Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Ένα
αξιοπρόσεκτο συμβάν στη σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδας, κατά τη
γνώμη μου, είναι η έκδοση του πρόσφατου φυλλαδίου Προς τον Λαό (17 Ιανουαρίου 2017), όπου η Εκκλησία της Ελλάδος
παρουσιάζει στο πλήρωμά της τις αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της
Κρήτης (στο εξής: Α.Μ.Σ.), δίνοντας μάλιστα ιδιαίτερη έμφαση στην εκκλησιολογία
της.
Το
περιεχόμενο του φυλλαδίου δίδεται εδώ (1):
Iερά Σύνοδος:
Προς το Λαό για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης
Η Ιερά
Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος απευθύνεται σε όλους τους πιστούς προκειμένου
να τους ενημερώσει για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο των Ορθοδόξων Εκκλησιών, η
οποία συνήλθε τον Ιούνιο του 2016 στην Κρήτη. Κύριος σκοπός της Αγίας και
Μεγάλης Συνόδου ήταν η ενίσχυση και η φανέρωση της ενότητας όλων των Ορθοδόξων
Εκκλησιών αλλά και η αντιμετώπιση διαφόρων συγχρόνων ποιμαντικών ζητημάτων.
Με βάση τα
συμπεράσματα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου:
Η Ορθόδοξη
Εκκλησία εκφράζει την ενότητα και την καθολικότητά Της δια των Ιερών Μυστηρίων.
Η συνοδικότητα υπηρετεί την ενότητα και διαπνέει την οργάνωση της Εκκλησίας,
τον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις Της και καθορίζει την πορεία Της. Αξίζει
να σημειωθεί επίσης ότι η Αγία Σύνοδος δεν αναφέρθηκε μόνον στο κύρος των
γνωστών Οικουμενικών Συνόδων, αλλά σε αυτήν για πρώτη φορά αναγνωρίσθηκαν ως
Σύνοδοι «καθολικού κύρους», δηλαδή ως Οικουμενικές, η Μεγάλη Σύνοδος επί
Μεγάλου Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (879-880), οι επί αγίου Γρηγορίου
του Παλαμά Μεγάλες Σύνοδοι (1341, 1351, 1368), και οι εν Κωνσταντινουπόλει
Μεγάλες και Αγίες Σύνοδοι για την αποκήρυξη της ενωτικής Συνόδου της Φλωρεντίας
(1438-1439), των προτεσταντικών δοξασιών (1638, 1642, 1672, 1691) και του
εθνοφυλετισμού ως εκκλησιολογικής αιρέσεως (1872).
Οι Ορθόδοξες
Αυτοκέφαλες Εκκλησίες δεν αποτελούν συνομοσπονδία Εκκλησιών, αλλά την Μία,
Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Για την Ορθόδοξη Διασπορά στις διάφορες
χώρες του κόσμου αποφασίσθηκε να συνεχισθεί η λειτουργία των Επισκοπικών
Συνελεύσεων με εκπροσώπους των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών προκειμένου να
διασφαλίζεται η αρχή της συνοδικότητας, μέχρι να εφαρμοσθεί η κανονική
ακρίβεια.
Για την
ορθόδοξη Εκκλησία η οικογένεια αποτελεί καρπό της «εις Χριστόν και εις την
Εκκλησίαν» μυστηριακής ενώσεως ανδρός και γυναικός και είναι η μόνη εγγύηση της
γεννήσεως και της ανατροφής των τέκνων.
Η Εκκλησία
τονίζει διαρκώς την αξία της εγκρατείας, της χριστιανικής ασκήσεως. Η
χριστιανική άσκηση δεν διακόπτει την σχέση του ανθρώπου με την ζωή και τον
συνάνθρωπο, αλλά τον συνδέει με την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Δεν αφορά
μόνον τους μοναχούς. Το ασκητικό ήθος είναι χαρακτηριστικό της χριστιανικής
ζωής.
Η Ορθόδοξη
Εκκλησία καταδικάζει τους διωγμούς, την εκδίωξη και δολοφονία μελών θρησκευτικών
κοινοτήτων, τον εξαναγκασμό σε αλλαγή θρησκευτικής πίστεως, την εμπορία
προσφύγων, τις απαγωγές, τα βασανιστήρια, τις απάνθρωπες εκτελέσεις, τις υλικές
καταστροφές. Ιδιαίτερα εκφράζει την αγωνία Της για την κατάσταση των Χριστιανών
και όλων των διωκωμένων μειονοτήτων στην Μέση Ανατολή και σε άλλα σημεία του
κόσμου.
Βασικό έργο
της Εκκλησίας είναι η Ιεραποστολή, δηλαδή ο αγώνας Της να δίνει συνεχώς την
μαρτυρία της πίστεως και να κηρύττει το ευαγγέλιο είτε στους πιστούς που ζουν
μέσα στις σύγχρονες εκκοσμικευμένες κοινωνίες είτε σε όσους δεν έχουν γνωρίσει
ακόμη τον Χριστό.
Ο διάλογος
κυρίως με τους ετεροδόξους χριστιανούς (άλλες χριστιανικές ομολογίες –
αιρέσεις) γίνεται με βάση το χρέος της Εκκλησίας να μαρτυρεί προς κάθε
κατεύθυνση την αλήθεια και την αποστολική πίστη. Έτσι γίνεται γνωστή σε αυτούς
η γνησιότητα της Ορθόδοξης Παράδοσης, η αξία της πατερικής διδασκαλίας, η
λειτουργική εμπειρία και η πίστη των Ορθοδόξων. Οι διάλογοι δεν σημαίνουν ούτε
και θα σημαίνουν ποτέ οποιονδήποτε συμβιβασμό σε ζητήματα πίστεως.
Η Ορθόδοξη
Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όπως αυτή
ομολογείται στο Σύμβολο της Πίστεως. Δεν νοείται αγιότητα του ανθρώπου εκτός
του Σώματος του Χριστού, δηλαδή εκτός της Εκκλησίας (Εφ. α 23). Η αγιότητα είναι
μετοχή στο μυστήριο της Εκκλησίας και στα ιερά μυστήριά της με επίκεντρο την
Θεία Ευχαριστία. Οι άγιοι εικονίζουν την Βασιλεία του Θεού.
Η Εκκλησία
είναι μία, η Ορθόδοξη. Κατά τον Μ. Βασίλειο «εις λαός πάντες οι εις Χριστόν
ηλπικότες και μία Εκκλησία νυν οι Χριστού, καν εκ διαφόρων τόπων
προσαγορεύηται». Η Εκκλησία αναμένει πάντοτε την επιστροφή όλων των ανθρώπων,
ετεροδόξων και αλλοδόξων σε Αυτήν.
Τα κείμενα
της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτελούν αντικείμενο
εμβαθύνσεως και περαιτέρω μελέτης. Αυτό ισχύει για όλες τις Συνόδους της
Εκκλησίας. Ο θεολογικός διάλογος δεν διακόπτεται. Προϋπόθεση απαραίτητη βεβαίως
είναι να διατηρείται αλώβητη η θεολογική αλήθεια και ο διάλογος αυτός να
πραγματοποιείται χωρίς φανατισμούς και διαιρέσεις, χωρίς παρασυναγωγές και
σχίσματα, τα οποία πληγώνουν την ενότητα της Εκκλησίας. Τα σχίσματα είναι
δυσίατες πνευματικές ασθένειες. Σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο: «το σχίσαι
Εκκλησίαν, και φιλονείκως διατεθήναι, και διχοστασίας εμποιείν, και της συνόδου
διηνεκώς εαυτόν αποστερείν, ασύγγνωστον και κατηγορίας άξιον και πολλήν έχει
την τιμωρίαν» (PG 48, 872). Γι αυτό προτρέπονται οι πιστοί να μη δίνουν
βαρύτητα στα λόγια εκείνων που τους παρακινούν να απομακρυνθούν από Αυτήν
προκειμένου να αποτελέσουν ξεχωριστή ομάδα έξω από το πλήρωμα της Εκκλησίας,
επικαλούμενοι φανταστικούς λόγους δογματικής ακριβείας.
Κατακλείοντας
το μήνυμα αυτό, επιθυμούμε να σας διαβεβαιώσουμε ότι όλοι οι Επίσκοποι της
Εκκλησίας της Ελλάδος αγρυπνούμε και παραμένουμε αμετακίνητοι στην Ορθόδοξη
πίστη και αφοσιωμένοι στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
«Αδελφοί,
χαίρετε, καταρτίζεσθε, παρακαλείσθε, το αυτό φρονείτε, ειρηνεύετε, και ο Θεός
της αγάπης και ειρήνης έσται μεθ ημών» (Β΄ Κορ. 13,11).
Οι αντιδράσεις
για το κείμενο και η ιστορική σημασία του, κατά τη γνώμη μας
Το
κείμενο του φυλλαδίου αντιμετωπίστηκε με ομοβροντία πυρών από τους επικριτές
της Α.Μ.Σ. (μια αναζήτηση στο Διαδίκτυο αρκεί, δεν επιθυμώ να δώσω παραπομπές),
οι οποίοι κατέκριναν την Εκκλησία της Ελλάδος ότι εξωράισε τις αποφάσεις της
Συνόδου, απαλείφοντας τα οικουμενιστικά στοιχεία που εντοπίζουν σε αυτές οι
επικριτές της, και ουσιαστικά παραπλανά το λαό, αντί να καταδικάσει τη Σύνοδο
ως ληστρική και φυσικά να απορρίψει τις αποφάσεις της. Όμως το κείμενο επικρίθηκε
και από τον καθηγητή κ. Γρηγόριο Λαρεντζάκη (2), που φέρεται ως υπέρμαχος της Α.Μ.Σ., ο οποίος καταλογίζει στην
Εκκλησία της Ελλάδος ότι παρερμήνευσε το πνεύμα της Α.Μ.Σ. χαρακτηρίζοντας
«ομολογίες – αιρέσεις» αντί για «Εκκλησίες» τις εκτός της Ορθοδοξίας
χριστιανικές κοινότητες (κυρίως Ρωμαιοκαθολικούς και Προτεστάντες) και
ερμηνεύοντας τον όρο «σύνοδοι καθολικού κύρους», που χρησιμοποίησε η Α.Μ.Σ. για
κάποιες σημαντικές ορθόδοξες συνόδους του παρελθόντος, ως ισοδύναμο με το
«οικουμενικές σύνοδοι».
Επιτρέψτε
μου, παρακαλώ, να εξομολογηθώ ως απλός θεολόγος τις σκέψεις, στις οποίες με
οδηγούν τα παραπάνω. Εκ των προτέρων σας ευχαριστώ θερμά.
Α)
Με την τοποθέτησή του ο κ. Λαρεντζάκης, κατά τη γνώμη μου, εμφανίζεται ως
απροκάλυπτος οικουμενιστής, πράγμα που ειλικρινά μου προκαλεί απορία και
αλγεινή εντύπωση. Αν έχει δίκιο και οι Ρωμαιοκαθολικοί, καθώς και οι ποικίλες –
συχνά αντιφάσκουσες – προτεσταντικές παραφυάδες του Παγκοσμίου Συμβουλίου
Εκκλησιών συνιστούν όντως Εκκλησίες, τότε η κάθε μία από αυτές διαθέτει και το
πλήρωμα της αληθείας, οπότε όχι μόνο ακυρώνεται το Σύμβολο της Πίστεως (που
μιλάει για «Μία Εκκλησία», αλλά και διατυπώνει δόγματα που έχουν σχετικοποιηθεί
στον προτεσταντισμό, για να μην αναφερθούμε και στην προσθήκη του Filioque), αλλά αυτοκαταργείται ο χριστιανισμός,
γιατί δεν είναι δυνατόν όλοι να αληθεύουν ταυτόχρονα.
Αν
λοιπόν το πνεύμα της Α.Μ.Σ. είναι όπως το ερμηνεύει ο κ. Λαρεντζάκης, τότε φοβούμαι
πως έχουν δίκιο οι επικριτές της και έχουμε ενώπιόν μας μια σύνοδο μη ορθόδοξη.
Β)
Οι θέσεις που διατυπώνει η Εκκλησία της Ελλάδος δεν γνωρίζω αν όντως εκφράζουν
το πνεύμα της Α.Μ.Σ. και αν θα είχαν προσυπογραφεί από αυτήν, όμως το
σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι διατυπώθηκαν και προφανώς εκφράζουν την
Εκκλησία που τις διατύπωσε (3).
Με τις θέσεις αυτές φρονώ ταπεινά
ότι η Εκκλησία της Ελλάδος αναδεικνύεται σε θεματοφύλακα της Ορθοδοξίας και το
συγκεκριμένο κείμενό της είναι ίσης εκκλησιολογικής σπουδαιότητας με την Εγκύκλιο της Α.Μ.Σ. και πολύ μεγαλύτερης
από το διπλωματικά γραμμένο και ασαφές κείμενο για τις «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπό χριστιανικό κόσμο».
Συνεπώς,
κατά τη γνώμη μου, οι αντιδρώντες κατά των οικουμενιστικών τάσεων ορθόδοξοι
χριστιανοί θα έπρεπε να αγκιστρωθούν από το κείμενο αυτό, αντί να το
επικρίνουν, και να το αξιοποιήσουν για να απευθύνουν επίσημες θέσεις ορθόδοξης
εκκλησιολογίας προς κάθε ενδιαφερόμενο.
Εκτός
αυτού, θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό αν τοποθετούνταν ως προς αυτό το κείμενο
όλες οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες (πατριαρχεία και αυτοκέφαλες), πράγμα που
θα καταδείκνυε και πώς ακριβώς αντιλαμβάνονται εντέλει τις αποφάσεις τις
Α.Μ.Σ.: «λαρεντζάκεια» ή ορθόδοξα;
Η
ίδια δε η Εκκλησία της Ελλάδος αναμένω να υποστηρίξει έντονα τις θέσεις που η
ίδια εξέφρασε με το συγκεκριμένο κείμενο, οριοθετώντας τις σχέσεις της
Εκκλησίας με τον λοιπό χριστιανικό κόσμο, κατά τη γνώμη μου, με ακρίβεια
χιλιοστόμετρου.
Το
κείμενο αυτό εξάλλου δεν είναι μεμονωμένο και η εκκλησιολογία του δεν πίπτει ως
κεραυνός εν αιθρία, αλλά έπεται τουλάχιστον μιας προηγούμενης απόφασης της
Εκκλησίας της Ελλάδος, του ίδιου πνεύματος, που ανακοινώθηκε στις 26 Μαΐου 2016
(4). Αυτό πιστεύω ότι πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν από τους αδελφούς
μας του πατρώου εορτολογίου, που αυτοχαρακτηρίζονται «γνήσιοι ορθόδοξοι
χριστιανοί» και εγκαλούν την Εκκλησία της Ελλάδος για οικουμενισμό ["N": το ίδιο και από τους πρόσφατα "αποτειχισμένους" κληρικούς της καθ' ημάς Εκκλησίας].
Οι
διαχριστιανικοί διάλογοι και η διαχριστιανική συνεργασία με βάση αυτό το
κείμενο μπορούν, νομίζω, να λάβουν όντως εποικοδομητική τροπή, αν φυσικά δεν
είναι εποικοδομητικοί μέχρι στιγμής, για το πραγματικό ζήτημα που πρέπει να μας
απασχολεί όλους, δηλαδή την προσέγγιση της αλήθειας και της αληθινής Εκκλησίας
του Ιησού Χριστού από πλευράς των αιρέσεων, για τα σφάλματα των οποίων
εξυπακούεται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία πονεί, γι’ αυτό και διαλέγεται.
Γ)
Θα ήθελα να πω στους επικριτές της Α.Μ.Σ. ότι οι θέσεις που εκφράζει η Εκκλησία
της Ελλάδος με το συγκεκριμένο κείμενό της είναι σύμφωνες με το γράμμα των
κειμένων της Α.Μ.Σ., η δε αναφορά της τελευταίας σε «αποδοχή της ιστορικής
ονομασίας» των διαφόρων χριστιανικών Εκκλησιών (δηλαδή της αποδοχής των
ονομάτων τους ως τεχνικών όρων) δεν σημαίνει αυτονόητα ότι τις αποδέχεται ως
όντως Εκκλησίες, διότι τότε δεν θα υπήρχε καν λόγος ακοινωνησίας τους, για να
μην πω ούτε καν θεολογικών διαλόγων, γιατί, αν επρόκειτο για Εκκλησίες, θα
μετείχαν εξ ολοκλήρου στην αλήθεια του Χριστού, όπως η Ορθόδοξη.
Δ)
Τέλος, ας μου επιτραπεί να επισημάνω ότι μετά το
παραπάνω κείμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος, τουλάχιστον το πλήρωμά της πρέπει
πλέον να αναφέρεται σε τουλάχιστον δώδεκα Οικουμενικές Συνόδους και όχι επτά
(όπως θα ήθελαν οι όντως αδελφοί μας, ως πρόσωπα, Ρωμαιοκαθολικοί), δηλαδή τις
συνόδους «καθολικού κύρους», των οποίων η Α.Μ.Σ. αυτοπροσδιορίζεται ως συνεχιστής
(παράγρ. 3 της Εγκυκλίου), «άρα
οικουμενικές», όπως αποφαίνεται η Εκκλησία της Ελλάδος. Πρόκειται για την επί αγίου
Φωτίου Μεγάλη Σύνοδο (879-880) και τις επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά Μεγάλες
Συνόδους των ετών 1341, 1351, 1368 (λογιζόμενες ως μία Οικουμενική Σύνοδος),
καθώς και την Α.Μ.Σ. του 1484 (για την αποκήρυξη της ενωτικής ψευδοσυνόδου της
Φλωρεντίας), τις Α.Μ.Σ. των ετών 1638, 1642, 1672 και 1691 (λογιζόμενες ως μία,
για την αποκήρυξη προτεσταντικών δοξασιών) και την Α.Μ.Σ. του 1872, για την
καταδίκη του εθνοφυλετισμού ως αίρεσης.
Παραπομπές
(1) Δημοσιεύεται,
μεταξύ άλλων, εδώ.
(2) Το άρθρο του
εδώ.
(3) Εγκρίθηκαν από
τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 11 Ιανουαρίου 2017, όπως
αναφέρεται εδώ.
(4) Δημοσιεύεται εδώ.
"Ν": Περί 8ης & 9ης Οικουμενικής Συνόδου, σχετική ενότητά μας εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου