ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

Τιμάται ως αγία η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία;



 

Μια από τις εσφαλμένες κατηγορίες, που προσάπτουν στο χριστιανισμού διάφοροι ιδεολογικά προκατειλημμένοι εναντίον του, είναι ότι η Εκκλησία «τιμά ως αγία μια κακούργα»: την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία, που η φιλοδοξία της ήταν τόση, ώστε τύφλωσε το γιο της, μετά από πολλές περιπέτειες και συγκρούσεις μεταξύ τους, για να μην αναγκαστεί να μοιραστεί μαζί του την αυτοκρατορική εξουσία.
Ωστόσο, η Ειρήνη η Αθηναία δεν τιμάται, ούτε τιμήθηκε ποτέ, ως αγία από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ας δούμε, Θεού θέλοντος, κάπως αναλυτικότερα το ζήτημα.

Η τιμή των αγίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Η Εκκλησία λοιπόν δεν τιμά ως αγία την Ειρήνη την Αθηναία, γιατί η τιμή των αγίων αποδίδεται στην Ορθοδοξία με συγκεκριμένο τρόπο: με τη μνημόνευσή τους, ως αγίων, στη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας, δηλαδή κατά τη διάρκεια των εκκλησιαστικών ακολουθιών (και μάλιστα σε συγκεκριμένα σημεία τους, ιδιαίτερα στην ακολουθία του όρθρου).
Η λειτουργική πράξη. Η μνημόνευση αυτών των τιμώμενων αγίων περιλαμβάνεται στα λειτουργικά βιβλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και συγκεκριμένα στα 12 Μηναία (ένα για κάθε μήνα), στο Τριώδιο, το Πεντηκοστάριο και τα λειτουργικά βιβλία τοπικών Εκκλησιών, που είναι αντίστοιχα με τα Μηναία και περιλαμβάνουν αγίους μιας μόνο περιοχής, όπως π.χ. για την Εκκλησία της Κρήτης το Κρητικόν Πανάγιον.
Υπάρχουν επίσης τα βιβλία της «τυπικής διάταξης», τα λεγόμενα «τυπικά», που εκδίδονται ανά έτος και δίνουν οδηγίες για τον τρόπο τέλεσης των εκκλησιαστικών ακολουθιών (που διαφοροποιείται ελαφρώς κάθε χρόνο, ανάλογα με την ημέρα της εβδομάδας και την ημερομηνία που πέφτει κάθε γιορτή). Τέτοια βιβλία είναι π.χ. το Τυπικόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος κ.τ.λ. Αυτά τα βιβλία δεν είναι λειτουργικά βιβλία (δε διαβάζονται κατά τις ακολουθίες, απλώς τα συμβουλεύονται ιερείς και ψάλτες), αλλά σ’ αυτά μπορεί να αναφέρονται ονομαστικά κάποιοι άγιοι που έχουν αναγνωριστεί πρόσφατα και τα ονόματά τους δεν έχουν προλάβει να περιληφθούν στα λειτουργικά βιβλία.
Η Ειρήνη δεν μνημονεύεται σε κανένα τέτοιο βιβλίο, ούτε λειτουργικό, ούτε τυπικό. Αλλά και δεν υπάρχει μαρτυρία ότι μνημονευόταν κάποτε.
Η διακήρυξη της αγιότητας. Εδώ και αρκετούς αιώνες υπάρχει η συνήθεια να διακηρύσσει η Εκκλησία την αγιότητα ενός ανθρώπου με επίσημη εγκύκλιο, που εκδίδεται από κάποια εκκλησιαστική σύνοδο, πατριαρχική ή άλλη. Η εγκύκλιος αυτή δεν «αποδίδει τον τίτλο του αγίου» σε ένα πρόσωπο (δεν «αγιοποιεί» δηλαδή έναν άνθρωπο), απλώς αποδέχεται, αναγνωρίζει και διακηρύσσει ότι είναι άγιος και εγκρίνει ως σωστό να τον τιμούν οι χριστιανοί με εικόνες, ναούς και ύμνους προς τιμήν του. Ένας άγιος είναι άγιος ακόμη και χωρίς τέτοια εγκύκλιο, άλλωστε ασφαλώς υπάρχουν αναρίθμητοι άγνωστοι άγιοι, που τους ξέρει μόνον ο Θεός. Η αγιότητα δεν είναι θέμα «τιμής» ούτε «τίτλων», αλλά πραγματική κατάσταση, που, όταν υπάρχει, υπάρχει ανεξάρτητα αν την αναγνωρίζουν ή όχι οι άνθρωποι.
Πάντως, ούτε τέτοια «επίσημη απόφανση» της Εκκλησίας για αγιότητα της Ειρήνης της Αθηναίας υπάρχει, ούτε μαρτυρείται κάπου ότι υπήρξε ποτέ.
Μετά από αυτό, αν ένας άνθρωπος, ακόμη και επίσκοπος, γράψει από λάθος κάπου ότι είναι αγία, δεν ανατρέπει το γεγονός ότι η Εκκλησία δεν την έχει αναγνωρίσει ως αγία και δεν την τιμά ως αγία. Ακόμη και αν κάποιος συγγραφέας κάποτε τη μνημόνευσε σε συναξαριστή, από λάθος ή επειδή ο ίδιος πίστευε ή νόμιζε ότι είναι αγία, επίσης δεν δεσμεύει την Εκκλησία. Ένας συναξαριστής είναι προσωπικό έργο κάποιου εκδότη ή επιμελητή και δεν αποτελεί επίσημο κείμενο της Εκκλησίας, αλλά επίσης δεν αποτελεί και απόδοση τιμής, γιατί οι άγιοι τιμώνται με τη μνημόνευσή τους στη λειτρουγική πράξη, όπως είπαμε παραπάνω. Η ένταξη της μνημόνευσής του στη λειτουργική πράξη είναι η αναμφισβήτητη αποδοχή της «θεσμικής Εκκλησίας» για την αγιότητα ενός προσώπου. Χωρίς αυτή την ένταξη, ο καθένας ό,τι θέλει μπορεί να κάνει – αν δηλαδή εγώ οικοδομήσω ένα ναό και τον αφιερώσω σε κάποιον που θεωρώ πως είναι άγιος, αυτό είναι προσωπική μου επιλογή και δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία τον έχει όντως αναγνωρίσει ως άγιο.
Όμως ούτε κι αυτό ξέρουμε να υπάρχει για την Ειρήνη την Αθηναία. Στους κυριότερους συναξαριστές που είναι σε χρήση από την Ορθόδοξη Εκκλησία (δηλαδή από εμάς τους ίδιους) κατά τους δύο τελευταίους αιώνες –οι οποίοι απηχούν ακόμη παλαιότερους συναξαριστές– δε βρίσκουμε να μνημονεύεται. Πιο συγκεκριμένα:
  • Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης († 1809) στον πολύτομο Συναξαριστή των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, (πρώτη έκδ. 1817, σύγχρονη επανέκδοση Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1982), δεν την αναφέρει.
  • Ο Βασίλειος Ζώτος, στο Λεξικόν των αγίων πάντων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εν Αθήναις 1904-1909, δεν την αναφέρει.
  • Ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης (1872-1947), μητροπ. Λεοντοπόλεως, στο Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος 1995, δεν την αναφέρει.
  • Ο αρχιμανδρίτης Ματθαίος Λάγγης, στο Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, 1977, δεν την αναφέρει.
  • Ο Χρήστος Δ. Τσολακίδης, στο Αγιολόγιον της Ορθοδοξίας, έκδ. του ιδίου, Αθήνα, Μάρτιος 2001, δεν την αναφέρει.
  • Η ιστοσελίδα του Οικ. Πατριαρχείου δεν την αναφέρει, ούτε στον Αύγουστο ούτε στο γράμμα Ε.

Δύο αναφορές σε συναξαριστές

Εμφανίζονται όμως από τα βυζαντινά χρόνια δύο αναφορές της Ειρήνης σε συναξαριστές. Η μία είναι από το Βασιλειανό Μηνολόγιο ή Βασιλειανό Συναξάρι, που συντάχθηκε το 10ο αιώνα με εντολή του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου (PG 117, 6-613) και η άλλη από τον κώδικα Δ39 του 12ου αιώνα (Λαυριωτικός Συναξαριστής, δηλ. συναξαριστής της μονής της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους)
Τι συμβαίνει λοιπόν; Μήπως τελικά η Ειρήνη τιμάται ως αγία από την Ορθόδοξη Εκκλησία;
Όχι, δεν τιμάται. Κατ’ αρχάς, όπως είπαμε, η αναφορά ενός συναξαριστή δεν αποτελεί απόδοση τιμής αγίου από την Εκκλησία σε κάποιον, γιατί ο συναξαριστής δεν διαβάζεται κατά τις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Συνεπώς, ο καθένας (ακόμη και μια μονή, ακόμη και ένας επίσκοπος) μπορεί να γράψει ό,τι θέλει σε ένα συναξαριστή, να εκφράσει τις απόψεις του, να κάνει ακόμη και λάθος επειδή μπερδεύτηκε κ.τ.λ. Ο συναξαριστής είναι ιδιωτικό κείμενο, δεν είναι λειτουργικό κείμενο της Εκκλησίας, ακόμη κι αν ο συντάκτης του είναι ανώτερος κληρικός (επίσκοπος).
Αλλά η Ειρήνη η Αθηναία ούτε στους δύο αυτούς συναξαριστές μνημονεύεται ως αγία. Για την ακρίβεια:
Το Βασιλειανό Συναξάρι, στις 7 Αυγούστου, αφού μνημονεύει «του αγίου μάρτυρος Δομετίου» (παραθέτει μάλιστα και βιογραφικό) και «η ανάμνησις της καταλύσεως των Περσών και των Αβάρων» (παραθέτει και ιστορικό), γράφει: «Και μνήμη των ευσεβών βασιλισσών Πουλχερίας και Ειρήνης» (χωρίς βιογραφικά ή άλλα στοιχεία). Ενώ δηλαδή οι άγιοι κάθε μέρας μνημονεύονται ρητά ως άγιοι (π.χ. 8 Αυγούστου: «Άθλησις του αγίου μάρτυρος Μαρίνου»), οι δύο βασίλισσες μνημονεύονται μόνον ως «ευσεβείς», όχι αγίες.
Φυσικά κάθε άγιος είναι και ευσεβής, όμως κάθε ευσεβής δεν είναι οπωσδήποτε και άγιος. Και τούτο, γιατί στους ευσεβείς τελείται μνημόσυνο, ενώ στους αγίους όχι, όπως εξηγούμε παρακάτω. Στο Βασιλειανό Συναξάρι λοιπόν (που συν τοις άλλοις πρέπει να θεωρηθεί κείμενο της πολιτείας, όχι της Εκκλησίας, γιατί συντάχθηκε με εντολή του αυτοκράτορα) δε βλέπουμε να αποδίδεται τιμή αγίας στην Ειρήνη.
Ο Λαυριωτικός Συναξαριστής ομοίως γράφει στις 7 Αυγούστου: «Των εν ευσεβεί τη μνήμη γενομένων βασιλισσών Πουλχερίας και Ειρήνης. Η σύναξις εν τοις Αγίοις Αποστόλοις». Και εδώ η Ειρήνη μνημονεύεται μόνον ως «ευσεβής τη μνήμη» (= «έχει μείνει στη μνήμη ως ευσεβής») και όχι ως αγία.
Τι ήταν αυτή η «σύναξις εν τοις Αγίοις Αποστόλοις»; Προφανώς γινόταν συγκέντρωση εις μνήμην τους στο ναό των αγίων Αποστόλων, στην ΚΠολη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τότε τιμώνταν ως αγίες. Συνάξεις υπάρχουν και προς τιμήν αγίων προσώπων (π.χ. Σύναξις της Θεοτόκου, 26 Δεκεμβρίου, Σύναξις του Προδρόμου, 7 Ιανουαρίου, Σύναξις των Ασωμάτων [δηλ. των αγίων αγγέλων], 8 Νοεμβρίου, Σύναξις των 12 Αποστόλων, 29 Ιουνίου, κ.ά.), όμως:
α) αυτές έχουν πανορθόδοξο χαρακτήρα,
β) αναγράφονται στα λειτουργικά βιβλία,
γ) εορτάζονται με ειδικά υμνογραφικά έργα,
δ) τα τιμώμενα πρόσωπα μνημονεύονται ρητά ως άγιοι,
ε) οι άγιοι που τιμώνται με «συνάξεις» εορτάζονται και την ημέρα της μνήμης τους (την ημερομηνία θανάτου τους), εκτός φυσικά από τους αγγέλους, που δεν έχουν ημερομηνία θανάτου.
Κανένα από τα παραπάνω στοιχεία δεν αναφέρεται για τη σύναξη προς τιμήν των δύο αυτοκρατειρών. Σημειωτέον ότι η αγία Πουλχερία τιμάται στην ίδια «σύναξη», ενώ η μνήμη της ως αγίας είναι άλλη ημερομηνία, στις 10 Σεπτεμβρίου, όπως αναφέρεται στο Μηναίο. Αντίθετα, δεν υπάρχει εορταζόμενη ημέρα μνήμης για την Ειρήνη την Αθηναία, ούτε στις 9 Αυγούστου (ημερομηνία θανάτου της), ούτε άλλη ημερομηνία.
Ούτε όμως και έχει διασωθεί (αυτούσιο ή ως ανάμνηση) κάποιο υμνογραφικό έργο που να αναφέρεται στην Ειρήνη, ούτε καν έργο των υμνογράφων που αγωνίστηκαν κατά της Εικονομαχίας, όπως των αγίων Θεοδώρου του Στουδίτη και των αδελφών Θεοδώρου και Θεοφάνους των Γραπτών (δηλ. σημαδεμένων με πυρακτωμένο σίδερο στο πρόσωπο από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Θεόφιλο).

Περί συνάξεων: Η κοινωνία της Ρωμανίας είναι μια «κοινωνία εκκλησιαζόμενη», δηλαδή τιμά τα ιστορικά γεγονότα και τις σημαντικές προσωπικότητες με «εκκλησιασμό» = συγκέντρωση στην εκκλησία, την εν Χριστώ σύναξη. Όπως εμείς τιμάμε τις εθνικές μας επετείους με εκκλησιαστικές τελετές (δοξολογία) και μνημόσυνο των ηρώων, χωρίς καθόλου αυτό να σημαίνει ότι τους αποδίδουμε τιμή αγίου (άλλωστε στους αγίους δεν κάνουμε μνημόσυνο, επειδή είμαστε βέβαιοι ότι έχουν σωθεί). Επίσης γίνεται εκκλησιαστική «σύναξις» από διάφορους συλλόγους προς τιμήν των πεσόντων της Μικρασιατικής Καταστροφής και μνημόσυνο γι’ αυτούς, όπως επίσης και για τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και τους πεσόντες της Άλωσης.
Σύναξη ετελείτο στο ναό της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων ΚΠόλεως στις 29 Δεκεμβρίου, για την οποία στο Μηναίο αναφέρεται: «Μνήμη πάντων των χριστιανών και αδελφών ημών των εν λιμώ και δίψη και μαχαίρα και κρύει τελειωθέντων». Η αναφορά δεν γίνεται σε μάρτυρες, που θανατώθηκαν για την πίστη, αλλά γενικά στους ανθρώπους που πέθαναν κάτω από αυτές τις δυσμενείς συνθήκες. Προφανώς όλοι αυτοί δεν τιμώνταν ως άγιοι. Η σύναξη ήταν τιμητική (λόγω της οδύνης τους, που τους έκανε ούτως ή άλλως άξιους σεβασμού) και προσευχής υπέρ αυτών.
Ας επισημάνουμε εδώ ότι η τιμητική σύναξη για τη μνήμη κάποιου που δεν είναι άγιος, δεν αποκλείει το να ήταν και να παρέμεινε άνθρωπος με πολλά ελαττώματα και αυτουργός πολλών αμαρτιών. Πολλοί από τους ήρωες της αρχαιότητας αλλά και του 1821 δεν ήταν αρνάκια – κι όμως τους τιμάμε, τους σεβόμαστε, τους αγαπάμε (γι’ αυτά που πρόσφεραν σε μας, όχι για τα λάθη και τις αμαρτίες τους), απλά δεν τους ανακηρύσσουμε αγίους.
Τέτοια σύναξη (όχι τιμητική, αλλά προσευχής υπέρ αυτών) για όλους τους ανθρώπους του κόσμου, καλούς και κακούς, ενάρετους και αμαρτωλούς, πιστούς και άπιστους, αποτελούν τα ψυχοσάββατα, ενώ ειδική ευχή για τους κεκοιμημένους (όλου του κόσμου) απευθύνεται στο Θεό κατά τον περίφημο Εσπερινό της Γονυκλισίας, στην εορτή της Πεντηκοστής.

Η ανεπίσημη τιμή ενός αγίου από το λαό

Υπάρχει μια ακόμη πτυχή στην απόδοση τιμής αγίου από την Εκκλησία σε ένα πρόσωπο: να τιμάται από το λαό (τους χριστιανούς), χωρίς να υπάρχει επίσημη εκκλησιαστική απόφανση που αναγνωρίζει την αγιότητά του. Εκτός από τους αναρίθμητους μάρτυρες και μοναχούς όλων των εποχών, χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις βασιλέων είναι:
ο βασιλιάς της Αγγλίας και μάρτυρας άγιος Έντμουντ, που παραδόθηκε στους Βίκινγκς το 869 μ.Χ. για να σώσει το λαό του (βλ. την περίπτωσή του στο Χριστοφόρου Κωνσταντίνου Κομμοδάτου, επισκόπου Τελμησσού, Οι άγιοι των Βρεττανικών Νήσων, Αθήναι 1985),
οι άγιοι πρίγκιπες του Κιέβου Μπόρις και Γκλεμπ, (που παραδόθηκαν στον αδερφό τους Σβατοπόλκο το 1015 μ.Χ., ξέροντας ότι θα τους θανατώσει, για να μη θυσιάσουν τη ζωή των στρατιωτών τους (βλ. Ν. Ζερνώφ, Οι Ρώσοι και η Εκκλησία τους, κεφ. 1, εκδ. Αστήρ),

Οι άγιοι πρίγκιπες Μπόρις και Γκλεμπ
ο άγιος Ιωάννης Βατάτζης, το 13ο αι., ο οποίος «λίγο μετά τον θάνατό του, έγινε ένας Άγιος της λαϊκής παραδόσεως» (A.A Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας), κ.π.ά.
Όλοι αυτοί τιμήθηκαν από το λαό τους πολύ πριν καταταχθούν επίσημα στα αγιολόγια της Ορθοδοξίας. Στις μέρες μας ανάλογες είναι οι περιπτώσεις των σύγχρονων αγίων γερόντων Πορφυρίου, Παϊσίου κ.π.ά., που τιμώνται κανονικά από το λαό, άσχετα πότε η «θεσμική Εκκλησία» θα διακηρύξει την αγιότητά τους.
Η πτυχή αυτή της τιμής των αγίων είναι εξαιρετικά σοβαρή. Ο λαός μπορεί να τιμά τη μνήμη ενός ανθρώπου ως αγίου, να φιλοτεχνεί γι’ αυτόν εικόνες και να του αφιερώνει ναούς και ύμνους, ο ίδιος ο λαός να τον θεωρεί άγιο, ακόμη και αν η «θεσμική Εκκλησία» (δηλ. κάποια εκκλησιαστική σύνοδος) δεν έχει αναγνωρίσει την αγιότητά του με κάποια εγκύκλιο, ούτε τον έχει συμπεριλάβει στα λειτουργικά βιβλία.
Από εκκλησιολογική άποψη, αυτό είναι και το πιο σωστό, γιατί η Εκκλησία είναι ο λαός. Η «θεσμική Εκκλησία» (οι επίσκοποι) είναι μόνο ένα μέρος της Εκκλησίας, δηλαδή ένα μέρος του λαού του Θεού. Δεν είναι ούτε «εκπρόσωποι» ούτε «αντιπρόσωποι» του Θεού, όπως πολύς κόσμος νομίζει, συγχέοντας την Ορθοδοξία με εσφαλμένες αντιλήψεις της δύσης.
Όταν λοιπόν ο λαός τιμά ένα πρόσωπο ως άγιο, αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία τον τιμά. Τότε η «θεσμική Εκκλησία» αναγνωρίζει την αγιότητά του, «θεσμοποιώντας» και «επισημοποιώντας» αυτό που της είπε ο λαός.
Ο λαός (ή μια μερίδα του) μπορεί να πλανηθεί για λίγο καιρό, όμως όχι «για πάντα». Έτσι, αν συνεχίσει να τιμά κάποιον ως άγιο και μετά το θάνατό του, αυτό σημαίνει ότι είδε σ’ αυτόν εκείνα τα γνωρίσματα που τον διατήρησαν στη μνήμη του ως άγιο.
Ακόμη και ένας άθεος οφείλει να αναγνωρίσει ότι ο λαός δε μπορεί να τιμά ως άγιο κάποιον που έζησε ως κάθαρμα ή που έβλαψε το λαό – εκτός, πάλι, κι αν στο τέλος μετανόησε τόσο, που ο ίδιος ο λαός αναγνώρισε ότι έφτασε από την κακία στην αγιότητα. Κι αν ακόμη υποθέταμε ότι η αγιότητα είναι μόνο ένας τίτλος τιμής (που δεν είναι έτσι, αλλά μια πραγματική κατάσταση, όπως είπαμε), πάλι θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε ότι η απόδοση αυτού του τίτλου από το λαό σε κάποιον σημαίνει την αποδοχή από το λαό της ηθική του ποιότητας – και μάλιστα την αποδοχή του ως αγίου (ανθρώπου που έφτασε σε ένωση με το Θεό), όχι απλώς ως ήρωα ή μεγάλου ευεργέτη κ.τ.λ.
Είναι φανερό ότι ένας ηθικιστής δεν ανέχεται την αποδοχή της μετάνοιας μεγάλων αμαρτωλών, συνεπώς σκανδαλίζεται τρομερά όταν βλέπει ανθρώπους που διέπραξαν φρικτά εγκλήματα να γίνονται άγιοι επειδή μετανόησαν. Κάτι τέτοιο μόνο ένας ταπεινός άνθρωπος μπορεί να το καταλάβει και –πολύ περισσότερο– να το ανεχτεί.
Ίσως μπορεί να βοηθήσει ένα καλοπροαίρετο άνθρωπο να καταλάβει πώς γίνεται αυτό, αν του εξηγήσουμε ότι η αγιότητα δεν είναι ένα θέμα ηθικό με την ανθρώπινη έννοια της ηθικής (είναι οντολογικό θέμα, δηλ. έχει σχέση με τον τρόπο ύπαρξης του ανθρώπου). Η ανθρώπινη ηθική έχει ως άξονα την απόδοση αμοιβής για την καλοσύνη ή την αρετή και τιμωρίας για την κακία. Αντίθετα, η αγιότητα (όπως και κόλαση) δεν είναι «ηθικά ζητήματα» (δεν είναι δηλαδή νομικά ζητήματα) αλλά οντολογικά: ο άγιος είναι αυτός που μεταμορφώνεται από τη θεία χάρη που έρχεται σ’ αυτόν, κι όχι κάποιος που «ο Θεός του απέδωσε την αγιότητα ως αμοιβή για την καλή διαγωγή του ή τις καλές του πράξεις ή τις υπηρεσίες του». Έτσι, ένας μεγάλος αμαρτωλός που μετανοεί τόσο, ώστε να «συντριβεί η καρδιά του» και να γίνει δεκτική στην είσοδο της θείας χάριτος, την οποία «συσσωρεύει εντός του» και γι’ αυτό μπορεί να γίνει άγιος.
Στην περίπτωση της Ειρήνης της Αθηναίας έχουμε τέτοια λαϊκή αναγνώριση; Αν ναι, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε σοβαρά μήπως η Ειρήνη είναι όντως αγία, παρόλο που και τότε ακόμη δεν ανατρέπεται το γεγονός ότι η Εκκλησία επίσημα δεν της αποδίδει τέτοια τιμή.
Εκ πρώτης όψεως, δε φαίνεται κάτι τέτοιο. Όμως, στην ιστοσελίδα της ιεράς μητρόπολης Μυτιλήνης, στην ενότητα «Ιστορία» δημοσιεύεται το κείμενο «Η εκκλησιαστική ιστορία του νησιού» (με βιβλιογραφία: Απόστολος Σπανός, Χριστιανικά Μνημεία της Μητροπόλεως Μυτιλήνης, Αθήνα 2003), όπου διαβάζουμε:
«Ακόμη όμως και οι προφορικές παραδόσεις ή και οι θρύλοι που συνοδεύουν τα μνημεία κρύβουν μέσα τους ψήγματα ιστορικής αλήθειας και είναι υλικό προς (προσεκτική και κάποτε επιφυλακτική) αξιοποίηση. Ας αναφέρουμε το παράδειγμα της αγίας Αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας, η οποία εξορίστηκε στη Λέσβο, όπου και πέθανε το 803. Η παραμονή της στο νησί έχει συνδεθεί με διάφορούς τόπους και μνημεία, καθώς θρύλοι και προφορικές παραδόσεις τη συνδέουν π.χ. με την ίδρυση της Μονής Υψηλού, της Παναγίας της Τρουλωτής και της Παναγίας της Αγιάσου. Πίσω όμως από όλους αυτούς τους θρύλους κρύβεται η ιστορική αλήθεια ότι η διαμονή στη Λέσβο της Αυτοκράτειρας, η οποία πρωτοστάτησε στην αναστήλωση των εικόνων κατά την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο του 787, συνέβαλε σίγουρα στο να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο το εικονόφιλο πνεύμα…» (η επισήμανση δική μας).
Η αναφορά αυτή («της αγίας Αυτοκράτειρας…») είναι φανερό ότι δηλώνει την άποψη του συγγραφέα ότι η Ειρήνη ήταν όντως αγία και καθόλου δε δηλώνει ότι τιμήθηκε ως τέτοια από την Εκκλησία, όπως θα δηλωνόταν αν έγραφε «της Αυτοκράτειρας αγίας Ειρήνης της Αθηναίας». Παρά την αναφορά αυτή, λοιπόν, γεγονός είναι ότι η Ειρήνη η Αθηναία δεν τιμάται ως αγία στη Μυτιλήνη. Στην ίδια ιστοσελίδα, εκεί όπου αναφέρονται οι τοπικοί άγιοι του νησιού, δε γίνεται καμία αναφορά σ’ αυτήν. Και μάλιστα είναι φανερό ότι δεν έχουν βρεθεί ίχνη ούτε παλαιότερης τιμής της ως αγίας στο νησί, αλλιώς θα αναφέρονταν, όπως γίνεται π.χ. με την αγία Ευπρέπεια, που, «αν και δεν συγκαταλέγεται επισήμως στο αγιολόγιο της ιεράς μητροπόλεως Μυτιλήνης», μνημονεύεται στην ιστοσελίδα απλώς και μόνο επειδή το 1931 ανακαλύφθηκε ναΰδριο προς τιμήν της πάνω στα ερείπια βασιλικής του 6ου αιώνα.
Ποιοι είναι αυτοί οι «θρύλοι» κ.τ.λ., που αναφέρονται στην Ειρήνη;
Στο ιστολόγιο Πύργοι Θερμής ΛΕΣΒΟΣ βρίσκουμε μια διήγηση για τη ζωή της Ειρήνης γραμμένη με ύφος λαϊκής αφήγησης, τέτοιας που θα μπορούσε να προέρχεται από συναξάρι, χωρίς όμως να δίδεται κάποιο εκκλησιαστικό βιβλίο ως πηγή (συντάκτης του άρθρου: Στρατής Ανδριώτης. Πηγές: α) Άγραφον – Φωτίου Λίτσα, β) Βυζαντινοί αυτοκράτορες – Ηλία Λάσκαρη). Το ιστολόγιο αναφέρεται στη Λέσβο και η αφήγηση για την Ειρήνη αντιπροσωπεύει προφανώς (ή τουλάχιστον αυτό επιδιώκει ο συντάκτης) το πώς είδε ο λαός της Λέσβου την προσωπικότητά της.
Η αφήγηση αναφέρει τη σύγκρουσή της με  γιο της και την τύφλωση του τελευταίου, χωρίς να δίνει κανένα ελαφρυντικό στην Ειρήνη. Προσθέτει όμως τα εξής (οι επισημάνσεις δικές μας):

«Την άλλη χρονιά η Ειρήνη βρέθηκε σε μεγάλη αδυναμία. Οι παλατιανοί οργάνωσαν συνωμοσία εναντίον της και κατάφεραν να την απομακρύνουν από το θρόνο. Στις 31 Οκτωβρίου του 802 πολιόρκησαν με στρατιωτική δύναμη την Ειρήνη στα ανάκτορα όπου βρισκόταν άρρωστη και αναγόρευσαν αυτοκράτορα τον Νικηφόρο. Ο νέος αυτοκράτορας αφού κούρεψε την Ειρήνη, την έντυσε καλογερικά, την φόρτωσε στο βασιλικό καράβι και την εξόρισε στη νήσο της Προποντίδας την Πρίγκιπο. Τέσσερις ημέρες αργότερα το καράβι έφτασε στη Μυτιλήνη. Εξόριστη στη Λέσβο η βασίλισσα κατάλαβε την αμαρτωλότητά της. Εδώ πρωτόκλαψε και συνειδητοποίησε τον εγωϊσμό της. Έκλαψε και ταπεινώθηκε. Φορώντας το ράσο προσπάθησε να θαφτεί μέσα του. Τον βασιλικό θησαυρό τον έχτισε Εκκλησίες. Έφτασε στην Θερμή. Καθώς καθότανε είδε όραμα την Παναγία. Την διέταξε να χτίσει μοναστήρι. Το μοναστήρι της Καρυάς. Έχτισε το μοναστήρι που τιμόταν στο Γενέθλιο της Θεοτόκου και το οποίο καταστράφηκε το 1235 από τους πειρατές (στην θέση του ξανακτίστηκε μοναστήρι το 1433 και καταστράφηκε από τους Τούρκους το 1462 για να ξανακτιστεί το 1964 ως Ι.Μ. του Αγ. Ραφαήλ).
Τότε η Ειρήνη φύτεψε ένα κλώνο καρυδιάς για τον αδικοχαμένο γιο της και τον πότιζε με τα δάκρυά της. Τα επόμενα χρόνια η καρυδιά έγινε δέντρο θεόρατο και από μια πηγή βγαίνει αγίασμα μέχρι σήμερα. Όλα αυτά τα χρόνια πολλοί άνθρωποι βρήκαν την υγεία τους. Η αμαρτωλή βασίλισσα με την μετάνοια στο τέλος της ζωής στην Θερμή φέρεται να αγίασε. Εκείνον που πραγματικά μετανοεί και ταπεινώνεται, τον σκεπάζει η Χάρη του Θεού.
Η μετανοηθείσα Ειρήνη λογίζεται να έχει χτίσει καί τον Ναό της Παναγίας Τρουλωτής στους Πύργους Θερμής με χρήματα που μάζεψε ζητιανεύοντας μετά από επιτίμιο που της επέβαλε ο πνευματικός της. Με το κτίσιμο του ναού θέλησε να ξεπλύνει με τα δάκρυα της μετανοίας της το βαρύ αμάρτημα της συνομωσίας για τον σφετερισμό του θρόνου της Βασιλεύουσας, που κατέληξε στην φυλάκιση και τύφλωση του γιου της Κωνσταντίνου ΣΤ΄, αν και κάποιοι βυζαντινοί συγγραφείς διαφωνούν στο θέμα συμμετοχής της Ειρήνης στην τύφλωση του γιου της».

Συμπεράσματα από την αφήγηση:
Η Ειρήνη λοιπόν, κατά την παράδοση της Λέσβου, μετανόησε, έκλαψε και μάλιστα, υπακούοντας στον πνευματικό της, έγινε ζητιάνα και μάζεψε χρήματα, με τα οποία έχτισε το ναό της Παναγίας Τρουλωτής μέσα στα πλαίσια του αγώνα της για εξιλέωση και σωτηρία της ψυχής της. Το επιτίμιο αυτό είναι γνωστό και σε άλλες περιπτώσεις βαρέως αμαρτησάντων – π.χ. το επέβαλε ο άγιος Γεώργιος Καρσλίδης σε μητέρες που έκαναν έκτρωση ή σε μαίες που προκαλούσαν ή συνεργούσαν σε έκτρωση (αναφέρεται στις πρώτες βιογραφίες του αγίου, Γ. Κ. Χατζοπούλου – Ι. Σ. Διαμαντοπούλου, Η ζωή και το έργο του οσίου πατρός Γεωργίου Καρσλίδη, Δράμα 1982, και Γ. Κ. Χατζοπούλου, Θαύματα και προφητείες του οσίου πατρός Γεωργίου Καρσλίδη, Δράμα 1983).
Έτσι, αγίασε. Ο λαός της Λέσβου λοιπόν έχει στη μνήμη του παράδοση που λέει ότι η Ειρήνη αγίασε μετά από φοβερή συνειδησιακή συντριβή. Παρά ταύτα, το άρθρο δεν αναφέρει πουθενά ότι η Ειρήνη τιμήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο ως αγία. Παρότι το άρθρο συνοδεύεται από ψηφιδωτό με τη μορφή της, που φέρει φωτοστέφανο, πρόκειται προδήλως για τυπική αυτοκρατορική απεικόνιση, που φέρει το φωτοστέφανο ως «πιστός βασιλεύς» (βασίλισσα, εν προκειμένω – αν και η Ειρήνη υπέγραφε «Ειρήνη πιστός βασιλεύς») και καθόλου δε σημαίνει ότι απεικονίστηκε ως αγία. Η συνήθεια αυτή υπήρχε στη Ρωμανία, δήλωνε ότι ο βασιλιάς επιτελεί ένα λειτούργημα δοσμένο από το Θεό και δεν έχει σχέση με «αγιοποίηση».


Το εν λόγω άρθρο λοιπόν μας παρέχει μία ακόμη απόδειξη ότι η Ειρήνη δεν τιμήθηκε ποτέ ως αγία (άσχετα αν έμεινε στη μνήμη του λαού ως τέτοια) ούτε και στη Λέσβο.
Αξίζει όμως να δούμε τη συνέχεια της αφήγησης:

«Μετέπειτα, όταν το 1235 καταστράφηκε από τους πειρατές το γυναικείο μοναστήρι των Καρυών, οι μόνοι που έζησαν τους επόμενους αιώνες στα αγιασμένα βουνά της Θερμής ήταν οι ασκητές οι οποίοι ομολογούσαν ότι: «Τούτος ο τόπος… είναι τόπος αγιασμένος, γεμάτος αίματα και πόνους, βάσανα μαρτύρων και αθώων τον έχουν αγιάσει… έζησαν και πέθαναν εδώ πρόσωπα που λογίζονται για σπουδαίοι. Έχουν αγιάσει. Γίνονται εδώ θαύματα και θεραπείες θαυμαστές… Σημεία πολλά. Σημεία και ονείρατα μου ξεκαθάριζαν τη σημασία του τόπου που πατάμε…» (Γέρων Ρουβήμ +1455). Ο Ρουβήμ έβλεπε επανειλημμένα σε οράματα την βασίλισσα Ειρήνη που του υποδείκνυε σημεία τα οποία οδήγησαν στην εύρεση του παλαιού μοναστηριού που η ίδια είχε χτίσει. Σ’ ένα από τα οράματα του Γέροντα φέρεται η Ειρήνη να τον προστάζει: «Αύριο Κυριακή της Ορθοδοξίας, η γιορτή μου. Ειρήνη η Βασίλισσα είμαι… Κίνα να πας στη Θερμή, στην Εκκλησία μου, της Παναγίας Τρουλωτής που λένε με τ’ όνομα. Να δώσεις στον παπά τ’ όνομά μου να μνημονέψει: Ειρήνης της πιστής Βασίλισσας και τελειωθείσης ως μοναχής». Η Ειρήνη εκοιμήθη στις 9 Αυγούστου του 803».

Ας σημειωθεί εδώ ότι οι άγιοι, εμφανιζόμενοι μετά την κοίμησή τους, δε ζητούν μνημόνευση από τους ιερείς, γιατί βρίσκονται ήδη στην κατάσταση πρόγευσης του παραδείσου και οι ίδιοι μεσιτεύουν για μας στο Θεό. Η Ειρήνη λοιπόν εδώ δεν συμπεριφέρεται ως αγία. Η παράκληση αυτή της Ειρήνης φανερώνει τη μεγάλη συντριβή της για τις αμαρτίες της που την ακολουθεί, κατά την παράδοση, ακόμη και μετά θάνατον.
Η παράδοση του λεσβιακού λαού ότι η Ειρήνη αγίασε, ζώντας ως μοναχή στις Καρυές, και αργότερα εμφανίστηκε στο μοναχό Ρουβήμ κ.τ.λ., καθώς και η ύπαρξη του ιαματικού αγιάσματος, καταγράφεται και στον ιστοχώρο "Άγιος Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη" (εδώ).

Οι λόγιες πηγές

Τι λένε όμως οι λόγιες πηγές της σύγχρονης προς την Ειρήνη εποχής;
Οι ιστορικοί της Ρωμανίας («Βυζαντίου») κατέκριναν την Ειρήνη για τη σκληρότητα και τη φιλοδοξία της. Τέτοιοι είναι π.χ. ο Θεοφάνης, οι Συνεχιστές του Θεοφάνη, ο λαϊκός στιχοπλόκος Μανασσής κ.ά., οι οποίοι καταγγέλλουν την εγκληματική τύφλωση του γιου της Ειρήνης Κωνσταντίνου Στ΄ χαρακτηρίζοντάς την Παρδώ (λεοπάρδαλη) και Θυάδα, ενώ κατά το Θεοφάνη, PG, 108, 952, «εσκοτίσθη ο ήλιος ημέρας ιζ΄ και ουκ έδωκε τας ακτίνας αυτού… και πάντας λέγειν και ομολογείν ότι διά την του βασιλέως τύφλωσιν ο ήλιος τας ακτίνας απέθετο» (βλ. σχετικά Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, Β1, 610-867, 2η έκδ., Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 149).
Ο χρονικογράφος Θεοφάνης αναφέρει την απολογία της Ειρήνης ενώπιον του σφετεριστή του θρόνου Νικηφόρου του από Γενικών (Θεοφάνους, Χρονογραφία, PG 108, 961). Εκεί η Ειρήνη ομολογεί ευθέως ότι ο Θεός την έφερε στην εξουσία ενώ ήταν ανάξια και ότι έχασε το θρόνο εξαιτίας των αμαρτιών της και δοξάζει το Θεό για όλα όσα της συνέβησαν: «Εγώ μεν, ω άνθρωπε, Θεόν ηγούμαι τον πριν ορφανευθείσαν υψώσαντά με, και επί τον θρόνον της βασιλείας αναξίαν ούσαν αναβιβάσαντά με, και την αιτίαν της καθαιρέσεως εμαυτή προσπάπτω και τοις εμοίς αμαρτήμασιν. Εν πάσι δε και κατά πάντα τρόπον είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον…».
Αναφέρει επίσης ότι ο Νικηφόρος την εξόρισε στην Πρίγκιπο, αλλά στη συνέχεια ανησύχησε μήπως ανακληθεί στην εξουσία, γιατί είδε «πάντας λυπουμένους κατ’ αυτού»: «Ιδών δε πάντας λυπουμένους κατ’ αυτού, και δεδιώς, μήπως μεμνημένοι της ευσεβούς Ειρήνης ευεργεσίας προσκαλέσωνται παλιν του κρατήσαι αυτήν…» (PG, 108, 964). Έτσι, την εξόρισε στη Λέσβο. Εκεί «ετελεύτησεν τη θ΄ του Αυγούστου μηνός της ια΄ ινδικτιώνος» (PG, 108, 964) και ετάφη στη μονή της Πριγκίπου που είχε ιδρύσει.
Δυστυχώς οι πηγές δεν αναφέρουν λεπτομέρειες για την παραμονή της στη Λέσβο, που θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν την τοπική παράδοση που προαναφέραμε.
Εκτός αν σημαίνει κάτι η φράση που παρακάτω (PG, 108, 988) φέρεται να γράφει ο Θεοφάνης, «κατά μίμησιν της αγίας Ειρήνης».
Η φράση αυτή όμως παραδίδεται και με διαφορετική γραφή: «κατά μίμησιν της μακαρίας Ειρήνης» (βλ. κριτικό υπόμνημα στην ίδια σελ. της PG). Ο Σπυρίδων Λάμπρος επισημαίνει ότι οι λέξεις αυτές «απλούν έπαινον της αναστηλωσάσης τας εικόνας μαρτυρούσι και ουχί δήλωσιν, ότι Ειρήνη η Αθηναία υπό της καθ’ ημάς Εκκλησίας ενεγράφη εις τας αγίας» (βλ. παραπομπή αμέσως παρακάτω).
Ωστόσο, αν η ορθή γραφή είναι το «αγίας», είναι απίθανο να οφείλεται μόνο στην αναστήλωση των εικόνων, διότι: α) ο ίδιος ο Θεοφάνης, όπως είδαμε, διεκτραγωδεί έντονα τη σκληρότητα και τη φιλοδοξία της Ειρήνης, και β) δεν αναφέρεται έτσι σ’ αυτήν παρά μόνο μετά το θάνατό της. Πιθανόν λοιπόν να υπαινίσσεται ειλικρινή μετάνοια της Ειρήνης λίγο πριν το τέλος, που και πάλι –περιττό να το επαναλάβουμε–δε σημαίνει καθόλου «αγιοποίηση» από την Εκκλησία ούτε και απόδοση σ’ αυτήν τιμής ως αγίας. Εξάλλου, πιθανότατα η ορθή γραφή είναι το «μακαρίας», οπότε δεν έχει καν σχέση με το ζήτημα που εξετάζουμε εδώ.

Εσφαλμένες δυτικές αναφορές

Α) Γίββων και Γρηγορόβιος

Ο γνωστός ιστορικός Εδουάρδος Γίββων, στο κλασικό έργο του The history of the decline and ll of the Roman empire, 1828, τ. VI, σ. 120, αναφέρει για την Ειρήνη: «Ο ζήλος αυτής περί την ανόρθωσιν των αγίων εικόνων ηξίωσεν αυτήν της προσηγορίας και των τιμών αγίας, ας και μέχρι σήμερον κατέχει εν τη ορθοδόξω Εκκλησία» (η επισήμανση δική μας).
Ο Έλληνας ιστορικός Σπυρίδων Λάμπρος αναφέρεται αναλυτικά στο σφάλμα αυτό του Γίββωνα. Βλ. Σπυρ. Π. Λάμπρου, «Επανόρθωσις ιστορικού λάθους. Ειρήνη η Αθηναία – Ειρήνη η αγία», εν Ανθοστεφεί ημερολογίω, 1893, σ. 13 κ.ε., το οποίο περιλαμβάνεται και στο Λάμπρος Σπυρίδων, Μικταί σελίδες. Α΄ Λόγοι (1902-1905), Β΄ Επιστολαί (1899-1903), Γ΄ Μελέται (1874-1905), τυπ. Σακελλαρίου, Αθήναι 1905, σελ. 398-400.
Εξετάζοντας τις πηγές, υποστηρίζοντας και αυτός ότι η Ειρήνη η Αθηναία δεν τιμάται ως αγία στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η μόνη αγία Ειρήνη που βρήκε και που δεν ήταν μάρτυρας, «ούσα η σύζυγος του Ιωάννου Κομνηνού, είνε η θυγάτηρ του βασιλέως των Ούγγρων Λαδισλάου (1077-1095), ής το ουγγρικόν όνομα Πυρίσκα» και η οποία εορτάζεται τη 13η Αυγούστου, «καθ’ ην η ημετέρα Εκκλησία εορτάζει την μνήμην της αγίας Ειρήνης».
Και συνεχίζει: «Αλλά πού άραγε εστηρίζετο ταύτα γράφων ο Γίββων; Πιθανότατα εις σύγχυσιν εκ των εξής λέξεων του Θεοφάνους “κατά μίμησιν της αγίας Ειρήνης” και εις μη εξερεύνησιν των καθ’ έκαστον όσα εξετέθησαν ανωτέρω [σ.σ. τα περί της αγίας Ειρήνης συζύγου του Ιω. Κομνηνού]. Ότι δ’ αι λέξεις του εξόχως εικονοφίλου χρονογράφου Θεοφάνους απλούν έπαινον της αναστηλωσάσης τας εικόνας μαρτυρούσι και ουχί δήλωσιν, ότι Ειρήνη η Αθηναία υπό της καθ’ ημάς Εκκλησίας ενεγράφη εις τας αγίας, τρανότατ’ αποδεικνύει η διάφορος γραφή του κώδικος Α (Coislinianus) του χρονογράφου, όπου το αγίας έχει αντικατασταθή διά του μακαρίας. Αλλ’ εν τούτοις όμως το κύρος του Γίββωνος ήρκεσεν, όπως ανεξέλεγκτον παραλάβωσι μετ’ αυτόν την είδησιν οι πλείστοι των έκτοτε βυζαντινολογούντων και μη Εσπερίων συγγραφέων, και αυτοί οι νεώτατοι, ο Gregorovius και ο Prutz» (Σπ. Λάμπρος, ό.π., επισημ. δικές μας).
Συν τοις άλλοις η παραπάνω κρίση του συγγραφέα φανερώνει και την προχειρότητα, με την οποία μελετήθηκαν στη δύση τα δικά μας ιστορικά ζητήματα (ας μου επιτραπεί να το πω έτσι, κατά το «καθ’ ημάς» του αείμνηστου Λάμπρου), προχειρότητα που δυστυχώς ακόμη και σήμερα, παρά την πρόοδο της φιλολογίας, συνεχίζουν μερικοί εγχώριοι μελετητές.
Όπως ειπώθηκε ήδη, ένας από εκείνους που αναπαράγουν το λάθος είναι ο Γρηγορόβιος. Ο Σπ. Λάμπρος μεταφράζει στα ελληνικά το Gregorovius F., Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήναι 1904. Εκεί ο Gregorovius ισχυρίζεται (τόμ. 1, σ. 199) ότι η Ειρήνη η Αθηναία αγιοποιήθηκε επειδή αναστήλωσε τις εικόνες. Ο Λάμπρος, σε δική του υποσημείωση στην ίδια σελίδα και τόμο, αναφέρει:
«Επαναλαμβάνει ο Gregorovius ενταύθα λάθος, εις ό και άλλοι δυτικοί συγγραφείς επόμενοι εις τον Γίββωνα υπέπεσον. Η αγία Ειρήνη δεν είνε η Αθηναία, αλλ’ η θυγάτηρ του βασιλέως των Ούγγρων Λαδισλάου, ής το ουγγρικόν όνομα ήτο Πυρίσκα, η γενομένη σύζυγος του αυτοκράτορος του Βυζαντίου Ιωάννη Κομνηνού. Ίδε Σπυρ. Π. Λάμπρου «Επανόρθωσις ιστορικού λάθους. Ειρήνη η Αθηναία – Ειρήνη η αγία», εν Ανθοστεφεί ημερολογίω, 1893, σ. 13 κ.ε., και του αυτού άρθρον «Irene, die Heilige» εν τω του Brockhaus Konversations – Lexicon εκδ. 14, τόμ. Θ΄, σ. 676».
Δυστυχώς, οι εκδόσεις «Κριτική», οι οποίες επανεξέδωσαν και μετέφρασαν στη δημοτική το 1990 το έργο του Γερμανού ιστορικού από το γερμανικό πρωτότυπο, δεν παρέθεσαν την επεξήγηση του Έλληνα ιστορικού, κι έτσι ο αναγνώστης διαβάζει μόνο την λανθασμένη άποψη του Γρηγορόβιου για τη δήθεν «αγιοποίηση» της Ειρήνης της Αθηναίας.

Β) ΘΗΕ και Βολλανδιστές

Ευθεία αναφορά γίνεται και στη Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, στο λήμμα «Ειρήνη η Αθηναία», ότι «η Εκκλησία τιμά την μνήμην της την 9ην Αυγούστου».
Κατ’ αρχάς, όπως αναφέραμε νωρίτερα, στις 9 Αυγούστου, ημερομηνία θανάτου της Ειρήνης, δεν υπάρχει εορτή προς τιμήν της, ούτε και μαρτυρείται ότι υπήρξε ποτέ. Αυτό και μόνο αρκεί για να κλείσει η συζήτηση: η ΘΗΕ κάνει λάθος. Όμως, για χάρη των αναγνωστών μας, ας το εξετάσουμε αναλυτικότερα.
Η Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία δεν είναι έκδοση της Εκκλησίας, ούτε κάποιο… «στρατευμένο» έργο, που αποσκοπεί να προπαγανδίσει στο κοινό τις «απόψεις της Εκκλησίας». Είναι μια ιδιωτική επιστημονική έκδοση και φυσικά ό,τι γράφει κάθε ένας από τους δεκάδες Έλληνες και ξένους επιστήμονες συνεργάτες της εκφράζει τον ίδιο και σε καμία περίπτωση δεν δεσμεύει όχι μόνο την Εκκλησία αλλά ούτε τον άλλο συνεργάτη, που γειτονεύει με το παραπάνω ή το παρακάτω λήμμα. Το ίδιο συμβαίνει σε κάθε εγκυκλοπαίδεια.
Η αναφορά λοιπόν στη ΘΗΕ είναι εσφαλμένη και (καθώς φαίνεται από την παραπομπή που τη συνοδεύει) έχει ληφθεί από τους δυτικούς Βολλανδιστές μοναχούς, που επίσης υπέπεσαν σε σύγχυση ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα. Βολλανδιστές ονομάζονται, από τον Ζαν Μπολάν ή Βολλάνδο (1596-1665), οι συνεχιστές του έργου του, Ρωμαιοκαθολικοί μοναχοί του βελγικού ιησουιτικού τάγματος, με επιστημονικό, αγιολογικό έργο.
Για την αναφορά αυτή διαβάζουμε στην ελληνική OrthodoxWiki, λήμμα «Γεδεών Μανουήλ», παραπομπή 7 (οι επισημάνσεις δικές μας):
«Στο άρθρο “Ειρήνη η Αθηναία” του Ν. Τωμαδάκη στη Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (τόμ. 5, στ. 446), βλέπουμε ότι μετά την υπογραφή του καθηγητή ξεκινά ένας πολύ σύντομος σπόνδυλος του άρθρου με τίτλο “Αγιολογία”. Εκεί αναφέρεται λιτά: “η Εκκλησία τιμά την μνήμην της την 9ην Αυγούστου”. Και προστίθεται σε παρένθεση: (BHG, Νο 2205), δηλ. παραπέμπει στο ευρετήριο αγιολογικών κειμένων Bibliotheca Hagiographica Graeca. Το περιεχόμενο όμως του ευρετηρίου αυτού παραπέμπει σε ποικίλα αγιολογικά έργα και χειρόγραφα (όπως το πολύτομο έργο των Βολλανδιστών, Acta Sanctorum), και δεν συμβαδίζει πάντα με το περιεχόμενο των λειτουργικών βιβλίων και συναξαρίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως τα Μηναία, στα οποία δεν περιέχεται μνημόνευσή της. Βεβαίως και πάλι, στην παραπάνω αναφορά της ΘΗΕ, δεν αναφέρεται πουθενά η λέξη «αγία». Μάλιστα, στο άρθρο της ΘΗΕ, το οποίο αφορά στο γιο της Ειρήνης, τον Κων/νο ΣΤ΄ (τόμ. 8, στ. 24) και έχει γράψει ο Τ. Γριτσόπουλος, καταλήγει: “εν τούτοις διά την αναστήλωσιν των εικόνων [η Ειρήνη] ωνομάσθη ευσεβής”, δεν αναφέρει όμως ότι “μνημονεύεται ως ευσεβής”».
Η τελευταία φράση σημαίνει ότι η Ειρήνη χαρακτηρίστηκε «ευσεβής» σε διάφορα κείμενα της εποχής της, όμως δε «μνημονεύεται» ως ευσεβής, ενν. στα λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας.
Πώς όμως προέκυψε η αναφορά των Βολλανδιστών;
Την απάντηση σ’ αυτό το φιλολογικό πρόβλημα (γνωστή στους ερευνητές) τη διαβάζουμε στο http://orthodoxwiki.org/Irene_of_Athens. Εκεί, μεταξύ άλλων, γράφει:
Irene's place in the Orthodox Christian church is that of a strong defender of the veneration of images. This came at a critical point in history, when the eastern empire was controlled by iconoclasts. With the election of Tarasius as the Patriarch of Constantinople on December 25, 784, she was able to convene the Seventh Ecumenical Council. Initially convened in Constantinople on August 1, 786, the council was moved to Nicea in May 787 because of the instigated opposition in Constantinople of soldiers loyal to the iconoclasts who forced the dissolution of the 786 sessions. Learning from the experience in Constantinople, Irene arranged that the council in 787 would be away from the capital, in Nicea, which incidentally was the site of Constantine the Great's council of 325. This council, in contrast with the robbe council of 754 in Hieria, was attended by the patriarchs or their representatives. The council affirmed the principle of veneration of icons and declared iconoclasm a heresy. Theodore the Studite wrote a praising letter to Irene because of her work in supporting icons. This letter became the beginning of the misconception that Irene is considered a saint in the Eastern Orthodox Church. Though this claim is not supported by the Menaion, the "Lives of Saints" by Nikodemos the Hagiorite, or any other related book of the Orthodox Church, some Western sources still cite Irene as a saint of the Orthodox Church, based on the writings of the Bollandists.

Μετάφραση του αποσπάσματος:

«Η θέση της Ειρήνης στην Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία είναι αυτή της σθεναρής υπερασπίστριας της τιμής προς τις εικόνες.» [Στη συνέχεια εξιστορεί σύντομα τα γεγονότα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου]. «Ο Θεόδωρος ο Στουδίτης, εξαίροντας [τη σημασία της Συνόδου], έγραψε μια επιστολή προς την Ειρήνη, λόγω της προσφοράς της στην υποστήριξη των εικόνων.This letter became the beginning of the misconception that Irene is considered a saint in the Eastern Orthodox Church. Η επιστολή αυτή έγινε η αφορμή της λανθασμένης αντίληψης ότι η Ειρήνη θεωρείται αγία στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Αν και ο ισχυρισμός αυτός δεν υποστηρίζεται από το Μηναίο, τους βίους αγίων του Νικόδημου Αγιορείτη ή κάθε άλλο σχετικό βιβλίο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ορισμένες δυτικές πηγές εξακολουθούν να αναφέρουν την Ειρήνη ως αγία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, με βάση τα συγγράμματα των Βολλανδιστών».

Άγιος Θεόδωρος Στουδίτης

Η επιστολή αυτή του αγίου Θεοδώρου είναι η Επιστολή ζ΄, «Ειρήνη βασιλίσση», την οποία βλ. στο Patrologia Graeca 99, 929-933.
Οι δυτικοί ερευνητές –όπως και πολλοί εγχώριοι μαθητές τους– δε γνωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στην αγιότητα, ως κατάσταση και τρόπο ύπαρξης του ανθρώπου, και στην τιμητική ή άλλη μνημόνευση ενός προσώπου. Θεωρούν ότι «άγιος» είναι ένας τιμητικός τίτλος που αποδίδεται από την Εκκλησία στο ένα ή το άλλο πρόσωπο. Το ίδιο νομίζουν, ακολουθώντας τους με θρησκευτική ευλάβεια, οι αγαπητοί επικριτές μας.
Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, τώρα, είναι ένα κόκκινο πανί για τους συστηματικούς επικριτές του χριστιανισμού, που τον συκοφαντούν ως φανατισμένο καλόγερο, όπως συκοφαντούν εμάς τους εικονόφιλους (και όχι «εικονολάτρες») ως θρησκόληπτους και περίπου ειδωλολάτρες.
Για τον άγιο Θεόδωρο πρέπει να σημειώσουμε ότι, παρά την ανυποχώρητη στάση του σε ζητήματα ορθής πίστης, στην πραγματικότητα κινούνταν μέσα στα όρια της χριστιανικής αγάπης. Γι’ αυτό και αντέδρασε έντονα στο διωγμό κατά των παυλικιανών από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ραγκαβέ και στο θέμα της πιθανής απέλασης των Βουλγάρων προσφύγων στον Κρούμο, πράγμα που γι’ αυτούς θα σήμαινε βέβαιο θάνατο (βλ. Steven Runciman, Η Βυζαντινή Θεοκρατία, μτφρ. Ιωσήφ Ροηλίδης, Δόμος 2005, σελ. 87).
Αξιοσημείωτη είναι η άποψη του Μανουήλ Γεδεών (δηλαδή μίας ακόμη ορθόδοξης πηγής του 19ου αιώνα, υψηλού επιστημονικού επιπέδου), που επισημαίνει το λάθος στο κλασικό έργο του Βυζαντινόν Εορτολόγιον.  Μνήμαι των από του Δ΄ μέχρι του ΙΕ΄ αιώνος εορταζομένων αγίων, εν Κωνσταντινουπόλει 1899, σελ. 24. Εκεί γράφει:
«Αν δε ποθ’ ευρεθή εν χειρογράφοις Συναξαρίοις ή Μηναίοις η μνήμη και της αλαζόνος βασιλίδος Ειρήνης της Αθηναίας, οφείλομεν και τούτο εις τον ηγούμενον του Στουδίου Θεόδωρον• αυτός εν επιστολή προς αυτήν λαμπρώς εγκώμιον αυτή πλέκων επαινεί…» (βλ. λήμμα «Γεδεών Μανουήλ»,  εδώ).
Ο Γεδεών δεν εννοεί ότι ο άγιος Θεόδωρος… «ενέταξε την Ειρήνη στα αγιολόγια» (πράγμα που και εκ των πραγμάτων δε θα μπορούσε να κάνει), αλλά ότι, «αν βρεθεί πουθενά τέτοια αναφορά» (ο ίδιος ο Γεδεών παραθέτει την αναφορά του Λαυριωτικού Συναξαριστή, που, όπως είπαμε, την αναφέρει απλώς ως «ευσεβή»), θα οφείλεται στην επιστολή του αγίου Θεοδώρου, για την οποία ισχύει ότι έγραψε ο Λάμπρου για το Θεοφάνη: εκφράζει ένα απλό έπαινο προς τη βασίλισσα, λόγω της κοσμοϊστορικής σημασίας κίνησής της για την αναστήλωση των εικόνων, και καθόλου δε σημαίνει αναγραφή της στο αγιολόγιο – άλλωστε η επιστολή εστάλη, φυσικά, στην Ειρήνη ενώ …ζούσε, ενώ στο αγιολόγιο γράφεται κάποιος μόνο μετά την κοίμησή του και μάλιστα αρκετά χρόνια μετά.

Παράρτημα: Για την Ειρήνη και το έργο της

Η Ειρήνη η Αθηναία άξιζε να μνημονεύεται και να γίνεται σύναξη προς τιμήν της; Άξιζε έστω να γίνεται μνημόσυνο για την ανάπαυσή της; Βεβαίως. Εκτός από το ότι για κάθε άνθρωπο αξίζει να γίνονται μνημόσυνα και να επιθυμούμε την ανάπαυσή του, η Ειρήνη σε δεδομένη στιγμή έπαιξε πολύ θετικό ρόλο στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Η προσπάθειά της για κατάπαυση της Εικονομαχίας (ενός μάταιου εμφύλιου πολέμου, που ταλαιπωρούσε ήδη τότε τη χώρα για δεκαετίες) είναι αδιαμφισβήτητα μια μεγάλη προσφορά της όχι μόνο στη χώρα που κυβερνούσε, αλλά συνολικά στο δυτικό και τον παγκόσμιο πολιτισμό.
Μια τελική επικράτηση των εικονομαχικών ιδεών θα σήμαινε όχι μόνο καταστροφή ήδη φιλοτεχνημένων υπέροχων έργων τέχνης, αλλά και αναστολή των μεγάλων εικονογραφικών ρευμάτων που αναπτύχθηκαν στη συνέχεια στο ρωμαϊκό, «μετα-ρωμαϊκό» (τουρκοκρατούμενο) και σλαβικό ορθόδοξο χώρο, που έδωσε αθάνατα αριστουργήματα. Δεν θα υπήρχε λοιπόν ούτε Θεοφάνης, ούτε Μιχαήλ Δαμασκηνός, ούτε Κλώντζας, ούτε Τζάνες, ούτε Πανσέληνος, ούτε Ρουμπλιώφ, ούτε Κόντογλου, ούτε φυσικά Θεοτοκόπουλος, ούτε και Θεόφιλος. Ακόμη, ας μου επιτραπεί να το πω, ούτε και Τσαρούχης. Κι αν λοιπόν η Εικονομαχία δεν ήταν μια ακραία χριστολογική αίρεση, που έθετε σε κίνδυνο την αιώνια σωτηρία των ανθρώπων, ακόμη κι αν οι υποστηρικτές της δεν ήταν μια οργανωμένη συμμορία δολοφόνων και βασανιστών (βλ. εκτενώς για τις βαρβαρότητες κατά την Εικονομαχία στο άρθρο "Εικονομαχία, η αναστήλωση των εικόνων και μια υποκριτική ιστορία"  [εδώ]), που κομμάτιαζαν τους αντιφρονούντες, και μόνο για καθαρά πολιτισμικούς λόγους η «εικονοφοβία» τους θα έπρεπε να σταματήσει.
Για να προλάβω το ενδεχόμενο να απαντήσει κάποιος ότι οι εικονομάχοι δεν ήταν φανατικοί και δολοφόνοι, αλλά φωτισμένοι μεταρρυθμιστές, παραθέτω απόσπασμα από το έργο της Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου Βυζαντινή Ιστορία, Β1, 610-867, 2η έκδ., Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 105-106, ενώ βλ. και σελ. 118-119:
«Η ιστοριογραφία του ΙΘ΄ αιώνος ιδία, αφορμωμένη εκ των κρατουσών την εποχήν εκείνην αντιλήψεων και θεωρούσα αδιανόητον την ύπαρξιν μεταρρυθμιστικής κινήσεως, ξένης προς κοινωνικάς μεταρρυθμίσει, ανεζήτει εις την εικονομαχίαν κοινωνικάς προεκτάσεις. Απηλλαγμένη παλαιοτέρων προκαταλήψεων η σύγχρονος ιστοριογραφία εντάσσει την κατανόησιν γεγονότων και κοινωνικών φαινομένων εις το ιστορικόν πλαίσιον της εποχής.
»Κατά την άρχουσαν σήμερον γνώμιν, τόσον η αντιμοναχική πολιτική, όσον και τα εις βάρος της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας υπό της Πολιτείας ληφθέντα μέτρα, υπήρξαν φαινόμενα δευτερογενή, όλως ξένα προς τον πρωτογενή χαρακτήρα του διωγμού των εικόνων και επεβλήθησαν εκ των υστέρων ένεκα της μοναχικής αντιδράσεως εις την αυτοκρατορικήν πρωτοβουλίαν [δηλ. την «πρωτοβουλία» κατά των εικόνων]. Αξιόλογος θεσμική μεταβολή, εμφαίνουσα νεωτερικάς αντιλήψεις, δεν διεπιστώθη κατά την περίοδον της εικονομαχίας. […]
»Η σημερινή έρευνα αποκλείει κίνητρα οικονομικά και κοινωνικά και θεωρεί πρωτογενή παράγοντα τον θρησκευτικόν και πνευματικόν» (οι επισημάνσεις δικές μας).

Οι δύο φάσεις της Ειρήνης

Ο Στήβεν Ράνσιμαν επισημαίνει: «Αν η Ειρήνη είχε πεθάνει αμέσως μετά τη Σύνοδο της Νικαίας [Ζ΄ Οικουμενική], η ιστορία θα την θεωρούσε ως σοφή και συνετή κυβερνήτη, που είχε ξαναεισαγάγει τη λατρεία των εικόνων με τη μικρότερη συγκριτικά επιθετικότητα και ταραχή. Το υπόλοιπο όμως της σταδιοδρομίας της είναι λιγότερο θαυμαστό, εξαιτίας της αγάπης της προς την εξουσία» (Η Βυζαντινή Θεοκρατία, σελ. 85).
Ας προσθέσουμε δύο σημαντικές λεπτομέρειες: α) Η Ειρήνη δεν επέβαλε ως αυτοκρατορική διαταγή την αναστήλωση των εικόνων, αλλά συγκάλεσε Οικουμενική Σύνοδο, δηλαδή ενεργοποίησε τον ανώτερο και δημοκρατικότερο θεσμό που υπήρχε και υπάρχει στην Ορθοδοξία. β) Η Ειρήνη δεν επέβαλε ποινές στους εικονομάχους, αλλά τους αμνήστευσε, παρά το γεγονός ότι είχαν διαπράξει σκληρότατα εγκλήματα. Τέτοιος ήταν π.χ. ο στρατηγός Μιχαήλ Λαχανοδράκων, ένας από τους επαρχιακούς κυβερνήτες που, κατά την Εικονομαχία, «κέρδισαν την επιδοκιμασία του αυτοκράτορα [Κων/νου Ε΄] με την πρωτοφανή τους αγριότητα» (Στ. Ράνσιμαν, Η Βυζαντινή Θεοκρατία, ό.π., σελ. 78 – για την αιματηρή δράση του Λαχανοδράκοντος κατά των εικονοφίλων βλ. π.χ. Θεοφάνους Χρονογραφία, PG, 108, 900). Η αυτοκράτειρα περιορίστηκε στον εκκλησιαστικό αφορισμό (αποχαρακτηρισμό ως χριστιανών) που τους επιβλήθηκε από τη Σύνοδο (ο χαρακτηρισμός αυτός επιβλήθηκε προσωπικά στους πρωτεργάτες αυτοκράτορες και κατόπιν γενικά σε εκείνους που ασπάζονται τις εικονομαχικές ιδέες, όχι προσωπικά).
Επίσης, μαζί με τον πατριάρχη Ταράσιο, συναίνεσε να παραμείνουν στις θέσεις τους οι επίσκοποι που υπήρξαν εικονομάχοι, επειδή είχαν γεννηθεί μέσα σ’ αυτή την κατάσταση («ημείς ούτε βίαν υπεμείναμεν ούτε παρεσύρημεν, αλλ’ εν ταύτη τη αιρέσει ημών γεννηθέντες ανετράφημεν και ηυξήνθημεν», όπως παραδέχτηκε ο επίσκοπος Νικαίας Υπάτιος), αρκεί βέβαια να εγκατέλειπαν τις εικονομαχικές τους αντιλήψεις (όπως ήταν φυσικό άλλωστε).
Αυτά σημαίνουν ότι διέθετε ακόμη κάποια χριστιανική και ανθρωπιστική συνείδηση όταν συνέβαιναν τα παραπάνω.

Ο εικονομάχος σύζυγος της Ειρήνης

Άραγε «πρόδωσε τον εικονομάχο σύζυγό της» η Ειρήνη αναστηλώνοντας τις εικόνες, όπως την κατηγορούν κάποιοι;
Ακόμη κι αν είχε συμβεί αυτό, δε θα ήταν προδοσία – αλλιώς, κάθε σύζυγος θα πρέπει να αφήνει αδιόρθωτα τα σφάλματα του συζύγου της και να επιτρέπει να διαιωνίζονται οι συνέπειές τους, για… για ποιο λόγο άραγε; Μήπως επειδή είναι γυναίκα;
Ωστόσο, η Ειρήνη είχε δηλώσει την άποψή της ήδη ενώ ζούσε ο σύζυγός της, ο αυτοκράτορας Λέων Δ΄, γιος του σκληρού εικονομάχου Κωνσταντίνου Ε΄ του «Κοπρώνυμου» και της επίσης εικονόφιλης συζύγου του Κωνσταντίνου Ειρήνης της «Χαζάρας» (έτσι την αποκαλούσαν ειρωνικά οι εικονομάχοι). Άραγε δεν καταπιεζόταν η Ειρήνη η Χαζάρα (πεθερά της Ειρήνης της Αθηναίας) βλέποντας το σύζυγό της να διατάζει την κατακρεούργηση των ορθοδόξων; Αν αντιδρούσε, θα είχε «προδώσει» το σύζυγό της ή θα είχε υπερασπιστεί τα αθώα θύματα ενός παράλογου διωγμού;
Ο Λέων Δ΄ ήταν μετριοπαθής εικονομάχος και τιμώρησε ως εικονόφιλους μόνο μερικούς ανώτερους αυλικούς το Μάρτιο του 780, λίγους μήνες πριν πεθάνει (κατά το Ράνσιμαν, Βυζαντινή Θεοκρατία, σελ. 79, τους τιμώρησε λόγω της επιρροής του σκληρού εικονομάχου πατριάρχη Παύλου Δ΄).
«Το πλέον αξιομνημόνευτον γεγονός της βραχείας αυτού βασιλείας (14 Σεπτεμβρίου 775 – 8 Σεπτεμβρίου 780) υπήρξεν η κατάπαυσις του διωγμού των εικονολατρών. Εις τούτο δεν φαίνεται να ήτο αμέτοχος και η δυναμική βασιλική σύζυγος» (Αικατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, ό.π., σελ. 130 – ομοίως και Ράνσιμαν, ό.π.). Με δυο λόγια, η Ειρήνη φαίνεται πως είχε παρέμβει για να πάψει ο διωγμός των εικονόφιλων ενώ ακόμη ζούσε ο σύζυγός της Λέων Δ΄. Δεν έπραξε λοιπόν, μετά το θάνατό του, κάτι μη αναμενόμενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: