Η ΕΘΝΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΚΑΙ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ (1940-1944)
Με την κατάρρευση του μετώπου, επακολούθησε η ξενική κατοχή και η αντίσταση συνάμα του περήφανου λαού μας. Τότε ακούστηκε και το άλλο όχι, το οποίο διεκήρυξε επισήμως ο Κομοτηναίος αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης (1938-1941), ο από Τραπεζούντος, ο οποίος ευθαρσώς αρνήθηκε να συμμετάσχει στην συμβολική παράδοση της πόλεως των Αθηνών και εδήλωσε με παρρησία ότι: «Ο αρχηγός της Εκκλησίας δεν παραδίδει την πρωτεύουσα της πατρίδας του εις ουδένα ξένον. Ο αρχηγός της Εκκλησίας ένα καθήκον έχει: να φροντίσει διά την απελευθέρωσιν αυτής».
Όταν επίσης εζητήθη από τον ίδιο να ορκίσει την πρώτη κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου, ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος και πάλι αρνήθηκε, λέγοντας ότι: «Ο αρχηγός της Εκκλησίας δεν δύναται να ορκίσει κυβέρνηση σχηματιζόμενη υπό την διοίκηση του εχθρού της πατρίδος».
Αλλά και στον Γερμανό στρατάρχη των κατοχικών δυνάμεων στην Ελλάδα Φον Στούμε, τον οποίο εδέχθη ως επισκέπτη στην Ιερά Αρχιεπισκοπή, «ορθός, ατάραχος και γαλήνιος με ψυχρό και ανέκφραστο ύφος», έδειξε την έντονη δυσφορία του για την υπό των ναζιστικών στρατευμάτων κατάληψη της Ελλάδος. Όταν ο στρατάρχης του είπε: «Ο γερμανικός στρατός δεν έφθασε με εχθρικές διαθέσεις», ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος του απήντησε άφοβα και αυστηρά: «Κύριε στρατάρχα, πρωτίστως ο στρατός σας εισέβαλε σε έναν τόπον του οποίου ο λαός αγωνίσθηκε με πραγματική πίστη για την ελευθερία του… και εξακολουθεί πάντοτε να πιστεύει στα ιδανικά του. Η Ελλαδική Εκκλησία ευρέθη πάντοτε στο πλευρό του ελληνικού λαού στους αγώνες του… και να είσθε βέβαιοι ότι δεν θα λείψει να πράξει το καθήκον της και κατά την κρίσιμη αυτή περίσταση».
Από δε τον Ιούλιο του 1941 νέος αρχιεπίσκοπος εξελέγη ο από Κορίνθου Δαμασκηνός Παπανδρέου (1941-1949). Ο Χρύσανθος έκτοτε ιδιώτευε, αλλά και εφησυχάζων ενίσχυε κάθε πατριωτική δράση. Ο γνωστός ως «ασύρματος του Δεσπότη» στην κατοχή εκρύπτετο και λειτουργούσε στην κατοικία του, επί της οδού Σουμελά στην Κυψέλη.
Ο αοίδιμος αρχιεπίσκοπος Αθηνών και μετέπειτα αντιβασιλεύς της Ελλάδος Δαμασκηνός Παπανδρέου (1891-1949) κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και σε διάφορες περιπτώσεις εκφώνησε λόγους και έδωσε τις πρέπουσες απαντήσεις στις προκλητικές και απειλητικές υποδείξεις των κατακτητών και των προδοτών συνεργατών τους. Αυτά τα ιστορικά ντοκουμέντα δημοσιεύουμε στο παρόν επετειακό άρθρο μας.
Η γερμανική κατοχή ανέδειξε το μέγεθος της ψυχικής δυνάμεως και της γενναιότητος του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Όταν δηλαδή οι Γερμανοί εζήτησαν να επιστρατευτούν Έλληνες πολίτες για να σταλούν στο ρωσικό μέτωπο, ο Δαμασκηνός αντέδρασε με όλη του τη δύναμη για να αποφύγει η χώρα την εθνική αυτή συμφορά. Είχε κατηγορήσει ευθέως και απροκάλυπτα τους Γερμανούς κατακτητές από τον άμβωνα πολλές φορές, με αποτέλεσμα ο κατοχικός πρωθυπουργός Γ. Τσολάκογλου να τον απειλήσει λέγοντάς του: «Μακαριώτατε, προσέχετε μήπως οι Γερμανοί σας τουφεκίσουν» και ο Δαμασκηνός με το γνώριμο ύφος του απήντησε: «Οι στρατηγοί τουφεκίζονται, οι αρχιερείς απαγχονίζονται και είμαι έτοιμος προς τούτο». ["Νεκρός": Είναι φανερό ότι υπαινίσσεται τον απαγχονισμό του αγίου Γρηγορίου Ε΄ (1821). Το επόμενο άρθρο (βλ. πιο κάτω) γράφει πως το είπε στο Γερμανό στρατηγό Στρόοπ, υπερασπιζόμενος τους Εβραίους της Ελλάδας. Ίσως το είπε δύο φορές ή μπορεί & να το συνήθιζε ως απάντηση όταν τον απειλούσαν με θάνατο].
Όσες φορές πάλι η γερμανική διοίκηση ζητούσε κατάσταση με τα ονόματα των ομήρων, ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός έγραφε πρώτο το όνομά του στην κατάσταση. Έτσι οι Γερμανοί ματαίωναν την εκτέλεση των Ελλήνων αγωνιστών. Όταν κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής επεχείρησε ο εχθρός να τον πείσει και να τον εκφοβίσει λέγοντάς του, ότι υπάρχει και ο βίαιος θάνατος, ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός απαντούσε με την φράση του αγωνιστή Κανάρη «Δαμασκηνέ, είσαι έτοιμος να πεθάνεις». Άφωνοι έμεναν κάθε φορά οι Γερμανοί.
Ήταν οι αρχές του έτους 1942, όταν οι στερήσεις και η πείνα με σύμμαχο τον βαρύτατο χειμώνα αποδεκάτιζαν τον ελληνικό λαό και κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας (Αθήνα, Πειραιά, κ.ά.). Και τότε ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός δεν παρέμεινε άπραγος ενώπιον του πόνου και του αφανισμού του ελληνικού λαού και έστειλε στον πατριάρχη Αλεξανδρείας Χριστόφορο το παρακάτω τηλεγράφημα: «Ελληνικός λαός αποθνήσκει εκ πείνης. Ελληνική φυλή εξολοθρεύεται. Ποιούμεθα έκκλησιν και ικετεύομεν εκ βαθέων ψυχής ευρεθή τρόπος σταλούν οπωσδήποτε τρόφιμα, πάση θυσία. Θέτομεν διάθεσιν υμών άπασαν περιουσίαν Εκκλησίας Ελλάδος, άμφια ιερέων, αρχιερέων και τιμαλφή ναών και μονών. + ο Αθηνών Δαμασκηνός».
["Νεκρός": τα σχόλια δικά σας, σε σχέση με τη σημερινή κρίση].
Η φρικτή φωτο από εδώ. Τα ονόματα όλων των παιδιών & γενικά των νεκρών στις φωτο δε θα τα μάθουμε ποτέ. Ίσως όμως τα μάθουμε συναντώντας τους μετά θάνατον. Ο Θεός να τους αγιάσει. |
Μοναδικό ντοκουμέντο της γενναιότητος του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού είναι ο λόγος που εξεφώνησε κατά την κηδεία του μεγάλου μας ποιητού Κωστή Παλαμά (1943), για την απώλεια του οποίου είπε: «Πενθεί η Ελλάς το μεγάλο της τέκνο. Μέσα στα δάκρυα και τους στεναγμούς της ξενικής κατοχής αποχαιρετά τον Κωστή Παλαμά, τον μεγάλο της ποιητή, που την έψαλλε στους στίχους του με λόγια προφητικά, δυνατά, αληθινά, λόγια που συγκλονίζουν βαθειά την ψυχή και μεταρσιώνουν και καλύπτουν την ιστορία αιώνων μακρών».
Την Μεγάλη Παρασκευή του 1943 και κατά την ακολουθία της αποκαθηλώσεως ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός με αφορμή τις πολλές, μεγάλες και τρομακτικές δοκιμασίες του ελληνικού λαού και ενώπιων των μυστικών πρακτόρων των κατακτητών είπε τα ακόλουθα:
«Σήμερον… ο καθένας μας φέρει τον σταυρό της δοκιμασίας του. Ο καθένας μας προχωρεί με βήμα βραδύ προς το δικό του Γολγοθά μέσα από πίκρες και θλίψεις. Οι πάντες υφιστάμεθα δεινά και στερήσεις και λύπες πολλές. Καθημερινώς πίνουμε το ποτήριο της οδύνης.Όταν τον Γενάρη του 1944 εκτέλεσαν πολλούς φυλακισμένους Έλληνες και δεν έδιδαν στους συγγενείς τους τα ονόματα των νεκρών, ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός επεσκέφθη την ανώτατη στρατιωτική γερμανική διοίκηση και μίλησε με σκληρή γλώσσα στους κατακτητές: «Εκτελέσατε τόσους Έλληνες πατριώτες, δεν καλέσατε ιερείς να εξομολογήσουν και να κοινωνήσουν τους μάρτυρες, στερώντας τους ακόμη και αυτή την ύστατη παρηγοριά της θρησκείας μας. Απαιτώ να μου δώσετε τα ονόματα των εκτελεσθέντων και να παύσει η αγωνία των πολλών άλλων χιλιάδων συγγενών των Ελλήνων, που έχετε φυλακισμένους και οι συγγενείς των θυμάτων, πατέρες, μητέρες, παιδιά, σύζυγοι, φίλοι και αγαπημένοι, να εκδηλώσουν τον σπαραγμό και τον πόνο τους, να υψώσουν ένα σταυρό με το όνομά τους στο μνήμα τους…».
Στο μέσον όμως της μεγάλης δοκιμασίας αντλούμε παρηγορία και ανακούφιση, ενθυμούμενοι και παρακολουθούντες την αγωνία του Λυτρωτού μέχρι της Αναστάσεώς του, η οποία επισφραγίζει την νίκην του επί των δυνάμεων του κακού και του σκότους.
Παρηγορούμεθα και εγκαρτερούμε. Εγκαρτερούμε και ελπίζουμε. Ελπίζουμε και πιστεύουμε. Πιστεύουμε στην ημέρα της δικαιώσεως, στην λαμπροφόρο ημέρα της Αναστάσεως, στην απαλλαγή της πατρίδος μας από τα δεσμά της δουλείας του αλλοτρίου. Πιστεύουμε στην μεγάλη πανήγυρι της σωτηρίας.
Διερχόμεθα σήμερα και εμείς οι Έλληνες ορθόδοξοι χριστιανοί την τραγωδία του πάθους, με μόνη την προστασία του Παναγάθου Θεού. Στερούμεθα και σιωπούμε. Αδικούμεθα και εγκαρτερούμε. Δεν είμεθα κύριοι στον οίκο μας και υπομένουμε, ευρισκόμενοι υπό το πέλμα κατακτητών. Ευτυχώς, ούτε ο πόνος, ούτε οι στερήσεις κάμπτουν το θάρρος μας, ούτε και είναι δυνατόν να μας απομακρύνουν από την γραμμή του καθήκοντός μας. Και αν για μία στιγμή αποκαρδιωμένοι αναφωνήσουμε: «Πάτερ, ει δυνατόν παρελθέτω αφ’ ημών το ποτήριον τούτο», το πνεύμα της εγκαρτερήσεως και των θυσιών ανακτά πάνω μας την κυριαρχία του.
Διότι δεν είναι δυνατόν, δεν έχουμε το δικαίωμα να διαψεύσουμε την παράδοση τόσων αιώνων, παράδοση εθνική και χριστιανική, και να λιποψυχήσουμε στο μέσον του δρόμου. Αδελφοί Έλληνες, τέκνα της Εκκλησίας του Χριστού και της Ελλάδος… τα βαρειά και σκοτεινά νέφη, που καλύπτουν τον ουρανό της πατρίδος, συντόμως θα διαλυθούν και θα διασκορπιστούν και θα λάμψει πάλι ο ζωογόνος ήλιος της ελευθερίας».
Οι Γερμανοί επέμεναν στην άρνησή τους να δώσουν τα ονόματα των εκτελεσθέντων και τότε ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός τους έστειλε το εξής μήνυμα: «Θα προβώ στην εκσκαφή των νεκρών, για να αναγνωρισθούν οι εκτελεσθέντες και, αν νομίζετε, ας επιχειρήσετε να με εμποδίσετε». Τελικώς ο Δαμασκηνός έλαβε και τα ονόματα και τους εκτελεσθέντες νεκρούς.
Τέλος, τον Μάϊο του 1944, όταν είχε αρχίσει η κάμψη της Γερμανίας, ένας ανώτερος Γερμανός αξιωματικός επεσκέφθη στην οικία του τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ο οποίος τις ημέρες εκείνες ήταν ασθενής και κλινήρης. Ο αξιωματικός μετέφερε στον αρχιεπίσκοπο την εντολή του ιδίου του Χίτλερ ότι έπρεπε να τον προστατεύσουν και να τον μεταφέρουν στην Γερμανία για ασφάλεια, λέγοντάς του: «Μακαριώτατε, παρακαλείσθε συνεπώς, να ετοιμασθείτε». Ο δε αρχιεπίσκοπος, αν και ασθενής, απάντησε ατάραχος και με αυστηρό ύφος: «Ευχαριστώ για τα ενδιαφέρον σας, αλλά δεν πρόκειται ποτέ να εγκαταλείψω την πατρίδα μου επ’ ουδενί λόγω. Εάν επιμένετε, μπορείτε να με μετακινήσετε, αλλά μόνον νεκρόν».
Αυτός υπήρξε ο εθνικός και θρησκευτικός γίγαντας της Ελλάδος, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός Παπανδρέου. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος έγινε αντιβασιλεύς της Ελλάδος και εκοιμήθη στις 20 Μαΐου 1949, σε ηλικία μόλις 58 ετών.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΛ. ΣΙΔΗΡΑΣ
από την εφημερίδα ΧΡΟΝΟΣ
*****
Δαμασκηνός: καθαιρέθηκε από το καθεστώς Μεταξά, αντιστάθηκε στους Γερμανούς, απειλήθηκε με θάνατο, βοήθησε όπως μπόρεσε το λαό του, παραιτήθηκε από Αντιβασιλέας μπροστά στις πολιτικές συνθήκες που προκάλεσαν τον εμφύλιο
Σημείωση "Νεκρού": διατήρησα τα links που δίνει το άρθρο, εκτός από ένα δυο (σε τοπωνύμια), αν και γνωρίζω τη δικαιολογημένη αρνητική άποψη πολλών χριστιανών για τους πατριάρχες Μελέτιο Μεταξάκη & Αθηναγόρα.
Πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε στο χωριό Δορβιτσά (ορεινή Ναυπακτία) στις 3 Μαρτίου του 1891, στο δημοτικό σχολείο της οποίας έλαβε και την πρώτη εκπαίδευση και στη συνέχεια στο σχολείο του Πλατάνου. Αν και η οικογένειά του ήταν πολύ φτωχή κατάφερε να φοιτήσει στο Γυμνάσιο Καρδίτσας με τη συνδρομή του θείου του, ΗγουμένουΧριστόφορου Παπανδρέου. Στα 1908 κατέβηκε στην Αθήνα όπου και εισήλθε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ταυτόχρονα στη Νομική λαμβάνοντας πτυχίο και από τις δύο σχολές. Στρατολογήθηκε στον ελληνικό στρατό και πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912 και 1913. της Ι. Μονής Κορώνης,
Το 1917 χειροτονήθηκε διάκονος λαμβάνοντας το όνομα Δαμασκηνός. Λίγο αργότερα χειροτονείται πρεσβύτερος και ως Αρχιμανδρίτης πλέον αναλαμβάνει την ηγουμενία της Ι. Μονής Κορώνης. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Μελέτιος Μεταξάκης, αξιολογώντας τις δυνατότητές του, τον καλεί στην Αθήνα ως διευθυντή των γραφείων της Ι. Αρχιεπισκοπής και αλληλοδιαδόχως Ηγούμενο των Μονών Πεντέλης και Πετράκη.
Στα 1918 του ανατίθεται η μελέτη και η σύνταξη του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους, σύμφωνα με το άρθρο 68 της Συνθήκης του Βερολίνου, ο οποίος θα όριζε τη σχέση της μοναχικής πολιτείας με το ελληνικό κράτος. Αποτέλεσμα της εργασίας αυτής του Δαμασκηνού υπήρξε η εξασφάλιση της ελληνικότητας των Μονών έναντι των επ’ αυτών διεκδικήσεων άλλων ορθόδοξων κρατών. Με την επίστροφή του από το Άγιο Όρος, την εποχή εκείνη ηγείται επί μία τριετία της Παγκληρικής Ενώσεως, ενός οργανισμού που σκοπό του είχε την εξύψωση του μορφωτικού επιπέδου των Ελλήνων κληρικών.
Το έργο του ως Μητροπολίτη
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος τον εκλέγει το 1922, σε ηλικία 31 ετών, Μητροπολίτη Κορινθίας. Στην εκλογή Αρχιεπισκόπου Αθηνών το επόμενο έτος βρίσκεται ανάμεσα στους υποστηρικτές του Χρυσόστομου Παπαδόπουλου. Οι μεγάλες ποιμαντικές και οργανωτικές του ικανότητες σε συνδυασμό με την έντονη και πολυσχιδή προσωπικότητά του τον καθιστούν ευρύτερα γνωστό στην Ελλάδα. Οι σεισμοί της Κορίνθου στις 22 και 23 Απριλίου του 1928 γίνονται εφαλτήριο ώστε να φανεί η βαθιά μέριμνα του Δαμασκηνού για το ποίμνιό του. Ξεκινά προσπάθεια για την επαναστέγαση των σεισμοπλήκτων και την αποκατάσταση των ζημιών. Για το σκοπό αυτό μεταβαίνει στις Η.Π.Α. τον Οκτώβριο του 1928 προκειμένου να συλλέξει πόρους από τους εκεί ομογενείς που πράγματι είχε πολύ αποδοτική απήχηση μεταξύ των αποδήμων Ελλήνων. Αντιπαρερχόμενος όμως κάποια προβλήματα άρνησης βοήθειας επειδή στην Ελλάδα πρωθυπουργός ήταν ο Βενιζέλος κατάφερε να συγκεντρώσει χρήματα για την ανοικοδόμηση και βοήθεια παθόντων της Κορίνθου, του Λουτρακίου και των πέριξ περιοχών.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο επωφελούμενο της παρουσίας και παραμονής του Δαμασκηνού στην Αμερική υπό τον Πατριάρχη Φώτιο Β΄ τον διώρισε έξαρχό του με την εντολή όπως επιδιώξει την αποκατάσταση της ειρήνης στα εκκλησιαστικά πράγματα των Ελλήνων ορθοδόξων. Έτσι η παρουσία και η δράση του Δαμασκηνού καταφέρνουν να εξομαλύνουν σταδιακά τα πράγματα, του ανατίθεται η οικονομική επιτροπεία της Αρχιεπισκοπής και με δική του πρόταση εκλέγεται από την ενδημούσα Πατριαρχική Σύνοδο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής ο μέχρι τότε Μητροπολίτης Κερκύρας και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας. Οι δε μέχρι τότε διαφωνούντες Έλληνες επίσκοποι Αμερικής δέχθηκαν τελικά την μετακίνηση και τοποθέτησή τους σε επισκοπικές έδρες της Ελεύθερης Ελλάδος.
Η υπόθεση της εκλογής Αρχιεπισκόπου
Μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου στις 23 Απριλίου του 1938 διεκδικεί στη Σύνοδο της Ιεραρχίας τη θέση του Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας έχοντας ως ανθυποψήφιο το Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο Φιλιππίδη, ιεράρχη με έντονη πολιτική και διπλωματική δραστηριότητα για τον ελληνισμό του Ευξείνου Πόντου και της ευρύτερης Μικράς Ασίας κατά την περίοδο 1917 – 1923 και ακαδημαϊκό.
Ο Δαμασκηνός εκλέγεται τελικά Αρχιεπίσκοπος με 31 ψήφους έναντι 30 του Χρυσάνθου στις 5 Νοεμβρίου 1938. Ακολουθεί η τελετή του Μεγάλου Μηνύματος και ξεκινούν οι προετοιμασίες για την ενθρόνιση. Το μεταξικό καθεστώς, θεωρώντας τον οπαδό του βενιζελισμού[1] και ως εκ τούτου ανεπιθύμητο για την ανάληψη της διοίκησης της Εκκλησίας[2], προτρέπει μία ομάδα ιεραρχών, με επικεφαλής το Μητροπολίτη Φθιώτιδος Αμβρόσιο, να καταθέσουν προσφυγή για ακύρωση της εκλογής Δαμασκηνού στο Συμβούλιο της Επικρατείας με αιτιολογία τη συμμετοχή στους εκλέκτορες του Μητροπολίτη Δρυινουπόλεως Ιωάννη, ο οποίος είχε καταδικαστεί από το Συνοδικό Δικαστήριο πρωτοδίκως σε έκπτωση από το αξίωμά του, συμμετείχε όμως της εκλογής, λόγω της αποδοχής της έφεσής του κατά της καταδικαστικής απόφασης.
Το Σ.τ.Ε., υπό την ισχυρή επιρροή της δικτατορίας[3], αποφάσισε οριακά, με 8 έναντι 7 ψήφων, την αποδοχή της προσφυγής των ιεραρχών και ακύρωσε την εκλογή Δαμασκηνού παρά την ένσταση άλλων 32 Μητροπολιτών. Μετά την απόφαση αυτή το καθεστώς δημοσιεύει τον ειδικό αναγκαστικό νόμο 1493 της 3 Δεκεμβρίου 1938 διορίζοντας Αριστίνδην Σύνοδο, με Μητροπολίτες προσκείμενους σε αυτό, η οποία ακυρώνει και εκκλησιαστικά την εκλογή Δαμασκηνού και εκλέγει Αρχιεπίσκοπο το Χρύσανθο. Ο Δαμασκηνός περιορίζεται, φρουρούμενος από τη Χωροφυλακή[4] , στην Ι. Μονή Φανερωμένης στη Σαλαμίνα όπου παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης Μεταξά και του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Επάνοδος και δράση κατά την Κατοχή
Στις 27 Απριλίου του 1941 εισβάλουν τα ναζιστικά στρατεύματα στην Αθήνα και εγκαθιδρύουν κυβέρνηση δωσιλόγων υπό το στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνείται να ορκίσει την κυβέρνηση και με αφορμή τον τρόπο εκλογής του συγκαλείται στις 2 Ιουλίου του 1941, βάσει του Νομικού Διατάγματος της 17ης Ιουνίου 1941, Μείζων Σύνοδος από 23 αρχιερείς, που ακυρώνει τις πράξεις της Αριστίνδην Συνόδου και εναποδεικνύει ως Αρχιεπίσκοπο το Δαμασκηνό. Στις 5 Ιουλίου εκδίδεται απόφαση της κυβέρνησης που αναγνωρίζει την εκλογή του.
Στην όλη διαδικασία της απόδοσης στο Δαμασκηνό του θρόνου των Αθηνών σημαντικό ρόλο φαίνεται να διαδραματίζει ο φίλος του καθηγητής και ακαδημαϊκός Νικόλαος Λούβαρις, (Υπουργός Παιδείας επί Ι. Μεταξά και Ι. Ράλλη) ο οποίος φέρεται να συνέταξε έκθεση προς τις γερμανικές αρχές κατοχής για αυτό το σκοπό.
Η δράση του Αρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού την περίοδο της Κατοχής χαρακτηρίζεται από τολμηρές πρωτοβουλίες και αγωνιώδες ποιμαντικό ενδιαφέρον για τον χειμαζόμενο ελληνικό λαό. Ενόψει του επαπειλούμενου λιμού, καταβάλει προσπάθειες για την αξιοποίηση δύο ανεκτέλεστων, λόγω του πολέμου, συμβάσεων που είχε συνάψει η κυβέρνηση Μεταξά με άλλα κράτη, την αγορά, δηλαδή, 370.000 τόνων σταριού από την Αυστραλία και την πίστωση της Τουρκίας με 600.000 τουρκικές λίρες για αγορά τροφίμων. Οι προσπάθειές του, όμως, προσκρούουν στην άρνηση της Μεγάλης Βρετανίας να επιτρέψει τον ανεφοδιασμό της κατεχόμενης Ελλάδος εξ αιτίας των πολεμικών συγκρούσεων, ενώ η σύμβαση με την Τουρκία επιφέρει ποσότητα τροφίμων, που καλύπτει ελάχιστα τις ανάγκες επισιτισμού.
Στη συνέχεια ο Αρχιεπίσκοπος οργανώνει τον Εθνικό Οργανισμό Χριστιανικής Αλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.) με παραρτήματα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και επίγνοια την προώθηση τροφίμων. Παράλληλα συνέταξε το νέο Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος που δημοσιεύθηκε ως Νόμος 671/1943 στις 25 Σεπτεμβρίου 1943 και κυρώθηκε μετακατοχικά με την υπ. αριθ. 184/26-3-1946 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Αυτός ο Κ.Χ. συνέχισε να ισχύει με ελάχιστες τροποποιήσεις έως το 1977.
Η μέριμνά του για τη διάσωση των Ιουδαίων στο θρήσκευμα Ελλήνων πολιτών και των αθίγγανων, οι οποίοι από το 1943 άρχισαν μαζικά να οδηγούνται σε στρατόπεδα εξολόθρευσης, είναι από τις μεγαλύτερες στιγμές του και για τη δράση του αυτή τιμήθηκε αργότερα από την Ισραηλιτική κοινότητα. Κατ’ εντολή του εκδίδονταν πιστοποιητικά βαπτίσεως για τους Εβραίους ώστε να εμφανίζονται ως Χριστιανοί και να αποφεύγεται η σύλληψη και απέλασή τους. Επανειλημμένα διαμαρτυρήθηκε στους Γερμανούς ανώτερους διοικητές για τη συνεχιζόμενη πρακτική της δολοφονίας Εβραίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό κατά το οποίο απέστειλε έγγραφη διαμαρτυρία, την 23η Μαρτίου 1943, υπερασπιζόμενος την ιουδαϊκή κοινότητα, απειλήθηκε από τον στρατηγό Στρόοπ με τυφεκισμό. Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός απάντησε στην απειλή του Στρόοπ: "Οι Ιεράρχες της Ελλάδος, στρατηγέ Στρόοπ, δεν τουφεκίζονται, απαγχονίζονται. Σας παρακαλώ να σεβασθήτε αυτήν την παράδοσιν".
Υπήρξε ο ιθύνων νους της μαζικής απεργίας της 7ης Σεπτεμβρίου 1942, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να μην αποσταλεί κανένας Έλληνας επίστρατος στο ρωσικό μέτωπο κατά τη στρατιωτική επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα. Ακόμα παρεμβαίνει ζητώντας από τις αρχές κατοχής την παύση της επιθετικότητας των Βουλγάρων συμμάχων του Άξονα κατά των ελληνικών πληθυσμών Μακεδονίας και Θράκης. Η όλη του πρακτική εξοργίζει τους κατακτητές και τον θέτουν σε κατ’ οίκον περιορισμό τον Μάιο του 1944, ενώ γίνονται και σκέψεις για μεταγωγή του σε στρατόπεδο της Γερμανίας.
Η παραμονή του στην Αντιβασιλεία και το τέλος
Η απελευθέρωση βρίσκει τη χώρα σε άθλια κατάσταση και επαπειλούμενη από εμφύλια σύρραξη. Κατά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων ο στρατηγός Φέλμι του ζητά να μεσολαβήσει στο βρετανικό στρατηγείο και την ηγεσία των ανταρτών, ώστε να επιδείξουν ανοχή έναντι των υποχωρούντων Γερμανών. Όσο αφορά το πολιτειακό ήδη είχαν γίνει συνομιλίες μεταξύ των πολιτικών των αστικών κομμάτων, που συμπερασματικά είχαν καταλήξει στην ανάγκη μη επανόδου του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ χωρίς την πρότερη διενέργεια δημοψηφίσματος.
Η λύση της Αντιβασιλείας Δαμασκηνού εμφανίζεται ως η πλέον ενδεδειγμένη λόγω της λαϊκής αποδοχής του για τη στάση του στη διάρκεια της Κατοχής, προσκρούει όμως στην αρχική άρνηση του Γεωργίου, ο οποίος αποκρούει τη σχετική πρόταση του Εμμανουήλ Τσουδερού. Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944 αναγκάζουν το Γεώργιο να παραχωρήσει την Αντιβασιλεία και ο Δαμασκηνός αναλαμβάνει Αντιβασιλεύς στις 31 Δεκεμβρίου 1944.
Το πολιτικό σκηνικό είναι ταραγμένο και ο Δαμασκηνός προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω σε αντίπαλες δυνάμεις, που μάχονται για την επικράτησή τους και τον υπονομεύουν στο έργο του. Η αγγλική ηγεσία με τον Τσώρτσιλ Πρωθυπουργό τον εμπιστεύεται και αποτελεί προνομιακό συνομιλητή της. Ο ίδιος ο Βρετανός Πρωθυπουργός επισκεπτόμενος την Αθήνα τα Χριστούγεννα του 1944 έχει μακρά συνεργασία και συσκέψεις μαζί του. Η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945 ανανεώνει τις ελπίδες όλων για δίκαιη διευθέτηση των πολιτικών ζητημάτων, αμέσως όμως αρχίζουν να καταστρατηγούνται οι όροι της.
Στις 15 Μαΐου 1945 ο Δαμασκηνός φτάνει στη Ρόδο με το καταδρομικό "Αβέρωφ" ως ο πρώτος Έλληνας αρχηγός που επισκέπτεται τα ελεύθερα Δωδεκάνησα. Ο πληθυσμός, μέσα σε φρενίτιδα ενθουσιασμού, υποδέχεται τον Έλληνα Αντιβασιλέα, εκπρόσωπο της ελληνικής πατρίδας, θεωρώντας τον ως τον προπομπό και προάγγελο της οριστικής ένωσης της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα.
Ο Δαμασκηνός, μαζί με το διευθυντή του Πολιτικού του Γραφείου, διπλωμάτη και ποιητή Γιώργο Σεφέρη, μεταβαίνει στο Λονδίνο από τις 6 έως τις 22 Σεπτεμβρίου 1945 για συνομιλίες με τη νέα βρετανική κυβέρνηση του Κλήμεντ Άτλη. Εκεί καταθέτει επίσημο αίτημα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και συναντάται στις 13 Σεπτεμβρίου με το Γεώργιο, στον οποίο προτείνει την αναβολή του δημοψηφίσματος, κάτι που επιθυμούν και οι Βρετανοί συνομιλητές του. Οι ήδη ψυχρές και καχύποπτες σχέσεις Βασιλέως και Αντιβασιλέως επιδεινώνονται. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, αφού προηγουμένως καταθέτει στεφάνι στην Αψίδα του Θριάμβου στο Παρίσι, αναλαμβάνει και χρέη Πρωθυπουργού από τις 17 Οκτωβρίου έως την 1 Νοεμβρίου 1945.
Οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα καταρρέουν η μία μετά την άλλη ενώ ο Δαμασκηνός απογοητευμένος υποβάλει την πρώτη παραίτησή του στις 22 Νοεμβρίου 1945. Ο πολιτικός κόσμος προσπαθεί να τον μεταπείσει και τελικά παραμένει στη θέση του. Στις 31 Μαρτίου 1946 πραγματοποιούνται βουλευτικές εκλογές χωρίς τη συμμετοχή του Κ.Κ.Ε. γεγονός που οξύνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Η δεύτερη παραίτηση έρχεται στις 4 Απριλίου 1946 και αποστέλλεται στο Λονδίνο προς το Γεώργιο από τη νέα κυβέρνηση με την παράκληση να μη γίνει δεκτή. Το δημοψήφισμα για το πολιτειακό πραγματοποιείται την 1η Σεπτεμβρίου 1946 και επαναφέρει τη Μοναρχία στην Ελλάδα. Ο Δαμασκηνός παραιτείται από Αντιβασιλέας για τρίτη φορά οριστικά πλέον στις 28 Σεπτεμβρίου 1946 και αποσύρεται στα εκκλησιαστικά του καθήκοντα. Είναι αξιοσημείωτο πως λίγους μήνες αργότερα, την 1 Απριλίου 1947, πεθαίνει ο Βασιλεύς Γεώργιος και τα Ανάκτορα, αντιδρώντας στην παρουσία του Δαμασκηνού στην κηδεία, καλούν τον πρώην Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο να τελέσει την ακολουθία.
Ως Αρχιεπίσκοπος ο Δαμασκηνός ενίσχυσε την Αποστολική Διακονία, ίδρυσε σχολές ιεροκηρύκων, εξομολόγων, κατηχητών και κοινωνικών λειτουργών. Με τον Α. Ν. 540/1946 αναδιοργάνωσε την εκκλησιαστική εκπαίδευση με την ίδρυση εκκλησιαστικών σχολών και φροντιστηρίων για τη μόρφωση και την επιμόρφωση του κλήρου, ενώ με τον Α. Ν. 536/1945 κατοχύρωσε τη μισθοδοσία του εφημεριακού κλήρου. Άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 1949 σε ηλικία 59 ετών.
Υποσημειώσεις
- ↑ "Η αρχή έγινε με την ακύρωση της εκλογής του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού (Παπανδρέου), γνωστού για τα δημοκρατικά του φρονήματα"I.Μ. Κονιδάρης, 150 χρόνια μετά το αυτοκέφαλο, Άρθρο στην εφημερίδα το Βήμα, 15 Οκτωβρίου 2000 - Αρ. Φύλλου 13083
- ↑ "Ο δικτάτορας Ι. Μεταξάς δεν τον ήθελε, έβαλε μητροπολίτες και έκαναν προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρατείας"Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος Β', Εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη σελ.681 Ιωάννη Ε. Αναστασίου,
- ↑ "με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, μέλη του οποίου κυριολεκτικώς εσύρθησαν για την έκδοσή της, προκειμένου να εκλεγεί ο Χρύσανθος (Φιλιππίδης)." Ι.Μ. Κονιδάρης ο.π.
- ↑ "Ο Δαμασκηνός αρνείται να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα και τίθεται σε περιορισμό με αστυνομική φρουρά στο μοναστήρι της Φανερωμένης στη Σαλαμίνα." Γ. Καραγιάννης, Η διαπλοκή Κράτους και Εκκλησίας, Άρθρο στην εφημερίδα Το Βήμα, 2 Ιουλίου 2000 - Αρ. Φύλλου 12979
Βιβλιογραφία
- Κούκουνας Δημοσθένης, Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, Εκδόσεις Μέτρον, 1991, Αθήνα ISBN 960-7201-00-0
- Beaton Roderick, Γιώργος Σεφέρης, Περιμένοντας τον Αγγελο, Εκδόσεις Ωκεανίδα, 2003 Αθήνα ISBN 960-410-317-2
- Meynaud Jean, Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα 1946-1965, Εκδόσεις Σαββάλας, 2002, Αθήνα ISBN 960-460-863-0
- Ηλίας Βενέζης, Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, Εκδ.Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1981, Αθήνα
Δείτε και: Ένας άγιος από Νταχάου προς Ευρώπη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου