ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Ο χριστιανισμός και οι παραποιήσεις του


Απόσπασμα από τη μελέτη "Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα - Η θέση της γυναίκας στο χριστιανισμό" (κλίκ!).


Κατ’ αρχάς είναι απαραίτητες μερικές επισημάνσεις:

1. Επειδή ο χριστιανισμός (στην αυθεντική του μορφή) είναι τελείως ελεύθερος, είναι αδύνατο να επικρατήσει παγκόσμια. Δεν είναι πρακτικά δυνατόν όλοι οι άνθρωποι –ή έστω η πλειοψηφία των ανθρώπων– να απαρνηθούν το συμφέρον τους ή την ικανοποίηση του εγωισμού τους και να επιλέξουν το δρόμο της αγάπης. Και, από εκείνους που θεωρητικά τον επιλέγουν, δεν είναι δυνατόν όλοι να κατορθώσουν να ξεπεράσουν τα τόσο δύσκολα εμπόδια (ουσιαστικά να απαρνηθούν τον μέχρι τότε εαυτό τους) και να μην υποχωρήσουν τελικά, αλλά να φτάσουν την αγάπη τους ώς το τέλος. Μόνο με τη βία μπορεί κάποιος να επιβάλει ένα σύστημα σε «όλους τους ανθρώπους». Η ίδια η βία όμως είναι η αναίρεση του χριστιανισμού.

2. Για τον ίδιο λόγο, είναι πάρα πολύ εύκολο στον καθένα να παραποιήσει το χριστιανισμό όπως θέλει και να τον μεταμορφώσει σε ό,τι ικανοποιεί τις βαθύτερες, και ίσως ανομολόγητες, επιθυμίες του. Να κρατήσει ό,τι θέλει και να απορρίψει ό,τι δεν του αρέσει, και μάλιστα να ισχυρίζεται στην καρδιά του ότι αυτό που έχει είναι ο «αυθεντικός χριστιανισμός». Σε μικροεπίπεδο, αυτό κάνουμε όλοι μας: κρατάμε ό,τι θέλουμε από το χριστιανισμό, θεωρώντας ότι «κανείς δεν ξέρει καλύτερα από μας», ώστε να μας συμβουλεύσει. Αυτό έκαναν και οι αιρετικοί κάθε είδους, αλλά και «ορθόδοξοι» κάθε εποχής. Στην πιο ακραία εκδοχή αυτής της παραποίησης έγιναν τα εγκλήματα στο όνομα του Χριστού, από τις σταυροφορίες και την Ιερά Εξέταση μέχρι την πρόσφατη εισβολή των Η.Π.Α. στο Ιράκ!

Σε κάθε εποχή, οι αυθεντικοί φορείς του χριστιανισμού τίποτα δε μπορούσαν να κάνουν, πέρα από το να επισημαίνουν τις παραποιήσεις. Αν οι άνθρωποι που διέπρατταν τις σοβαρές παραποιήσεις επέμεναν (είχαν «πωρωμένη καρδιά», όπως λέμε), μαζεύονταν οι αυθεντικοί φορείς του χριστιανισμού, έκαναν σύνοδο (συνέδριο) και τους «αφόριζαν», δηλαδή ανακοίνωναν ότι οι παραχαράκτες δεν ανήκουν στην Εκκλησία (αφορίζω σημαίνει διαχωρίζω, όχι καταριέμαι). Πολλές φορές αφορίστηκαν επίσκοποι, πατριάρχες, αυτοκράτορες, ολόκληρες σύνοδοι (και υποτιθέμενες οικουμενικές, όπως η εικονομαχική σύνοδος της Ιερείας τον 8ο αι. μ.Χ.). Όμως ο αφορισμός δεν είχε δύναμη νόμου, δε μπορούσε να σταματήσει την παραχάραξη, απλώς την επισήμαινε. Γι’ αυτό στη συνέχεια, όποιοι ήθελαν να επιμείνουν σ’ αυτήν, μπορούσαν να το κάνουν, και ποτέ δεν τελείωνε μια αίρεση με μια μόνο σύνοδο.

Το χειρότερο είναι ότι πολλές φορές ανακατεύονταν οι φορείς της πολιτικής εξουσίας και τα έκαναν χειρότερα, καταδιώκοντας και εξοντώνοντας τους αιρετικούς ή τους ορθόδοξους, ανάλογα με τις πολιτικές συγκυρίες! Υπενθυμίζω ωστόσο περιπτώσεις αντίδρασης, όπως του αγίου Μαρτίνου της Τουρ στην εκτέλεση του αιρετικού Πρισκιλιανού, του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη στο διωγμό κατά των παυλικιανών από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ραγκαβέ και στο θέμα της πιθανής απέλασης των Βουλγάρων προσφύγων στον Κρούμο, «πράγμα που γι’ αυτούς θα σήμαινε βέβαιο θάνατο», του αγίου Νείλου της Σόρα στο διωγμό των αιρετικών Ιουδαϊζόντων στη Ρωσία (16ος αι.) κ.ά.

Συχνά οι άνθρωποι που αντιστέκονταν στην παραποίηση ήταν λίγοι, άσημοι, μόνοι, ενώ η παραποίηση είχε την εξουσία με το μέρος της. Τότε διώκονταν, φυλακίζονταν, θανατώνονταν και αγίαζαν, όπως ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητης, ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, ο άγιος Φίλιππος της Μόσχας (θανατώθηκε από τον τσάρο Ιβάν τον Τρομερό, επειδή αντέδρασε στα εγκλήματά του), ο άγιος Μάξιμος ο Γραικός κ.π.ά.. Όμως είχαν πει την αλήθεια και κάποτε μια σύνοδος τους δικαίωνε. Έτσι προχωράει ο αυθεντικός χριστιανισμός, όχι με τιμωρούς, αλλά με αγίους. Όσο λίγοι κι αν είναι, αυτοί είναι.

3. Γι’ αυτό, δεν υπήρξε ποτέ «εποχή του χριστιανισμού». Ο χριστιανισμός ποτέ δεν επικράτησε ως πολιτικό ή κοινωνικό σύστημα, όσο κι αν πολλές χώρες τον επικαλέστηκαν κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Υπήρξαν κοινωνίες, όπου οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες ευνόησαν την πίστη (ακόμη και διώκοντάς την), που οι ναοί τους ήταν γεμάτοι πιστούς, ενώ οι έρημοι και τα δάση τους γεμάτα αγίους ασκητές και αγίες ασκήτριες. Όμως και εκεί οι άνθρωποι πάλευαν με τον κακό εαυτό τους. Ο χριστιανισμός βρισκόταν στην καρδιά τους (όσο βρισκόταν), όχι στην κοινωνία. Επίσης, υπήρξαν κατά καιρούς άρχοντες και βασιλιάδες άγιοι σε διάφορους λαούς, όμως όχι χώρα αληθινά χριστιανική, δηλ. χωρίς βία, συνομωσίες, αδικίες, βασανιστήρια και γενικά θλιβερές καταστάσεις που προκαλούνται από τα ανθρώπινα πάθη. Ούτε φυσικά και το Βυζάντιο.

Πολύ περισσότερο ο μεσαίωνας, παρά την ασφυκτική κυριαρχία της θρησκείας, σε καμία περίπτωση δε μπορεί να χαρακτηριστεί «εποχή του χριστιανισμού». Πρόκειται για μια τραγική παραποίηση του χριστιανισμού, ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.

4. Η αρχαία διάκριση σε βάρος της γυναίκας, σε παγκόσμιο επίπεδο, οφείλεται προδήλως σε κοινωνικούς λόγους: οι κοινωνίες χρειάζονταν τους άντρες για τη σκληρή εργασία και τις αδιάκοπες συρράξεις. Οι γυναίκες, όπως και τα παιδιά, ήταν τα αδύναμα μέλη, που χρειάζονταν διαρκώς προστασία. Εύκολα λοιπόν οι άντρες ξέχασαν ότι διέθεταν τη μυϊκή τους δύναμη ακριβώς για να προστατεύουν τις γυναίκες και τα παιδιά (ακόμη και χωρίς να προϋποθέτουμε πίστη στο Θεό, βλέπουμε πλήθος αντιστοιχείς στα διάφορα ζωικά είδη) και όχι μόνο μετέτρεψαν το ρόλο τους από προστάτη σε απόλυτου άρχοντα, αλλά και υποτίμησαν τη γυναίκα (συχνά και τα παιδιά, ιδίως τα κορίτσια) υποβιβάζοντάς την σε άχθος.

Ο χριστιανισμός, όπου εξαπλώνεται, εγείρει το αίτημα της μεταμόρφωσης των ανθρώπων από απλές βιολογικές ή κοινωνικές μονάδες σε πρόσωπα, δηλαδή «αγαπώσες καρδίες». Η μεταμόρφωση αυτή οδηγεί τον άνθρωπο σε προσέγγιση προς τον επίσης αγαπώντα Τριαδικό Θεό – και κατ’ επέκτασιν σε πραγμάτωση της ομοίωσης με το Θεό, σε ένωση με Αυτόν. Όμως, λόγω του ελεύθερου χαρακτήρα του χριστιανισμού, οι κοινωνικές διακρίσεις σε βάρος των ασθενέστερων ομάδων δεν εξέλειπαν, κατά παράβαση του χριστιανικού ήθους.

Οι χριστιανοί διδάσκαλοι κάθε εποχής προσπάθησαν να περισώσουν την ισοτιμία μεταξύ των ανθρώπων και, όταν δεν το κατόρθωσαν, αυτό οφείλεται σε αποτυχία των περισσότερων χριστιανών (όπως εμείς) να αποδεχτούν στη συνείδησή τους και, πολύ περισσότερο, να εφαρμόσουν τη μία και μοναδική εντολή του Χριστού: «αγαπάτε αλλήλους».

1 σχόλιο:

Σπύρος είπε...

O XΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ταυτιζεται με την ελευθερια την απροϋποθετη αγαπη και την σωτηρια .... αλλο εκτος απο αυτα ειναι ανθρωπινη δημιουργια και εχθροτητα εναντιας της σταυρωμενης αγαπης