ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

Κατά Λουκάν ευαγγέλιο, κεφάλαια 7 & 8

 
Το αρχαίο κείμενο του Ευαγγελίου (& ολόκληρης της Καινής Διαθήκης) μπορείτε να το διαβάσετε εδώ & εδώ. Η νεοελληνική μετάφραση (σε απλή και κατανοητή καθαρεύουσα) εδώ. Το κατά Λουκάν (από αυτή τη μετάφραση) εδώ.
Οι εικόνες από το Διαδίκτυο. 


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 7


Ἡ θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ ἑκατόνταρχου


1 Ὅταν ἐτελείωσε ἀπευθύνων ὅλα τὰ λόγια του εἰς τὸν λαὸν, ἐμπῆκε εἰς τὴν Καπερναούμ.
2 Ἕνας ἑκατόνταρχος ἐκεῖ εἶχε δοῦλον, τὸν ὁποῖον ἐκτιμοῦσε πολύ· ὁ δοῦλος αὐτὸς ἦτο ἀσθενὴς καὶ ἐκινδύνευε νὰ πεθάνῃ.
3 Ὅταν ἄκουσε διὰ τὸν Ἰησοῦν, τοῦ ἔστειλε μερικοὺς πρεσβυτέρους ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἔλθῃ καὶ νὰ σώσῃ τὸν δοῦλον του.
4 Αὐτοὶ δὲ ὅταν ἦλθαν εἰς τὸν Ἰησοῦν, τὸν παρακαλοῦσαν θερμὰ καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Τοῦ ἀξίζει νὰ τοῦ τὸ κάμῃς,
5 διότι ἀγαπᾶ τὸ ἔθνος μας, καὶ τὴν συναγωγήν μας αὐτὸς τὴν ἔκτισε».
6 Ὁ Ἰησοῦς λοιπὸν ἐπῆγε μαζί τους· καὶ ὅταν δὲν ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔστειλε ὁ ἑκατόνταρχος φίλους νὰ τοῦ ποῦν, «Κύριε, μὴν ἐνοχλεῖσαι, διότι δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μπῇς κάτω ἀπὸ τὴν στέγην μου.
7 Διὰ τοῦτο δὲν ἐθεώρησα οὔτε τὸν ἑαυτόν μου ἄξιον νὰ ἔλθω σ’ ἐσέ. Ἀλλὰ διάταξε μὲ ἕνα μόνον λόγον καὶ ὁ δοῦλός μου θὰ θεραπευθῇ.
8 Διότι καὶ ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος ὑποτασσόμενος εἰς ἐξουσίαν ἄλλων καὶ ἔχω ὑπὸ τὰς διαταγάς μου στρατιώτας καὶ λέγω εἰς τοῦτον, «Πήγαινε» καὶ πηγαίνει, καὶ εἰς ἄλλον, «Κάνε τοῦτο» καὶ τὸ κάνει».
9 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἄκουσε αὐτά, τὸν ἐθαύμασε καὶ ἀφοῦ ἐστράφη πρὸς τὸν κόσμον ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε, εἶπε, «Σᾶς λέγω, ὅτι οὔτε εἰς τὸν Ἰσραὴλ δὲν εὑρῆκα τόσον μεγάλην πίστιν».
10 Καὶ ὅταν ἐγύρισαν εἰς τὸ σπίτι οἱ ἀπεσταλμένοι, εὑρῆκαν τὸν ἀσθενῆ δοῦλον νὰ ὑγιαίνῃ.

Ἡ ἀνάστασις τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν


11 Τὴν ἑπομένην ἐπῆγε εἰς μίαν πόλιν ποὺ ὠνομάζετο Ναΐν καὶ μαζί του ἐπήγαιναν καὶ οἱ μαθηταί του καὶ πολὺς κόσμος.
12 Μόλις ἐπλησίασε εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως, μετεφέρετο ἔξω ἕνας νεκρὸς ποὺ ἦτο τὸ μόνο παιδὶ τῆς μητέρας του ἡ ὁποία ἦτο χήρα. Καὶ πολλοὶ ἀπὸ τὴν πόλιν ἦσαν μαζί της.
13 Μόλις ὁ Κύριος τὴν εἶδε, τὴν σπλαγχνίσθηκε καὶ τῆς εἶπε, «Μὴν κλαῖς».
14 Ἐπροχώρησε καὶ ἔπιασε τὸ φέρετρον, ἐκεῖνοι δὲ ποὺ τὸ ἐβάσταζαν ἐστάθηκαν. Αὐτὸς εἶπε, «Νεανίσκε, σοῦ λέγω, σήκω».
15 Καὶ ἀνεκάθησε ὁ νεκρὸς καὶ ἄρχισε νὰ μιλῇ καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν παρέδωκε εἰς τὴν μητέρα του.
16 Ὅλους δε τοὺς κατέλαβε φόβος καὶ ἐδόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ ἔλεγαν, «Προφήτης μεγάλος ἐμφανίσθηκε μεταξύ μας» καὶ «Ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸν λαόν του».
17 Αὐτὴ ἡ φήμη γι’ αὐτὸν διαδόθηκε εἰς ὅλην τὴν Ἰουδαίαν καὶ εἰς ὅλην τὴν περίχωρον.

Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής

18 Οἱ μαθηταί του ἀνήγγειλαν εἰς τὸν Ἰωάννην ὅλα αὐτά.
19 Καὶ ὁ Ἰωάννης προσκάλεσε δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, καὶ τοὺς ἔστειλε εἰς τὸν Ἰησοῦν νὰ τοῦ ποῦν, «Σὺ εἶσαι ἐκεῖνος ποὺ μέλλει νὰ ἔλθῃ ἢ ἄλλον νὰ περιμένωμεν;».
20 Οἱ ἄνδρες ἦλθαν εἰς αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπαν· «Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς μᾶς ἔστειλε σ’ ἐσὲ καὶ ρωτᾶ, «Σὺ εἶσαι ἐκεῖνος ποὺ μέλλει νὰ ἔλθῃ ἢ ἄλλον νὰ περιμένωμεν;».
21 Κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν ἐθεράπευσε πολλοὺς ἀπὸ ἀσθένειες, βαρειὰ νοσήματα καὶ ἀπὸ πονηρὰ πνεύματα καὶ εἰς πολλοὺς ἐχάρισε τὸ φῶς.
22 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Πηγαίνετε καὶ πέστε εἰς τὸν Ἰωάννην ἐκεῖνα ποὺ εἴδατε καὶ ἀκούσατε: τυφλοὶ ξαναβλέπουν, χωλοὶ περπατοῦν, λεπροὶ καθαρίζονται καὶ κωφοὶ ἀκούουν, νεκροὶ ἀνασταίνονται καὶ πτωχο ἀκούουν τὸν χαρμόσυνον ἄγγελμα·
23 καὶ μακάριος ἐκεῖνος ποὺ δὲν θὰ κλονισθῇ ἡ ἐμπιστοσύνη του σ’ ἐμέ».
24 Ὅταν ἔφυγαν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Ἰωάννου, ἄρχισε νὰ μιλῇ εἰς τὸν κόσμον διὰ τὸν Ἰωάννην, «Τί ἐβγήκατε εἰς τὴν ἔρημον νὰ ἰδῆτε; Ἕνα καλάμι ποὺ σαλεύεται ἀπὸ τὸν ἀέρα; Ὄχι;
25 Ἀλλὰ τότε τί ἐβγήκατε νὰ ἰδῆτε; Ἄνθρωπον ποὺ φορεῖ μαλακὰ φορέματα; Ἐκεῖνοι ποὺ φοροῦν λαμπρὰ ἐνδύματα καὶ ποὺ ζοῦν σὲ ἀπολαύσεις εἶναι σὲ ἀνάκτορα.
26 Ἀλλὰ τί ἐβγήκατε νὰ ἰδῆτε; Ἕνα προφήτην; Ναί, σᾶς λέγω καὶ κάτι περισσότερον ἀπὸ προφήτην.
Εικ. από εδώ
27 Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος διὰ τὸν ὁποῖον εἶναι γραμμένον, Ἰδού, ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἀγγελιαφόρον μου πρὶν ἀπὸ σέ, ὁ ὁποῖος θὰ προετοιμάσῃ τὸν δρόμον σου ἐμπρός σου.
28 Σᾶς λέγω, ὅτι μεταξὺ τῶν γεννηθέντων ὑπὸ τῶν γυναικῶν δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν· καὶ ὅμως ὁ μικρότερος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ αὐτὸν».
29 Καὶ ὅλος ὁ κόσμος καὶ οἱ τελῶναι, ὅταν τὸ ἄκουσαν, ἔδωκαν δίκηο εἰς τὸν Θεὸν διότι εἶχαν βαπτισθῆ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου.
30 Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως καὶ οἱ νομικοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀρνηθῆ τὸ βάπτισμά του, ἐματαίωσαν τὸ σχέδιον ποὺ εἶχεν ὁ Θεὸς γι’ αὐτούς.
31 «Μὲ τί λοιπὸν νὰ παρομοιάσω τοὺς ἀνθρώπους τῆς γενεᾶς αὐτῆς; Μὲ ποιὸν εἶναι ὅμοιοι;
32 Εἶναι ὅμοιοι μὲ παιδιὰ ποὺ κάθονται εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ φωνάζουν μεταξύ τους, «Σᾶς ἐπαίξαμε μὲ τὴν φλογέρα ἀλλὰ δὲν ἐχορέψατε· σᾶς ἐτραγουδήσαμε μοιρολόγια ἀλλὰ δὲν ἐκλάψατε».
33 Διότι ἦλθε ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ ὁποῖος οὔτε ψωμὶ τρώγει οὔτε κρασὶ πίνει καὶ λέτε, «Ἔχει δαιμόνιον».
34 Ἦλθε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος τρώγει καὶ πίνει, καὶ λέτε, «Νά, ἕνας ἄνθρωπος φαγᾶς καὶ κρασοπότης, φίλος τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν».
35 Καὶ ἐδικαιώθηκε ἡ σοφία ἀπὸ ὅλα τὰ παιδιά της».

Ἡ μύρωσις τῶν ποδιῶν τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἡ παραβολὴ τῶν δύο χρεοφειλετῶν

36 Ἕνας ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους τὸν προσκάλεσε σὲ γεῦμα· καὶ ὅταν ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου, ἐκάθησε εἰς τὸ τραπέζι.
37 Εἰς τὴν πόλιν ἔμενε μία γυναῖκα, ποὺ ἦτο ἁμαρτωλὴ καὶ ὅταν ἔμαθε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐγευμάτιζε εἰς τὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου, ἔφερε ἕνα ἀλαβάστρινον δοχεῖον μὲ μύρον,
38 ἐστάθηκε πίσω κοντὰ εἰς τὰ πόδια του καὶ ἔκλαιε, καὶ ἄρχισε μὲ τὰ δάκρυα νὰ βρέχῃ τὰ πόδια του καὶ μὲ τὰ μαλλιά της ἐσφόγγιζε καὶ φιλοῦσε τὰ πόδια του καὶ τὰ ἄλειφε μὲ μύρον.
39 Ὅταν εἶδε αὐτὸ ὁ Φαρισαῖος, ποὺ τὸν εἶχε προσκαλέσει, εἶπε μέσα του, «Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦτο προφήτης, θὰ ἐγνώριζε ποιὰ καὶ ποιοὺ εἴδους εἶναι ἡ γυναῖκα αὐτὴ ποὺ τὸν ἀγγίζει, διότι εἶναι ἁμαρτωλή».
40 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Σίμων, ἔχω κάτι νὰ σοῦ πῶ». «Λέγε, Διδάσκαλε», εἶπε αὐτός.
41 «Ἔνας δανειστὴς εἶχε δύο χρεοφειλέτας, ὁ ἕνας χρωστοῦσε πεντακόσια δηνάρια καὶ ὁ ἄλλος πενήντα.
42 Ἐπειδὴ δὲν εἶχαν νὰ τοῦ τὰ ἐπιστρέψουν, τὰ ἐχάρισε καὶ εἰς τοὺς δύο. Ποιὸς λοιπὸν ἀπὸ αὐτοὺς θὰ τὸν ἀγαπήσῃ περισσότερον;».
43 Ἀπεκρίθη ὁ Σίμων, «Νομίζω ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον ἐχάρισε τὰ περισσότερα». Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Σωστὰ ἔκρινες».
44 Ἐστράφηκε τότε εἰς τὴν γυναῖκα καὶ εἶπε εἰς τὸν Σίμωνα, «Βλέπεις αὐτὴν τὴν γυναῖκα; Ἐμπῆκα εἰς τὸ σπίτι σου, καὶ δὲν μοῦ ἔδωκες νερὸ γιὰ τὰ πόδια μου, αὐτὴ ὅμως μοῦ ἔβρεξε τὰ πόδια μὲ τὰ δάκρυά της καὶ μὲ τὰ μαλλιά της τὰ σφόγγισε.
45 Ἕνα φίλημα δὲν μοῦ ἔδωκες. Αὐτὴ ὅμως ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἐμπῆκα δὲν ἔπαυσε νὰ μοῦ φιλῇ τὰ πόδια.
46 Δὲν μοῦ ἄλειψες τὸ κεφάλι μὲ λάδι, αὐτὴ ὅμως μὲ μύρον ἄλειψε τὰ πόδια μου.
47 Διὰ τοῦτο σοῦ λέγω, συγχωρήθηκαν οἱ πολλὲς ἁμαρτίες της· ἡ μεγάλη ἀγάπη της τὸ δείχνει· ἐνῷ ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον συγχωροῦνται λίγα, δείχνει λίγη ἀγάπη».
48 Εἶπε τότε εἰς αὐτήν, «Σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες».
49 Καὶ ἄρχισαν οἱ συμπαρακαθήμενοι νὰ λέγουν μέσα τους, «Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ καὶ ἁμαρτίες συγχωρεῖ;».50 Εἶπε τότε εἰς τὴν γυναῖκα, «Ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε· πήγαινε εἰς εἰρήνην».
  
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 8

Αἱ γυναῖκες ποὺ διακονοῦσαν τὸν Χριστόν

1 Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ περιώδευε ἀπὸ πόλιν σὲ πόλιν καὶ ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ καὶ ἐκήρυττε τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
2 Οἱ δώδεκα ἦσαν μαζί του καὶ μερικὲς γυναῖκες ποὺ εἶχαν θεραπευθῆ ἀπὸ πνεύματα πονηρὰ καὶ ἀπὸ ἀσθένειες, ἡ Μαρία ἡ ὀνομαζομένη Μαγδαληνή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν εἶχαν βγῆ ἑπτὰ δαιμόνια,
3 καὶ ἡ Ἰωάννα ἡ σύζυγος τοῦ Χουζᾶ, ὁ ὁποῖος ἦτο ἐπίτροπος τοῦ Ἡρώδη, καὶ ἡ Σουσάννα καὶ ἄλλες πολλὲς ποὺ τὸν βοηθοῦσαν μὲ τὰ ὑπάρχοντά τους.

Ἡ παραβολὴ τοῦ σπορέως

4 Ὅταν μαζεύτηκε πολὺς κόσμος καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὰς πόλεις συνέρρεαν πρὸς αὐτόν,
5 ἐμίλησε μὲ παραβολήν: «Ἐβγῆκε ὁ γεωργὸς διὰ νὰ σπείρῃ τὸν σπόρον του. Καὶ ἐνῷ ἔσπερνε, μερικοὶ σπόροι ἔπεσαν κοντὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ καταπατήθηκαν καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ τοὺς ἔφαγαν·
6 ἄλλοι ἔπεσαν εἰς πετρῶδες ἔδαφος καὶ ὅταν ἐφύτρωσαν, ἐξεράθηκαν, διότι δὲν εἶχαν ὑγρασίαν·
7 ἄλλοι ἔπεσαν ἀνάμεσα στὰ ἀγκάθια καὶ ὅταν φύτρωσαν τὰ ἀγκάθια, τοὺς ἔπνιξαν τελείως·
8 καὶ ἄλλοι ἔπεσαν εἰς καλὸν ἔδαφος καὶ ἐφύτρωσαν καὶ ἀπέδωκαν ἑκατὸ φορὲς περισσότερον καρπόν». Ἐνῷ ἔλεγε αὐτά, ἐφώναξε, «Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιὰ διὰ νὰ ἀκούῃ, ἂς ἀκούῃ».


9 Οἱ μαθηταί του τὸν ἐρωτοῦσαν τί σημαίνει ἡ παραβολὴ αὐτή.
10 Καὶ ἐκεῖνος εἶπε, «Σ’ ἐσᾶς ἔχει δοθῆ τὸ νὰ γνωρίσετε τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ εἰς τοὺς λοιποὺς δίδονται μὲ παραβολές, διὰ νὰ κυττάζουν ἀλλὰ νὰ μὴ βλέπουν καὶ νὰ ἀκούουν ἀλλὰ νὰ μὴ καταλαβαίνουν.
11 Ἡ παραβολὴ αὐτὴ σημαίνει τὰ ἑξῆς; Ὁ σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ·
12 ἐκεῖνοι ποὺ ἔπεσαν κοντὰ εἰς τὸν δρόμον εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἄκουσαν, ἔπειτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ ἀφαιρεῖ τὸν λόγον ἀπὸ τὴν καρδιά τους, διὰ νὰ μὴ πιστέψουν καὶ σωθοῦν.
13 Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἔπεσαν εἰς τὸ πετρῶδες ἔδαφος, εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ὅταν ἀκούσουν, δέχονται μὲ χαρὰν τὸν λόγον ἀλλὰ δὲν ἔχουν ρίζαν· προσωρινῶς πιστεύουν καὶ τὸν καιρὸν τῆς δοκιμασίας ἀπομακρύνονται.
14 Ἐκεῖνο ποὺ ἔπεσε στὰ ἀγκάθια, εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἄκουσαν ἀλλ’ εἰς τὸν δρόμον τους συμπνίγονται ἀπὸ τὰς φροντίδας καὶ τὸν πλοῦτον καὶ τὰς ἡδονὰς τοῦ βίου καὶ ὁ καρπός τους δὲν ὡριμάζει.
15 Ἐκεῖνο δὲ ποὺ ἔπεσεν εἰς τὸ καλὸν ἔδαφος εῑναι ἐκεῖνοι ποὺ μὲ καρδιὰ καλὴ καὶ ἀγαθὴ ἀκούουν τὸν λόγον, τὸν διατηροῦν καὶ καρποφοροῦν μὲ ὑπομονήν».

Δίδαγμα ἀπὸ τὸ λυχνάρι

16 «Κανεὶς δὲν ἀνάβει λυχνάρι καὶ τὸ σκεπάζει μὲ ἕνα σκεῦος ἢ τὸ βάζει κάτω ἀπὸ τὸ κρεββάτι, ἀλλὰ τὸ βάζει ἐπάνω εἰς τὸν λυχνοστάτην, διὰ νὰ βλέπουν τὸ φῶς ὅσοι μπαίνουν.
17 Διότι δὲν ὑπάρχει τίποτα κρυφὸ ποὺ νὰ μὴ μαθητευθῇ, οὔτε μυστικὸ ποὺ νὰ μὴ γίνῃ γνωστὸν καὶ ἔλθῃ εἰς τὸ φῶς.
18 Προσέχετε λοιπὸν πῶς ἀκοῦτε· διότι εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἔχει, θὰ δοθῇ καὶ ἄλλο· ἀπὸ ἐκεῖνον δὲ ποὺ δὲν ἔχει, θὰ ἀφαιρεθῇ καὶ ἐκεῖνο ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει».

Οἱ πραγματικοὶ ἀδελφοί

19 Ἦλθαν πρὸς αὐτὸν ἡ μητέρα του καὶ οἱ ἀδελφοί του ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν πλησιάσουν ἐξ αἰτίας τοῦ κόσμου.
20 Καὶ τοῦ εἶπαν, «Ἡ μητέρα σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου στέκονται ἔξω καὶ θέλουν νὰ σὲ ἰδοῦν».
21 Αὐτὸς δὲ τοὺς ἀπεκρίθη, «Μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀκούουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐκτελοῦν».

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κατασιγάζει τὴν θύελλαν


22 Μίαν ἡμέραν ἐμπῆκε εἰς ἕνα πλοιάριον μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς εἶπε, «Ἂς περάσωμεν εἰς τὴν ἀντίπεραν ὄχθην τῆς λίμνης», καὶ ἔπλευσαν εἰς τὰ ἀνοικτά.
23 Ἐνῷ δὲ ἔπλεαν, αὐτὸς ἐκοιμήθηκε. Καὶ ἐνέσκηψε ἀνεμοθύελλα εἰς τὴν λίμνην καὶ ἐγέμισαν ἀπὸ νερὰ καὶ ἐκινδύνευαν.
24 Τότε ἦλθαν καὶ τὸν ἐξύπνησαν καὶ τοῦ ἐφώναζαν, «Διδάσκαλε, διδάσκαλε, χανόμαστε». Ὅταν αὐτὸς ἐξύπνησε, ἐπέπληξε τὸν ἄνεμον καὶ τὰ κύματα καὶ ἔπαυσαν καὶ ἔγινε γαλήνη.
25 Τότε τοὺς εἶπε, «Ποῦ εἶναι ἡ πίστις σας;». Κατελήφθησαν δὲ ἀπὸ φόβον καὶ ἐθαύμασαν καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους, «Ποιὸς ἄραγε εἶναι αὐτός, ἀφοῦ καὶ τοὺς ἀνέμους καὶ τὰ κύματα διατάσσει καὶ τὸν ὑπακούουν;».

Ἡ θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου Γαδαρηνοῦ

26 Καὶ κατέπλευσαν εἰς τὴν χῶραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἡ ὁποία βρίσκεται ἀπέναντι τῆς Γαλιλαίας.
27 Ὅταν ἐβγῆκε εἰς τὴν ξηράν, τὸν συνήντησε κάποιος ἀπὸ τὴν πόλιν, ὁ ὁποῖος εἶχε δαιμόνια ἀπὸ πολλὰ χρόνια· δὲν ἤτανε ντυμένος καὶ δὲν ἔμενε σὲ σπίτι ἀλλὰ εἰς τὰ μνληματα.
28 Ὅταν εἶδε τὸν Ἰησοῦν, ἔκραξε καὶ ἔπεσε εἰς τὰ πόδια του καὶ μὲ δυνατὴν φωνὴν εἶπε, «Τί ἐπεμβαίνεις σ’ ἐμέ, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου; Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ βασανίσῃς».

Εικ. από εδώ
 
29 Διότι ὁ Ἰησοῦς εἶχε διατάξει τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον νὰ βγῇ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον. Πολλὲς φορὲς τὸν ἔπιανε καὶ τότε τὸν ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες καὶ χειροπέδες καὶ τὸν ἐφύλαγαν. Αὐτὸς ὅμως ἔσπαζε τὰ δεσμὰ καὶ ἐφέρετο ἀπὸ τὸ δαιμόνιον εἰς τὰς ἐρήμους.
30 Τὸν ἐρώτησε δὲ ὁ Ἰησοῦς, «Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου;» Ἐκεῖνος δὲ εἶπε, «Λεγεών», διότι εἶχαν μπῆ πολλὰ δαιμόνια μέσα του,
31 καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μὴ τὰ διατάξῃ νὰ πᾶνε εἰς τὴν ἄβυσσον.
32 Ὑπῆρχε δὲ ἐκεῖ μία ἀγέλη ἀπὸ χοίρους ποὺ ἔβοσκε εἰς τὸ βουνό. Καὶ τὸν παρεκάλεσαν νὰ τοὺς ἐπιτρέψῃ νὰ μποῦν εἰς ἐκείνους. Καὶ τοὺς τὸ ἐπέτρεψε.
33 Ἐβγῆκαν τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ἐμπῆκαν εἰς τοὺς χοίρους καὶ ὥρμησε ἡ ἀγέλη πρὸς τὸν κρημνὸν καὶ ἔπεσε εἰς τὴν λίμνην καὶ ἐπνίγηκε.
34 Ὅταν οἱ βοσκοὶ εἶδαν τί συνέβη, ἔφυγαν καὶ τὸ ἀνήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τὴν ὕπαιθρον.
35 Ἐβγῆκαν δὲ μερικοί νὰ ἰδοῦν τὸ γεγονὸς καὶ ἦλθαν εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὑρῆκαν τὸν ἄνθρωπον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶχαν βγῆ τὰ δαιμόνια, νὰ κάθεται κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ, ντυμένος καὶ σωφρονισμένος, καὶ ἐφοβήθηκαν.
36 Αὐτόπται μάρτυρες ἐπίσης τοὺς εἶπαν πῶς ἐθεραπεύθηκε ὁ δαιμονισμένος.
37 Τότε ὅλος ὁ πληθυσμὸς τῆς περιοχῆς τῶν Γαδαρηνῶν τὸν παρεκάλεσε νὰ φύγῃ ἀπ’ αὐτούς, διότι κατείχοντο ἀπὸ φόβον μεγάλον. Αὐτὸς τότε ἐμπῆκε εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἐπέστρεψε.
38 Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν ὁποῖον εἶχαν βγῆ τὰ δαιμόνια, παρεκάλεσε νὰ μείνῃ μαζί του, ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε νὰ φύγῃ μὲ τὰ ἑξῆς λόγια,
39 «Γύρισε εἰς τὸ σπίτι σου καὶ διηγοῦ ὅσα σοῦ ἔκαμε ὁ Θεός». Καὶ ἔφυγε καὶ ἔλεγε εἰς ὅλην τὴν πόλιν ὅσα τοῦ ἔκαμε ὁ Ἰησοῦς.

Ἡ ἀνάστασις τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου και ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης

40 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐπέστρεψεν, τὸν ὑποδέχθηκε πολὺς κόσμος διότι ὅλοι υὸν ἐπερίμεναν.
41 Ἦλθε τότε κάποιος, ὀνομαζόμενος Ἰάειρος, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀρχισυνάγωγος, καὶ ἔπεσε εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἔλθῃ εἰς τὸ σπίτι του,
42 διότι εἶχε μιὰ μοναχοκόρη, ἡλικίας περίπου δώδεκα ἐτῶν, ποὺ ἦτο ἑτοιμοθάνατη. Ἐνῷ δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐπήγαινε, ὁ κόσμος τὸν συνέθλιβε.
43 Κάποια γυναῖκα, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ αἱμορραγίαν δώδεκα χρόνια καὶ εἶχε ἐξοδέψει ὅλην τὴν περιουσίαν της σὲ γιατροὺς καὶ δὲν μπόρεσε νὰ θεραπευθῇ ἀπὸ κανένα, ἦλθε κοντά του ἀπὸ πίσω,
44 ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του καὶ ἀμέσως ἐσταμάτησε ἡ αἱμορραγία της.
45 Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπε, «Ποιὸς μὲ ἄγγιξε;». Ἐπειδὴ δὲ ὅλοι τὸ ἠρνοῦντο, εἶπε ὁ Πέτρος καὶ ὅσοι ἦσαν μαζί του: «Διδάσκαλε, ὁ κόσμος σὲ ἔχει περικυκλωμένον καὶ σὲ συνθλίβει καὶ σὺ λές, «Ποιὸς μὲ ἄγγιξε;».
46 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶπε, «Κάποιος μὲ ἄγγιξε, διότι αἰσθάνθηκα ὅτι ἐβγῆκε δύναμις ἀπὸ ἐμένα».


47 Ὅταν εἶδε ἡ γυναῖκα ὄτι δὲν διέφυγε τὴν προσοχήν, ἦλθε μὲ τρόμον, ἔπεσε στὰ πόδια του, καὶ τοῦ εἶπε μπροστὰ σ’ ὅλον τὸν κόσμο τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν τὸν ἄγγιξε καὶ πῶς ἀμέσως ἐθεραπεύθηκε.
48 Αὐτὸς δὲ τῆς εἶπε, «Ἔχε θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε, πήγαινε εἰς εἰρήνην».
49 Ἐνῷ ἀκόμη μιλοῦσε, ἔρχεται κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ τοῦ λέγει, «Ἡ θυγατέρα σου πέθανε, μὴν ἐνοχλῇς πλέον τὸν διδάσκαλον».
50 Ὁ δὲ Ἰησοῦς, ὅταν τὸ ἄκουσε, τοῦ εἶπε, «Μὴ φοβᾶσαι· μόνον πίστευε καὶ θὰ γίνῃ καλά».

Εικ. από εδώ
 
51 Ὅταν ἔφθασε εἰς τὸ σπίτι, δὲν ἐπέτρεψε σὲ κανένα νὰ μπῇ μαζί του, παρὰ εἰς τὸν Πέτρον, τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ εἰς τὸν πατέρα τοῦ κοριτσιοῦ καὶ εἰς τὴν μητέρα.
52 Ἔκλαιγαν δὲ ὅλοι καὶ τὴν θρηνολογοῦσαν. Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Μὴν κλαῖτε· δὲν ἐπέθανε ἀλλὰ κοιμᾶται».
53 Καὶ τὸν εἰρωνεύοντο, διότι ἤξεραν ὅτι εἶχε πεθάνει.
54 Ἀλλ’ αὐτὸς ἀφοῦ ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔπιασε τὸ χέρι της καὶ ἐφώναξε, «Κορίτσι, σήκω ἐπάνω».
55 Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα της, ἐσηκώθηκε ἀμέσως, καὶ ὁ Ἰησοῦς διέταξε νὰ τῆς δώσουν νὰ φάγῃ. 
56 Οἱ γονεῖς της ἐξεπλάγησαν, αὐτὸς δὲ τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ ποῦν σὲ κανένα τί συνέβη.

Η αιμορροούσα του Ευαγγελίου, όπως γνωρίζουμε από την Εκκλησιαστική Ιστορία, είναι η αγία Βερονίκη, η οποία συνδέεται με την παράδοση για το Ιερό Μανδήλιο και, στη συνέχεια, ύψωσε έναν ανδριάντα του Χριστού στην πατρίδα της, την Πανεάδα. Για το θέμα δείτε εδώ & εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: