Χθες ακούσαμε στην εκκλησία μια από τις πιο συγκλονιστικές - κατά τη γνώμη μου - ευαγγελικές διηγήσεις: τη συνάντηση του πατέρα ενός δαιμονισμένου με τον Ιησού Χριστό.
Κορυφαίος στίχος σ' αυτή τη διήγηση, κατ' εμέ πάντα, είναι αυτός που θέσαμε τίτλο στο post μας. Μια ιδιότυπη εξομολόγηση, ικεσία και ταυτόχρονα ομολογία πίστεως, που νομίζω πως έχει να πει πολλά σε μας τους σημερινούς ανθρώπους.
Ο στίχος αυτός έχει συζητηθεί και σχολιαστεί πολύ. Εμείς θα παραθέσουμε μόνο τη διήγηση (από το κεφ. 9 του κατά Μάρκον ευαγγελίου) και κάθε διερχόμενος μπλογκοναύτης ας βγάλει τα συμπεράσματά του. Το αρχαίο κείμενο από εδώ, τη μετάφραση από εδώ.
Για το δαιμονισμό, μπορείτε να δείτε το αφιέρωμά μας Δαιμονισμός και επιστήμη.
Το αρχαίο κείμενο
Καὶ ἐλθὼν πρὸς τοὺς μαθητὰς εἶδεν ὄχλον πολὺν περὶ αὐτούς, καὶ γραμματεῖς συζητοῦντας αὐτοῖς.
Καὶ εὐθέως πᾶς ὁ ὄχλος ἰδόντες αὐτὸν ἐξεθαμβήθησαν, καὶ προστρέχοντες ἠσπάζοντο αὐτόν.
Καὶ ἐπηρώτησε τοὺς γραμματεῖς· τί συζητεῖτε πρὸς ἑαυτούς;
Καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον.
Καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν.
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν.
Καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων.
Καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν.
Καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς.
Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι.
Καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ.
Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν.
Καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν.
Ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη.
Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό.
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.
Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ·
ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
Οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ρῆμα, καὶ ἐφοβοῦντο αὐτὸν ἐπερωτῆσαι.Νεοελληνική μετάφραση
Ὅταν ἦλθε εἰς τοὺς μαθητάς, εἶδε νὰ τοὺς ἔχῃ περιστοιχίσει πολὺς κόσμος καὶ γραμματεῖς νὰ συζητοῦν μαζί τους.
Καὶ ἀμέσως ὅλος ὁ κόσμος, μόλις τὸν εἶδαν, ἐθαμβώθηκαν καὶ ἔτρεξαν νὰ τὸν χαιρετίσουν.
Καὶ αὐτὸς ἐρώτησε τοὺς γραμματεῖς, «Τὶ συζητεῖτε μαζί τους;».
Καὶ ἕνας ἀπὸ τὸ πλῆθος ἀπεκρίθη, «Διδάσκαλε σοῦ ἔφερα τὸν υἱόν μου, ποὺ ἔχει πνεῦμα ἄλαλον.
Ὅταν τὸν πιάσῃ, τὸν ρίχνει κάτω καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τὰ δόντια καὶ
γίνεται ξερός. Καὶ εἶπα εἰς τοὺς μαθητάς σου νὰ τὸ βγάλουν ἀλλὰ δὲν
μπόρεσαν».
Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη, «Ὦ γενεὰ ἄπιστη, ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας, ῎εως πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρετέ τον σ’ ἐμέ».
Καὶ τοῦ τὸν ἔφεραν. Καὶ μόλις τὸ πνεῦμα τὸν εἶδε, ἀμέσως τὸν συνετάραξε καὶ ἔπεσε εἰς τὴν γῆν καὶ ἐκυλιότανε καὶ ἄφριζε.
Καὶ ἐρώτησε τὸν πατέρα του, «Πόσος καιρὸς εἶναι ἀπὸ τότε ποὺ συνέβη αὐτό;». Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Ἀπὸ παιδικῆς ἡλικίας.
Πολλὲς φορὲς καὶ στὴν φωτιὰ τὸν ἔρριξε καὶ στὰ νερά, διὰ νὰ τὸν
ἐξολοθρεύσῃ. Ἀλλ’ ἂν μπορῇς νὰ κάνῃς τίποτε βοήθησέ μας, σπλαγχνίσου
μας».
Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Ἐὰν μπορῇς νὰ πιστέψῃς ὅλα εἶναι δυνατὰ εἰς ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει».
Τότε φώναξε ἀμέσως ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ καὶ μὲ δάκρυα εἶπε, «Πιστεύω, Κύριε, βοήθησε τὴν ἀπιστίαν μου».
Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶδε ὅτι μαζεύεται κόσμος, ἐπέπληξε τὸ πνεῦμα τὸ
ἀκάθαρτον καὶ τοῦ εἶπε, «Τὸ ἄλαλον καὶ κωφὸν πνεῦμα, ἐγὼ σὲ διατάσσω,
ἔβγα ἀπὸ αὐτὸν καὶ νὰ μὴ μπῇς ποτὲ πλέον μέσα του».
Αὐτὸ, ἀφοῦ ἐφώναξε καὶ τὸν ἐσπάραξε δυνατά, ἐβγῆκε, τὸ δὲ παιδὶ ἔγινε σὰν νεκρός, ὥστε πολλοὶ νὰ λέγουν ὅτι πέθανε.
Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ἐσήκωσε καὶ ἐστάθηκε ὄρθιος.
Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι, τὸν ἐρώτησαν οἱ μαθηταί του ἰδιαιτέρως, «Γιατὶ ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ το βγάλωμε;».
Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Τὸ γένος αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βγῇ μὲ κανένα ἄλλο μέσον παρὰ μὲ προσευχὴ καὶ νηστείαν».
Καὶ ὅταν ἔφυγαν ἀπὸ ἐκεῖ, ἐπερνοῦσαν διὰ τῆς Γαλιλαίας καὶ ὁ Ἰησοῦς δὲν ἤθελε νὰ μάθῃ κανεὶς τίποτε,
διότι ἐδίδασκε τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς ἔλεγε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
θὰ παραδοθῇ εἰς τὰ χέρια ἀνθρώπων καὶ θὰ τὸν θανατώσουν καὶ ἀφοῦ
θανατωθῇ, τὴν τρίτην ἡμέραν θὰ ἀναστηθῇ.
Ἀλλ’ αὐτοὶ δὲν καταλάβαιναν τὶ ἔλεγε καὶ ἐφοβοῦντο νὰ τὸν ἐρωτήσουν.
Δείτε επίσης:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου