ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

Ιερομάρτυρας Τιμόθεος Strelkov († 1918, † 1930), εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό και αναστήθηκε θαυματουργικά! // Priest Timothy Strelkov († 1918, † 1930) – He was beheaded, but by an act of God he was resurrected and lived again!

 

Εισαγωγή Θ. Ι. Ρ. (από γενικότερη εργασία για την ιστορικότητα των αφηγήσεων σχετικά με τους μάρτυρες)

Τα συναξάρια των νεομαρτύρων παρουσιάζουν με ρεαλιστικό τρόπο τη ζωή και την κοινωνία της εποχής τους, που είναι πολύ κοντά στις συνθήκες ζωής και την κοινωνία αν όχι του σήμερα, τουλάχιστον μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες. Έτσι, είναι πολύ ευκολότερο να κατανοήσουμε τις πραγματικές συνθήκες του μαρτυρίου τους απ’ ό,τι συμβαίνει με τα μαρτύρια των αγίων της αρχαίας εποχής. Παράλληλα, μια αντιπαραβολή των ιστοριών τους με τις αντίστοιχες των αρχαίων μαρτύρων μπορεί να μας οδηγήσει σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα, τόσο λόγω των κοινών στοιχείων όσο και λόγω των διαφορών τους. Το ίδιο ισχύει και για τις περιπτώσεις των σύγχρονων μαρτύρων, του 20ού και του 21ου αιώνα.

Έτσι, στις καταγραφές των περιπετειών των νεομαρτύρων διακρίνουμε τα εξής χαρακτηριστικά σε σχέση με τα αρχαία συναξάρια και μαρτυρολόγια:

(α) Το αδούλωτο φρόνημα των μαρτύρων, που τους οδήγησε στο να προτιμήσουν βασανιστήρια και θάνατο από το να αρνηθούν το Χριστό, έστω και με τα λόγια. Σε πολλές περιπτώσεις βλέπουμε και μια υπεράνθρωπη σωματική και πνευματική αντοχή απέναντι στα βασανιστήρια (αντοχή προερχόμενη από τη θεία ενίσχυση, κατά τους χριστιανούς), ενώ σε άλλες παρατηρούμε ότι οι μάρτυρες έπρεπε να υπερβούν τη φυσική ανθρώπινη αδυναμία για να φτάσουν ώς το τέλος ή ότι θανατώνονται άνευ βασανιστηρίων.

Τα συναξάρια των νεομαρτύρων βεβαίως αναφέρουν και περιπτώσεις δειλίας και άρνησης της πίστης ή μικρότητας, εμπάθειας και προδοσίας των μαρτύρων από ανθρώπους που ζούσαν γύρω τους. Πολλοί νεομάρτυρες εξάλλου ήταν πρώην εξωμότες, που επέστρεψαν στη χριστιανική πίστη και γι’ αυτό το λόγο μαρτύρησαν, ενώ αρκετοί από αυτούς πήγαν μόνοι τους στις οθωμανικές αρχές και δήλωσαν την επιστροφή τους στο χριστιανισμό, γνωρίζοντας ότι ο μουσουλμανικός νόμος θα τους καταδίκαζε σε θάνατο, επειδή είχαν αρνηθεί το Χριστό επίσημα, μπροστά στις αρχές, και θεωρούσαν απαραίτητο να δηλώσουν την επιστροφή τους σ’ Αυτόν με τον ίδιο τρόπο.

Όλα τα παραπάνω (εκτός της εκούσιας εμφάνισης στις διωκτικές αρχές, που είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των μαρτύρων της Τουρκοκρατίας) είναι παρόμοια με τα στοιχεία που συναντούμε στα συναξάρια και τα μαρτυρολόγια των μαρτύρων της εποχής των ρωμαϊκών διωγμών, πράγμα που ισχυρίζομαι ότι προσθέτει ένα θετικό πρόσημο στην αξιοπιστία τους.

(β) Βλέπουμε επίσης τον ενθουσιασμό, με τον οποίο οι υπόδουλοι και καταπιεζόμενοι χριστιανοί αντιμετώπιζαν τους μάρτυρες, όχι μόνο ως αγίους, αλλά και ως ήρωες και θριαμβευτές. Παρά τον παράδοξο χαρακτήρα αυτής της «θριαμβευτικής νίκης», που συνέβαινε όχι με εξόντωση των εχθρών, αλλά με το θάνατο των ίδιων των μαρτύρων,  εθεωρείτο νίκη, γιατί καταδείκνυε ότι η υπακοή των ραγιάδων στους καταπιεστές τους δεν είναι μονόδρομος και ότι είναι δυνατόν υπόδουλοι χριστιανοί να αντισταθούν στην εξουσία της εποχής τους μέχρι θανάτου. Γι’ αυτό τα μαρτύρια των νεομαρτύρων εξέφραζαν με πολύ έντονο τρόπο την εσωτερική ελευθερία, που, όταν κατακτηθεί, δεν αφαιρείται, ακόμη και μέσα σε συνθήκες εξωτερικής δουλείας ή και φυσική εξόντωσης. Με αυτή την έννοια εξάλλου έχει επισημανθεί από μελετητές ότι οι νεομάρτυρες πρέπει πάντοτε να θεωρούνται και εθνομάρτυρες.

Αυτού του είδους η ειρηνική αντίσταση, που κλονίζει τους τυράννους εξευτελίζοντάς τους, είναι επίσης στοιχείο της ιστορίας των αρχαίων χριστιανών μαρτύρων και συνιστά και θεμελιώδες στοιχείο του χριστιανισμού, εφόσον και ο Ιησούς Χριστός θεωρούμε ότι νίκησε διά της ήττας και καταπάτησε το θάνατο «διά του θανάτου» και όχι διά της βίας. Όταν χρησιμοποιείται βία, έχουμε έκπτωση και παραποίηση του χριστιανικού πνεύματος.

Πάρα πολλοί νεομάρτυρες τιμήθηκαν ως άγιοι αμέσως από τους υπόδουλους χριστιανούς της τοπικής κοινωνίας, όπου μαρτύρησαν (η μνήμη τους εορτάστηκε ταχύτατα, αγιογραφήθηκαν εικόνες τους και συντέθηκαν υμνογραφικά έργα προς τιμήν τους), ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που χριστιανοί έλαβαν αίμα των μαρτύρων με βαμβάκι ή ύφασμα από τον τόπο της σφαγής τους ή πήραν και κράτησαν κάποια κειμήλιά τους. Ομοίως, οι χριστιανοί μεριμνούσαν για την κήδευση των μαρτύρων, που συχνά εγκαταλείπονταν άταφοι στον τόπο της εκτέλεσης. Οι οθωμανικές αρχές, από την άλλη, ενίοτε φρόντιζαν (ή προσπαθούσαν, όχι πάντα με επιτυχία) να αφανίσουν το σώμα του μάρτυρα και τα ίχνη του μαρτυρίου του (το αίμα του π.χ.), ακριβώς για να μη ληφθεί από τους χριστιανούς και τονώσει το συναίσθημα της εσωτερικής ελευθερίας τους.

Όλα τα παραπάνω τα βλέπουμε όμοια και στις περιπτώσεις των αρχαίων χριστιανών μαρτύρων, πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι (1) οι χριστιανοί των ρωμαϊκών χρόνων γνώριζαν ποιοι είναι οι μάρτυρες και (2) δεν είχαν ανάγκη, αλλά ούτε και θα ανέχονταν, την επινόηση φανταστικών μαρτύρων, επειδή ήταν συσπειρωμένοι κατά τόπους γύρω από τα λείψανα, την ιστορία και τον τάφο των πραγματικών μαρτύρων, που είχαν θανατωθεί μπροστά στα μάτια τους και η σημασία τους για την πνευματική ζωή της κοινότητάς τους ήταν τεράστια.

(γ) Το αδούλωτο φρόνημα και την υπεράνθρωπη ψυχική και σωματική αντοχή, καθώς και την «αποθέωση» των ηρώων, μέσα στην Ιστορία δεν τα συναντούμε μόνο στους μάρτυρες της χριστιανικής πίστης, αλλά και σε πρόσωπα, λαούς και πολιτισμούς εκτός του χριστιανισμού. Εκεί όμως, όπου έχουμε πρόκληση του εδραιωμένου σημερινού «ορθολογισμού», είναι το υπερφυσικό και θαυματουργικό στοιχείο, το οποίο πολλοί σύγχρονοι μελετητές αδυνατούν να ανεχθούν.

Ωστόσο και αυτό το στοιχείο στις περιπτώσεις των νεομαρτύρων είναι παρόν. Οι αφηγήσεις μάλιστα τέτοιων συμβάντων κατά κανόνα στα συναξάρια των νεομαρτύρων μπορώ να πω ότι τοποθετούν αυτά τα συμβάντα σε ρεαλιστικά πλαίσια, χωρίς στόμφο και απόπειρα εντυπωσιασμού.

(...)

Από ακόμη νεότερη εποχή όμως έχουμε και περίπτωση ανάστασης νεομάρτυρα (και μάλιστα αποκεφαλισθέντος!), στη Ρωσία του 1918.

Πρόκειται για τον ιερέα Τιμόθεο Strelkov, ο οποίος «εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό το 1918, αναστήθηκε θαυματουργικά, έζησε κρυπτόμενος 12 χρόνια και εκτελέστηκε και πάλι το 1930» (από τη μελέτη του Αντωνίου Μάρκου «Οι Ρώσοι νεομάρτυρες», που δημοσιεύεται εδώ και αποσπάσματα αναδημοσιεύονται εδώ. Πρόκειται για ένα εκτενές μαρτυρολόγιο εκατοντάδων Ρώσων μαρτύρων από τα πρώτα χρόνια του αθεϊστικού καθεστώτος, που αναφέρει ονόματα, τοποθεσίες και χρονολογίες, με πλήρη σχεδόν απουσία υπερφυσικού στοιχείου, και μπορούμε να θεωρήσουμε ότι δεν λέει παραμύθια – και να αναχθούμε σε ανάλογα συμπεράσματα για τα αρχαία μαρτυρολόγια).

Λεπτομέρειες διαβάζουμε σε αυτή τη ρωσική καταχώρηση (την αναδημοσιεύουμε παρακάτω), που προέρχεται από καταγραφή του Ρώσου μοναχού Επιφανίου Chernov (1994), και ελληνικά στο ιστολόγιο "Προσκυνητής", από το οποίο και το αναδημοσιεύουμε. 

Ο π. Τιμόθεος Strelkov κατοικούσε στο χωριό Mikhailovka στα Ουράλια (για το οποίο, υποθέτω, δείτε εδώ) και αποκεφαλίστηκε κοντά στο χωριό Mitrofanovka (εδώ). Οδηγήθηκε εκεί συνοδευόμενος από πλήθος συγχωριανών του, αλλά και ανθρώπους του νέου καθεστώτος, οι οποίοι κάποια στιγμή διατάχτηκαν να αποχωρήσουν (και οι μεν και οι δε) και παρέμειναν μόνο ο καταδικασθείς μάρτυρας, η πρεσβυτέρα (η σύζυγός του) και ο έφιππος εκτελεστής του. Τον αποκεφάλισε ενώ ήταν οι τρεις τους. Η πρεσβυτέρα έντρομη και σοκαρισμένη κατέφυγε στη Mitrofanovka, όπου συγκεντρώθηκαν οι κάτοικοι και ήρθαν να πάρουν το σώμα του. Τότε όμως τον βρήκαν λουσμένο στο αίμα, αλλά χωρίς πληγές. Είχε τις αισθήσεις του και, όταν τον καθάρισαν, είδαν μια λεπτή κόκκινη γραμμή γύρω στο λαιμό του, εκεί όπου τον είχε χτυπήσει το σπαθί. Ο π. Strelkov ανέφερε ότι δεν είχε καμιά ανάμνηση από το διάστημα του θανάτου του· θυμόταν μόνο τη λεπίδα να κατεβαίνει και μετά να συνέρχεται μόνος στο έδαφος, αφού είχε εγκαταλειφθεί από το δήμιό του.

Μετά από διάφορες περιπέτειες συνελήφθη, βασανίστηκε και εκτελέστηκε ξανά το 1930.

Το επεισόδιο αυτό δεν είμαστε υποχρεωμένοι να το πιστέψουμε, δεδομένου ότι δεν το είδαμε εμείς. Αποτελεί απλώς μια καταγραφή – μοναδική όμως εξαίρεση, αν αυτό έχει κάποια σημασία, ανάμεσα σε εκατοντάδες, πολλές φορές φρικτές, καταγραφές μαρτυρίων χωρίς υπερφυσικά στοιχεία. Θα ισχυριστώ λοιπόν ότι δεν είναι προϊόν ενός ευφάνταστου μυθοπλάστη, γιατί τότε θα είχαμε κι άλλες ανάλογες περιπτώσεις στο μαρτυρολόγιο.

Θεωρώ πρέπον να επισημάνω ότι, κατά τη γνώμη μου, αν έγραφα ότι δεν υπάρχει Θεός και ότι πιθανόν ο μάρτυρας να βρέθηκε, με ανεξήγητο τρόπο, σε κάποιο παράλληλο σύμπαν και εξ αιτίας αυτής της μεταφοράς να ανέζησε, λόγω κάποιων φυσικών νόμων, άγνωστων σήμερα, που όμως θα ανακαλυφθούν και θα εξηγηθούν από τη φυσική με την πάροδο των ετών, τότε κάποιοι που τώρα σαρκάζουν ή εξοργίζονται θα ήταν πρόθυμοι να δεχτούν ότι ένα τέτοιο γεγονός ίσως συνέβη πραγματικά. Σε μια εποχή, όπου η επιστήμη αποδέχεται ότι ενδεχομένως υπάρχουν (άπειρα) παράλληλα σύμπαντα, ότι υπάρχουν καμπύλες διαστάσεις, ότι ο χρόνος είναι διάσταση ενός ενιαίου χωροχρόνου, το ταξίδι στον οποίο είναι θεωρητικά εφικτό, ότι το μεγαλύτερο μέρος των συμπαγών σωμάτων είναι κενό, ότι τα στοιχειώδη σωματίδια συμπεριφέρονται και ως κύματα και τόσα άλλα, τα όρια μεταξύ του εφικτού και του ανέφικτου, καθώς επίσης και μεταξύ του λογικού και του παράλογου, είναι εντελώς σχετικά. Το μόνο όριο που μένει αμετακίνητο είναι εκείνο που χωρίζει τη δυνατότητα κάποιων από εμάς ν’ αποδεχτούν ως ενδεχόμενο την ύπαρξη του Θεού από την εμμονή τους να προτιμήσουν οποιαδήποτε άλλη εξήγηση, όσο απίθανη κι αν είναι, για να μην υποχρεωθούν (για ψυχολογικούς λόγους) να παραδεχτούν ότι πιθανόν υπάρχει Θεός.

Επειδή η σύγχρονη θρησκεία είναι μια ιδεολογική αντιμετώπιση της επιστήμης, με θεότητα ένα φανταστικό παντοδύναμο είδωλο του ανθρώπινου νου και εκατομμύρια πιστούς (που νομίζουν υποσυνείδητα ότι η θεότητα αυτή υπονοεί τον δικό τους νου), ό,τι φαίνεται συμβατό με τις αρχές αυτής της θρησκείας είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτό, ενώ ότι στρέφεται προς τις αρχές της «παλιάς θρησκείας» απορρίπτεται με (κυριολεκτικά) θρησκευτικό φανατισμό. Για μια διερεύνηση αυτού του ζητήματος προτείνουμε τις αναρτήσεις Εισαγωγή στην "ψυχολογία του Αθεϊσμού", Σύγχρονη άποψη για την ψυχολογία τού αθέου και Τα στάδια του αθεϊσμού.

Εν πάση περιπτώσει, η περίπτωση του ιερομάρτυρα Τιμόθεου μας υπενθυμίζει την ανάλογη της αγίας Ειρήνης, η οποία, σύμφωνα με το συναξάρι της, αφού αποκεφαλίστηκε, αναστήθηκε και, μετά από παρέλευση αριθμού ετών, κοιμήθηκε εν ειρήνη (και της ορθόδοξης αγίας Γουΐνιφρεντ της Ουαλίας, όπως πρόσθεσε σε σχόλιο στην αρχική ανάρτηση ο αγαπητός διαχειριστής του ιστολογίου Ορθόδοξη Κελτική και Αγγλοσαξονική Εκκλησία). Αυτό το φαινομενικά εξωφρενικό περιστατικό, το οποίο εκ πρώτης όψεως απορρίπτεται ασυζητητί, ίσως τελικά να μην είναι ψέμα – παρόμοιο περιστατικό μαρτυρείται και στον 20ό αιώνα, πλήρως εντοπισμένο τοπικά και χρονικά. Μπορεί κάποιος να θεωρήσει ότι και τα δύο περιστατικά είναι ψέματα· είπαμε, δεν τα είδαμε με τα μάτια μας. Αν όμως πιστεύετε ότι δεν θα μπορούσε καν να είναι αληθινά, τότε είμαι υποχρεωμένος να σας παραπέμψω στο σενάριο με τα παράλληλα σύμπαντα.

Η ιστορία του π. Τιμοθέου Strelkov


Ο ιερέας Τιμόθεος Strelkov († 1918, † 1930) εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό το 1918 και αναστήθηκε θαυματουργικά. Να πώς συνέβη:

Ο ιερέας Τιμόθεος Strelkov κατοικούσε στο χωριό Mikhailovka στα Ουράλια. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Θεόδωρος πήγε ανατολικά με τον Ρώσο Ναύαρχο Αλέξανδρο Κολτσάκ, ήρωα του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου και ηγέτη του Λευκού Στρατού, και πέθανε στο Χάρμπιν.

Το καλοκαίρι του 1918, παραμονή της Πεντηκοστής, ο π. Τιμόθεος συνελήφθη από τον Κόκκινο Στρατό και, ως ατρόμητος ομολογητής του Χριστού, καταδικάστηκε αυθημερόν σε θάνατο.
Κατά την διάρκεια της νύχτας τον μετακίνησαν με τα πόδια και υπό ισχυρή έφιππη φρουρά από το χωριό Mikhailovka προς το Duvan.

Ένα μεγάλο πλήθος πιστών συνόδευαν τον αγαπημένο τους ποιμένα. Μεταξύ του πλήθους βρίσκονταν και άνθρωποι του νέου καθεστώτος. Έτσι άλλοι έκλαιγαν και θρηνούσαν και άλλοι γελούσαν και διασκέδαζαν. Παρότι είχαν προχωρήσει αρκετά, το πλήθος δεν έλεγε να διαλυθεί. Σε κάποιο σημείο πρόσταξαν το πλήθος να επιστρέψει. Μαζί τους επέστρεψε και η έφιππη φρουρά. Την πορεία συνέχισαν ο π. Τιμόθεος, ένας φρουρός και η πρεσβυτέρα [η σύζυγος του ιερέα].

Τρία χιλιόμετρα πριν φτάσουν στο Duvan, έστριψαν προς ένα βάλτο με θαμνώδη βλάστηση, σ' ένα μικρό λόφο. Ο ήλιος είχε αρχίσει να ανατέλλει. Ξημέρωνε η μεγάλη ημέρα της Πεντηκοστής.

Ο φρουρός ανέβηκε στο άλογό του, ενώ μπροστά του περπατούσε ο ιερέας που είχε καταδικαστεί σε θάνατο. Η πρεσβυτέρα περπατούσε δίπλα του. Ο π.Τιμόθεος προσευχόταν θερμά και με δάκρυα να του δώσει δύναμη να αντέξει το μαρτύριο. Ταπεινά ευχαριστούσε τον Θεό για το μαρτυρικό του τέλος.
Ξαφνικά ο φρουρός τράβηξε το σπαθί του και χτύπησε το λαιμό του ιερέα. Το κεφάλι του έπεσε κάτω. Η πρεσβυτέρα, κατατρομαγμένη,άρχισε να τρέχει ουρλιάζοντας. Ο π. Τιμόθεος θυμόταν μόνο τη στιγμή που η λεπίδα του σπαθιού χτυπούσε τον λαιμό του και τίποτα περισσότερο.
Το χτύπημα ήταν άμεσο και δυνατό. Το κεφάλι δεν κύλησε, αλλά έπεσε κάτω μαζί με το σώμα. Ο φρουρός έτρεξε πίσω από την πρεσβυτέρα, την έπιασε και της πήρε την βέρα. Έπειτα επέστρεψε στον δολοφονημένο ιερέα, έσκυψε και χτύπησε με το σπαθί του το κεφάλι (το χέρι του ιερέα βρισκόταν πάνω στο κομμένο κεφάλι), κόβοντας το μάγουλο και το χέρι.

Η πρεσβυτέρα έτρεξε στο χωριό Mikhailovka και διηγήθηκε όλα όσα συνέβησαν μπροστά στα μάτια της. Οι χωρικοί πήγαν να μαζέψουν το σώμα του ιερέα. Όταν όμως έφτασαν είδαν ένα απίστευτο θαύμα. Τον βρήκαν ζωντανό, γεμάτο αίματα και με μία ουλή γύρω από τον λαιμό του, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι ο λαιμός είχε κοπεί. Όταν τον έπλυναν από το αίμα, είδαν μία ουλή στον λαιμό με τη μορφή ενός βαθιά κόκκινου νήματος. Δεν υπήρχε καμία φλεγμονή. Ο π. Τιμόθεος έδειξε την ουλή σε όλους τους παρευρισκόμενους.
Για ενάμισι μήνα κρύφτηκε στο σπίτι του πατέρα του και έπειτα για 12 χρόνια ακόμη κρυβόταν μέχρι τον δεύτερο θάνατό του για την πίστη του στον Χριστό...

Του συνέβη όμως ένα ακόμη θαύμα. Καθώς περιπλανιόνταν,έφτασε σ' ένα μοναστήρι στα Ουράλια Όρη και ζήτησε από τον ηγούμενο ένα προσωρινό κατάλυμα. Του είπε ότι ήταν ιερέας και του έδειξε τον ιερατικό του σταυρό. Ο ηγούμενος τον δέχτηκε, κάποιοι όμως παρατήρησαν την άφιξή του.
Μία τοπική επιτροπή μπολσεβίκων λοιπόν έφτασε στο μοναστήρι, κρατώντας στα χέρια τους την λίστα με τους μοναχούς που είχαν άδεια να μείνουν εκεί.
-Πόσοι μοναχοί ζουν στο μοναστήρι;
-Τριάντα δύο, απάντησε
Άρχισαν το μέτρημα.
Ο π. Τιμόθεος, βυθισμένος στην προσευχή, στεκόταν μαζί με τους άλλους μοναχούς στηριζόμενος στη σόμπα. Τους έλεγξαν όλους.
-Τριάντα δύο ακριβώς... Συναρπαστικό, φώναξε ο επικεφαλής

Ουσιαστικά τον π. Τιμόθεο δεν μπόρεσαν να τον δουν. Όταν έφυγαν οι κομμουνιστές,ο ηγούμενος μάζεψε τους μοναχούς και δοξολόγησαν τον Θεό γι' αυτό το θαύμα, αφού εάν έβρισκαν τον π. Τιμόθεο θα τους σκότωναν όλους.

Μετά από αυτό το περιστατικό έζησε μία περίοδο κοντά στην Ουφά, όπου λειτουργούσε σ' ένα σπίτι που είχε μετατραπεί σε ναό. Συνελήφθη το 1930. Τον βασάνισαν στην φυλακή και τον εκτέλεσαν για δεύτερη φορά μαζί με άλλους ιερείς. Αποκεφαλίστηκε για δεύτερη φορά και του έκοψαν το κεφάλι σε κομματάκια.

πηγή/Απόδοση στα ελληνικά π. Γεώργιος Κονισπολιάτης /proskynitis.blogspot

 

Priest Timothy Strelkov († 1918, † 1930) He was beheaded, but by an act of God he was resurrected and lived again

Russian Orthodox Church of the Holy Transfiguration of the Lord, Baltimore, USA

A great miracle occurred in the life of the holy priest Father Timothy. He was executed and beheaded, but by an act of God his head immediately grew back onto his neck… This is how it happened.

Father Timothy Strelkov lived in the village of Mikhaylovka in the Urals, 12 kilometers from the regional center of Duvan. This deeply-religious priest was the younger brother of another priest, Father Theodore Strelkov, who went eastward with the army of Admiral Kolchak and died there, in the city of Harbin.

In the summer of 1918 – according to live witnesses of this greatest miracle – the well-known priest, Father Timothy, was arrested by the Reds on the eve of Trinity Day and was sentenced that same day to execution as a fearless confessor of Christ. During the night he was taken out on foot from the Mikhaylovka village, under mounted guard, in the direction of Duvan. A huge crowd of people accompanied their beloved pastor. Mixed in with the crowd were also representatives of the new regime. Thus some people sorrowed and cried, while others rejoiced and triumphed… Despite the very late hour the crowd did not disperse. They came up to Mitrofanovka village, and at this point everyone was ordered to return. All the people went back, including the mounted guard. Only one guard remained, and only matushka, the priest’s wife, was allowed to go on with them.

Three kilometers before reaching the regional center of Duvan, they left the road and turned into a swamp overgrown with bushes, and went up a little hill. The sun was beginning to rise. Trinity Day was dawning.

The accompanying guardsman rode on his horse, while in front of him walked the priest who had been sentenced to death. His tearful matushka walked beside him. Father Timothy prayed tearfully and ardently, asking God to give him strength for his forthcoming martyrdom. He also humbly thanked the Lord for such a blessed end…

Suddenly the guard seized his saber, raised it high and then brought it down upon the priest’s neck. The martyr’s head was cut off and he fell down as though smitten… Matushka screamed and ran away in terror… Father Timothy himself only remembered the moment when the blade of the saber flashed over his head, and nothing more… The blow was direct and strong – the head did not roll away, but fell down together with the body… Father Timothy could not remember what happened to him afterwards… But he came to his senses, lying on his back… Meanwhile, the guard galloped after matushka, caught up with her, jumped down from his horse and took her wedding ring away from her… Afterwards he galloped back to the murdered Father Timothy, leaned down and struck him once more on the head with his saber (the priest’s arm was lying over his face), cleaving both his cheek and arm…

Meanwhile matushka, coming into Mikhaylovka, described how Father Timothy had been murdered before her eyes… The peasants took a cart and went away to pick up his body. But how great was their amazement and joyous awe at the incredible miracle performed by God over the priest, when they found him alive, all covered with blood, and with a scar around his entire neck, testifying to the fact that the head had been cut off and had been incredibly and miraculously healed… When the blood was washed off, they found a completely healed scar all around the neck in the form of a vivid red thread. There was no inflammation. Father Timothy showed this scar to all those around him.

He was brought back as though dead, covered up with branches, to his father Porfiry, who lived outside the village in a millhouse. Here the martyr hid for a month-and-a-half in his father’s home, and then left the area and remained in hiding for another 12 years, after which he suffered a second death for Christ…

But during this period the Lord God performed yet another miracle in Father Timothy’s life. He remained in hiding, going from place to place. At one point he came to a monastery in the Urals and asked the abbot for temporary lodgings. He said he was a priest and showed his priestly cross. The abbot gave him permission to stay. But this was noticed by outsiders. A local commission arrived and began checking out the residents of the monastery according to the official list.

– How many monks do you have in your monastery? – the chairman asked the abbot.

– Thirty-two! – he replied.

They put up the tables and began counting.

Father Timothy, immersed in prayer, stood with all the other monks near the tables, leaning on the stove. Everyone was checked.

– Thirty-two exactly! How amazing… – said the commission.

But Father Timothy, who was standing next to the table, was not found, as though they couldn’t see him. After the Chekists left, the abbot gathered the brothers and told them about the miracle of God’s mercy, and served a prayer of thanksgiving for a dual miracle – not only in the case of the priest, but also for the deliverance of the monastery from inevitable death.

After this occurrence Father Timothy left those parts and lived secretly at the Sim station near Ufa. Here he daily served the divine Liturgy in a home church until his last arrest and death in 1930.

In the winter of that year he was finally discovered. He was thrown into prison and tortured terribly. In the end he was taken out in a cart together with another priest into the woods, where he was executed a second time. Once again he was beheaded and then cut up into small pieces.

 

Из книги схим.Епифания (Чернова) «Церковь Катакомбная на земле Российской»

http://co6op.narod.ru/txt/vestnik/strelkov.html

Великое чудо Божие совершилось в жизни священноиерея отца Тимофея. Он был казнен, отрублена была голова, но действием Божиим она в тот же миг «приросла»...

Чудо это подобно чуду, происшедшему в жизни преподобного Иоанна Дамаскина, у которого была отрублена рука, но Господь послал исцеление и рука приросла...

Случилось это так.

Священник отец Тимофей Порфирьевич Стрелков проживал в селе Михайловке на Урале, в 12 километрах от районного центра Дувана. Этот глубоко верующий священник был младшим братом другого священника — отца Феодора Стрелкова, ушедшего с войсками адмирала Колчака на восток и там, в Харбине, скончавшегося.

Летом 1918 года, — как передают живые свидетели величайшего чуда, — этот выдающийся священник, отец Тимофей, был арестован красными под Святую Троицу и в тот же день его приговорили как небоязненного исповедника Христова к смертной казни. В ночь на Троицу его вывели пешего из села Михайловки, под охраной конных, в направлении к Дувану. Своего любимого пастыря провожала большая толпа народа. В этой толпе были и представители «новой власти». Одни печалились и плакали, а другие радовались и торжествовали... Толпа народа, несмотря на поздний час, не расходилась. Дошли до села Митрофановки. И здесь всем сопровождавшим приказали вернуться. Все вернулись, и даже конная стража. Остался только один из них, да разрешили матушке, жене священника, идти дальше.

Бедная женщина все плакала и иногда по временам просила отпустить отца Тимофея. Конвоир молчал, а батюшка Тимофей, обращаясь к ней, говорил:

— Да что ты его просишь? Разве это его воля?! Разве он меня приговорил к смерти? Другие решили лишить меня жизни. А ему приказали, и воля Божия, святая да совершится... Слава Богу за все! Слава Господу за Его великую милость, что посылает мне такую смерть... А разве я учил народ плохому?! А его ты не проси... Проси Господа только об одном, о упокоении души моей... О прощении моих грехов: ибо «несть человек, иже жив будет и не согрешит»... А у меня грехов!.. — Вот, главное, о чем проси... Господи, помилуй, помилуй! Прости меня окаянного!.. — И священник заплакал. Навзрыд плакала и матушка.

Не доходя до районного центра Дувана три километра, свернули с дороги в болото, заросшее мелким кустарником и поднялись на холмик. Уже начинало светать. Занимался день Святой Троицы.

Конвоир ехал на коне, впереди перед ним шел приговоренный к смерти священник. Рядом шла плачущая матушка... Отец Тимофей горячо, со слезами молился, прося укрепить его на предстоящий подвиг мученический. Он смиренно благодарил Господа за такую кончину...

Вдруг всадник выхватил из ножен шашку, сильно взмахнул вверх и ударил шашкой по шее. Голова мученика была срублена и он упал как скошенный... Матушка закричала и в ужасе бросилась бежать... Сам отец Тимофей только видел тот миг, как сверкнул над головой клинок шашки и больше он ничего не помнил... Удар был точный и сильный, — голова не отлетела в сторону, а упала вместе с телом... Что было с ним дальше, сам отец Тимофей не помнит. Но он очнулся, лежа на спине... А палач ускакал в погоню за матушкой. Догнал. Соскочил с коня и отнял у нее обручальное кольцо... А потом он прискакал к зарубленному отцу Тимофею. нагнулся и ударил его еще раз шашкой по голове и разрубил щеку и руку (рукой о.Тимофей закрывал лицо)...

А матушка, придя в Михайловку, рассказала, как отец Тимофей, на ее глазах, был зарублен... Снарядили подводу и поехали забирать его труп. Но каково же было их удивление и радостный трепет, от совершившегося над священником невероятного чуда Божия, когда они его нашли живым, всего в крови, но со шрамом вокруг всей шеи, свидетельствующим, что голова была отрублена и несказанным чудом исцелена... Когда была смыта запекшаяся кровь, то под нею оказался вполне заживший свежий шрам вокруг всей шеи в виде как бы ярко красной нити. Никакого процесса воспаления не было. Отец Тимофей показывал всем близким этот шрам, свидетель удара.

Привезли его, как мертвого, заброшенного ветками, к его родному отцу Порфирию, жившему на мельнице вне села. Здесь, у родного отца, зарубленный скрывался месяца полтора, а потом ушел из этих мест и скрывался около 12 лет, доколе не претерпел вторую смерть за Христа...

Но и в этот период Господь Бог сотворил еще чудо в жизни отца Тимофея. Он скрывался, переходя с места на место. Зашел в один монастырь на Урале. Попросился у отца игумена перебыть временно. Сказал, что он — священник, показал наперстный крест. Настоятель разрешил. Но это заметили со стороны. Явилась комиссия, начали проверять по списку всех жильцов обители.

— Сколько у Вас монахов в обители? — спросил председатель комиссии у Настоятеля.

— Тридцать два! — ответил он. Поставили столы и начали проверять.

Отец Тимофей, погруженный в молитву, как и все монахи, был тут же. Стоял он рядом со столом, опершись на печку. Проверили всех:

— Точно, тридцать два. — Вот удивительно!.. — говорила комиссия. Но отца Тимофея, стоявшего рядом со столами, не “нашли”, как будто не видели. При уходе чекистов игумен собрал всю братию и рассказал о дивном чуде милости Божией и отслужил благодарственный молебен за двойное чудо, не только со священником, но одновременно и за чудесное избавление всей обители от неминуемой смерти...

После этого случая отец Тимофей удалился из этих мест и проживал тайно на станции Сим, около Уфы. Здесь он в домашней церкви служил до последнего своего ареста и смерти в 1930 году.

«Случайно» оказался один свидетель его смерти, раб Божий Александр Богданов, сидевший в ту пору в тюрьме. Ему приказали запрячь сани (дело было зимою). И ночью троих, видимо священников, вывели из тюрьмы связанными и с заткнутыми ртами, чтобы не могли кричать. «Один из них, — как рассказывал свидетель, — высокого роста», — это и был отец Тимофей. Наутро А.Б. нашел сани во дворе тюрьмы все в крови. Их всех порубили.

Говорили в народе, что тот, кто в 1918 году дал приказ зарубить отца Тимофея, приходил к нему тайно и каялся в своем грехе... Но слух прошел по селу о великом чуде — что «зарубленный — жив». Это дошло через годы и до того палача, что зарубил о. Тимофея. Но палач только усмехнулся:

— На гражданке (на гражданской войне) я многим головы рубил. И ни одна не приросла. И у того «попа» — тоже самое, не могла прирасти... Он не ожил! А если какой-то — живой, так это — другой, а не тот, зарубленный... «Посля моево удара нихто ни воскреснит!» — хвалился он...

Святый священномучениче, отче Тимофее и иже с ним, ихже имена Ты, Господи, веси, моли Бога о нас!

Это краткое житие святого мученика иерея Тимофея говорит нам, быть может, об одном из самых ранних случаев существования Катакомбной Церкви. И это относится к 1918 году и продолжается до 1930 года. Так что наше утверждение, что тайная, пустынно-пещерная Церковь появилась одновременно с антихристовой по духу «советской властью», безусловно имеет прочное историческое основание. Примечательно, что как Православная Апостольская Церковь получила свое — благодатное начало в День Сошествия Св.Духа на Апостолов, так и Катакомбная Церковь ведет свое начало со дня Св.Троицы 1918 года.


От редакции. Житие священномученика иерея Тимофея Стрелкова имеет пророческое значение в истории Русской Катакомбной Церкви. В конце своей книги о.Епифаний отмечает: «Церковь Православная, сколько не усекали Ее главу, не пала. Она оживала, возрождалась в катакомбах. И символическим знамением неистребимой жизни Катакомбной Церкви является жизнь после смертной казни в ночь под Св.Троицу в 1918 году священника отца Тимофея Стрелкова. Он был зарублен, отсечена голова, и если оказался жив, то это — преславное дело неизреченного чуда Божия...» <...>

Δεν υπάρχουν σχόλια: