ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Παπά Λευτέρης Λίτινας

Ο ταπεινός και πράος ιερέας από τα Πλατάνια Αμαρίου (Ρεθύμνης)

Από την τοπική εφημερίδα "Ρέθεμνος"

Η επαρχία Αμαρίου έδωσε εξαιρετικούς ιερείς κατά το παρελθόν και ελπίζουμε το ίδιο και για σήμερα. Από τους ιερείς του χθες θα μνημονεύσω εδώ μόνο τον παπά Γιάννη Σιγανό από τις Λαμπιώτες και τον παπά Δημήτριο Δεβεράκη («παπά Ντεβέρο») από το Πετροχώρι. Ο τελευταίος φαίνεται πως ήταν ένα είδος «διά Χριστόν σαλού» (προσποιητού τρελού): συχνά έλεγε ή έκανε παλαβομάρες, που μπορεί να είχαν ή να μην είχαν κάποιο βαθύτερο νόημα, κρύβοντας τη σοφία και τις αρετές του. Πολλές φράσεις του έμειναν στην ιστορία ως αστείες και οι περισσότεροι που τον θυμούνται, έχω τη γνώμη ότι τον θεωρούν ακόμη και σήμερα εκκεντρικό και ίσως λίγο αλλοπρόσαλλο.
Πιστεύω πως όλο το Αμάρι είχε πιστούς ανθρώπους (μα το ίδιο κι όλες οι επαρχίες του νομού μας). 
Συγκεκριμένα στα Πλατάνια υπήρχε μια αρκετά αξιοπρόσεχτη πνευματική παράδοση. Κέντρο της πνευματικότητας στα Πλατάνια ήταν και είναι η παλαιά ιστορική εκκλησία της Παναγίας (Κοίμηση της Θεοτόκου), με τις εξαιρετικές τοιχογραφίες, κάποιες από τις οποίες – οι άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος και ο αρχάγγελος Μιχαήλ – δάκρυζαν συνεχώς σε όλο το διάστημα της Γερμανικής Κατοχής (1941-44). Εξάλλου, μια ομάδα Πλατανιανών κοριτσιών, γύρω στο 1930, έσβησε μια πυρκαγιά τρομακτικών διαστάσεων που έκαιγε στον Ψηλορείτη και πλησίαζε το χωριό, πηγαίνοντας προς αυτήν με την εικόνα της Παναγίας. Το ξαφνικό σβήσιμο της φωτιάς έγινε ορατό κι από τα γύρω χωριά, ενώ το σημείο όπου στάθηκαν με την εικόνα σώζεται ακόμη στη μνήμη των Πλατανιανών.

Ο π. Ελευθέριος Λίτινας από τα Πλατάνια Αμαρίου ήταν ιερέας στη Γέννα Αμαρίου. Μετά τη συνταξιοδότησή του έζησε στα Πλατάνια, όπου και κοιμήθηκε το 2003 σε ηλικία 93 ετών.
Ο σημερινός ιερέας των Πλατανίων και θεολόγος, π. Σταύρος Λίτινας, είναι γιος του. Παρακάτω θ’ αναφερθούμε σε ορισμένα επεισόδια της ζωής του και πτυχές από το χαρακτήρα του, που καταγράψαμε από Πλατανιανούς. Οι διηγήσεις αυτές φανερώνουν πως ήταν ένας ιερέας διαμάντι, με καρδιά μικρού παιδιού, που νοιαζόταν πραγματικά για τη σωτηρία του λαού του και της ψυχής του.

Ένα πιστό παιδί

Ο παπά Λευτέρης ήταν παιδί φτωχής αγροτικής οικογένειας, όπως λίγο πολύ όλα τα Πλατανιανάκια της εποχής του, έμαθε να είναι εργατικός, άξιος, ευγενικός και τίμιος, αλλά τα γράμματά του ήταν λίγα – πήγε μέχρι την τετάρτη Δημοτικού. Σε ηλικία 12 χρονών εργαζόταν ως φαμέγιος στο Μοναστηράκι, όπου ήταν εφημέριος ο ηγούμενος της μονής Ασωμάτων Αμαρίου π. Γαβριήλ Πάγκαλος, κι εκεί «σπούδασε» στην πράξη την εκκλησιαστική ζωή κι έμαθε πολύ καλά πώς γίνεται κάθε εκκλησιαστική τελετή («ακολουθία») όλων των εορτών του έτους και κάθε περίστασης. Αγάπησε πάρα πολύ την εκκλησία και όσα γίνονταν μέσα σ’ αυτήν, αγάπησε τη ζωή του χριστιανού και σ’ αυτή τη μικρή ηλικία ο δεσπότης τον χειροτόνησε αναγνώστη.
Ο αναγνώστης είναι «χειροθετημένος ψάλτης» και είναι ένας από τους πρώτους, χαμηλότερους, βαθμούς του ορθόδοξου κλήρου, δηλ. των ιερέων. Δε φοράει ράσα ή κάτι άλλο που να τον ξεχωρίζει. Ο ψάλτης της ενορίας σας πιθανόν να φέρει βαθμό αναγνώστη.

Μεγαλώνοντας εργάστηκε στο χωριό του ως αγρότης και μόλις σε ηλικία 63 ετών, το 1975, χειροτονήθηκε ιερέας, ενώ οι δυο γιοι του ακολούθησαν τα λειτουργήματα του ιερέα επίσης (ο π. Σταύρος, που χειροτονήθηκε το 1969 ως εφημέριος στα Πλατάνια) και του δασκάλου, ο Κυριάκος. Η σύζυγός του, με την υπέροχη καθαρή ψυχή, ήταν η πρεσβυτέρα (παπαδιά) Στελιανή Λιαναντωνάκη, αντάξια σύντροφος του παπά Λευτέρη, στύλος του σπιτιού της και σπουδαία μητέρα και διδασκάλισσα των παιδιών της, η οποία κοιμήθηκε ένα δυο χρόνια μετά το σύζυγό της.
Και πριν χειροτονηθεί όμως, στο χωριό «παπά Λευτέρη» τον αποκαλούσαν, αφού η ζωή του ήταν βαθιά θρησκευόμενη. Κάθε Κυριακή και γιορτή, σε κάθε εσπερινό και λειτουργία, ήταν στην εκκλησία. Αν δε λειτουργούσαν στα Πλατάνια, πήγαινε στα γειτονικά χωριά, όπου γινόταν λειτουργία. Ξεκινούσε και πήγαινε πρωί πρωί και έψαλλε κιόλας, φυσικά αφιλοκερδώς – και ήταν πολύ καλλίφωνος.
Γι’ αυτόν ήταν αδιανόητο να εργάζεται Κυριακές και αργίες. Και κάποιοι Πλατανιανοί τον έφερναν ως παράδειγμα: και τα παιδιά του σπούδασε και οι αγροτικές του εργασίες δουλειές του «πηγαίνανε ένα μήνα μπροστά από των αλλωνώ», που δούλευαν και τις αργίες για να μη χάνουν χρόνο.
Να σημειώσουμε εδώ πως ο παπά Λευτέρης, που ήταν ένας «εργάτης του ουρανού», παρέμεινε και ένας δημιουργικός «εργάτης της γης» (ένας ακούραστος φίλος της Δημιουργίας του Θεού), εργαζόμενος σε αγροτικές εργασίες ανάλογα με τη δύναμή του, ώς τα βαθιά του γεράματα.

Τα Πλατάνια (από εδώ)

Μέσα στην εκκλησία

Στη Γέννα Αμαρίου, όπου, όπως είπαμε, ήταν εφημέριος, άφησε εποχή για τα εξαιρετικά, τα βγαλμένα από τα βάθη της καρδιάς κηρύγματά του. Ήταν επίσης και εξαιρετικός εξομολόγος, λόγω της ταπείνωσης, της ειλικρίνειας και της απέραντης αγάπης του. «Όχι σε μένα τον ανάξιο, παιδί μου, αλλά μπροστά στο Δεσπότη Χριστό τα λες» έλεγε με μεγάλη κατάνυξη και σεβασμό στους εξομολογούμενους, αρχίζοντας το μυστήριο της εξομολόγησης.
Το πρωί, μπαίνοντας στην εκκλησία για να λειτουργήσει (αφού οπωσδήποτε είχε νηστέψει και το λάδι το προηγούμενο βράδυ – ακόμη κι όταν ήταν γέρος), ο παπά Λευτέρης στεκόταν μπροστά στην ωραία πύλη και έλεγε: «Χριστέ μου, αξίωσέ με να λειτουργήσω και σήμερο». Κι όταν τελείωνε η λειτουργία, πριν φύγει από την εκκλησία, στεκόταν πάλι μπροστά στην ωραία πύλη κι έλεγε: «Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, που με αξίωσες τον αμαρτωλό να Σε λειτουργήσω και σήμερο».
Οι προσευχές αυτές του παπά Λευτέρη λέγονταν με συντριβή και απλότητα καρδιάς και χωρίς καμιά διάθεση επίδειξης. Η επίδειξη, εξάλλου, ήταν κάτι άγνωστο για την ταπεινή ψυχή του – και μόνο η σκέψη να φερθεί υποκριτικά και επιδεικτικά, θα του προκαλούσε φρίκη.
Φρίκη επίσης του προκαλούσαν οι «περικοπές» στις ιερές τελετές, που τις εντόπιζε αμέσως, όταν συνέβαιναν, στην εκκλησία του χωριού του ή αλλού. Εκείνος, που είχε ενορία στο χωριό Γέννα Αμαρίου, τηρούσε κατά γράμμα τη διάταξη των εκκλησιαστικών τελετών (την οποία γνώριζε άριστα και υπεραγαπούσε) και λυπόταν βαθιά όταν διαπίστωνε «εκπτώσεις».
Ημέρα Κυριακή, βγαίνοντας από την εκκλησία, είδε κάποιον που καθάριζε το στάβλο του κι έκαιγε υπολείμματα από λερωμένα άχυρα. Λυπήθηκε πολύ και είπε στο διπλανό του (όχι φωναχτά): «Σήμερο καπνίζουνε με λιβάνι, όχι με κοπρές…».
Μετά τη λειτουργία εξάλλου δεν πήγαινε στο καφενείο, αλλά στο σπίτι του, για «να πάει τη λειτρουγιά στο σπίτι», όπως λέμε στην Κρήτη, δηλ. (ας το γράψω και θεολογικά) να μεταφέρει στο σπίτι του τη θεία χάρη που λαμβάνει ο άνθρωπος στη θεία λειτουργία. Και συμβούλευε τους συνανθρώπους του μετά τη λειτουργία να πηγαίνουν πρώτα στο σπίτι τους και μετά, αν θέλουν, ας πάνε και στο καφενείο.

Συμπλήρωνε αγιογραφικές ελλείψεις σε «ξένες» εκκλησίες

Ο παπά Λευτέρης είχε δώσει πολλά χρήματα – ανάλογα με τις δυνατότητές του – σε φτωχούς ανθρώπους, αλλά και αρκετά σε αγιογραφίες σε διάφορους ναούς. Κι αυτό βέβαια είναι μια κοινωνική προσφορά, γιατί αξία δεν έχει μόνο να δώσεις ελεημοσύνη σ’ ένα φτωχό, αλλά και να προσφέρεις δουλειά σ’ έναν εργαζόμενο (εν προκειμένω, στον αγιογράφο).
Εξάλλου, όταν πήγαινε ως επισκέπτης στην εκκλησία κάποιου χωριού κι έβλεπε να λείπει από τη θυρίδα της πρόθεσης η εικόνα της «Άκρας Ταπείνωσης», πλήρωνε κάποιον αγιογράφο και την έφτιαχνε με έξοδά του. Να εξηγήσουμε ότι η πρόθεση είναι μια θυρίδα στην αριστερή πλευρά του ιερού, όπου τοποθετούνται τα τίμια δώρα στην αρχή της θείας λειτουργίας. Εκεί γίνεται η σπουδαία τελετή της αγίας προσκομιδής, όπου μνημονεύονται τα ονόματα ζωντανών και νεκρών, και από εκεί ξεκινά η διαδικασία, που κατόπιν μεταφέρεται στην αγία τράπεζα και γίνεται η θεία μετάληψη. Στην πρόθεση απεικονίζεται ή η Γέννηση του Χριστού (επειδή η πρόθεση συμβολίζει το σπήλαιο των Χριστουγέννων) ή η «Άκρα Ταπείνωση», δηλ. ο Ιησούς γυμνός και καταπληγωμένος από τη σταύρωση, με κλειστά τα μάτια και γερμένη την κεφαλή (άρα νεκρός – είναι η συμβολική απεικόνιση της θυσίας Του και η προαναγγελία της ανάστασής Του, γι’ αυτό και έχει θέση εκεί όπου τοποθετείται το ψωμί και το κρασί, που θα γίνουν κατόπιν το Σώμα και το Αίμα Του).
Στα χωριά Απόστολοι και Αγία Παρασκευή Αμαρίου υπάρχουν δύο απ’ αυτές τις εικόνες της «Άκρας Ταπείνωσης» που χρηματοδότησε ο παπά Λευτέρης.

Το κλεμμένο αντερί κι ο «μασκαράς»

Είχε αγοράσει ένα καινούργιο αντερί ο παπά Λευτέρης (δηλ. το καθημερινό ένδυμα, παρόμοιο με το ράσο, που έχει στενά μανίκια και στον τόπο μας συνήθως μ’ αυτό βλέπουμε να κυκλοφορούν οι ιερείς). Η παπαδιά το ’πλυνε και το κρέμασε στον απλωτό.
Ήταν απόκριες κι ένας χωριανός του, που είχε το θάρρος ν’ αστειευτεί μαζί του, θεώρησε καλό να… σουφρώσει το αντερί απ’ τον απλωτό και να το φορέσει, για να ντυθεί μασκαράς, κάνοντας τον παπά.
Λίγες μέρες μετά, το έφερε στον παπά Λευτέρη. «Μπας κι αναζήτηξες κιανένα αντερί;» τον ρώτησε. Ο παπάς το παραδέχτηκε κι ο φίλος τού το έδωσε πλυμένο και διπλωμένο.
Ο παπά Λευτέρης το πήρε χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο. Πήγε στο σπίτι του, άνοιξε τη σόμπα και το έριξε μέσα. «Τι κάνεις εκεί;» ρώτησε κατάπληκτη η παπαδιά.
«Κιαμέ, το αντερί που έβαλεν ο άλλος κι έκανε το μασκαρά, θα το φορώ να λειτρουγώ;» απάντησε με φυσικότητα εκείνος.

Πώς έπαιρνε το μισθό του. Η φιλανθρωπία του

Ο παπά Λευτέρης ως ιερέας έπαιρνε το μισθό του από το κράτος, αλλά με βαριά καρδιά. Είχε την ιδέα ότι δεν αξίζει να πληρώνεται για τις υπηρεσίες του στην Εκκλησία. Ένιωθε ως ο πιο ανάξιος απ’ όλους τους ιερείς, καθώς μετρούσε όσα θεωρούσε «μειονεκτήματά» του: ότι δεν ήξερε πολλά γράμματα (ούτε Γυμνασίου), ότι έγινε ιερέας σε μεγάλη ηλικία κ.τ.λ.
Έτσι, προτιμούσε να σκορπά τα χρήματα που είχε στη διάθεσή του, παρά να τα εισπράττει. Βοηθούσε κάθε φτωχό που μάθαινε την ύπαρξή του, κάθε εκκλησία που μάθαινε ότι χτίζεται ή επισκευάζεται (πριν ακόμα γίνει παπάς, φιλοξενούσε και καθημερινά διέτρεφε τους μαστόρους που χτίζανε το ναό του αγίου Ιωάννη στα Πλατάνια).
Ο αγαθός ιερέας δεν άντεχε ούτε στη σκέψη πως κάποιοι συνάνθρωποί του υποφέρουν! Έτσι ήταν ο καλύτερος πελάτης για πλανόδιους μικρέμπορους και το ευκολότερο θύμα για μικροαπατεώνες. Αγόραζε πάντα ό,τι του πρόσφεραν, όπου έφτανε το βαλάντιό του, για να βοηθήσει τους φτωχούς μικροπωλητές, χωρίς να δίνει σημασία στην ποιότητα των εμπορευμάτων. Πολλές φορές δεν πρόσεχε καν την ποιότητα. Και μάλλον ούτε που σκεφτόταν πως θα μπορούσε κάποιος να τον εξαπατήσει, ακόμη κι αν είχε πέσει θύμα στο παρελθόν.
Άραγε αυτό είναι παράδειγμα προς μίμηση; Δε θέλω να το σχολιάσω, πάντως αν κάποιος ενδιαφέρεται για τον παράδεισο, μάλλον αυτός ο δρόμος βγάζει κατευθείαν εκεί. Υπόψιν, δεν είναι ο δρόμος της βλακείας, αλλά της αθωότητας και της αγάπης.

Η κηδεία του

Απογοητευμένος από τις περικοπές που διαπίστωνε στην τέλεση των ιερών ακολουθιών, ο παπά Λευτέρης παρακάλεσε τον ιερέα γιο του και τους ανθρώπους της εκκλησίας των Πλατανίων να του επιτρέψουν να τελεστεί η κηδεία του πριν πεθάνει, ώστε να παρευρίσκεται σ’ αυτήν ζωντανός! Η θερμή του παράκληση οφειλόταν στην ανησυχία του ότι δε θα τον κηδέψουν σωστά και ήθελε να επιμεληθεί ο ίδιος του πράγματος, για να είναι βέβαιος.
Όμως, για να αποφευχθεί σκανδαλισμός του κόσμου, η παράκλησή του τελικά δεν έγινε δεκτή.

Ένας τέλειος θάνατος

Ο θάνατος του παπά Λευτέρη μπορούμε να πούμε πως ήταν οσιακός, δηλαδή θυμίζει την κοίμηση αγίων. Ασθενής πια, 93 ετών, όταν ψυχομαχούσε, ζήτησε να του φωνάξουν ένα χωριανό του, που είχε τη συνήθεια να βλαστημάει τα θεία. Ο παπά Λευτέρης συχνά τον συμβούλευε να πολεμήσει αυτή την κακή συνήθεια. Καθώς πλησίαζε το τέλος του, λοιπόν, ο αγαθός ιερέας είχε αγωνία για τη σωτηρία του συνανθρώπου του – τι θ’ απογίνει, αν δεν κόψει τις βλαστημιές; Τον φώναξε λοιπόν και για τελευταία φορά τον παρακάλεσε να μη βλαστημά.
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που απεύθυνε σε άνθρωπο. Αμέσως μετά έπαψε να συζητά, στράφηκε προς μια εικόνα του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου που υπήρχε στον τοίχο κι άρχισε να προσεύχεται εσωτερικά κάνοντας το σταυρό του. Σ’ αυτή την κίνηση τον πήρε ο Θεός. Ήταν 6 Νοεμβρίου το έτος 2003.
Ο παπά Λευτέρης λοιπόν πέθανε (πιο σωστά: κοιμήθηκε) προσευχόμενος και το τελευταίο πράγμα που έκανε στη ζωή του ήταν να νοιαστεί και να προσπαθήσει για τη σωτηρία του συνανθρώπου του. Νομίζω πως είναι ο καλύτερος θάνατος για ένα χριστιανό, και μάλιστα παπά. Ένας θάνατος που προσωπικά τον ζηλεύω και που νομίζω πως οδηγεί κατευθείαν στον ουρανό. Δόξα τω Θεώ. Ας είναι λοιπόν αγιασμένη η ψυχούλα του κι ας πρεσβεύει για μας και για όλο τον κόσμο, «πιστούς» και «απίστους»…

Παπάδες που "ΛΕΝΕ"

1 σχόλιο:

π Παντελεήμων Kρούσκος είπε...

Μάλιστα! Ενδιαφέρον. Πρέπει να συγγενεύει με την πρεσβυτέρα. Θα το διερευνήσω. Ευχαριστούμε.