e-theologia
του Ανδρέα Αργυρόπουλου
Κάνοντας ένα τελικό σχόλιο στην ομιλία τού π. Ί. Μάγιεντορφ, μέ θέμα: «Ο Χριστός σωτήρας σήμερα», πού έγινε στίς 15 Νοεμβρίου 1984 στόν 'I. Ναό 'Αγ. Νικολάου Χαλανδρίου, ο άείμνηστος καθηγητής Νικόλαος Νησιώτης είχε άναφέρει τό έξης περιστατικό: «Ήμουνα εξω άπό τό Σάν Φραντσίσκο μέ τόν π. Μύλλερ, τόν πολύ γνωστό καθολικό θεολόγο, μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο πού οδηγούσε ένας άλλος καθολικός ιερέας. Πηγαίναμε σ’ ένα συνέδριο καί πέρασε δίπλα μας ένα φορτηγό γεμάτο νέους. "Ενας άπό αυτούς είδε τούς κληρικούς, καθώς τά αυτοκίνητα σταμάτησαν δίπλα - δίπλα στόν κόκκινο σηματοδότη. Φώναξε άπό τό φορτηγό: «Πάτερ, σού δίνω ενα μήλο- έσύ τί εχεις νά μού δώσεις...;» Βρεθήκαμε σέ άμηχανία. Ήταν τραγικές στιγμές. "Ολος ο άγώνας μας σκέπτομαι ότι είναι πώς έμείς οι Χριστιανοί θά μπορέσουμε νά ζήσουμε άληθινά τό Χριστό ώς Σωτήρα καί νά τόν προσφέρουμε ώς Σωτήρα στό σημερινό κόσμο, πού, έστω καί ζαλισμένος σάν κι αύτά τά παιδιά, πάντως μάς Τόν ζητάει»1.
Είναι παραπάνω άπό βέβαιο πώς οι άναζητήσεις, οι πόνοι, οι άγωνίες κάθε γενιάς είναι πηγαίες, καί γι’ αύτό τό λόγο κι άληθινές. 'Η δίψα γιά Ζωή είναι ή άφετηρία όλων τών έπαναστατημένων νεανικών ομάδων. Ποιά είναι όμως ή στάση μας ώς ’Ορθοδόξων έναντι τους; Μήπως φοβόμαστε νά τίς προσεγγίσουμε, μέ άποτέλεσμα νά τίς παρατηρούμε άπό μακρυά άμήχανοι στήν καλύτερη περίπτωση, καί στή χειρότερη νά τίς άπορρίπτουμε μέ ύφος έπαγγελματία ιεροεξεταστή;
Τό παρόν κείμενο, άκολουθώντας μιά άλλη κατεύθυνση, σκοπό έχει τήν προσέγγιση άπό ορθόδοξη πλευρά ένός άπό τά πλέον άκραΐα κινήματα πού έμφανίστηκαν τήν τελευταία δεκαετία, τού κινήματος τών Punks, πού μάς πρότεινε σάν «μήλο» τήν κραυγή του έναντίον τής «κοινωνίας τού θανάτου», στήν οποία ζούμε. Τώρα όμως, έμεις έχουμε σειρά νά προτείνουμε καί νά προσφέρουμε τό δικό μας «μήλο». Δέ χωράει άντίρρηση ότι ή έκκλησία έχει νά δώσει πάρα πολλά, άρκεΐ νά καταλάβουμε, όπως λέει ο Γάλλος ορθόδοξος διανοητής, ’Ολιβιέ Κλεμάν, ότι «ή Εκκλησία δέν είναι λέσχη γιά οργανωμένα μεταθανάτια ταξίδια πρώτης θέσεως. 'Η έκκλησία ύπάρχει ώς δύναμη ζωής γιά τη σωτηρία τού κόσμου»2.
Έτσι λοιπόν θά προσπαθήσουμε νά πλησιάσουμε, χωρίς νά είναι καί τόσο εύκολο, τήν ομάδα τών έπαναστατημένων αυτών νέων, διότι «τό μέλλον τοϋ Χριστιανισμού βρίσκεται ίσως μέ τό μέρος τών έπαναστατημένων έφηβων, φθάνει νά μπορούσαμε νά τούς δείξουμε μέσα στη χαρά της γιορτής καί της άγιότητας... την άνάσταση της καθολικής ζωης, τό μεγάλο παιχνίδι της έλευθερίας»3.
Πρίν προχωρήσουμε σέ ό,τιδήποτε άλλο, είναι άναγκαία μιά άναφορά στην ιστορική παρουσία τού ύπό έξέταση κινήματος, ή οποία καί θά μας βοηθήσει νά άντιληφθούμε τίς άφετηρίες αυτης της έκρηξης, τη σύντομη ζωή της καί τήν κατάληξη πού είχε.
Πρέπει άκόμα νά ξεκαθαρίσουμε ότι οι δυσκολίες πού ύπάρχουν γιά νά έξετάσουμε το κίνημα αυτό, είναι κυρίως δύο: α) πρόκειται γιά κίνημα όχι ιδεολογικά συγκροτημένο, καί β) λόγω τού έξεγερσιακού του χαρακτήρα, φυσικό ήταν μετά τήν άρχική έκρηξη νά δημιουργηθεΐ μιά ιδεολογική σύγχυση στό χώρο αυτό μέχρι τού σημείου νά έμφανιστούν άναρχοφασιστικές τάσεις.
"Οπως γίνεται αντιληπτό, ή έξέταση όλων τών μετέπειτα έκφράσεων αυτού τού κινήματος είναι άδύνατη, λόγω άντικειμενικών δυσκολιών. ’Εμείς θά βασιστούμε στούς κύριους έκφραστές του καί θ’ άποπειραθούμε νά πλησιάσουμε τόν προβληματισμό του όπως παρουσιάστηκε τότε πού τό Punk δέν ήταν μόδα, άλλά κραυγή μουσική, πολιτική, κοινωνική, προσωπική, κραυγή ζωης. Θά μπορούσαμε νά πούμε πώς συνοψιζόταν στό σύνθημα εκείνο του Γαλλικού Μάη: «’Αρνούμαστε έναν κόσμο όπου ή βεβαιότητα ότι δε θά πεθάνουμε άπό την πείνα, άνταλλάσσεται με τόν κίνδυνο νά σβήσουμε άπό άνία».
Άνοίγοντας τό βιβλίο: «Τό βιβλίο Punk», βλέπουμε πώς άνάμεσα στ’ άλλα ή σημασία της λέξεως Punk στην έλληνική γλώσσα είναι: 1) κάποιος η κάτι χωρίς άξία, 2) άνοησία, βλακεία, 3) νεαρός κακοποιός, άνήλικος έγκληματίας, κ.λ.π. 4
Τη λέξη αυτή διάλεξαν οι ίδιοι, γιατί αυτή, σέ συνδυασμό μέ τήν ακαλαίσθητη, σύμφωνα μέ τίς άντικειμενικές συνθήκες, έξωτερική τους έμφάνιση, δημιουργούσε μιά άσχημη εικόνα στόν «έξω κόσμο», πού τούς έκανε άντιπαθητικούς. "Ομως στήν πραγματικότητα ή μουσική τους κι ή έμφάνισή τους δέν ήταν άσχημη από μόνη της, αλλά ήταν ο ανηκατοπτρισμός τής κοινωνίας πού ζούσαν.
Οι Punks άρχισαν νά κυκλοφορούν στούς δρόμους τού Λονδίνου καί τών βρεττανικών μεγαλουπόλεων γύρω στά 1976 μέ πρωτοπόρους στό είδος τής μουσικής αυτής, τούς «Sex Pistols». Δέν περνάνε λίγοι μήνες κι έμφανίζονται έκατοντάδες νέα συγκροτήματα. 'Ο άστικός κόσμος τής ’Αγγλίας άναστατώνεται. Τό άποκορύφωμα ήταν ή κυκλοφορία τού τραγουδιού «God save the Queen» άνήμερα τού έορτασμού τού ’Ιωβηλαίου. Τό τραγούδι αυτό ύπήρξε ο ύμνος τών Punks κι ήταν ύβριστικό γιά τη βασίλισσα. ’Εν τώ μεταξύ έμφανίζονται Punks σέ δλες τίς «άνεπτυγμένες» καί «πολιτισμένες» χώρες σέ ’Ανατολή καί Δύση. Στην ’Αμερική λιγότερο πολιτικοποιημένοι καί στήν Ευρώπη (Δυτική καί κυρίως ’Ανατολική) υπερβολικά. Στή Μ. Βρεττανία απαγορεύονται οι συναυλίες κι οι συγκεντρώσεις τους, ένώ στήν Ουγγαρία καί τήν ’Ανατολική Γερμανία έκτος άπό τά προηγούμενα γίνονται μαζικές συλλήψεις μέ μόνο κριτήριο τήν έξωτερική τους έμφάνιση. Τό Punk δέν είναι μόνο μουσική, είναι μιά γροθιά στό κατεστημένο, πολιτικό, κοινωνικό, θρησκευτικό καί καλλιτεχνικό. Οι Punks, μέ κύριους έκφραστές του, τούς «Sex Pistols», όπως προαναφέραμε, ήθελαν «νά έξοργίσουν τό κοινό δείχνοντάς του τήν άηδία πού αισθάνονται γιά τήν ψευτοζωή», ένώ παράλληλα ήθελαν «νά προσφέρουν μιά έναλλακτική λύση στήν άπάθεια», όπως ελεγε ο άρχηγός τους, J. Rotten 5. Δέν άντεχαν νά βλέπουν τούς νέους πού άφηναν τήν κουλτούρα τών ναρκωτικών νά τούς καταπιεί, δέν άντεχαν νά βλέπουν κοινωνίες ολόκληρες νά βιώνουν τό θάνατο. Τό «London's burning» τών «Clash» τά λέει όλα:
«...Τό Λονδίνο καίγεται, άπό βαριεστημάρα,
τό Λονδίνο καίγεται, κάλεσε τό 999...
Μαύρε ή άσπρε... άντίκρυσε τή νέα θρησκεία,
όλοι πνίγονται σέ μιά θάλασσα τηλεόρασης...»
Περνώντας τά χρόνια, τό Punk άρχισε νά έμφανίζει σημεία παρακμής. Έγινε μόδα , ξέχασε τά άρχικά μηνύματά του, οι Punks ένσωματώθηκαν στό κατεστημένο έκτος έλαχίστων έξαιρέσεων, κι άπό τό στόμα τοϋ παλαιού άρχηγοϋ των «Sex Pistols» θ’ άκουστεϊ τό θλιβερό: «Είμαστε όλοι οριστικά πουλημένοι», μόλις τρία χρόνια μετά την πρώτη έμφάνισή του. Σέ μιά συνέντευξη ένός άνατολικογερμανοϋ Punk, πού δημοσιεύτηκε σ’ έλληνική μετάφραση πρίν λίγα χρόνια, κι άποτελεΐ προσωπική μαρτυρία άκρως ένδιαφέρουσα, μεταξύ τών αλλων, άναφέρονται καί τά έξής: « ...Ήθελα νά ξεφύγω άπό τήν ομοιόμορφη μάζα, νά ξεχωρίσω λιγάκι. Αύτά ήταν τά πρώτα μου κίνητρα. Μετά ήρθε τό σπίτι τών γονιών μου. 'Ο μικροαστισμός τους μου εφερνε άηδία. Μ’ ένοχλεί όλο αύτό τό θέατρο, αύτό τό προσωπείο, πού κανείς δέν κάνει αύτό πού θέλει.Έγώ προσπάθησα άπλά νά σπάσω τά όρια .Τέλειωσα τό βασικό σχολείο καί μετά αρχισα τήν έπαγγελματική μου έκπαίδευση. Τότε κατάλαβα πώς όλες αύτές οι άνοησίες μου κάθονταν στό στομάχι. Αύτή ή διαπαιδαγώγηση πού σέ κάνει μηχανή: νά σηκωθείς τό πρωί, νά δουλέψεις, νά ερθεις στό σπίτι τό άπόγευμα, αν μπορείς νά ξεσπάσεις στή γυναίκα σου, νά πιεις τη μπύρα, νά δεις τηλεόραση καί μετά νά πας γιά ϋπνο. "Ολα αύτά μοϋ φέρνουν άηδία...
Μερικοί νομίζουν ότι έπειδή αύτό τό κράτος δέ μ’ άρέσει, θέλω νά πάω στή Δύση. ’Αλλά νομίζω πώς κι έκεΐ τά ίδια γίνονται. 'Υπάρχει κι έκεΐ ένα κράτος πάντα, μιά έξουσία πού θέλει νά διατηρηθεί, καί παλεύει γι’ αύτό με δλες τίς δυνάμεις της. "Ομως έγώ ήθελα νά βγώ έξω άπό όλα αύτά. Δέν ήθελα νά ένσωματωθώ. "Ηθελα άπλά νά είμαι τό άλλο μου έγώ...
Κι όλη ή κρατική παρέμβαση στη ζωή της νεολαίας «μού τη δίνει». Τίποτα δέν ύπάρχει. Είναι τόσο πληκτικά! Κι όταν σκέπτομαι τίς ντισκοτέκ μας! 'Ο κόσμος πηγαίνει έκεί μέ μιά σκέψη: νά μεθύσει καί νά κάνει καμάκι. Καί νάχεις καί πολλά λεφτά ν’ άγοράζεις! ’Αηδία! ’Εγώ ήθελα νά κάνω κάτι άλλο...»6 "Ανετα θά μπορούσαμε νά πούμε πώς τό άπόσπασμα αύτης της συνέντευξης είναι περιεκτικότατο ως πρός δύο πράγματα: α) στό πρώτο μέρος του παρουσιάζεται άνάγλυφα όλος ο προβληματισμός, ολόκληρο τό σκεπτικό τών Punks, καί β) στό τέλος τού άποσπάσματος έκφράζεται καθαρά πλέον ή έπιθυμία γιά κάτι τό «καινό». 'Ο νεαρός αύτός, κλασσική περίπτωση συνειδητοποιημένου Punk, άρνείται κάθε τι τό ψεύτικο κι άλλοτριωτικό, τήν κρατική έξουσία, τήν καθοδηγούμενη ψυχαγωγία της νεολαίας, τίς έμπορευματοποιημένες έρωτικές σχέσεις, τή συμβατική οικογενειακή ζωή, τήν τεχνοκρατική παιδεία. Τήν ίδια άκριβώς προβληματική συναντάμε καί στούς Punks άλλων χωρών καί κυρίως της Μ. Βρεττανίας. Μιά χώρα μέ άλλο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, όπου στή «γελοιογραφική άλλοίωση της άρχικης εικόνας τού Θεού»7 πού δίνεται, Τόν βρίσκουμε ταυτισμένο με τη βασίλισσα.Ή βασίλισσα, μιά δμορφη βιτρίνα μιας κοινωνίας θανάτου ουσιαστικά, πού έξωτερικά «δουλεύει ρολόι», κάνει τούς Punks νά ζητάνε την άναρχία ένάντια στην άναρχούμενη άστική κοινωνία. Στρέφονται ένάντια στό «Θεό» τόν ταυτισμένο μέ τη βασίλισσα καί τό φασιστικό καθεστώς. Οι «Sex Pistols» θά τραγουδήσουν:
«...είμαι άντίχριστος, είμαι άναρχικός... θέλω νά καταστρέφω όσους περνάνε δίπλα μου..., καί τό όνειρό σας μιά σκηνή σ’ ένα σουπερμάρκετ...».
Όχι, τό σουπερμάρκετ κι όσα συμβολίζονται μέ αυτή τη λέξη δέν είναι άρκετά γιά τίποτα περισσότερο άπό σύμβολα της άνίας.
«'Η συνηθισμένη ζωή είναι τόσο βαρετή, πού της ξεφεύγω όσο πιό πολύ μπορώ»8. 'Η άνία, πού είναι κάτι πού συναντάμε σέ όλες τίς γενιές τών καταναλωτικών κοινωνιών, υπήρξε τό «κόκκινο πανί» γιά όλους τούς άμφισβητίες καί τούς έπαναστατημένους νέους τών τελευταίων δεκαετιών. «'Η άνία έξαπλώνεται, ή άνία είναι άντιεπαναστατική», έγραφαν οι τοίχοι τού Παρισιού στά 1968. Καί τό έρώτημα είναι: «πώς νά μη νοιώσει βαρετά ο νέος όταν ή παιδεία δέν τού προσφέρει τίποτε άλλο άπό τό όνειρο μιάς θέσης κάπου στήν κρατική μηχανή»; «...Ποτέ δεν άφησα κάποιον νά μου πει πώς δεν άξιζα τίποτα. Οι δάσκαλοι μας τό ελεγαν αύτό. 'Η καλύτερη καί πιό εύϋπόληπτη δουλειά γι’ αύτούς ήταν ύπάλληλος τραπέζης. Πάντοτε ύπάλληλος τραπέζης. Κι έγώ σηκώθηκα καί τούς είπα: «... δέ γουστάρω νά γίνω κάτι τέτοιο». Κι έπειτα άρχιζα νά βρίζω τούς δασκάλους γιατί δέ μπορούσα ν’ άνεχτώ τίς προσβολές τους. Αύτό πού κάνανε σέ μένα καί στά ύπόλοιπα παιδιά ήταν έγκληματικό. Μά δέ φταίγανε αύτοί. 'Υπήρχε πάντα κάποιος παραπάνω άπ’ αύτούς, πού τούς εκανε νά φέρονται ετσι...»9
Πώς νά σέ συγκινήσει όταν είσαι νέος, μιά «εύκαιρία γιά καριέρα άπ’ αύτές πού δέν τίς κλωτσάς ποτέ; Κάθε δουλειά πού σού προσφέρουν είναι γιά νά σέ κρατάνε χαμηλά. Μοϋ προσφέρανε μιά θέση σέ γραφείο, μοϋ προσφέρανε δουλειά σ’ ενα κατάστημα. Είπαν ότι καλύτερα νά πάρω ό,τι μοϋ δίνανε...»10 Στόν πρώτο δίσκο τους οι «Clash» τραγουδούσαν:
«Θέλεις νά φτιάχνεις τσάι γιά τό BBC; Θές στ’ άλήθεια νά γίνεις μπάτσος;...».
Οι Punks θ’ άρνηθούν κάθε μορφή μηχανοποίησης της ζωής, κι η έργασία, όταν δέν είναι δημιουργία, είναι σίγουρο ότι κινείται πρός αύτήν την κατεύθυνση. ’Απευθυνόμενοι στούς έργαζομένους πού είναι θύματα της «έπιβίωσης», τραγουδούσαν:
«Φάε την καρδιά σου σ’ ενα πιάτο πλαστικό άν δέν κάνεις ό,τι θές νά σβήσεις.
Εγώ δέ δουλεύω άπό τίς πέντε ως τίς έννέα γιά νά τη βρίσκω πού είμαι ζωντανός».
Αν ρίξουμε μιά προσεκτική ματιά στίς παιδικές έμπειρίες τών Punks, θά φανεί ξεκάθαρα πώς ή έκρηξη αυτών τών νέων δέν ήταν κάτι έπιφανειακό, άλλά κάτι πού κόχλαζε γιά χρόνια καί φυσικό ήταν κάποτε νά φθάσει σέ μιά τόσο αγρια έκφραση. Τραυματικές έμπειρίες άπό την οικογένεια, τό σχολείο, καί κοντά σέ αυτά ή οικονομική πολλές φορές έξαθλίωση. Οι παρακάτω άναφορές είναι πειστικές: «...Τό παρελθόν δέ μού φέρνει καμμιά ευχάριστη άνάμνηση... Τό σπίτι μου έμοιαζε μέ τετράγωνο κουτί... Πήγαινα σ’ ένα καθολικό σχολείο, πού ήταν άκόμα χειρότερο άπό τά αλλα... "Ημασταν πεντακόσια άτομα σέ μιά τάξη, καί μιά δασκάλα πού δέ μπορούσε νά μας έπιβληθεΐ...»11 «...Τό πιό χαρακτηριστικό πράγμα άπό τήν παιδική μου ήλικία ήταν τό μίσος μου γιά τούς δασκάλους... Δέ σού δίνουν τίποτα. Μονάχα παίρνουν άπό σένα συνέχεια. Θά σού παίρνανε καί τήν ψυχή άμα τούς δινότανε ή ευκαιρία. Μά δέν πήραν τη δίκιά μου...»12 «..."Οταν ήμουν παιδί δέν είχαμε πού νά πάμε γιά νά παίξουμε. 'Ο καλύτερος τρόπος γιά νά διασκεδάσουμε τότε ήταν νά πετάμε τούβλα σέ περαστικά αυτοκίνητα. Ήταν τό άγαπημένο μας παιχνίδι. Τό μόνο παιχνίδι πού μπορείς νά παίξεις σέ διαμερίσματα...»13
Η έκρηξη λοιπόν είχε τίς ρίζες της. Τά άδιέξοδα βιώνονταν από χρόνια. Κάπου θά οδηγούσαν όλες αυτές οι καταστάσεις. Σέ μιά κοινωνία όπου «δέν ύπάρχει λόγος νά κλαις γιατί κανείς δέ θά σοϋ άπαντήσει..., είσαι μονάχος σου...» 14 καί πρέπει κάτι νά κάνεις οπωσδήποτε. Οι Punks είναι ύπερήφανοι πού άντιδρούν, άσχετα αν κι οι ίδιοι έχουν ξεκαθαρίσει ότι δέν έχουν νά προτείνουν κάτι ολοκληρωμένο. Είναι τίμιοι μέ τόν έαυτό τους καί μέ τούς άλλους. Οι «Sex Pistols» τραγούδαγαν: «...Είμαστε όμορφοι καί άδειοι, τόσο όμορφοι κι άδειοι, καί δέ μας νοιάζει...» Αδιαφορούν γιά τόν κοινωνικό περίγυρο καί τίς άπόψεις του γι’ αυτούς καί κτυπούν ό,τι είναι κατεστημένο. Θά φθάσουν νά έχουν ιδέες πού ίσως θά σοκάρουν τους πάντες. Έτσι γιά παράδειγμα, τό τραγούδι των «Sex Pistols», «Bodies», θά στραφεί έναντίον της κυριαρχούσας κοινωνικής άντιλήψεως των άγγλων άστών γιά τη διακοπή κυήσεως. Τό τραγούδι μέσα στά άλλα λέει:
του Ανδρέα Αργυρόπουλου
(Τό
κείμενο αυτό γράφτηκε τα πρώτα μεταφοιτητικά χρόνια και , δημοσιεύθηκε
στό περιοδικό «Έξοδος στην κοινωνία καί τή ζωή» 2/6 (1989), σ. 31 - 36
).
Κάνοντας ένα τελικό σχόλιο στην ομιλία τού π. Ί. Μάγιεντορφ, μέ θέμα: «Ο Χριστός σωτήρας σήμερα», πού έγινε στίς 15 Νοεμβρίου 1984 στόν 'I. Ναό 'Αγ. Νικολάου Χαλανδρίου, ο άείμνηστος καθηγητής Νικόλαος Νησιώτης είχε άναφέρει τό έξης περιστατικό: «Ήμουνα εξω άπό τό Σάν Φραντσίσκο μέ τόν π. Μύλλερ, τόν πολύ γνωστό καθολικό θεολόγο, μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο πού οδηγούσε ένας άλλος καθολικός ιερέας. Πηγαίναμε σ’ ένα συνέδριο καί πέρασε δίπλα μας ένα φορτηγό γεμάτο νέους. "Ενας άπό αυτούς είδε τούς κληρικούς, καθώς τά αυτοκίνητα σταμάτησαν δίπλα - δίπλα στόν κόκκινο σηματοδότη. Φώναξε άπό τό φορτηγό: «Πάτερ, σού δίνω ενα μήλο- έσύ τί εχεις νά μού δώσεις...;» Βρεθήκαμε σέ άμηχανία. Ήταν τραγικές στιγμές. "Ολος ο άγώνας μας σκέπτομαι ότι είναι πώς έμείς οι Χριστιανοί θά μπορέσουμε νά ζήσουμε άληθινά τό Χριστό ώς Σωτήρα καί νά τόν προσφέρουμε ώς Σωτήρα στό σημερινό κόσμο, πού, έστω καί ζαλισμένος σάν κι αύτά τά παιδιά, πάντως μάς Τόν ζητάει»1.
Είναι παραπάνω άπό βέβαιο πώς οι άναζητήσεις, οι πόνοι, οι άγωνίες κάθε γενιάς είναι πηγαίες, καί γι’ αύτό τό λόγο κι άληθινές. 'Η δίψα γιά Ζωή είναι ή άφετηρία όλων τών έπαναστατημένων νεανικών ομάδων. Ποιά είναι όμως ή στάση μας ώς ’Ορθοδόξων έναντι τους; Μήπως φοβόμαστε νά τίς προσεγγίσουμε, μέ άποτέλεσμα νά τίς παρατηρούμε άπό μακρυά άμήχανοι στήν καλύτερη περίπτωση, καί στή χειρότερη νά τίς άπορρίπτουμε μέ ύφος έπαγγελματία ιεροεξεταστή;
Τό παρόν κείμενο, άκολουθώντας μιά άλλη κατεύθυνση, σκοπό έχει τήν προσέγγιση άπό ορθόδοξη πλευρά ένός άπό τά πλέον άκραΐα κινήματα πού έμφανίστηκαν τήν τελευταία δεκαετία, τού κινήματος τών Punks, πού μάς πρότεινε σάν «μήλο» τήν κραυγή του έναντίον τής «κοινωνίας τού θανάτου», στήν οποία ζούμε. Τώρα όμως, έμεις έχουμε σειρά νά προτείνουμε καί νά προσφέρουμε τό δικό μας «μήλο». Δέ χωράει άντίρρηση ότι ή έκκλησία έχει νά δώσει πάρα πολλά, άρκεΐ νά καταλάβουμε, όπως λέει ο Γάλλος ορθόδοξος διανοητής, ’Ολιβιέ Κλεμάν, ότι «ή Εκκλησία δέν είναι λέσχη γιά οργανωμένα μεταθανάτια ταξίδια πρώτης θέσεως. 'Η έκκλησία ύπάρχει ώς δύναμη ζωής γιά τη σωτηρία τού κόσμου»2.
Έτσι λοιπόν θά προσπαθήσουμε νά πλησιάσουμε, χωρίς νά είναι καί τόσο εύκολο, τήν ομάδα τών έπαναστατημένων αυτών νέων, διότι «τό μέλλον τοϋ Χριστιανισμού βρίσκεται ίσως μέ τό μέρος τών έπαναστατημένων έφηβων, φθάνει νά μπορούσαμε νά τούς δείξουμε μέσα στη χαρά της γιορτής καί της άγιότητας... την άνάσταση της καθολικής ζωης, τό μεγάλο παιχνίδι της έλευθερίας»3.
Πρίν προχωρήσουμε σέ ό,τιδήποτε άλλο, είναι άναγκαία μιά άναφορά στην ιστορική παρουσία τού ύπό έξέταση κινήματος, ή οποία καί θά μας βοηθήσει νά άντιληφθούμε τίς άφετηρίες αυτης της έκρηξης, τη σύντομη ζωή της καί τήν κατάληξη πού είχε.
Πρέπει άκόμα νά ξεκαθαρίσουμε ότι οι δυσκολίες πού ύπάρχουν γιά νά έξετάσουμε το κίνημα αυτό, είναι κυρίως δύο: α) πρόκειται γιά κίνημα όχι ιδεολογικά συγκροτημένο, καί β) λόγω τού έξεγερσιακού του χαρακτήρα, φυσικό ήταν μετά τήν άρχική έκρηξη νά δημιουργηθεΐ μιά ιδεολογική σύγχυση στό χώρο αυτό μέχρι τού σημείου νά έμφανιστούν άναρχοφασιστικές τάσεις.
"Οπως γίνεται αντιληπτό, ή έξέταση όλων τών μετέπειτα έκφράσεων αυτού τού κινήματος είναι άδύνατη, λόγω άντικειμενικών δυσκολιών. ’Εμείς θά βασιστούμε στούς κύριους έκφραστές του καί θ’ άποπειραθούμε νά πλησιάσουμε τόν προβληματισμό του όπως παρουσιάστηκε τότε πού τό Punk δέν ήταν μόδα, άλλά κραυγή μουσική, πολιτική, κοινωνική, προσωπική, κραυγή ζωης. Θά μπορούσαμε νά πούμε πώς συνοψιζόταν στό σύνθημα εκείνο του Γαλλικού Μάη: «’Αρνούμαστε έναν κόσμο όπου ή βεβαιότητα ότι δε θά πεθάνουμε άπό την πείνα, άνταλλάσσεται με τόν κίνδυνο νά σβήσουμε άπό άνία».
Άνοίγοντας τό βιβλίο: «Τό βιβλίο Punk», βλέπουμε πώς άνάμεσα στ’ άλλα ή σημασία της λέξεως Punk στην έλληνική γλώσσα είναι: 1) κάποιος η κάτι χωρίς άξία, 2) άνοησία, βλακεία, 3) νεαρός κακοποιός, άνήλικος έγκληματίας, κ.λ.π. 4
Τη λέξη αυτή διάλεξαν οι ίδιοι, γιατί αυτή, σέ συνδυασμό μέ τήν ακαλαίσθητη, σύμφωνα μέ τίς άντικειμενικές συνθήκες, έξωτερική τους έμφάνιση, δημιουργούσε μιά άσχημη εικόνα στόν «έξω κόσμο», πού τούς έκανε άντιπαθητικούς. "Ομως στήν πραγματικότητα ή μουσική τους κι ή έμφάνισή τους δέν ήταν άσχημη από μόνη της, αλλά ήταν ο ανηκατοπτρισμός τής κοινωνίας πού ζούσαν.
Οι Punks άρχισαν νά κυκλοφορούν στούς δρόμους τού Λονδίνου καί τών βρεττανικών μεγαλουπόλεων γύρω στά 1976 μέ πρωτοπόρους στό είδος τής μουσικής αυτής, τούς «Sex Pistols». Δέν περνάνε λίγοι μήνες κι έμφανίζονται έκατοντάδες νέα συγκροτήματα. 'Ο άστικός κόσμος τής ’Αγγλίας άναστατώνεται. Τό άποκορύφωμα ήταν ή κυκλοφορία τού τραγουδιού «God save the Queen» άνήμερα τού έορτασμού τού ’Ιωβηλαίου. Τό τραγούδι αυτό ύπήρξε ο ύμνος τών Punks κι ήταν ύβριστικό γιά τη βασίλισσα. ’Εν τώ μεταξύ έμφανίζονται Punks σέ δλες τίς «άνεπτυγμένες» καί «πολιτισμένες» χώρες σέ ’Ανατολή καί Δύση. Στην ’Αμερική λιγότερο πολιτικοποιημένοι καί στήν Ευρώπη (Δυτική καί κυρίως ’Ανατολική) υπερβολικά. Στή Μ. Βρεττανία απαγορεύονται οι συναυλίες κι οι συγκεντρώσεις τους, ένώ στήν Ουγγαρία καί τήν ’Ανατολική Γερμανία έκτος άπό τά προηγούμενα γίνονται μαζικές συλλήψεις μέ μόνο κριτήριο τήν έξωτερική τους έμφάνιση. Τό Punk δέν είναι μόνο μουσική, είναι μιά γροθιά στό κατεστημένο, πολιτικό, κοινωνικό, θρησκευτικό καί καλλιτεχνικό. Οι Punks, μέ κύριους έκφραστές του, τούς «Sex Pistols», όπως προαναφέραμε, ήθελαν «νά έξοργίσουν τό κοινό δείχνοντάς του τήν άηδία πού αισθάνονται γιά τήν ψευτοζωή», ένώ παράλληλα ήθελαν «νά προσφέρουν μιά έναλλακτική λύση στήν άπάθεια», όπως ελεγε ο άρχηγός τους, J. Rotten 5. Δέν άντεχαν νά βλέπουν τούς νέους πού άφηναν τήν κουλτούρα τών ναρκωτικών νά τούς καταπιεί, δέν άντεχαν νά βλέπουν κοινωνίες ολόκληρες νά βιώνουν τό θάνατο. Τό «London's burning» τών «Clash» τά λέει όλα:
«...Τό Λονδίνο καίγεται, άπό βαριεστημάρα,
τό Λονδίνο καίγεται, κάλεσε τό 999...
Μαύρε ή άσπρε... άντίκρυσε τή νέα θρησκεία,
όλοι πνίγονται σέ μιά θάλασσα τηλεόρασης...»
Περνώντας τά χρόνια, τό Punk άρχισε νά έμφανίζει σημεία παρακμής. Έγινε μόδα , ξέχασε τά άρχικά μηνύματά του, οι Punks ένσωματώθηκαν στό κατεστημένο έκτος έλαχίστων έξαιρέσεων, κι άπό τό στόμα τοϋ παλαιού άρχηγοϋ των «Sex Pistols» θ’ άκουστεϊ τό θλιβερό: «Είμαστε όλοι οριστικά πουλημένοι», μόλις τρία χρόνια μετά την πρώτη έμφάνισή του. Σέ μιά συνέντευξη ένός άνατολικογερμανοϋ Punk, πού δημοσιεύτηκε σ’ έλληνική μετάφραση πρίν λίγα χρόνια, κι άποτελεΐ προσωπική μαρτυρία άκρως ένδιαφέρουσα, μεταξύ τών αλλων, άναφέρονται καί τά έξής: « ...Ήθελα νά ξεφύγω άπό τήν ομοιόμορφη μάζα, νά ξεχωρίσω λιγάκι. Αύτά ήταν τά πρώτα μου κίνητρα. Μετά ήρθε τό σπίτι τών γονιών μου. 'Ο μικροαστισμός τους μου εφερνε άηδία. Μ’ ένοχλεί όλο αύτό τό θέατρο, αύτό τό προσωπείο, πού κανείς δέν κάνει αύτό πού θέλει.Έγώ προσπάθησα άπλά νά σπάσω τά όρια .Τέλειωσα τό βασικό σχολείο καί μετά αρχισα τήν έπαγγελματική μου έκπαίδευση. Τότε κατάλαβα πώς όλες αύτές οι άνοησίες μου κάθονταν στό στομάχι. Αύτή ή διαπαιδαγώγηση πού σέ κάνει μηχανή: νά σηκωθείς τό πρωί, νά δουλέψεις, νά ερθεις στό σπίτι τό άπόγευμα, αν μπορείς νά ξεσπάσεις στή γυναίκα σου, νά πιεις τη μπύρα, νά δεις τηλεόραση καί μετά νά πας γιά ϋπνο. "Ολα αύτά μοϋ φέρνουν άηδία...
Μερικοί νομίζουν ότι έπειδή αύτό τό κράτος δέ μ’ άρέσει, θέλω νά πάω στή Δύση. ’Αλλά νομίζω πώς κι έκεΐ τά ίδια γίνονται. 'Υπάρχει κι έκεΐ ένα κράτος πάντα, μιά έξουσία πού θέλει νά διατηρηθεί, καί παλεύει γι’ αύτό με δλες τίς δυνάμεις της. "Ομως έγώ ήθελα νά βγώ έξω άπό όλα αύτά. Δέν ήθελα νά ένσωματωθώ. "Ηθελα άπλά νά είμαι τό άλλο μου έγώ...
Κι όλη ή κρατική παρέμβαση στη ζωή της νεολαίας «μού τη δίνει». Τίποτα δέν ύπάρχει. Είναι τόσο πληκτικά! Κι όταν σκέπτομαι τίς ντισκοτέκ μας! 'Ο κόσμος πηγαίνει έκεί μέ μιά σκέψη: νά μεθύσει καί νά κάνει καμάκι. Καί νάχεις καί πολλά λεφτά ν’ άγοράζεις! ’Αηδία! ’Εγώ ήθελα νά κάνω κάτι άλλο...»6 "Ανετα θά μπορούσαμε νά πούμε πώς τό άπόσπασμα αύτης της συνέντευξης είναι περιεκτικότατο ως πρός δύο πράγματα: α) στό πρώτο μέρος του παρουσιάζεται άνάγλυφα όλος ο προβληματισμός, ολόκληρο τό σκεπτικό τών Punks, καί β) στό τέλος τού άποσπάσματος έκφράζεται καθαρά πλέον ή έπιθυμία γιά κάτι τό «καινό». 'Ο νεαρός αύτός, κλασσική περίπτωση συνειδητοποιημένου Punk, άρνείται κάθε τι τό ψεύτικο κι άλλοτριωτικό, τήν κρατική έξουσία, τήν καθοδηγούμενη ψυχαγωγία της νεολαίας, τίς έμπορευματοποιημένες έρωτικές σχέσεις, τή συμβατική οικογενειακή ζωή, τήν τεχνοκρατική παιδεία. Τήν ίδια άκριβώς προβληματική συναντάμε καί στούς Punks άλλων χωρών καί κυρίως της Μ. Βρεττανίας. Μιά χώρα μέ άλλο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, όπου στή «γελοιογραφική άλλοίωση της άρχικης εικόνας τού Θεού»7 πού δίνεται, Τόν βρίσκουμε ταυτισμένο με τη βασίλισσα.Ή βασίλισσα, μιά δμορφη βιτρίνα μιας κοινωνίας θανάτου ουσιαστικά, πού έξωτερικά «δουλεύει ρολόι», κάνει τούς Punks νά ζητάνε την άναρχία ένάντια στην άναρχούμενη άστική κοινωνία. Στρέφονται ένάντια στό «Θεό» τόν ταυτισμένο μέ τη βασίλισσα καί τό φασιστικό καθεστώς. Οι «Sex Pistols» θά τραγουδήσουν:
«...είμαι άντίχριστος, είμαι άναρχικός... θέλω νά καταστρέφω όσους περνάνε δίπλα μου..., καί τό όνειρό σας μιά σκηνή σ’ ένα σουπερμάρκετ...».
Όχι, τό σουπερμάρκετ κι όσα συμβολίζονται μέ αυτή τη λέξη δέν είναι άρκετά γιά τίποτα περισσότερο άπό σύμβολα της άνίας.
«'Η συνηθισμένη ζωή είναι τόσο βαρετή, πού της ξεφεύγω όσο πιό πολύ μπορώ»8. 'Η άνία, πού είναι κάτι πού συναντάμε σέ όλες τίς γενιές τών καταναλωτικών κοινωνιών, υπήρξε τό «κόκκινο πανί» γιά όλους τούς άμφισβητίες καί τούς έπαναστατημένους νέους τών τελευταίων δεκαετιών. «'Η άνία έξαπλώνεται, ή άνία είναι άντιεπαναστατική», έγραφαν οι τοίχοι τού Παρισιού στά 1968. Καί τό έρώτημα είναι: «πώς νά μη νοιώσει βαρετά ο νέος όταν ή παιδεία δέν τού προσφέρει τίποτε άλλο άπό τό όνειρο μιάς θέσης κάπου στήν κρατική μηχανή»; «...Ποτέ δεν άφησα κάποιον νά μου πει πώς δεν άξιζα τίποτα. Οι δάσκαλοι μας τό ελεγαν αύτό. 'Η καλύτερη καί πιό εύϋπόληπτη δουλειά γι’ αύτούς ήταν ύπάλληλος τραπέζης. Πάντοτε ύπάλληλος τραπέζης. Κι έγώ σηκώθηκα καί τούς είπα: «... δέ γουστάρω νά γίνω κάτι τέτοιο». Κι έπειτα άρχιζα νά βρίζω τούς δασκάλους γιατί δέ μπορούσα ν’ άνεχτώ τίς προσβολές τους. Αύτό πού κάνανε σέ μένα καί στά ύπόλοιπα παιδιά ήταν έγκληματικό. Μά δέ φταίγανε αύτοί. 'Υπήρχε πάντα κάποιος παραπάνω άπ’ αύτούς, πού τούς εκανε νά φέρονται ετσι...»9
Πώς νά σέ συγκινήσει όταν είσαι νέος, μιά «εύκαιρία γιά καριέρα άπ’ αύτές πού δέν τίς κλωτσάς ποτέ; Κάθε δουλειά πού σού προσφέρουν είναι γιά νά σέ κρατάνε χαμηλά. Μοϋ προσφέρανε μιά θέση σέ γραφείο, μοϋ προσφέρανε δουλειά σ’ ενα κατάστημα. Είπαν ότι καλύτερα νά πάρω ό,τι μοϋ δίνανε...»10 Στόν πρώτο δίσκο τους οι «Clash» τραγουδούσαν:
«Θέλεις νά φτιάχνεις τσάι γιά τό BBC; Θές στ’ άλήθεια νά γίνεις μπάτσος;...».
Οι Punks θ’ άρνηθούν κάθε μορφή μηχανοποίησης της ζωής, κι η έργασία, όταν δέν είναι δημιουργία, είναι σίγουρο ότι κινείται πρός αύτήν την κατεύθυνση. ’Απευθυνόμενοι στούς έργαζομένους πού είναι θύματα της «έπιβίωσης», τραγουδούσαν:
«Φάε την καρδιά σου σ’ ενα πιάτο πλαστικό άν δέν κάνεις ό,τι θές νά σβήσεις.
Εγώ δέ δουλεύω άπό τίς πέντε ως τίς έννέα γιά νά τη βρίσκω πού είμαι ζωντανός».
Αν ρίξουμε μιά προσεκτική ματιά στίς παιδικές έμπειρίες τών Punks, θά φανεί ξεκάθαρα πώς ή έκρηξη αυτών τών νέων δέν ήταν κάτι έπιφανειακό, άλλά κάτι πού κόχλαζε γιά χρόνια καί φυσικό ήταν κάποτε νά φθάσει σέ μιά τόσο αγρια έκφραση. Τραυματικές έμπειρίες άπό την οικογένεια, τό σχολείο, καί κοντά σέ αυτά ή οικονομική πολλές φορές έξαθλίωση. Οι παρακάτω άναφορές είναι πειστικές: «...Τό παρελθόν δέ μού φέρνει καμμιά ευχάριστη άνάμνηση... Τό σπίτι μου έμοιαζε μέ τετράγωνο κουτί... Πήγαινα σ’ ένα καθολικό σχολείο, πού ήταν άκόμα χειρότερο άπό τά αλλα... "Ημασταν πεντακόσια άτομα σέ μιά τάξη, καί μιά δασκάλα πού δέ μπορούσε νά μας έπιβληθεΐ...»11 «...Τό πιό χαρακτηριστικό πράγμα άπό τήν παιδική μου ήλικία ήταν τό μίσος μου γιά τούς δασκάλους... Δέ σού δίνουν τίποτα. Μονάχα παίρνουν άπό σένα συνέχεια. Θά σού παίρνανε καί τήν ψυχή άμα τούς δινότανε ή ευκαιρία. Μά δέν πήραν τη δίκιά μου...»12 «..."Οταν ήμουν παιδί δέν είχαμε πού νά πάμε γιά νά παίξουμε. 'Ο καλύτερος τρόπος γιά νά διασκεδάσουμε τότε ήταν νά πετάμε τούβλα σέ περαστικά αυτοκίνητα. Ήταν τό άγαπημένο μας παιχνίδι. Τό μόνο παιχνίδι πού μπορείς νά παίξεις σέ διαμερίσματα...»13
Η έκρηξη λοιπόν είχε τίς ρίζες της. Τά άδιέξοδα βιώνονταν από χρόνια. Κάπου θά οδηγούσαν όλες αυτές οι καταστάσεις. Σέ μιά κοινωνία όπου «δέν ύπάρχει λόγος νά κλαις γιατί κανείς δέ θά σοϋ άπαντήσει..., είσαι μονάχος σου...» 14 καί πρέπει κάτι νά κάνεις οπωσδήποτε. Οι Punks είναι ύπερήφανοι πού άντιδρούν, άσχετα αν κι οι ίδιοι έχουν ξεκαθαρίσει ότι δέν έχουν νά προτείνουν κάτι ολοκληρωμένο. Είναι τίμιοι μέ τόν έαυτό τους καί μέ τούς άλλους. Οι «Sex Pistols» τραγούδαγαν: «...Είμαστε όμορφοι καί άδειοι, τόσο όμορφοι κι άδειοι, καί δέ μας νοιάζει...» Αδιαφορούν γιά τόν κοινωνικό περίγυρο καί τίς άπόψεις του γι’ αυτούς καί κτυπούν ό,τι είναι κατεστημένο. Θά φθάσουν νά έχουν ιδέες πού ίσως θά σοκάρουν τους πάντες. Έτσι γιά παράδειγμα, τό τραγούδι των «Sex Pistols», «Bodies», θά στραφεί έναντίον της κυριαρχούσας κοινωνικής άντιλήψεως των άγγλων άστών γιά τη διακοπή κυήσεως. Τό τραγούδι μέσα στά άλλα λέει:
«...Σώμα, δέν είμαι ζώο
Κορμί, δέν είμαι άποβολή
Σπέρμα πού πετάγεται, ματωμένος
πολτός πού κοχλάζει
δέν είμαι άχρηστος, δέν είμαι
πρωτεΐνη γιά πέταμα, δέν
είμαι σπέρμα πού πετάγεται...»
Τελειώνοντας
τήν παρουσίαση τών αντιλήψεων τών Punks, πρέπει νά κάνουμε μιά
έπισήμανση σχετικά με τη σχέση τους μέ την έπίσημη έκκλησία. Τά πράγματα
είναι πολύ άπλά. Στίς δυτικές κοινωνίες όπου έχουμε παραμόρφωση κι
έκφυλισμό της χριστιανικής πίστης, την προσαρμογή της σέ άνθρώπινα
φευγαλέα συμφέροντα, βρίσκουμε τούς Punks σέ πλήρη σχεδόν άντίθεση έκ
πρώτης τουλάχιστον όψεως. Στό «άνατολικό μπλοκ» τά πράγματα ήταν έντελώς
διαφορετικά. Στίς πληροφορίες πού ύπάρχουν, έχουμε στοιχεία πώς στήν
’Ανατολική Γερμανία, γιά παράδειγμα, οι Punks δέ δίσταζαν νά φορούν
αυτοκόλλητα γιά τήν ειρήνη μέ βιβλικά μηνύματα. Στήν Πολωνία οι άνθρωποι
πού συνδέονται μέ τήν Punk σκηνή ήταν στό πλευρό της καθολικής
’Αλληλεγγύης.
Αυτά τά
τελευταία, πρέπει νά μάς οδηγήσουν σέ κάποιες σοβαρές σκέψεις στήν άπό
ορθόδοξη σκοπιά, προσέγγισή μας στό κίνημα τών Punks.
Μπορούμε νά μείνουμε άδιάφοροι μπροστά στήν κραυγή τού νέου: «πότε έπιτέλους, θά πιω νερό;»13
Μπορούμε νά διαφωνήσουμε γιά τη στάση τών Punks απέναντι στόν «κόσμο;»
Ό «κόσμος»
πού άρνούνται οι Punks είναι «τό πνεύμα τών άστών»14. Στάθηκαν ένάντια
σέ μιά κοινωνία πού σάν πρότυπό της έχει αυτόν πού βάζει τόν έαυτό του
ψηλότερα άπό τούς άλλους. Ή Αγία Γραφή μάς λέει: «μή άγαπάτε τόν κόσμον
μηδέ τά έν τώ κόσμω» (A' ’ Ιωαν. 2, 15).
Οι
άντιρρήσεις μας λοιπόν στόν προβληματισμό αυτού του κινήματος δεν είναι
έδώ, άλλά στό ότι, αν καί άρνούμενο εναν έγωκεντρικό κι ορθολογιστικό
πολιτισμό, δεν έκανε τίποτε αλλο άπό τό νά προτείνει ενα δικό του
«άτομικιστικο άναρχισμο». « Ο αυτονομος αυτός άναρχισμός, σε άποδεσμεύει
άπό ενα κατεστημένο μιας αλλης ποιότητας»15.
'Η ενταξη σέ
όποιοδήποτε κατεστημένο οδηγεί άναμφισβήτητα στό θάνατο κι αυτό τό Punk
δέ μπόρεσε νά τό άποφύγει, ίσως γιατί κάπου τό έπιδίωξε. Βέβαια αυτή ή
έναλλαγή κατεστημένων μπορεί νά κατανοηθεΐ αν πάρουμε ως κριτήριο τό
πολιτισμικό πρότυπο τής δυτικής κοινωνίας καί δούμε τίς διαφορετικές
θεολογικές καί πολιτισμικές άφετηρίες ’Ανατολής καί Δύσης. Έτσι ή Punk
έπανάσταση φαντάζει σήμερα σάν συμβιβασμός μέ τό σύστημα καί μένει πάντα
άνοιχτή στήν κριτική, όσο λειτούργησε - καί λειτουργεί - ως συνεχής
άρνητισμός περισσότερο καί λιγότερο ως δημιουργική πρόταση ζωής.
Είσαι ο άνθρωπός μου;
Miley Cyrus - ή: γιατί επείγει να ενταθεί η Ορθόδοξη Ιεραποστολή στο δυτικό κόσμο...
Ελεωνόρα Ζουγανέλη, "Έλα!" - Σαν προσευχή του μοντέρνου ανθρώπου... Αυτογνωσία
Δείτε επίσης
Η θρησκεία της χαράς - Γελαστοί άγιοι
ΕΛΑ ΟΠΩΣ ΕΙΣΑΙ!
ΖΗΣΕ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΙΑ!
Ο νέος που καταράστηκε το Θεό
ΕΛΑ ΟΠΩΣ ΕΙΣΑΙ!
ΖΗΣΕ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΙΑ!
Ο νέος που καταράστηκε το Θεό
Magazine "Death to the World", Punk & Orthodoxy in USA
Προσευχές από τους «τελειωμένους»...
Νεκροκεφαλές - Κρανία - Σκέλεθρα...
Προσευχές από τους «τελειωμένους»...
Νεκροκεφαλές - Κρανία - Σκέλεθρα...
Το Μανιφέστο του Αταίριαστου
Γιατί να θέλω να είμαι ορθόδοξος χριστιανός;
Αθήνα, πόλη των αγίων!...
Τα πάρτι, η ροκ και η γιαγιά μου
H παρεξηγημένη αγιότητα
Σήμερα γιατί δεν έχουμε πολλούς αγίους;
Ο πολιτισμός της νεκροκεφαλής
Εφηβεία και αναζήτηση του Θεού
Γιατί να θέλω να είμαι ορθόδοξος χριστιανός;
Αθήνα, πόλη των αγίων!...
Τα πάρτι, η ροκ και η γιαγιά μου
H παρεξηγημένη αγιότητα
Σήμερα γιατί δεν έχουμε πολλούς αγίους;
Ο πολιτισμός της νεκροκεφαλής
Εφηβεία και αναζήτηση του Θεού
Είσαι ο άνθρωπός μου;
Miley Cyrus - ή: γιατί επείγει να ενταθεί η Ορθόδοξη Ιεραποστολή στο δυτικό κόσμο...
Ελεωνόρα Ζουγανέλη, "Έλα!" - Σαν προσευχή του μοντέρνου ανθρώπου... Αυτογνωσία
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. π. ’Ιωάννη
Μάγιεντορφ, Ο Χριστός σωτήρας σήμερα (μετάφραση ’ Ιωάννη Λάππα), έκδ. Σύναξη, Αθήνα 1985, σ.70.
2. Ολιβιέ Κλεμάν,
’Ορθοδοξία καί πολιτική (μετάφραση ’Ι. Λάππα - Ι. Ζερβού), έκδ. Μήνυμα, ’Αθήνα 1985, σ.13.
3. Νέοι καί
έλευθερία, ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ, άρ.φ.38, Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου
1986, σ.151.
4. (Ανωνύμως) Τό
βιβλίο Punk , έκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη (άχρ.),
σ.6.
5. Συνέντευξη μέ
τόν Lydon J. Rotten, ΠΟΠ ΚΑΙ ΡΟΚ 16 (1979), σ.13.
6. Συνέντευξη μέ
εναν Punk, ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 2 (1982), σ. 29.
7. Ολιβιέ Κλεμάν,
Ή Θεολογία μετά τόν θάνατο του Θεού, σειρά Σύνορο,
εκδ. ’Αθηνα, ’Αθήνα 1981, σ.41.
8. Hebding Dick,
Ύποκουλτούρα, τό νόημα τού στύλ, εκδ. Γνώση, ’Αθήνα 1981, σ.41.
9. (Ανωνύμως) Οί
Σέξ Πίστολς καί τά τραγούδια τους, εκδ. Μπαρμπουνάκη,
Θεσσαλονίκη (άχρ.), σ.22.
10. (Ανωνύμως) Τό
βιβλίο Punk, εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη (άχρ.), σ.70.
11. (Ανωνύμως) Οί
Σέξ Πίστολς καί τά τραγούδια τους, εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη (άχρ.), σ.21.
12. οπ. παρ., σ.22.
13. οπ. παρ., σ.22.
14. (Ανωνύμως) Τό
βιβλίο Punk, εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη (αχρ.), σ.35.
15. Από τό ποίημα
άνατολικογερμανοΰ Punk πού δημοσιεύθηκε στήν ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 2 (1989):
«... Κάθομαι εδώ καί πίνω μπύρα,
πότε επιτέλους θά πιω νερό;
Σιγά - σιγά αρχίζω νά σαπίζω...»
16. Ν. Μπερδιάγεφ, Ή
μοίρα της κουλτούρας, εκδ. Αστρολάβος/ Ευθύνη, Αθήνα (άχρ.) σ.43.
17. Ιωάννη
Κορναράκη, Αυτοσυνειδησία καί πατερικός «αυτόνομος άναρχισμός», εκδ. Αφων
Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1984, σ.32.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου