Επιμέλεια Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Αποσπάσματα από τα βιβλία Τα απόκρυφα ευαγγέλια και ο σχηματισμός της Καινής Διαθήκης (Πύρρα, Αθήνα) και Εναντίον του Θεού (Όμορφος Κόσμος, Ρέθυμνο).
Πρώτες μαρτυρίες για την Καινή Διαθήκη
Τα βιβλία των αποστόλων –αυτά που στη συνέχεια αποτέλεσαν την Καινή Διαθήκη– παραδόθηκαν στους χριστιανούς ήδη από την πρώτη γενιά, από τους ίδιους τους αποστόλους. Αν και αρχικά μάλλον οι χριστιανοί δεν τα θεωρούσαν ως ένα είδος «αγίας γραφής», όμως τα θεωρούσαν βασική πηγή πληροφόρησης για την πίστη που είχαν παραλάβει οι κατά τόπους Εκκλησίες από τα χείλη των ίδιων των αποστόλων. Η αξία των βιβλίων αυτών οφειλόταν στο ότι ήταν έργα των αποστόλων και η σημασία τους μεγάλωσε όταν οι απόστολοι, σιγά - σιγά, έφυγαν από αυτή τη ζωή.
Τα βιβλία Καινής Διαθήκης είναι γνωστά ως «κανονικά» («κανόνας» = σειρά στα αρχαία ελληνικά, γι’ αυτό τα ονομάζουμε «κανονικά», οι δε σειρές των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης αντίστοιχα ονομάζονται κανόνες της Π.Δ. και της Κ.Δ.) ήδη από τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ., δηλ. λίγο μετά το 100 μ.Χ. Εκτός από τα σπαράγματα παπύρων που σώζονται εδώ κι εκεί, οι βασικότερες μαρτυρίες είναι οι παρακάτω:
· Ο ταπεινός και σεμνός άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, όπως φαίνεται από τις 7 σωζόμενες επιστολές του (γραμμένες περίπου το 110 μ.Χ.), ξέρει και αναγνωρίζει ως γνήσια τις επιστολές του Παύλου και τα ευαγγέλια του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη.
· Ο άγιος Κλήμης Ρώμης φαίνεται ότι ξέρει τις επιστολές του Παύλου προς Κορινθίους, Ρωμαίους και Εβραίους, ίσως δε και τα ευαγγέλια.
· Ο άγιος Πολύκαρπος Σμύρνης, στη δική του επιστολή προς Φιλιππησίους (δηλ. τους κατοίκους της πόλης Φίλιπποι της Μακεδονίας –είχε γράψει και ο Παύλος ανάλογη επιστολή), προδίδει γνώση των επιστολών του Παύλου προς Ρωμαίους, Α΄ Κορινθίους, Γαλάτες, Εφεσίους, Β΄ προς Θεσσαλονικείς, Α΄ και Β΄ προς Τιμόθεον, άρα έχει στα χέρια του corpus των κειμένων του Παύλου, προφανώς αντίγραφα, όπως και ο άγιος Ιγνάτιος που είπαμε παραπάνω.
· Η απόκρυφη Επιστολή Βαρνάβα, κεφ. 4, στ. 14, παραθέτει το Ματθ. 22, 14, εισάγοντάς το με το «ως γέγραπται» (=όπως έχει γραφτεί), στερεότυπη φράση που σημαίνει ότι το θεωρεί μέρος της Αγίας Γραφής.
· Επιπλέον, ο Παπίας Ιεραπόλεως, που το έργο του δε σώζεται, αλλά μαθαίνουμε γι’ αυτό από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου επισκόπου Καισάρειας της Μικράς Ασίας (4ος αιώνας), γνωρίζει τα ευαγγέλια του Μάρκου και του Ματθαίου, για το δεύτερο μάλιστα παραθέτει την ανεξακρίβωτη πληροφορία ότι ο Ματθαίος το είχε γράψει αρχικά σε «εβραϊκή διάλεκτο» και κατόπιν το μεταγλώττισε στα ελληνικά, όπως το ξέρουμε. Ο Παπίας, κατά τον άγιο Ειρηναίο της Λυών (μικρασιατικής καταγωγής, επίσης του 2ου αιώνα), ήταν μαθητής του αποστόλου Ιωάννη και φίλος του Πολύκαρπου Σμύρνης, αν και είχε επηρεαστεί από διάφορες δοξασίες που εντοπίζονταν στη Μικρά Ασία και παρέκκλιναν από την ορθόδοξη παράδοση.
· Ο ίδιος ο άγιος Ειρηναίος γνωρίζει πλέον την Καινή Διαθήκη σχεδόν όπως έχει φτάσει ως εμάς. Λέω «σχεδόν», γιατί μερικά βιβλία δεν τα αναφέρει, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι οπωσδήποτε δεν τα γνώριζε. Την εποχή του (γύρω στο 170 μ.Χ.) ο «κανόνας» είχε συγκροτηθεί, με βάση την παράδοση των κατά τόπους Εκκλησιών, που διέσωζαν αποστολικά συγγράμματα και τα διαχώριζαν από άλλα, ορθόδοξα, που επίσης τα διάβαζαν, αλλά δεν τα θεωρούσαν αποστολικά ή τουλάχιστον όχι με βεβαιότητα, όπως η Επιστολή Βαρνάβα, η Διδαχή των Αποστόλων, η Β΄ Κλήμεντος προς Κορινθίους, η Επιστολή προς Διόγνητον, ο Ποιμήν κ.λ.π., ή και άλλα, όπως η απόκρυφη Αποκάλυψη Πέτρου, η απόκρυφη Γ΄ προς Κορινθίους δήθεν του Παύλου κ.λ.π.
· Σημειωτέον ότι τα ίδια τα απόκρυφα βιβλία συνιστούν μια σοβαρή μαρτυρία για την παλαιότητα των κανονικών, καθώς περιέχουν πλήθος αυτούσιων στίχων από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, αποκομμένους από το περιβάλλον τους, και απηχούν πολλούς άλλους.
(Λεπτομέρειες για τη δημιουργία της Καινής Διαθήκης βλ., μεταξύ άλλων, στις «Εισαγωγές» στην Καινή Διαθήκη των καθηγητών Σάββα Αγουρίδη κ.ά. –από την Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην του Σάββα Αγουρίδη, εκδ. Γρηγόρη, προέρχονται τα ανωτέρω στοιχεία).
Το κριτήριο γνησιότητας: η αποστολικότητα
Η πρώτη μαρτυρία που έχουμε όμως ότι οι χριστιανοί συγκέντρωσαν όλα αυτά τα βιβλία σε ένα σώμα, που το θεώρησαν μέρος της Αγίας Γραφής, είναι η μαρτυρία του αγίου Ειρηναίου επισκόπου Λουγδούνων (Λυών) γύρω στο 170 μ.Χ.
Φαίνεται ότι η αναφορά αυτή είναι η απάντηση της Εκκλησίας στον «κανόνα» του αιρετικού διδασκάλου Μαρκίωνος, που είχε συγκροτήσει «κανόνα Καινής Διαθήκης» γύρω στο 160 μ.Χ., βάζοντας μέσα μόνο το κατά Λουκάν ευαγγέλιο (κολοβωμένο, για να μην αναφέρεται η γέννηση του Χριστού, που ο Μαρκίων, ως γνωστικός, θεωρούσε ότι κατέβηκε στη Γη ενήλικος) και τις επιστολές του Παύλου προς Γαλάτας, Α΄ και Β΄ προς Κορινθίους, Ρωμαίους, Α΄ και Β΄ προς Θεσσαλονικείς, Εφεσίους (την οποία ονόμαζε προς Λαοδικείς), Κολοσσαείς, Φιλιππισίους και προς Φιλήμονα. Έκοψε δηλαδή ότι φανέρωνε πως ο Χριστός ήταν και κανονικός άνθρωπος, γιατί οι γνωστικοί Τον θεωρούσαν μόνον αιώνιο ουράνιο πνεύμα. Η Εκκλησία απάντησε καταρτίζοντας το δικό της κανόνα, που περιλαμβάνει τα τέσσερα ευαγγέλια, τις 14 επιστολές του Παύλου, τις 7 λεγόμενες καθολικές επιστολές (τρεις του Ιωάννη, δύο του Πέτρου, μία του Ιακώβου και μία του Ιούδα –όχι φυσικά του Ισκαριώτη) και την Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Το μόνο κριτήριο, με το οποίο ένα βιβλίο μπήκε στην Καινή Διαθήκη ήταν το ποιος το έγραψε. Μπήκαν δηλαδή μόνον έργα των αποστόλων. Τα ευαγγέλια κατά Μάρκον και Λουκάν είναι επίσης αποστολικά έργα, γιατί ο Μάρκος έγραψε κατά την αφήγηση του Πέτρου («ερμηνευτής Πέτρου» κατά τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα) και ο Λουκάς κατά την αφήγηση του Παύλου, ο οποίος είχε διδαχθεί εν οράματι όλη την επίγεια ζωή του Ιησού, όπως και οι άλλοι απόστολοι.
Γι’ αυτό πολλά βιβλία που θεωρήθηκαν κανονικά, επειδή θεωρήθηκαν έργα αποστόλων της πρώτης ή δεύτερης γενιάς, περιέχουν αποσπάσματα δυσερμήνευτα, που συχνά φαίνεται να στηρίζουν απόψεις που τις θεωρούμε αιρετικές –κι όμως αυτά τα αποσπάσματα δεν εξοβελίστηκαν, αλλά παρέμειναν στα έργα, γιατί θεωρήθηκαν ότι ανήκουν στο συγγραφέα! Επίσης ολόκληρη η Αποκάλυψη του Ιωάννη θα μπορούσε να στηρίζει τη μεγάλη αίρεση του μοντανισμού, που προερχόταν από τη Μικρά Ασία (όπως και η Αποκάλυψη) και βασιζόταν στις προφητείες, μία από τις οποίες ήταν και η Αποκάλυψη! Κι όμως η Αποκάλυψη μπήκε στην κανόνα, παρά τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί ως στήριγμα των αιρετικών (μόνο τον 4ο αιώνα σημειώθηκε προσωρινά κάποια επιφύλαξη).
Άλλα βιβλία είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί από αιρετικούς, πριν καν συσταθεί επίσημα ο κανόνας της Καινής Διαθήκης. Μετά τον κανόνα του Μαρκίωνα, τα κείμενα του αποστόλου Παύλου έγιναν λάβαρο του μαρκιωνιτισμού. Κι όμως όλα αυτά τα βιβλία, που είχαν βεβαρημένο παρελθόν λόγω χρήσης από μία ισχυρότατη αίρεση, μπήκαν χωρίς συζήτηση στον εκκλησιαστικό κανόνα, ενώ η αίρεση αυτή ζούσε ακόμα! Ο λόγος; Θεωρήθηκαν γνήσια έργα του Λουκά και του Παύλου, και αυτό ήταν αρκετό.
Τέλος, κάποια βιβλία μπήκαν στον κανόνα επειδή θεωρήθηκαν, όπως είπαμε, γνήσια έργα εκείνων που αναφέρονταν ως συγγραφείς τους, ενώ κατά βάθος τίποτα καινούργιο δεν πρόσθεταν στη θεολογία ή την ηθική του χριστιανισμού. Τέτοια βιβλία είναι η επιστολή του Ιούδα, οι Β΄ και Γ΄ επιστολές του Ιωάννη, η επιστολή του Παύλου προς Φιλήμονα, αλλά και το κατά Μάρκον ευαγγέλιο, που φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε από το Ματθαίο και το Λουκά ως βάση για τη συγγραφή των δικών τους ευαγγελίων, ώστε τίποτα ιδιαίτερο δεν του έχει απομείνει: από τους 661 στίχους του, μόνο 35 δεν έχουν περιληφθεί στα δύο άλλα ευαγγέλια. Κι όμως μπήκε στον κανόνα, γιατί θεωρήθηκε γνήσιο έργο του Μάρκου.
Παράλληλα με τα έργα των αποστόλων υπήρχαν στις Εκκλησίες και άλλα βιβλία, γραμμένα από διάφορους χριστιανούς, ορθόδοξα, όχι αιρετικά, που τα τιτλοφορουσαν με το όνομα κάποιων αποστόλων για να τους δώσουν κύρος και τα οποία περιείχαν αληθινές ή φανταστικές λεπτομέρειες για τα παιδικά χρόνια του Ιησού ή για το πάθος και την ανάστασή Του, καθώς και για τη ζωή και την κοίμηση της Θεοτόκου και για τη δράση και τα μαρτύρια των αποστόλων. Τα βιβλία αυτά η Εκκλησία τα αποδέχτηκε και τα διάβασε (πολλά απ’ αυτά άλλωστε περιελάμβαναν γνήσιες ιστορικές μαρτυρίες), τα αξιοποίησε στο εορτολόγιο και στην εικονογραφία, αλλά δεν τα συμπεριέλαβε στην Καινή διαθήκη, όχι γιατί δίδασκαν κάτι κακό, αλλά γιατί δεν ήταν γραμμένα από αποστόλους. Θα δούμε παρακάτω ποια είναι αυτά.
Ο γνωστικισμός: το New Age της αρχαιότητας
Ο γνωστικισμός ήταν ένα πολύμορφο θρησκευτικό κίνημα των δύο πρώτων αιώνων του χριστιανισμού, ένα μωσαϊκό ιουδαϊκών, χριστιανικών, ιρανικών, ελληνικών και αιγυπτιακών αντιλήψεων και δοξασιών ντυμένων με μια «φιλοσοφικότητα» λαϊκού τύπου, στα πλαίσια του φιλοσοφικού συγκρητισμού που είχε διαμορφωθεί με την επίδραση του στωικισμού, του νεοπλατωνισμού και του πυθαγορισμού, δηλαδή σχολών που είχαν επίσης λιγότερο ή περισσότερο μεταφυσικές και μυστικιστικές προεκτάσεις. Ήταν, θα έλεγα, κάτι ανάλογο με το σημερινό New Age και το συνονθύλευμα βουδδιστικών και ινδουϊστικών αντιλήψεων που επαγγέλλεται τη λύτρωση στο σημερινό δυτικό κόσμο.
Κάθε γνωστικός δάσκαλος είχε το δικό του σύστημα δοξασιών, τη δική του «Γνώση», που μετέφερε στους ανθρώπους με την υπόσχεση ότι, όποιος τη γνωρίσει, σώζεται. Σωτηρία γι’ αυτούς βέβαια ήταν η λύτρωση της ψυχής από τα δεσμά του σώματος, γιατί πίστευαν ότι Καλό είναι το πνεύμα, ενώ Κακό και έδρα του Κακού η ύλη.
Οι γνωστικοί διδάσκαλοι ήταν πάρα πολλοί, με «σχολές» πολύ διαδεδομένες στον ελληνορωμαϊκό κόσμο του 1ου και 2ου αιώνα μ.Χ., κυρίως βέβαια στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου έτσι κι αλλιώς είχε γίνει ανακάτεμα θρησκειών από τους φοβισμένους κοσμοπολίτες που είχαν χάσει την ταυτότητά τους στην αχανή ρωμαϊκή αυτοκρατορία και ένιωθαν έρμαια της Μοίρας και των διαφόρων σκοτεινών δυνάμεων, αναζητώντας τη λύτρωση όπου την έβρισκαν. Οι σημαντικότεροι γνωστικοί ωστόσο ήταν ο Μένανδρος και ο μαθητής του Σατορνείλος [Σατουρνείλος], ο Κήρινθος, ο Βασιλείδης, ο Καρποκράτης, ο Ουαλεντίνος και ο Μαρκίων, ενώ στις παρυφές του γνωστικισμού κινήθηκε η θρησκεία του μανιχαϊσμού, περσικής προελεύσεως. Από τους προδρόμους του γνωστικισμού φαίνεται ότι ήταν ο Σαμαρείτης Σίμων ο Μάγος, με δράση στη Ρώμη, ενώ προδρομικές γνωστικές τάσεις αντιμετωπίζουν ήδη οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης στις επιστολές τους.
Το περίφημο χωρίο του Παύλου στην προς Κολοσσαείς 2, 8: «Βλέπετε μή τις υμάς έσται ο συλλαγωγών διά της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Χριστόν», δεν αναφέρεται στην ελληνική φιλοσοφία ως διανοητική ανησυχία και επιστημονική αναζήτηση, αλλά σε μια «θρησκεία των αγγέλων» (στο ίδιο, 2, 18), που προφανώς αυτοχαρακτηριζόταν «φιλοσοφία» ενώ, στην πραγματικότητα, ανήκε στα κινήματα σωτηρίας της εποχής εκείνης, δηλ. τα προδρομικά γνωστικά κινήματα, με κύριο χαρακτηριστικό τη λατρεία των «στοιχείων του κόσμου τούτου», δηλ. των πνευμάτων ή αγγέλων που «κυβερνούν τον κόσμο», και μια ιουδαϊκού τύπου άσκηση, συνδεόμενη κατά κάποιο τρόπο προς τις κοσμικές αυτές αγγελικές δυνάμεις (πρβ. στο ίδιο, 2, 16: μη σας κρίνει κανείς «εν βρώσει ή εν πόσει ή εν μέρει εορτής ή νουμηνίας ή σαββάτων»). Γενικά, όπως και σήμερα, τη μπερδεμένη εκείνη εποχή φιλοσοφία και θρησκεία δεν ήταν πάντα σαφώς διακεκριμένες - επομένως, ανάλογες αναφορές πρέπει να εξετάζονται με προσοχή από τους ερμηνευτές.
Ομοίως, στην Α΄ επιστολή προς το μαθητή του Τιμόθεο, πρώτο επίσκοπο Εφέσου της Μικράς Ασίας, ο Παύλος αντιμετωπίζει γνωστικά ρεύματα με «γενεαλογίας απεράντους», «βεβήλους κενοφωνίας και αντιθέσεις της ψευδωνύμου γνώσεως». Στη Β΄ επιστολή Πέτρου, κεφ. 2, 1-22, στην Α΄ Ιωάννου, κεφ. 5, 22, και αλλού, μέσα στην Καινή Διαθήκη, υπάρχουν επίσης σαφείς αναφορές σε γνωστικά ρεύματα ή τάσεις, που επαγγέλλονταν τη σωτηρία μέσω της Γνώσης που θα αποκάλυπταν στους ανθρώπους.
Εν πάση περιπτώσει, τα βασικά δόγματα του γνωστικισμού ήταν κοινά σ’ όλα τα συστήματα, αλλά διέφεραν στις λεπτομέρειες και τις μυθικές γενεαλογίες των πνευμάτων. Όλα ήταν ασυμβίβαστα με το χριστιανισμό, παρά το ότι θέλησαν να τον χρησιμοποιήσουν σαν όχημα για την εξάπλωσή τους, γι’ αυτό και έγραψαν «απόκρυφα ιερά βιβλία», κατά μίμησιν των κανονικών, ή χρησιμοποίησαν τα κανονικά δίνοντας γνωστικές ερμηνείες όπου μπορούσαν. Τα δόγματα αυτά ήταν τα εξής:
Υπάρχει ένας ανώτατος, άγνωστος και καλός Θεός, από τον οποίο προήλθε με εκδίπλωση ή απορροή («στάξιμο») μια ολόκληρη ιεραρχημένη γενεαλογία πνευματικών όντων, που τα ονόμαζαν Αιώνες. Οι Αιώνες κάλυπταν το χάσμα μεταξύ Θεού και κόσμου, περισώζοντας τη μονοθεΐα και παρακάμπτοντας το ακατανόητο για τους γνωστικούς δόγμα της Αγίας Τριάδας.Ένας Αιώνας, συνήθως ο τελευταίος στην ιεραρχική κλίμακα, ξεπέφτει από την αρχική λαμπρή ή αγαθή του θέση και, στα πλαίσια της έκπτωσής του, δημιουργεί τον υλικό κόσμο, στον οποίο ζούμε εμείς και ο οποίος, συνεπώς, είναι δημιούργημα του Κακού και έδρα του Κακού. Έτσι δημιουργούνται τα ανθρώπινα σώματα, στα οποία, κατά κάποιους γνωστικούς, φυλακίζονται τα πνεύματα αγγέλων που ξέπεσαν και είναι οι ανθρώπινες ψυχές. Ο έκπτωτος αυτός Αιώνας ταυτίζεται από τους γνωστικούς με το Γιαχβέ, το Θεό της Παλαιάς Διαθήκης, τον οποίο θεωρούσαν δίκαιο αλλά απάνθρωπο.Ο μεγάλος άγνωστος Θεός στέλνει στη Γη έναν άλλο Αιώνα, τον Ιησού ή Χριστό ή Ιησού Χριστό, για να λυτρώσει τα πνεύματα από τη φυλακή της ύλης και να τα επιστρέψει στον ουράνιο κόσμο του μεγάλου Θεού.
Εννοείται ότι για τους γνωστικούς ο Χριστός είναι ένα ανώτερο πνεύμα (Αιώνας), που φάνηκε σαν άνθρωπος χωρίς να πάρει στ’ αλήθεια ανθρώπινο σώμα, κατέβηκε στη Γη ενήλικος, σταυρώθηκε και αναστήθηκε φαινομενικά –γιατί πίστευαν ότι το σώμα και κάθε τι υλικό είναι Κακό, επομένως δεν είναι δυνατόν ένα αγαθό πνεύμα να γίνει υλικός άνθρωπος! Επίσης, θεωρούσαν το γάμο αμαρτία και τον απαγόρευαν στους οπαδούς τους, γι’ αυτό και οι οπαδοί διαφόρων ρευμάτων παρέμεναν συνήθως στην τάξη των απλών κατηχούμενων, για τους οποίους ο γάμος ήταν ανεκτός. Βασικά υπήρχαν δύο τάσεις: οι ακραία ασκητικοί (που προσπαθούσαν να εξοντώσουν το σώμα μέσω των στερήσεων και έτσι να απελευθερώσουν το φυλακισμένο στο σώμα πνεύμα τους) και οι λεγόμενοι νικολαΐτες ή βαλααμιστές, που επιδίδονταν σε σεξουαλικά όργια και καταχρήσεις κάθε μορφής, προσπαθώντας πάλι να εξοντώσουν το σώμα μέσω των καταχρήσεων και να απελευθερώσουν το φυλακισμένο πνεύμα τους. Οι τελευταίοι αναφέρονται ονομαστικά ήδη μέσα στην Καινή Διαθήκη, στο 2ο κεφάλαιο της Β΄ επιστολής του αποστόλου Πέτρου και στο 1ο κεφ. της Αποκάλυψης, στίχ. 6 και 14-15. Μια άλλη ομάδα, οι οφίτες ή ναασινοί, που λάτρευαν τον όφη (εβραϊκά νάας) και διακλαδίζονταν σε αδαμιανούς, καϊνίτες, σηθιανούς, βαρβηλίτες, αρχοντικούς, κοεδιανούς, φιβιωνίτες κ.λ.π., πήγαιναν απ’ αλλού: μεταλάβαιναν ανθρώπινο σπέρμα και αίμα από πλακούντα ή έκαναν εκτρώσεις και έτρωγαν τα νεκρά έμβρυα.
Αυτές οι τρεις βασικές διδασκαλίες του γνωστικισμού «προσβάλλουν» τη ρίζα της χριστιανικής διδασκαλίας: η θεωρία περί Αιώνων, η ιδέα ότι ο υλικός κόσμος είναι Κακός και έδρα του Κακού και η ιδέα ότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος φαινομενικά και όχι πραγματικά.
Η αποστροφή τους προς την ύλη φαίνεται και από τον τρόπο που μιμήθηκαν τη θεία Μετάληψη διάφορα γνωστικά ρεύματα. Όχι με ψωμί και κρασί (το κρασί το θεωρούσαν απαγορευμένο, ως φορέα υλικής ηδονής), αλλά με ψωμί και τυρί (αρτοτυρίτες) ή με ψωμί και νερό, όπως περιγράφεται στις απόκρυφες Πράξεις διαφόρων αποστόλων (π.χ. Πέτρου, Ανδρέα, Θωμά κ.λ.π.), που ήταν γραμμένες ή επεξεργασμένες από γνωστικούς.
Τα απόκρυφα έργα
Όπως είπαμε, οι γνωστικοί χρησιμοποίησαν χριστιανικό ένδυμα για να εδραιώσουν τις διδασκαλίες τους. Έδωσαν σε πολλούς Αιώνες ονόματα παρμένα από την Παλαιά Διαθήκη (π.χ. Σοφία, Σαβαώθ, Αδονάι, Ελοχίμ κ.λ.π.) ή και από την Καινή Διαθήκη (Λόγος, Μονογενής, Παράκλητος, Ιησούς κ.λ.π.) –προσφέρουν έτσι και μια επιπλέον μαρτυρία ότι η Καινή Διαθήκη υπήρχε πριν από τα δικά τους βιβλία, γιατί αυτά τα ονόματα στην Καινή Διαθήκη έχουν νόημα, ενώ στα γνωστικά συστήματα όχι.
Η τακτική της ψεύτικης απόδοσης ενός βιβλίου σε κάποιον διάσημο παλαιότερο συγγραφέα είναι ευρύτερα γνωστή από την εποχή εκείνη και ονομάζεται στη φιλολογική γλώσσα με το λατινικό τεχνικό όρο vaticinium ex eventu. Χρησιμοποιήθηκε και από ορθόδοξους συγγραφείς, αλλά και από ιουδαίους, καθώς και από Έλληνες των ελληνιστικών χρόνων, που χάλκευσαν σιβυλλικούς χρησμούς, ύμνους του Ερμή του Τρισμέγιστου κ.ά.
Από τους γνωστικούς, πολλοί ερμήνευσαν τα ευαγγέλια με τρόπο ταιριαστό προς τις διδασκαλίες τους, όπως ο Βασιλείδης και ο Μαρκίων, ή έγραψαν και οι ίδιοι «ευαγγέλια», κατά μίμησιν των κανονικών ευαγγελίων, όπως το Ευαγγέλιο της Αληθείας του Ουαλεντίνου και τα περισσότερα απόκρυφα. Έγραψαν επίσης Πράξεις και Αποκαλύψεις, επηρεασμένες τόσο από την Αποκάλυψη του Ιωάννη όσο και από την Παλαιά Διαθήκη, που έχει κι αυτή τα δικά της Απόκρυφα (π.χ. Ανάληψις Μωυσέως, Ανάληψις Ησαΐα, Αποκάλυψις Ηλία, Ε΄ και Στ΄ Έσδρα, Ενώχ, Διαθήκες των Δώδεκα Πατριαρχών κ.π.ά.). Τα ιερά τους αυτά βιβλία τα χαρακτήρισαν οι ίδιοι «απόκρυφες βίβλους», ισχυριζόμενοι ότι, μέσω αυτών, αποκαλύπτουν στους μύστες της δικής τους θρησκείας μυστικές διδασκαλίες, που για όλο τον υπόλοιπο κόσμο παραμένουν απόκρυφες.
Ο όρος απόκρυφα ευαγγέλια, λοιπόν, δεν οφείλεται στο ότι δήθεν η Εκκλησία «απέκρυψε» αυτά τα βιβλία από τα μάτια των χριστιανών (ποτέ δεν έγινε κάτι τέτοιο ούτε υπήρξε καταστροφή ή απαγόρευσή τους) αλλά στους ίδιους τους συντάκτες τους, που ήθελαν έτσι να εξηγήσουν πώς ήρθαν στα χέρια τους αυτά τα βιβλία, τα οποία είχαν γράψει οι ίδιοι και τα είχαν αποδώσει ψευδώς σε διάφορα πρόσωπα της Καινής Διαθήκης.
Ας έχουμε υπόψιν ότι στο χριστιανισμό δεν υπάρχει απόκρυφη γνώση ούτε απόκρυφα βιβλία. Η γνώση του Θεού, όπως τη διδάσκει ο χριστιανισμός (μέσω της τήρησης της εντολής της αγάπης και της ένταξης στο ευχαριστιακό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία), προορίζεται για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία ή την κοινωνική τάξη, και όχι για κάποιους εκλεκτούς «μύστες». Επίσης δεν υπήρξε ποτέ πολιτική καταστροφής και εξαφάνισης βιβλίων, παρά μόνο συμβολικό κάψιμο βιβλίων χριστιανών αιρετικών που είχαν προκαλέσει ταραχές (και αιματοχυσίες με την εμπλοκή πολιτικών προσώπων) στις χριστιανικές κοινότητες. Ακόμη και τα βιβλία που θεωρήθηκαν απαράδεκτα, αιρετικά, διαστροφικά κ.λ.π., κυκλοφορούσαν ελεύθερα και όποιος ήθελε μπορούσε να τα διαβάσει.
Αναφέρομαι φυσικά στη θρησκευτική και πολιτισμική παράδοση της ορθόδοξης ανατολικής Εκκλησίας (παραθέτω τον όρο με την ιστορική του έννοια), που δεν ταυτίζεται με την παράδοση της δυτικής Ευρώπης. Δεν έχουμε Ιερά Εξέταση –η Ιερά Εξέταση υπήρξε εκεί όπου διαστρεβλώθηκε ο χριστιανισμός. Παντού δυστυχώς υπήρξαν φανατικοί που κατέστρεψαν, έκαψαν ή και σκότωσαν ακόμη για να επιβάλουν τις απόψεις τους, αλλά αυτοί δεν είναι οι άγιοι ούτε εκφράζουν τη γνησιότητα του χριστιανικού μηνύματος. Οι άγιοι αγάπησαν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η σύνοδος της Καρθαγένης (Καρχηδόνας), που αποφάνθηκε για τον κανόνα της Καινής Διαθήκης το 419 μ.Χ., ζήτησε –όπως και όφειλε– να μη διαβάζονται άλλα βιβλία «επ’ ονόματι θείων γραφών» (=ως βιβλία της Αγίας Γραφής), όχι να μη διαβάζονται καθόλου.
Είναι αξιόπιστα τα απόκρυφα έργα;
Τα γνωστικά ιερά κείμενα είναι πάρα πολλά. Δεν έχουν όλα χριστιανικό ένδυμα, αλλά απηχούν όλες τις παραδόσεις, από τις οποίες ανθολόγησαν στοιχεία οι γνωστικοί. Π.χ. Υπόστασις των Αρχόντων, Βροντή: Νους τέλειος, Η παράφρασις του Σηέμ, Εξήγησις περί της ψυχής, Περί Ογδοάδος και Εννεάδος (εννοεί ογδοάδα και εννεάδα Αιώνων), Ασκληπιός (αποκάλυψη, όχι επιστημονικό έργο), Λόγοι Αληθείας Ζωστριανού: Θεός αληθείας: Λόγοι Ζωροάστρου, Πρωτοέννοια τρίμορφος κ.ά.
Όλα τα παραπάνω προέρχονται από την περίφημη ανακάλυψη κοπτικών χειρογράφων του 1945/46 στο Nag Hammadi, κοντά στο αρχαίο Χηνοβόσκιο της Άνω Αιγύπτου, που ήταν η μεγαλύτερη ανακάλυψη απόκρυφων και γνωστικών έργων του 20ού αιώνα (13 κώδικες, 53 έργα). Όταν δημοσιοποιήθηκαν, κάποιοι έσπευσαν να προαναγγείλουν την κατάρρευση του χριστιανισμού, επειδή δήθεν ανακαλύφθηκαν οι αληθινές ρίζες του, που, κατ’ αυτούς, είναι γνωστικές ή δεν ξέρω τι άλλο… Όμως πρέπει να έχουν υπόψιν τα εξής:
α) Αν θεωρούν ιστορικώς αξιόπιστα τα γνωστικά ευαγγέλια (για τα οποία δεν έχω μιλήσει ακόμη), και μάλιστα πιο αξιόπιστα από τα κανονικά, εκτός του ότι πρέπει να καθορίσουν το κριτήριο, με το οποίο τα αξιολογούν, θα πρέπει να θεωρήσουν αξιόπιστα και τα άλλα παράλληλα προς την Καινή Διαθήκη βιβλία (σήμερα τα ονομάζουμε «ορθόδοξα απόκρυφα», αν και δεν υπήρξαν ποτέ απόκρυφα, δηλαδή κρυμμένα), που δεν είναι γνωστικά, αλλά καλύπτουν τα κενά της ιστορίας του Ιησού (παιδικά χρόνια) και των πρώτων χριστιανικών χρόνων: βίος της Παναγίας, δράση των αποστόλων κ.τ.λ. Κοντολογίς, υπάρχουν «απόκρυφα» από τα οποία τεκμηριώνεται η αξιοπιστία του χριστιανικού κηρύγματος όπως το ξέρουμε, χωρίς θεωρίες συνομωσίας. Από αυτά, κάποια στοιχεία έγιναν δεκτά από την εκκλησιαστική συνείδηση, γιατί προφανώς βασίζονταν σε παραδόσεις παλαιότερες από τα ίδια τα έργα, τις οποίες οι συγγραφείς των απόκρυφων συγκέντρωσαν και περιέλαβαν στα βιβλία τους, που είναι ορθόδοξα, αλλά δε μπήκαν στον κανόνα της Καινής Διαθήκης, γιατί δεν ήταν αληθινά έργα των αποστόλων. Πώς λοιπόν κάποιοι αποδέχονται ή συζητούν σοβαρά την αξιοπιστία των γνωστικών απόκρυφων και δε συζητούν καθόλου την αξιοπιστία των ορθόδοξων, όπως το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου ή το Κατά Θωμάν ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας του Κυρίου;β) Η γνωστική θεολογία είναι 100 φορές πιο υπερβατική από τη χριστιανική. Ενδιαφέρεται κυρίως για τις αποκαλύψεις «υπερβατικών αληθειών» σε διάφορα πρόσωπα (Αποκάλυψις Μωυσέως, Αποκάλυψις Ιωάννου –όχι η κανονική– Αποκάλυψις Ασκληπιού, Ιακώβου, Παύλου, Αδάμ κ.λ.π.), και οι αποκαλύψεις αυτές αφορούν στην αρχή του κόσμου, τη μέλλουσα κρίση κ.τ.λ. –αντίθετα, η Καινή Διαθήκη έχει μόνο μία αποκάλυψη (το πρότυπο όλων αυτών), η οποία κλιμακώνεται σε όλη την ανθρώπινη ιστορία και περιγράφει απείρως πιο αφαιρετικά τα έσχατα, τον παράδεισο και την «κρίση των εθνών».Επιπλέον, τα απόκρυφα περιλαμβάνουν θαύματα ασυγκρίτως πιο εξωπραγματικά από τα θαύματα των κανονικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Π.χ., στις Πράξεις Παύλου ο Παύλος βαφτίζει ένα λιοντάρι, που του ζητάει με ανθρώπινη φωνή να βαφτιστεί, και αργότερα, όταν τον ρίχνουν στην αρένα, εξαπολύουν εναντίον του το ίδιο λιοντάρι, το οποίο όχι μόνο δεν τον τρώει αλλά και τον προστατεύει – στις Πράξεις του αποστόλου Ιούδα Θωμά (αρκετά αξιόλογο ως μυθοπλασία αλλά δύσκολο να αξιολογηθεί ιστορικά), ο απόστολος, στις Ινδίες, θανατώνει έναν οφιοειδή δράκοντα, που είναι, υποτίθεται, ο γιος του διαβόλου που εξαπάτησε, ως φίδι, την Εύα, και αργότερα καλεί άγρια γαϊδούρια, που ζεύονται στο αμάξι του και τον μεταφέρουν, μιλώντας ενίοτε με ανθρώπινη φωνή – σε όλες τις απόκρυφες Πράξεις οι απόστολοι συνεχώς ανασταίνουν νεκρούς, ενώ ο ίδιος ο Ιησούς ανάστησε μόνον τρεις, την κόρη του Ιάειρου, το γιο της χήρας στη Ναΐν και το Λάζαρο, ενώ στις κανονικές Πράξεις των Αποστόλων, ο Πέτρος ανασταίνει την Ταββιθά, μια σημαντική προσωπικότητα της Εκκλησίας της Ιόππης (για όσους νομίζουν ότι η γυναίκα ήταν υποβαθμισμένη στην αρχαία Εκκλησία), και ο Παύλος ένα νέο που σκοτώθηκε πέφτοντας από ένα παράθυρο στο χώρο όπου κήρυττε.γ) Τα γνωστικά απόκρυφα έργα δεν παρουσιάζουν τον Ιησού με ανθρώπινο πρόσωπο και δεν αναφέρουν καθόλου επεισόδια από τη ζωή Του, αλλά μόνον «λόγους» και «διδασκαλίες» Του, γιατί πρεσβεύουν την αντίθετη προς τον υλικό κόσμο, το σώμα κ.λ.π. διδασκαλία των γνωστικών. Αν κάποιος την επιλέγει ως προτιμότερη γι’ αυτόν από τη χριστιανική (με την προϋπόθεση βέβαια ότι γνωρίζει τη χριστιανική στην αυθεντική –μου επιτρέπετε– μορφή της, και όχι σε διάφορα κακέκτυπα ιστορικά της μορφώματα που νομίζει για αυθεντικά), είναι δικαίωμά του, αλλά είναι πάλι θέμα πεποιθήσεων.
Για να είμαι ακριβής, υπάρχει εσωτεριστική ερμηνεία της διδασκαλίας και των υποτυπωδών αφηγήσεων των γνωστικών κειμένων, δηλαδή ερμηνεία που προσπαθεί να ανακαλύψει κάποιο μίτο εκλαμβάνοντάς τα ως αλληγορίες γεγονότων που συμβαίνουν μέσα στο νου και συμβολίζουν στάδια μιας πνευματικής/διανοητικής ανάτασης. Το πνεύμα της ερμηνείας αυτής διαφέρει από το χριστιανικό πνεύμα κυρίως σε δύο θεμελιώδη σημεία.
1. Συνδέει τη σωτηρία του ανθρώπου με την κατανόηση πραγμάτων, δηλαδή περίπλοκων υπερβατικών ουράνιων αληθειών. Η κατανόηση αυτή από μόνη της οδηγεί το νου σε ανάταση και τελικά ο άνθρωπος αναβαθμίζεται και περνάει, μέσα από στάδια υπερβατικής γνώσης, σε ουράνιες σφαίρες. Αντίθετα, στο χριστιανισμό, καθαρά και ξάστερα και χωρίς γρίφους, η σωτηρία είναι φυσική απόληξη της ανταπόκρισης του ανθρώπου στην αγάπη του Τριαδικού Θεού, που ένα από τα συμπτώματά της (το πιο αναγνωρίσιμο για το μέσο άνθρωπο) είναι η απόλυτη, χωρίς όρους, ανιδιοτελής αγάπη του ανθρώπου για τους συνανθρώπους του: «Γνώση του Θεού είναι η αγάπη» κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη (Α΄ επιστολή Ιωάννου, 4, 7-21) και «όποιος λέει ότι αγαπά το Θεό, κι όμως μισεί τον αδελφό του (δηλαδή το συνάνθρωπό του), είναι ψεύτης». Φυσικά αυτή η αγάπη επιτυγχάνεται από λίγους, γιατί και η ανταπόκριση στην αγάπη του Θεού είναι επιλογή λίγων, πράγμα που, κατά το χριστιανισμό φυσικά, συνιστά και την κοσμική τραγωδία του ανθρώπου μέσα στην ιστορία.2. Οι κατ’ αποκάλυψιν αλήθειες που επαγγέλλεται η γνωστική ερμηνεία απευθύνονται σε λίγους μυημένους, ενώ το χριστιανικό μήνυμα απευθύνεται σε όλους. Η Γνώση προορίζεται για τον «ολοκληρωμένο άνθρωπο», το «γνωστικό», ενώ το χριστιανικό μήνυμα απευθύνεται σε όποιον έχει αφτιά να τ’ ακούσει. Είναι αλήθεια ότι στην κατανόησή του υστερούν οι «σοφοί και συνετοί» και υπερτερούν οι «νήπιοι» (Λουκ. 10, 21), δηλαδή εκείνοι που διαθέτουν ταπεινή και αθώα ψυχή και δε φενακίζονται με την αυταπάτη της υποτιθέμενης αυτάρκειάς τους. Όμως κι αυτό παρερμηνεύεται και κάποιοι, ορμώμενοι από μη χριστιανικές αφετηρίες, αναζητούν γριφώδεις αλληγορίες στο χριστιανικό μήνυμα της θέωσης, δηλαδή της ένωσης του ανθρώπου με τον προσωπικό Τριαδικό Θεό μέσω της αγάπης. Ερμηνεύουν δηλαδή συνειδητά τα ευαγγέλια σα γνωστικά κείμενα, νομίζοντας ότι αποκαλύπτουν κάποιο κρυμμένο νόημα που, κατά τη γνώμη τους, θά ’πρεπε νά ’χουν.
Και στο χριστιανισμό ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα της τέλειας γνώσης, γι’ αυτό και συγγραφείς όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας θεωρούν «αληθινούς γνωστικούς» τους χριστιανούς. Όμως η γνώση ως καθαρά διανοητική διαδικασία θεωρείται εξωτερική και ως εκ τούτου ατελής. Τέλεια γνώση (η οποία σώζει) είναι εκείνη που προϋποθέτει την αγάπη. Γνωρίζω αληθινά μόνο ό,τι ή όποιον αγαπώ. Τότε ενώνομαι μαζί του –και η σωτηρία κατά το χριστιανισμό είναι ένωση, όχι εκμάθηση. Όσα κι αν μάθω για το Θεό, αν δεν πυρποληθώ από αγάπη δεν ενώνομαι μαζί Του, επομένως δεν γίνομαι θεός.
Βασικές πηγές για το γνωστικισμό και τα γνωστικά απόκρυφα, εκτός των χειρογράφων του Nag Hammadi, είναι: οι κοπτικοί κώδικες Askevianus και Brucianus (είναι του 4ου και 5ου αιώνα και βρέθηκαν στην Αγγλία το β΄ ήμισυ του 18ου αιώνα) – ο κοπτικός πάπυρος Berolinensis 8502 (του 5ου αι. μ.Χ.) – ο πάπυρος Oxyrhynchus 1081 – χριστιανοί συγγραφείς του 2ου και 3ου αιώνα, όπως ο άγιος Ειρηναίος (Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως), ο Ωριγένης, ο Τερτυλλιανός, ο Ιππόλυτος Ρώμης, ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου (Πανάριον) κ.ά., που βέβαια επιχειρούν αναίρεση του γνωστικισμού, αλλά μας δίνουν και πολύτιμες πληροφορίες (γνωστές την εποχή τους, αλλά άγνωστες για μας).
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΕΔΩ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου