Συνέχεια από εδώ.
Ιστορία
Προϊστορία
Λιγοστές είναι οι αρχαιολογικές μαρτυρίες παλαιολιθικών οικισμών στο έδαφος της σημερινής Σερβίας. Ένα θραύσμα μιας ανθρώπινης γνάθου βρέθηκε στο Σίτσεβο (Μάλα Μπαλάνιτσα) και πιστεύεται ότι είναι 525.000-397.000 ετών.
Περίπου γύρω στο 6.500 π.Χ., κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής περιόδου, οι πολιτισμοί του Στάρτσεβο και |του Βίντσα υπήρξαν μέσα ή κοντά στο σύγχρονο Βελιγράδι και κυριάρχησαν στο μεγαλύτερο μέρος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (καθώς επίσης και σε τμήματα της Κεντρικής Ευρώπης και της Μικράς Ασίας). Δύο σημαντικοί τοπικοί αρχαιολογικοί χώροι από την εποχή αυτή σώζονται ακόμη κοντά στις όχθες του Δούναβη.
Αρχαία ιστορία
Κατά την Εποχή του Σιδήρου Θράκες, Δάκες και Ιλλυριοί αντιμετωπίστηκαν από τους Αρχαίους Έλληνες κατά την επέκτασή τους στα νότια της σημερινής Σερβίας κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., με βορειοδυτικότερο σημείο της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι η πόλη του Καλέ-Kρσέβιτσα. Μετά την ελληνική εισβολή ακολούθησε λίγο αργότερα η Κελτική φυλή των Σκορδίσκων, που εγκαταστάθηκαν σε όλη την περιοχή τον 3ο αιώνα π.Χ. Οι Σκορδίσκοι σχημάτισαν το δικό τους φυλετικό κράτος σε αυτή την περοχή και έχτισαν πολλές οχυρώσεις, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας του κράτους τους στο Σίγκιντουν (σημερινό Βελιγράδι) και της Ναϊσσού (σημερινή Νις).
Οι Ρωμαίοι κατέκτησαν μεγάλο μέρος της χώρας το 2ο αι. π.Χ. Το 167 π.Χ. ιδρύθηκε η Ρωμαϊκή επαρχία του Ιλλυρικού, το υπόλοιπο κατακτήθηκε περίπου το 75 π.Χ., σχηματίζοντας τη ρωμαϊκή επαρχία της Ανω Μοισίας, ενώ η σημερινή περιοχή του Σρεμ κατακτήθηκε το 9 π.Χ. και η Μπάτσκα και το Βανάτο το 106 μ.Χ., μετά τους Δακικούς πολέμους του Τραϊανού. Ετσι η σύγχρονη Σερβία εκτείνεται πλήρως ή εν μέρει σε αρκετές πρώην ρωμαϊκές επαρχίες, όπως η Μοισία, η Παννονία, η Πραιβαλιτάνα, η Δαλματία, η Δακία και η Μακεδονία.
Όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διχοτομήθηκε το 395 το μεγαλύτερο μέρος της Σερβίας παρέμεινε υπό την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ενώ δυτικά τμήματά της συμπεριλήφθηκαν στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Από τις αρχές του 6ου αιώνα οι Νότιοι Σλάβοι ήταν παρόντες σε όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σε μεγάλους αριθμούς.
Μεσαίωνας
Το κράτος διαλύθηκε μετά το θάνατο του τελευταίου γνωστού ηγεμόνα των Βλαστιμίροβιτς, οι Βυζαντινοί προσάρτησαν την περιοχή και την κράτησαν για έναν αιώνα μέχρι το 1040, όταν οι Σέρβοι υπό την ηγεσία της μέλλουσας δυναστείας Βοϊσλάβλιεβιτς επαναστάτησαν στη Διοκλεία, μια παραθαλάσσια περιοχή. Το 1091, η δυναστεία Βουκάνοβιτς ίδρυσε το Μεγάλο Σερβικό Πριγκιπάτο, με έδρα τη Ράσκα. Τα δύο μισά επανενώθηκαν το 1142.
Το 1166 ο Στέφανος Νεμάνια ανέλαβε το θρόνο, σηματοδοτώντας την αρχή μιας ακμάζουσας Σερβίας, πλέον υπό την κυριαρχία της δυναστείας Νεμάνια. Ο γιος του Νεμάνια Ράστκο (μεταγενέστερα Αγιος Σάββας), κέρδισε την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Σερβίας το 1217 και συνέγραψε τοαρχαιότερο γνωστό σύνταγμα, και την ίδια στιγμή ο Στέφανος ο Πρωτόστεπτος ίδρυσε το Βασίλειο της Σερβίας. Η μεσαιωνική Σερβία έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Στέφανου Δουσάν, που εκμεταλλεύτηκε το Βυζαντινό εμφύλιο πόλεμο και διπλασίασε το μέγεθος του κράτους από την κατάκτηση εδαφών στα νότια και ανατολικά εις βάρος του Βυζαντίου, φτάνοντας ως την Πελοπόννησο, στεφόμενος επίσης καθ' οδόν αυτοκράτορας των Σέρβων και των Ελλήνων. Η Σερβική Αυτοκρατορία διήρκεσε μέχρι το 1371.
ΗΜάχη του Κοσσυφοπεδίου κατά της ανερχόμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1389 σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής και θεωρείται ως αρχή της πτώσης της Σερβικής Αυτοκρατορίας. Οι αρχοντικές οικογένειες Λαζάρεβιτς και Μπράνκοβιτς κυβέρνησαν το Δεσποτάτο της Σερβίας στη συνέχεια (το 15ο και 16ο αιώνα). Μετά τηνάλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453 και την Πολιορκία του Βελιγραδίου (1456), το Δεσποτάτο της Σερβίας έπεσε το 1459 μετά την πολιορκία της προσωρινής πρωτεύουσάς της Σμεντέρεβο. Το 1455 η Κεντρική Σερβία είχε πλήρως κατακτηθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά την απώθηση οθωμανικών επιθέσεων για πάνω από 70 χρόνια το Βελιγράδι έπεσε τελικά το 1521, ανοίγοντας το δρόμο για την οθωμανική επέκταση στην Κεντρική Ευρώπη. Η Βοϊβοντίνα, ως μέρος της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, αντιστάθηκε στην οθωμανική κυριαρχία μέχρι και το 16ο αιώνα.
Oθωμανοί και Αψβούργοι
Μετά την απώλεια της ανεξαρτησίας από το Βασίλειο της Ουγγαρίας και την Οθωμανική Αυτοκρατορία η Σερβία ανέκτησε εν μέρει και για λίγο (1526-1527) κυριαρχία υπό το Γιόβαν Νέναντ το 16ο αιώνα. Τρεις εισβολές των Αψβούργων και πολλές εξεγέρσεις αμφισβητούσαν συνεχώς την Οθωμανική κυριαρχία. Σημαντικό γεγονός ήταν η Εξέγερση του Βανάτου το 1595, που ήταν μέρος των Μακρών Πολέμων μεταξύ των Οθωμανών και των Αψβούργων. Η περιοχή της σημερινής Βοϊβοντίνα υπέμεινε έναν αιώνα Οθωμανικής κυριαρχίας, πριν παραχωρηθεί στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων, στο τέλος του 17ου αιώνα, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς.
Σε όλα τα Σερβικά εδάφη νότια των ποταμών Δούναβη και Σάβου η αριστοκρατία εξαλείφθηκε και οι αγρότες έγιναν δουλοπάροικοι σε Οθωμανούς αφέντες, ενώ μεγάλο μέρος του κλήρου έφυγε ή περιορίστηκε στα απομονωμένα μοναστήρια.
Σύμφωνα με το οθωμανικό σύστημα οι Σέρβοι, ως Χριστιανοί, θεωρήθηκαν κατώτερη τάξη ανθρώπων και υποβλήθηκαν σε βαριά φορολογία και ένα μικρό μέρος του σερβικού πληθυσμού βιώσει τον εξισλαμισμό. Οι Οθωμανοί κατάργησαν το Σερβικό Πατριαρχείο (1463), αλλά το επανίδρυσαν το 1557 σε, παραχωρώντας περιορισμένη συνέχιση των σερβικών πολιτιστικών παραδόσεων στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας.
Οταν οι Μεγάλες Σερβικές Μεταναστεύσεις ερήμωσαν το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Σερβίας, οι Σέρβοι ζήτησαν καταφύγιο απέναντι από τον ποταμό Δούναβη στη Βοϊβοντίνα στα βόρεια και στις Μεθοριακές Επαρχίες (Κροατία-Σλαβονία των Αψβούργων) στα δυτικά, όπου τους χορηγήθηκαν δικαιώματα από το Αυστριακό στέμμα στο πλαίσιο μέτρων, όπως το Statuta Wallachorum του 1630. Το εκκλησιαστικό κέντρο των Σέρβων μετακινήθηκε επίσης προς τα βόρεια, στη Μητρόπολη του Σρέμσκι Καρλόβτσι, καθώς το η Σερβικό Πατριαρχείο για μια κόμη φορά και πάλι καταργήθηκε από τους Οθωμανούς το 1766. Μετά από αρκετά αιτήματα ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας χορήγησε επίσημα στους Σέρβους, που επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν (τη Σερβία) το δικαίωμα να ζήσουν στην αυτόνομη επαρχία τους του στέματός του.
Μεταξύ 1718-1739 η Μοναρχία των Αψβούργων κατείχε την Κεντρική Σερβία και ίδρυσε το Βασίλειο της Σερβίας. Εκτός από την Βοϊβοντίνα και το Βόρειο Βελιγράδι, που είχαν απορροφηθεί από την Αυτοκρατορία των Αψβούργων, η Κεντρική Σερβία κατελήφθη από τους Αψβούργους και πάλι μεταξύ 1686-1691 και 1788-1792.
Επανάσταση και ανεξαρτησία
Μετά τις συγκρούσεις μεταξύ του Οθωμανικού στρατού και των Σέρβων στο Βελιγράδι το 1862 και υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων το 1867 οι τελευταίοι Τούρκοι στρατιώτες εγκατέλειψαν το Πριγκιπάτο, καθιστώντας τη χώρα ντε φάκτο ανεξάρτητη. Θεσπίζοντας ένα νέο σύνταγμα χωρίς διαβούλευση με την Υψηλή Πύλη, οι Σέρβοι διπλωμάτες επιβεβαίωσαν τη ντε φάκτο ανεξαρτησία της χώρας. Το 1876 η Σερβία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ανακηρύσσοντας την ένωσή της με τη Βοσνία.
Η επίσημη ανεξαρτησία της χώρας αναγνωρίστηκε διεθνώς στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878, που τερμάτισε επίσημα το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο. Η συνθήκη αυτή, όμως, απαγόρευε στη Σερβία τη συνένωσή της με τη Βοσνία, με τη θέση της τελευταίας υπό Αυστροουγγρική κατοχή, παράλληλα με την κατάληψη του Σαντζακίου του Νόβι Παζάρ. Από 1815 ως το 1903 το Πριγκιπάτο της Σερβίας κυβερνήθηκε από τον Οίκο των Ομπρένοβιτς, με εξαίρεση τον Πρίγκιπα Αλέξανδρο Καραγεώργεβιτς μεταξύ 1842 και 1858. Το 1882 η Σερβία έγινε Βασίλειο, υπό το Βασιλιά Μίλαν Α΄. Ο Οίκος των Καραγεώργεβιτς, απόγονος του επαναστάτη ηγέτη Καραγιώργη Πέτροβιτς, ανέλαβε την εξουσία το 1903 μετά το Πραξικόπημα του Μαίου. Στο βορρά η επανάσταση του 1848 στην Αυστρία οδήγησε στην ίδρυση της αυτόνομης περιοχής της Σερβικής Βοϊβοντίνα. Το 1849 η περιοχή μετασχηματίστηκε σε Βοεβοδάτο Σερβίας και Βανάτο Τέμεσβαρ.
Στις αρχές του 20ου αιώνα το Βασίλειο της Σερβίας γνώρισε σημαντική πολιτιστική και οικονομική ανάπτυξη. Οι Γιόβαν Τσβίγιτς, Νίκολα Τέσλα, Μιχαΐλο Πούπιν, Γιόσιφ Πάντσιτς και Μιλουτίν Μιλάνκοβιτς είναι μερικά από τα ονόματα με ιδιαίτερα σημαντική συμβολή στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα.
Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η Πρώτη Γιουγκοσλαβία
Κατά τον Α' Βαλκανικό Πολέμο ο Βαλκανικός Συνασπισμός νίκησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατέλαβε τα ευρωπαϊκά εδάφη της, γεγονός που επέτρεψε την εδαφική επέκταση στη Ράσκα και το Κοσσυφοπέδιο. Γρήγορα ακολούθησε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, όταν η Βουλγαρία στράφηκε κατά των πρώην συμμάχων της αλλά ηττήθηκε, με αποτέλεσμα τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Σε δύο χρόνια η Σερβία αύξησε την έκτασή της κατά 80% και τον πληθυσμό της κατά 50%, υπέστη όμως επίσης μεγάλες απώλειες τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με περίπου 20.000 νεκρούς. Η Αυστροουγγαρία ανησύχησε για την αυξανόμενη περιφερειακή δύναμη στα σύνορά της και το ενδεχόμενο να γίνει ο πόλος για την ενοποίηση όλων των Νότιων Σλάβων και οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών εντάθηκαν.
Παρά την αρχική επιτυχία τελικά καταβλήθηκε από τις Κεντρικές Δυνάμεις το 1915. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού της και μερικοί άμαχοι υποχώρησαν εξόριστοι στην ηπειρωτική Ελλάδα και την Κέρκυρα, όπου συνήλθαν, ανασυντάχθηκαν και επέστρεψαν στο Μακεδονικό Μέτωπο για να καταφέρουν τελικά ένα ρήγμα μέσα στις εχθρικές γραμμές στις 15 Σεπτεμβρίου του 1918, απελευθερώνοντας τη Σερβία και νικώντας την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία και τη Βουλγαρία. Η Σερβία, με τον αγώνα της, ήταν μια σημαντική Βαλκανική Δύναμη της Αντάντ, που συνέβαλε σημαντικά στη νίκη των Συμμάχων στην περιοχή των Βαλκανίων, το Νοέμβριο του 1918, ιδίως βοηθώντας τη Γαλλική δύναμη στη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας. Η Σερβία χαρακτηρίστηκε ως μικρή δύναμη της Αντάντ.
Οι απώλειες της Σερβίας αντιπροσωπεύουν το 8% του συνόλου των στρατιωτικών θανάτων της Αντάντ. Το 58% (243.600) των στρατιωτών του Σερβικού στρατού έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο. Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων τοποθετείται περίπου στις 700.000, περισσότερο από το 16% του προπολεμικού πληθυσμού της Σερβίας και πλειοψηφία (57%) του συνολικού ανδρικού πληθυσμού της. Οταν κατέρρευσε η Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, η περιοχή της Σιρμίας ενώθηκε με τη Σερβία στις 24 Νοεμβρίου του 1918 και ακολούθησε το Βανάτο, Μπάτσκα και Μπαράνια την επόμενη ημέρα, φέρνοντας έτσι το σύνολο της Βοϊβοντίνα στο Σερβικό Βασίλειο. Στις 26 Νοεμβρίου του 1918 η Συνέλευση της Ποντγκόριτσα εκθρόνισε τον οίκο Πέτροβιτς-Nιέγκος και ένωσε το Μαυροβούνιο με τη Σερβία. Την 1η Δεκεμβρίου του 1918, στην Οικία Κρσμάνοβιτς της Τεράζιγιε (κεντρική πλατεία του Βελιγραδίου), ο Αντιβασιλέας της Σερβίας Αλέξανδρος ανακήρυξε το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων με βασιλιά τον Πέτρο Α 'της Σερβίας.
Το βασιλιά Πέτρο διαδέχθηκε ο γιος του Αλέξανδρος τον Αύγουστο του 1921. Σέρβοι συγκεντρωτιστές και Κροάτες αυτονομιστές συγκρούονταν στο κοινοβούλιο και οι περισσότερες κυβερνήσεις ήταν εύθραυστη και βραχύβιες. Ο Νικόλα Πάσιτς, ένας συντηρητικός πρωθυπουργός, ήταν επικεφαλής ή κυριαρχούσε στις περισσότερες κυβερνήσεις μέχρι το θάνατό του. Ο βασιλιάς Αλέξανδρος άλλαξε το όνομα της χώρας στη Γιουγκοσλαβία και την εσωτερική διάρθρωση από 33 «όμπλαστ» σε 9 νέες μπανόβινες. Αποτέλεσμα της δικτατορίας του Αλεξάνδρου ήταν η περαιτέρω αποξενώση την μη Σέρβων από την ιδέα της ενότητας.
Ο Αλέξανδρος δολοφονήθηκε στη Μασσαλία, κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης το 1934 από το Βλάντο Τσερνοζέμσκι, μέλος της ΕΜΕΟ. Τον διαδέχθηκε ο ενδεκάχρονος γιος του Πέτρος Β΄ και ένα συμβούλιο αντιβασιλείας με επικεφαλής τον ξάδελφό του Πρίγκιπα Παύλο. Τον Αύγουστο του 1939 η Συμφωνία Τσβέτκοβιτς-Μάτσεκ δημιούργησε ένα αυτόνομο Βανάτο της Κροατίας ως λύση για τις κροατικές ανησυχίες.
Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η Δεύτερη Γιουγκοσλαβία
Το Αξονικό κράτος-μαριονέτα Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας διέπραξε μεγάλης κλίμακας διώξεις και γενοκτονία Σέρβων, Εβραίων και Ρομά. Οι εκτιμήσεις του Μουσείου Μνήμης Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ δείχνουν ότι 320.000 ως 340.000 Σέρβοι, κάτοικοι της Κροατίας, της Βοσνίας και της βόρειας Σερβίας δολοφονήθηκαν κατά την εκστρατεία γενοκτονίας των Ουστάσι. Τα παραπάνω στοιχεία υποστηρίζονται και από την «Εβραϊκή Εικονική Βιβλιοθήκη»
(διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια). Επίσημες Γιουγκοσλαβικές πηγές εκτιμούσαν τα θύματα σε περισσότερα από 700.000, κυρίως Σέρβους. [97] Το μνημείο στο Γιασένοβατς απαριθμεί μέχρι στιγμής 82.085 ονόματα που σκοτώθηκαν μόνο σε αυτό το στρατόπεδο συγκέντρωσης, από περίπου 100.000 εκτιμώμενα θύματα (75% των οποίων ήταν σερβικής καταγωγής). Από περίπου 1 εκατομμύριο θύματα σε όλη τη Γιουγκοσλαβία μέχρι το 1944, περίπου 250.000 ήταν πολίτες της Σερβίας διαφόρων εθνικοτήτων. ["Ν": Για το θέμα δες και: Νεομάρτυρες Σέρβοι στον 20ό αιώνα. Από εκεί και η διπλανή εικόνα].
Η Δημοκρατία του Ούζιτσε (Δημοκρατία της Užice) ήταν μια βραχύβια απελευθερωμένη περιοχή, που ιδρύθηκε από τους Παρτιζάνους και το πρώτη απελευθερωμένη έδαφος στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη, οργανωμένο ως στρατιωτικό κρατίδιο που υπήρξε το φθινόπωρο του 1941 στα δυτικά της κατεχόμενης Σερβίας. Στα τέλη του 1944 η Επίθεση κατά του Βελιγραδίου έκρινε τον εμφύλιο πόλεμο υπέρ των παρτιζάνων, που στη συνέχεια απέκτησαν τον έλεγχο της Γιουγκοσλαβίας. Μετά την Επίθεση κατά του Βελιγραδίου το Μέτωπο της Σιρμίας (21 Οκτωβρίου 1944 – 12 Απριλίου 1945) ήταν η τελευταία σημαντική στρατιωτική δράση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στη Σερβία.
Διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και πολιτική μετάβαση
Το 1989 ανήλθε στην εξουσία στη Σερβία ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Μιλόσεβιτς είχε υποσχεθεί μείωση των εξουσιών των αυτόνομων επαρχιών του Κοσσυφοπεδίου και της Βοϊβοντίνα, όπου στη συνέχεια οι σύμμαχοί του ανέλαβαν την εξουσία, κατά την «αντιγραφειοκρατική επανάσταση». Αυτό πυροδότησε εντάσεις με την κομμουνιστική ηγεσία των άλλων δημοκρατιών και ξύπνησε τον εθνικισμό σε όλη τη χώρα, που τελικά οδήγησαν στη Διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, με τη Σλοβενία, την Κροατία, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη και την πΓΔΜ να ανακηρύσσουν την ανεξαρτησία τους. Η Σερβία και το Μαυροβούνιο παρέμειναν μαζί ως Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ).
Τροφοδοτούμενοι από εθνοτικές εντάσεις ξέσπασαν οι Πόλεμοι της Γιουγκοσλαβίας, με τις πιο σοβαρές συγκρούσεις να λαμβάνουν χώρα στην Κροατία και στη Βοσνία, όπου οι Σερβικοί πληθυσμοί αντιτάχθηκαν στην ανεξαρτησία από τη Γιουγκοσλαβία. Η ΟΔΓ παρέμεινε έξω από τις συγκρούσεις, αλλά παρείχε υλικοτεχνική, στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη προς τις σερβικές δυνάμεις στην Κροατία και στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη. Σε απάντηση ο ΟΗΕ επέβαλε κυρώσεις κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας το Μάιο του 1992, που οδήγησαν σε πολιτική απομόνωση και κατάρρευση της οικονομίας.
Η πολυκομματική δημοκρατία εισήχθη στη Σερβία το 1990, με επίσημη κατάργηση του μονοκομματικού συστήματος. Οι επικριτές του Μιλόσεβιτς υποστήριζαν ότι η κυβέρνηση εξακολουθούσε να είναι αυταρχική, παρά τις συνταγματικές αλλαγές, καθώς ο Μιλόσεβιτς διατηρούσε ισχυρή πολιτική επιρροή στα κρατικά μέσα ενημέρωσης και των μηχανισμών ασφάλειας. Όταν το κυβερνών Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σερβίας αρνήθηκε να αποδεχθεί την ήττα του στις δημοτικές εκλογές του 1996, οι Σέρβοι προέβησαν σε μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στην κυβέρνηση.
Στις 21 Μαΐου 2006 το Μαυροβούνιο πραγματοποίησε δημοψήφισμα για να αποφασιστεί αν θα τερματίσει την ένωσή του με τη Σερβία. Το αποτέλεσμα ήταν 55,4% υπέρ της ανεξαρτησίας, που μόλις πάνω από το 55% που απαιτείτο. Στις 5 Ιουνίου 2006 η Εθνοσυνέλευση της Σερβίας κήρυξε τη Σερβία νόμιμο διάδοχο της πρώην κρατικής ένωσης. Η επαρχία του Κοσσυφοπεδίου ανακήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία της από τη Σερβία στις 17 Φεβρουαρίου 2008. Η Σερβία καταδίκασε αμέσως την ανακήρυξη και εξακολουθεί να αρνείται οποιαδήποτε κρατική υπόσταση στο Κοσσυφοπέδιο. Η ανακήρυξη έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις από τη διεθνή κοινότητα, με άλλους να την αποδέχονται ενώ άλλοι να καταδικάζουν τη μονομερή κίνηση. Στις Βρυξέλλες διεξάγονται στάσιμες συνομιλίες μεταξύ Σερβίας και Κοσσυφοπεδίου, με τη μεσολάβηση της ΕΕ.
Τον Απρίλιο του 2008 η Σερβία κλήθηκε να ενταχθεί στο πρόγραμμα Εντατικού Διαλόγου με το ΝΑΤΟ, παρά τη διπλωματική ρήξη με τη συμμαχία για το Κοσσυφοπέδιο. Η Σερβία υπέβαλε επίσημη αίτηση ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις 22 Δεκεμβρίου 2009 και έλαβε καθεστώς υποψήφιας την 1η Μαρτίου του 2012, μετά από μια αναβολή το Δεκέμβριο του 2011. Μετά τη θετική εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Ιούνιο του 2013, οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη στην ΕΕ ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 2014.
Πολιτική
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (Πρεντσέντνικ Ρεπούμπλικε) είναι ο αρχηγός του κράτους, εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία για μια πενταετή θητεία και περιορίζεται από το Σύνταγμα με ανώτατο όριο δύο θητειών. Εκτός του ότι είναι ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων, ο πρόεδρος έχει τη διαδικαστική υποχρέωση διορισμού του πρωθυπουργού με τη συγκατάθεση του κοινοβουλίου και έχει σημαντική επιρροή στην εξωτερική πολιτική. ο Αλεξάνταρ Βουτσιτσ είναι ο σημερινός πρόεδρος μετά τις προεδρικές εκλογές του 2017. Έδρα της προεδρίας είναι το Νόβι Ντβορ.
Η Κυβέρνηση (Βλάντα) αποτελείται από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς. Η Κυβέρνηση είναι υπεύθυνη να προτείνει τη νομοθεσίας και τον προϋπολογισμό, να εφαρμόζει τους νόμους και να κατευθύνει την εξωτερική και την εσωτερική πολιτική.
Η Εθνοσυνέλευση (Ναρόντνα Σκούπστινα) είναι το μοναδικό νομοθετικό σώμα. Η Εθνοσυνέλευση έχει την εξουσία να θεσπίζει νόμους, να εγκρίνει τον προϋπολογισμό, το χρονοδιάγραμμα προεδρικών εκλογών, να εκλέγει και να αποπέμπει τον Πρωθυπουργό και άλλους υπουργούς, να κηρύσσει πόλεμο και να επικυρώνει τις διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες. Αποτελείται από 250 αναλογικά εκλεγμένα μέλη που υπηρετούν τετραετή θητεία. Τα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα στη Σερβία είναι το κεντροδεξιό Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα, το αριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σερβίας και το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα.
Διεθνείς σχέσεις
Η εξωτερική πολιτική της Σερβίας επικεντρώνεται στην επίτευξη του στρατηγικού στόχου της να γίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Ξεκίνησε τη διαδικασία ένταξης στην ΕΕ, με την υπογραφή της Συμφωνίας Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, στις 29 Απριλίου 2008 και υπέβαλε επίσημη αίτηση ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις 22 Δεκεμβρίου 2009. Έλαβε ένα πλήρες καθεστώς υποψήφιας την 1η Μαρτίου του 2012 και άρχισε τις ενταξιακές συνομιλίες στις 21 Ιανουαρίου 2014.
Η επαρχία του Κοσσυφοπεδίου ανακήρυξε την ανεξαρτησία της από τη Σερβία στις 17 Φεβρουαρίου 2008, η οποία προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις από τη διεθνή κοινότητα, με άλλους να την αποδέχονται ενώ άλλοι να καταδικάζουν τη μονομερή κίνηση. Η Σερβία, σε πρώτη φάση, ανακάλεσε τους πρεσβευτές της από κράτη που έχουν αναγνωρίσει το Κοσσυφοπέδιο, σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Ενοπλες δυνάμεις
Βασιζόμενες παραδοσιακά στο μεγάλο αριθμό των κληρωτών οι Σερβικές Ενοπλες Δυνάμεις πέρασαν μια περίοδο συρρίκνωσης, αναδιάρθρωσης και επαγγελματικοποίησης. Η στρατιωτική θητεία καταργήθηκε την 1η Ιανουαρίου 2011. Οι Σερβικές Ενοπλες Δυνάμεις έχουν 28.000 στρατό εν ενεργεία, που συμπληρώνεται από «ενεργό εφεδρεία» που αριθμεί 20.000 μέλη και «παθητική εφεδρεία» με περίπου 170.000.
Η Σερβία συμμετέχει στο πρόγραμμα Σχέδιο Δράσης Μεμονωμένης Συνεργασίας του ΝΑΤΟ, αλλά δεν έχει δείξει καμία πρόθεση ένταξης στο ΝΑΤΟ στο εγγύς μέλλον, λόγω της σημαντικής λαϊκής απόρριψης, που προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τους ΝΑΤΟϊκούς βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας το 1999. Είναι παρατηρητής του Οργανισμού Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας ([[Διακυβερνητικός Οργανισμός|διακυβερνητικής συμμαχίας της Ρωσίας και άλλων 5 πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών). Η χώρα υπέγραψε επίσης το Σύμφωνο Σταθερότητας για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη (ουσιαστικά τις Βαλκανικές χώρες πλην Ελλάδας και Τουρκίας). Οι Σερβικές Ενοπλες Δυνάμεις συμμετάσχουν σε αρκετές πολυεθνικές ειρηνευτικές αποστολές, όπως στο Λίβανο, την Κύπρο, την Ακτή Ελεφαντοστού και τη Λιβερία.
Η Σερβία είναι μια μεγάλος παραγωγός και εξαγωγέας στρατιωτικού εξοπλισμού στην περιοχή. Οι εξαγωγές αμυντικού υλικού ανήλθαν σε περίπου $ 250 εκατομμύρια το 2011, σε όλο τον κόσμο, κυρίως στη Μέση Ανατολή, την Αφρική, τη Νοτιοανατολική Ασία και τη Βόρεια Αμερική. Η αμυντική βιομηχανία έχει γνωρίσει σημαντική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια και συνεχίζει να αυξάνεται σε ετήσια βάση.
Διοικητική διαίρεση
Η Σερβία έχει δύο αυτόνομες επαρχίες, τη Βοϊβοντίνα στα βόρεια, και το [Κοσσυφοπέδιο και Μετόχια]] στο νότο, ενώ η υπόλοιπη περιοχή, η «Κεντρική Σερβία», ποτέ δεν είχε δική της περιφερειακή εξουσία. Μετά τον Πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου, οι ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ εισήλθαν στο Κοσσυφοπέδιο, σύμφωνα με το ψήφισμα 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Το 2008 το Κοσσυφοπέδιο ανακήρυξε την ανεξαρτησία του. Η κυβέρνηση της Σερβίας δεν αναγνωρίζει την ανακήρυξη, θεωρώντας την παράνομη και αθέμιτη.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ στην αμέσως επόμενη ανάρτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου