λαχάνιασμα για το κέρδος, με τη λαϊφστάιλ ζωή…
— Ναι, καθόλου. Μου φαίνονται ευτελή αυτά. Ανάξια προσοχής. Ισως γιατί δεν είναι γοητευτικά. Δεν είναι -θα πω μια βαριά λέξη, που δεν μ’ αρέσει- αυθεντικά. Είναι διαμεσολαβημένα. Ο γέρος στο Ζάππειο είναι αυθεντικός. Ολ’ αυτά τα λαϊφστάιλ είναι αντανακλάσεις διαμεσολαβήσεων των διαμεσολαβήσεων. Οσο και να τα στύψεις, το πολύ να βγάλεις ένα ψίχουλο ουσίας, κι αυτό κρυμμένο. Τι γοητεία να ασκήσουν αυτοί οι άνθρωποι...
«Οι γυναίκες αγαπάνε με τα μάτια της κοινωνίας»
— «Με τις γυναίκες πρέπει κανείς να είναι πολύ προσεκτικός», λέτε κάπου, «αν και μπορεί κάποια να μη σου ξανατηλεφωνήσει επειδή είσαι πολύ προσεκτικός». Εσείς πώς τα πάτε μαζί τους;
— Δεν βρίσκεις άκρη με τις γυναίκες. Δεν έχουν αφαλό, όπως λέμε στην Ηπειρο για έναν άνθρωπο που δεν του βρίσκεις κέντρο, μιαν άκρη δηλαδή. Κι οι γυναίκες οι καημένες είναι έρμαια του θυμικού τους και της φύσεως - δεν το λέω υποτιμητικά, εξαρτώνται από την τεκνοποιητική μηχανή.
— Τον γάμο συνειδητά τον αποφύγατε ή δεν έτυχε;
— «Ολα είναι του χεριού κι ο γάμος είναι της τύχης» λέει μια παροιμία. Αν και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι και η τύχη εν τέλει συνάδει μ’ αυτά που κατά βάθος επιθυμείς. Εγώ έχω μεγάλη ανάγκη ελευθερίας. Ελευθερίας εντός εισαγωγικών, τέλος πάντων.

Ένας ένας

— Τον αποκλείετε δηλαδή τον γάμο;
— Τίποτα δεν μπορείς να αποκλείσεις. Αν κι όσο μεγαλώνεις τα πράγματα δυσκολεύουν. Νομίζω πάντως ότι αν η φύση μάς ήθελε δύο δύο, θα μας είχε κολλημένους εκ γενετής από τον αφαλό. Αλλά μας έχει έναν έναν. Και ερωτικά. Ενας άνθρωπος μπορεί να λειτουργήσει θαυμάσια έως βαθέος γήρατος αν αλλάζει συντρόφους ερωτικούς. Γιατί ο έρωτας είναι και πνευματική προσέγγιση. Ενας νέος ερωτικός ήχος φωνής, ένα νέο σωματικό τοπίο προς εξερεύνηση, αναζωογονούν. Αλλά η οικογενειακή κοινωνική δομή, για λόγους ασφαλείας των κρατούντων «πιστεύω», μας θέλει δύο δύο και μέσα σε οικογένεια. Από τη φύση είμαστε ελεύθεροι νομείς του έρωτος, με πολλά σώματα, με πολλές καρδιές, με πολλά βλέμματα ανθρώπων. ["Νεκρός για τον κόσμο": για την -αντίθετη- άποψη της ορθόδοξης πνευματικής κληρονομιάς, αξίζει να διαβάσετε αυτό το post μας].
— Η πατρότητα σας έχει απασχολήσει;
— Ποτέ. Επειδή, νομίζω, δεν είχα την κανονική πορεία των κατακτήσεων του ανθρώπου, δηλαδή δεν τελείωσα τις σπουδές μου κανονικά, δεν έπιασα δουλειά κανονικά, δεν πήρα αυτοκίνητο, δεν πήρα… Ως επιβράβευση σε όλα αυτά έρχεται και ο γάμος. Γιατί οι γυναίκες επιλέγουν ποιον θα παντρευτούν με κριτήριο το κοινωνικό τους συμφέρον. Οταν βλέπουν ότι ο άντρας δεν είναι επιτήδειος, δεν είναι «επιτυχημένος»… Οι γυναίκες αγαπάνε με τα μάτια της κοινωνίας, κι εγώ δεν είχα ποτέ την κοινωνική καταξίωση. Οι γυναίκες τα μυρίζονται αυτά και απομακρύνονται. Μυρίζονται ποιος είναι κατάλληλος πατέρας.
— Και πώς βλέπετε τη μοναχική ζωή σε ύστερα χρόνια;
— Δεν με απασχολεί. Υπάρχει το ψυχικό πέρας. Υπάρχουν και τα γηροκομεία. Οπου βρίσκει κανείς μια κοινωνικότητα υπέροχη. Βλέπω στο γηροκομείο της Ηγουμενίτσας, που είναι δίπλα στο σπίτι μου. Απολαμβάνουν οι γέροντες υπέροχη παρέα, θάλλουν όλοι. Τους βλέπεις αστειεύονται, τραγουδούν, χορεύουν - μια μάλιστα είχε βάλει το ράδιο και χόρευε κρατώντας την κλάρα μιας συκιάς κι οι άλλοι γύρω βαρούσαν παλαμάκια. Κάνουν καλαμπούρια υπέροχα. Σαν παιδιά. Γιατί λοιπόν βρίζουν το γηροκομείο οι άνθρωποι;

Με φραγκόσυκα στο λεωφορείο*

«Πήγα στις φραγκοσυκιές, χόρτασα και γέμισα και το κοφίνι.
Γύρισα με το λεωφορείο, και όχι μόνο μου έκαναν χώρο αλλά έκαναν και χώρο γύρω μου. Ισως φοβούνται μην πεταχτεί κανένα αγκάθι.
— Τι ’ναι αυτά καλέ; λένε μερικές γυναίκες.
— Καρπούζια, τους είπε μια φορά ένας γέρος.
— Μα τόσο μικρά;
— Είναι προελεύσεως.
Απ’ τα φραγκόσυκά μου κι από μένα απαγκιστρώνονται όταν απ’ το βάθος του λεωφορείου ακουστούν γέλια. Δυσανασχετούν. Ιδίως άμα τα γέλια είναι νεανικά και ξεκαρδιστικά δυσαρεστούνται πάρα πολύ. Ζήτημα αν υπάρχουν ένας δύο που ευχαριστιούνται. Οταν σταματήσουν τα γέλια όλο το λεωφορείο ανακουφίζεται σαν να αποκαταστάθηκε μια άσχημα διασαλευθείσα τάξη.
Ξέρουν δε όλοι οι επιβάτες έναν κανόνα απ’ έξω κι ανακατωτά. Δεν κοιτάζονται, ιδίως στο πρόσωπο, ιδίως στα μάτια. Ισως ντρέπονται τη συγκυριακή, ανύπαρκτη κοινωνικότητα. Απλώς έτυχε να συνταξιδεύουν για λίγο. Ισως ακόμα να ντρέπονται για το πρόσωπό τους που δεν είναι πια προστατευμένο στο οικείο κοινοτικό πρόσωπο, παρά είναι αδέσποτο, χωρίς κύρος. Εμένα, όμως, το καλάθι και το καλάμι μάς κοιτάζουν όλοι με μεγάλη ελευθερία. Περιέργως, εγώ δεν παρεξηγούμαι.
Καμιά φορά βρίσκω και θέση. Ισα όμως που κάθομαι γιατί περιμένω να εμφανιστεί καμιά γριούλα για να της την παραχωρήσω. Μια φορά πρόσκοπος, για πάντα πρόσκοπος. Αλλά δεν είναι παραδοσιακές γριούλες και όταν την παραχωρώ οι πιο πολλές δυσανασχετούν. Μάλιστα μερικές που έχου μοβ μαλλιά σαν επίσημα φρικιά, μουρμουρίζουν εχθρικά και μου γυρίζουν την πλάτη».

* Απόσπασμα από το βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου «Τα οπωροφόρα της Αθήνας», σελ. 148 κ.ε.

ΥΓ. "Νεκρού": Το διαβάσατε; Ωραία - σας ευχαριστώ. Ίσως τώρα αξίζει να συμπληρώσετε με μια άλλη όψη για παρόμοια -ή τα ίδια- πράγματα:
Η ενότητά μας Βιβλία (για άλλες οπτικές)
 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ίσως ενδιαφέρει εσένα και τους μπλογκοφίλους σου αυτό το άρθρο:

http://orthodoxigynaika.blogspot.gr/2012/05/blog-post_25.html


Π