Ὁμοτ. Καθηγ. Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπ. Ἀθηνῶν
«Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, νέκρωση τοῦ Θανάτου»...
Μὲ τὰ ἀπαισιότερα συναισθήματα ἀντιμετωπίζεται συνήθως ὁ θάνατος. Ὁ
πολιτισμός μας, γιὰ τὸν ὁποῖο τόσο καυχόμαστε, δὲν μᾶς ἔχει ἐξοικειώσει
μὲ τὴν μεγαλύτερη καὶ τραγικότερη πραγματικότητα στὴ ζωή μας, τὸν
θάνατο. Οὔτε μᾶς ἔχει συμφιλιώσει μαζί του. Γι᾿ αὐτὸ λείπει στὴ σημερινὴ
κοινωνία μία ρεαλιστικὴ φιλοσοφία τοῦ θανάτου. Βέβαια, σ᾿ αὐτὸ
συντρέχουν διάφοροι λόγοι.
Ὁ ὀλιγόπιστος φοβᾶται τὸν θάνατο, διότι βλέπει τὴν ἀνετοιμότητά του νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ. Ὁ
ἄπιστος ἢ ἄθεος, ποὺ στηρίζει ὅλες τὶς ἐλπίδες του στὸν κόσμο αὐτό,
βλέπει τὸν θάνατο σὰν καταστροφή. Γι᾿ αὐτὸ ἀποφεύγει νὰ μιλεῖ γιὰ τὸν
θάνατο ἢ χλευάζει τὸν θάνατο, ἀλλὰ στὸ βάθος τὸν φοβᾶται. Ὅπως τὸν
φοβοῦνται οἱ οἰκονομικὰ εὔρωστοι, διότι θὰ τοὺς κάμει νὰ χάσουν ὅσα
ἔχουν, ἀλλὰ καὶ οἱ προλετάριοι τοῦ κόσμου μας, μολονότι διατείνονται,
ὅτι βλέπουν τὸν θάνατο σὰν σωτηρία. Διότι γι᾿ αὐτούς, κυρίως, ἰσχύει ὁ
λόγος τοῦ Δ. Σολωμοῦ: «Γλυκειὰ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μαυρίλα».
Γιά τόν χριστιανό, ὅμως, καί μάλιστα τόν πατερικό, δηλαδή
τόν ὀρθόδοξο, τό μυστήριο τοῦ θανάτου ἔχει λυθεῖ. Ἡ Σφίγγα τοῦ θανάτου
διέκοψε τὴ σιωπή της. Τὸ αἴνιγμα, ποὺ τόσο ἀπασχόλησε τὸ ἀνθρώπινο
πνεῦμα καὶ μόνον ἡ σωκρατικὴ - πλατωνικὴ μεγαλοφυΐα μπόρεσε νὰ ψαύσει
στὸν «Φαῖδρο», ἔχει πιὰ ἐξιχνιαστεῖ καὶ ἀπομυθευθεῖ. Μένει, βέβαια, καὶ
γιὰ τὸν χριστιανὸ ὁ θάνατος «μυστήριο».
«Ὄντως
φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον» - ψάλλουμε στὴ νεκρώσιμη
ἀκολουθία. Τὸ μυστήριο ὅμως δὲν ἔγκειται στὴν ὕπαρξή του, ἀλλὰ στὶς
συνέπειές του: «πῶς ἡ ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος βιαίως χωρίζεται!...»
Ἡ συμμετοχὴ τοῦ πιστοῦ στὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ
βοηθᾶ στὴν κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ ζωὴ
εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα «ἐξ οὐκ ὄντων» (ἀπὸ τὸ
μηδὲν) καὶ μᾶς ἔφερε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Ὁ θάνατος, ἐξάλλου,
εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν θέληση τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι φυσικὴ κατάσταση, ἀλλὰ
συνδέεται μὲ τὸ τραγικὸ γεγονὸς τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀστοχίας τοῦ ἀνθρώπου
νὰ μένει στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν», «φθόνῳ διαβόλου εἰσῆλθεν θάνατος εἰς τὸν κόσμον».
Ὁ
Θεός ἐπέτρεψε τόν θάνατό μας, «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται». Αὐτή
εἶναι ἡ θεολογική ἑρμηνεία τοῦ θανάτου ἀπό τούς Ἁγίους μας, τούς
ἀληθινούς θεολόγους.
Ἡ
ἁμαρτία, ὡς πτωτικό γεγονός, ἀδρανοποίησε καί νέκρωσε, τελικά, τήν ζωή
μας, πού εἶναι ἡ ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά μας, τό κέντρο τῆς
ὕπαρξής μας. Αὐτός ὁ «χωρισμός» ἀπό τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ
πνευματικός θάνατος, πού προκάλεσε καί τόν σωματικό - βιολογικό θάνατό
μας.
Στόν πνευματικό θάνατο πρέπει νά ζητηθεῖ ἡ αἰτία καί τοῦ σωματικοῦ θανάτου.
Θρῆνος, λοιπόν, κατὰ τὴν κήδευση κάποιου ἀγαπητοῦ μας προσώπου
(«Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον...», ψάλλουμε) δὲν
συνδέεται μὲ τὸν πρόσκαιρο χωρισμό μας, ἀλλὰ μὲ τὴν αἰτία ποὺ προκάλεσε
τὸν θάνατό μας, τὴν ἁμαρτία. Ὁ σωματικὸς θάνατος εἶναι διάσπαση τῆς ἁρμονικῆς σχέσης καὶ συλλειτουργίας ψυχῆς καὶ σώματος, ὡς τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη σάρκα νεκρώνεται, φθείρεται καί, ἐπιστρέφοντας στὸ χῶμα, διαλύεται.
Ἡ ψυχὴ ὅμως δὲν φθείρεται οὔτε διαλύεται, διότι
ὁ Θεὸς τὴν δημιούργησε πνευματική. Περιμένει τὸ «κέλευσμα» (παράγγελμα)
τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ (Α´ Θεσ. δ´ 16), γιὰ νὰ
ξαναενωθεῖ μὲ τὸ ἀναστημένο σῶμα καὶ νὰ ζήσει αἰώνια μαζί Του, σὲ μίαν
ἄλλη ζωή, ποὺ θὰ εἶναι ὅμως αἰώνια συνέχεια τῆς γήινης ὕπαρξής μας.
Ὁ «νόμος τῆς ἀφθαρσίας» ἰσχύει ἀπόλυτα στό δημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ.
Τίποτε δέν χάνεται ἀπό αὐτό. Γι᾿ αὐτό κάθε στιγμῆς τῆς παρούσας ζωῆς
ἔχει γιά τόν χριστιανό σωτηριολογική σημασία, διότι ἀπό τόν τρόπο πού τῇ
ζοῦμε, κρίνεται ἡ σωτηρία μας, ἡ κατάστασή μας στή μετά θάνατον ὕπαρξή
μας (βλ. Β´ Κορ. στ´ 7).
Ὁ Χριστός, μὲ ὅλο τὸ σωτήριο ἔργο Του, ἐπιφέρει τὴν πλήρη ἄρση ὅλων
τῶν συνεπειῶν τῆς πτώσης. Συντρίβει τὴν ἁμαρτία πρῶτα στὴ δική Του
ἀναμάρτητη φύση, ποὺ δὲν νικιέται ἀπὸ τὴ θανατηφόρο δύναμη τῆς ἁμαρτίας,
ἀλλὰ καὶ πάνω στὸν Σταυρό Του, στὸν ὁποῖο θανάτωσε τὴν δική μας
ἁμαρτία, τὴν ἁμαρτία ὅλου του κόσμου (Ἰω. α´ 29).
ὅπως ὁ καλός γιατρός δέν ζητεῖ τόν θάνατο τοῦ ἀσθενοῦς, ἀλλά τῆς νόσου. Γι᾿ αὐτό στή Θεία Λειτουργία ὀνομάζεται ὁ Χριστός «ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν».
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ κορύφωση τῆς νίκης Του πάνω στὴν ἁμαρτία μας καὶ γι᾿ αὐτὸ νοηματοδοτεῖ ὅλη τὴν ὕπαρξή μας. Ἐνῶ ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου βαδίζει πρὸς ἕνα τέλος, ὁ ἄνθρωπος στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως ἀποδεικνύεται χωρὶς τέλος.
Διότι στὸ ὅριο ἱστορίας καὶ μεταϊστορίας βρίσκεται ὁ Νικητὴς τοῦ
Θανάτου, ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος «θανάτῳ ἐπάτησε τὸν Θάνατον» καὶ μεῖς
«Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν», τὸν θάνατο τοῦ Θανάτου.
Ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ νίκη πάνω στὸν Θάνατο.
Ἔξω ἀπὸ τὴν σχέση μας μὲ τὸν Χριστό, ὁ θάνατος γίνεται φοβερὸς καὶ
ἀδυσώπητος. Μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστὸ ὁ Θάνατος ἀπομυθοποιεῖται.
Καταλύεται ἡ παντοδυναμία του (Ἑβρ. β´ 14). Ὁ Χριστὸς κατήργησε τὸ
φόβητρο τοῦ θανάτου, ὥστε χριστιανικὰ ὁ θάνατος νὰ νοεῖται ὡς ἡ ἀληθινὴ γέννηση καὶ ἀναμονὴ τῆς κοινῆς ἀνάστασης.
Κατανοεῖται,
ἔτσι, τό παράδοξο: ἐνῶ ὁ «κόσμος» γιορτάζει γενέθλια, ἐμεῖς οἱ
χριστιανοί πανηγυρίζουμε τήν «μνήμην», τήν κοίμηση, τῶν Ἁγίων μας.
Διότι ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου γιά τόν αὐθεντικά χριστιανό εἶναι ἡ ἀληθινή γέννησή μας («γενέθλιος ἡμέρα») στήν ἀληθινή ζωή.
Ὁ ὀρθόδοξος πιστός, ὅμως,
ζεῖ τὶς περίεργες γιὰ τὸν χωρὶς Θεὸ πραγματικότητες, μετέχοντας στὴ ζωὴ
τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Δὲν ἀρκεῖ γι᾿ αὐτὸ τὸ τυπικὸ βάπτισμα.
Χρειάζεται μετοχὴ στὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ ὕπαρξη. Στὰ
ὅρια αὐτῆς τῆς ζωῆς ὁ πιστὸς πεθαίνει κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς του,
νεκρώνεται, μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ
ζήσει μέσα στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ «αἰώνιος ζωή». Γι᾿ αὐτὸ μας
διδάσκουν οἱ μοναχοί μας, οἱ αὐθεντικοὶ πιστοί: «Ἐὰν πεθάνεις, πρὶν
πεθάνεις, δὲν θὰ πεθάνεις, ὅταν πεθάνεις»!
Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται»
(Ἰω. ια´ 25) σημαίνει, ὅτι ἡ μέσῳ τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς πνευματικῆς
ζωῆς ἕνωσή μας μαζί Του, μᾶς συνδέει καὶ πάλι μὲ τὴν γεννήτρια τῆς ζωῆς,
τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι Αὐτός. Μᾶς ἐπαναφέρει στὴν κοινωνία καὶ
σχέση μὲ τὸν Θεό, ποὺ ζωοποιεῖ τὸν θάνατό μας καὶ μεταμορφώνει σὲ Ζωὴ
δική Του τὸν καθημερινὸ θάνατό μας.
Χωρίς
νά εἶναι, συνεπῶς, κανείς ζωντανό μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς
Ἐκκλησίας, δέν μπορεῖ νά ζήσει ἀληθινά, νά μετέχει τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ
ἁπλῶς βαπτισμένος ἔχει τὶς δυνατότητες καὶ προϋποθέσεις μετοχῆς στὴ ζωή
τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ δὲν σημαίνει ὅτι μετέχει σ᾿ αὐτήν, ἂν δὲν μετέχει
στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν ἁγίων μυστηρίων.
«Οὐχ
ὅτι ἅπαξ γεγενήμεθα τοῦ σώματος», λέγει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος. Δέν
τελειώνουν, δηλαδή, ὅλα ὅσον ἀφορᾶ τήν σωτηρία, μέ τό βάπτισμα. Μέ αὐτό
ἀρχίζουν. Τό βάπτισμα εἶναι τό ἄνοιγμα τῆς πύλης, ἀλλά πρέπει νά διαβεῖ
τήν πύλη κανείς καί νά ζήσει ἐν Χριστῷ.
Οἱ Ἅγιοί μας, μὲ τὰ ἀκέραια καὶ ἄφθαρτα λείψανά τους (π.χ.
Ἅγιος Σπυρίδων ἢ ὁ Ἅγιος Γεράσιμος) βεβαιώνουν τὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου
καὶ τῶν συνεπειῶν του (φθορᾶς) ἤδη μέσα στὴ ζωή μας αὐτή, ἀλλὰ καὶ
δίνουν μαρτυρία τῆς αἰωνιότητας μέσα στὴν ἱστορία. Βλέποντας τοὺς Ἁγίους
μας ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς (καὶ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία ἔχουμε ἐμεῖς οἱ
Ἑπτανήσιοι ἀπὸ μικρὰ παιδιά), οἰκοδομεῖ τὴν δική του φιλοσοφία γιὰ τὸν
θάνατο.
Ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ δίνει τὴν δύναμη,
ὥστε νὰ μὴ βλέπει ὁ πιστὸς τὸν θάνατο, ὅπως «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α´
Θεσ. δ´ 14), ἀλλὰ καὶ νὰ νικᾷ κάθε μορφὴ θανάτου (ἀποτυχίες, ἀρρώστιες,
παθήματα). Διότι δὲν δίνει ἀπόλυτο χαρακτήρα στὴ ζωὴ αὐτή. Δέν ἦταν οὔτε
μαζοχιστής οὔτε πεισιθάνατος ὁ ἀγιος ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἔλεγε: «τήν
ἐπιθυμίαν ἔχω εἰς τό ἀναλύσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι» (θέλω νά πεθάνω καί
νά εἶμαι μέ τόν Χριστό», Φιλ. ι´ 23).
Ὁ θάνατος εἶναι γιά τόν ὀρθόδοξο πιστό «μετάβαση» στήν ὄντως ζωή.
Ἕνας ὕπνος, πού περιμένει τό ξύπνημα στήν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα...
Βέβαια, ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια τοῦ τὴν φύση ἀθάνατος. Ἡ
ἀθανασία εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ὡς πλάσμα Του. Ἀθάνατος
εἶναι μόνον ὁ ἄκτιστος (ἀδημιούργητος) Θεὸς (Α´ Τιμ. στ´ 15).
Ἀθανασία,
ἐξάλλου, δέν εἶναι ἡ ἁπλή ἐπιβίωση, ἀλλά ἡ μετοχή στόν «παράδεισο», στή
χάρη ἢ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει καί ἡ εὐχή μας «αἰωνία ἡ
μνήμη». Νά μετέχει, δηλαδή, ὁ πιστός αἰώνια στήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, στή
βασιλεία του.
Ἡ Ὀρθοδοξία, μὲ ὅλη τὴν δομή της, προσφέρει στὸν πιστὸ τῇ δυνατότητα
συνεχοῦς μετοχῆς στὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τὰ μυστήρια
λ.χ. εἶναι συνεχὴς πραγμάτωση αὐτὴ τῆς δυνατότητας. Μὲ τὸ βάπτισμα
πεθαίνει κανεὶς μὲ τὸν Χριστὸ (Ρωμ. στ´ 3). Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ πρῶτα
βαπτιστήρια, οἱ ὁμαδικὲς «κολυμβῆθρες» τῆς Ἐκκλησίας, εἶχαν συνήθως τὸ
σχῆμα σταυροῦ.
Τὸ
βαπτιστήριο (ἡ κολυμβήθρα) εἶναι ὁ τάφος τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ «μήτρα» τῆς
ἐν Χριστῷ ἀναγεννήσεως. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ὀρθόδοξοι τελοῦμε τὸ βάπτισμα μὲ
τριπλῆ κατάδυση καὶ ἀνάδυση καὶ ὄχι μὲ ῥαντισμὸ ἢ ἐπίχυση. Ζοῦμε αἰσθητὰ
καὶ ὁρατὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή μας.
Ἡ Μετάνοια ἢ Ἐξομολόγηση εἶναι καί αὐτή θάνατος (τῆς ἁμαρτίας μας) καί ἀνάστασή μας στή νέα ζωή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Γι᾿ αὐτό εἶναι τόσο ἀναγκαῖο αὐτό τό μυστήριο, ὅπως καί ἡ ὁλοκλήρωσή του, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ μετοχή στή νίκη καί τῇ δόξα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ.
Πού βρίσκεται στά δεξιά τοῦ Πατρός, ὅπου μέ τήν Ἀνάληψή του
ἀνέβασε τήν ἀναγεννημένη φύση μας. Ἂν καὶ τὰ ἄλλα μυστήρια (Εὐχέλαιο,
Γάμος, Ἱερωσύνη π.χ.), προσφέρουν τὴν ἴδια δυνατότητα. Ὁ γάμος λ.χ.
εἶναι ἐνσωμάτωση τῆς νέας ζωῆς τοῦ ζεύγους στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε
καὶ στὴν εἰδικὴ αὐτὴ ὄψη τῆς ζωῆς τους νὰ ζοῦν τὸ ἴδιο μυστήριο τοῦ
θανάτου τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς συνεχοῦς ἀναστάσεώς τους σὲ μία ζωή, στὴν
ὁποία Κύριος εἶναι μόνον ὁ Χριστός.
Γι᾿ αὐτὸ - ἂν θέλουμε νὰ δοῦμε τὰ πράγματα στὴν ἀληθινή τους ὄψη
- ὁ πολιτικὸς γάμος εἶναι μὲν νόμιμος, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξισωθεῖ μὲ
τὸ μυστήριο, διότι πραγματοποιεῖ μὲν ἕνα «νομικὸν συνάλλαγμα», ἀλλὰ δὲν
μᾶς εἰσάγει στὴ ζωὴ τῆς Χάρης.
Συχνά, ὅταν μᾶς ὑποβάλλεται τὸ ἐρώτημα,
τί ἔχει νὰ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία στὴν ἀντιμετώπιση τῆς κάθε κοινωνικῆς
δυσλειτουργίας, ἡ ἀπάντησή μου εἶναι μία: ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ,
δὲν μοιράζει ἀσπιρίνες στοὺς πονοκεφάλους τοῦ κόσμου.
Εἰσάγει
σέ μία ζωή, πού δίνει τήν δυνατότητα στόν πιστό ἄνθρωπο νά νικᾶ συνεχῶς
τόν κάθε θάνατό του καί νά ὁμολογεῖ ὅπως στόν Ἀπ. Παῦλο: «ὡς
ἀποθνήσκοντες καί ἰδού ζῶμεν», «φαινόμαστε σάν νά πεθαίνουμε, καί ὅμως ζοῦμε», (Β´ Κορ. στ´ 9).
Τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς τῆς Ἱστορίας: Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι αὐτὸ ποὺ διαφοροποιεῖ τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸὁποιαδήποτε ἄλλη
θρησκεία. Οἱ ἄλλες θρησκεῖες ἔχουν ἀρχηγοὺς θνητούς, ἐνῶ κεφαλὴ τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Ἀναστημένος Χριστός.
«Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ» σημαίνει θέωση καί ἀνάσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως,
καί ἐλπίδα τῆς θέωσης καί ἀνάστασης τῆς δικῆς μας ὑποστάσεως.
Ἀφοῦ βρέθηκε τό φάρμακο, ὑπάρχει ἐλπίδα ζωῆς...
Διά
τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἀποκτᾶ ἄλλο νόημα καί ἡ ζωή καί ὁ θάνατος.
Ζωή σημαίνει κοινωνία μέ τόν Θεό. Δέν εἶναι πλέον θάνατος τό τέλος τῆς
παρούσας ζωῆς, ἀλλά ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Χριστό.
Ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα δέν εἶναι θάνατος, ἀλλά προσωρινός ὕπνος.
Ἡ
Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δικαιώνει τήν μοναδικότητα καί ἀποκλειστικότητά
Του ὡς Σωτήρα, ἱκανοῦ νά ζωοποιήσει ἀληθινά, νά μεταγγίσει τήν
καταλύτρια τοῦ θανάτου Ζωή Του στή φθαρτή ζωή μας.
Γι’
αὐτό καί προσανατολίζεται στόν Χριστό ἡ προσδοκία γιά τήν ὑπέρβαση τῶν
ἀδιεξόδων, πού συμπνίγουν τήν ζωή μας. Στόν Χριστό τῶν Ἁγίων, τόν Χριστό
τῆς Ἱστορίας.
Ὁ ἀλλοιωμένος «Χριστὸς» τῶν αἱρέσεων
ἢ ὁ «σχετικοποιημένος» Χριστὸς τοῦ θρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ τῆς
νεοεποχικῆς πανθρησκείας συνιστᾶ ἀπόρριψη τοῦ ἀληθινοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς
προσφερόμενης ἀπὸ Αὐτὸν Σωτηρίας. Ὁ Χριστὸς τῶν Ἁγίων μας εἶναι ὁ
Χριστὸς καὶ τῆς Ἱστορίας καὶ ἀποκλείει κάθε σύγχυσή Του μὲ ὁποιαδήποτε
λυτρωτικὰ ὑποκατάστατα ποὺ ἐπινοοῦνται γιὰ τὴν παραπλάνηση τῶν μαζῶν.
Διότι
μόνο ἔτσι μπορεῖ ἡ πλάνη νά συντηρεῖ τήν ἀπάτη, διευκολύνοντας τήν
κυριαρχία ἀντίχριστων δυνάμεων (πού ἔχουν εἰσχωρήσει ἀκόμα καί στήν
Ἐκκλησία) καί σκορπίζουν μέν τόν θάνατο, ἀλλά ἐμφανίζονται ὡς «ἄγγελοι
φωτός» καί «διάκονοι δικαιοσύνης».
Μέσα
ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μας συνειδητοποιοῦμε ὅτι δὲν ὑπάρχουν
τραγικότερες ὑπάρξεις ἀπὸ τοὺς «μὴ ἔχοντας ἐλπίδα» – ἐλπίδα ἀνάστασης,
βλέποντας τὸν βιολογικὸ θάνατο ὡς καταστροφὴ καὶ τέλος.
Σ’ αὐτὴ τὴν τραγικότητα ὑποκύπτει δυστυχῶς καὶ ἡ ἐπιστήμη,
ἀναζητώντας ἀπεγνωσμένη μεθόδους γιὰ παράταση τῆς ζωῆς καὶ μεταδίδοντας
τὴν ψευδαίσθηση ὑπερνίκησης τοῦ φυσικοῦ θανάτου. Ἐξ ἴσου ὅμως τραγικοὶ
εἶναι καὶ ὅσοι – ἀκόμη καὶ Χριστιανοὶ – παγιδεύονται στὰ στεγανὰ
χιλιαστικῶν ὁραμάτων καθολικῆς εὐημερίας καὶ ἐνδοκοσμικῆς ἐσχατολογίας,
χάνοντας τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς Ἀνάστασης καὶ θυσιάζοντας τὸ ὑπερκόσμιο
στὸ ἐνδοκομικὸ καὶ τὸ αἰώνιο στὸ πρόσκαιρο.
Ἡ
Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνάσταση καί τοῦ ἀνθρώπου καί σύνολης τῆς
κτίσης ἀποκτᾶ νόημα μόνο στό πλαίσιο τῆς Ἁγιοπατερικῆς σωτηριολογίας. Στή συσταύρωση δηλαδή καί συνανάσταση μέ τόν Χριστό.
Ἔτσι βιώνει τὴν Ἀνάσταση καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς στὴν ἱστορική του πορεία.
Πιστὴ στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἡ Ὀρθοδοξία, ἔχει χαρακτηριστεῖ
«Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως», διότι οἰκοδομεῖ ἐκεῖ ὅλη τὴν ἱστορική της
παρουσία, ἐμβολιάζοντας στὴ συνείδηση τῶν Λαῶν της τὴν ἀναστάσιμη
ἐλπίδα, κάτι ποὺ φανερώνεται στὴν πολιτιστική της συνέχεια.
Ἀνάμεσά τους καὶ ὁ Ἑλληνικὸς Λαὸς ἔμαθε
νὰ διαλύει στὸ Φῶς τῆς Ἀνάστασης τὰ σκοτάδια τῆς δουλείας του, ὅπως
στὴν Τουρκοκρατία, ὅταν στὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» δὲν ἀπόσταινε νὰ προσθέτει:
«καὶ Ἑλλὰς ἀνέστη!» Καὶ αὐτὸ γιὰ τετρακόσια χρόνια… Σὲ αὐτὸ τὸ
νοηματικὸ πλαίσιο κινεῖται ἡ ἐλπιδοφόρα ἐκείνη πρόσκληση: «Δεῦτε λάβετε Φῶς!».
Εἶναι
ἡ πρόσκληση στό ἀναστάσιμο ἄκτιστο Φῶς, πού τό δέχονται ὅσοι ἔχουν
καθαρίσει τήν καρδιά τους ἀπό τίς κακίες καί τά πάθη. Χωρίς τήν
«κάθαρση»τῆς καρδιᾶς, δηλαδή, τή μετάνοια, δέν μπορεῖ νά κοινωνήσει
κάποιος τό Ἀναστάσιμο Φῶς.
Μετάνοια εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς ἁμαρτίας, τῆς αἰτίας κάθε θανάτου μας. Αὐτό μᾶς ὑπενθυμίζει διαρκῶς ὁ περίεργος στά ὦτα τῶν ἀμύητων μοναστηριακός λόγος: «Ἑἂν πεθάνεις πρίν πεθάνεις, δέν θά πεθάνεις ὅταν πεθάνεις»!
Χριστός Ἀνέστη!...
Σχόλιο Λόγος Φωτός: H θέα του Αναστάντος Χριστού συνεχίζεται σε
ολόκληρη την ζωή της ανθρωπότητος. Πάντοτε δια μέσου των αιώνων
υπάρχουν μάρτυρες της Αναστάσεως του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, που
είναι το αναστημένο Σώμα του Χριστού, προσφέρει την εμπειρία της
Αναστάσεως. Yπάρχουν πολλοί που πιστεύουν στην Ανάσταση, αλλά είναι
λίγοι εκείνοι που βλέπουν κάθε ώρα τον Αναστάντα Χριστό λαμπροφορούντα,
και απαστράπτοντα...
Όταν ο άνθρωπος καθαρθεί και πλησιάσει στο μνημείο της καρδίας του, τότε θα δει τον λίθο της πωρώσεως της ασάφειας του λόγου να σηκώνεται. Θα δει τους αγγέλους, δηλαδή την συνείδησή του,
να του αναγγέλλουν ότι αναστήθηκε μέσα του ο νεκρωθείς λόγος της αρετής
και της γνώσεως, αλλά ακόμη θα αξιωθεί να δει την εμφάνιση και αυτού
του ίδιου του Θεού Λόγου… ~ π. Ιερόθεος
Πηγή: Λόγος Φωτός
Συμπλήρωμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου