ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

Σχέση Αγίας Γραφής και Προτεσταντισμού

Ποιος εγγυάται τη Θεοπνευστία της Αγίας Γραφής;

Χρίστου Βασιλειάδη, Θεολόγου-Φιλολόγου Καθηγητού
 
 
Μαρτίνος Λούθηρος, Ούλριχ Ζβίγγλιος και Ιωάννης Καλβίνος
 
Για τη σχέση Αγίας Γραφής και Προτεσταντισμού δημιουργήθηκαν εντυπώσεις και δια δόθηκαν αντιλήψεις, που αποτελούν απλούς μύθους και ψεύδη. Έτσι όλως ακροθιγώς παρατηρούμε, ότι αποτελεί π.χ. μύθο η άποψη ότι ο Λούθηρος, ο γενάρχης του Προτεσταντισμού, διατύπωνε την διδασκαλία του βάσει του Ευαγγελίου. Ψεύδος, επομένως, και μάλιστα μεγαλύτερο είναι ο ισχυρισμός νεωτέρων και συγχρόνων μας προτεσταντικών κοινοτήτων, ότι δήθεν είναι και γι’ αυτό ονομάζονται «Ευαγγελικοί», ή ο ισχυρισμός άλλων, εξ ίσου αιρετικών, ότι είναι και λέγονται σπουδαστές των Γραφών.
Για τη θέση της Αγίας Γραφής μέσα στο προτεσταντικό σύστημα η αλήθεια είναι ότι εξ αντιδράσεως προς την καθολική Εκκλησία, η οποία είχε παραμελήσει την μελέτη της Αγίας Γραφής, οι Προτεστάντες διατύπωσαν ιδική τους διδασκαλία περί της φύσεως και του χαρακτήρος της Αγίας Γραφής. Είναι η διδασκαλία για τη «SOLA SCRIPTURA» (=Μόνη η Γραφή), η θεωρία δηλαδή ότι η Αγία Γραφή είναι η μόνη πηγή της «θείας Αποκαλύψεως» και επομένως η μόνη πηγή και κανών πίστεως. Παρατηρούμε ότι η θεωρία αυτή ανήχθη σε θεμελιώδη αρχή του Προτεσταντισμού, παράλληλη προς την ετέρα θεμελιώδη αρχή του περί της δικαιούσης πίστεως (SOLA FIDE).1
Όμως οι δύο αυτές αρχές είναι αντιφατικές: Ενώ ο Λούθηρος με την διδασκαλία του περί δικαιώσεως δέχεται ότι ο άνθρωπος μόνο εσωτερικώς και μάλιστα χωρίς την μεσολάβηση ουδενός εξωτερικού και ορατού μέσου, επικοινωνεί με τη θεία Χάρη και φωτίζεται, εξ ετέρου ο ίδιος Λούθηρος δέχεται την Αγία Γραφή σαν εξωτερικό όργανο της θείας Χάριτος, και έτσι ο Πατριάρχης του Προτεσταντισμού αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στις δύο αρχές και πίπτει σε ασυνέπειες και αντιφάσεις. Εφ' όσον, λοιπόν, εφαρμόζει την υλικήν αρχήν της δικαιούσης πίστεως και για να είναι συνεπής θα έπρεπε να απορρίψει την Αγία Γραφή, αλλά και όλα ανεξαιρέτως τα μυστήρια-πράγμα που δεν κάνει και το κήρυγμα και την εξωτερική λατρεία. Στον Λούθηρο και στη σχέση των δύο αρχών, η αρχή SOLA SCRIPTURA αποδεικνύεται κατώτερη, διάκονος και θεραπαινίς της αρχής SOLA FIDE.
Πράγματι ο Λούθηρος θυσιάζει την SOLA SCRIPTURA, αφού κηρύσσει τον εαυτό του Κριτή της Γραφής όταν πρόκειται να υπερασπισθεί την προσφιλή του διδασκαλία για την δικαιούσα πίστη, την οποία δεν υπεστήριζε η Αγία Γραφή. Προκειμένου δηλαδή να εξασφαλίσει για τη διδασκαλία του την υποστήριξη της Γραφής έδειχνε προτίμηση σε ορισμένα μόνο βιβλία της Γραφής, που νόμιζε ότι τον υποστηρίζουν:
Έτσι από τα τέσσερα ευαγγέλια προτιμούσε το κατά Ιωάννη και από τις επιστολές των αποστόλων περιφρονούσε τις επιστολές του Πέτρου και Ιακώβου2 επειδή ήσαν θεωρητικές, και τις ονόμαζε "ασθενικές" και "αχυρένιες" ISTROHERNE). Ακόμη από την Καινή Διαθήκη δεν θεωρούσε αποστολικό σύγγραμμα την Αποκάλυψη,3 όχι απλώς και μόνον για λόγους κριτικής, αλλά για ορισμένα εδάφιά της που ανέτρεπαν τη θεωρία του. Από της εποχής του Λούθηρου μέχρι σήμερον δεν άλλαξαν οι αντιφάσεις και ασυνέπειες και τα άλυτα προβλήματα για τους οπαδούς και πνευματικούς απογόνους του, όλων των ομολογιών και αποχρώσεων.

Και σήμερον εμφανίζονται οι αιρετικοί κραδαίνοντας την Αγία Γραφή και δημιουργούν στους αδαείς την εντύπωση πως τάχα αντλούν απ' αυτήν τις διδασκαλίες τους, ότι δήθεν συμφωνούν με το λόγο του Θεού. Ας δούμε όμως πώς έχουν τα πράγματα στη σωστή τους θέση. Ο Θεός δεν έδωσε γενικά, αόριστα και αδιάκριτα την Αγία Γραφή στην ανθρωπότητα.
Την έδωσε συγκεκριμένα στην Εκκλησία του. Η Εκκλησία δηλαδή είναι ο φυσικός και νόμιμος φορέας της Αγίας Γραφής. Έτσι, το ίδιο βιβλίο, μέσα στην Εκκλησία ευρισκόμενο είναι θεόπνευστο και ιερό. Εκτός όμως της Εκκλησίας, γίνεται κοινό βιβλίο, σχετικό, ανθρώπινο και μόνον ανθρώπινο. Η Αγία Γραφή στα χέρια του αιρετικού του δημιουργεί άλυτα προβλήματα. Και όλ' αυτά επειδή ο αιρετικός δεν έχει δικαίωμα να κρατεί στα χέρια την Αγία Γραφή. Η Αγία Γραφή στα χέρια του αιρετικού είναι όπως το ψάρι: στη θάλασσα είναι όλο ζωή. Στην ξηρά σπαρταρά και πεθαίνει. Είναι πάλιν σαν το φυτό. Στο χώμα αναθάλλει. Εκριζούμενο μαραίνεται και πεθαίνει Αυτό συμβαίνει στους αιρετικούς, επειδή η Γραφή των είναι κλεμμένη από την Εκκλησία. Ο αιρετικός κλέβει από την Εκκλησία την Αγία Γραφή και τολμά να έρχεται με το κλοπιμαίο στο χέρι και να το εμφανίζει στους πιστούς. Γι’ αυτό δεν μπορεί, όπως θα δούμε, να δικαιολογήσει την προέλευση και καταγωγή της Γραφής, την αληθινή της φύση και τον χαρακτήρα της.
Απομένει ακέραιο και άλυτο για τους Προτεστάντες το πρόβλημα της γνησιότητας της Γραφής. Και την μεν Παλαιά Διαθήκη δεν την συζητούμε, μολονότι και εκεί υπάρχουν άλυτα προβλήματα για τους αιρετικούς, διότι όπως θα ιδούμε παρακάτω, ο Κύριος απεδέχθη μεν τον Κανόνα της Π.Δ. όπως τον διετήρει η Συναγωγή, όμως εκύρωσε όχι τον Κανόνα της Συναγωγής του τρίτου και τέταρτου αιώνα μ.Χ. αλλά τον Κανόνα της Συναγωγής της εποχής του, πού όπως θα δούμε παρακάτω ήταν διαφορετικός από τον Κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης που δέχονται σήμερον οι Προτεστάντες.
Όταν οι αιρετικοί μας πλησιάζουν με την Γραφή στο χέρι το πρώτο που έχουμε να κάνουμε είναι να τους ρωτήσουμε μερικά πράγματα που αποτελούν την αχίλλειον πτέρναν των αιρετικών και το άλυτο αίνιγμά τους. Τους ζητούμε να μας αποδείξουν ότι η Γραφή τους είναι έργο θεόπνευστο, έργο θεόπνευστων ανδρών.
Αλλ' επειδή ακριβώς αυτοί απορρίπτουν την Παράδοσιν, αδυνατούν χωρίς την χρησιμοποίησή της να αποδείξουν ότι π.χ. το κατά Ματθαίον είναι έργο του θεοπνεύστου Ματθαίου, το κατά Ιωάννη, έργον του θεόπνευστου Ιωάννη και ούτω καθ' εξής. Επομένως δεν δύνανται να αποδείξουν ότι το βιβλίο που κρατούν ανά χείρας είναι όντως η Αγία Γραφή που δεν έχει ανάγκην ανθρωπίνων στηριγμάτων. Πας τις όθεν, δύναται να ερωτήση τους αιρετικούς: ‘‘Ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη και Λόγος Θεού το δέχομαι. Ποια όμως είναι η Αγία Γραφή;’’ Δηλαδή δοθέντος βιβλίου τινός ως Γραφής αναγνωρίζω την θεοπνευστίαν του. Δια να μου απόδειξης όμως, ότι το βιβλίο, το οποίον κρατείς ανά χείρας είναι η Αγία Γραφή και επομένως είναι θεόπνευστο, ανάγκη να αποδείξεις τις εξής προτάσεις:
l Η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστος.
l Το βιβλίον που κρατώ ανά χείρας είναι η Αγία Γραφή. Άρα Το βιβλίο που κρατώ είναι θεόπνευστο.
Ότι δηλαδή η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστος το αποδέχομαι. οφείλεις όμως να αποδείξεις ποία είναι η Αγία Γραφή, να αποδείξεις την ελάσσονα πρόταση.
Κατ' αυτόν τον τρόπον ο αιρετικός έρχεται εις λογικό αδιέξοδο, δεδομένου ότι δεν παραδέχεται κατά τις συζητήσεις ουδεμία άλλη πηγή αφ' ενός, αφ' ετέρου θεωρεί την Γραφή μη επιδεχομένη άλλου παράγοντος εκτός εαυτής, δίδοντός της όμως το κύρος της γνησιότητός της.
Και συγκεκριμένα: Κατά το παρελθόν υπήρξαν και κατά το παρόν υπάρχουν τινές οι οποίοι ισχυρίζονται, ότι το ως Γραφή Αγία φερόμενο βιβλίο δεν είναι η Αγία Γραφή. Αυτοί παραδέχονται ως Γραφή Αγία άλλα βιβλία, π.χ. το κατ' Αιγυπτίους Ευαγγέλιο, το Ευαγγέλιο της τελειώσεως, το κατά Πέτρον Ευαγγέλιο, καθώς και άλλας Πράξεις εκτός του Βιβλίου των Πράξεων της Καινής Διαθήκης που παραδεχόμεθα, όπως τις Πράξεις Ιωάννου, Πράξεις Πέτρου κλπ, ή και Αποκαλύψεις ως την Αποκάλυψη Θωμά, Στεφάνου κλπ, είτε και εκολόβωσαν, άλλοι, την παραδεδεγμένη Γραφή.

Ερωτώμε λοιπόν: τι είναι εκείνο που θα μας αναγκάσει λογικά να μη παραδεχθούμε ως Γραφή τα ανωτέρω βιβλία και να παραδεχθούμε την Γραφή, την σήμερον ισχύουσα. Εις την ερώτησή μας ο αιρετικός νομίζει ότι ευρίσκει εύκολη την απάντηση, εάν πει ότι δεν αποδέχεται τα αναφερθέντα βιβλία ως Γραφήν δια τον λόγον ότι δεν περιέχονται εις τον Κανόνα, ήτοι εις την παραδεδεγμένην Συλλογήν των βιβλίων της Αγίας Γραφής.
Τώρα εισερχόμεθα εις την ουσίαν του θέματος, διότι αυτό ακριβώς συζητούμε, αυτό είναι το "ζητούμενον". Διατί δηλαδή ο πραγματικός, ο γνήσιος, ο αληθινός ο ανόθευτος, ο αυθεντικός, ο πλήρης Κανών της Αγίας Γραφής να είναι αυτός τον οποίον εγώ ή ο αιρετικός κρατούμε και να μη είναι ένας άλλος από τους πολλούς υπάρχοντας, δεδομένου ότι μόνον κατά την αρχαιότητα έχουν υπολογισθεί 131 Κανόνες της Αγίας Γραφής, έκαστος των οποίων περιείχε και διαφορετικά βιβλία; Διατί π.χ. ο αληθής Κανών να μην είναι ο Κανών του Μαρκίωνος ή του Λουθήρου; Ως γνωστόν ο Μαρκίων είχε συντάξει Κανόνα, συλλογή των βιβλίων της Αγίας Γραφής, εκ του οποίου απέρριπτε ολοτελώς μεν την Παλαιάν Διαθήκην, εκ δε της Καινής Διαθήκης άπαντα τα Ευαγγέλια πλην του κατά Λουκάν, και εκ των επιστολών ανεγνώριζε μόνον τας του Παύλου.
Δεδομένου δε ότι τα ιερά βιβλία της Καινής Διαθήκης άλλοτε συνεγράφησαν και άλλοτε συγκατελέγησαν εις τον Κανόνα, έπεται ότι άλλο πράγμα είναι η θεόπνευστος συγγραφή ενός βιβλίου και άλλο η συγκαταρρύθμισή του στον Κανόνα.

Ερωτώμεν τους αιρετικούς, αν η κανονιστική ενέργεια, η πράξη του κανονίζειν και συγκαταριθμείν βιβλίον εις τον Κανόνα ήτο αλάθητος ενέργεια και αν δεν μας προμήθευσε βιβλία μη θεόπνευστα ως θεόπνευστα. Επομένως, έχομεν μετά τον θάνατον των αποστόλων που ήσαν θεόπνευστοι σωρείαν βιβλίων θεοπνεύστων και μη θεοπνεύστων. Τίθεται λοιπόν το αδυσώπητον δια τους αιρετικούς ερώτημα:
Εκείνοι που συνέλεξαν τα βιβλία συνέλεξαν τα γνήσια και όλα τα γνήσια και μόνον γνήσια, ή δεν συνέλεξαν κανένα γνήσιον ή μόνον μερικά γνήσια, ή μερικά γνήσια και μερικά ψευδεπίγραφα;
και συγκεκριμένα:
1) Ποίοι είναι αυτοί που συνέταξαν τον Κανόνα;
2) Ποίαν εγγύησιν μας παρέχουν περί του ότι δεν έσφαλαν εν τω συλλέγειν; Δηλαδή, είχαν εξουσίαν (εξουσιοδότησιν, χάρισμα) να κάνουν αυτό το έργο; Και, πόθεν τεκμαίρεται αυτή η εξουσιοδότησή τους;
3) Εάν είχαν εξουσιοδότηση, εις τι συνίσταται αυτή, και πόθεν την έλαβον;
4) Επί πλέον ερωτώμεν: Ενεργούντες ως ενήργησαν αυτοί οι άγνωστοι συντάκτες του Κανόνος, έγιναν, ναι ή όχι κριτές της Αγίας Γραφής, εφόσον αυτοί έκριναν ποίον βιβλίον ανήκει εις την Αγίαν Γραφήν και ποίον όχι; Εννοώ ότι έγιναν κριτές της γνησιότητος, όχι της ορθότητος.
 5) Εάν οι εγγυήσεις των προσώπων αυτών έχουν μόνον ανθρώπινον κύρος, έχουν τόση βαρύτητα ώστε να εγγυώνται απολύτως περί της γνησιότητος της Γραφής; Αλλά και εάν το κύρος των ήτο μόνον ανθρώπινον δεν συμβαίνει, επομένως, ώστε να εξαρτάται το κύρος της γνησιότητος της Γραφής εξ ανθρώπων;
Τώρα θα εννοήσουμε βαθύτερα το νόημα των λόγων του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων ο οποίος ομιλών περί της σχέσεως Εκκλησίας και Κανόνος της Αγίας Γραφής λέγει εις την τετάρτην Κατήχησίν του: «Φιλομαθώς επίγνωθι και παρά της Εκκλησίας, ποίαι μεν εισίν αι της Παλαιάς Διαθήκης βίβλοι, ποίαι δε της Καινής». Η Εκκλησία λοιπόν και μόνον η Εκκλησία αυθεντικώς δυνάμει του αλαθήτου με το οποίο έχει προικισθεί από τον Θεόν τέμνει το ζήτημα και αποφαίνεται περί των κανονιστέων βιβλίων της Γραφής και περί των απορριπτέων.
Εις το σημείο αυτό είναι χρήσιμο να λάβουμε υπ' όψη και τον λόγον του αγίου Αυγουστίνου που εκπροσωπών την Δύσιν είπε: «Scripturae nοn crederem, nisi me commoveret ecclesiae auctoritas», δηλαδή, «δεν θα πίστευα στη Γραφή, αν δεν με παρώτρυνε προς τούτο η αυθεντία της Εκκλησίας». (Contra Epistolam Manichaei C.5., 6 Migne 42, 176) πρβλ και De doctrina Christ. βιβλ. ΙΙ κεφ. 8 παράγρ. 12, Migne 34, 40.
Παραθέτομεν εν συνεχεία όσα σοφά όντως και έκπαγλα έγραψε για το ζήτημα της σχέσεως Εκκλησίας και Κανόνος ο Ανδρούτσος στην Συμβολικήν του: σελ. 132. «οι δε Διαμαρτυρόμενοι αρνούμενοι τον υπερφυά της ορατής Εκκλησίας χαρακτήρα ουδέν μεν έχουσιν ανώτερον κριτήριον του κανόνος της Γραφής, ον παρέλαβον εκ της εκκλησιαστικής Παραδόσεως παρά τας θεμελιώδεις αυτών δόξας». Εν πρώτοις ο κανών της Γραφής είναι αίνιγμα άλυτον κατά τας προτεσταντικάς αρχάς.
 
Τίνα δηλαδή είναι τα κανονικά βιβλία της Αγίας Γραφής, οι μεν Ορθόδοξοι και οι Δυτικοί παραλαμβάνουσι ασφαλώς παρά της αλαθήτου εκκλησιαστικής παραδόσεως. Αλλ' οι Διαμαρτυρόμενοι αποτεμόντες τον δεσμόν τούτον προς την Παράδοσιν, και μόνην την Γραφήν ως υψίστην αυθεντίαν κηρύττοντες, μάτην πειρώνται να εξεύρωσι βάσιν τινά, εφ' ης να εμπεδώσωσιν το επί της άμμου δογματικόν αυτών σύστημα. Μη δυνάμενοι εκ της Γραφής αυτής να αρυσθώσιν την περί του Κανόνος αυτής μαρτυρίαν, επειδή η ερώτησις περί του κανονικού αριθμού των βιβλίων δεν ηδύνατο να διεγερθεί προ του οριστικού αυτής απαρτισμού, δι ισχυρίζονται οι μεν, ότι η εσωτερική μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος είναι η μαρτυρούσα περί του κύρους των κανονικών βιβλίων, ως η Ελβετική Ομολογία, στοιχούσα τω Λουθήρω, τω Καλβίνω και τω Βέζα, και λέγουσα "Auctoritatem scripturas sufficientem e semet ipsis nοn ex hominibus habere", συνεπινευόντων και πολλών νεωτέρων θεολόγων, οι δε, ότι κανονικά βιβλία είναι όσα δι ιστορικής και κριτικής ερεύνης αποδείκνυνται συνταχθέντα υπό των Αποστόλων και των Προφητών, ως οι περί τον SchIeiermacher, άλλοι δε κριτήρια της αυθεντίας της Γραφής τίθενται αμφότερα ταύτα, ως η Βελγική Ομολογία, καθ' ην η μεν έρευνα δεικνύει τίνα τα κανονικά βιβλία το δε Άγιο Πνεύμα βεβαιοί και κυροί αυτά. Εις τα γραφόμενα της Βελγικής Ομολογίας μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι η μεν έρευνα δεν ομοφωνεί συχνότατα, καθώς επίσης και το ότι δεν διευκρινίζεται τίνι τρόπω και τίνι οργάνω χρώμενον το Άγιον Πνεύμα βεβαιοί και κυροί τα του Κανόνος.
Εις τους αφορισμούς της Βελγικής Ομολογίας, ο Ανδρούτσος παρατηρεί τα εξής:
«Αλλ' η εν εκάστω εσωτερική μαρτυρία του Πνεύματος ήκιστα επόρισέ ποτέ ή δύναται να πορίσει την περί της αυθεντίας της Γραφής καθολικήν πίστην, εάν δε επί τη βάσει αυτής θελήσει τις να ορίσει τα κανονικά βιβλία, θα εμορφώνοντο τόσοι της Γραφής κανόνες, όσαι υπάρχουσιν αιρέσεις ή πρόσωπα, επί τελευτής δε θα ηνοίγετο η θύρα εις τον Ορθολογισμόν, τον αίροντα το θείον της Γραφής κύρος, αφού εν μόνον βήμα απαιτείται, όπως μεταπηδήσει τις εις αυτόν, η αμφιβολία περί της εσωτερικής ταύτης του Αγίου Πνεύματος Μαρτυρίας».
Ομοίως δε δι ιστορικής και κριτικής ερεύνης αθετείται μεν η προς Εβραίους επιστολή, ανοίγεται δε ελεύθερο το πεδίον εις την κριτικήν, όπως αμφισβητήσει την γνησιότητα πάντων ή των πλείστων βιβλίων της Γραφής, ως έπραξεν ο Baur, κατ' αμφοτέρας δε τας περιπτώσεις επιλείπει ημάς το ανώτερον κριτήριον, όπερ θα αποφανθή, τις εκ των πολλών του Αγ. Πνεύματος εν ενί εκάστω μαρτυριών είναι η αληθινή και ουχί φαντασίας αποκύημα, και τις κριτική έρευνα προς τα πράγματα σύμφωνος. Τον κανόνα της Γραφής παρέλαβον οι Διαμαρτυρόμενοι εκ της εκκλησιαστικής Παραδόσεως και τούτο ανομολογούσι και τινές των επιφανών σήμερον θεολόγων (Όρα Nitzsch Evangel. Dogmat. σελ. 285), πλην μη δυνάμενοι να αποδεχθώσιν την Παράδοσιν ως ορθά και αλάθητα διδάσκουσαν, ηξίωσαν, ότι η Εκκλησία εν τη αποδοχή των κανονικών βιβλίων ήγετο υπό τινός ευστοχίας φυσικής (takt), ότι δε τα της Καινής ιδία Διαθήκης βιβλία τοιαύτην ήσκησαν ροπήν από της συστάσεως της εκκλησίας μέχρι σήμερον, ώστε και είτι υπάρχει εν τω κανόνι αμφίβολον και παρείσακτον, ως η Β' του Πέτρου επιστολή και τούτο είναι σήμερον απαραίτητον. Ότι ταύτα είναι αιτιολογήματα συγκαλύπτονται μόνον την αμηχανίαν τών Διαμαρτυρομένων, μόλις είναι ανάγκη και να παρατηρήσωμεν (Ανδρούτσου Συμβ. σ. 133).
Όμως οι αιρετικοί αδυνατούν να αποδείξουν την γνησιότητα και θεοπνευστίαν των της Αγίας Γραφής βιβλίων, καθ' έκαστα:
Δυνατόν όμως να πουν οι αιρετικοί, ότι δεν δέχονται τον υπό της εκκλησίας κυρωθέντα και ως εκ τούτου παραδεδεγμένον Κανόνα ως συλλογήν βιβλίων κανονισθέντων υπό αλαθήτου αυθεντίας, αλλ' ότι εξετάζουν τα βιβλία καθ' έκαστα και ευρίσκουν αυτά γνήσια και θεόπνευστα. Δηλαδή, δυνατόν να πουν ότι δεν δέχονται την Γραφήν δια τον λόγον ότι τα βιβλία αυτής περιέχονται εις τον Κανόνα, αλλά δι' άλλους λόγους, τους οποίους επινοούν και τους οποίους θα αναιρέσουμε ευθύς αμέσως. (Ισχυρίζονται ενίοτε ότι τα δέχονται θεόπνευστα διότι τα ευρίσκουν τοιαύτα δια της φιλολογικής και ιστορικής οδού, δηλαδή της Κριτικής):

Πρώτον:
Αιρετικός: Δέχομαι την θεοπνευστίαν και γνησιότητα π.χ. του Ματθαίου, Ιωάννου κ.λ.π. διότι περί τούτων έχω ιστορικάς μαρτυρίας υπό εκκλησιαστικών συγγραφέων π.χ. του Παπίου, Πολυκάρπου. Ειρηναίου κ.λ.π.
Ορθόδοξος απάντησις: Αλλά τούτο αίρει αυτήν ταύτην την βάσιν της συζητήσεως η οποία είναι ότι η Αγία Γραφή ουδεμίαν ανάγκην έχει να λάβει κύρος έξωθεν, ότι δηλαδή έχει το κύρος εν εαυτή. Ο αιρετικός ισχυριζόμενος ότι διά την γνησιότητα έχομεν ανάγκην ιστορικών μαρτυριών, αποδέχεται άλλον παράγοντα, πάντως εκτός της Γραφής, όστις προσδίδει κύρος εις την Γραφή. Κατ' αρχήν μία τοιαύτη εκδοχή αποτελεί αντίφαση για τον αιρετικό, όστις εξ αρχής εδέχθη και δέχεται ότι η Γραφή ουδενός εκτός του εαυτού της έχει ανάγκην για να "σταθεί" και ότι ουδαμόθεν εκτός του εαυτού της λαμβάνει το κύρος και ότι ως εκ τούτου ουδείς δύναται να γίνει κριτής της Γραφής. Η κύρωση δηλονότι της γνησιότητας της Γραφής, κατά το επιχείρημα του αιρετικού, δια της ιστορικής οδού αποτελεί αντίφαση και αίρει την τεθείσα βάση της συζήτησης, γιατί στρέφεται κατά της περί Γραφής θεωρίας του και αναιρεί εκ βάθρων αυτήν. Έτσι ο αιρετικός αυτοαναιρείται. Έπειτα η εκδοχή αυτή δεν παρέχει την απόλυτη εγγύηση και άρα την ακλόνητη βεβαιότητα, ήτις είναι απαραίτητη για ζητήματα πίστης και σωτηρίας και τούτο επειδή η ανθρώπινη μαρτυρία χωρίς υπερφυσικόν οπλισμόν ενέχει το ενδεχόμενον να πλανά η να πλανάται

Δεύτερον:
Αιρετικός: Δέχομαι τα βιβλία αυτά ως Γραφήν Αγίαν και Θεόπνευστον, διότι περιέχουσι καθαράν την αλήθειαν, άνευ πλάνης, άνευ ψεύδους, άνευ αιρετικής διδασκαλίας.
Ορθόδοξη απάντηση: Κατ' αρχήν μη έχοντας έτι ανά χείρας την κεκαθαρμένην Γραφήν στερούμεθα παντός κριτηρίου και κανόνος πίστεως. Πώς λοιπόν, γνωρίζεις ότι δεν περιέχουν τα βιβλία αιρέσεις; Πώς γνωρίζεις ποία η πλάνη, ποία η αίρεση, δοθέντος ότι ακόμη αυτό θέλουμε να εξακριβώσουμε, ποια δηλαδή είναι η πηγή η γνήσια της αληθούς διδασκαλίας; Εξ άλλου, εάν η αγνότης και καθαρότης της αληθείας ήτο αποχρών λόγος για να είναι ένα βιβλίο θεόπνευστο, υφ ην έννοιαν θέλομεν να είναι θεόπνευστα τα βιβλία της Γραφής, έδει να αναγνωρίσουμε ως κανονικά όλα τα συγγράματα, όσα δεν περιέχουν ουδεμίαν αίρεση.

Τρίτον:
Αιρετικός: Δέχομαι τα βιβλία αυτά σαν θεόπνευστα, γιατί τα ίδια τα βιβλία μαρτυρούν περί του εαυτού των ότι είναι θεόπνευστα.
Ορθόδοξη απάντηση: Η εσωτερική μαρτυρία, δηλαδή η αυτομαρτυρία της Γραφής είναι γνωστό ότι δεν εκτείνεται εφ απάσης της Γραφής και εις τα Βιβλία καθ έκαστα. Έτσι, λέγει μεν ο Παύλος προς τον Τιμόθεον το "πάσα Γραφή θεόπνευστος" αλλά η φράση αυτή μόνον στην Παλαιά Διαθήκη δύναται ν' αναφέρεται. Τούτο δε απoδεικνύεται ευκολότατα γιατί στο αυτό εδάφιο ο Παύλος λέγει προς τον Τιμόθεον, ότι το περιεχόμενον των βιβλίων αυτών, δηλαδή τα ιερά γράμματα Τα έμαθες, Τιμόθεε, "παιδιόθεν". Δια να τα μάθει όμως παιδιόθεν θα πρέπει να πρόκειται μόνον περί των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, δεδομένου ότι όταν ο Τιμόθεος ήταν παιδί μόνον η Παλαιά Διαθήκη υπήρχε δι' αυτόν. Εξ άλλου και εάν υπό την φράσιν "πάσα Γραφή" εννοούσε ο Παύλος και την Καινήν Διαθήκην και πάλιν η Καινή Διαθήκη δεν είχεν εισέτι συμπληρωθεί (έλλειπε π.χ. η Αποκάλυψη), οπότε η μαρτυρία του Παύλου και πάλιν δεν επεκτείνεται εφ' ολοκλήρου της Καινής Διαθήκης. Και εάν επεκτεινόταν εις ολόκληρον την Καινήν Διαθήκην, ούτε εις αυτήν την περίπτωση το "πάσα Γραφή θεόπνευστος" θα είχε δύναμη επιχειρήματος, γιατί δεν γνωρίζουμε βέβαια ποιά συγκεκριμμένα βιβλία νοούνται υπό το "πάσα", άλλωστε και διότι δεν κατονομάζονται Αλλά και εάν ακόμη συνέβαινε ώστε η περί θεοπνευστίας αυτομαρτυρία της Γραφής να είχεν επεκταθεί επί των καθ' έκαστα βιβλίων και τότε ακόμη η μαρτυρία καθ' εαυτήν δεν είναι λόγος αποδοχής της θεοπνευστίας του κειμένου, γιατί ως γνωστόν με αξιώσεις θεοπνευστίας εμφανίσθηκαν και τα λεγόμενα ψευδεπίγραφα. Αλλ' εν τοιαύτη περιπτώσει και όλα τα ιερά βιβλία πασών των θρησκειών πρέπει να είναι θεόπνευστα, εφόσον αξιούν υπέρ εαυτών θεοπνευστίαν.

Τέταρτον:
Αιρετικός: Δέχομαι την γνησιότητα και θεοπνευστίαν της Γραφής μου, διότι με πείθει η εκπλήρωση των προφητειών.
Ορθόδοξη απάντηση: Όμως επιτυχής κλοπή των προφητειών ηδύνατο να γίνει εκ των γνησίων εις ψευδεπίγραφα βιβλία, όμως διατί όχι με μπόλικη δόση αιρέσεων. Ποιος μας εγγυάται απόλυτα για το ενάντιο;

Πέμπτον:
Αιρετικός: Η Αγία Γραφή μου άλλαξε τη ζωή. Άρα περιέχει θεόπνευστα βιβλία, εφόσον μου εβελτιώσαν την ηθικήν.
Ορθόδοξη απάντηση: Εκ της αλλαγής σας, λοιπόν, αντιλαμβάνεσθε την θεοπνευστίαν; Εδώ πρόκειται για λογικόν σφάλμα. Γιατί τούτο σημαίνει πως: Πρώτον επιστεύσατε εις την εν τη Γραφή Θείαν Αποκάλυψη, και ένεκα της πίστεώς σας άλλαξε η ζωή σας. Άρα η Γραφή σας είναι θεόπνευστη. Αλλ' εφόσον εκ των υστέρων (εκ της αλλαγής σας δηλαδή) συμπεραίνετε την θεοπνευστίαν, πώς, λοιπόν, εκ των προτέρων επιστεύσατε σε κάτι, το οποίον μόνον εκ των υστέρων αντελήφθητε ως θεόπνευστον;

Έκτον:
Αιρετικός: Δέχομαι την θεοπνευστίαν της Γραφής, διότι αυτή φέρνει μέσα της αντικειμενικά το γνώρισμα της θεοπνευστίας.
Ορθόδοξη απάντηση: Εάν φέρνει αντικειμενικά το γνώρισμα της θεοπνευστίας, ρωτάμε ποιο είναι αυτό το εν τη Γραφή αντικειμενικό της θεοπνευστίας γνώρισμα. Επί πλέον δε, είναι ανάγκη να επιβάλλεται αυτό εις τον πρώτον τυχόντα, όπως ακριβώς το κίτρινο χρώμα, ασχέτως δηλαδή προδιαθέσεως και παντός υποκειμενισμού.

Έβδομον:
Αιρετικός: Είναι θεόπνευστα τα βιβλία της Γραφης, διότι περί τούτου με βεβαιώνει το Άγιον Πνεύμα με εσωτερικό φωτισμό.
Ορθόδοξη απάντηση: Αλλ' εν τοιαύτη περιπτώσει η Αγία Γραφή υποτάσσεται εις τον εσωτερικό φωτισμό, που προεκτεινόμενο μας δίνει την γνώμη του ατόμου, την γνώμην του καθενός. Πράγματι με την μέθοδον αυτή κάθε προτεστάντης γίνεται και ένας Πάπας, αλάθητος, θεόπνευστος και σύμφωνα με τον εσωτερικό του Αγίου Πνεύματος φωτισμό, καθορίζει αυτός πλέον ως αλάθητος τον Κανόνα της Γραφής απορρίπτοντας ό,τι βιβλίον τον ενοχλεί αποδεχόμενος ό,τι του αρέσει. Δεν δύνασαι δε να του αντείπεις, διότι έχεις έμπροσθέν σου ένα θεόπνευστο. Και να σκεφθεί κανείς ότι αυτά τα λέγει ο Προτεστάντης, ο οποίος απορρίπτει το αλάθητον των οικουμενικών Συνόδων με την δικαιολογίαν ότι μόνον ο Θεός και η Γραφή Του είναι αλάνθαστοι και ότι πας άνθρωπος πλανάται, άρα και οι Σύνοδοι πλανώνται.
Έτσι εν Πνεύματι Αγίω απορρίπτει καθείς με τη σειρά του: Ο Λούθηρος π.χ. κατόπιν εσωτερικού φωτισμού από μεν την Παλαιάν Διαθηκην απέρριπτε τα λεγόμενα δευτεροκανονικά και εκ των πρωτοκανονικών τον Εκκλησιαστήν, το Άσμα Ασμάτων, την Εσθήρ, εκ δε της Καινής Διαθήκης εν Πνευματι Αγίω απέρριπτε τέσσαρα βιβλία δηλ. την προς Εβραίους επιστολήν, δύο Καθολικάς δηλαδή την Eπιστoλήν Ιακώβου και την Eπιστoλήν Ιούδα και τέλος την Αποκάλυψιν. Δι' αυτής της μεθόδου άλλοι απορρίπτουν τα Ευαγγέλια, άλλοι Επιστολάς και άλλοι την Αποκάλυψη του Ιωάννου... Και μη λησμονείτε: είναι αυτοί που λυσσούν υπέρ της Γραφής, οι άμοιροι..
Είναι αυτοί, που απορρίπτουν, οι δυστυχείς. την Ιεράν Παράδοση ως διδασκαλίαν και εντάλματα ανθρώπων. και τώρα αυτοί γίνονται κάτι υπεράνω αυτής της Γραφής... Και κατά πού φωτίζονται και κατά πού εμπνέονται απορρίπτουν ό,τι βιβλίον της Γραφής θεωρήσουν απορριπτέον. Μη χειρότερα... Αλλά υπάρχουν και χειρότερα: Και εξηγούμαι οι μεν Λουθηρανοί και Καλβινιστές προτεστάντες κατηγορούν ημάς τους ορθοδόξους, διότι, λέγουν: «εγκαταλείψατε την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής για να κηρύσσετε γνώμας των Πατέρων, δηλαδή γνώμας ανθρώπων, οι οποίοι υπόκεινται σε πλάνες».
Έρχονται όμως τώρα, κάτι άλλοι Προτεστάντες, οι Αναβαπτιστές και κατηγορούν όχι πλέον ημάς, αλλά τους ίδιους τους Προτεστάντες, διότι οι τελευταίοι αυτοί δέχονται την Γραφή, και τους λέγουν: "Εγκαταλείπετε την απ' ευθείας από του Αγίου Πνεύματος διδασκαλίαν, για να κηρύττετε γνώμας των άλλως θεοπνεύστων βεβαίως συγγραφέων της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης". Ω! Φαρισαίοι του Χριστιανισμού. Τάφοι κεκονιαμένοι. Απωθείτε την θείαν επιφοίτηση και ακολουθείτε την ανθρωπίνην σοφίαν. Αλυσσοδένετε το ζων Πνεύμα εις το νεκρόν γράμμα; Πρόσεξε όμως, αναγνώστα μου και την συνέχειαν, διότι έχει βέβαια και συνέχειαν η κωμωδία: Οι υπόλοιποι Προτεστάντες τι κάνουν; Τι απαντούν εις τις κατηγορίες των επίσης Προτεσταντών Αναβαπτιστών; Ε, λοιπόν. ό,τι αρνούνται σ' εμάς, δηλαδή την διηνεκή αποστολικότητα μέσα στην Εκκλησία, το Αλάθητον αυτής, τούτο το καθιστούν βέβαιον προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους Αναβαπτιστές Προτεστάντες. Για την ανόθευτη και αγνή διατήρηση της διδασκαλίας αναγκάζονται να δεχθούν, ότι οι επίσκοποι δηλαδή οι Ποιμένες είναι ενδεδυμένοι με κάποια θεία αυθεντία.
Λέγει, λοιπόν, ο Μελάγχθων, ομιλών περί της τάξεως των Ιερέων: «Είναι χρήσιμον και εξ' ίσου αναγκαίον να υπάρχει εντός της χριστιανικής Εκκλησίας η αποστολικότης. Είναι αναγκαίον να γνωρίζουν οι πιστοί, ότι ο Θεός θέλει να δίδει το Άγιον Πνεύμα (εν τη Εκκλησία)..., ίνα μη τις, κατά το παράδειγμα των Αναβαπτιστών, αναζητεί αποκαλύψεις εκτός της διακονίας».
 
Και για να δητε πού προχωρούν οι Προτεστάντες, οι υπέρ των Γραφών θυσιαζόμενοι και λυσσωδώς κατηγορούντες την Ιεράν Παράδοση ως ανθρωπίνην διδασκαλίαν θα σας αναφέρω ακόμη μίαν προτεσταντική παραφυάδα, εκείνην των Κουακέρων. Και αυτοί ισχυρίζονται, ότι ο Θεός χρησιμοποιεί μόνον τον εσωτερικόν φωτισμό, την εσωτερική αποκάλυψη, άνευ του γραπτού λόγου, άνευ της Αγίας Γραφής. Γι' αυτούς δηλαδή, η κατ' άτομον, η ιδιωτική αποκάλυψη είναι πηγή και κανών πίστεως... Aλήθεια! Μ' αυτόν τον τρόπον οι Προτεστάντες αποφεύγουν τις διδασκαλίες και τα εντάλματα των ανθρώπων, αποφεύγουν την αυθεντίαν της Εκκλησίας, αποφεύγουν το αλάθητόν της, γενόμενοι οι ίδιοι Γραφή, ο καθείς χωριστά. Όχι μόνον δε αλλά και κάτι υπέρ την Γραφή, εφόσον και αυτή η Γραφή μετράται και κρίνεται συμφώνως προς τας ατομικάς, τας ιδιωτικάς εσωτερικάς πληροφορίας και αποκαλύψεις ή κρίνεται και όλως άχρηστη. Ιδού οι συνέπειες των αρχών του προτεσταντισμού. Ένα αβυσσαλέον κατρακύλισμα.
Ωστόσο προσπαθών ο αιρετικός να αποδείξει την θεοπευστίαν των βιβλίων της Γραφής, οφείλει να τα αποδώσει σε συγγραφείς αποδεδειγμένης θεοπνευστίας. Ακριβώς δε κατά την απόπειράν του να αποδώσει και εξασφαλίσει αποστολικήν καταγωγήν των βιβλίων π.χ. της Καινής Διαθήκης, καταφεύγει σε μαρτυρίες της παραδόσεως, την οποίαν όμως απορρίπτει εκ των προτέρων και έτσι αντιφάσκει οικτρά προς τον εαυτόν του. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι άλυτον για τον αιρετικό μόνον μέχρις εδώ. Έχει και άλλη φάση εξ ίσου δύσκολη. Και εξηγούμαι: Έστω ότι ο αιρετικός μας απέδειξε με ιστορικές μαρτυρίες, ότι όντως τα βιβλία της Γραφής είναι γνήσια, ήτοι έργα των συγγραφέων εκείνων, υπό τα ονόματα των οποίων εσώθησαν (π.χ. ότι το κατά Ματθαίον είναι όντως του Ματθαίου και ότι η προς Ρωμαίους είναι όντως επιστολή του Παύλου. Δεν αρκεί όμως τούτο δια να εφησυχάσουν οι αιρετικοί. τους αναμένουν και άλλα προβλήματα για λύση, διότι: Υπάρχουν βιβλία της Αγίας Γραφής, των οποίων ο συγγραφέας, μετά οιεσδήποτε έρευνες αγνοείται. Εννοώ μετά από έρευνες των εσωτερικών μαρτυριών της Γραφής.
Έτσι, των εξής βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης δεν μαρτυρείται με εσωτερική μαρτυρία ο συγγραφέας: του βιβλίου Ιησούς του Ναυή, των κριτών, της Α' και Β' Βασιλειών (Α' και Β' Σαμουήλ), της Γ' και Δ' Βασιλειών (Α΄ και Β' Βασιλειών), των βιβλίων των Παραλειπομένων, του Έσδρά του Νεεμία, της Εσθήρ, του Ιώβ, Παροιμιών, Εκκλησιαστού, Άσματος Ασμάτων κ.λ.π.
Τίθεται λοιπόν, το φυσικό ερώτημα: εφόσον δεν γνωρίζεις τον συγγραφέα, κατά μείζονα λόγον δεν γνωρίζεις εάν αυτός είναι θεόπνευστος. Πόθεν γνωρίζεις λοιπόν την θεοπνευστίαν των ανωτέρω βιβλίων ενώ αγνοείς τον συγγραφέα των;
 
Αιρετικός: Βεβαίως δεν γνωρίζω τους συγγραφείς, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι δεν γνωρίζω την θεοπνευστίαν των βιβλίων.
Ορθόδοξος: Πόθεν λοιπόν γνωρίζεις την θεοπνευστίαν των;
Αιρετικός: Η θεοπνευστία των βιβλίων αυτών της Παλαιάς Διαθήκης μαρτυρείται στην Καινήν Διαθήκην, διότι συμβαίνει ώστε η Καινή Διαθήκη να μας παραπέμπει εις την Παλαιάν Διαθήκην και μάλιστα εις τα βιβλία αυτά, πράγμα που σημαίνει ότι οι θεόπνευστοι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης κυρώνουν και αναγνωρίζουν την θεοπνευστία των βιβλίων αυτών της Παλαιάς Διαθήκης.
Ορθόδοξος: Λοιπόν, κριτήριον δια του οποίου κρίνεις την θεοπνευστίαν των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης είναι οι παραπομπές σ' αυτήν της Καινής Διαθήκης;
Αιρετικός: Μάλιστα.
Ορθόδοξος: Αλλά τούτο σημαίνει ότι βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία ουδόλως μνημονεύονται εις την Καινήν Διαθήκην, αυτά για σένα δεν είναι θεόπνευστα, δεν είναι κανονικά. Ναι. ή όχι:
Αιρετικός: Βεβαιότατα.
Ορθόδοξος: Εν τοιαύτη περιπτώσει οφείλεις να απορρίψεις εκείνα τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, εις τα οποία δεν μας παραπέμπει η Καινή Διαθήκη.
Αιρετικός: Δεν υπάρχουν βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης εις τα οποία να μη παραπέμπει η Καινή Διαθήκη.
Ορθόδοξος: Λάθος. Υπάρχουν και είναι τα εξής: Ρουθ, Έσδρας, Εκκλησιαστής, Άσμα Ασμάτων, Οβδιού. Εις αυτά τα βιβλία ουδέ άπαξ η Καινή Διαθήκη παραπέμπει. Τούτο λοιπόν σημαίνει κατά σε ότι δεν είναι θεόπνευστα και κανονικά, μολονότι συγκαταλέγονται μεταξύ των πρωτοκανονικών; Τότε απορρίψτε τα από τον Κανόνα. Και όχι μόνον αυτό. Εάν ως κριτήριον για την αποδοχήν βιβλίου τινός της Παλαιάς Διαθήκης ως θεοπνεύστου είναι η εις αυτό παραπομπή της Καινής Διαθήκης τούτο αποβαίνει δυσχερές για σας, γιατί αν και η Καινή Διαθήκη παραπέμπει εις προφητείας μη υπάρχουσας εις ουδέν κανονικόν βιβλίον, παρά ταύτα σεις δεν έχετε να μας παρουσιάσετε ως κανονικά αυτά τα βιβλία που περιέχουν τίς εν λόγω προφητείες, εφόσον πρόκειται για βιβλία μη συμπεριλαμβανόμενα εις τον Κανόνα.
Και συγκεκριμένα και εις τα εξής χωρία γίνεται παραπομπή εις την Παλαιάν Διαθήκην χωρίς να υπάρχουν αυτά εις την σωζομένην Παλαιάν Διαθήκην: Ματθ. κζ' 9, Ιω. ζ' 38. Εφ. ε' 14, Ιακ. δ' 5, Ιούδα θ' 14 κ.λ.π. Ή τα χωρία αυτά ανήκουν σε θεόπνευστα βιβλία, αλλά απολεσθέντα. Οπότε η Γραφή σου δεν είναι πλήρης, ή ανήκουν εις τα λεγόμενα Απόκρυφα. Όπως και ιστορικά τουλάχιστον για μερικά απ' αυτά μαρτυρείται. Το δε δυσχερέστερον για σας είναι: Εάν η μνημόνευση εις την Καινή Διαθήκη γεγονότων βιβλίου τινός καθιστά αυτό θεόπνευστο, τότε γιατί και η Ανάληψη Μωυσέως δεν είναι θεόπνευστη, η οποία αναφέρει περί της έριδος Μιχαήλ και Σατανά, γεγονός όπερ, αν και δεν αναφέρεται ουδαμού του Κανόνος της Παλαιάς Διαθήκης, όμως το μνημονεύει τόσον ο Ιούδας (α' στίχο 9), όσον και ο Πέτρος (Β' Πέτρ. β' 11). Αν τούτο και μόνον το γεγονός της μνείας και παραπομπής καθιστά το Απόκρυφον κανονικόν, διατί δεν το συμπεριελάβατε στον Κανόνα;
Αιρετικός: Αλλά λησμονήσατε στους συλλογισμούς σας κάτι ουσιαστικό που δίνει λύσιν υπέρ εμού εις το ζήτημα που θίγουμε: Λησμονήσατε ότι ο ίδιος ο Χριστός αναφερόμενος εις την Παλαιάν Διαθήκην την κυρώνει και κυρώνει έτσι τον Κανόνα της Συναγωγής.
Ορθόδοξος: Είναι απολύτως ορθόν αυτό που μου παρετηρήσατε αλλά λησμονήσατε ότι ο Χριστός κυρώνει τον Νόμον και τους προφήτας ως είχον επί της εποχής του και όχι όπως τους ενεφάνιζε η Συναγωγή του τρίτου και τέταρτου αιώνα μετά Χριστόν. Εσείς, έχετε πάρει ακριβώς τον Κανόνα της Συναγωγής του τρίτου και τέταρτου αιώνα. Ο Χριστός εκύρωσε τον Κανόνα που περιείχε και τον Βαρούχ, την Επιστολή Ιερεμίου και τα γνωστά τεμάχια του Δανιήλ και Εσθήρ, τεμάχια άτινα έλλειπαν εκ του κανόνος των Ιουδαίων του τρίτου και τέταρτου αιώνα μ.Χ. Αυτά εσύ τα δέχεσαι ως κανονικά και δηλώνεις πού στηρίζεις την προτίμησή σου:

Και τώρα ερχόμεθα εις την Καινήν Διαθήκην:

Εις την Καινήν Διαθήκην για να αποδείξει ο αιρετικός την θεοπνευστίαν των βιβλίων, οφείλει να αποδείξει ότι είναι έργα ανδρών θεοπνεύστων, ως είπομεν. Επομένως δεν μπορεί να μας αποδείξει ότι ο Ματθαίος ή ο Ιωάννης έγραψαν τα Ευαγγέλιά των. Είναι γνωστό ότι ουδαμού υπάρχει εσωτερική μαρτυρία ρητή και σαφής, ουδεμία, δηλαδή, υπάρχει αυτομαρτυρία. Τας επιστολάς του Παύλου βεβαίως δύνασθε να είπητε, ότι γνωρίζομεν σαν έργα του Παύλου. Διότι τούτο μαρτυρείται ("Παύλος απόστολος Ιησού Χριστού". κ.λ.π.). Τούτο έχει ορθώς, αλλά η προς Εβραίους επιστολή τίνος λοιπόν, είναι:
Αλλά και εάν δεχθούμε τον Ματθαίον, Ιωάννην, Πέτρον ως συγγραφείς των φερωνύμων βιβλίων, τούτο τι σημαίνει:
Αιρετικός: Τούτο σημαίνει ότι τα βιβλία αυτά ως έργα Αποστόλων ήσαν θεόπνευστα, διότι οι Απόστολοι ήσαν θεόπνευστοι.
Ορθόδοξος: Τούτο ίσως αληθεύει προκειμένου περί των δώδεκα Αποστόλων, οι οποίοι ήσαν όντως θεόπνευστοι, διότι ρητώς περί αυτών μαρτυρείται ότι έλαβον την θεοπνευστίαν, εφόσον βεβαίως, εφωτίσθησαν δια της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή. Είναι όμως γνωστό, ότι όλοι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης δεν ήσαν Απόστολοι εκ των δώδεκα μαθητών και Αποστόλων, ουδέ παρευρίσκοντο καν κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. Πρώτος ο Παύλος, διά τον οποίον δεχόμεθα ότι ήταν θεόπνευστος εφόσον μαρτυρείται τούτο ρητώς, ότι δηλαδή ελάμβανε αποκαλύψεις από του Ιησού Χριστού.
Ο Μάρκος όμως, που έγραψε το κατά Μάρκον, και ο Λουκάς, που έγραψε το κατά Λουκάν και τις Πράξεις των Αποστόλων, ο Ιάκωβος και ο Ιούδας δεν ήσαν εκ των δώδεκα Αποστόλων. Έτσι έχουμε σε μόνην την Καινήν Διαθήκη την προς Εβραίους επιστολήν της οποίας αγνοείται ο συγγραφέας, εξ ου και αδύνατη η εξαγωγή συμπερασμάτων περί της θεοπνευστίας της, και πέντε βιβλία, τα οποία δεν προέρχονται εκ των δώδεκα Αποστόλων. Πόθεν, λοιπόν, γνωρίζεις περί αυτών, ότι είναι θεόπνευστα; Πού μαρτυρείται η θεοπνευστία των;
Αιρετικός: Ναι μεν οι Μάρκος, Λουκάς, Ιάκωβος, Ιούδας, δεν ήσαν βεβαίως εκ των δώδεκα, αλλά ήσαν πάντως, γνωστοί των δώδεκα Αποστόλων, συνεδέοντο με αυτούς...
Ορθόδοξος: Εάν τους δέχεσαι θεοπνεύστους ως γνωστούς των Αποστόλων και μαθητάς των, πρώτον δεν δύνασαι να αποδείξεις, ότι η θεοπνευστία των Αποστόλων μετεβιβάσθη εις αυτούς, αλλά ταυτοχρόνως είσαι υποχρεωμένος να δεχθείς ότι ο Ιγνάτιος, Ο Κλήμης, ο Πολύκαρπος, ο Παπίας κ.λ.π. ήσαν και αυτοί θεόπνευστοι δεδομένου ότι και αυτοί ήσαν μαθητές των Αποστόλων. Είσαι λοιπόν υποχρεωμένος να εισαγάγεις εις τον κανόνα και τα έργα των Κλήμεντος, Ιγνατίου και οποιουδήποτε άλλου μαθητού των Αποστόλων.
Αιρετικός: ουδέν έχω να αντείπω. Μόνον παρατηρώ ότι το ίδιο πρόβλημα έχετε και σεις οι Ορθόδοξοι
Ορθόδοξος: Εμείς οι Ορθόδοξοι θα είχαμε το ίδιο πρόβλημα αν δεν δεχόμασταν την Ιεράν Παράδοση και την αυθεντίαν της Εκκλησίας μας, των οικουμενικών Συνόδων και Πατέρων της Εκκλησίας.

Σημειώσεις:

1. Ενώ η αρχή περί της δικαιούσης πίστεως αποτελεί την υλική αρχή PRINCIPIUM MAΤERIALE του Προτεσταντισμού, αναφερόμενη στην εσωτερική ουσία και το δόγμα του, η θεωρία της SOLA SCRIPΤURA αποτελεί την τυπική αρχή (PRINCΙPIUM FORMALE), αναφερόμενη μάλλον στην εξωτερική πλευρά του δηλαδή την εκκλησιαστική διοίκηση και τάξη. Η ονομασία των δύο αυτών αρχών και ο χαρακτηρισμός τους δεν είναι δικός μας. Εδόθη από τους ιδίους του Γερμανούς θεολόγους. Ιδέ: Χρύσανθου επισκόπου, "Ο χαρακτήρας του Προτεσταντισμού και η ιστορική αυτού εξέλιξις", σελ. 39, μετάφρασις υπό Α.Κ.Π. εκ του ρωσικού, εν Kωνσταvτινoυπόλει 1903.
2. Την επιστολή Ιακώβου αποστρεφόταν, διότι αυτή λέγει ρητώς ότι «η πίστη άνευ έργων νεκρά εστίν» (Ιακ. β 21). θέση που ανατρέπει τη θεωρία του Λουθήρου περί σωτηρίας με μόνη την πίστη άνευ έργων.
3. Συγκεκριμένα δεν του άρεσε το εδάφιο της Αποκάλυψης κβ 14: "Μακάριοι οι ποιούντες τας εντολάς αυτού, ίνα έσται η εξουσία αυτών επί το ξύλον της ζωής" Ιδέ J.A MOEHLER, LA SYMPOLIQUE. τόμο 11. σελ. 63. μετάφρ. υπό F. LACHAT. PAR/S 1852. 

Περί προτεσταντισμού, επισκεφτείτε εδώ & εδώ.

Δείτε επίσης:

Δεν υπάρχουν σχόλια: