Ζουν ανάμεσά μας και είναι πολύ σημαντικό να τους βρω.
Μπορώ να ψάξω στην εκκλησία: ή την Κυριακή, αν ξυπνήσω και πάω στη λειτουργία (ίσως να πηγαίνω, αλλά με ανοιχτά ή κλειστά τα μάτια;), ή το Σάββατο το απόγευμα στον εσπερινό (μια μικρή τελετή που προετοιμάζει για την κυριακάτικη λειτουργία) ή τη μέρα που οι πιο πολλές ενορίες κάνουν κάποια απογευματινή συνάντηση με ομιλία ή συζήτηση για θέματα πνευματικά ή και κοινωνικά κ.τ.λ. (ρώτα τον παπά της ενορίας σου). "Ενορία" σημαίνει η εκκλησία που λειτουργεί κάθε Κυριακή κοντά στο δρόμο όπου μένεις, στην οποία "ανήκει" το σπίτι σου, εσύ με την οικογένειά σου και όλη η περιοχή σας. Όλοι εσείς, που ζείτε εκεί, είστε μια "ενορία", είστε δηλαδή "ενορίτες", μια πνευματική ένωση.
Εκεί θα δω μερικούς ανθρώπους, ελάχιστους, που το πρόσωπό τους φανερώνει την καθαρότητα και την απλότητα της καρδιάς τους, την ταπεινή ψυχή τους, την αγάπη τους.
Άγιοι της διπλανής πόρτας (δες εδώ) |
Μπορεί βέβαια να έχουν κι αυτοί ελαττώματα ή και να κάνω λάθος και να περάσω για τέτοιον κάποιον υποκριτή (δεν έχω πείρα σε τέτοιες αναζητήσεις). Πάντως εκεί είναι - μάλλον θα είναι κάποιας ηλικίας (όχι οπωσδήποτε) και πιθανότερο να είναι γυναίκες, αν και υπάρχουν και άντρες.
Αυτοί έχουν το Χριστό μέσα τους σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ' όσο εγώ. Είναι τα πρότυπά μου. Μπορεί να είναι μορφωμένοι ή αγράμματοι, επιστήμονες ή χαμάληδες... Πάντως είναι εκείνοι που, βλέποντάς τους, θα καταλάβω γιατί η ζωή μου -ή η κοινωνία- πάει χάλια και πώς θα γλιτώσω απ' αυτά τα χάλια και θα πλησιάσω το Χριστό, που γιατρεύει τα πάντα.
Αλλά πρέπει να ψάξω, κάνοντας το σταυρό μου και μια ταπεινή προσευχή (για να μου κάνει δώρο ο Θεός το να βρω έναν απ' αυτούς) και μάλλον καλύτερα ν' αρχίσω σήμερα, ή έστω την ερχόμενη Κυριακή.
Η ΕΥΣΕΒΗΣ ΥΠΕΡΓΗΡΗ ΚΥΡΙΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑ
Όταν ήμουν στον Άγιο Βασίλειο στην περίοδο 1970-80 είχα γνωρίσει μια οικογένεια, μέλος της οποίας ήταν και η υπέργηρη κυρία Κατερίνα, την οποία περιποιείτο ή κόρη της Καλλιρρόη. Ο σύζυγος της κυρίας Καλλιρρόης ήτο δικηγόρος και λεγόταν Χριστόφορος Σταμάτουζας.
Η κυρία Κατερίνα, λόγω της ηλικίας της, ήταν συνεχώς σε μια καρέκλα, όπου καθόταν με πολλή δυσκολία. Δεν βάδιζε. Άρχισε να μη βλέπει κι όλας. Ήταν όμως χριστιανή πού έκανε τα θρησκευτικά της καθήκοντα: το πρωί την προσευχή της, το βράδυ το Απόδειπνο, τούς Χαιρετισμούς... Όταν άρχισε να μη βλέπει, μου έλεγε:
-Στενοχωρούμαι, γιατί δεν ξέρω τώρα πώς να περάσω όλη την ήμερα, πώς να διαβάσω τις προσευχές μου.
Της είπα λοιπόν:
-Να λες το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Της έδωσα κι ένα κομποσχοινάκι κι όπως καθόταν σε μια πολυθρόνα απ' αυτές τις πάνινες, πού έχουν και χερούλια, έλεγε την ευχή. Κι αυτό την είχε γλυκάνει και πολύ ευχαριστείτο.
-Ά, όλη την ήμερα, ούτε καταλαβαίνω πώς περνάει λέγοντας συνεχώς το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με»! Ευχαριστιέμαι μ' αυτό, ευχαριστιέμαι πολύ, γλυκαίνεται το στόμα μου. Όλο έτσι έλεγε.
Κάποτε με ρώτησε:
-Θα με βοηθήσει αυτό, όταν θα έρθει ή ώρα να φύγω απ' αυτόν εδώ τον κόσμο;
-Βεβαίως, της λέω, και να μη στενοχωριέσαι. Αν λες συνεχώς την εύχούλα να μην ανήσυχης καθόλου θα έρθω εγώ και θα σου δώσω το κλειδί για ν' άνοιξης την πόρτα του Παραδείσου.
(Εγώ αυτό το είπα για να της δώσω ελπίδα και να της αφαιρέσω τον φόβο του θανάτου).
Αρρώστησε και βάρυνε πολύ. Πήγαινα και την κοινωνούσα σχεδόν κάθε εβδομάδα για να παίρνει δύναμη. Ένα βράδυ κατά τις 2.00 ή ώρα, ξυπνάει την κόρη της και λέει:
-Ετοιμάσου. Όπου να ναι έρχεται ο πατήρ Στέφανος να με κοινωνήσει.
-Ό πατήρ Στέφανος θα κοιμάται τώρα στο σπίτι του, της απάντησε ή κόρη της.
-Όχι, όχι, θα ρθή, θα έρθει τώρα! Σε παρακαλώ, ετοίμασε το τραπεζάκι. Βάλε το θυμιατό, βάλε και το κερί.
(Έτσι έκαμαν πάντοτε. Ετοίμαζαν ένα τραπεζάκι στρογγυλό, με άσπρη πετσέτα και επάνω το καντήλι, το κηροπήγιο και το θυμιατό δίπλα, αναμμένα όλα. Άπλωνα το "μάκτρο" [την πετσέτα που σκουπίζουμε τα χείλη μας όταν κοινωνάμε], ακουμπούσα πάνω τα τίμια Δώρα, έκανα την ένωση και την κοινωνούσα.)
-Τα ετοίμασες; ρώτησε την κόρη της.
-Τα ετοίμασα.
-Χτυπάει ή πόρτα. Πήγαινε να άνοιξης.
Έκανε ή κόρη της ότι πήγαινε να άνοιξη. Αύτη περίμενε. Έκανε το σταυρό της, πήρε το "μάκτρο", (υποθετικά), το έβαλε κάτω από το σαγόνι της, άνοιξε το στόμα της, κατάπιε, σκουπίστηκε, έδωσε πίσω το "μάκτρο", έκανε με ευλάβεια το σημείο του σταυρού, σταύρωσε τα χέρια της και περίμενε να φύγω. Ποιος ξέρει; Προφανώς Άγγελος την κοινώνησε στο πρόσωπο το δικό μου. Αποκλείεται να ήταν παραίσθησις. Ήταν ένα γεγονός πραγματικό, όπου κοινώνησε των άχραντων Μυστηρίων αλλά σε πνευματική μορφή.
Την άλλη μέρα με ειδοποίησαν, πήγα, και μου είπαν ιδιαιτέρως τι συνέβη. Πλησίασα την άρρωστη και μου είπε:
- Σ' ευχαριστώ πού ήρθες τη νύχτα... Το κλειδί που είναι;...
-Μη στενοχωριέσαι κυρία Κατερίνα και το κλειδί θα πάρεις! Την επομένη το βράδυ με ειδοποίησαν ότι εκοιμήθη. Πήγα στο σπίτι και μου διηγήθηκαν τα εξής: Ήρθε ή στιγμή να φύγει και έλεγε:
Πάτερ Στέφανε, φεύγω! Ήρθαν οι Άγγελοι! Που είσαι; που είσαι; Έλα... ήδη με έφεραν μπροστά στην πόρτα του Παραδείσου και είναι κλειστή... Θέλω το κλειδί, το κλειδί, πού μου υποσχέθηκες, το κλειδί, το κλειδί... Α, ευχαριστώ...
Άπλωσε το χέρι της και φάνηκε σαν να πήρε ένα μεγάλο παλαιό κλειδί, γύρισε το χέρι της, όπως κάνουμε όταν ανοίγουμε με κλειδί μια πόρτα, κατέβασε το χέρι της, έκανε το σημείο του σταυρού, "σ' ευχαριστώ..." είπε και εκοιμήθη. Έτσι έφυγε ή κυρία-Κατερίνα με το κλειδί του Παραδείσου στο χέρι!
Η κυρία Κατερίνα, λόγω της ηλικίας της, ήταν συνεχώς σε μια καρέκλα, όπου καθόταν με πολλή δυσκολία. Δεν βάδιζε. Άρχισε να μη βλέπει κι όλας. Ήταν όμως χριστιανή πού έκανε τα θρησκευτικά της καθήκοντα: το πρωί την προσευχή της, το βράδυ το Απόδειπνο, τούς Χαιρετισμούς... Όταν άρχισε να μη βλέπει, μου έλεγε:
-Στενοχωρούμαι, γιατί δεν ξέρω τώρα πώς να περάσω όλη την ήμερα, πώς να διαβάσω τις προσευχές μου.
Της είπα λοιπόν:
-Να λες το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Της έδωσα κι ένα κομποσχοινάκι κι όπως καθόταν σε μια πολυθρόνα απ' αυτές τις πάνινες, πού έχουν και χερούλια, έλεγε την ευχή. Κι αυτό την είχε γλυκάνει και πολύ ευχαριστείτο.
-Ά, όλη την ήμερα, ούτε καταλαβαίνω πώς περνάει λέγοντας συνεχώς το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με»! Ευχαριστιέμαι μ' αυτό, ευχαριστιέμαι πολύ, γλυκαίνεται το στόμα μου. Όλο έτσι έλεγε.
Κάποτε με ρώτησε:
-Θα με βοηθήσει αυτό, όταν θα έρθει ή ώρα να φύγω απ' αυτόν εδώ τον κόσμο;
-Βεβαίως, της λέω, και να μη στενοχωριέσαι. Αν λες συνεχώς την εύχούλα να μην ανήσυχης καθόλου θα έρθω εγώ και θα σου δώσω το κλειδί για ν' άνοιξης την πόρτα του Παραδείσου.
(Εγώ αυτό το είπα για να της δώσω ελπίδα και να της αφαιρέσω τον φόβο του θανάτου).
Αρρώστησε και βάρυνε πολύ. Πήγαινα και την κοινωνούσα σχεδόν κάθε εβδομάδα για να παίρνει δύναμη. Ένα βράδυ κατά τις 2.00 ή ώρα, ξυπνάει την κόρη της και λέει:
-Ετοιμάσου. Όπου να ναι έρχεται ο πατήρ Στέφανος να με κοινωνήσει.
-Ό πατήρ Στέφανος θα κοιμάται τώρα στο σπίτι του, της απάντησε ή κόρη της.
-Όχι, όχι, θα ρθή, θα έρθει τώρα! Σε παρακαλώ, ετοίμασε το τραπεζάκι. Βάλε το θυμιατό, βάλε και το κερί.
(Έτσι έκαμαν πάντοτε. Ετοίμαζαν ένα τραπεζάκι στρογγυλό, με άσπρη πετσέτα και επάνω το καντήλι, το κηροπήγιο και το θυμιατό δίπλα, αναμμένα όλα. Άπλωνα το "μάκτρο" [την πετσέτα που σκουπίζουμε τα χείλη μας όταν κοινωνάμε], ακουμπούσα πάνω τα τίμια Δώρα, έκανα την ένωση και την κοινωνούσα.)
-Τα ετοίμασες; ρώτησε την κόρη της.
-Τα ετοίμασα.
-Χτυπάει ή πόρτα. Πήγαινε να άνοιξης.
Έκανε ή κόρη της ότι πήγαινε να άνοιξη. Αύτη περίμενε. Έκανε το σταυρό της, πήρε το "μάκτρο", (υποθετικά), το έβαλε κάτω από το σαγόνι της, άνοιξε το στόμα της, κατάπιε, σκουπίστηκε, έδωσε πίσω το "μάκτρο", έκανε με ευλάβεια το σημείο του σταυρού, σταύρωσε τα χέρια της και περίμενε να φύγω. Ποιος ξέρει; Προφανώς Άγγελος την κοινώνησε στο πρόσωπο το δικό μου. Αποκλείεται να ήταν παραίσθησις. Ήταν ένα γεγονός πραγματικό, όπου κοινώνησε των άχραντων Μυστηρίων αλλά σε πνευματική μορφή.
Την άλλη μέρα με ειδοποίησαν, πήγα, και μου είπαν ιδιαιτέρως τι συνέβη. Πλησίασα την άρρωστη και μου είπε:
- Σ' ευχαριστώ πού ήρθες τη νύχτα... Το κλειδί που είναι;...
-Μη στενοχωριέσαι κυρία Κατερίνα και το κλειδί θα πάρεις! Την επομένη το βράδυ με ειδοποίησαν ότι εκοιμήθη. Πήγα στο σπίτι και μου διηγήθηκαν τα εξής: Ήρθε ή στιγμή να φύγει και έλεγε:
Πάτερ Στέφανε, φεύγω! Ήρθαν οι Άγγελοι! Που είσαι; που είσαι; Έλα... ήδη με έφεραν μπροστά στην πόρτα του Παραδείσου και είναι κλειστή... Θέλω το κλειδί, το κλειδί, πού μου υποσχέθηκες, το κλειδί, το κλειδί... Α, ευχαριστώ...
Άπλωσε το χέρι της και φάνηκε σαν να πήρε ένα μεγάλο παλαιό κλειδί, γύρισε το χέρι της, όπως κάνουμε όταν ανοίγουμε με κλειδί μια πόρτα, κατέβασε το χέρι της, έκανε το σημείο του σταυρού, "σ' ευχαριστώ..." είπε και εκοιμήθη. Έτσι έφυγε ή κυρία-Κατερίνα με το κλειδί του Παραδείσου στο χέρι!
*****
Ο ΠΑΠΑ ΛΑΜΠΡΟΣ
Τον Αύγουστο του 2003 εκοιμήθη οσιακώς ό παπα-Λάμπρος. Έγγαμος ιερεύς με καλή και χρηστή οικογένεια. Ητο φιλακόλουθος, απλούς, ταπεινός, ήσυχος και αφανής Λειτουργός, με αρίστη θα λέγαμε, την "έξωθεν καλήν μαρτυρίαν".
Μετά την κοίμηση του και την κατάλληλη ιερατική προετοιμασία, τον παρέλαβε ο εργολάβος κηδειών και τον τοποθέτησε στο νεκροθάλαμο-ψυγείο. Την άλλη μέρα και δύο ώρες πριν από την κανονική τοποθέτηση του στον μικρό θάλαμο αναμονής, έβγαλαν τον κεκοιμημένο από το ψυγείο και τον έβαλαν πάνω σ' ένα πέτρινο βάθρο. Ό εργολάβος, περιποιούμενος τον νεκρό παπα-Λάμπρο, διαπιστώνει ΚΑΤΙ πού τον κάνει να βγει έξω και να φωνάξει:
-'Ελάτε να δείτε έναν πεθαμένο παπά - ΑΓΙΟ! Πιάστε τον! Μόλις τώρα τον βγάλαμε από το ψυγείο και είναι ζεστός!... Ελάτε να κουνήσουμε τα χέρια και τα πόδια του. Είναι ζεστά και εύκαμπτα.
Και πράγματι είχαν τέτοια ευλυγισία και τέτοια θερμότητα, σαν να ήταν ζωντανός. Όσοι είχαν μαζευτεί εκεί, κοίταζαν έκπληκτοι ακόμη και τα πόδια του, πού ήσαν κίτρινα σαν κεχριμπάρι!... Μάλιστα! μαλακά, ζεστά και κίτρινα σαν το χρυσάφι!...
Έκαναν πολλές φορές τον Σταυρό τους θαυμάζοντες το γεγονός και την μαρτυρία αυτήν την κατέθεσαν στα παιδιά του. Κι εγώ ταπεινά σας την μεταφέρω.
Ό παπά-Λάμπρος δεν ήταν γνωστό όνομα, αλλά οπωσδήποτε ήταν από τούς αφανείς εκείνους έγγαμους ιερείς με ζωντανή την πίστη και την αγάπη προς το Θεό και πού την νύκτα όρθιος και για ώρες προσηύχετο μετά δακρύων, με τα χέρια υψωμένα, εκλιπαρώντας τον Θεό για έλεος και φιλανθρωπία.
-'Ελάτε να δείτε έναν πεθαμένο παπά - ΑΓΙΟ! Πιάστε τον! Μόλις τώρα τον βγάλαμε από το ψυγείο και είναι ζεστός!... Ελάτε να κουνήσουμε τα χέρια και τα πόδια του. Είναι ζεστά και εύκαμπτα.
Και πράγματι είχαν τέτοια ευλυγισία και τέτοια θερμότητα, σαν να ήταν ζωντανός. Όσοι είχαν μαζευτεί εκεί, κοίταζαν έκπληκτοι ακόμη και τα πόδια του, πού ήσαν κίτρινα σαν κεχριμπάρι!... Μάλιστα! μαλακά, ζεστά και κίτρινα σαν το χρυσάφι!...
Έκαναν πολλές φορές τον Σταυρό τους θαυμάζοντες το γεγονός και την μαρτυρία αυτήν την κατέθεσαν στα παιδιά του. Κι εγώ ταπεινά σας την μεταφέρω.
Ό παπά-Λάμπρος δεν ήταν γνωστό όνομα, αλλά οπωσδήποτε ήταν από τούς αφανείς εκείνους έγγαμους ιερείς με ζωντανή την πίστη και την αγάπη προς το Θεό και πού την νύκτα όρθιος και για ώρες προσηύχετο μετά δακρύων, με τα χέρια υψωμένα, εκλιπαρώντας τον Θεό για έλεος και φιλανθρωπία.
*****
Ένας άξιος λειτουργός του Θεού, ύστερα από πενήντα χρόνια ευδόκιμου προσφοράς στο θυσιαστήριο, αρρώστησε και ήρθε ή ώρα του θανάτου του. Σε κάποια στιγμή ανοίγει τα μάτια του, κοιτάζει ψηλά και σηκώνοντας ελαφρά τα χέρια του, είπε:
-Καλωσορίσατε, Άγιοι Απόστολοι! Καλώς ήλθατε!!! Ναι έρχομαι... ευχαριστώ! ευχαριστώ!
Αμέσως η πρεσβυτέρα του, τα παιδιά του και οι συγγενείς, που ήσαν γύρω από το κρεβάτι του, τον ρώτησαν:
-Τί συμβαίνει πάτερ μου; Για ποιους Αποστόλους μιλάς;
Και εκείνος τούς απάντησε;
-Μα δεν βλέπετε την χορεία των δώδεκα Αποστόλων; Δεν βλέπετε τούς πρωτοκορυφαίους Πέτρο και Παύλο; Και σε λίγο:
-Ναι, έρχομαι... Σας ευχαριστώ!!!
Και με τις λέξεις αυτές παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια των Αγίων Αποστόλων και ασφαλώς εκείνοι με τη σειρά τους θα την παρέδωσαν στα χέρια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, για να λάβει τον δίκαιο μισθό του, αφού με τόση ευλάβεια, πίστη, ταπείνωση και αξιοσύνη Τον υπηρέτησε τόσα χρόνια.
Από το βιβλίο του π. Στέφανου Αναγνωστόπουλου ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ
-Καλωσορίσατε, Άγιοι Απόστολοι! Καλώς ήλθατε!!! Ναι έρχομαι... ευχαριστώ! ευχαριστώ!
Αμέσως η πρεσβυτέρα του, τα παιδιά του και οι συγγενείς, που ήσαν γύρω από το κρεβάτι του, τον ρώτησαν:
-Τί συμβαίνει πάτερ μου; Για ποιους Αποστόλους μιλάς;
Και εκείνος τούς απάντησε;
-Μα δεν βλέπετε την χορεία των δώδεκα Αποστόλων; Δεν βλέπετε τούς πρωτοκορυφαίους Πέτρο και Παύλο; Και σε λίγο:
-Ναι, έρχομαι... Σας ευχαριστώ!!!
Και με τις λέξεις αυτές παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια των Αγίων Αποστόλων και ασφαλώς εκείνοι με τη σειρά τους θα την παρέδωσαν στα χέρια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, για να λάβει τον δίκαιο μισθό του, αφού με τόση ευλάβεια, πίστη, ταπείνωση και αξιοσύνη Τον υπηρέτησε τόσα χρόνια.
Από το βιβλίο του π. Στέφανου Αναγνωστόπουλου ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ
*****
Σε μια κωμόπολι της βορείου Ελλάδος ζούσε μια κοπέλα τυφλή, ονόματι Ασπασία. Ήταν ορφανή, πολύ φτωχή και εγκαταλελειμμένη απ’ όλους γι’ αυτό και μεγάλωσε χωρίς να μπορέση να μάθη γράμματα.
Ήταν περίπου 18-20 ετών, όταν πέρασε κάποιος ιεροκήρυκας της μητροπολιτικής περιφερείας και την είδε, την πήρε μαζί του και την έβαλε στη Σχολή Τυφλών στη Θεσσαλονίκη κι έτσι έμαθε ανάγνωσι δια της αφής κατά το σύστημα των τυφλών. Εν συνεχεία, αφού έμαθε καλώς να διαβάζη, της χάρισε και μια Καινή Διαθήκη , γραμμένη στην ίδια γλώσσα, στη γλώσσα των τυφλών.
Άρχισε λοιπόν η κοπέλα να τη διαβάζη ψηλαφώντας τη με τα δάχτυλα. Κι όσο τη μελετούσε, τόσο και μάθαινε τι ήταν ο Χριστός και τι έκανε γι’ αυτήν προσωπικά καθώς και για ολόκληρο τον κόσμο. Και όσο μάθαινε, τόσο γαλήνευε και τόσο ειρήνευε η ταραγμένη της καρδιά. Ο πόνος από τα τόσα βασανιστικά χρόνια που πέρασε, μαλάκωσε μέσα από τη μελέτη της Καινής Διαθήκης. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά γέμισε από χαρά και ειρήνη. Πλημμύρισε από ευτυχία. «Βρήκα τη χαρά, έλεγε. Τώρα άνοιξαν τα μάτια της ψυχής μου κι αν λείπουν τα μάτια του σώματος, δεν με πειράζει. Με τα μάτια της ψυχής μπορώ να δω όλο τον κόσμο». Έβλεπε το φως του Θεού σε κάθε Θεία Λειτουργία και εχαίρετο. (Εμείς που είμαστε «ανοιχτομάτηδες» το βλέπουμε αυτό το Φως;…).
Κάποτε όμως έπαθε μια φοβερή δερματική νόσο που επρόσβαλε ακόμη και τα χέρια της, τα οποία «κάηκαν», με αποτέλεσμα να χάση από τα δάχτυλά της την αφή. Δεν μπορούσε πλέον να ψηλαφήση την Αγία Γραφή ούτε και κανένα άλλο ιερό βιβλίο.
Η λύπη της και ο πόνος της ήταν απερίγραπτος. Έκλαιγε μέρα-νύχτα. Είχε χάσει τη δυνατότητα να παίρνη δύναμι και χαρά μέσα από το άγιο Βιβλίο. Της είχε μείνει όμως η προσευχή. Διότι, όταν ήταν στη Θεσσαλονίκη, στη Σχολή τυφλών ένας Αγιορείτης μοναχός, της δίδαξε τον τρόπο πώς να λέγη την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Έκανε λοιπόν πολλή προσευχή, για να δώση ο Ιησούς Χριστός μια καλή λύσι. Και ο Θεός απάντησε.
Μια μέρα πήρε με λαχτάρα το ιερό Βιβλίο, την Καινή Διαθήκη, και το έφερε στο στόμα της, για να ασπαστή τα γράμματά του, που αυτά τα γράμματα, μας μεταφέρουν τη σοφία του Θεού, τη λύτρωσι και τη σωτηρία. Και τότε ανακάλυψε κάτι παράξενο: κατάλαβε ότι μπορούσε να διαβάζη την γραφή των τυφλών με τα χείλη της! Και ξαναγέμισε η ζωή της χαρά, που της την έδινε πάλι η μελέτη του λόγου του Θεού. Και μέσα απ’ αυτή την παράδοξη μελέτη, ήλθε η δοξολογία, ήλθε η ευχαριστία, ήλθε η ζώσα προσευχή.
Μελετούσε και ύστερα έκανε προσευχή μετά δακρύων για όσους είχαν τα ίδια προβλήματα με σωματικές αναπηρίες και ασθένειες και ιδιαιτέρως προσευχή για όσους ήσαν τυφλοί στην ψυχή από την αμαρτία. Με την προσευχή της έβλεπε το θρόνο του Θεού και Τον παρακαλούσε και Τον ικέτευε για τους πτωχούς , τα ορφανά, τους ανέργους, τους αστέγους, για όλους τους ασθενείς. Για τους καλούς και τους κακούς, για τους αγαθούς και πονηρούς, για τους δικαίους και αδικουμένους, αλλά και για εκείνους που εξακολουθούν να αδικούν τον κόσμο… για τους άρχοντας και τους αρχομένους. Όλοι τους να φωτιστούν κι όλοι τους να δουν το Φως το αληθινό, τον Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου!
Κάποτε, αρρώστησε βαρειά. Εξομολογήθηκε για τελευταία φορά και κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων. Και ζήτησε την Καινή Διαθήκη, είπε να την ανοίξουν και ανοιχτή να της την ακουμπήσουν στα χείλη της.
Άπλωσε τα χέρια της η Ασπασία και την κράτησε γερά, αλλά ξεψυχισμένα. Οι οικείοι της κατά Θεία Πρόνοια την άνοιξαν στο Α΄ κεφάλαιο του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Και επαναλαμβάνοντας συνεχώς το «Εν αρχή ην ο Λόγος ,και ο Λόγος ην προς τον Θεόν», πέταξε η ψυχούλα της ψηλά στον ουρανό, ενώ συγχρόνως πλημμύρισε το δωμάτιό της με άρρητη γλυκύτατη ευωδία.
Είναι κι αυτή μια αφανής αγία!...
Ήταν περίπου 18-20 ετών, όταν πέρασε κάποιος ιεροκήρυκας της μητροπολιτικής περιφερείας και την είδε, την πήρε μαζί του και την έβαλε στη Σχολή Τυφλών στη Θεσσαλονίκη κι έτσι έμαθε ανάγνωσι δια της αφής κατά το σύστημα των τυφλών. Εν συνεχεία, αφού έμαθε καλώς να διαβάζη, της χάρισε και μια Καινή Διαθήκη , γραμμένη στην ίδια γλώσσα, στη γλώσσα των τυφλών.
Άρχισε λοιπόν η κοπέλα να τη διαβάζη ψηλαφώντας τη με τα δάχτυλα. Κι όσο τη μελετούσε, τόσο και μάθαινε τι ήταν ο Χριστός και τι έκανε γι’ αυτήν προσωπικά καθώς και για ολόκληρο τον κόσμο. Και όσο μάθαινε, τόσο γαλήνευε και τόσο ειρήνευε η ταραγμένη της καρδιά. Ο πόνος από τα τόσα βασανιστικά χρόνια που πέρασε, μαλάκωσε μέσα από τη μελέτη της Καινής Διαθήκης. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά γέμισε από χαρά και ειρήνη. Πλημμύρισε από ευτυχία. «Βρήκα τη χαρά, έλεγε. Τώρα άνοιξαν τα μάτια της ψυχής μου κι αν λείπουν τα μάτια του σώματος, δεν με πειράζει. Με τα μάτια της ψυχής μπορώ να δω όλο τον κόσμο». Έβλεπε το φως του Θεού σε κάθε Θεία Λειτουργία και εχαίρετο. (Εμείς που είμαστε «ανοιχτομάτηδες» το βλέπουμε αυτό το Φως;…).
Κάποτε όμως έπαθε μια φοβερή δερματική νόσο που επρόσβαλε ακόμη και τα χέρια της, τα οποία «κάηκαν», με αποτέλεσμα να χάση από τα δάχτυλά της την αφή. Δεν μπορούσε πλέον να ψηλαφήση την Αγία Γραφή ούτε και κανένα άλλο ιερό βιβλίο.
Η λύπη της και ο πόνος της ήταν απερίγραπτος. Έκλαιγε μέρα-νύχτα. Είχε χάσει τη δυνατότητα να παίρνη δύναμι και χαρά μέσα από το άγιο Βιβλίο. Της είχε μείνει όμως η προσευχή. Διότι, όταν ήταν στη Θεσσαλονίκη, στη Σχολή τυφλών ένας Αγιορείτης μοναχός, της δίδαξε τον τρόπο πώς να λέγη την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Έκανε λοιπόν πολλή προσευχή, για να δώση ο Ιησούς Χριστός μια καλή λύσι. Και ο Θεός απάντησε.
Μια μέρα πήρε με λαχτάρα το ιερό Βιβλίο, την Καινή Διαθήκη, και το έφερε στο στόμα της, για να ασπαστή τα γράμματά του, που αυτά τα γράμματα, μας μεταφέρουν τη σοφία του Θεού, τη λύτρωσι και τη σωτηρία. Και τότε ανακάλυψε κάτι παράξενο: κατάλαβε ότι μπορούσε να διαβάζη την γραφή των τυφλών με τα χείλη της! Και ξαναγέμισε η ζωή της χαρά, που της την έδινε πάλι η μελέτη του λόγου του Θεού. Και μέσα απ’ αυτή την παράδοξη μελέτη, ήλθε η δοξολογία, ήλθε η ευχαριστία, ήλθε η ζώσα προσευχή.
Μελετούσε και ύστερα έκανε προσευχή μετά δακρύων για όσους είχαν τα ίδια προβλήματα με σωματικές αναπηρίες και ασθένειες και ιδιαιτέρως προσευχή για όσους ήσαν τυφλοί στην ψυχή από την αμαρτία. Με την προσευχή της έβλεπε το θρόνο του Θεού και Τον παρακαλούσε και Τον ικέτευε για τους πτωχούς , τα ορφανά, τους ανέργους, τους αστέγους, για όλους τους ασθενείς. Για τους καλούς και τους κακούς, για τους αγαθούς και πονηρούς, για τους δικαίους και αδικουμένους, αλλά και για εκείνους που εξακολουθούν να αδικούν τον κόσμο… για τους άρχοντας και τους αρχομένους. Όλοι τους να φωτιστούν κι όλοι τους να δουν το Φως το αληθινό, τον Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου!
Κάποτε, αρρώστησε βαρειά. Εξομολογήθηκε για τελευταία φορά και κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων. Και ζήτησε την Καινή Διαθήκη, είπε να την ανοίξουν και ανοιχτή να της την ακουμπήσουν στα χείλη της.
Άπλωσε τα χέρια της η Ασπασία και την κράτησε γερά, αλλά ξεψυχισμένα. Οι οικείοι της κατά Θεία Πρόνοια την άνοιξαν στο Α΄ κεφάλαιο του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Και επαναλαμβάνοντας συνεχώς το «Εν αρχή ην ο Λόγος ,και ο Λόγος ην προς τον Θεόν», πέταξε η ψυχούλα της ψηλά στον ουρανό, ενώ συγχρόνως πλημμύρισε το δωμάτιό της με άρρητη γλυκύτατη ευωδία.
Είναι κι αυτή μια αφανής αγία!...
Από το βιβλίο: «ΟΙ ΑΝΑΒΑΘΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΠΟΡΕΙΑ», π. ΣΤΕΦΑΝΟΥ Κ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2011 ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΟΥ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ «ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ», ΣΕΡΓΟΥΛΑ ΔΩΡΙΔΟΣ
Αρχική πηγή
Δείτε και:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου