ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

Έκτρωση: Πώς μπορούν τα κράτη να προστατευτούν από τον «ακτιβισμό» των διεθνών οργανισμών

 

Γράφει ο Grégor Puppinck
Μετάφραση: Παναγιώτα Γιάννενα
 
Αναδημοσίευση από τη σελίδα του θωρακοκαρδιοχειρουργού Νικολάου Παπαδόπουλου, μέλους της Ομαιχμίας της ΝΙΚΗΣ 
 
Διεθνείς δικαιοδοτικοί οργανισμοί και οιονεί δικαστικοί φορείς έχουν επιχειρήσει να επιβεβαιώσουν την ύπαρξη ενός δικαιώματος ευρείας πρόσβασης στην έκτρωση, αν και αυτή η πρακτική τιμωρούνταν ποινικά από την πλειονότητα των χωρών κατά την περίοδο της σύνταξης αυτών των διεθνών συνθηκών. Πώς ένα κράτος που επιθυμεί να προστατεύσει την ανθρώπινη ζωή μπορεί να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο να υποχρεωθεί σε νομιμοποίηση της έκτρωσης; Το παρόν κείμενο στοχεύει να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, προτείνοντας στις κυβερνήσεις να συντάξουν μια «ερμηνευτική δήλωση».
Αυτή η πρόταση βασίζεται στον εντοπισμό του αδύναμου σημείου του σκεπτικού, που υποστηρίζει την διεκδίκηση του δικαιώματος στην άμβλωση, δηλαδή της σύγχυσης μεταξύ του φορέα και του πεδίου εφαρμογής του δικαιώματος στη ζωή.
Πράγματι, οι διεθνείς οργανισμοί επιτρέπουν την άμβλωση, και ως εκ τούτου περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος στη ζωή, αποκλείοντας το αγέννητο παιδί από τους φορείς αυτού του δικαιώματος (Ι). Κόντρα σε αυτή τη λογική, τα κράτη μπορούν να επιβεβαιώσουν σε μια ερμηνευτική δήλωση, ότι αποδίδουν τη σημασία του «φυσικού προσώπου» όπως αυτή ισχύει πριν από τη γέννηση του αγέννητου παιδιού. Μια τέτοια δήλωση είναι εύκολο να διατυπωθεί (ΙΙ). Παράγει πολλά αποτελέσματα, από τα οποία το κυριότερο είναι ότι δεσμεύει τα δικαστήρια και τους διεθνείς οργανισμούς, υπό την έννοια ότι δεν είναι εξουσιοδοτημένα να ερμηνεύουν τις διεθνείς πράξεις για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τρόπο που να περιορίζει ή να παραβιάζει τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην εσωτερική τάξη. Επιπλέον, η αναγνώριση του αγέννητου παιδιού ως προσώπου ή ως ανθρώπινου όντος θα απέκλειε τον ισχυρισμό αυτών των αρχών (δηλ. των δικαστηρίων και των διεθνών οργανισμών) περί της ύπαρξης ενός υποκειμενικού δικαιώματος στην έκτρωση του υπό αμφισβήτηση όντος (ΙΙΙ).
 
Ι. Το αδύναμο σημείο του διεκδικούμενου δικαιώματος στην έκτρωση: η σύγχυση μεταξύ του φορέα και του πεδίου εφαρμογής του δικαιώματος στη ζωή
Πριν από είκοσι χρόνια, οι Επιτροπές των Ηνωμένων Εθνών και των διεθνών δικαστηρίων επέκτειναν σταδιακά την υποχρέωση των κρατών να νομιμοποιήσουν την άμβλωση, τουλάχιστον σε μερικές περιπτώσεις. Για να γίνει αυτό, τα όργανα αυτά απέκλεισαν την προγεννητική περίοδο της ανθρώπινης ζωής από το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος στη ζωή, διευρύνοντας αντίστοιχα το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, προκειμένου εκεί να περιλάβουν την άμβλωση.
Έτσι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) επιβεβαιώνει ότι «το άρθρο 2 της Σύμβασης [της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου] σιωπά ως προς τα χρονικά όρια του δικαιώματος στη ζωή» [1]. Ομοίως, το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δηλώνει ότι «η προστασία του δικαιώματος στη ζωή δεν είναι απόλυτο (…), αλλά περισσότερο σταδιακό και επιτεινόμενο ανάλογα με την ανάπτυξή του» [2].
Τέλος, η Επιτροπή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Human Rights Committee) διέγραψε όλες τις αναφορές στο αγέννητο παιδί του κειμένου των γενικών Παρατηρήσεων υπ’ αριθμόν 36 σχετικά με το δικαίωμα στη ζωή [3], ενώ περιέλαβε την έκτρωση. Το ίδιο ισχύει και για άλλες Επιτροπές των Ηνωμένων Εθνών [4] που συνιστούν την απελευθέρωση των αμβλώσεων καθώς και του ΠΟΥ, ο οποίος είναι ένας φορέας που δημοσίευσε κατευθυντήριες γραμμές για την άμβλωση [5] συστήνοντας την πλήρη και απροϋπόθετη απελευθέρωσή της.
 
Οι διεθνείς οργανισμοί επιβεβαιώνουν επίσης την ύπαρξη μιας ολοένα και πιο σοβαρής υποχρέωσης των κρατών να νομιμοποιούν την άμβλωση με τρόπο πάντα πιο ευρύ, γεγονός που αυξάνει την δυσκολία των κρατών να αντισταθούν σε αυτή τη διεθνή πίεση.
Βέβαια, τα δικαστήρια και οι διεθνείς οργανισμοί μπορούν νομίμως να επικεντρώσουν την ερμηνεία τους στο πεδίο εφαρμογής των δικαιωμάτων τροποποιώντας το πεδίο της εφαρμογής τους. Αλλά η κατάσταση είναι πολύ συγκεκριμένη όταν πρόκειται για το δικαίωμα στη ζωή, διότι η ερμηνεία που στοχεύει να δώσει άδεια στην έκτρωση δεν αφορά τόσο το πεδίο εφαρμογής όσο τον ορισμό του φορέα του. Αποκλείοντας, τουλάχιστον σιωπηρά, το αγέννητο παιδί από τους φορείς του δικαιώματος σεβασμού της ζωής, η άμβλωση καθίσταται δυνατή με έναν τυπικό σεβασμό αυτού του δικαιώματος. Αυτή η προσέγγιση έχει ως αποτέλεσμα την αναρμοδιότητα των διεθνών οργανισμών να δημιουργήσουν μια εξαίρεση στο δικαίωμα στη ζωή, διότι αυτή η λίστα αυτών των εξαιρέσεων είναι πάντα εξαντλητική στα διεθνή κείμενα. Επιπλέον, η δημιουργία μιας εξαίρεσης από το δικαίωμα στη ζωή για την άμβλωση απορρίφθηκε όταν συντάχθηκε η Οικουμενική Διακήρυξη [6]. 
 
Με απλά λόγια, οι διεθνείς οργανισμοί ενεργούν σε αντίθεση με το δικαίωμα στη ζωή, απευθείας στον ορισμό του φορέα του, επειδή δεν μπορούν να θεσπίσουν κάποια εξαίρεση, περιλαμβάνοντας την άμβλωση.
Αυτή η προσέγγιση βασίζεται στην παραδοχή ότι υπάρχει αμφιβολία ως προς την δυνατότητα εφαρμογής του δικαιώματος στη ζωή πριν από την γέννηση. Το ΕΔΔΑ δηλώνει έτσι ότι ελλείψει «ευρωπαϊκής συναίνεσης» σχετικά με «τον επιστημονικό και νομικό ορισμό των απαρχών της ανθρώπινης ζωής» δεν είναι σε θέση «να απαντήσει στο ερώτημα εάν το αγέννητο παιδί είναι “πρόσωπο” κατά την έννοια της ευρωπαϊκής Σύμβασης» [7]. Αυτή η πρόταση προκαλεί δογματικές διαμάχες από τις οποίες φαίνεται αδύνατο να ξεφύγει κανείς καθώς οι απόψεις είναι τόσο πολωμένες. Πράγματι οι προσπάθειες να αποδείξουν και να πείσουν ότι το δικαίωμα στον σεβασμό της ζωής, όπως κατοχυρώνεται από το διεθνές δίκαιο, ωφελούν το αγέννητο παιδί αποδείχθηκαν άκαρπες [8].
Ωστόσο, μια άλλη προσέγγιση μπορεί να θεωρηθεί από τα κράτη που επιθυμούν να προστατέψουν τις ζωές των αγέννητων παιδιών. Από το να ψάχνουν να καταδείξουν ότι το δικαίωμα στη ζωή ισχύει πριν από τη γέννηση, τα κράτη έχουν τη δυνατότητα να το υποστηρίξουν με έμφαση, απαντώντας στην αμφιβολία που εκφράζεται από τους διεθνείς οργανισμούς, επί τη βάσει του συλλογισμού τους. Ο ισχυρισμός αυτός αφορά ένα πραγματικό ζήτημα και όχι το νόμο: αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει ότι αυτό εμπίπτει στη δικαιοδοσία των κρατών, όταν δηλώνει ότι μπορούν «νόμιμα να επιλέξουν να θεωρήσουν το αγέννητο παιδί ως πρόσωπο και να προστατεύσουν τη ζωή του» [9]. Με απλά λόγια θα αρκούσε να πάρουμε στα σοβαρά τη διατύπωση του ΕΔΔΑ. Ωστόσο, οι νομοθεσίες πολλών χωρών, κυρίως ευρωπαϊκών, αναγνωρίζουν το αγέννητο παιδί ως πρόσωπο ή ως υποκείμενο δικαίου. Αυτή η επιβεβαίωση μπορεί να διατυπωθεί μέσω μιας ερμηνευτικής δήλωσης.
 
Η ερμηνευτική δήλωση: όροι και παραδεκτό
Από το να αφήσουν σε διεθνή οργανισμό τη δύναμη να επαναπροσδιορίσει το δικαίωμα στη ζωή, οι κυβερνήσεις έχουν την ικανότητα να προχωρήσουν σε αυτόν τον ορισμό με τρόπο αποτρεπτικό, συντάσσοντας μια «ερμηνευτική δήλωση». Μια τέτοια δήλωση θα συνίστατο για ένα κράτος-μέλος μιας συνθήκης να ενημερώσει επισήμως το θεματοφύλακά της ότι ερμηνεύει την έννοια του «προσώπου» ή του «ανθρώπινου όντος» ως φορέα του δικαιώματος του σεβασμού της ζωής όπως ισχύει για τον άνθρωπο πριν από τη γέννηση του ή πριν από μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, για παράδειγμα από τη στιγμή της σύλληψης.
 
Όροι
 
Η εφαρμογή μιας τέτοιας ερμηνευτικής δήλωσης είναι απλή και ορίζεται από την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου στον «Οδηγό πρακτικής σχετικά με τις επιφυλάξεις για τις συνθήκες». [10] (2011). Σύμφωνα με αυτόν τον οδηγό, μια μονομερής δήλωση «στοχεύει στην εξειδίκευση ή τη διευκρίνιση της έννοιας ή του πεδίου εφαρμογής μιας συνθήκης ή ορισμένων διατάξεων της». Διατυπώνεται από ένα πρόσωπο «που θεωρείται ότι εκπροσωπεί ένα κράτος», «ανά πάσα στιγμή», κατά προτίμηση γραπτώς, και θα «πρέπει στο μέτρο του δυνατού να αιτιολογείται». Μπορεί να διατυπωθεί σε σχέση με οποιαδήποτε συνθήκη, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αποκλείουν τη δυνατότητα διατύπωσης επιφυλάξεων, «εκτός εάν η ερμηνευτική δήλωση απαγορεύεται από τη συνθήκη».
Τα κράτη διατυπώνουν πλήθος ερμηνευτικών δηλώσεων σχετικά με διάφορες συνθήκες [11]. Έτσι, ενδεικτικά, κατά την υπογραφή της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού το 1990, η οποία προβλέπει «επαρκή νομική προστασία [του παιδιού] τόσο πριν όσο και μετά τη γέννησή του», η Τυνησία δήλωσε ότι οι διατάξεις αυτής της Σύμβασης, ιδίως το άρθρο 6 που εγγυάται το δικαίωμα στη ζωή, «δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως εμπόδιο στην εφαρμογή της νομοθεσίας (…) σχετικά με τον εκούσιο τερματισμό της εγκυμοσύνης». Η Γαλλία και το Λουξεμβούργο διατύπωσαν σχεδόν ταυτόσημες δηλώσεις.
Αντίθετα η Αργεντινή δήλωσε ότι «η λέξη παιδί πρέπει να νοείται ως ο κάθε άνθρωπος από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι την ηλικία των 18 ετών». Ομοίως η Γουατεμάλα υπενθύμισε ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα της «το κράτος εγγυάται και προστατεύει την ανθρώπινη ζωή και την ακεραιότητα και την ασφάλεια του ατόμου από τη στιγμή της σύλληψης». Ο Ισημερινός επανέλαβε την «ιδιαίτερη υποστήριξή του για την ένατη προκαταρτική παράγραφο, η οποία τονίζει την ανάγκη προστασίας του παιδιού πριν από τη γέννηση» [12].
 
Παραδεκτό
 
Μια ερμηνευτική δήλωση είναι έγκυρη υπό την προϋπόθεση ότι δεν συνιστά επιφύλαξη, δηλαδή δεν περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της προαναφερθείσας διάταξης, εν ολίγοις, δεν αναθεωρεί τη Συνθήκη [13]. Μια επιφύλαξη θα συνίστατο, για παράδειγμα, στον αποκλεισμό της εφαρμογής μιας διάταξης ή στον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της. Η Επιτροπή, και στη συνέχεια, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων [14] είχαν την ευκαιρία να διευκρινίσουν ότι μια επιφύλαξη διαφέρει από μια δήλωση στο ότι, αφενός, αποτελεί προϋπόθεση της συγκατάθεσης του κράτους και αφετέρου, έχει ως «σκοπό να αποκλείσει ή να τροποποιήσει» [15] τα έννομα αποτελέσματα ορισμένων διατάξεων. Μια ερμηνευτική δήλωση που θα αποσαφήνιζε την έννοια του προσώπου ή του ανθρώπινου όντους που έχει το δικαίωμα στη ζωή δεν θα είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής του δικαιώματος αυτού και, ως εκ τούτου, δεν θα αποτελούσε επιφύλαξη [16].
Ομολογουμένως, μια ερμηνευτική δήλωση που συντάσσεται κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να επικριθεί για την έμμεση επέκταση του πεδίου εφαρμογής του δικαιώματος σεβασμού της ζωής και, συνεπώς, για την τροποποίησή του όπως ακριβώς το έχουν περιορίσει οι διεθνείς οργανισμοί. Η ένσταση αυτή μπορεί να απαντηθεί με την παρατήρηση ότι η ερμηνεία αυτή δεν είναι contra legem, δηλαδή δεν έρχεται σε αντίθεση ούτε με το γράμμα ούτε με το πνεύμα των Συνθηκών. Επιπλέον, το κράτος δεν παραιτείται από καμιά από τις υποχρεώσεις του σχετικά με το δικαίωμα στη ζωή προβαίνοντας σε αυτή τη δήλωση. Επίσης, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του διεθνούς συστήματος προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τα κράτη είναι ελεύθερα να παρέχουν στην εσωτερική έννομη τάξη υψηλότερο επίπεδο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από εκείνο που εγγυάται το διεθνές δίκαιο, επικουρικό και ελάχιστο. Αυτή είναι η κατάσταση των χωρών που αναγνωρίζουν και προστατεύουν την ανθρώπινη ζωή από πριν από τη γέννηση.
 
ΙΙΙ. Τα αποτελέσματα της ερμηνευτικής δηλώσεως
 
Κάθε ερμηνευτική δήλωση αποτελεί «στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία της συνθήκης, σύμφωνα με το γενικό κανόνα της ερμηνείας των συνθήκων», όπως υπενθυμίζει η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου (International Law Commission).
Βεβαίως σε αντίθεση με μια επιφύλαξη, η ερμηνευτική δήλωση δεν είναι δεσμευτική στα υπόλοιπα κράτη μέλη της Συνθήκης. Πρέπει μόνο να είναι σεβαστή και να λαμβάνεται υπόψη από τα δικαστήρια, τους διεθνείς οργανισμούς ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε καταγγελία κατά του κράτους που εξέδωσε την προαναφερόμενη δήλωση. Εντούτοις, η ερμηνευτική αυτή δήλωση – λόγω της ιδιαιτερότητας του περιεχομένου της – αποκτά δεσμευτική ισχύ έναντι των διεθνών οργανισμών υπό το πρίσμα της αρχής ότι το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να περιορίζει ή να προσβάλλει τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην εσωτερική έννομη τάξη.
 
Αυτή η αρχή του διεθνούς δικαίου διατυπώνεται ιδίως στα άρθρα 5.2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Πολιτικά και Ατομικά Δικαιώματα και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα [17], στο άρθρο 41 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού [18], στο άρθρο 53 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων [19], στο άρθρο 27 της Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική και στο άρθρο Η του αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη [20], μεταξύ άλλων. Έτσι το ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα ορίζει ένα κοινό ελάχιστο επίπεδο προστασίας όσον αναφορά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που τα κράτη υποχρεούνται να διασφαλίζουν, ενώ μπορούν να το υπερβαίνουν [21]. Επομένως τα διεθνή δικαστήρια δε μπορούν να επιβάλλουν σε κράτος που προέβη σε τέτοια δήλωση, ερμηνεία της έννοιας του «προσώπου» ή του «ανθρώπου» η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της προστασίας του δικαιώματος στη ζωή στην εσωτερική έννομη τάξη.
Αντιστοίχως, από το εσωτερικό δίκαιο προκύπτει ότι κανόνας αντλούμενος από το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι δεσμευτικός μόνον ελλείψει ευνοϊκότερης διαταξης στο εσωτερικό δίκαιο. Το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπερισχύει του εσωτερικού δικαίου μόνον όταν παρέχει μεγαλύτερη εγγύηση δικαιωμάτων και ελευθεριών.
 
Συνεπώς, το ΕΔΔΑ δεν μπορεί να επικαλείται την έλλειψη εγγυήσεως του δικαιώματος άρνησης της στρατιωτικής θητείας για λόγους συνείδησης στο κείμενο της ΕΣΔΑ προκειμένου να καταδικάσει τις χώρες που την εγγυώνται. Ομοίως, ο δικαστής μιας χώρας που εγγυάται αυτό το δικαίωμα στην εσωτερική τάξη δε μπορεί να επικαλεστεί την απουσία διεθνούς εγγύησης κατά του εσωτερικού δικαίου. Επομένως, το ΕΔΔΑ δε μπορεί να επικαλείται τις αμφιβολίες του ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του δικαιώματος στη ζωή πριν από τη γέννηση προκειμένου να καταδικάσει τις χώρες που παρέχουν αυτό το υψηλότερο επίπεδο προστασίας.
Αυτή η ερμηνευτική δήλωση θα είχε άλλα αποτελέσματα. Το πιο προφανές θα ήταν να μαρτυρηθεί ρητά η έλλειψη συναίνεσης μεταξύ των κρατών ως προς τον κάτοχο του δικαιώματος στη ζωή.
Ένα άλλο από τα αποτελέσματά της θα ήταν να αποτρέψει τις παραβιάσεις της προγεννητικής ανθρώπινης ζωής από το να θεωρηθούν ως υποκειμενικά δικαιώματα, καθώς κανείς δε μπορεί να έχει δικαίωμα στην ύπαρξη ενός ατόμου ή ενός ανθρώπου. Πράγματι η άμβλωση μπορεί να είναι ένα υποκειμενικό δικαίωμα ελέγχου του σώματος κάποιου μόνο αν αγνοηθεί το αγέννητο παιδί. Επομένως, μια τέτοια ερμηνευτική δήλωση αποκλείει, τουλάχιστον θεωρητικώς, την αναγνώριση δικαιώματος στην άμβλωση, υπό την έννοια της απόλυτης εξουσίας να διαθέτει τη ζωή του παιδιού in utero. 
 
Πράγματι, από τη στιγμή που το κυοφορούμενο τέκνο αναγνωρίζεται ως υποκείμενο με δικαίωμα σεβασμού της ζωής, είναι δυνατόν, εκτός από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται ρητά στις Συνθήκες, να θεωρηθεί ακούσια [22], δηλαδή ως δευτερεύον αποτέλεσμα μιας δράσης που αποσκοπεί σε ένα αναλογικό αγαθό, δηλαδή στο σεβασμό της ζωής της μητέρας. Το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών αποφάνθηκε στην υπόθεση Dobbs v. Jackson του 2022: Η άμβλωση δε μπορεί να είναι δικαίωμα ιδιωτικότητας επειδή «καταστρέφει αυτό που ο Roe αποκαλεί «πιθανή ζωή» και αυτό που ο νόμος [του Μισισιπή] αποκαλεί «αγέννητο ανθρώπινο ον»» (παράγραφος 3). [23]
Οι κυβερνήσεις των οποίων τα συντάγματα ή οι νόμοι προστατεύουν την ανθρώπινη ζωή πριν από τη γέννησή του ή που αναγνωρίζουν το αγέννητο παιδί ως πρόσωπο ή υποκείμενο του νόμου, μπορούν εύκολα να προβούν σε μια τέτοια δήλωση με το σκεπτικό ότι αυτή είναι η αντίληψή τους για την έννοια του «προσώπου» ή του «ανθρωπίνου όντος» και ότι αυτή η κατανόηση δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από τα άλλα κράτη μέλη.
Στην Ευρώπη μια τέτοια πρωτοβουλία θα μπορούσε να αφορά ειδικότερα την Ιταλία, την Ουγγαρία ή την Πολωνία. Επιπλέον, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, εάν πολλά μέρη σε μια συνθήκη υποβάλλουν παρόμοιες ερμηνευτικές δηλώσεις, οι δηλώσεις αυτές αποτελούν απόδειξη «μεταγενέστερης πρακτικής στην εφαρμογή της συνθήκης που θεσπίζει τη συμφωνία των μερών σχετικά με την ερμηνεία της» και γίνεται η κύρια πηγή ερμηνείας του πλαισίου της συνθήκης (VCLT, άρθρο 31 παρ.ς 3 στοιχ. β΄), τουλάχιστον όσον αφορά αυτά τα έθνη.
 
Σημειώσεις
 
[1] ECHR, Vo v France, GC, n° 53924/00, 8 July 2004, § 75.
[2] Inter-American Court of Human Rights, Artavia Murillo et al v. Costa Rica. 28 November 2012. Series C No. 257, § 264.
[3] Christophe Foltzenlogel, Observation générale sur le droit à la vie : Des mois de gestation pour aboutir à l’avortement, Compte rendu annoté de la 2e lecture des paragraphes 8 et 9 de l’Observation générale n° 36 du Comité des droits de l’homme, European Centre for Law and Justice.
[4] See C-Fam, Evidence of Systemic and Unlawful Abortion Promotion by UN Secretariat, Agencies, and other Entities, September 2022.
[5] WHO, Human Reproduction Programme (‎HRP)‎, Abortion care guideline, 2022.
[6] Travaux préparatoires, E/CN.4/AC.1/SR.35, p. 1535.
[7] ECHR, A, B et C v. Ireland [GC], n° 25579/05, 16 December 2010, § 237.
[8] See for example the numerous contributions submitted in this vein to the Human Rights Committee and ignored by it in the revision of the General Observations on the right to life.
[9] ECHR, A. B. C., v. Ireland, GC, n° 25579/05, 16 December. 2010, § 222, confirming Vo v. France, GC, n° 53924/00, 8 July 2004.
[11] See here the list concerning the European Convention on Human Rights https://www.coe.int/en/web/conventions/full-list...
[12] United Nations, Convention on the rights of the child: signatures, Ratifications, Reservations and Declarations. https://treaties.un.org/.../Vol.../Chapter%20IV/IV-11.fr.pdf
[13] International Court of Justice, Advisory Opinion of 18 July 1950, Interpretation of Peace Treaties with Bulgaria, Hungary and Romania, p. 229, https://www.icj-cij.org/.../8/008-19500718-ADV-01-00-EN.pdf or Judgement of 27 August 1952, Case concerning the rights of Nationals of the United States of America in Marocco, p. 196: https://www.icj-cij.org/.../11/011-19520827-JUD-01-00-EN.pdf
[14] ECHR, Belilos v. Suisse, n° 10328/83, 29 April 1988.
[15] European Committee on Human Rights, Temeltasch against Switzerland, n° 9116/80, 5 May 1982.
[16] In this respect, it is legitimate to doubt the validity of the ‘declarations’ made by France, Luxembourg and Tunisia in respect of the Convention on the Rights of the Child in that their goal is to restrict the definition of the right to life in order to permit abortion. They are in fact more like reservations.
[17] International Covenant on Civil and Political Rights, Article 5.2, “There shall be no restriction upon or derogation from any of the fundamental human rights recognized or existing in any State Party to the present Covenant pursuant to law, conventions, regulations or custom on the pretext that the present Covenant does not recognize such rights or that it recognizes them to a lesser extent.”
[18] “Nothing in the present Convention shall affect any provisions which are more conducive to the realization of the rights of the child and which may be contained in: (a) The law of a State party; or (b) International law in force for that State.”
[19] European Convention on Human Rights, Article 53 : “Nothing in this Convention shall be construed as limiting or derogating from any of the human rights and fundamental freedoms which may be ensured under the laws of any High Contracting Party or under any other agreement to which it is a party.”
[20] “The provisions of this charter shall not prejudice the provisions of domestic law or of any bilateral or multilateral treaties, conventions or agreements which are already in force, or may come into force, under which more favourable treatment would be accorded to the persons protected.”
[21] F. SUDRE, Droit européen et international des droits de l’homme, Paris, PUF, 2008, p. 202 et 203.
[22] Article 2 of the European Convention on Human Rights stipulates that “No one shall be deprived of his life intentionally save in the execution of a sentence of a court following his conviction of a crime for which this penalty is provided by law.”
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: