Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Βασίλη Κυπριωτάκη Μαθιός & Νεριμάν, Ηράκλειο 2024, σελ. 164-167 (απόσπ. Ι) & 300-305 (απόσπ. ΙΙ).
Η σελίδα του συγγραφέα στο Facebook
Ι
Ένα ολόγιομο φεγγάρι δέσποζε αυτή τη νύχτα στον ουρανό. Το ήρεμο φως του έμπαινε από την τρύπα της κορυφής και σκορπούσε ένα σεμνό φεγγοβόλημα στο εσωτερικό της σπηλιάς. Οι ένοικοί της έφεγγαν κι αυτοί σαν τα κεράκια, που άναβαν στον μικρό ναό της.
Πριν ν’ αρχίσει το «Ευλογητός», μια αγαπημένη παρουσία ήρθε και έκανε ακόμη πιο λαμπερά τα πρόσωπα των δύο ενοίκων. Ο Αγαθάγγελος μπήκε στον μικρό ναό και ευλαβικά προσκύνησε τις εικόνες και στη συνέχεια σταυροφίλησε τον γέροντα και τον Αγγελή.
- Ν’ αρχίξομε, γέροντα, του είπε, απόψε θα γιορτάσουμε μαζί με τσ’ ασκητές την Ανάσταση.Το πρόσωπο του γέροντα φωτίστηκε ακούγοντας τα λόγια του. Η χαρά και η ικανοποίηση είχαν ζωγραφιστεί στο πρόσωπό του. Μα και ο Αγγελής, βλέποντας τη χαρά του, κατάλαβε πως απόψε θα ’ταν μια ξεχωριστή βραδιά, πέρα από το γεγονός της Ανάστασης. Είχε μια αγαθή περιέργεια κι ένα μικρό δέος, καθώς πρόσμενε την παρουσία των ενσάρκων αγγέλων του βουνού.
****
Καθώς άρχισε η λειτουργία, ένας-ένας οι ασκητές έμπαιναν στον ναό. Προσκυνούσαν τις εικόνες κάνοντας μετάνοια και με διακριτικό νεύμα, σκύβοντας το κεφάλι, χαιρετούσαν τον Αγγελή, που είχε αρχίσει να ψέλνει το «κύματι θαλάσσης». Συναθροίστηκαν δεξιά και αριστερά της μικρής εκκλησίας τόσοι, ώστε έδειχνε γεμάτος ο χώρος. Φιγούρες σχεδόν άσαρκες, μορφές άγιες, ταπεινές, γέμισαν τον χώρο με το άρωμα του βουνού. Οι περισσότεροι με κατάλευκα γένια και μαλλιά, μερικοί με γκρίζα και λίγοι με μαύρα, που σκέπαζαν την όψη τους και άφηναν μόνο μάτια και στόμα να φαίνονται.
Ο Αγγελής ήταν συνεπαρμένος απ’ αυτές τις άγιες παρουσίες και αισθανόταν μεγάλη ευχαρίστηση, που αξιώθηκε τέτοιας τιμής, να ψέλνει ανάμεσα στους ερημίτες αυτός, που μέχρι χθες ήταν στον κόσμο.
Σε λίγο το απολυτίκιο: «Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν Ἅδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος», βγήκε από όλων των παρευρισκομένων τα χείλη. Ήχος γλυκός, που νόμιζες πως τον έψελναν άγγελοι, γέμισε τον χώρο. Ο Αγγελής αισθανόταν πραγματικά την παρουσία του Παντοκράτορα Χριστού εκεί, ανάμεσά τους, και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα αγαλλίασης και θείου έρωτα.
Σαν ακούστηκε το «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ δοξάσατε Χριστὸν τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν», το φεγγάρι χαμήλωσε τόσο, που θέλησε να μπει από την οροφή στη σπηλιά δίνοντάς της όλο το φως του. Φεγγοβόλησε η σπηλιά, φεγγοβόλησαν τα πρόσωπα, άστραψαν οι εικόνες και όλων τα χείλη έψαλλαν πάλι: «Τὴν ἀνάστασίν σου Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν».
Βγήκαν από τον ναό και στάθηκαν κάτω από τις μεγάλες πλάκες, που σχημάτιζαν τον τρούλο του. Ο γέροντας προχώρησε στην ανάγνωση του Ευαγγελίου και, όταν τελείωσε, απ’ όλων τα χείλη βγήκε δυνατά τώρα, αντιβοώντας τη σπηλιά, το «Χριστός ἀνέστη». Στα πρόσωπα όλων αντιφέγγιζε η χαρά, δάκρυα έτρεχαν απ’ όλων τα μάτια και σε λίγο ουράνια, θεία ευωδία γέμισε τον χώρο. Στη χαρά της ανάστασης όλα συμμετείχαν. Ο ουρανός και η γη, τα έμψυχα και άψυχα της φύσης. Ο Αγγελής με θολωμένα μάτια από τα δάκρυα κοίταξε γύρω συνεπαρμένος. Σαν να είδε σκιές ασκητών να κατηφορίζουν από τα σπηλιάρια, που υπήρχαν στα τοιχώματα, και να γεμίζουν τον χώρο της σπηλιάς.
«Δεν μπορεί», αναρωτήθηκε, «πού βρέθηκαν τόσοι ασκητές;». Ίσως ήταν οι ψυχές των κεκοιμημένων, που κατέβηκαν στον χώρο που ασκήτεψαν για να γιορτάσουν την ανάσταση με τους ζώντες αδελφούς τους. Η θριαμβεύουσα Εκκλησία ήρθε να συναντήσει την αγωνιζόμενη αυτή την ώρα, που σκυλεύτηκε ο Άδης και αναστήθηκε ο Αμνός του Θεού[1].
Μπήκαν πάλι στον ναό, μα, καθώς προχωρούσαν να πάρουν τη θέση τους, ο γέροντας κοντοστάθηκε και, μένοντας πίσω από τους άλλους, σαν να τον είδε ο Αγγελής στιγμιαία με την άκρη του ματιού του να σκύβει προς τις σκιές που αχνοφέγγιζαν και να χαιρετάει.
Σ’ αυτό το κλίμα χαράς και συγκίνησης, αλλήλων περιπτύξεως και λύτρου λύπης, προχώρησαν στον όρθρο και έφτασαν στη θεία λειτουργία. Όταν έγινε η Μεγάλη Είσοδος από τους δύο λειτουργούς στάθηκε ο Αγαθάγγελος στην Ωραία Πύλη και υψώνοντας τα τίμια δώρα ευχήθηκε για όλους τους παρευρισκόμενους στον ναό αδελφούς: «Του ιερομονάχου Ονούφριου, των μοναχών Ανανία, Γαλακτίωνος, Ιερεμία, Θεοφυλάκτου, Τιμοθέου, Αντωνίου. Των δούλων του Θεού Αγγελή, Ιωσήφ, Ματθαίου και υπέρ αναπαύσεως των κεκοιμημέων δούλων του Θεού Μαρίας και Ιωσήφ».
Στο άκουσμα των τελευταίων λέξεων ο Αγγελής γύρισε και κοίταξε απορημένος τον διορατικό Αγαθάγγελο. Μετά, συνειδητοποιώντας τα λόγια του, έσκυψε το κεφάλι και έκλαψε βουβά.
Η λειτουργία τελείωσε με τη βοήθεια των ασκητών, που μαζεύτηκαν γύρω στον Αγγελή και έψαλλαν όλοι μαζί, προσπαθώντας να τον βοηθήσουν να ξεπεράσει τη θλίψη του. Και πράγματι, κοντά στις άγιες μορφές ξαναβρήκε τον εαυτό του γρήγορα κι ο νους του γύρισε πάλι στα τεκταινόμενα. Στο τέλος όλοι κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων δοξάζοντας τον Θεό, που τους αξίωσε τέτοιας πανήγυρης.
Οι ασκητές δεν θέλησαν να μείνουν στην τράπεζα, αλλά αρκέστηκαν στο κομμάτι από αντίδωρο, που πήραν, και έφυγαν ένας-ένας για τη σπηλιά του, αφού αποχαιρέτησαν αλλήλους και τον Αγγελή σταυροφιλώντας τον.
Ο γέροντας κάλεσε τον Αγαθάγγελο να μείνει το βράδυ μαζί τους στη σπηλιά και στο τραπέζι της αγάπης και αυτός δέχτηκε. Έτσι κάθισαν όλοι μαζί στο φαγητό τούτη την άγια νύχτα. Ο Αγγελής έδειχνε σκεφτικός, ο νους του ξαναγύρισε στη μάνα του και στον παππού του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι πέθαναν. Ρώτησε δειλά τον Αγαθάγγελο:
- Γέροντα, συγχώρεσέ με, μα εξήγησέ μου!
- Παιδί μου, είναι ορισμένα πράγματα που δεν εξηγούνται, γιατί είναι πέρα από τ’ ανθρώπινα. Ο Θεός μας αξιώνει πότε-πότε να θωρούμε και να νιώθουμε γεγονότα και καταστάσεις, που και σε μας είναι μυστήρια και δεν εξηγούνται κατά το ανθρώπινο. Μη με ρωτάς, λοιπόν, για πράγματα που δεν μπορώ να σου δώσω απάντηση, αλλά που είμαι σίγουρος ότι γενήκανε. Στην προσκομιδή[2], όταν έκοψα την μερίδα τους, το αισθάνθηκα έντονα.
Τον λόγο πήρε ο γέροντας Ονούφριος και είπε:
- Αγγελή, παιδί μου, έζησες και συ όσες μέρες είσαι ’παέ πολλά από τούτα τα μυστήρια. Αισθάνθηκες την ευωδία των άγιων λειψάνων της σπηλιάς, είδες το φως, που έλουσε τον ναό. Είδες απόψε, που θείᾳ εὐσπλαχνίᾳ χαμήλωσε ο ουρανός και γίναμε όλοι ένα, πως πέρα από τούτη τη ζωή υπάρχει κάτι άλλο, απείρως ωραιότερο. Μη λυπάσαι, λοιπόν, υπερβολικά γι’ αυτούς που φεύγουνε και που έχουνε κάμει το καθήκον τους στη ζωή, μα για κείνους που μένουνε κι είναι αμαρτωλοί και αμετανόητοι. Γι’ αυτούς να κλαις και να προσεύχεσαι να τους λυπηθεί ο Θεός και να τους δώσει μετάνοια. Είδα, παιδί μου, τους συνασκητές μου, τους γεροντάδες μου, όλους να φεύγουνε από τη ζωή, ένας-ένας. Εγώ τους συμπαραστάθηκα και τους έκλεισα τα μάθια κι έθαψα στη γη τα άγια σώματά τους. Ε, λοιπόν, απόψε τους ξανάδα στην Ανάσταση κι όχι μόνο τους είδα, μα είπαμε και «Χριστός ανέστη». Ίσως τους είδες και συ. Ας μας αξιώσει ο Θεός κι εμάς να τους μοιάσομε και να πάμε εκειά που πήγανε κι αυτοί.
- Τους είδα, γέροντα, τους είδα, λέει ο Αγγελής συγκινημένος, μα η μάνα μου, ο πατέρας μου κι ο παππούς μου, που ήτανε στον κόσμο κι όχι σε μια σπηλιά, να σωθούνε θένε[3] κοντώ;
- Από χέρια Αγαρηνών φύγανε και ’μείς θα κάμομε τα απαραίτητα για τη θεία ευσπλαχνία και θ’ αναπαυθεί η ψυχή τους, παιδί μου, του λέει ο Αγαθάγγελος. Κι όταν πάρεις το μοναχικό σχήμα[4], ε, τότε σίγουρα θα ’ναι κοντά με τσ’ αγίους και τον Δημιουργό μας.
Στην τελευταία φράση ο Αγγελής χαμογέλασε. Τώρα γι’ αυτό θα αγωνιστεί μ’ όλες του τις δυνάμεις. Να γίνει ένας άξιος μοναχός, ώστε να μοιάσει σ’ αυτούς τους γεροντάδες, που τους έδωσε τόση χάρη ο Θεός.
[1] Αμνός (αρνάκι) του Θεού χαρακτηρίζεται στο ευαγγέλιο ο Ιησούς Χριστός, επειδή θυσίασε τον εαυτό Του για τους ανθρώπους, όπως οι Ιουδαίοι στην Παλαιά Διαθήκη θυσίαζαν αρνάκια προς τον Θεό.
[2] Προσκομιδή: τελετή προετοιμασίας της θείας κοινωνίας, που γίνεται κατά τη διάρκεια του όρθρου, πριν την έναρξη της θείας λειτουργίας. Εκεί ο ιερέας τοποθετεί στο ιερό δισκάριο ένα ψιχίο από το κεντρικό τμήμα του πρόσφορου (του άρτου, δηλ. του ψωμιού, το οποίο προσφέρεται για την παρασκευή της θείας κοινωνίας) για κάθε όνομα ζώντος ή κεκοιμημένου (νεκρού) που μνημονεύει, και όλα εκείνα, αργότερα, μαζί με τις «μερίδες» του Ιησού Χριστού, της Θεοτόκου, των αγγέλων και των αγίων, θα ενωθούν μέσα στο άγιο ποτήριο.
[3] Να… θένε: θα (να σωθούνε θένε κοντώ: θα σωθούν άραγε;).
[4] Μοναχικό σχήμα: διακριτικό ένδυμα που φορεί ο μοναχός, μέρος της στολής του, διακοσμημένο με ιδιαίτερα σύμβολα και συντομογραφίες πνευματικών φράσεων (ρητών).
ΙΙ
...Σαν πέρασε ο βαρύς χειμώνας, ο Αγαθάγγελος πρότεινε στον γέροντα να επισκεφθούν με τον Αγγελή τους ασκητάδες και τα μοναστήρια της περιοχής. Θεωρούσε καλό για τον υποψήφιο μοναχό να δει πώς ζουν οι ασκητές και οι μοναχοί, ώστε να πάρει εμπειρίες, γνώσεις και παραδείγματα χρήσιμα και απαραίτητα στην πορεία του. Ο γέροντας συμφώνησε και έτσι, μόλις μπήκε ο Απρίλης, με ξεναγό τον Αγαθάγγελο άρχισαν μια μεγάλη περιοδεία στα Αστερούσια. ......
Τις επόμενες μέρες ο Αγγελής γνώρισε τον τόπο που έμεναν όσοι από τους ασκητές είχαν έρθει στη σπηλιά τη βραδιά της Ανάστασης. Τους συνάντησε όλους σε μια κρυφή σπηλιά, που τη λέγαν «σπηλιά της σύναξης», αφού χρησίμευε σαν τόπος συνάντησης των ασκητών της περιοχής.
Κάθονταν όλοι περιμετρικά πάνω σε πέτρες και με πολλή χαρά υποδέχτηκαν τον νέο. Ο Αγγελής κάθισε σε μία γωνιά και τους άκουγε που μιλούσαν στην αρχή για θέματα πνευματικά και στη συνέχεια για γέροντες που μόναζαν σε μακρινά ερημητήρια και είχαν ανάγκη επισκέψεως και φροντίδας. Στο τέλος μίλησαν και για τον νέο λέγοντας πως έπρεπε να γίνει γρήγορα η κουρά του, για να χαρούν τα ουράνια, μα και όσοι ακόμη δεν είχαν αφήσει τα επίγεια και ζούσαν κοντά του.
- Ο γέροντάς σου πρέπει να χαρεί, είπε με νόημα ένας κοντός, σγουρογένης ασκητής στον Αγγελή, που οι άλλοι τον φώναζαν Σιλουανό.Ο Αγαθάγγελος πήρε κατόπιν τον νεαρό συνοδοιπόρο του και τον φιλοξένησε για μία βδομάδα στο μικρό σπηλιάρι του. Ήταν σαν αετοφωλιά στο κοίλωμα ενός μεγάλου βράχου, που έστεκε στη μύτη ενός γκρεμού. Ο διορατικός ασκητής είχε πελεκήσει την άκρη της και είχε χτίσει γύρω-γύρω μια μικρή είσοδο με κοπανισμένη πέτρα, που την έκανε λάσπη αναμειγνύοντάς τη με λίγο χώμα και νερό. Το πορτάκι της ήταν από πυκνοδεμένα ξύλα πικροδάφνης, για να μην μπαίνουν ποντίκια και ερπετά, που υπήρχαν άφθονα στις ρίζες του φαραγγιού, όπου έτρεχε το νερό ενός χειμάρρου. Μέσα ένα πελεκημένο στον βράχο κρεβατάκι, που ίσα που χωρούσε το σώμα του ασκητή, με δυο κλινοσκεπάσματα παλιά και μια μικρή εστία, αποτελούμενη από δύο πέτρες κι ένα μπρίκι επάνω της για το λιτό φαγητό του. Δυο-τρία βιβλία χειρόγραφα, τρεις εικόνες κι ένα καντήλι συμπλήρωναν τη λιγοστή οικοσκευή του ερημίτη.
Ο Αγγελής ήταν λιγομίλητος. Έβλεπε, άκουγε και σιωπούσε. Αυτό γινόταν για αρκετό καιρό. Του είχε γίνει πλέον συνήθεια να μην ανοίγει το στόμα του παρά μόνο αν είχε κάτι να πει σημαντικό. Είχε διδαχτεί από τον γέροντά του τον τρόπο να κλείνει την πόρτα στους λογισμούς και να ανοίγει την καρδιά του στον Χριστό. Σ’ αυτά τα βουνά διδάχθηκε τη νοερά προσευχή από τον ερημίτη Αρσένιο ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης και ο φίλος του Γεράσιμος. Εδώ μυούνταν στην ίδια προσευχή οι νέοι από τους παλιούς ασκητάδες και έτσι απελευθερώνονταν από τους λογισμούς και τα πάθη. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», πέντε λέξεις επαναλαμβανόμενες συνεχώς, ήταν το κλειδί που ξεκλείδωνε τις κλειστές πόρτες της καρδιάς για να μπει ο Χριστός. Και ο Αγγελής γρήγορα το πέτυχε με τη συμπαράσταση και τη βοήθεια του γέροντα. Αυτή την προσευχή έλεγε νοερά μέσα του κάθε ώρα και στιγμή, από το πρωί μέχρι το βράδυ, μέχρι που η καρδιά του χτυπούσε στον ρυθμό της και την επαναλάμβανε μόνη της. Έτσι γρήγορα έμοιασε στους λιγοθώρητους και λιγομίλητους ασκητάδες και προσαρμόστηκε στη ζωή τους.
Και τώρα, στη σπηλιά του Αγαθάγγελου, χωρίς περιέργεια και κουβέντες, καθόταν στην άκρη μιας πέτρας και περίμενε τον λόγο του ασκητή. Ο Αγαθάγγελος θαύμαζε την ταπεινότητά του χωρίς να του το δείχνει. Συμπαθούσε περίσσια αυτόν, που πολύ πριν τον γνωρίσει, είχε πληροφορία από τον Θεό για τον ερχομό του. Στο μικρό κρεβάτι αναπαυόταν τα βράδια ο Αγγελής, που έκανε υπακοή στην θέληση του Αγαθάγγελου να του προσφέρει το κατάλυμά του. Ο ίδιος κοιμόταν σ’ ένα φυσικό πεζουλάκι, που σχημάτιζε ο βράχος στην είσοδο του κελλιού του.
Τις μέρες που έμεινε στον Αγαθάγγελο γνώρισε όλες τις εκκλησίες της περιοχής, κρυφές και φανερές. Καθημερινά περπάταγαν βουνοπλαγιές και κορυφές, για να προσκυνήσουν και ν’ ανάψουν τα καντήλια τους. Κάθε μέρα γνώριζε και συνομιλούσε με κάποιον ερημίτη, που άλλοτε του φαινόταν γνωστός και οικείος κι άλλοτε παντελώς άγνωστος. Μάρτσαλο, Λίθινο, Αγιοφάραγγο, Ράξος, Βίγλα, ξεδίπλωσαν τις ομορφιές τους στα μάτια του Αγγελή. Ακόμα και στις παρυφές του Κόφινα έφτασαν. Άλλες εκκλησίες ήταν κρυμμένες σε σπηλιές και δεν φαίνονταν κι άλλες σε πλαγιές και κορυφές των βουνών. Κάθε πρωί λειτουργούσαν και σε κάποια κι ο Αγγελής ένιωθε το ίδιο δέος, την ίδια συγκίνηση, όταν στο γλυκοχάραμα, στην ησυχάδα των βουνών, σ’ ένα ταπεινό εκκλησάκι, έψαλλε δακρυσμένος τον χερουβικό ύμνο. Ένιωθε πως βρισκόταν εκεί, στον άυλο κόσμο, στην πνευματική κτίση, στην του Θεού πολιτεία. Κοντά λοιπόν στον Αγαθάγγελο συμπλήρωσε το οικοδόμημα της ψυχής του κι έμαθε όσα έπρεπε ακόμη, για να ’ναι άξιο μέλος της μοναστικής κοινότητας.
*****
Γύρισαν ξανά στη σπηλιά. Ο γέροντας φωτίστηκε μόλις τους ξαναείδε. Ένιωθε αδύναμος τις τελευταίες μέρες. Μα τώρα σα να ξαναπήρε δυνάμεις βλέποντας τους αδελφούς του.
- Γέροντα θα κανονίσω για την κουρά, είσαι σύμφωνος; του είπε ο Αγαθάγγελος.
- Να κανονίσεις, αν είναι έτοιμος και σύμφωνος και ο Αγγελής.
- Αγγελή, αισθάνεσαι έτοιμος να γίνεις μοναχός; ρωτά ο Αγαθάγγελος τον Αγγελή.
- Αν συμφωνεί και ο γέροντας, λέει τότε συγκινημένος ο νέος.
- Ωραία, θα ειδοποιήσω τους ασκητές στη λειτουργία της Κυριακής να παρευρεθούν στη σπηλιά για να γίνει η ένταξη του Αγγελή στην τάξη των μοναχών, λέει ο ασκητής και φεύγει.
«Τ’ αδέλφια μου κοντώ πού θα’ ναι;» σκέφτηκε ο Αγγελής.- Δεν θα στεναχωρηθεί κανείς, παιδί μου, του είπε ο γέροντας Ονούφριος, σαν να διάβασε τις σκέψεις του.
Για τους αγίους ασκητές του Αγιοφάραγγου μπορείτε να διαβάσετε εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου