ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Σερβία, β΄μέρος: ιστορία & πολιτική κατάσταση



Συνέχεια από εδώ.
Από τη Βικιπαίδεια. Το βίντεο από εδώ.
  
Ιστορία

Μoρφή του πολιτισμού Λέπενσκι Βιρ, 7.000 π.Χ.
 
Μορφή του πολιτισμού Βίντσα, 4.000-4.500 π.Χ.

Προϊστορία

Λιγοστές είναι οι αρχαιολογικές μαρτυρίες παλαιολιθικών οικισμών στο έδαφος της σημερινής Σερβίας. Ένα θραύσμα μιας ανθρώπινης γνάθου βρέθηκε στο Σίτσεβο (Μάλα Μπαλάνιτσα) και πιστεύεται ότι είναι 525.000-397.000 ετών.
Περίπου γύρω στο 6.500 π.Χ., κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής περιόδου, οι πολιτισμοί του Στάρτσεβο και |του Βίντσα υπήρξαν μέσα ή κοντά στο σύγχρονο Βελιγράδι και κυριάρχησαν στο μεγαλύτερο μέρος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (καθώς επίσης και σε τμήματα της Κεντρικής Ευρώπης και της Μικράς Ασίας). Δύο σημαντικοί τοπικοί αρχαιολογικοί χώροι από την εποχή αυτή σώζονται ακόμη κοντά στις όχθες του Δούναβη.

Αρχαία ιστορία

Κατά την Εποχή του Σιδήρου Θράκες, Δάκες και Ιλλυριοί αντιμετωπίστηκαν από τους Αρχαίους Έλληνες κατά την επέκτασή τους στα νότια της σημερινής Σερβίας κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., με βορειοδυτικότερο σημείο της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι η πόλη του Καλέ-Kρσέβιτσα. Μετά την ελληνική εισβολή ακολούθησε λίγο αργότερα η Κελτική φυλή των Σκορδίσκων, που εγκαταστάθηκαν σε όλη την περιοχή τον 3ο αιώνα π.Χ. Οι Σκορδίσκοι σχημάτισαν το δικό τους φυλετικό κράτος σε αυτή την περοχή και έχτισαν πολλές οχυρώσεις, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας του κράτους τους στο Σίγκιντουν (σημερινό Βελιγράδι) και της Ναϊσσού (σημερινή Νις).
Οι Ρωμαίοι κατέκτησαν μεγάλο μέρος της χώρας το 2ο αι. π.Χ. Το 167 π.Χ. ιδρύθηκε η Ρωμαϊκή επαρχία του Ιλλυρικού, το υπόλοιπο κατακτήθηκε περίπου το 75 π.Χ., σχηματίζοντας τη ρωμαϊκή επαρχία της Ανω Μοισίας, ενώ η σημερινή περιοχή του Σρεμ κατακτήθηκε το 9 π.Χ. και η Μπάτσκα και το Βανάτο το 106 μ.Χ., μετά τους Δακικούς πολέμους του Τραϊανού. Ετσι η σύγχρονη Σερβία εκτείνεται πλήρως ή εν μέρει σε αρκετές πρώην ρωμαϊκές επαρχίες, όπως η Μοισία, η Παννονία, η Πραιβαλιτάνα, η Δαλματία, η Δακία και η Μακεδονία.

Αυτοκρατορικό Ανάκτορο Φελίξ Ρομουλιάνα, Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ
 
Οι κύριες πόλεις της Άνω Μοισίας (και ευρύτερα) ήταν: το Σιγκίντουνουμ (Βελιγράδι), το Βιμινάκιουμ (σημερινό Παλιό Κόστολατς), η Ρεμεσιάνα (σημερινή Μπέλα Παλάνκα), η Ναϊσσός (Νις) και το Σίρμιουμ (σημερινή Σρέμσκα Μιτρόβιτσα), η τελευταία εκ των οποίων υπηρέτησε ως μια από τις τέσσερις ρωμαϊκές πρωτεύουσες κατά τη διάρκεια της Τετραρχίας. Δεκαεπτά Ρωμαίοι αυτοκράτορες γεννήθηκαν στην περιοχή της σημερινής Σερβίας, δεύτερης ως προς αυτό μόνο μετά τη σημερινή Ιταλία. Ο πιο διάσημος από αυτούς ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο πρώτος Χριστιανός αυτοκράτορας, που εξέδωσε ένα διάταγμα που επέβαλλε την ανεξιθρησκεία σε όλη την Αυτοκρατορία.
Όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διχοτομήθηκε το 395 το μεγαλύτερο μέρος της Σερβίας παρέμεινε υπό την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ενώ δυτικά τμήματά της συμπεριλήφθηκαν στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Από τις αρχές του 6ου αιώνα οι Νότιοι Σλάβοι ήταν παρόντες σε όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σε μεγάλους αριθμούς.

Μεσαίωνας
 
Οι Σέρβοι στο Βυζαντινό κόσμο ζούσαν στις λεγόμενες Σκλαβηνίες, εδάφη αρχικά εκτός Βυζαντινού έλεγχου και ανεξάρτητα. Η δυναστεία Βλαστιμίροβιτς ίδρυσε το Πριγκιπάτο της Σερβίας τον 8ο αιώνα. Το 822 οι Σέρβοι «κατοικούσαν το μεγαλύτερο μέρος της Δαλματίας» και ο Χριστιανισμός υιοθετήθηκε ως επίσημη θρησκεία του κράτους περί το 870. Στα μέσα του 10ου αιώνα το κράτος είχε αναδειχθεί σε μια φυλετική συνομοσπονδία που απλωνόταν στις ακτές της Αδριατικής Θάλασσας από το Νερέτβα, το Σάβο, το Μοράβα και τη Σκόδρα.
Το κράτος διαλύθηκε μετά το θάνατο του τελευταίου γνωστού ηγεμόνα των Βλαστιμίροβιτς, οι Βυζαντινοί προσάρτησαν την περιοχή και την κράτησαν για έναν αιώνα μέχρι το 1040, όταν οι Σέρβοι υπό την ηγεσία της μέλλουσας δυναστείας Βοϊσλάβλιεβιτς επαναστάτησαν στη Διοκλεία, μια παραθαλάσσια περιοχή. Το 1091, η δυναστεία Βουκάνοβιτς ίδρυσε το Μεγάλο Σερβικό Πριγκιπάτο, με έδρα τη Ράσκα. Τα δύο μισά επανενώθηκαν το 1142.
Το 1166 ο Στέφανος Νεμάνια ανέλαβε το θρόνο, σηματοδοτώντας την αρχή μιας ακμάζουσας Σερβίας, πλέον υπό την κυριαρχία της δυναστείας Νεμάνια. Ο γιος του Νεμάνια Ράστκο (μεταγενέστερα Αγιος Σάββας), κέρδισε την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Σερβίας το 1217 και συνέγραψε τοαρχαιότερο γνωστό σύνταγμα, και την ίδια στιγμή ο Στέφανος ο Πρωτόστεπτος ίδρυσε το Βασίλειο της Σερβίας. Η μεσαιωνική Σερβία έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Στέφανου Δουσάν, που εκμεταλλεύτηκε το Βυζαντινό εμφύλιο πόλεμο και διπλασίασε το μέγεθος του κράτους από την κατάκτηση εδαφών στα νότια και ανατολικά εις βάρος του Βυζαντίου, φτάνοντας ως την Πελοπόννησο, στεφόμενος επίσης καθ' οδόν αυτοκράτορας των Σέρβων και των Ελλήνων. Η Σερβική Αυτοκρατορία διήρκεσε μέχρι το 1371.
ΗΜάχη του Κοσσυφοπεδίου κατά της ανερχόμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1389 σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής και θεωρείται ως αρχή της πτώσης της Σερβικής Αυτοκρατορίας. Οι αρχοντικές οικογένειες Λαζάρεβιτς και Μπράνκοβιτς κυβέρνησαν το Δεσποτάτο της Σερβίας στη συνέχεια (το 15ο και 16ο αιώνα). Μετά τηνάλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453 και την Πολιορκία του Βελιγραδίου (1456), το Δεσποτάτο της Σερβίας έπεσε το 1459 μετά την πολιορκία της προσωρινής πρωτεύουσάς της Σμεντέρεβο. Το 1455 η Κεντρική Σερβία είχε πλήρως κατακτηθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά την απώθηση οθωμανικών επιθέσεων για πάνω από 70 χρόνια το Βελιγράδι έπεσε τελικά το 1521, ανοίγοντας το δρόμο για την οθωμανική επέκταση στην Κεντρική Ευρώπη. Η Βοϊβοντίνα, ως μέρος της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, αντιστάθηκε στην οθωμανική κυριαρχία μέχρι και το 16ο αιώνα.

Oθωμανοί και Αψβούργοι

Μετά την απώλεια της ανεξαρτησίας από το Βασίλειο της Ουγγαρίας και την Οθωμανική Αυτοκρατορία η Σερβία ανέκτησε εν μέρει και για λίγο (1526-1527) κυριαρχία υπό το Γιόβαν Νέναντ το 16ο αιώνα. Τρεις εισβολές των Αψβούργων και πολλές εξεγέρσεις αμφισβητούσαν συνεχώς την Οθωμανική κυριαρχία. Σημαντικό γεγονός ήταν η Εξέγερση του Βανάτου το 1595, που ήταν μέρος των Μακρών Πολέμων μεταξύ των Οθωμανών και των Αψβούργων. Η περιοχή της σημερινής Βοϊβοντίνα υπέμεινε έναν αιώνα Οθωμανικής κυριαρχίας, πριν παραχωρηθεί στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων, στο τέλος του 17ου αιώνα, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς.
Σε όλα τα Σερβικά εδάφη νότια των ποταμών Δούναβη και Σάβου η αριστοκρατία εξαλείφθηκε και οι αγρότες έγιναν δουλοπάροικοι σε Οθωμανούς αφέντες, ενώ μεγάλο μέρος του κλήρου έφυγε ή περιορίστηκε στα απομονωμένα μοναστήρια. 
Σύμφωνα με το οθωμανικό σύστημα οι Σέρβοι, ως Χριστιανοί, θεωρήθηκαν κατώτερη τάξη ανθρώπων και υποβλήθηκαν σε βαριά φορολογία και ένα μικρό μέρος του σερβικού πληθυσμού βιώσει τον εξισλαμισμό. Οι Οθωμανοί κατάργησαν το Σερβικό Πατριαρχείο (1463), αλλά το επανίδρυσαν το 1557 σε, παραχωρώντας περιορισμένη συνέχιση των σερβικών πολιτιστικών παραδόσεων στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας.
Οταν οι Μεγάλες Σερβικές Μεταναστεύσεις ερήμωσαν το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Σερβίας, οι Σέρβοι ζήτησαν καταφύγιο απέναντι από τον ποταμό Δούναβη στη Βοϊβοντίνα στα βόρεια και στις Μεθοριακές Επαρχίες (Κροατία-Σλαβονία των Αψβούργων) στα δυτικά, όπου τους χορηγήθηκαν δικαιώματα από το Αυστριακό στέμμα στο πλαίσιο μέτρων, όπως το Statuta Wallachorum του 1630. Το εκκλησιαστικό κέντρο των Σέρβων μετακινήθηκε επίσης προς τα βόρεια, στη Μητρόπολη του Σρέμσκι Καρλόβτσι, καθώς το η Σερβικό Πατριαρχείο για μια κόμη φορά και πάλι καταργήθηκε από τους Οθωμανούς το 1766. Μετά από αρκετά αιτήματα ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας χορήγησε επίσημα στους Σέρβους, που επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν (τη Σερβία) το δικαίωμα να ζήσουν στην αυτόνομη επαρχία τους του στέματός του.
Μεταξύ 1718-1739 η Μοναρχία των Αψβούργων κατείχε την Κεντρική Σερβία και ίδρυσε το Βασίλειο της Σερβίας. Εκτός από την Βοϊβοντίνα και το Βόρειο Βελιγράδι, που είχαν απορροφηθεί από την Αυτοκρατορία των Αψβούργων, η Κεντρική Σερβία κατελήφθη από τους Αψβούργους και πάλι μεταξύ 1686-1691 και 1788-1792.

Επανάσταση και ανεξαρτησία
 
Ντοσιντέι Ομπράντοβιτς, σημαίνων πρωταγωνιστής της σερβικής εθνικής και πολιτιστικής αναγέννησης, υποστήριξε τις ιδέες του Διαφωτισμού και του ορθολογισμού
 
Εναρξη της Δεύτερης Σερβικής Εξέγερσης στο Τάκοβο, δεύτερης φάσης της Σερβικής Επανάστασης
 
Η επανάσταση της Σερβίας για την ανεξαρτησία της από την οθωμανική αυτοκρατορία διήρκεσε έντεκα χρόνια, από το 1804 έως το 1815. Η επανάσταση περιλαμβάνει δύο ξεχωριστές εξεγέρσεις, που κέρδισαν την αυτονομία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τελικά κατέληξαν στην πλήρη ανεξαρτησία (1835-1867). Κατά τη διάρκεια της Πρώτης Σερβικής Εξέγερσης, με επικεφαλής το Δούκα Καραγιώργη Πέτροβιτς, η Σερβία ήταν ανεξάρτητη για σχεδόν μια δεκαετία πριν ο οθωμανικός στρατός μπορέσει να ανακαταλάβει τη χώρα. Λίγο αργότερα ξεκίνησε η Δεύτερη Σερβική Εξέγερση. Με επικεφαλής το Μίλος Ομπρένοβιτς, τελείωσε το 1815 με έναν συμβιβασμό μεταξύ των Σέρβων επαναστατών και των Οθωμανικών αρχών. Ομοίως, η Σερβία ήταν μία από τις πρώτες χώρες των Βαλκανίων, όπου καταργήθηκε η φεουδαρχία. Η Σύμβαση του Άκερμαν το 1826, η Συνθήκη της Αδριανούπολης το 1829 και, τέλος, το Χαττ-ι-Σερίφ αναγνώρισε την αυτονομία της Σερβίας. Το πρώτο Σερβικό Σύνταγμα εγκρίθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1835.
Μετά τις συγκρούσεις μεταξύ του Οθωμανικού στρατού και των Σέρβων στο Βελιγράδι το 1862 και υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων το 1867 οι τελευταίοι Τούρκοι στρατιώτες εγκατέλειψαν το Πριγκιπάτο, καθιστώντας τη χώρα ντε φάκτο ανεξάρτητη. Θεσπίζοντας ένα νέο σύνταγμα χωρίς διαβούλευση με την Υψηλή Πύλη, οι Σέρβοι διπλωμάτες επιβεβαίωσαν τη ντε φάκτο ανεξαρτησία της χώρας. Το 1876 η Σερβία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ανακηρύσσοντας την ένωσή της με τη Βοσνία.
Η επίσημη ανεξαρτησία της χώρας αναγνωρίστηκε διεθνώς στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878, που τερμάτισε επίσημα το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο. Η συνθήκη αυτή, όμως, απαγόρευε στη Σερβία τη συνένωσή της με τη Βοσνία, με τη θέση της τελευταίας υπό Αυστροουγγρική κατοχή, παράλληλα με την κατάληψη του Σαντζακίου του Νόβι Παζάρ. Από 1815 ως το 1903 το Πριγκιπάτο της Σερβίας κυβερνήθηκε από τον Οίκο των Ομπρένοβιτς, με εξαίρεση τον Πρίγκιπα Αλέξανδρο Καραγεώργεβιτς μεταξύ 1842 και 1858. Το 1882 η Σερβία έγινε Βασίλειο, υπό το Βασιλιά Μίλαν Α΄. Ο Οίκος των Καραγεώργεβιτς, απόγονος του επαναστάτη ηγέτη Καραγιώργη Πέτροβιτς, ανέλαβε την εξουσία το 1903 μετά το Πραξικόπημα του Μαίου. Στο βορρά η επανάσταση του 1848 στην Αυστρία οδήγησε στην ίδρυση της αυτόνομης περιοχής της Σερβικής Βοϊβοντίνα. Το 1849 η περιοχή μετασχηματίστηκε σε Βοεβοδάτο Σερβίας και Βανάτο Τέμεσβαρ.
Στις αρχές του 20ου αιώνα το Βασίλειο της Σερβίας γνώρισε σημαντική πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη. Οι Γιόβαν Τσβίγιτς, Νίκολα Τέσλα, Μιχαΐλο Πούπιν, Γιόσιφ Πάντσιτς και Μιλουτίν Μιλάνκοβιτς είναι μερικά από τα ονόματα με ιδιαίτερα σημαντική συμβολή στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα.

Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η Πρώτη Γιουγκοσλαβία

Κατά τον Α' Βαλκανικό Πολέμο ο Βαλκανικός Συνασπισμός νίκησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατέλαβε τα ευρωπαϊκά εδάφη της, γεγονός που επέτρεψε την εδαφική επέκταση στη Ράσκα και το Κοσσυφοπέδιο. Γρήγορα ακολούθησε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, όταν η Βουλγαρία στράφηκε κατά των πρώην συμμάχων της αλλά ηττήθηκε, με αποτέλεσμα τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Σε δύο χρόνια η Σερβία αύξησε την έκτασή της κατά 80% και τον πληθυσμό της κατά 50%, υπέστη όμως επίσης μεγάλες απώλειες τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με περίπου 20.000 νεκρούς. Η Αυστροουγγαρία ανησύχησε για την αυξανόμενη περιφερειακή δύναμη στα σύνορά της και το ενδεχόμενο να γίνει ο πόλος για την ενοποίηση όλων των Νότιων Σλάβων και οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών εντάθηκαν.

Το Κοινοβούλιο του Βασιλείου της Σερβίας υπο κατασκευή γύρω στα 1900
 
Νικόλα Πάσιτς, Πρωθυπουργός κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
 
Μιχαϊλο Πούπιν, φυσικός και φυσικοχημικός, ιδρυτικό μέλος της Εθνικής Συμβουλευτικής Επιτροπής Αεροναυτικής των ΗΠΑ. Επηρέασε τις τελικές αποφάσεις της Συνόδου Ειρήνης του Παρισιού, όταν χαράζονταν τα σύνορα του Βασιλείου
 
Η δολοφονία του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου της Αυστρίας στις 28 Ιουνίου 1914 στο Σαράγεβο από το Γκαβρίλο Πρίντσιπ, μέλος της οργάνωσης «Νεαρά Βοσνία», έκανε την Αυστροουγγαρία να κηρύξει τον πόλεμο στη Σερβία. Προς υπεράσπιση της συμμάχου της Σερβίας η Ρωσία κινητοποίησε τα στρατεύματά της, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα η σύμμαχος της Αυστροουγγαρίας Γερμανία να κηρύξει τον πόλεμο στη Ρωσία. Τα αντίποινα της Αυστροουγγαρίας εναντίον της Σερβίας ενεργοποίησαν μια σειρά από στρατιωτικές συμμαχίες που πυροδότησαν μια αλυσιδωτή αντίδραση κηρύξεων πολέμου σε όλη την ήπειρο, οδηγώντας στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέσα σε ένα μήνα. Η Σερβία κέρδισε τις πρώτες μεγάλες μάχες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η Μάχη του Τσερ και Μάχη του Κολούμπαρα - σημειώνοντας τις πρώτες Συμμαχικές νίκες εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Παρά την αρχική επιτυχία τελικά καταβλήθηκε από τις Κεντρικές Δυνάμεις το 1915. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού της και μερικοί άμαχοι υποχώρησαν εξόριστοι στην ηπειρωτική Ελλάδα και την Κέρκυρα, όπου συνήλθαν, ανασυντάχθηκαν και επέστρεψαν στο Μακεδονικό Μέτωπο για να καταφέρουν τελικά ένα ρήγμα μέσα στις εχθρικές γραμμές στις 15 Σεπτεμβρίου του 1918, απελευθερώνοντας τη Σερβία και νικώντας την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία και τη Βουλγαρία. Η Σερβία, με τον αγώνα της, ήταν μια σημαντική Βαλκανική Δύναμη της Αντάντ, που συνέβαλε σημαντικά στη νίκη των Συμμάχων στην περιοχή των Βαλκανίων, το Νοέμβριο του 1918, ιδίως βοηθώντας τη Γαλλική δύναμη στη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας. Η Σερβία χαρακτηρίστηκε ως μικρή δύναμη της Αντάντ.

Οι απώλειες της Σερβίας αντιπροσωπεύουν το 8% του συνόλου των στρατιωτικών θανάτων της Αντάντ. Το 58% (243.600) των στρατιωτών του Σερβικού στρατού έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο. Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων τοποθετείται περίπου στις 700.000, περισσότερο από το 16% του προπολεμικού πληθυσμού της Σερβίας και πλειοψηφία (57%) του συνολικού ανδρικού πληθυσμού της. Οταν κατέρρευσε η Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, η περιοχή της Σιρμίας ενώθηκε με τη Σερβία στις 24 Νοεμβρίου του 1918 και ακολούθησε το Βανάτο, Μπάτσκα και Μπαράνια την επόμενη ημέρα, φέρνοντας έτσι το σύνολο της Βοϊβοντίνα στο Σερβικό Βασίλειο. Στις 26 Νοεμβρίου του 1918 η Συνέλευση της Ποντγκόριτσα εκθρόνισε τον οίκο Πέτροβιτς-Nιέγκος και ένωσε το Μαυροβούνιο με τη Σερβία. Την 1η Δεκεμβρίου του 1918, στην Οικία Κρσμάνοβιτς της Τεράζιγιε (κεντρική πλατεία του Βελιγραδίου), ο Αντιβασιλέας της Σερβίας Αλέξανδρος ανακήρυξε το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων με βασιλιά τον Πέτρο Α 'της Σερβίας.
Το βασιλιά Πέτρο διαδέχθηκε ο γιος του Αλέξανδρος τον Αύγουστο του 1921. Σέρβοι συγκεντρωτιστές και Κροάτες αυτονομιστές συγκρούονταν στο κοινοβούλιο και οι περισσότερες κυβερνήσεις ήταν εύθραυστη και βραχύβιες. Ο Νικόλα Πάσιτς, ένας συντηρητικός πρωθυπουργός, ήταν επικεφαλής ή κυριαρχούσε στις περισσότερες κυβερνήσεις μέχρι το θάνατό του. Ο βασιλιάς Αλέξανδρος άλλαξε το όνομα της χώρας στη Γιουγκοσλαβία και την εσωτερική διάρθρωση από 33 «όμπλαστ» σε 9 νέες μπανόβινες. Αποτέλεσμα της δικτατορίας του Αλεξάνδρου ήταν η περαιτέρω αποξενώση την μη Σέρβων από την ιδέα της ενότητας.
Ο Αλέξανδρος δολοφονήθηκε στη Μασσαλία, κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης το 1934 από το Βλάντο Τσερνοζέμσκι, μέλος της ΕΜΕΟ. Τον διαδέχθηκε ο ενδεκάχρονος γιος του Πέτρος Β΄ και ένα συμβούλιο αντιβασιλείας με επικεφαλής τον ξάδελφό του Πρίγκιπα Παύλο. Τον Αύγουστο του 1939 η Συμφωνία Τσβέτκοβιτς-Μάτσεκ δημιούργησε ένα αυτόνομο Βανάτο της Κροατίας ως λύση για τις κροατικές ανησυχίες.

Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η Δεύτερη Γιουγκοσλαβία
 
Κροάτες φασίστες, Ουστάσι, εκτελούν Σέρβους και Εβραίους στο Γιασένοβατς, στο πλαίσιο της γενοκτονίας των Σέρβων
 
Το 1941, παρά τις προσπάθειες της Γιουγκοσλαβικής να παραμείνει ουδέτερη στον πόλεμο, οι δυνάμεις του Άξονα εισέβαλαν στη Γιουγκοσλαβία. Το έδαφος της σύγχρονης Σερβίας διαμοιράσθηκε μεταξύ της Ουγγαρίας, της Βουλγαρίας, του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας και της Ιταλίας (Μεγάλη Αλβανία και Μαυροβούνιο), ενώ το υπόλοιπο τμήμα της Σερβίας τέθηκε υπό Γερμανική Στρατιωτική διοίκηση, με Σερβικές κυβερνήσεις-μαριονέτες με επικεφαλής τους Μίλαν Ατσίμοβιτς και Μίλαν Νέντιτς. Τα κατεχόμενα εδάφη υπήρξαν το θέατρο ενός εμφυλίου πολέμου μεταξύ των βασιλικών Τσέτνικ υπό τη διοίκηση του Ντράζα Μιχαΐλοβιτς και κομμουνιστών ανταρτών υπό τη διοίκηση του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο. Ενάντια σε αυτές τις δυνάμεις παρατάσσονταν βοηθητικές του Άξονα μονάδες των Σερβικών Σωμάτων Εθελοντών και της Σερβικής Εθνοφρουράς. Οι σφαγές του Ντράγκινατς και της Λοζνίτσα 2.950 χωρικών στη Δυτική Σερβία το 1941 ήταν η πρώτη μεγάλη εκτέλεση αμάχων στην κατεχόμενη Σερβία από τους Γερμανούς, ενώ η σφαγή του Κραγκούγιεβατς και οι Επιθέσεις στο Νόβι Σαντ κατά Εβραίων και Σέρβων από τους Ούγγρους φασίστες ήταν οι πιο διαβόητες, με πάνω από 3.000 θύματα σε κάθε περίπτωση. Μετά από ένα χρόνο κατοχής, περίπου 16.000 Σέρβοι Εβραίοι είχαν δολοφονηθεί στην περιοχή, ή περίπου το 90% του προπολεμικού εβραϊκού πληθυσμού της. Πολλά στρατόπεδα συγκέντρωσης δημιουργήθηκαν σε όλη την περιοχή. Το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Μπάνιτσα, στα περίχωρα του Βελιγραδίου, ήταν το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης, με θύματα κυρίως Σέρβους Εβραίους, Ρομά και Σέρβους πολιτικούς κρατούμενους.
Το Αξονικό κράτος-μαριονέτα Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας διέπραξε μεγάλης κλίμακας διώξεις και γενοκτονία Σέρβων, Εβραίων και Ρομά. Οι εκτιμήσεις του Μουσείου Μνήμης Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ δείχνουν ότι 320.000 ως 340.000 Σέρβοι, κάτοικοι της Κροατίας, της Βοσνίας και της βόρειας Σερβίας δολοφονήθηκαν κατά την εκστρατεία γενοκτονίας των Ουστάσι. Τα παραπάνω στοιχεία υποστηρίζονται και από την «Εβραϊκή Εικονική Βιβλιοθήκη»
(διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια). Επίσημες Γιουγκοσλαβικές πηγές εκτιμούσαν τα θύματα σε περισσότερα από 700.000, κυρίως Σέρβους. [97] Το μνημείο στο Γιασένοβατς απαριθμεί μέχρι στιγμής 82.085 ονόματα που σκοτώθηκαν μόνο σε αυτό το στρατόπεδο συγκέντρωσης, από περίπου 100.000 εκτιμώμενα θύματα (75% των οποίων ήταν σερβικής καταγωγής). Από περίπου 1 εκατομμύριο θύματα σε όλη τη Γιουγκοσλαβία μέχρι το 1944, περίπου 250.000 ήταν πολίτες της Σερβίας διαφόρων εθνικοτήτων. ["Ν": Για το θέμα δες και: Νεομάρτυρες Σέρβοι στον 20ό αιώνα. Από εκεί και η διπλανή εικόνα].
Η Δημοκρατία του Ούζιτσε (Δημοκρατία της Užice) ήταν μια βραχύβια απελευθερωμένη περιοχή, που ιδρύθηκε από τους Παρτιζάνους και το πρώτη απελευθερωμένη έδαφος στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη, οργανωμένο ως στρατιωτικό κρατίδιο που υπήρξε το φθινόπωρο του 1941 στα δυτικά της κατεχόμενης Σερβίας. Στα τέλη του 1944 η Επίθεση κατά του Βελιγραδίου έκρινε τον εμφύλιο πόλεμο υπέρ των παρτιζάνων, που στη συνέχεια απέκτησαν τον έλεγχο της Γιουγκοσλαβίας. Μετά την Επίθεση κατά του Βελιγραδίου το Μέτωπο της Σιρμίας (21 Οκτωβρίου 1944 – 12 Απριλίου 1945) ήταν η τελευταία σημαντική στρατιωτική δράση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στη Σερβία.

Η Σερβία (δεξιά) κατεχόμενη από Γερμανία, Ιταλία, Ουγγαρία, Βουλγαρία και Κροατία
 
Η νίκη των Κομμουνιστών Παρτιζάνων είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση της μοναρχίας και στη συνέχεια ένα συνταγματικό δημοψήφισμα. Σύντομα ιδρύθηκε στη Γιουγκοσλαβία ένα μονοκομματικό κράτος από την Ένωση Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας, με 60.000 ως 70.000 νεκρούς στη Σερβία κατά τη διάρκεια της κατάληψης της εξουσίας. Όλη η αντιπολίτευση κατεστάλη και οι άνθρωποι που θεωρείτο ότι προωθούσαν την αντιπολίτευση στο σοσιαλισμό ή αποσχιστικές τάσεις φυλακίστηκαν ή εκτελέστηκαν για ανατρεπτικές ενέργειες. Η Σερβία έγινε συστατική δημοκρατία εντός της ΣΟΔΓ, γνωστή ως Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σερβίας, και είχε ένα παράρτημα της δημοκρατίας αυτής του ομοσπονδιακού κομμουνιστικού κόμματος, την Ένωση Κομμουνιστών της Σερβίας.

Ο Πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας Γιόσιπ Μπροζ Τίτο με τον πρόεδρο της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών Αλεξάνταρ Μπέλιτς
 
Ο ισχυρότερος και με τη μεγαλύτερη επιρροή πολιτικός της Σερβίας στην Τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία ήταν ο Αλεξάνταρ Ράνκοβιτς, ένας από τους «τέσσερις μεγάλους» Γιουγκοσλάβους ηγέτες, μαζί με τον Τίτο, τον Έντβαρντ Καρντέλι και το Μίλοβαν Τζίλας. Ο Ράνκοβιτς αργότερα έχασε τη θέση του, λόγω των διαφωνιών σχετικά με τη νομενκλατούρα (ιθύνουσα γραφειοκρατία) του Κοσσυφοπεδίου και την ενότητα της Σερβίας. Η απόλυση του Ράνκοβιτς ήταν εξαιρετικά μη δημοφιλής μεταξύ των Σέρβων. Οι μεταρρυθμιστές υπέρ της αποκέντρωσης στη Γιουγκοσλαβία πέτυχαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 να επιβάλλουν ουσιαστική αποκέντρωση των εξουσιών, δημιουργώντας ουσιαστική αυτονομία στο Κοσσυφοπέδιο και τη Βοϊβοντίνα, και αναγνωρίζοντας Γιουγκοσλαβική Μουσουλμανική εθνικότητα. Αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων αυτών ήταν μια μαζική αναδιάρθρωση της νομενκλατούρας και της αστυνομίας του Κοσσυφοπεδίου, που μεταλλάχθηκαν από Σερβοκρατούμενες σε Αλβανοκρατούμενες μέσω και εκτελέσεων Σέρβων σε μια μεγάλη κλίμακα. Στους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου έγιναν περαιτέρω παραχωρήσεις ως απάντηση στην αναταραχή, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας του Πανεπιστημίου της Πρίστινας ως Αλβανόγλωσσου ιδρύματος. Αυτές οι αλλαγές προκάλεσαν ευρύτατο φόβο μεταξύ των Σέρβων ότι αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

Διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και πολιτική μετάβαση

Το 1989 ανήλθε στην εξουσία στη Σερβία ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Μιλόσεβιτς είχε υποσχεθεί μείωση των εξουσιών των αυτόνομων επαρχιών του Κοσσυφοπεδίου και της Βοϊβοντίνα, όπου στη συνέχεια οι σύμμαχοί του ανέλαβαν την εξουσία, κατά την «αντιγραφειοκρατική επανάσταση». Αυτό πυροδότησε εντάσεις με την κομμουνιστική ηγεσία των άλλων δημοκρατιών και ξύπνησε τον εθνικισμό σε όλη τη χώρα, που τελικά οδήγησαν στη Διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, με τη Σλοβενία, την Κροατία, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη και την πΓΔΜ να ανακηρύσσουν την ανεξαρτησία τους. Η Σερβία και το Μαυροβούνιο παρέμειναν μαζί ως Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ).
Τροφοδοτούμενοι από εθνοτικές εντάσεις ξέσπασαν οι Πόλεμοι της Γιουγκοσλαβίας, με τις πιο σοβαρές συγκρούσεις να λαμβάνουν χώρα στην Κροατία και στη Βοσνία, όπου οι Σερβικοί πληθυσμοί αντιτάχθηκαν στην ανεξαρτησία από τη Γιουγκοσλαβία. Η ΟΔΓ παρέμεινε έξω από τις συγκρούσεις, αλλά παρείχε υλικοτεχνική, στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη προς τις σερβικές δυνάμεις στην Κροατία και στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη. Σε απάντηση ο ΟΗΕ επέβαλε κυρώσεις κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας το Μάιο του 1992, που οδήγησαν σε πολιτική απομόνωση και κατάρρευση της οικονομίας.
Η πολυκομματική δημοκρατία εισήχθη στη Σερβία το 1990, με επίσημη κατάργηση του μονοκομματικού συστήματος. Οι επικριτές του Μιλόσεβιτς υποστήριζαν ότι η κυβέρνηση εξακολουθούσε να είναι αυταρχική, παρά τις συνταγματικές αλλαγές, καθώς ο Μιλόσεβιτς διατηρούσε ισχυρή πολιτική επιρροή στα κρατικά μέσα ενημέρωσης και των μηχανισμών ασφάλειας. Όταν το κυβερνών Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σερβίας αρνήθηκε να αποδεχθεί την ήττα του στις δημοτικές εκλογές του 1996, οι Σέρβοι προέβησαν σε μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στην κυβέρνηση.

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας και εδάφη των Σερβικών αποσχιστικών κρατών Σερβική Δημοκρατία και Σερβική Δημοκρατία της Κράινα κατά τους Πολέμους της Γιουγκοσλαβίας (1991–95)
 
Μεταξύ 1998 και 1999 η ειρήνη διεράγη και πάλι, όταν η κατάσταση στο Κοσσυφοπέδιο επιδεινώθηκε με συνεχιζόμενες συγκρούσεις μεταξύ των Γιουγκοσλαβικών δυνάμεων ασφαλείας και του Αλβανικού αντάρτικου Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου. Οι αντιπαραθέσεις οδήγησαν σε σύντομο Πόλεμο του Κοσόβου, που κατέληξε στην αποχώρηση των σερβικών δυνάμεων από εκεί και την εγκατάσταση της διοίκησης του ΟΗΕ της επαρχίας. Μετά τις προεδρικές εκλογές το Σεπτέμβριο του 2000, τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατηγόρησαν το Μιλόσεβιτς για εκλογική νοθεία. Μια καμπάνια πολιτικής αντίστασης που ακολούθησε, με επικεφαλής τη Δημοκρατική Αντιπολίτευση της Σερβίας (DOS), ευρείας συμμαχία των αντι-Μιλόσεβιτς κομμάτων. Αυτό κορυφώθηκε στις 5 Οκτωβρίου, όταν μισό εκατομμύριο άνθρωποι από όλη τη χώρα συγκεντρώθηκαν στο Βελιγράδι, αναγκάζοντας το Μιλόσεβιτς να παραδεχτεί την ήττα του. Η πτώση του Μιλόσεβιτς τερμάτισε τη διεθνή απομόνωση της Γιουγκοσλαβίας. Ο Μιλόσεβιτς παραπέμφθηκε στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία. Το DOS ανακοίνωσε ότι η ΟΔ της Γιουγκοσλαβίας θα επιδιώξει να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το 2003 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας μετονομάστηκε σε Σερβία και Μαυροβούνιο. Η ΕΕ άρχισε διαπραγματεύσεις με τη χώρα για τη Συμφωνία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης. Το πολιτικό κλίμα στη Σερβία παρέμεινε τεταμένο και το 2003 ο πρωθυπουργός Ζόραν Τζίντζιτς δολοφονήθηκε από κύκλους του οργανωμένου εγκλήματος και πρώην αξιωματούχους των υπηρεσιών ασφαλείας.
Στις 21 Μαΐου 2006 το Μαυροβούνιο πραγματοποίησε δημοψήφισμα για να αποφασιστεί αν θα τερματίσει την ένωσή του με τη Σερβία. Το αποτέλεσμα ήταν 55,4% υπέρ της ανεξαρτησίας, που μόλις πάνω από το 55% που απαιτείτο. Στις 5 Ιουνίου 2006 η Εθνοσυνέλευση της Σερβίας κήρυξε τη Σερβία νόμιμο διάδοχο της πρώην κρατικής ένωσης. Η επαρχία του Κοσσυφοπεδίου ανακήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία της από τη Σερβία στις 17 Φεβρουαρίου 2008. Η Σερβία καταδίκασε αμέσως την ανακήρυξη και εξακολουθεί να αρνείται οποιαδήποτε κρατική υπόσταση στο Κοσσυφοπέδιο. Η ανακήρυξη έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις από τη διεθνή κοινότητα, με άλλους να την αποδέχονται ενώ άλλοι να καταδικάζουν τη μονομερή κίνηση. Στις Βρυξέλλες διεξάγονται στάσιμες συνομιλίες μεταξύ Σερβίας και Κοσσυφοπεδίου, με τη μεσολάβηση της ΕΕ.
Τον Απρίλιο του 2008 η Σερβία κλήθηκε να ενταχθεί στο πρόγραμμα Εντατικού Διαλόγου με το ΝΑΤΟ, παρά τη διπλωματική ρήξη με τη συμμαχία για το Κοσσυφοπέδιο. Η Σερβία υπέβαλε επίσημη αίτηση ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις 22 Δεκεμβρίου 2009 και έλαβε καθεστώς υποψήφιας την 1η Μαρτίου του 2012, μετά από μια αναβολή το Δεκέμβριο του 2011. Μετά τη θετική εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Ιούνιο του 2013, οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη στην ΕΕ ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 2014.

Πολιτική
 
Koινοβούλιο της Σερβίας
 
Κυβέρνηση της Σερβίας
 
Η Σερβία είναι ημιπροεδρική δημοκρατία. Απέκτησε ένα από τα πρώτα σύγχρονα συντάγματα στην Ευρώπη, το Σύνταγμα του 1835 (γνωστό ως «Σύνταγμα Σρετένιε (της Υπαπαντής)», που τότε θεωρήθηκε από α πιο προοδευτικά και φιλελεύθερα συντάγματα του κόσμου. Από τότε έχουν υιοθετηθεί 10 διαφορετικά συντάγματα. Το σημερινό σύνταγμα εγκρίθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2006 στον απόηχο του δημοψηφίσματος ανεξαρτησίας του Μαυροβουνίου που, κατά συνέπεια, αναβίωσε την ανεξαρτησία της ίδιας της Σερβίας. Το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφαίνεται για θέματα που αφορούν το Σύνταγμα.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (Πρεντσέντνικ Ρεπούμπλικε) είναι ο αρχηγός του κράτους, εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία για μια πενταετή θητεία και περιορίζεται από το Σύνταγμα με ανώτατο όριο δύο θητειών. Εκτός του ότι είναι ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων, ο πρόεδρος έχει τη διαδικαστική υποχρέωση διορισμού του πρωθυπουργού με τη συγκατάθεση του κοινοβουλίου και έχει σημαντική επιρροή στην εξωτερική πολιτική. ο Αλεξάνταρ Βουτσιτσ είναι ο σημερινός πρόεδρος μετά τις προεδρικές εκλογές του 2017. Έδρα της προεδρίας είναι το Νόβι Ντβορ.
Η Κυβέρνηση (Βλάντα) αποτελείται από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς. Η Κυβέρνηση είναι υπεύθυνη να προτείνει τη νομοθεσίας και τον προϋπολογισμό, να εφαρμόζει τους νόμους και να κατευθύνει την εξωτερική και την εσωτερική πολιτική.
Η Εθνοσυνέλευση (Ναρόντνα Σκούπστινα) είναι το μοναδικό νομοθετικό σώμα. Η Εθνοσυνέλευση έχει την εξουσία να θεσπίζει νόμους, να εγκρίνει τον προϋπολογισμό, το χρονοδιάγραμμα προεδρικών εκλογών, να εκλέγει και να αποπέμπει τον Πρωθυπουργό και άλλους υπουργούς, να κηρύσσει πόλεμο και να επικυρώνει τις διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες. Αποτελείται από 250 αναλογικά εκλεγμένα μέλη που υπηρετούν τετραετή θητεία. Τα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα στη Σερβία είναι το κεντροδεξιό Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα, το αριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σερβίας και το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα.

Διεθνείς σχέσεις
 
Σύνοδος Κορυφής Δυτικών Βαλκανίων, Βιέννη 2015
 
Η Σερβία έχει συνάψει διπλωματικές σχέσεις με 188 κράτη μέλη του ΟΗΕ, την Αγία Έδρα, το Κυρίαρχο Στρατιωτικό Τάγμα της Μάλτας και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Σερβία έχει ένα δίκτυο 65 πρεσβειών και 23 προξενείων διεθνώς. Στη χώρα υπάρχουν 65 ξένες πρεσβείες και 5 προξενεία.
Η εξωτερική πολιτική της Σερβίας επικεντρώνεται στην επίτευξη του στρατηγικού στόχου της να γίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Ξεκίνησε τη διαδικασία ένταξης στην ΕΕ, με την υπογραφή της Συμφωνίας Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, στις 29 Απριλίου 2008 και υπέβαλε επίσημη αίτηση ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις 22 Δεκεμβρίου 2009. Έλαβε ένα πλήρες καθεστώς υποψήφιας την 1η Μαρτίου του 2012 και άρχισε τις ενταξιακές συνομιλίες στις 21 Ιανουαρίου 2014.
Η επαρχία του Κοσσυφοπεδίου ανακήρυξε την ανεξαρτησία της από τη Σερβία στις 17 Φεβρουαρίου 2008, η οποία προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις από τη διεθνή κοινότητα, με άλλους να την αποδέχονται ενώ άλλοι να καταδικάζουν τη μονομερή κίνηση. Η Σερβία, σε πρώτη φάση, ανακάλεσε τους πρεσβευτές της από κράτη που έχουν αναγνωρίσει το Κοσσυφοπέδιο, σε ένδειξη διαμαρτυρίας.

Ενοπλες δυνάμεις
 
Οι Σερβικές Ενοπλες Δυνάμεις υπάγονται στο Υπουργείο Άμυνας και αποτελούνται από το Στρατό και την Αεροπορία. Αν και ηπειρωτική χώρα, η Σερβία διαθέτει ένα Ποτάμιο Στολίσκο, που περιπολεί στους ποταμούς Δούναβη, Σάβο και Τίσα. Ο Σέρβος Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου αναφέρεται στον Υπουργό Άμυνας. Ο Αρχηγός του Επιτελείου διορίζεται από τον Πρόεδρο, που είναι αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων. Το 2012 ο αμυντικός προϋπολογισμός της Σερβίας ανερχόταν στο ποσό των 612 εκατομ. $ ή περίπου 1,6% του ΑΕΠ της χώρας.
Βασιζόμενες παραδοσιακά στο μεγάλο αριθμό των κληρωτών οι Σερβικές Ενοπλες Δυνάμεις πέρασαν μια περίοδο συρρίκνωσης, αναδιάρθρωσης και επαγγελματικοποίησης. Η στρατιωτική θητεία καταργήθηκε την 1η Ιανουαρίου 2011. Οι Σερβικές Ενοπλες Δυνάμεις έχουν 28.000 στρατό εν ενεργεία, που συμπληρώνεται από «ενεργό εφεδρεία» που αριθμεί 20.000 μέλη και «παθητική εφεδρεία» με περίπου 170.000.
Η Σερβία συμμετέχει στο πρόγραμμα Σχέδιο Δράσης Μεμονωμένης Συνεργασίας του ΝΑΤΟ, αλλά δεν έχει δείξει καμία πρόθεση ένταξης στο ΝΑΤΟ στο εγγύς μέλλον, λόγω της σημαντικής λαϊκής απόρριψης, που προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τους ΝΑΤΟϊκούς βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας το 1999. Είναι παρατηρητής του Οργανισμού Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας ([[Διακυβερνητικός Οργανισμός|διακυβερνητικής συμμαχίας της Ρωσίας και άλλων 5 πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών). Η χώρα υπέγραψε επίσης το Σύμφωνο Σταθερότητας για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη (ουσιαστικά τις Βαλκανικές χώρες πλην Ελλάδας και Τουρκίας). Οι Σερβικές Ενοπλες Δυνάμεις συμμετάσχουν σε αρκετές πολυεθνικές ειρηνευτικές αποστολές, όπως στο Λίβανο, την Κύπρο, την Ακτή Ελεφαντοστού και τη Λιβερία.
Η Σερβία είναι μια μεγάλος παραγωγός και εξαγωγέας στρατιωτικού εξοπλισμού στην περιοχή. Οι εξαγωγές αμυντικού υλικού ανήλθαν σε περίπου $ 250 εκατομμύρια το 2011, σε όλο τον κόσμο, κυρίως στη Μέση Ανατολή, την Αφρική, τη Νοτιοανατολική Ασία και τη Βόρεια Αμερική. Η αμυντική βιομηχανία έχει γνωρίσει σημαντική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια και συνεχίζει να αυξάνεται σε ετήσια βάση.

Διοικητική διαίρεση
 
Περιφέρειες της Σερβίας
 
Η Σερβία είναι ενιαίο κράτος αποτελούμενο από δήμους/πόλεις, περιφέρειες και δύο αυτόνομες επαρχίες. Στη Σερβία, με εξαίρεση το Κοσσυφοπέδιο, υπάρχουν 138 δήμοι (οπστίνε) και 23 πόλεις (γκράντοβι), που αποτελούν τις βασικές μονάδες της τοπικής αυτοδιοίκησης. Εκτός από τους δήμους υπάρχουν 24 περιφέρειες (οκρούζι), με την Πόλη του Βελιγραδίου να αποτελεί πρόσθετη περιοχή. Εκτός από το Βελιγράδι, που έχει εκλεγμένη τοπική κυβέρνηση, οι περιφέρειες είναι περιφερειακά κέντρα της κρατικής εξουσίας και δεν έχουν δικές τους εξουσίες της δικής τους, αποτελώντας καθαρά διοικητικές διαιρέσεις.
Η Σερβία έχει δύο αυτόνομες επαρχίες, τη Βοϊβοντίνα στα βόρεια, και το [Κοσσυφοπέδιο και Μετόχια]] στο νότο, ενώ η υπόλοιπη περιοχή, η «Κεντρική Σερβία», ποτέ δεν είχε δική της περιφερειακή εξουσία. Μετά τον Πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου, οι ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ εισήλθαν στο Κοσσυφοπέδιο, σύμφωνα με το ψήφισμα 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Το 2008 το Κοσσυφοπέδιο ανακήρυξε την ανεξαρτησία του. Η κυβέρνηση της Σερβίας δεν αναγνωρίζει την ανακήρυξη, θεωρώντας την παράνομη και αθέμιτη.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ στην αμέσως επόμενη ανάρτηση.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: