Φωτό από εδώ |
Με έντονη την επίγνωση της ανεπάρκειάς μου, θα προσπαθήσω να αρθρώσω
λίγες σκέψεις για τους πολλούς θανάτους που βλέπουμε γύρω μας,
μεμονωμένους και μαζικούς. Συγχωρέστε την τόλμη μου και εύχομαι ο Θεός
να μας καθοδηγήσει όλους, ώστε να πούμε αλήθειες, προς όφελος όλων μας.
Στα πικρά χείλη και στις ματωμένες καρδιές των ανθρώπων πλανάται το
ερώτημα: Τι Θεός είναι Αυτός, που αφήνει τους ανθρώπους ν’ αρρωσταίνουν
και να πεθαίνουν νέοι; Που επιτρέπει γονείς να θάβουν τα παιδιά τους,
σύζυγοι τους συζύγους τους, παιδιά τους γονείς τους;
Τι έκανε ο Θεός για το θάνατο; Μήπως κάθεται στον ουρανό και παρατηρεί
ασυγκίνητος τα δημιουργήματά Του να βασανίζονται σα μυρμήγκια που πέσανε
σ’ ένα αυλάκι με νερό;
Ας πούμε, λοιπόν, τι έκανε ο Θεός για το θάνατο:
Ο Υιός του Θεού και Θεός, ο Ένας από την Αγία Τριάδα, με τη σύμφωνη
γνώμη και τη συνεργασία των Άλλων Δύο (του Πατέρα, που Τον έστειλε, και
του Αγίου Πνεύματος, που πραγματοποίησε την ενανθρώπισή Του), έγινε
άνθρωπος και άφησε τους ανθρώπους να τον βασανίσουν και να τον σκοτώσουν
φρικτά, για να δώσει σε όλους τους ανθρώπους – ακόμα και στους
βασανιστές Του – τη δυνατότητα να Τον γνωρίσουν, να Τον πλησιάσουν, να
ενωθούν μαζί Του και να σωθούν στην αιωνιότητα.
Έγινε άνθρωπος και πέθανε ως άνθρωπος, για να καλέσει κοντά Του την
ανθρωπότητα, που βασανιζόταν από το κακό, το θάνατο και το διάβολο, να
την ενώσει σε ένα σώμα (την Εκκλησία) και να της δώσει τη δυνατότητα
απελευθέρωσης και αθανασίας. Το έκανε μάλιστα έτσι, με το να πεθάνει –
αντί να επέμβει δυναμικά, ως παντοδύναμος, και να συντρίψει τους
αμαρτωλούς – για να Τον πλησιάσει όποιος θέλει, ελεύθερα, χωρίς να
επιβάλει σε κανέναν να Τον πιστεύει και να Τον λατρεύει. Και το έκανε
από καθαρή και ανιδιοτελή αγάπη, χωρίς ο ίδιος να έχει να κερδίσει
απολύτως τίποτα.
Γι’ αυτό, στην Ορθόδοξη Εκκλησία λέμε ότι ο θάνατος νικήθηκε και,
ουσιαστικά, καταργήθηκε. Για να είμαστε ακριβείς, προς το παρόν ο
θάνατος καταπατήθηκε· θα καταργηθεί οριστικά με την ανάσταση των νεκρών,
στη Δευτέρα Παρουσία.
Δεν υπάρχει θάνατος, μόνο ένα ταξίδι από εδώ στον ουρανό», δηλαδή στον
κόσμο των ψυχών. Εκεί οι άνθρωποι περιμένουν το τέλος της Ιστορίας και
τη γενική ανάσταση όλων των νεκρών, μετά την οποία θα υπάρχει αιώνια ζωή
στη Γη ή τουλάχιστον σε μια ανακαινισμένη μορφή του δικού μας
σύμπαντος.
«Περιμένουμε καινούργιους ουρανούς και καινούργια γη, κατά την υπόσχεση
του Χριστού, όπου θα κατοικεί η δικαιοσύνη» γράφει ο απόστολος Πέτρος
(Β΄ επιστολή του αποστόλου Πέτρου, κεφ. 3, στίχος 13).
Αποδείξεις;
Υπάρχουν τρία πολύ σοβαρά τεκμήρια για το ότι η ζωή συνεχίζεται και μετά το θάνατο:
Το πρώτο τεκμήριο είναι η διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Ο Χριστός
κήρυξε πάρα πολλές φορές ότι η ζωή είναι αιώνια και μάλιστα ότι η
αληθινή ζωή είναι κοντά Του – μια ζωή που αρχίζει από εδώ και
συνεχίζεται στην αιωνιότητα.
Είπε: «Αλήθεια σας λέω ότι όποιος ακούει τα λόγια μου και πιστεύει σ’
Εκείνον που με έστειλε, έχει ζωή αιώνια, και δεν πηγαίνει σε κρίση»
[δηλ. δεν τον κρίνει ο Θεός], «αλλά έχει ήδη πάει από το θάνατο στο ζωή.
Αλήθεια σας λέω, ότι έρχεται ώρα – και ήδη ήρθε – που οι νεκροί θ’
ακούσουν τη φωνή του Υιού του Θεού και αυτοί που θα την ακούσουν θα
ζήσουν… Έρχεται ώρα, που όλοι όσοι βρίσκονται στους τάφους θ’ ακούσουν
τη φωνή του και θα πάνε, εκείνοι που έκαναν το καλό, σε ανάσταση ζωής,
κι εκείνοι που έκαναν το κακό, σε ανάσταση κρίσης» (δες κατά Ιωάννην
ευαγγέλιο, κεφ. 5, στίχοι 24-29).
Στην αγία Μάρθα, την αδελφή του Λαζάρου, που έκλαιγε για τον αδερφό της,
ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Όποιος πιστεύει σ’
εμένα, κι αν πεθάνει, ια ζήσει· και κάθε ζωντανός που πιστεύει σ’ εμένα
δε θα πεθάνει ποτέ. Το πιστεύεις αυτό;» (κατά Ιωάννην, κεφ. 11, στίχοι
25-26).
Ο Χριστός πέθανε και αναστήθηκε για να λυτρώσει από το θάνατο εμάς, όχι
τον εαυτό του. «Τελευταίος εχθρός καταργείται ο θάνατος» γράφει ο
απόστολος Παύλος στην Α΄ Επιστολή του προς Κορινθίους, κεφ. 15, στίχ.
26, που βρίσκεται μέσα στην Καινή Διαθήκη, μετά τα Ευαγγέλια.
(Καινή Διαθήκη λέμε το βιβλίο που έχει μέσα τα τέσσερα Ευαγγέλια και τα
άλλα βιβλία που έγραψαν οι απόστολοι, δηλαδή οι μαθητές του Χριστού:
επιστολές, τις «Πράξεις των Αποστόλων» και την «Αποκάλυψη»)
Τα σημεία στην Καινή Διαθήκη που μιλούν για την ανάσταση των νεκρών
είναι πάρα πολλά. Η ανάσταση αυτή περιγράφεται κιόλας στο κεφάλαιο 25
του κατά Ματθαίον ευαγγελίου, στα τελευταία κεφάλαια της Αποκάλυψης και
αλλού.
Αν λοιπόν κάποιος είναι χριστιανός, αυτό σημαίνει πως παραδέχεται ότι ο
Χριστός δεν είπε ψέματα στους ανθρώπους. Και ο Χριστός διακήρυξε ότι
αυτό ακριβώς ήρθε να κάνει, να φέρει στους ανθρώπους αιώνια ζωή,
ελευθερώνοντάς τους από το θάνατο και το διάβολο.
Το δεύτερο τεκμήριο ότι η ζωή είναι αιώνια είναι οι άγιοι.
Οι άγιοι είναι άνθρωποι σαν εμάς, που έζησαν μια χριστιανική ζωή,
γεμάτη πίστη και αγάπη προς όλο τον κόσμο, συγχωρώντας ακόμη και τους
εχθρούς τους, και έφτασαν στο σημείο να ενωθούν με το Θεό, να γίνουν ένα
μαζί Του, και να αποχτήσουν αυτή την αιώνια ζωή που δίδαξε ο Χριστός,
την κατάσταση της αιώνιας χαράς που ονομάζουμε «παράδεισο».
Άγιος γίνεται ο άνθρωπος ακόμη και πριν πεθάνει. Στις βιογραφίες των
αγίων – και των σύγχρονων, όπως των γνωστών μεγάλων γερόντων Παϊσίου,
Πορφυρίου, Ιακώβου της Εύβοιας, Ευμένιου των Ρουστίκων και πολλών άλλων –
βλέπουμε την ενότητά τους με το Θεό και με όλα τα πλάσματα του κόσμου
(ανθρώπους, ζώα, αγγέλους…) ενώ ακόμα ζούσαν. Όμως «μικροί άγιοι» (ίσως
και μεγάλοι) υπάρχουν και δίπλα μας. Απλοί άνθρωποι, ορθόδοξοι
χριστιανοί, γεμάτοι ταπείνωση, πίστη και αγάπη. Άνθρωποι που συχνά τους
κοροϊδεύουμε, αλλά που μπορεί να ζουν μέσα στο Φως του Χριστού.
Δεν είναι τρελοί, αλλά τους θεωρούμε τρελούς, επειδή ζουν μια ζωή τόσο
διαφορετική απ’ αυτήν που έχουμε μάθει εμείς να ζούμε. Αν τους
γνωρίσουμε καλύτερα, χωρίς να τους αντιμετωπίζουμε εγωιστικά, θα ανοίξει
μπροστά στα μάτια μας ένας άγνωστος φωτεινός κόσμος. Αληθινός φωτεινός
κόσμος, κι όχι φανταστικός, σαν αυτούς που διαβάζουμε στα μυθιστορήματα
και βλέπουμε στις ταινίες φαντασίας.
Αλλά αυτός ο κόσμος χρειάζεται μια δέσμευση: το να γίνουμε μέλη του
Σώματος του Χριστού, της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μέσα στην οποία μπορεί να
γιατρευτούν οι πληγές της ψυχής μας, η κακία μας και τα ελαττώματά μας,
και να έρθει στην καρδιά μας η αληθινή ταπεινή αγάπη και το Φως του
Θεού.
Για να μην πολυλογούμε, οι άγιοι, πεθαίνοντας, δεν πέθαναν, αλλά
συνεχίζουν να εμφανίζονται αμέτρητες φορές και να κάνουν θαύματα. Ο
άγιος Γεώργιος, η αγία Παρασκευή κ.τ.λ. έζησαν πριν από περίπου 17 ή 18
αιώνες κι όμως εμφανίζονται ακόμη και σήμερα. Ο άγιος Ραφαήλ πριν από 5
αιώνες. Ο άγιος Νεκτάριος πριν ένα αιώνα. Ο άγιος Λουκάς ο Ιατρός, ο
άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, ο γέροντας Παΐσιος κ.ά., «κοιμήθηκαν» πριν
λίγες δεκαετίες – και οι εμφανίσεις τους είναι πάρα πολλές.
Αυτό είναι και η χριστιανική απάντηση στην ιδέα ότι, δήθεν, οι ψυχές «μετενσαρκώνονται», δηλαδή γεννιούνται ξανά και ξανά σε άλλα σώματα. Αν
ίσχυε αυτό, όλοι αυτοί οι άγιοι δε θα μπορούσαν να εμφανίζονται ακόμη με
την προσωπικότητα (αλλά και τη μορφή) που είχαν όταν ήταν ζωντανοί.
Ότι οι άγιοι εμφανίζονται μετά θάνατον, είναι μαρτυρημένο από τόσες
χιλιάδες ανθρώπους, κάθε ηλικίας, φύλου, μορφωτικού επιπέδου και
κοινωνικής τάξης, ώστε δε μπορεί να αμφισβητηθεί. Όμως δεν εμφανίζονται
μόνο στους χριστιανούς, αλλά και σε ανθρώπους άλλων θρησκειών. Δηλαδή
χριστιανοί άγιοι εμφανίζονται σε μουσουλμάνους ή άθεους κτλ και τους
βοηθάνε σε δύσκολες καταστάσεις, αποδεικνύοντας πέρα από κάθε αμφιβολία
ότι και μετά το θάνατό τους είναι ζωντανοί (αναζητήστε στο Διαδίκτυο το
άρθρο μας «Χριστιανικά θαύματα σε μουσουλμάνους»).
Εφόσον λοιπόν οι άγιοι – που είναι άνθρωποι όπως εμείς και που κι εμείς
μπορούμε να φτάσουμε, με τη βοήθεια του Θεού, στην ίδια κατάσταση μ’
αυτούς – είναι πάντα ζωντανοί, άρα όλοι οι άνθρωποι είναι πάντα
ζωντανοί.
Το τρίτο τεκμήριο ότι ο άνθρωπος ζει αιώνια είναι οι αναρίθμητες περιπτώσεις, όπου η ψυχή ενός κοινού ανθρώπου (όχι αγίου) εμφανίζεται σε ζωντανούς και τους δίνει ένα μήνυμα.
Οι εμφανίσεις αυτές συχνά γίνονται σε όνειρα, και τότε πρέπει να τους
βάλουμε ένα ερωτηματικό, γιατί τα όνειρα μπορεί να είναι προϊόντα της
φαντασίας μας (ή – λένε οι άγιοι διδάσκαλοι της Ορθοδοξίας – ακόμη και
παγίδες του διαβόλου για να μας ξεγελάσει). Όμως υπάρχουν περιπτώσεις
που μια ψυχή σε όνειρο μας λέει κάτι που δεν το ξέραμε, οπότε δε μπορεί
να είναι προϊόν της φαντασίας μας.
Αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που ένας νεκρός εμφανίζεται σε κάποιον ζωντανό ενώ είναι ξύπνιος.
Δε μιλάω για «φαντάσματα». Τα φαντάσματα, υπόψιν, δεν τα πιστεύει ο
χριστιανισμός. Μια ψυχή βρίσκεται πάντα στον κόσμο των ψυχών, δεν
περιπλανιέται στον κόσμο των ζωντανών, ούτε μπορεί να γίνει επικίνδυνη
για τους ζωντανούς. Μόνο με την άδεια του Θεού μπορεί να επικοινωνήσει
σε έκτακτη περίπτωση με έναν ζωντανό, για να του δώσει ένα μήνυμα.
Οι περιπτώσεις αυτές είναι τόσο πολλές, που σίγουρα και στην οικογένειά
σας και στο χωριό σας θα υπάρχουν κάποιες. Αν δεν ξέρετε, αναζητήστε
τις, ρωτώντας τους ανθρώπους του περιβάλλοντός σας.
Η ανάσταση των νεκρών
Εικ. από εδώ |
Ο Χριστός αναστήθηκε, αλλά εμείς συνεχίζουμε να πεθαίνουμε. Το σώμα μας
συνεχίζει να είναι φθαρτό, να μπορεί να τραυματιστεί, ν’ αρρωστήσει και
να πεθάνει. Αυτό είναι απαραίτητο, αλλιώς η κακία των κακών ανθρώπων δε
θα σταματούσε ποτέ. Ούτε και είναι δυνατόν «οι κακοί να πεθαίνουν και οι
καλοί να ζουν για πάντα», γιατί όλοι έχουμε μέσα μας και κακία και
καλοσύνη, ενώ για τους καλούς ξέρουμε πολύ καλά ότι ο θάνατος στη γη
σημαίνει ένωση με το Χριστό και τις ψυχές των κεκοιμημένων αγίων στον
ουρανό.
«Τι να προτιμήσω; Να ζήσω ή να πεθάνω;» αναρωτιόταν ο απόστολος Παύλος
όταν ήταν φυλακισμένος από τους Ρωμαίους. «Για σας είναι καλύτερα να
ζήσω, αλλά για μένα είναι καλύτερα να πεθάνω και να είμαι μαζί με το
Χριστό» (επιστολή προς Φιλιππησίους, κεφ. 1, στίχ. 21-24).
Όλοι θ’ αναστηθούμε μαζί, στο τέλος των ημερών, στο τέλος της
παρούσας Ιστορίας του κόσμου, γιατί όλη η ανθρωπότητα είναι ένα σώμα, το
Σώμα του Χριστού (=η Εκκλησία), δεμένο με τα δεσμά της αγάπης. Αν ο
καθένας που πέθαινε ανασταινόταν την άλλη μέρα, ο σύνδεσμος της ενιαίας
ανθρωπότητας θα ράγιζε.
Την ανάσταση των νεκρών, έτσι την περιγράφει ο απόστολος Παύλος στην Α΄
προς Θεσσαλονικείς επιστολή (κεφ. 4, στίχ. 16-17), στο κομμάτι που
διαβάζεται κάθε φορά στην τελετή της κηδείας: «Ο ίδιος ο Κύριος, με
προσταγή, με φωνή αρχαγγέλου και με σάλπιγγα Θεού θα κατεβεί από τον
ουρανό και πρώτα θ’ αναστηθούν οι νεκροί εν Χριστώ. Έπειτα εμείς, όσοι
θα έχουμε απομείνει ζωντανοί, αμέσως μαζί μ’ αυτούς θα αρπαχτούμε σε
σύννεφα για να προϋπαντήσουμε τον Κύριο στον αέρα και έτσι θα είμαστε
πάντα μαζί Του».
Η Αποκάλυψη, κεφ. 20, στίχοι 11-15, περιγράφει την ανάσταση έτσι: «Και
είδα θρόνο μέγα λευκό και τον καθισμένο σ’ αυτόν, που από μπροστά του
έφυγε η γη και ο ουρανός… Και είδα τους νεκρούς, τους μεγάλους και τους
μικρούς, να στέκονται μπροστά στο θρόνο, και βιβλία ανοίχτηκαν· και άλλο
βιβλίο ανοίχτηκε, που είναι το βιβλίο της ζωής· και κρίθηκαν οι νεκροί
από τα γραμμένα στα βιβλία, κατά τα έργα τους. Και έδωσε η θάλασσα τους
νεκρούς της και ο θάνατος και ο άδης έδωσαν τους νεκρούς τους, και
κρίθηκαν ο καθένας κατά τα έργα του… Και ο θάνατος και ο άδης ρίχτηκαν
στη λίμνη του πυρός· αυτός είναι ο θάνατος ο δεύτερος. Και αν κάποιος δε
βρέθηκε γραμμένος στο βιβλίο της ζωής, ρίχτηκε στη λίμνη του πυρός».
Να διευκρινίσω αμέσως ότι η «λίμνη του πυρός» (η κόλαση), κατά τους αγίους Πατέρες της Ορθοδοξίας είναι το ίδιο το Φως του Θεού, που
το δίνει σε όλους τους ανθρώπους, αλλά οι ταπεινοί και καλοί άνθρωποι
το παίρνουν μέσα τους ως Φως, ενώ εκείνοι που το βλέπουν μέσα από την
παραμόρφωση του εγωισμού δε μπορούν να το αντέξουν και το ζουν ως Φωτιά.
Άρα παράδεισος και κόλαση είναι το ίδιο πράγμα, αλλά αλλάζει η
κατάσταση του ανθρώπου απέναντί τους. «Σκοπός της χριστιανικής ζωής»
έγραφε ο μεγάλος θεολόγος καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης «είναι να δούμε
όλοι το Θεό ως Φως και όχι ως Φωτιά».
Δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος από τον πόνο μιας μάνας που το παιδί της πεθαίνει.
Η μάνα αισθάνεται το παιδί της σαν ένα κομμάτι του σώματός της και
μάλιστα σαν να είναι τα ίδια τα σπλάχνα της. Αν το παιδί της πεθάνει
(είτε είναι μικρό σε ηλικία είτε έχει γίνει ενήλικος) νιώθει σα να της
ξεριζώνουν τα σπλάχνα της.
Ο γονιός γενικά – πατέρας και μητέρα – χωρίς να το καταλαβαίνει, το
παιδί του το βλέπει σαν μια προέκταση του εαυτού του. Το να κάνω παιδιά
σημαίνει μέσα μου ότι, όταν πεθάνω, ζωντανά κομμάτια μου θα συνεχίζουν
να υπάρχουν (η γενιά μου). Άρα, είναι, κατά κάποιο τρόπο, σα να γίνομαι
αθάνατος. Αν ένα παιδί μου πεθάνει, το συναίσθημα της αθανασίας μου (στο
οποίο έχω στηρίξει όλες τις ελπίδες μου στη ζωή) καταρρέει.
Έχει καμιά διαφορά ο πόνος μιας χριστιανής μάνας που χάνει το παιδί της από τον πόνο μιας μάνας από άλλη θρησκεία ή άθεης;
Κανονικά, ναι, έχει μεγάλη διαφορά. Η χριστιανή μάνα – αν είναι πράγματι
χριστιανή – ξέρει ότι το παιδί της δεν πέθανε, απλά έφυγε από εδώ και
πήγε στον ουρανό. Και μάλιστα, αν ήταν καλό και πιστό στο Χριστό, πήγε
με σιγουριά σ’ έναν τόπο Φωτός, ασύγκριτα καλύτερο από τον κόσμο όπου
ζούμε εμείς.
Ο τόπος εκείνος είναι η αληθινή μας Πατρίδα, εκεί που θα πάμε όλοι μας.
Το παιδί που πεθαίνει μικρό πηγαίνει εκεί με ένα μεγάλο πλεονέκτημα:
διατηρούσε ακόμη την αθωότητά του και δεν είχε κάνει τις πολλές αμαρτίες
που κάνουμε όλοι μας – άλλος τη μία, άλλος την άλλη – στο διάβα της
ζωής μας. Ο Χριστός είπε ότι μόνο όποιος γίνει σα μικρό παιδί μπορεί να
μπει στη βασιλεία Του, τη βασιλεία των ουρανών, στον παράδεισο. Άρα τα
μικρά παιδιά έχουν το πλεονέκτημα για να μπουν εκεί.
Όχι ότι δεν έχουν αμαρτίες. Μικρές ίσως, αλλά έχουν. Παιδιά που λένε
ψέματα ή που βλαστημάνε από νηπιακή ηλικία μιμούμενα το γονιό τους άραγε
δε διώχνουν από μέσα τους τη θεία χάρη που είχαν πάρει με το βάφτισμά
τους; Δεν κάνουν την ψυχή τους ανυπεράσπιστη απέναντι στο διάβολο, ιδίως
αν δεν τους έχει μάθει κανείς τη συνήθεια να προσεύχονται, να πηγαίνουν
στην εκκλησία και να μεταλαβαίνουν συχνά;
Ο Χριστός δεν είναι δικαστής, αλλά αν δεν Τον έχουμε φέρει μέσα μας, πώς
θα μπορέσουμε να μπούμε στον παράδεισο; Γι’ αυτό, οι γονείς έχουμε
τεράστια ευθύνη αν θα σωθούν τα παιδιά μας, είτε μικρά είναι είτε
μεγάλα. Επίσης έχουμε τεράστια ευθύνη να φέρουμε στα παιδιά μας τη θεία
χάρη από μικρά, με το βάφτισμα, την προσευχή και τη θεία μετάληψη. Το αν
πιστεύουμε στο Θεό ή όχι, ειλικρινά δεν έχει και τόση σημασία. Η
Ορθοδοξία και η θεία χάρη δεν είναι θέμα πίστης, αλλά πραγματικής και
προσεχτικά ελεγμένης εμπειρίας των χριστιανών αιώνες τώρα.
Για να επιστρέψω στο θέμα, συγχωρέστε με, που πρέπει να πω ότι το να
πεθάνει το παιδί μου είναι ακριβώς το ίδιο με το να φύγει για ένα
μακρινό ταξίδι, όπου θα ζήσει σε ξένο τόπο και εγώ, αν όλα πάνε καλά, θα
το ξαναδώ μετά από χρόνια, όταν με το καλό θα πάω κι εγώ. Και
ταξίδι σε άλλη χώρα αν πάει το παιδί μου, ώστε να μην το ξαναδώ για
δεκαετίες, πάλι θα πονέσω πολύ και θα κλάψω. Είναι ανθρώπινο και απόλυτα
φυσικό. Αλλά θα ξέρω ότι το παιδί μου δεν πέθανε, ζει και μάλιστα σε
μια καλύτερη προοπτική από τη ζωή που θα ζούσε εδώ. Κλαίω για μένα, που δε θα το βλέπω, όχι για το παιδί μου, που θα ζει καλύτερα.
Το ίδιο ισχύει και για το μεγάλο ταξίδι, που ο πολύς ο κόσμος – που δεν
ξέρει – το λέει «θάνατο», αλλά η αγία Ορθόδοξη Εκκλησία, με τους
δασκάλους της που ενώθηκαν με το Θεό και είδα όλες τις πνευματικές
καταστάσεις ενώ ακόμα ζούσαν στη Γη, το λέει «κοίμηση».
Κοίμηση δεν λέμε μόνο το θάνατο των αγίων, αλλά όλων των χριστιανών. Γι’
αυτό και τα νεκροταφεία η Εκκλησία τα λέει «κοιμητήρια».
Εικ. από εδώ |
Το παιδί που το υιοθετεί ο Βασιλιάς
Ο πόνος που μας προκαλεί ο θάνατος ενός αγαπημένου μας ανθρώπου είναι
φυσικός και καλό είναι να τον αποδεχόμαστε. Το πένθος βοηθάει να
ξεπεράσουμε το θάνατο κάποιου αγαπημένου μας. Αφού όμως είμαστε
χριστιανοί, το πένθος μας δεν μπορεί να είναι απελπισμένο, γιατί η
ανάσταση είναι το σημαντικό γεγονός.
Ένας μεγάλος άγιος, που έδωσε τη ζωή του για το Χριστό και τους συνανθρώπους του, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, έλεγε στους γονείς που είχαν θάψει τα παιδιά τους:
«Έτσι, αδελφοί μου, να μη λυπήσθε διά τους αποθαμένους, κάμνετε ότι ημπορείτε διά την ψυχήν των: συλλείτουργα, μνημόσυνα, νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες. Και όσες γυναίκες φορείτε λερωμένα διά τους αποθαμένους σας, να τα βγάλετε, διότι βλάπτετε και τον εαυτόν σας και τους αποθαμένους.
»…Και μάλιστα να μη κλαίετε διά τα μικρά παιδιά, οπού είναι ωσάν Άγγελοι μέσα εις τον παράδεισον. Το παιδί σου του Θεού ήτο. Και όταν σου το εχάρισε ο Θεός, σε ετίμησε. Και τώρα πάλιν οπού σου το επήρε, σου ετίμησε το παιδί σου να χαίρεται πάντοτε εις τον παράδεισον, και συ να κάθεσαι να κλαις είναι άπρεπον. Ένας βασιλεύς σου γυρεύει το παιδί σου να το κάμη βεζίρη και χαίρεσαι να του το δώσης. Πολύ μάλλον δεν πρέπει, οπού σε αξίωσεν ο πανάγαθος Θεός και επήρε καρπόν από την κοιλίαν σου, και σου έβαλε το παιδί σου μέσα εις τον παράδεισον, και σου το φυλάγει να σου το παραδώση εις την Δευτέραν Παρουσίαν να λάμπη περισσότερον από τον ήλιον, διά να λάβης τον μισθόν σου να χαίρεσαι πάντοτε μαζί του;».
Στα συναξάρια των αγίων διαβάζουμε για μάνες που έλεγαν στα παιδιά
τους να μην αρνηθούν το Χριστό, ακόμη κι αν είναι να τα βασανίσουν και
να τα σκοτώσουν. Ήξεραν ότι αληθινός θάνατος για το παιδί τους θα
ήταν το να αρνηθεί το Χριστό. Αν δεν τον αρνηθεί, όχι μόνο δε θα
πεθάνει, αλλά θα γίνει άγιος και θα λάμπει στον ουρανό σαν μικρός
Χριστός. Έτσι έχουμε πολλά άγια παιδιά, με πιο γνωστά τις τρεις κόρες της αγίας Σοφίας (τις αγίες Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη), που γιορτάζουν 17
Σεπτεμβρίου, καθώς και τον άγιο Κήρυκο. Αλλά υπάρχουν κι άλλα, όπως και
πάρα πολλοί έφηβοι άγιοι, όπως οι αγίες μεγαλομάρτυρες Παρασκευή,
Μαρίνα, Κυριακή, Βαρβάρα κ.π.ά.
Η οικογένεια Κινγκ |
Θυμάμαι και μερικές σύγχρονες μάνες που κατάλαβαν τόσο καλά ότι το παιδί
τους δεν πέθανε, αλλά έφυγε για τον ουρανό. Και έκλαψαν βέβαια για τον
αποχωρισμό, αλλά χωρίς απελπισία. Μια τέτοια μάνα είναι η ορθόδοξη
Αμερικανίδα Έντνα Κινγκ, που έγραψε για την 8χρονή κόρη της, τη Μαρία Εβελίνα (φωτο), που πέθανε από καρκίνο:
«Είμαστε ευγνώμονες για το μεγάλο έλεος του Θεού, που μας έδωσε τη Μαρία Εβελίνα, και είχαμε τη δυνατότητα να ευλογηθούμε με τη γλυκύτητά της για οκτώ πολύτιμα χρόνια… Άφησε αυτή τη γη με αγνή και όμορφη ψυχή, θα εκπέμπει χαρά στον ουρανό και εμείς θα περιμένουμε με τη χάρη του Θεού να την ξανασυναντήσουμε. Κάπως θα βρούμε τη χάρη να ζήσουμε τις ζωές μας μέχρι τότε…» (αναζητήστε στο Διαδίκτυο όλο το άρθρο, με τον τίτλο «Μια ορθόδοξη μάνα για την κοίμηση της 8χρονης κόρης της»).
Ο ρόλος της κοινωνίας στο πένθος ενός γονιού
Αυτά που γράφω είναι κάπως επικίνδυνα, γιατί ο θάνατος των παιδιών είναι
ταμπού. Είναι δηλαδή ένα θέμα, στο οποίο, αν πεις πράγματα διαφορετικά
απ’ ό,τι πιστεύει η κοινωνία, θα σε περάσουν για τρελό ή για υποκριτή.
Όμως πρέπει να πω την αλήθεια και τα ίδια θα έλεγα κι αν το δικό μου
παιδί είχε πεθάνει, πράγμα που βέβαια δεν το θέλω, αλλά ξέρω ότι κάποτε
θα πεθάνει, είτε μετά το δικό μου θάνατο είτε πριν. Το σημαντικό είναι
να το έχω ετοιμάσει, δηλ. να το έχω κάνει καλό χριστιανό, ώστε όποτε κι
αν το καλέσει ο Χριστός να είναι έτοιμο.
Η κοινωνία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την απελπισία ενός γονιού που
χάνει το παιδί του. Η κοινωνία, που (παρόλο που είμαστε χριστιανοί) ποτέ
δεν κατάλαβε ουσιαστικά το χριστιανισμό, εκτός από λίγους ανθρώπους
κάθε φορά (που κι αυτούς δεν τους καταλαβαίνουν οι άλλοι), σπρώχνει το
γονιό στην απελπισία όταν κοιμηθεί το παιδί του.
Αν οι πολλοί δουν ένα γονιό να μην απελπίζεται για την κοίμηση του
παιδιού του, αλλά να συνεχίζει να πιστεύει και να δοξάζει το Θεό και να
λέει «το παιδί μου πήγε στον ουρανό», θα τον κακοχαρακτηρίσουν. Η
κοινωνία «απαιτεί» από έναν τέτοιο γονιό να βουτηχτεί στα μαύρα και στο
θρήνο, να κάνει σαν το παιδί του να πέθανε στ’ αλήθεια. Η κοινωνία
κουνάει το κεφάλι της και λέει ψεύτικες παρηγοριές στο γονιό, αλλά δεν
του λέει την αλήθεια, την αληθινή παρηγοριά, που θα έπρεπε να του πει:
«Ψηλά το κεφάλι – το παιδί σου δεν πέθανε, μόνο πήγε στον ουρανό»!
Αν ήμασταν αληθινοί χριστιανοί, έτσι θα στηρίζαμε ο ένας τον άλλο και ο
πόνος μας (που ξαναλέω ότι είναι φυσικό να τον νιώθουμε) θα μαλάκωνε και
θα μπορούσαμε να κάνουμε αυτό που πρέπει: να σηκώσουμε το σταυρό μας
και να γίνουμε άγιοι. Να κάνουμε ό,τι χρειάζεται για το παιδί μας
(μνημόσυνα, σαρανταλείτουργο, προσευχές κ.τ.λ.) και να ζήσουμε κι εμείς
χριστιανικά (αυτό δεν σημαίνει να γίνουμε καλόγεροι, αλλά πάντως να
ξεκόψουμε από τις κακές συνήθειες που κυριαρχούν γύρω μας και να βάλουμε
στη ζωή μας άλλες συνήθειες) ώστε όταν με το καλό ταξιδέψουμε κι εμείς
να πάμε κοντά στο παιδί μας στον παράδεισο.
Ελπίζω να προσέγγισα το θέμα έτσι, πρώτα ο Θεός, ώστε να μην πλήγωσα
κανένα, αλλά να βοήθησα να γιατρευτούν οι πληγές μας. Δεν δικάζω ούτε
κρίνω κανένα, ούτε φυσικά είμαι άγιος, απλά μεταφέρω τις αλήθειες που
έχουν δει στη ζωή τους χιλιάδες άνθρωποι, περισσότερο ή λιγότερο άγιοι,
μέσα στην Ιστορία της Ορθοδοξίας.
Η ταφή ενός παιδιού
Το παρακάτω κείμενο (απόσπασμα από εδώ)
μιλάει για την ασθένεια και την κοίμηση ενός οχτάχρονου κοριτσιού,
κόρης μιας οικογένειας ορθόδοξων χριστιανών από τις ΗΠΑ. Η οικογένεια
είχε στενή πνευματική σχέση με την Αδελφότητα του Αγίου Γερμανού
της Αλάσκας, το μοναστήρι του οποίου βρίσκεται στην Πλατίνα της
Καλιφόρνιας. Εκεί ζούσαν ακόμη τότε (1972) οι ιδρυτές του, οι
ιερομόναχοι π. Σεραφείμ Ρόουζ και π. Γερμανός Ποντμοσένσκυ. Εκεί οι
γονείς και τ’ αδέρφια της μικρής Μάγκυ ανακάλυψαν
την «άλλη πλευρά» του μυστηρίου του θανάτου (μετάβαση στον ουράνιο
κόσμο) και εκεί έγινε ο τάφος του κοριτσιού. Η κατάληξη της περιπέτειας
είναι μια τρομερή φράση της μητέρας του, που λίγοι μπορούν να την
αντέξουν. Ας είναι αιώνια η μνήμη της.
[…] Η κηδεία της Μάγκυ έγινε στη «μικρή μονή» της οδού Φελλ στο Σαν Φρανσίσκο, εκεί όπου ο Βλαδίμηρος και η Σίλβια (οι γονείς) είχαν έρθει για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με την Ορθοδοξία.
Όλες οι μοναχές συγκεντρώθηκαν για να προσευχηθούν δίπλα στο ξύλινο φέρετρο της Μάγκυ. Βλέποντας το παιδί ντυμένο στα λευκά, με βλέμμα ειρήνης στο όμορφο και αθώο πρόσωπό της, πολλές από τις ρωσίδες γυναίκες έκλαψαν. Είπαν ότι έμοιαζε με άγγελο. Τα υπόλοιπα έξι παιδιά του Βλαδίμηρου στάθηκαν επίσημα κρατώντας κεριά, όσο διαβάζονταν προσευχές για την αναπαυμένη αδελφή τους. […]
Μετά από την κηδεία, το φέρετρο τοποθετήθηκε στο φορτηγό του μοναστηριού. Οι πατέρες (δηλ. οι ιερείς π. Σεραφείμ και π. Γερμανός) οδήγησαν μέχρι την Πλατίνα μαζί με τους γιους του Βλαδίμηρου, Θωμά και Βασίλειο. Κατά τη διάρκεια του πεντάωρου ταξιδιού, έψαλλαν το «Χριστός ανέστη» και άλλους ορθόδοξους ύμνους, οι οποίοι χρησίμευσαν στο να εξυψώσουν το πνεύμα τους και να τους υπενθυμίσουν τον παράδεισο.
Έφτασαν στο μοναστήρι πρώτοι και μετέφεραν το φέρετρο στη μέση της εκκλησίας. Όταν έφθασαν και οι υπόλοιποι της οικογένειας του Άντερσον, ο π. Γερμανός τους είπε: «Τώρα πρέπει να αγρυπνήσουμε. Ο καθένας πρέπει να συμμετέχει στην ανάγνωση του Ψαλτηρίου». […]
Το βράδυ, η Βαλεντίνα Χάρβεϋ, συνοδευόμενη από την οκτάχρονη κόρη της Αλεξάνδρα, ήρθε στο μοναστήρι για επίσκεψη. Οι Χάρβεϋ δεν ήξεραν τους Άντερσον, πόσο μάλλον ότι το παιδί τους είχε πεθάνει. Περπατώντας στην εκκλησία, η Βαλεντίνα και η Αλεξάνδρα έμειναν έκπληκτες όταν είδαν ένα φέρετρο στη μέση του ναού, το οποίο πρόσεχαν παιδιά με κεριά. Ο ερχομός τους αυτή τη στιγμή ήταν μια ενδιαφέρουσα «σύμπτωση», γιατί πολλά χρόνια αργότερα η Αλεξάνδρα επρόκειτο να παντρέψει το γιο του Βλαδίμηρου Βασίλειο.
Η Μάγκυ δεν έμεινε μόνη της κατά τη διάρκεια της νύχτας· το Ψαλτήρι διαβαζόταν χωρίς διακοπή από τους πατέρες και την οικογένεια.
Το επόμενο πρωί το φέρετρο μεταφέρθηκε στο μέρος που θα γινόταν η ταφή. Ένα από τα αγόρια περπατούσε μπροστά από την πομπή, φέρνοντας ένα σταυρό που η Σιλβια είχε φτιάξει με τριαντάφυλλα. Από πίσω, οι πατέρες πρόσεχαν τη σοβαρή ομάδα παιδιών που ανέβαινε το λόφο. Τα ευγενή πρόσωπα των παιδιών φωτίζονταν από τα τρεμάμενα κεριά τους, τα οποία προσέδιδαν ακόμη περισσότερη ειρήνη στο δάσος, που, στο τέλος του φθινοπώρου, ήταν ζωγραφισμένο με σκιές από χρυσό. Μια ελαφίνα και το μικρό της κάθονταν εκεί κοντά, βλέποντας ήσυχα την πομπή και τον ενταφιασμό.
Όταν ο τάφος της Μάγκυ καλύφθηκε με χώμα, ο π. Γερμανός μίλησε στην οικογένεια. «Είστε τυχεροί» είπε, «που η κόρη σας, η αδελφή σας, μπορεί να πεθάνει και να ταφεί εδώ στην ελευθερία. Δεν διώκεστε, όπως στη Σοβιετική Ένωση [σ.σ.: ακόμη τότε υπήρχε διωγμός στη Ρωσία]. Την κηδεύετε με χριστιανικό τυπικό, θα έρχεστε εδώ για να προσευχηθείτε… Και είσαστε τυχεροί επίσης που κάποιος που πρόσφατα έζησε μεταξύ σας πηγαίνει τώρα στον ουρανό να προσευχηθεί για μας. Την έχουμε ως ουράνια προστάτιδά μας και την παραδίδουμε στο Θεό».
Με αυτή τη σκέψη στις καρδιές όλων, η ατμόσφαιρα του ενταφιασμού δεν ήταν μια ατμόσφαιρα θλίψης, αλλά μάλλον χαράς – χαρά, για τη γνώση ότι, μέσω της θυσίας του Χριστού και του θριάμβου Του στο θάνατο, αυτοί που τον ακολουθούν μετά το θάνατό τους πηγαίνουν στον παράδεισο και τα σώματά τους περιμένουν την ανάσταση.
«Όλη η θλίψη φάνηκε να χάνεται στη χαρά» έλεγε κατόπιν ο π. Σεραφείμ, «και όλη η ώρα φάνηκε σαν Πάσχα. Τα παιδιά ακτινοβολούσαν από χαρά! Πόσο ακατανόητοι είναι οι τρόποι του Θεού με μας και πόσο φιλεύσπλαχνος είναι!».
Κοντά στον τάφο της κόρης της με δάκρυα χαράς, η Σίλβια είπε στους πατέρες: «Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου». Ο καρπός της κοιλίας της, ήξερε, βρισκόταν ήδη στον ουρανό και προσευχόταν γι’ αυτήν στη γη.
(Από το βιβλίο του Αμερικανού ιερομόναχου Δαμασκηνού, π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ζωή και τα έργα του, εκδόσεις Μυριόβιβλος 2007, τόμ. Β΄, σελ. 297-302).
Δείτε και:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου