Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Γεννήθηκε στό ἱστορικό Μεσολόγγι καί ἦταν ἕνα ἀπό τά παιδιά πού σώθηκαν ἀπό τήν ἡρωϊκή ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου. Τό ἐπώνυμό του ἦταν Μανωλᾶτος, προφανῶς Κεφαλλονίτικης καταγωγῆς. Ἦρθε καί ἔγινε μοναχός καί ἱερέας στή Νέα Σκήτη, στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. Γιά τήν ἀρετή του προτάθηκε ἀπό τούς πατέρες τῆς Νέας Σκήτης στήν κυρίαρχο μονή τοῦ Ἁγίου Παύλου καί ἔγινε Πνευματικός [δηλ. εξομολόγος]. Κατόπιν πῆγε γιά προσκύνημα στά Ἱεροσόλυμα. Ἔζησε γιά λίγα ἔτη καί στήν Καλύβη τοῦ Τιμίου Προδρόμου στήν Ἁγία Ἄννα.
Στά μέσα περίπου τῆς δεκαετίας 1840–50 ἀναχώρησε γιά τήν Μικρά Ἁγία Ἄννα γιά ἀνώτερη πνευματική ζωή καί πῆρε τήν Καλύβη τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἡ συνοδία του ἀποτελεῖτο ἀπό τούς ἱερομονάχους παπα–Κοσμᾶ καί παπα–Δαμιανό.
Τό τυπικό τους ἦταν ἡ ἀπαράβατη τέλεση τῆς ἀκολουθίας καί ἡ καθημερινή θεία Λειτουργία. Κάθε Κυριακή ἔκαναν ἀγρυπνία μαζί μέ τούς γείτονες πατέρες πότε σέ μία Καλύβη πότε στήν ἄλλη. Ἡ περιοχή τότε τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης ἦταν πολύ ἡσυχαστική, πτωχική καί ἄνυδρη. Ἀλλά τίς δυσκολίες αὐτές τίς ὑπερέβαινε ὁ ζῆλος τῶν πατέρων γιά τήν ἀσκητική ζωή. Στήν συνοδία τοῦ παπα–Γρηγόρη εἶχαν γιά ἐργόχειρο πλεκτές φανέλλες, τσουράπια καί καλτσοδέτες. Καλλιεργοῦσαν καί ἕνα μικρό κηπάριο γιά νἄχουν τά χρειώδη κηπευτικά.
Ζοῦσαν βίο ἡσυχαστικό καί ἀσκητικό χωρίς περισπασμούς καί ἀπασχολήσεις. Οἱ λίγοι ἐπισκέπτες πού ἔφθαναν ὥς τήν καλύβη τους, ἔρχονταν νά ἐξομολογηθοῦν στόν παπα–Γρηγόρη ὁ ὁποῖος ἤδη εἶχε φήμη ἐναρέτου καί διακριτικοῦ Πνευματικοῦ. Διέπρεψε ὡς Πνευματικός καί ἦταν αὐστηρῶν ἀρχῶν. Ἔβλεπε τούς πατέρες πού ἐξωμολογοῦσε ὑπό τό πρίσμα τῆς ἀσκητικότητος, γι᾿ αὐτό ἦταν αὐστηρός καί ἐπιζητοῦσε τήν ἀκρίβεια καί τήν τελειότητα. Εἶχε πνευματική δύναμη καί γνώση. Ἦταν νηστευτής αὐστηρός, τόσο πού Τετάρτη καί Παρασκευή δέν κατέλυσε ποτέ λάδι οὔτε σέ ἑορτές οὔτε καί τήν Διακαινήσιμο. Ἦταν πρᾶος, πολύ σιωπηλός, ἐπιβλητικός μέ ἀπαστράπτουσα τήν χάρη τῆς ψυχῆς του. Γράμματα ἤξερε λίγα ἀλλά ἀπό τήν συνεχῆ μελέτη τῶν Γραφῶν καί τῶν ἀσκητικῶν συγγραμμάτων ἀπέκτησε γνώσεις πνευματικές.
Εἶχε πεῖρα μεγάλη καί ἔφερνε εἰς πέρας κάθε δύσκολη περίπτωση, δίδοντας τά κατάλληλα πνευματικά φάρμακα ὡς ἔμπειρος γιατρός. Εἶχε μάλιστα καί ἰδιαίτερη διορατικότητα ὅσον ἀφορᾶ τούς λογισμούς καί τά ὁράματα τῶν πατέρων.
Κάποτε πῆγε ὁ παπα–Δανιήλ ἀπό τήν Καλύβη τῶν Ἀρχαγγέλων καί ἐξωμολογήθηκε στόν παπα–Γρηγόρη ὅτι εἶδε σέ ὅραμα τούς τρεῖς Ἱεράρχες. Ἀμέσως ἔσπευσε νά προσκυνήση τόν Μ. Βασίλειο ἀλλά ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε νά προσκυνήση τό μεγάλο δάχτυλο τοῦ ποδιοῦ. Ὁ Πνευματικός, ἀφοῦ τόν ἄκουσε, μέ τό διορατικό του διέγνωσε τήν πλάνη καί τοῦ εἶπε: «Μεγάλο διάβολο προσκύνησες, παπᾶ μου, διότι ἐάν πράγματι ἦταν ὁ Ἅγιος Βασίλειος, δέν θά σοῦ ἔδινε νά προσκυνήσης τό δάχτυλο τοῦ ποδιοῦ του».
Στόν παπα–Γρηγόρη ἐξωμολογεῖτο καί ὁ ἡσυχαστής Καλλίνικος. Κάποτε πλησίαζε ἡ πανήγυρη τῆς Καλύβης του καί ρώτησε τόν Πνευματικό ἄν ἐπιτρέπη νά βάλη λάδι στήν τράπεζα, γιατί ἡ ἑορτή συνέπεσε ἡμέρα Τετάρτη. Τοῦ ἀπάντησε: «Οἱ ἀσκητές πάντοτε νηστεύουν. Δέν κάνουν διάκριση ἄν εἶναι πανήγυρη», καί ἔτσι ἔφαγαν ἀλάδωτο φαγητό στήν πανηγυρική τράπεζα.
Τό Κελλί του, ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου.
Ὁ ὑποτακτικός τοῦ γερω–Καλλινίκου συχνά μετέβαινε στήν Δάφνη γιά νά μεταφέρη τήν ἀλληλογραφία τοῦ Γέροντός του. Ἀναγκαζόταν συχνά νά κάνη τήν ἀκολουθία μέ κομποσχοίνι στόν δρόμο. Εἶχε ὅμως λογισμούς, ἄν πιάνεται αὐτή ἡ ἀκολουθία. Ρώτησαν τόν Πνευματικό τους παπα–Γρηγόρη, ὁ ὁποῖος μέ πρακτικό τρόπο ρώτησε τόν ὑποτακτικό:
–Ἄν εὕρισκες στόν δρόμο γιά τήν Δάφνη ἕνα πορτοφόλι καί τό ἔπαιρνες, θά πιανόταν αὐτό γιά κλοπή;
–Ἔ, βέβαια, ἀπάντησε. Θά ἦταν ἁμαρτία καί θά ἔπρεπε νά τό ἐξομολογηθῶ.
–Ἐφ᾿ ὅσον αὐτό τό κακό πρᾶγμα πού ἔκανες καθ᾿ ὁδόν, πιάνεται ὡς κακό καί σέ βλάπτει, ἡ ἀκολουθία πού κάνεις στό δρόμο μέ τό κομποσχοίνι δέν πιάνεται; Βεβαίως καί πιάνεται καί νά μήν ἔχης λογισμούς.
Πράγματι μέ τήν ἀπάντηση τοῦ Πνευματικοῦ ἀναπαύθηκε ὁ ὑποτακτικός καί ἔφυγαν οἱ λογισμοί πού τόν ταλαιπωροῦσαν.
Ἦρθε κάποτε ἕνας φοβερός ληστής, ὁ καπετάν–Γιωργάκης, στῶν Ἰβήρων. Ἤθελε νά κοινωνήση, ἀλλοιῶς ἀπειλοῦσε νά κάψη τό Μοναστήρι. Οἱ πατέρες βρέθηκαν σέ ἀμηχανία καί κάλεσαν τόν παπα–Γρηγόρη. Μέ τόν τρόπο του καί τήν χάρη πού εἶχε, τόν εἰρήνευσε, τόν συμβούλευσε καί ἀκολουθώντας τίς συμβουλές του ὁ ληστής ἐξωμολογήθηκε πρῶτα, νήστευσε, ὕστερα κοινώνησε καί πλέον ἄλλαξε τρόπο ζωῆς.
Ὁ παπα–Γρηγόρης πῆγε κάποτε στό παζάρι στίς Καρυές γιά νά πωλήση τό ἐργόχειρό του. Τό ἄφησε μπροστά του, κατέβασε τόν σκοῦφο του καί σκύβοντας τό κεφάλι του ἔλεγε τήν εὐχή. Περνοῦσε τότε ἀπό κεῖ ὁ ἐξόριστος Πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ’. Εἶδε τόν Γέροντα στό ὑπόστεγο τοῦ Κοιμητηρίου νά κρατᾶ τό κομποσχοίνι του καί νά ἔχη προσηλωμένο τό βλέμμα του κάτω. Τοῦ ἔκανε ἐντύπωση καί ρώτησε νά μάθη ποιός εἶναι. Χάρηκε πού ἔμαθε ὅτι ἦταν ὁ φημισμένος Πνευματικός παπα–Γρηγόρης. Τόν πλησίασε καί τοῦ εἶπε:
–Ἐσύ, πάτερ, δέν διαλαλεῖς τό ἐργόχειρό σου; Κοίταξε γύρω σου νά βρῆς κανέναν πελάτη νά τό πωλήσης.
–Ὅποιος ἔχει ἀνάγκη, Παναγιώτατε, ἀπό τό ἐργόχειρό μου, μπορεῖ νά τό δῆ καί νά τό πάρη. Δέν χρειάζεται νά ψάχνω, ἀπάντησε χωρίς νά κοιτάξη τόν Πατριάρχη.
–Δέν ἦρθα, Πνευματικέ μου, νά σέ πειράξω. Ἦρθα νά σοῦ πῶ ὅτι κάποια μέρα θά ἔρθω νά σέ ἐπισκεφθῶ.
–Εὐχαριστῶ, ἀλλά μήν κάνης τόν κόπο, Παναγιώτατε, νά ἔρθης, διότι τό Καλύβι μου εἶναι πολύ μικρό καί χαμηλό καί δυστυχῶς δέν χωράει Πατριάρχες.
–Ἄς εἶναι χαμηλό. Θά σκύψω καί θά χωρέσω.
–Ἄν ἔσκυβες, δέν θά ἤσουν τώρα ἐδῶ ἐξόριστος. Θά ἤσουν στήν Πόλη, στόν θρόνο σου, ἐννοώντας τό ἀγέρωχο καί τό ἀσυμβίβαστο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατριάρχου.
Ὁ Πατριάρχης θαύμασε γιά τήν λακωνική καί ἐπιτυχημένη ἀπάντηση τοῦ παπα–Γρηγόρη καί ἡ γνωριμία του μαζί του ἀπετέλεσε σταθμό στήν ζωή του. Πράγματι τόν ἐπισκέφθηκε στήν Μικρά Ἁγία Ἄννα. Τόν ἔκανε πνευματικό του καί πήγαινε συχνά. Ἔλεγε ὅτι ὁ παπα–Γρηγόρης εἶναι ὁ στῦλος τῆς ἀρετῆς καί τοῦ μοναχικοῦ βίου. Τοῦ δώρισε μάλιστα λειτουργικά σκεύη, βιβλία Ἐκκλησιαστικά καί εἴδη οἰκοκυριοῦ, πιάτα, ποτήρια, φλυτζάνια. Ὅλα αὐτά λόγῳ τῆς ἐλλείψεως τῶν ἄλλων Καλυβῶν, τά δανείζονταν οἱ πατέρες τῆς περιοχῆς γιά τίς πανηγύρεις τους.
Πέρασε κάποτε ἀπό τόν παπα–Γρηγόρη ἕνας Ἐπίσκοπος καλεσμένος νά χοροστατήση στήν πανήγυρη τῆς Λαύρας. Ζήτησε νά ἐξομολογηθῆ, ἀλλά ὁ παπα–Γρηγόρης διαβλέποντας μέ τό διορατικό του ὅτι ἔχει κώλυμα, δέν τόν δεχόταν λέγοντάς του ὅτι δέν θά κάνει ὑπακοή. Ἀφοῦ τόν διαβεβαίωσε ὅτι θά κάνει ὅ,τι τοῦ πεῖ, τόν ἐξωμολόγησε καί τοῦ εἶπε νά παραιτηθῆ τῆς Ἀρχιερωσύνης. Τό δέχθηκε, ἀλλά ἀνησυχοῦσε τί θά γινόταν μέ τήν πανήγυρη τῆς Λαύρας πού σέ λίγες μέρες ἔφθανε. Τότε ὁ Πνευματικός τοῦ πρότεινε νά γίνη Μεγαλόσχημος καί νά ἀφήση τό ὠμοφόρι, νά παραιτηθῆ, ὅπως καί ἔγινε.
Ἡ κάρα τοῦ παπα–Γρηγόρη.
Μέ τόν παπα–Γρηγόρη λόγῳ τῆς ἀρετῆς του εἶχαν ἐπικοινωνία καί ἀναχωρητές, ὅπως διέσωσε ὁ μακαριστός Γέρων Γαβριήλ, Ἡγούμενος τῆς μονῆς Διονυσίου, μία τέτοια περίπτωση. Παρατίθεται αὐτούσια ἡ διήγηση τοῦ Ἡγουμένου: «Λειτουργοῦσα», διηγήθηκε ὁ παπα–Γρηγόρης, «τήν Μεγάλην Πέμπτη καί πρός τό τέλος τῆς Λειτουργίας παρουσιάσθηκε στό ναΐδριον τῆς Καλύβης μου ἕνας νέος μοναχός ὁ ὁποῖος κρατοῦσε ἕνα ἀναμμένο φαναράκι καί μοῦ εἶπε:
–Νά μήν καταλύσης ὅλην τήν Κοινωνίαν, ἅγιε Πνευματικέ∙ εἶναι ἀνάγκη νά ἔλθης νά κοινωνήσης τρεῖς ἀδελφούς πού μένουν ἐδῶ πιό πάνω, γι᾿ αὐτό ἦλθα νά σέ πάρω.
»Συμμορφώθηκα χωρίς νά ρωτήσω περισσότερον, καί ἀφοῦ βάδιζε μπροστά, ἀκολουθοῦσα καί ἐγώ βαστῶν τά θεῖα Μυστήρια· μετά ἀπό ὀλίγον, παρ᾿ ὅλον τόν ἀπότομον ἀνήφορον καί τήν γεροντική μου ἡλικίαν, ἐφθάσαμε σέ μία εὐρύχωρη σπηλιά, ὅπου μᾶς περίμεναν τρεῖς μοναχοί.
»Ἐκοινώνησαν ἀμέσως καί ἀφοῦ μ᾿ εὐχαρίστησαν μοῦ εἶπαν παρακλητικά:
–Νά ἔλθης καί τοῦ χρόνου, ἅγιε Πάτερ, τήν Μεγάλην Πέμπτην νά μᾶς κοινωνήσης, νά μήν πῆς ὅμως τίποτα σέ κανέναν γιά τοῦτο καί ὅ,τι εἶδες ἐδῶ.
»Ἐννοεῖται ὅτι ἀπ᾿ ὅσα εἶδα καί ἄκουσα δέν ρώτησα τίποτε καί μέ τήν συνόδευσιν τοῦ νέου πῆρα τό κατηφορικόν μονοπάτι καί μετά ἀπό λίγο ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔβαλε μετάνοια καί ἀσπάσθηκε τό Ἅγιον ἀρτοφόριον, μέ κατευόδωσε λέγοντάς μου ὅτι θά ἐπιστρέψει. Ἀφοῦ βάδισα λίγο, στράφηκα γιά νά τόν δῶ ἀνερχόμενον, ἀλλά δέν ἐφαίνετο. Ὅλ᾿ αὐτά μέ συνεκλόνισαν, τηρῶν ὅμως τήν ἐντολήν των δέν εἶπα σέ κανέναν τίποτα.
»Τί συνέβη ὅμως; Εἰς τήν Σκήτην μας συνηθίζεται τό Σάββατον τοῦ Λαζάρου νά συγκεντρώνωνται ὅλοι οἱ πατέρες διά τήν ἀγρυπνίαν τῶν Βαΐων εἰς τό Κυριακόν. Μετά τήν ἀγρυπνίαν εἰς τό Συνοδικό κατά τό κέρασμα κάποιος εἶπε:
–Πῶς ἐξέπεσε ἡ καλογερική σήμερα; Δέν ὑπάρχουν ἀναχωρητές πατέρες, ὅπως τόν παλαιόν καιρό.
»Τότε ἐξ ἀπροσεξίας ἤ συναρπαγῆς εἶπα κι ἐγώ:
–Καί σήμερα ὑπάρχουν μέ τήν χάριν τοῦ Χριστοῦ.
»Καί εἰς τήν ἐρώτησιν ποῦ;
–Νά, ἐδῶ πάνω εἰς τόν Αἴμονα (πρόβουνο τοῦ Ἄθω) καί ἔδειξα μέ τό χέρι μου.
»Σέ ὅλους ἔκανε ἐντύπωση ἡ ὁμολογία μου, ἀλλά δέν μέ ρώτησαν περισσότερο, διότι κουρασμένοι ἀπό τήν ὁλονύκτιον ἀγρυπνίαν καί ἐξαντλημένοι ἀπό τήν νηστείαν τῆς Τεσσαρακοστῆς ἑτοιμάζοντο ν᾿ ἀναχωρήσουν. Ἀνεχώρησα καί ἐγώ διά τό ἐρημητήριό μου μεταμελημένος διά τήν ἀποκάλυψιν.
»Τήν Μεγάλην Πέμπτην εἰς τήν Λειτουργίαν φάνηκε καί πάλιν ὁ νέος ἐκεῖνος μοναχός καί μέ ἕνα νεῦμα μοῦ ἐξήγησε τόν σκοπόν. Ὅταν ἐτελείωσα τήν Λειτουργίαν, πῆρα τά Ἅγια καί ἀκολουθώντας αὐτόν φθάσαμε καί πάλι στήν σπηλιά. Ἐκεῖ ἀφοῦ μετάλαβαν τά ἄχραντα Μυστήρια, μοῦ εἶπε ὁ γεροντότερος ἀπ᾿ αὐτούς:
–Γιατί, ἅγιε Πνευματικέ, παρέβης τήν ἐντολήν μας καί μᾶς ἀπεκάλυψες εἰς τούς ἀδελφούς; Ἐγώ δέ ἀφοῦ δέν ἀπεκρίθηκα, ἐκεῖνος συνέχισε:
–Δέν πειράζει, εἶπεν, ἀλλά διά τήν ἀκριτομύθιάν σου αὐτήν, νά μήν ἔλθης τοῦ χρόνου μέ τά ἅγια Μυστήρια, ἐάν δέ ἔλθης, θά μᾶς βρεῖς ὅπως θέλει ὁ Πανάγαθος Θεός, ἀλλά παρακαλοῦμε καί πάλιν νά μή μᾶς ἀποκαλύψης.
»Ἔφυγα μόνος μου πιά καί ἐξεστηκώς διά τά παράξενα αὐτά πρόσωπα καί πῶς ἔμαθαν αὐτά πού εἶπα στό Κυριακόν τῆς Σκήτης, κατέληξα τελικά στό συμπέρασμα ὅτι πρόκειται γιά ἁγίους ἄνδρες.
»Ἀφοῦ πέρασε ἕνας χρόνος, πῆρα μόνον ἀντίδωρον καί ἁγιασμόν, ἀνέβηκα μέ πολύν κόπον εἰς τήν σπηλιάν καί βρῆκα καί τούς τρεῖς γέροντες νεκρούς. Ὁ τέταρτος νέος ἀσφαλῶς ἦταν Ἄγγελος Κυρίου πού τούς ὑπηρετοῦσε. Ἦσαν σέ ὕπτιαν στάσιν (ἀνάσκελα) στό ἔδαφος μέ ἤρεμον σχῆμα ἔχοντες σταυρωμένα τά χέρια τους στό στῆθος. Ἀφοῦ γονάτισα, ἀσπάσθηκα τά χέρια τους καί τά μέτωπά τους· ὡς δέ συνεπέρανα ἀπό τήν ξηρότητα τῶν ἁγίων λειψάνων τους, εἶχαν ἀπέλθει πρός τάς αἰωνίους μονάς τήν αὐτήν ἡμέραν τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὁπότε εἶχαν μεταλάβει τῶν ἀχράντων Μυστηρίων».
Κάποια ἄλλη φορά ἐνῶ ὁ παπα–Γρηγόρης τελείωνε τήν θεία Λειτουργία καί πρίν ἀκόμη καταλύση, καθώς ἦταν μόνος του, παρουσιάστηκαν ἑπτά ἀσκητές πού ἦταν ρακενδύτες, ἀλλά ἔλαμπαν ἀπό τήν θεία χάρι. Ἕνα φῶς τούς συνώδευε. Εἶπαν στόν Πνευματικό πού τούς ἔβλεπε ἔκπληκτος: «Ἅγιε Πνευματικέ, γνωρίζουμε τήν πολιτεία σου. Ἐμεῖς μένομε ἐδῶ πιό πάνω καί σέ παρακαλοῦμε νά ἐρχώμαστε νά μᾶς μεταλαμβάνης. Μόνο σέ δεσμεύουμε νά μήν πῆς σέ κανένα αὐτό πού εἶδες, διότι τότε δέν θά μᾶς ξαναδεῖς».
Ὁ παπα–Γρηγόρης δέχθηκε· ἔτσι γιά καιρό ἔρχονταν οἱ ἑπτά γυμνοί–ἀόρατοι[1] ἀσκητές καί τούς κοινωνοῦσε. Τήν ἡμέρα πού ἐγνώριζε ὅτι θά ἔρθουν οἱ ἀόρατοι–γυμνοί ἀσκητές δέν κατέλυε τά ἄχραντα Μυστήρια, ἀλλά τούς περίμενε προσευχόμενος. Ἔμπαιναν ἀπό τό παραπόρτι μέ εὐσχημοσύνη καί εὐπρέπεια ὁσιακή, μέ βῆμα ἤρεμο καί ταπεινό, ὁ ἕνας ὄπισθεν τοῦ ἄλλου, ἀστράπτοντες ἀπό τήν χάριν τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς καί μέ εὐλάβεια καί κατάνυξη μετελάμβαναν τοῦ Ἀχράντου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Κυρίου. Πάντα ἦταν σιωπηλοί καί μέ μικρή ὑπόκλιση, ζητοῦσαν συγχώρεση καί εὐχαριστοῦσαν τόν Πνευματικό πού τούς κοινωνοῦσε. Αὐτός φύλαγε καλά τό μυστικό καί χαιρόταν πού διακονοῦσε τούς ἁγιασμένους αὐτούς μοναχούς.
Κάποια φορά ὅμως πῆγε νά ἐξομολογηθῆ ἕνας νέος μοναχός πνιγμένος στούς λογισμούς, ἀπογοητευμένος καί ἀποφασισμένος νά βγῆ στόν κόσμο, προφασιζόμενος ὅτι στό Ἅγιον Ὄρος δέν ὑπάρχει ἀρετή. Ὁ Πνευματικός προσπάθησε νά τόν μεταπείση λέγοντάς του ὅτι αὐτοί οἱ λογισμοί εἶναι σατανικοί, ὅτι ὑπάρχει ἀρετή, ἀλλά εἶναι κρυμμένη καί δέν φαίνεται. Ὁ νέος τοῦ ζητοῦσε χειροπιαστά παραδείγματα νά πεισθῆ. Τότε ὁ Πνευματικός, γιά νά σώση μία ψυχή, ἀπεκάλυψε τό κεκρυμμένο μυστήριο στό νέο. Ὅταν ἦταν ἡ ἡμέρα πού θά ἔρχονταν οἱ ἑπτά ἀσκητές νά κοινωνήσουν, ἔβαλε τό νέο σ᾿ ἕνα κελλί ἀπέναντι ἀπό τήν Ἐκκλησία νά κρυφοβλέπη. Ἀφοῦ ἦρθαν ὡς συνήθως καί κοινώνησαν, τοῦ εἶπε ὁ τελευταῖος: «Ἅγιε Πνευματικέ, σ᾿ εὐχαριστοῦμε πού τόσα χρόνια μᾶς μεταδίδης τά Ἄχραντα Μυστήρια. Ἐπειδή ὅμως παρέβης τήν συμφωνία μας καί ἀπεκάλυψες τό μυστικό μας, ἄλλη φορά δέν θά μᾶς ξαναδεῖς».
Ὁ μέν νέος μοναχός πού εἶχε τόν πειρασμό συγκλονίστηκε ἀπό ὅσα εἶδε καί μέ δάκρυα καί συντριβή ζήτησε συγχώρηση ἀπό τόν Πνευματικό, ἀποφασισμένος πλέον νά παραμείνη στό Ἅγιον Ὄρος καί νά ἀγωνισθῆ γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Ὁ δέ Πνευματικός τοῦ εἶπε λυπημένος: «Ἐσύ ὠφελήθηκες, ἀλλά ἐγώ ἐξ αἰτίας σου ἔχασα τόν πολύτιμο θησαυρό μέσα ἀπό τά χέρια μου».
Ἔκτοτε ὁ παπα–Γρηγόρης περιέπεσε σέ βαθειά θλίψη γιά τήν ἀπώλεια τῆς ἐπαφῆς μέ τούς ἰσαγγέλους αὐτούς ἁγίους Ἀναχωρητές, τούς γυμνούς καί ἀοράτους, καί προϊούσης τῆς ἡλικίας του ἐκοιμήθη τό ἔτος 1899, ἄγων τό ἐνενηκοστόν ἔτος τῆς ἡλικίας του. Προηγουμένως διηγήθηκε στήν συνοδία του μέ κάθε λεπτομέρεια γιά τούς γυμνούς καί ἀοράτους ἀσκητές, πρός οἰκοδομήν, ὠφέλεια, παραδειγματισμόν καί πρός δόξαν Θεοῦ.
Ἡ κάρα τοῦ φημισμένου Πνευματικοῦ κατά τήν ἀνακομιδή τῶν ὀστῶν του εἶχε τό χρῶμα τῶν ἁγίων Λειψάνων καί ἀρκετοί αἰσθάνθηκαν νά εὐωδιάζη.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.
Διαβάστε ΕΔΩ τα προηγούμενα σχετικά άρθρα
Ἀπό τόν κῆπο τοῦ παπποῦ, ἔκδ. τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, 1994, σελ. 71–74.- Σύμφωνα μέ τήν ζῶσα καί πολλαπλῶς βεβαιωμένη ἁγιορείτικη παράδοση ὑπάρχουν ἑπτά ἤ κατ᾿ ἄλλους δώδεκα μοναχοί, πού ζοῦν στόν Ἄθωνα τήν τελειοτάτη ἀσκητική ζωή καί προσεύχονται συνεχῶς γιά ὅλον τόν κόσμο. Ὅταν πεθαίνη κάποιος, παίρνει ἄλλος τήν θέση του καί μένει σταθερός ὁ ἀριθμός. Καταχρηστικῶς λέγονται «γυμνοί», διότι φοροῦν παλαιά ράσα. Ἔχουν καί τό χάρισμα τῆς ἀορασίας. Ὅταν δηλαδή θέλουν, γίνονται ἀόρατοι ἀπό τούς ἀνθρώπους.
Συμπλήρωμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου