Πέρα από το άτομο
Γεώργιος Δ. Κοντογιώργης, Το ελληνικό κοσμοσύστημα, τόμος Ε':
Η Βυζαντινή οικουμενική κοσμόπολη, ο ευρωπαϊκός Μεσαίωνας και ο
νεότερος κόσμος - Από τον ελληνικό στον ευρωπαϊκό δρόμο προς τη
«νεοτερικότητα», εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2021, ISBN: 978-960-08-0883-4.
Στον
παρόντα Ε´ τόμο, πυρήνα αποτελεί η διαπίστωση ότι στη βυζαντινή
οικουμένη ολοκληρώνεται η ανθρωποκεντρική μεθάρμοση του ελληνικού
κοσμοσυστήματος και αναδύονται οι θεμέλιες προϋποθέσεις για τη μεταβολή
κλίμακας, εντέλει για τη μετάβαση από τη μικρή στη μεγάλη κλίμακα που
ορίζει το κράτος έθνος.
Υπό το
πρίσμα αυτό, κληθήκαμε να αναζητήσουμε το περιεχόμενο, το πλαίσιο, τα
όρια των εξελίξεων αυτών καθώς και τους όρους, δηλαδή τα αίτια, που
επέτρεψαν στις δυνάμεις του παλαιού καθεστώτος να ορθώσουν αναχώματα στο
εσωτερικό της βυζαντινής κοσμόπολης, έτσι ώστε να οδηγήσουν εντέλει
στην ανάσχεση του ελληνικού δρόμου προς τη μεγάλη κλίμακα και στην
επιδιαιτησία των δυνάμεων της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Η
αναζήτηση μιας απάντησης στο συγκεκριμένο ερώτημα μας φέρνει
αντιμέτωπους αφενός με τις νέες πραγματικότητες που διαμορφώνονται στη
δεσποτική περιφέρεια της ανθρωποκεντρικής οικουμένης ως αποτέλεσμα της
μετακένωσης των παραμέτρων της μεγάλης κλίμακας σε αυτήν και αφετέρου με
τη διαφορά φύσεως που υποκρύπτει η πρόσληψή της από την Εσπερία σε
σύγκριση με την αντίστοιχη από τους Σλάβους και τους Άραβες.
Εκτιμάμε
ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι από μόνη της ικανή να εξηγήσει
γιατί η μετακένωση των παραμέτρων της μεγάλης ανθρωποκεντρικής κλίμακας
στην Εσπερία επέτρεψε στην ιδιωτική δεσποτεία να επανέλθει στην Ιστορία
με δίαυλο την κρατική/απολυταρχική δεσποτεία. Μας φέρνει παράλληλα
αντιμέτωπους με το διακύβευμα της μεθάρμοσης ηγεσίας καθοδόν προς τη
μεγάλη κλίμακα, συνακόλουθα και στην αναζήτηση των αιτιών που σε βάθος
χρόνου οδήγησαν στην ήττα του ελληνικού δρόμου.
Η
διαλεκτική σχέση μεταξύ της ανθρωποκεντρικής/βυζαντινής μήτρας και της
ευρωπαϊκής περιφέρειας επαναφέρει για μια ακόμη φορά το ζήτημα της
λειτουργίας της δεσποτικής περιφέρειας ως εμβρυουλκού στις μεγάλες
μεταβατικές φάσεις του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Όντως, στην
περίπτωση της Εσπερίας θα επαναληφθεί το προηγούμενο της Μακεδονίας και
της Ρώμης, οι οποίες προσήλθαν να διαιτητεύσουν στις υποθέσεις της
ανθρωποκεντρικής μήτρας, δίδοντας λύση στο εσωτερικό πρόβλημα που
υπαγορεύει η ομόλογη κοσμοσυστημική βιολογία.
Εντούτοις,
σε αντίθεση με τις προγενέστερες παρεμβάσεις της περιφέρειας, οι
επιπτώσεις που είχε η ανάληψη της πρωτοβουλίας των κινήσεων από την
εσπεριανή περιφέρεια θα αποδειχθούν κοσμοϊστορικές, καθόσον έμελλε να
απολήξουν στην ανατροπή της ίδιας της ανθρωποκεντρικής βιολογίας. Η εν
λόγω πρωτοβουλία θα οδηγήσει εντέλει στη μεγάλη κλίμακα, πλην όμως με
την εξ ανάγκης ακύρωση του κεκτημένου της ανθρωποκεντρικής οικουμένης
που διήγε ο ελληνικός κόσμος –και υποσχόταν ο ομόλογος δρόμος– και τη
συνεπακόλουθη ανθρωποκεντρική επανεκκίνηση της νεοτερικότητας από τη
μηδενική αφετηρία που βίωνε η ευρωπαϊκή περιφέρεια.
Οπωσδήποτε, παραμένει γεγονός ότι η «Ευρώπη» γεννήθηκε στο Βυζάντιο, προϋπέθετε δε την απόσειση του Μεσαίωνα.
***
Γεώργιος Δ. Κοντογιώργης, Το ελληνικό κοσμοσύστημα, τόμος ΣΤ': Η
Βυζαντινή οικουμενική κοσμόπολη, ο ευρωπαϊκός Μεσαίωνας και η
«νεοτερικότητα» - Η νεοτερική «επιστήμη» στη δοκιμασία της
Κοσμοσυστημικής Γνωσιολογίας, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2021, ISBN: 978-960-08-0884-1.
Στις
σελίδες που προηγήθηκαν καταδείξαμε πώς η κοσμοσυστημική γνωσιολογία,
και κυριολεκτικά το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα που ξεδιπλώσαμε με
θεμέλια αφετηρία τον ελληνικό κόσμο, προσφέρεται να λειτουργήσει ως
επιστημονικός αποκωδικοποιητής του κοινωνικού φαινομένου, ως ταξιθέτης
της έλλογης βιολογίας του και, σε τελική ανάλυση, ως διαγνώστης των
λύσεων που προσιδιάζουν στα πράγματα.
Η
γνωσιολογική αυτή επιλογή μάς φέρνει αντιμέτωπους με την «επιστήμη» της
νεοτερικότητας, την οποία υποβάλαμε στη δοκιμασία της κοσμοσυστημικής
γνωσιολογίας δίκην σταθεράς σε όλη την έκταση του ανά χείρας έργου με
σημείο αναφοράς την αποδεικτική ικανότητα των πηγών.
Εντούτοις,
η περίπτωση του Βυζαντίου εγείρει πλήθος άλλων ζητημάτων που επέβαλαν
έναν πιο διεξοδικό διάλογο της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας με τη
νεοτερική «επιστήμη», από τον οποίο ακριβώς αναδεικνύεται εναργέστερα το
γνωσιολογικό αβαθές της φερόμενης ως κοινωνικής επιστήμης που διακινεί η
νεοτερικότητα και το ιδεολογικό φορτίο που, σε τελική ανάλυση, την
αποτρέπει να συναντηθεί με τις πραγματικότητες της ίδιας της εποχής της.
Από
τον εν λόγω διάλογο αναμένεται να προκύψει η συνειδητοποίηση της
ανάγκης για ένα νέο γνωστικό εγχείρημα που θα δίνει απαντήσεις στα
κρίσιμα ερωτήματα της επιστήμης και θα επικεντρώνεται στη θέση που
κατέχει η εποχή μας στην ταξινομία της ανθρωποκεντρικής βιολογίας, κατ’
επέκταση, και στην προβληματική της μετάβασης προς την εποχή που θα
ακολουθήσει.
Η ανάγκη μιας νέας
επιστήμης αποβαίνει επιτακτική λόγω της διαπιστούμενης ήδη και με
ραγδαίους ρυθμούς υπέρβασης του κόσμου που οικοδόμησε η φάση της
μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Υπέρβαση η οποία
μάλιστα γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στο πεδίο των αξιών και των θεσμών που
στις ημέρες μας παραμένουν ερμητικά εγκλεισμένοι στο σπήλαιο του 18ου
αιώνα, το οποίο οικοδόμησαν οι πνευματικοί θύλακες του Διαφωτισμού.
Ώστε
η συγκρότηση ενός γνωσιολογικού επιχειρήματος που θα απαντά στις
απαιτήσεις της επιστήμης αποβαίνει στις ημέρες μας περισσότερο από
αναγκαία προκειμένου ο χειμαζόμενος κόσμος της νεοτερικότητας να
αποσείσει τις βεβαιότητές του με τον ίδιο τρόπο που έπραξε στη φάση της
μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό με όχημα τον
Διαφωτισμό.
Διακύβευμα της νέας
επιστήμης είναι η άρση των δύο μεγάλων ρήξεων που πραγματοποίησε η
νεοτερικότητα με την κλασική και την βυζαντινή «αρχαιότητα» προκειμένου
να νομιμοποιήσει κρίσιμες επιλογές καθοδόν προς τη μετάβαση από τη
δεσποτεία στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό.
Ο
τελικός στόχος της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας είναι να εγκατασταθεί ο
νεότερος κόσμος σε ένα νέο διανοητικό περιβάλλον, ομοθετικό με την
εποχή του και με τη δυναμική της εξέλιξης προς το μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου