Με αφορμή την Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης
Απόσπασμα από το διήγημα Όταν ο Δικαστής Ντρεντ πολέμησε δίπλα στον άγιο Γεώργιο (ΜΕΡΟΣ Γ΄, κεφ. 5).
Τι είναι η Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης, εδώ.
[......] Από
το βάθος ακούστηκαν οι αστυνομικοί που ανέβαιναν, ειδοποιημένοι από τους
υπεύθυνους του κτηρίου, αλλά κι από τη διεύθυνση του ίδιου του εκδοτικού οίκου.
«Έλα
μαζί μου· είναι ώρα» είπε ο Γεώργιος και τον έπιασε απαλά απ’ το μπράτσο.
Υψώθηκαν
και οι δυο, διαπέρασαν το ταβάνι, σα να ’ταν άυλοι, και χάθηκαν από τα μάτια
τους.
Πέρασαν
όλους τους ορόφους και βρέθηκαν στην ταράτσα. Κάτω απ’ τα πόδια τους, οι
αστυνομικοί έψαχναν κατάπληκτοι. Παραδίπλα, το Λονδίνο έσφυζε από ζωή – και από
θάνατο.
«Και
τώρα; Νόμιζα πως με είχες εγκαταλείψει».
«Τζόζεφ,
αδερφέ μου, ζήτησες να δεις το Χριστό. Νομίζω πως πλησιάζει η ώρα. Θα σε πάρω
από ’δώ, αν δεν έχεις αντίρρηση φυσικά, και θα σε μεταφέρω στο σπίτι μου».
«Στη
βασιλεία των ουρανών;».
Ο
Γεώργιος χαμογέλασε.
«Όχι,
σε ένα επίγειο σπίτι, που μου παραχώρησαν εδώ και αιώνες οι αδελφοί μου
ορθόδοξοι χριστιανοί, εκείνοι που αγαπούν το Χριστό. Εκεί θα γνωρίσεις την άλλη
πλευρά αυτού του κόσμου, αυτήν που κυρίως επιθυμούσα από την αρχή να σου
δείξω».
«Δε
βλέπω την ώρα να φύγω από ’δώ, αλλά πρώτα θέλω να σε ρωτήσω τι κάνεις εσύ, ο
Χριστός σου και οι άλλοι ορθόδοξοι χριστιανοί για το σκοτεινό κακό που βυθίζει
τον κόσμο στη δυστυχία».
«Πάντως,
δε σκοτώνουμε τους ενόχους. Θα θέλαμε να μετανοήσουν και να σωθούν, και μερικοί
απ’ αυτούς βρίσκουν το θάρρος».
«Τι
να το κάνω, όταν ο κόσμος γίνεται κόλαση; Ποια θα είναι η κατάληξη; Γιατί δεν
πολεμάτε, όταν εκείνοι χρησιμοποιούν τόση βία;». Σκέφτηκε λίγο. «Καταλαβαίνω
ότι είστε κατά της βίας, αλλά η βία ενάντια στους εγκληματίες προστατεύει τους
αμάχους».
Ο
άγιος τον χτύπησε φιλικά στο μπράτσο.
«Θα
σου εξηγήσω, αδερφέ μου, και μετά, με τη βοήθεια του Χριστού, θα ξεκινήσουμε
για τον τελικό προορισμό μας».
Αστυνομικοί
ανέβηκαν και ξεχύθηκαν στην ταράτσα και δυο ελικόπτερα πλησίασαν, αναζητώντας
τους.
«Με
τη χάρη του Θεού, δε μας βλέπουν» εξήγησε ο άγιος.
«Περιμένω»
είπε σκληρά ο Ντρεντ.
Ο
ειρηνικός πολεμιστής άρχισε αναστενάζοντας:
«Στον
κόσμο, ανέκαθεν, γίνεται ένας Αόρατος Πόλεμος. Αντικείμενο αυτού του Πολέμου
είναι ο Άνθρωπος και οι δύο αντίπαλοι που τον διεκδικούν είναι ο Θεός και ο
διάβολος».
Ο
Ντρεντ παρακολουθούσε κοιτάζοντάς τον στα μάτια, ανέκφραστος.
«Κάθε
ένας άνθρωπος ξεχωριστά είναι αντικείμενο διεκδίκησης ανάμεσα στο Θεό και το
διάβολο. Ο Θεός καλεί τον άνθρωπο να ενωθεί μαζί Του και να γίνει ένας μικρός
βασιλιάς στη βασιλεία των ουρανών (τον παράδεισο, όπως λέμε), ενωμένος με την
αγαθή ενέργεια της θεότητας – να γίνει ένας μικρός, αλλά σπουδαίος και ολόλαμπρος, θεός».
«Όπως
εσύ» υπέθεσε ο Ντρεντ. Ο Γεώργιος ένευσε με ταπείνωση.
«Ο
διάβολος», συνέχισε, «λέει ψέματα στους ανθρώπους, ότι θα τους χαρίσει πλούτη,
δύναμη και απολαύσεις, και τους τραβάει από τη μύτη στο δρόμο της διαφθοράς».
Έκανε μια σύντομη παύση. «Επιθυμία του Θεού και όλων των ανθρώπων και των
αγγέλων που αγωνίζονται δίπλα Του, είναι οι διεφθαρμένοι άνθρωποι να
μετανοήσουν και να σωθούν. Κάθε αμαρτωλός που μετανοεί, ακόμη κι αν είναι
φρικτός εγκληματίας, είναι μια νίκη για την παράταξη του Θεού, ένας θρίαμβος
στη βασιλεία των ουρανών. Κάθε αμαρτωλός που πεθαίνει αμετανόητος και πέφτει
στα νύχια του σατανά, είναι για μας μια τραγική ήττα. Αντίθετα, το να
συντρίψουμε βίαια τους εγκληματίες, γεμάτοι μίσος γι’ αυτούς, κάνει κι εμάς
διαφθαρμένους και μας ρίχνει στα νύχια του διαβόλου, ενώ στον κόσμο δεν
προσφέρει κανένα όφελος – εγκληματίες θα υπάρχουν πάντα! Καταλαβαίνεις;».
Τον
κοίταξε καλά.
«Ο
πραγματικός στόχος» κατέληξε «δεν είναι η αλλαγή της κοινωνίας, αλλά η αλλαγή
του ανθρώπου. Όταν αλλάζουν οι άνθρωποι, αλλάζει και η κοινωνία γύρω τους.
Χωρίς αλλαγή των ανθρώπων, δηλαδή ένωσή τους με το Θεό, η κοινωνία δεν
πρόκειται ν’ αλλάξει ποτέ, ακόμη κι αν αλλάξουν τα πρόσωπα που την κυβερνάνε».
Ο
Ντρεντ συλλογίστηκε τη Μεγάπολη, που δεν αλλάζει, παρά τις σκληρές προσπάθειες
του Δικαστικού Σώματος.
«Ναι,
αλλά η κοινωνία συνολικά δε θ’ αλλάξει ποτέ;» ρώτησε. «Αντίθετα, θα
χειροτερεύει; Δε θα τελειώσει ποτέ αυτός ο Αόρατος Πόλεμος;».
«Θα
τελειώσει, σε μια στιγμή που ονομάζεται Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Όταν ο
Χριστός θα ξανάρθει, η ιστορία όπως την ξέρουμε θα έχει ολοκληρωθεί, το κακό θα
συντριβεί, όλοι οι νεκροί θ’ αναστηθούν και θ’ ακολουθήσει η αιώνια ζωή, με
γενική επικράτηση της βασιλείας του Θεού».
«Και
οι κακοί; Ο διάβολος;».
«Ο
Θεός τους αγαπάει όλους, ακόμη και το διάβολο. Δεν είναι δημιουργός του θανάτου
και δεν αφαιρεί στην πραγματικότητα καμιά ζωή, δηλαδή δε βυθίζει κανένα πλάσμα
Του στην ανυπαρξία. Λοιπόν, θα ζουν κι εκείνοι μέσα στο Φως του Θεού, αλλά
δυστυχώς θα υποφέρουν, γιατί η σκληρότητά τους θα τους εμποδίζει να το δεχτούν
μέσα τους και να ενωθούν με αυτό».
«Η
κόλαση».
«Ακριβώς».
Ο
Ντρεντ κούνησε το κεφάλι του. Καταλάβαινε. Ήταν όμως αληθινά όλ’ αυτά; Αν ναι,
τότε η ζωή όπως ο ίδιος την ήξερε έπαιρνε τελείως διαφορετικό νόημα και οι
άνθρωποι χρειάζονταν εντελώς διαφορετικές επιλογές.
«Λοιπόν,
είμαι μπροστά σου» είπε ο Γεώργιος, «ζωντανή απόδειξη πως όλα αυτά είναι
αληθινά».
Ο
σκληρός Δικαστής συλλογίστηκε λίγες στιγμές. Μετά, ρώτησε:
«Λοιπόν,
πού θέλεις να πάμε;».
«Εκεί,
όπου θα καταλάβεις καλύτερα αυτά τα πράγματα».
«Θα
συναντήσουμε το Χριστό;».
«Το
ελπίζω».
«Είμαι
έτοιμος. Πώς θα πάμε; Θα μεταφερθούμε;».
Ο
Γεώργιος έδειξε προς τον ουρανό, σκεπασμένο με μολυβιά σύννεφα.
«Όχι,
με αυτά» αποκρίθηκε.
Μέσα
απ’ τα σύννεφα πρόβαλαν δυο άλογα. Το κατάλευκο άτι του αγίου Γεωργίου και
δίπλα του ένα δεύτερο, κοκκινωπό, εξίσου δυνατό και μεγαλόπρεπο.
Προσγειώθηκαν
μπροστά τους, πάνω στην ταράτσα του Διεθνούς Κέντρου Εμπορίου, ενώ γύρω τους
απλωνόταν το Λονδίνο και οι έρευνες γι’ αυτούς είχαν σταματήσει.
Ο
Ντρεντ έβγαλε το γάντι από το δεξί του χέρι και χάιδεψε το κοκκινωπό άλογο·
εκείνο ρουθούνισε φιλικά.
«Πώς
προέκυψε το δεύτερο άλογο;».
«Είναι
ενός αγαπημένου μου φίλου. Λέγεται Δημήτριος».
«Είναι
σαν εσένα;».
«Καλύτερος»
απάντησε ο άγιος καμαρώνοντας για το φίλο του. Ο Ντρεντ ένευσε.
«Πάμε
λοιπόν» είπε και καβάλησε στην περίτεχνη σέλα. Αναρωτήθηκε αν θα έβλεπε το
Δημήτριο, όπως το επιθυμούσε, αλλά προτίμησε να μη ρωτήσει.
«Θα
του το ζητήσω» απάντησε ο Γεώργιος.
Ο
Ντρεντ, δίπλα του, ένωσε τα τρία δάχτυλα του χεριού του και τον μιμήθηκε. Κάτι
θετικό φαινόταν να έχει αυτή η κίνηση.
«Έχει
όνομα αυτό το σπίτι σου;» ρώτησε.
«Ονομάζεται
Μονή Ζωγράφου και βρίσκεται σε μια χερσόνησο, δίπλα σ’ ένα βουνό, που αποτελεί
την καρδιά της Ορθοδοξίας. Το βουνό ονομάζεται Άθως, αλλά έχει μείνει στην
Ιστορία ως Άγιο Όρος!».
Τα
δύο άλογα υψώθηκαν στον ουρανό και το ταξίδι ξεκίνησε.
[......]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου