Του Σωτήρη Μητραλέξη
Διαβάστε το ολόκληρο εδώ
... (γ) Μετά μπαίνει η μητσοτακική γραμμή: «να κάτσουν σπίτια τους να προσευχηθούν ατομικά στο Θεό τους, τι τη θέλουν τη λειτουργία»; Εδώ έχουμε μια ολική άγνοια του φαινομένου για το οποίο όλοι δογματίζουν. Οι πολλοί και οι έξωθεν νομίζουν ότι η εκκλησία είναι ένας ιδεολογικός σύνδεσμος προσευχομένων, που απευθύνονται πρωτίστως ατομικά στο Θεό τους και τυχαίνει να συνάζονται ενίοτε για κάποιες κοινές «δράσεις». Καλώς ή κακώς όμως, η εκκλησία είναι πρωτίστως μια κοινότητα (και δη τοπική κοινότητα: κάθε ενορίας), μια σύναξη επί το αυτό, και η λειτουργία συγκροτεί και φανερώνει την εκκλησία ως τέτοια: η παύση της λειτουργίας ισοδυναμεί με πραγματική αυτοακύρωση της εκκλησίας. Αυτό το τελευταίο, αν μη τι άλλο, αποτελεί επαρκή λόγο για το ότι εάν πρέπει να σταματήσει η κοινή λατρεία, αυτό είναι μια απόφαση που ανήκει στο κράτος (όπως έγινε και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις), όχι στην εκκλησία.
Σε κάθε περίπτωση όμως, τα περί «ατομικής προσευχής» είναι ιδιωτικές προτεσταντικής κοπής θεολογίες του υπερηφάνως πιστού κ. Μητσοτάκη με το «κεράκι» του και δυσκολεύομαι να καταλάβω γιατί πρέπει να μπουν σε μια όλως άλλη συζήτηση, η οποία αφορά το τι θα κάνει το κράτος με τις συναθροίσεις προσώπων σε συνθήκες κορονοϊού, είτε αυτές αφορούν εστιατόρια είτε εκκλησίες. Αφού δεν το αποφάσισε η σύνοδος, θα μπορούσε το κράτος να είχε αποφασίσει την αποκλειστικά «κεκλεισμένων των θυρών» λειτουργία με tweet, ΦΕΚ και ΚΥΑ (ή σε μια επίδειξη ΚΔΟΑ το γενικό λουκέτο στις εκκλησίες), αλλά για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο έπρεπε να εισέλθει στο πολιτικό γεγονός η προσωπική θεολογία του κ. Μητσοτάκη με την «ατομική προσευχή» του με τις ανοιχτές εκκλησίες όπου δεν τελείται ποτέ λατρεία.
(δ) Ότι οι εκκλησίες είναι ασφυκτικά γεμάτες με ανθρώπους, οι οποίοι μεταλαμβάνουν όλοι από το ίδιο κουταλάκι, και άρα δημιουργείται υγειονομική βόμβα. Μεγαλώσαμε μια ζωή ακούγοντας από παντού ότι «ένα 2%-3% του κόσμου max πηγαίνει στην εκκλησία». Και όταν εμφανίζονται ξένες έρευνες που μιλάνε για άλλους αριθμούς (Pew Research Institute), καταγγέλλονται ως ψευδείς. Ξαφνικά, το κεντρικό θέμα συζήτησης κυριολεκτικά είναι ο κίνδυνος που συνιστούν τα μιλιούνια των εκκλησιαζομένων. Αυτό δεν είναι church attendance, αυτό είναι η γάτα του Schrödinger: η μετατόπιση αυτή ως προς το τι θεωρείται αυτονόητο στη δημόσια σφαίρα θα απασχολήσει στο μέλλον όσους ασχολούνται ερευνητικά με τις σχέσεις εκκλησίας-κράτους.
(ε) Ότι το ζήτημα με τους εκκλησιαζομένους δεν είναι ότι διακινδυνεύουν τη δική τους ζωή και υγεία, αλλά ότι διακινδυνεύουν να μολύνουν και άλλους εκτός εκκλησίας, να τους πάρουν στο λαιμό τους. Ανέκαθεν και μέχρι προ δύο εβδομάδων οι τακτικά εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί ήταν «κάποιοι λίγοι» που εκκλησιάζονται «επειδή φοβούνται με δειλία το θάνατο». Ξαφνικά είναι «αυτά τα στίφη, θα μας κολλήσουν όλους, που πάνε συνωστισμένοι σε γεμάτες εκκλησίες, μεταλαμβάνουν αδιαλείπτως και αψηφούν με κοινωνική ανευθυνότητα το ενδεχόμενο του θανάτου — επειδή εκείνοι είναι βλάκες εμείς τι φταίμε». Κι άλλη γάτα του Schrödinger.
(στ) Αρκετοί είπαν, σαν αυτονόητο, ότι ο λόγος που η ιεραρχία δεν βάζει «λουκέτο» είναι προφανώς τα διαφυγόντα κέρδη, το λουκέτο στο παγκάρι — follow the money, λοιπόν. Τελικά από το παγκάρι των πενηνταλέπτων προκύπτουν οι εκκλησιαστικοί πόροι ή από την εκμετάλλευση της εκκλησιαστικής περιουσίας των απιθανικομμυρίων; Αυτό δεν είναι εκκλησιαστικά έσοδα, αυτό είναι τρίτη γάτα του Schrödinger. Τα θέματα εκκλησίας-κράτους είναι τα μόνα θέματα στα οποία μπορεί ο καθένας να πει πραγματικά ό,τι του κατέβει, εγκαλώντας παράλληλα όποιον διαπιστώσει το κενό ανταπόκρισης στα πραγματικά δεδομένα ως προκατειλημμένο και έχοντα ατζέντα. Οι κυρίως εκκλησιαστικοί πόροι που φτάνουν μέχρι την ιεραρχία βέβαια μόνο από το παγκάρι δεν προκύπτουν: σε μια μέσου μεγέθους ενορία, το παγκάρι καλύπτει κυρίως τους υψηλούς λογαριασμούς ΔΕΚΟ (έχετε προσπαθήσει ποτέ να θερμάνετε ή να ψυχράνετε το εμβαδόν μιας εκκλησίας;), το κόστος των υλικών, και χρηματοδοτεί —ή δεν χρηματοδοτεί— τυχόν δραστηριότητες και δράσεις της ενορίας.
Το παγκάρι ελέγχεται από επιτροπή λαϊκών μαζί με τον κληρικό, και εάν κάποιοι κληρικοί αυξάνουν το εισόδημά τους (πάντοτε μέχρι το τέλος των αιώνων θα υπάρχουν κάποιοι εωσφορικά φιλοχρήματοι κληρικοί, που μάλιστα θα επιτυγχάνουν και στο σπορ — όπως άλλωστε και υδραυλικοί, δικηγόροι, πολιτικοί, μαγαζάτορες, γιατροί με φακελάκια), αυτό προκύπτει από άλλες δραστηριότητες, όπως τα τυχερά των γάμων και βαπτίσεων και η πιεστική απαίτησή τους. Όποιος ισχυρίζεται πως πίσω από την απροθυμία της ιεραρχίας να βάλει «λουκέτο» κρύβεται μια λογική follow the money από το… παγκάρι, απλώς δεν γνωρίζει τα στοιχειώδη για τις πραγματολογικές διαστάσεις του θέματος, τα facta ως προς το τι πάει πού. Δεν έχω πρόβλημα με την ασχετοσύνη, έχω και φίλους άσχετους, αρκεί να μην προκαλούν.
(ζ) Εδώ υπάρχει κι ένα άλλο ζήτημα. Οι πολλοί και οι έξωθεν φαντάζονται πως οι χριστιανοί (που αποτελούν ένα ανομοιογενές σύνολο από πανεπιστημιακούς καθηγητές, αμόρφωτους εργαζομένους, πυρηνικούς φυσικούς, χειρώνακτες, γιατρούς, και ό,τι υπάρχει ενδιαμέσως) θέλουν να εκκλησιάζονται επειδή δεν αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο, επειδή είναι πεπεισμένοι ότι δεν θα πάθουν τίποτα λόγω μιας μαγικής υπόσχεσης πλήρους διαφύλαξης της σωματικής τους υγείας (η οποία υπόσχεση δεν υπάρχει πουθενά στη χριστιανική παράδοση παρά μόνο ως ευχή). Κοινώς, επειδή είναι βλάκες: επειδή κάποιος εκκλησιαστικός βάκιλος, κάποια θρησκευτική μηνιγγίτιδα προσβάλλει τον εγκέφαλό τους και, ακυρώνοντας ό,τι λέει η επιστήμη, εκείνοι πιστεύουν ότι δεν θα πάθουν τίποτα και ως mindless drones σπεύδουν να μολυνθούν.
Όμως, χωρίς αυτό να ακυρώνει την ευθύνη των εκκλησιαζομένων χριστιανών για την υγεία των συνανθρώπων τους, όχι μόνο των ιδίων, διαλανθάνει των πολλών και των έξωθεν το ενδεχόμενο να πρόκειται για πολύ σαφή, ορθολογική και νηφάλια ιεράρχηση προτεραιοτήτων: ναι, οι πιστοί ιεραρχούν τη συμμετοχή τους στην εκκλησιαστική κοινότητα και στη θεία λειτουργία που τη συγκροτεί ως τέτοια υψηλότερα απ’ ότι ιεραρχούν την προσωπική τους σωματική υγεία, με ξηρή συνταγματική γλώσσα θα λέγαμε πως ιεραρχούν την ελευθερία του θρησκεύεσθαι πιο πάνω από την υγεία τους και ενδεχομένως τη βιολογική ζωή τους (χωρίς αυτό να ακυρώνει κλπ. κλπ.).
Ακριβώς επειδή υφίσταται το ζήτημα της διασφάλισης της υγείας των άλλων, και όχι μόνο των μελών του εκκλησιαστικού σώματος, είναι δουλειά της πολιτείας να αποφασίσει τυχόν δραστικές περιστολές, και όχι μια απόφαση που πρέπει να αναμένεται από αυτά τα μέλη αυτού του σώματος. Σημειωτέον πάντως ότι όλοι μας λαμβάνουμε τις αποφάσεις μας χωρίς να έχουμε πάντοτε διαυγή εποπτεία των διεργασιών που μας οδηγούν σε αυτές: όταν λοιπόν η μεσόκοπη κυρία πει στο μαρκούτσι του δημοσιογράφου τοπικού σταθμού της επαρχίας ότι «δεν παθαίνω τίποτα», για να τον ξεκόψει και να τελειώνουμε, είναι λάθος φρικτά επιφανειακής προσέγγισης το να την αναγορεύσουμε σε σκοταδιστικό mindless drone, ως εάν να μην έχει προβεί στην εσωτερική ιεράρχηση προτεραιοτήτων της, να μην έχει σκεφτεί σοβαρά τον κίνδυνο υγείας για τον οποίο της φωνάζει όλη η κοινωνία, ή ως εάν να γνωρίζει την Α΄Κορ. 11: 29-30 του Παύλου ή τους πειρασμούς του Χριστού στην έρημο πολύ λιγότερο απ’ ό,τι τους γνωρίζουν οι έξωθεν της εκκλησίας διαδικτυακοί σχολιαστές. Σε κάθε περίπτωση, η καρικατουρογραφία των πιστών ως αυτονόητα ηλιθίων με flat τρόπο σκέψης ενίοτε δείχνει πως δεν πρέπει πάντοτε να κρίνουμε εξ ιδίων τα αλλότρια.
Άνθρωποι που έδωσαν χρόνια απ’ τη ζωή τους στα ανθρώπινα δικαιώματα και στο να μην στοχοποιούνται άνθρωποι ως αποδιοπομπαίοι τράγοι έχουν αποδυθεί αυτές τις μέρες σε μια άνευ προηγουμένου στοχοποίηση των χριστιανών —και όχι μόνο των ταγών τους— ως μιασμάτων, ως φονιάδων, ως μολυσματικών εστιών που θα φέρουν το κακό μέσα στην κοινότητά τους. Και η ιστορία αυτή συνεχίζεται κατόπιν εορτής, ενώ κάθε λατρευτική σύναξη έχει ήδη ακυρωθεί με πρωθυπουργικό tweet, διότι «το κακό έχει ήδη γίνει»: είναι έτοιμοι να αποδώσουν κάθε μελλοντική απώλεια από την πανδημία στις κάποτε ήδη ολιγομελέστατες λατρευτικές συνάξεις. Η ανθρωποφαγική αυτή εικόνα δεν περιποιεί τιμή σε κανέναν — και δεν προοιωνίζεται τα καλύτερα.
Πάντως αξίζει να λεχθεί ότι η συζήτηση για τις ανοιχτές εκκλησίες γινόταν και όταν ήταν ακόμα ανοιχτά όλα τα υπόλοιπα, όπως μπαρ, εστιατόρια, καφετέριες. Εν τω μεταξύ, κατ’ εξοχήν τα μπαρ κι αν είναι υγειονομική βόμβα σε τέτοιες συνθήκες: εκεί, όπου μεταλαμβάνοντας παλλαϊκώς αγγιζόμενα ξηροκάρπια φτύνουμε σε απόσταση επτά εκατοστών το πρόσωπο του συνομιλητή μας για δύο ώρες, διότι πώς αλλιώς να συζητήσουμε με την ένταση της μουσικής. Δεν έχω τη θέση «γιατί να κλείσει το μεν και να μην κλείσει το δε», στις συνθήκες που βιώνουμε ας κλείσουν αμφότερα, αλλά δεν μπορώ να παρατηρήσω την κωμική αλλά και τραγική υφή του να μαζευόμαστε στα μπαρ για να συζητήσουμε το πόσο επικίνδυνες υγειονομικά είναι οι εκκλησίες (περιστατικό του οποίου προσωπικά ήμουν μάρτυρας όχι μία, δύο και τρεις φορές). Σε κάθε περίπτωση, άνθρωποι που γνωρίζουν τον υγειονομικό κίνδυνο, για τους ίδιους αλλά και για τους άλλους, του να βρεθούν σε μπαρ πήγαιναν όσο αυτά ήταν ακόμη ανοιχτά επί κορωνοϊού επειδή είχαν κάνει μια (ηθικά καλή ή ηθικά κακή) συγκεκριμένη ιεράρχηση προτεραιοτήτων: σε πολλούς όμως έμοιαζε πραγματικά αδιανόητο το να έχουν κάνει την ίδια ιεράρχηση προτεραιοτήτων κάποιοι άλλοι άνθρωποι, όχι όμως για τη βραδινή τους διασκέδαση αλλά για τη συμμετοχή στην κατ’ εξοχήν κοινότητα της ζωής τους.
Πλάγιο σχόλιο: ενδεχομένως αξίζει να δούμε τα όσα γράφει ο Giorgio Agamben για την τρέχουσα πανδημία και την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στο Quodlibet (μτφρ. Γ. Πινακούλας): «Το πρώτο πράγμα που δείχνει με σαφήνεια το κύμα πανικού που έχει παραλύσει τη χώρα είναι ότι η κοινωνία μας δεν πιστεύει πια σε τίποτε άλλο παρά μόνο στη γυμνή ζωή. Είναι σαφές ότι οι Ιταλοί είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν σχεδόν τα πάντα, τις φυσιολογικές συνθήκες του βίου, τις κοινωνικές σχέσεις, την εργασία, ακόμα και τις φιλίες, τα συναισθήματα και τις θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις, μπροστά στον κίνδυνο ν’ αρρωστήσουν. Η γυμνή ζωή —και ο φόβος μήπως τη χάσουμε— δεν είναι κάτι που ενώνει τους ανθρώπους, αλλά τους τυφλώνει και τους χωρίζει. […] O πλησίον μας έχει εξαφανιστεί και είναι παράδοξο που η Εκκλησία σωπαίνει σχετικά με αυτό. […] τι είναι μια κοινωνία που δεν έχει άλλη αξία από την επιβίωση; […] Υπήρξαν στο παρελθόν χειρότερες επιδημίες, αλλά κανείς ποτέ δε σκέφτηκε να κηρύξει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης όπως η παρούσα, που μας απαγορεύει ακόμα και τη μετακίνηση. […] Μια κοινωνία που ζει σε διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν μπορεί να είναι ελεύθερη κοινωνία.»
Υστερόγραφο διπλής ανάγνωσης: People go to churches to meet their Maker. Stopping on this occasion would seem counterproductive to me.
5. Γιατί μόνο στην Ελλάδα κυριάρχησε τόσο πολύ το ζήτημα της εκκλησίας στο δημόσιο λόγο περί κορωνοϊού;
Επειδή «μόνο στην Ελλάδα» δρα έτσι η ορθόδοξη εκκλησία — κάτι το οποίο είναι αντικειμενικά ψευδές, όπως σημειώθηκε παραπάνω;
Ή επειδή «μόνο στην Ελλάδα» έχει τόση εξουσία η εκκλησία — εξουσία που σβήνει, σκορπάει και εξαφανίζεται αυτοστιγμεί με ένα κυβερνητικό tweet πρωθυπουργού που «ανάβει κεριά»;
Από μια άλλη οπτική σε σύγκριση με την εδώ κατατιθέμενη, ο Αντώνης Λιάκος σημείωσε σχετικά στις 15 Μαρτίου (facebook): «Προσπαθώ να το καταλάβω ψυχολογικά, μήπως τελικά η θρησκεία είναι το σκοτεινό και ανομολόγητο αντικείμενο του πόθου και από τους πιο εκκοσμικευμένους; Μήπως τελικά η κριτική στην εκκλησία δείχνει πόσο αδύναμη είναι η εκκοσμίκευση μέσα μας;». Αυτό το σχόλιο έχει ψωμί…
6. Η λέξεις που κυριάρχησαν: «σκοταδισμός» και «Μεσαίωνας». Το θέμα που κυριάρχησε: «Επιστήμη vs θρησκεία», ως αλληλοαποκλειόμενες έννοιες (την ώρα που ο καθηγητής Τσιόδρας τυγχάνει… ψάλτης).
Δεδομένης της τριγύρω ολούθε αναφοράς του «Μεσαίωνα», αξίζει ίσως να αναφέρουμε για το γούστο του πράγματος ότι τα μόνα μέσα που μέχρι στιγμής μας δίνει η ιατρική επιστήμη για την αποφυγή της ταχύτερης διασποράς του κορωνοϊού είναι, κυριολεκτικά, μεσαιωνικά. Δηλαδή η καραντίνα (και το συναφές με αυτήν social distancing, κοινώς ανθρωποδιώκτης). Τι μας λένε οι γιατροί και η επιστήμη; Αφ’ ενός «δεν μπορούμε να σας θεραπεύσουμε μέχρι στιγμής», αφ’ ετέρου «προτείνουμε καραντίνα ως μέθοδο πρόληψης».
Η «καραντίνα» (40 ημέρες, quaranta giorni, μετεξέλιξη του τριακονθήμερου a trentine) είναι, κυριολεκτικά, μεσαιωνικός όρος από τον 14ο και 15ο αιώνα, και η μέθοδος που προτεινόταν τότε για την πρόληψη της περαιτέρω εξάπλωσης της πανώλους. Η ιατρική επιστήμη μας λέει μέχρι στιγμής, μέχρι το κάποτε εμβόλιο, όχι πολλά παραπάνω απ’ ότι μας έλεγε πεντέξι αιώνες (!) πριν: δεν μπορώ να τον θεραπεύσω και συστήνω καραντίνα. Ακριβώς τα ίδια με το Μεσαίωνα. Το παραπάνω δεν δηλώνει τίποτα περισσότερο από την ενδιαφέρουσα τροπή που παίρνει έτσι όλη η συζήτηση περί Μεσαίωνα, που αντιπαραβάλλεται στην επιστημονική, ορθολογική και αποτελεσματική νεωτερικότητα.
Στη χώρα μας κάνουμε κυρίως εισαγωγές ιδεών, επί τη βάσει των οποίων μαλώνουν και οι δύο πλευρές του εκάστοτε ελλαδικού στρατοπέδου, θεωρώντας τες ως αυταπόδεικτα αληθείς. Επειδή παίρνουμε τις ιδέες από δεύτερο χέρι, από τα μεταχειρισμένα, τις εισάγουμε κατ’ εξοχήν όταν έχουν μπαγιατέψει έξω. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το ιστορικά προβληματικό (όπως ξέρουμε πλέον σήμερα) δόγμα «θρησκεία versus επιστήμη», ανεβάστηκε ως αυτονόητο στη χώρα μας σε social media, ενημερωτικά site, δημοσιογραφικές γνώμες αλλά και σε κείμενα κάποιων κληρικών, απ’ την ανάποδη, γιατί τόσα ξέρουν (καθώς και στη φρικτής ασχετοσύνης πρωθυπουργική φράση «η πίστη αρχίζει εκεί που τελειώνει η επιστήμη»), δόγμα το οποίο έξω έχει πεθάνει σε κάθε σοβαρή πανεπιστημιακή σπουδή (καίτοι επιβιώνει στην popular culture) αλλά εδώ ζει και βασιλεύει ως αυταπόδεικτο.
Ο οξυμένος δημόσιος διάλογος γίνεται επειδή και οι δύο πλευρές αναμασούν τα πολυκαιρισμένα και τα στερούμενα πραγματολογικής βάσης, δεν είναι ότι οι μεν έχουν άδικο αλλά οι άλλοι δίκιο. Ο σοβαρός αναγνώστης, αν υπάρχουν ακόμα τέτοιοι στη χώρα, μπορεί να μελετήσει το βιβλίο του καθηγητή της Οξφόρδης Peter Harrison “The Territories of Science and Religion” (Chicago Univ. Press 2015) για το ιστορικό κομμάτι και το βιβλίο του καθηγητή της Οξφόρδης Alister McGrath “The Territories of Human Reason” (Oxford Univ. Press 2019) για το σύγχρονο κομμάτι. Αμφότερα τα βιβλία υπάρχουν δωρεάν στο Library Genesis. Ζούμε σε μια πολύ ωραία χώρα, με ασύγκριτη καθημερινή ποιότητα ζωής, αλλά οι φωνασκίες, η αναξιοκρατία, ο ρηχός δογματισμός κάθε προέλευσης και η ημιμάθειά της ενίοτε την καθιστούν αρκετά λιγότερο ελκυστική.
7. Προσωπικό σχόλιο, που δεν πρέπει να αναγνωστεί σε συνάρτηση με τα προηγούμενα, αλλά ανεξάρτητα:
Στην αρχή όλοι (όσοι τουλάχιστον δεν είχαμε δοθεί full time στο να ρίχνουμε τις ευθύνες στους συμπολίτες μας και να τους βρίζουμε χυδαία ως δολοφόνους) δοθήκαμε στο ότι πρέπει να παρθούν από το κράτος όλα τα εφικτά μέτρα, να αναλάβουμε προσωπική ευθύνη, να δράσουμε συλλογικά στην ακραία αυτή κατάσταση κλπ. Προσωπικά έχω αρχίσει να αναπτύσσω έναν έντονο αν και ασχημάτιστο σκεπτικισμό: η ιδιωτική μου αίσθηση είναι ότι, with the privilege of hindsight, η ιστορία σε λίγα χρόνια δε θα μετρήσει αυτές τις μέρες με τα μέτρα που τις μετράμε εμείς.
Λόγω έκτακτης ανάγκης (πόσοι και πόσοι πέταξαν στα σκουπίδια σχοινοτενέστατα διαβάσματά τους περί «έκτακτης ανάγκης» σε ελάχιστες μόνο ώρες) περιεστάλησαν με μια ΠΝΠ και μια ΚΥΑ τεράστιες, πραγματικά τεράστιες ελευθερίες (κίνησης, εμπορίου, θρησκευτικές, κοινωνικότητας), πράγματα αυτονόητα για εκατονταετίες, αυγαταίνουν οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας, καθολικεύθηκε μια ακραία στρατιωτική γλώσσα με αυτονόητη την αποδοχή της, είμαστε μόλις στην αρχή και έχουμε εύλογα προεξοφλήσει μια κτηνώδη διεθνή οικονομική κρίση —μετά— το πέρας της πανδημίας.
Εξυπακούεται πως όλα αυτά γίνονται για να σωθούν όσο το δυνατόν περισσότερες ζωές, ζωές πραγματικών και δικών μας ανθρώπων, εξ ου και τα στηρίζουμε. Προσωπικά όμως, με έναν κρυφό σκεπτικισμό και μια ασχημάτιστη επιφυλακτικότητα όμως που όλο και ξεμυτίζει. Με τρομάζει ιδιαίτερα το πόσο αυτονόητα έγιναν όλα αυτά, με τον κόσμο (κι εμένα μαζί) να τα ζητάει πιεστικά. Μας δίνουν ακραία, πρωτόγνωρη περιστολή με λάφυρο την ίδια τη βιολογική μας ζωή και εμείς απλώς ζητάμε περισσότερη περιστολή, εγκαλώντας τους όταν δεν τη βλέπουμε να υλοποιείται.
Ας μην παραβιασθούν ανοιχτές θύρες με τη φράση «το κάνουμε για να σώσουμε ανθρώπινες ζωές» — χαίρω πολύ, ειδάλλως δεν θα το κάναμε. Σε κάθε περίπτωση, δεν έχουμε ιδέα πώς και πού θα είμαστε μετά από όλο αυτό (αναφέρομαι στις αλλαγές των ζωών μας και όχι στην ίδια την πανδημία), δεν ξέρουμε ποιοι θα είμαστε μετά από όλο αυτό, σε τι είδους κράτη θα ξυπνήσουμε, και έχω μια έντονη αίσθηση πως η ιστορία δε θα γράψει απλώς ότι «τα κράτη και οι λαοί έδρασαν υπεύθυνα για να σωθούν ανθρώπινες ζωές». Η επιφυλακτικότητά μου —ενώ παράλληλα συναινώ σε αυτό που γίνεται— είναι κρυφή, διακριτική, in pectore, και δε χωρά σχοινοτενή ανάλυση. Πάντοτε ας θυμόμαστε πως είμαστε μόλις στην αρχή, δεν έχουμε δει τίποτα ακόμη.
Τέλος, πολλοί θριαμβολογούν ότι «στην παρούσα κρίση de facto ομολογήθηκε από όλους η χρεωκοπία συγκεκριμένων μοντέλων και συνταγών», και μέχρι στιγμής όντως έτσι μοιάζει να είναι. Ξεχνούν όμως κάτι, που ενισχύεται έτι περαιτέρω από το γεγονός πως είμαστε κυριολεκτικά μόλις στην αρχή: ξεχνούν την βαθύτατη σοφία της παροιμίας «στην αναπουμπούλα ο λύκος χαίρεται». Παγκοσμίως, οι έχοντες το πάνω χέρι θα επιλέξουν το timing για να διατυπώσουν το νέο Νόμο τους.
Διαβάστε, παρακαλώ, αν θέλετε, και:
Ευάγγελος Βενιζέλος: Θεολογία, Ιστορία, Βιολογία
Μιλτιάδης Κωνσταντίνου: "Ακούστηκε ακόμα και το εξωφρενικό ότι οι χριστιανοί ευθύνονται για τη διάδοση του ιού. Από την εποχή του Νέρωνα είχε να ακουστεί τέτοια κατηγορία"
Χρήστος Γιανναράς, Mεταφυσική αοπλία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου