ΟΣΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΘΗΒΑΙΟΣ, Ο ΠΡΩΤΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
«Ο όσιος Παύλος ζούσε στα χρόνια των διωκτών του χριστιανισμού Δεκίου και Ουαλεριανού και καταγόταν από την Αίγυπτο της Κάτω Θηβαΐδος. Επειδή κατάλαβε ότι ο γαμπρός από την αδελφή του επρόκειτο να τον προδώσει, προκειμένου να κατάσχει το μερίδιο της περιουσίας του, απομακρύνθηκε και έφυγε στα όρη. Προχωρώντας πάντοτε πιο βαθιά, συν τω χρόνω ξεπέρασε τον φόβο του κι αντί να φοβάται τους διώκτες, έφτασε να επιθυμεί τη μοναχική ζωή. Προσεγγίζει λοιπόν κάποιο σπήλαιο, το βαθύτερο στην έρημο, στο οποίο πέρασε με ειρήνη όλον τον χρόνο της ζωής του, που υπήρξε μακρύς, και εξεδήμησε προς τον Κύριο με αταραξία παθών.
Όπως λένε, ο μέγας Αντώνιος έφτασε σ’ αυτόν και θαύμασε τη δυσχέρεια του τόπου και το μήκος του χρόνου της άσκησής του και της αναχώρησής του. Διότι πρώτος αυτός από τους άλλους τόλμησε να προχωρήσει στα ενδότερα της ερήμου και παρέτεινε τον δρόμο της ασκήσεως μέχρι του εκατοστού δέκατου τρίτου έτους του. Τόσο πολύ έζησε, αφού από νεαρή ηλικία απομακρύνθηκε από τις φροντίδες του βίου».
Και μόνον το γεγονός ότι ο μέγας όσιος Αντώνιος θαύμασε την ασκητική διαγωγή του οσίου Παύλου και ότι ο μέγας θεολόγος και ποιητής της Εκκλησίας μας Ιωάννης ο Δαμασκηνός συνέθεσε τον κανόνα του [το μουσικό+ποιητικό έργο, που ψάλλεται στην εκκλησία στη γιορτή του], είναι αρκετό για να καταλάβουμε το ύψος και το μέγεθος της αγιότητας του σήμερα εορταζομένου οσίου. Κατά τον άγιο υμνογράφο του μάλιστα, με θείο φωτισμό ο άγιος Αντώνιος έφτασε στα απόμακρα μέρη που ασκήτευε, προκειμένου και να παραδειγματιστεί βεβαίως ο ίδιος, αλλά και να τον καταστήσει φανερό στον κόσμο προς γενικότερη ωφέλεια. Διαφορετικά θα παρέμενε ένας μέγιστος άγιος, αγνοούμενος όμως υπό πάντων, πλην βεβαίως του ίδιου του Κυρίου.
«Πρώτος την πανέρημον, Παύλε, κατέλαβες, υπέρ πάντα μονάζοντα, και βίου δι’ όλου ώφθης αγνοούμενος∙ όθεν Αντώνιος εύρεν επινεύσει σε θεία, ώσπερ θησαυρόν κεκρυμμένον, και τη οικουμένη εφανέρωσε» (Πρώτος προχώρησες στην πιο βαθιά έρημο, Παύλε, παραπάνω από κάθε μοναχό, και φάνηκες να αγνοείσαι σε όλη τη ζωή σου. Γι’ αυτό ο Αντώνιος σε βρήκε με θείο φωτισμό, σαν κρυμμένο θησαυρό, και σε φανέρωσε στην οικουμένη).
Ο άγιος Δαμασκηνός δείχνει ότι η πρωτιά αυτή του οσίου Παύλου δεν ήταν κάτι αμελητέο. Αφενός την προβάλλει πολλές φορές, προφανώς διότι φανερώνει το μεγάλο ψυχικό σθένος του οσίου και την πυρωμένη αγάπη του προς τον Κύριο – «μόνον τον Θεόν εκ ψυχής αγαπήσας, την έρημον ως ένοικον πόλιν, Παύλε, κατέλαβες» (αγάπησες μόνο τον Θεό από την ψυχή σου και έτσι έφτασες στην έρημο, Παύλε, σαν πόλη που κατοικείται) - αφετέρου θεωρεί ότι με τον τρόπο αυτό έζησε ο όσιος αντίστοιχο βίο με τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο («Εζήλωσας Ιωάννην, θεόφρον, τον Πρόδρομον, εν ερήμω ασκήσας», δηλαδή: ζήλεψες, θεόφρον, τον Ιωάννη Πρόδρομο κι ασκήθηκες στην έρημο), και πιο πίσω με τον προφήτη Ηλία, αγίους που και αυτοί είχαν μία παρόμοια πρωτιά.
Η θαυμαστή μάλιστα διατροφή του οσίου με ουράνιο άρτο κεντρίζει ακόμη περισσότερο τον άγιο Δαμασκηνό για να τον παραλληλίσει με τον προφήτη Ηλία, που και αυτός διατρεφόταν στην έρημο από κοράκι («Τω ουρανίω άρτω διατραφείς, ως Ηλίας πάλαι διά κόρακος, την νοητήν εξέφυγες, Πάτερ, Ιεζάβελ, τη σκέπη Χριστού», δηλαδή: Τράφηκες με ουράνιο άρτο, όπως ο Ηλίας παλιά με κοράκι, και ξέφυγες τη νοητή Ιεζάβελ, Πάτερ, με τη βοήθεια του Χριστού).
Στην έρημο διέπρεψε στους ύμνους και τις νηστείες, στις προσευχές και τις αγρυπνίες, γι’ αυτό και κατασκήνωσε στον ίδιο τον Θεό. «Εν ύμνοις και νηστείαις, μακάριε, προσευχαίς και αγρυπνίαις διαπρέψας, όσιε, προς τον Θεόν κατεσκήνωσας». Διότι πράγματι, μόνον όποιος αφιερώσει χρόνο για τον Θεό και ασχοληθεί με Εκείνον, μπορεί και να Τον γνωρίσει, με την έννοια της αληθινής σχέσης μαζί Του. Όπως το έχει διατυπώσει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Δει σχολάσαι και γνώναι Θεόν».
Η επιμονή αυτή στα του Θεού είναι εκείνο που κάνει τον πιστό να υπερβεί τα πάθη του και να ερημώσει τις όποιες κακίες του. Τα πάθη δεν φεύγουν εύκολα από την ψυχή του ανθρώπου. «Βαθιές ρυτίδες στην ψυχή» χαρακτηρίζονται από τους αββάδες του Γεροντικού. Πρέπει λοιπόν κανείς να επιμείνει. Αυτό διαπιστώνει και ο άγιος υμνογράφος για τον όσιο Παύλο: προχώρησε με χαρά στις άβατες ερήμους, φλογισμένος από τον έρωτα της στοργής του Κυρίου, γι’ αυτό και με την επιμονή των θεωριών του Θεού ερήμωσε τα ψεκτά πάθη του, ζώντας πια σαν άγγελος: «χαίρων κατέλαβες αβάτους ερήμους, έρωτι πυρούμενος της του Κυρίου στοργής∙ όθεν ερημώσας τα πάθη τη επιμονή των κρειττόνων, άγγελος καθάπερ επεβίωσας».
Δείτε και: Αόρατοι ασκητές σε όλη την Ορθοδοξία
Οι άγιοι αναρχικοί
Κάτι τύποι με μαύρα που ζουν στον κόσμο τους...
"Εις Όρος μικρόν": μια ταινία (& πολλά links) για το μοναχισμό
Δείτε και: Αόρατοι ασκητές σε όλη την Ορθοδοξία
Οι άγιοι αναρχικοί
Κάτι τύποι με μαύρα που ζουν στον κόσμο τους...
"Εις Όρος μικρόν": μια ταινία (& πολλά links) για το μοναχισμό
Από «πάρτι» σε μοναστήρι – Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης
"Νεκρός": Η ζωή αυτού του αγίου ήταν που ενέπνευσε το γέροντα Πορφύριο να κάνει κάτι παρόμοιο. Έφυγε για το Άγιο Όρος σε ηλικία περίπου 13 ετών, κρυφά απ' τη μάνα του. Ο Θεός όμως τον έστειλε πίσω λίγα χρόνια αργότερα, δίνοντάς του ένα πρόβλημα υγείας που του απαγόρευε να ζήσει στο Όρος.
Βέβαια ο άγιος Ιωάννης και ο γέροντας Πορφύριος άγιασαν. Όμως τέτοια παραδείγματα είναι σαν τα επικίνδυνα ακροβατικά που γίνονται από κασκαντέρ: περιέχουν την ένδειξη: "Όσα βλέπετε γίνονται από επαγγελματία - μην το επιχειρήσετε". Εμείς μπορούμε, αν θέλουμε, να το επιχειρήσουμε, αλλά πιθανόν τα αποτελέσματα να είναι τραγικά. Κάτι παρόμοιο ισχύει κι εδώ.
Το αναδημοσιεύουμε από το ωραίο βιβλίο του αείμνηστου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Ηλία Βουλγαράκη "Καθημερινές ιστορίες Αγίων και αμαρτωλών στο Βυζάντιο" (εδώ).
Ο βίος του αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη έχει κάποια κοινά σημεία με το βίο του αγίου Αλέξιου του Ανθρώπου του Θεού (17 Μαρτίου).
Τον
λέγανε Ιωάννη και ήταν δώδεκα χρονών. Ζούσε στην Κωνσταντινούπολη γύρω
στα μέσα του 5ου αιώνα. Ο πατέρας του Ευτρόπιος, που ήταν συγκλητικός,
είχε παντρευτεί τη Θεοδώρα, κόρη γνωστής οικογένειας της
Κωνσταντινουπόλεως. Κι οι δυό τους άνηκαν στους ευγενείς και ήσαν
πλούσιοι.
Από την αφήγηση συμπεραίνουμε ότι ο Ιωάννης πρέπει να ήταν μοναχογιός. Οι γονείς του φρόντισαν να του προσφέρουν καλή μόρφωση, ενώ ταυτόχρονα ενδιαφέρθηκαν να του δώσουν και σωστή αγωγή. Χαρακτηριστική ήταν η αρχή τους να μην έχει το παιδί χρήματα πέρα από τα αναγκαία και να αποφεύγει εξωσχολικές συντροφιές ακόμη και με τους συμμαθητές του.
Φαίνεται ότι η μέριμνα των γονιών για το παιδί τους περιοριζόταν σε μια κοσμική αγωγή σύμφωνη με το πνεύμα της τότε άρχουσα τάξης που κύριο μέλημα ήταν η κοινωνική αναγνώριση και προβολή.
Όμως το παιδί διακρινόταν για την ευαισθησία του και την ευγένειά του.
Προφανώς η τυπική κοσμική ηθική του περιβάλλοντός του δεν το γέμιζε.
Το κενό αυτό κάλυψε ξαφνικά η γνωριμία του με ένα μοναχό, άγνωστου σε μας ονόματος, που προερχόταν από τη γνωστή Μονή των Ακοιμήτων της Βιθυνίας. Η καινούργια του εμπειρία τον οδήγησε στην απόφαση να αφήσει τον κόσμο και να περάσει σε έναν άλλον τρόπο ζωής που ένιωθε ότι του ταίριαζε περισσότερο. Παρά το νεαρό της ηλικίας του αποφάσισε να ακολουθήσει το μοναχό και να περιβληθεί το τίμιο ένδυμα του ολοκληρωτικά δοσμένου στο Θεό.
Στην πρόταση του μονάχου να πραγματοποιήσει ο νέος την επιθυμία του αφού ανακοινώσει την πρόθεσή του στους γονείς του, ο Ιωάννης του είπε: «Κύριε μου, είμαι ο μόνος που ξέρω την καρδιά των γονιών μου και την αγάπη που έχουν για μένα, ιδιαίτερα μάλιστα της μητέρας μου. Αν μάθει το σκοπό μου, τα δάκρυα της θα αναστείλουν την πρόθεση μου. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να φύγουμε χωρίς να το μάθει». Ο μοναχός απάντησε: «Ας κάνουμε όπως θέλεις παιδί μου· γνωρίζω ότι ο Κύριος ευλογεί την επιθυμία σου»
Τότε ο Ιωάννης παίρνει το μοναχό και κατεβαίνει στο γιαλό, όπου βρίσκει πλοίο. Αναζήτα τον πλοίαρχο και του λέει: «Αδελφέ, σε παρακαλούμε να μας νοικιάσεις το πλοίο σου και να μας πας στα μέρη της Μονής των Ακοιμήτων». Κι ο πλοίαρχος του απάντησε: «Εγώ γι’ αυτή τη δουλειά βρίσκομαι εδώ, για να φορτώσω το πλοίο μου. Για το ταξίδι σας χρειάζομαι εκατό νομίσματα». Ο Ιωάννης του απάντησε: «Περίμενε, αδελφέ, τρεις μέρες και θα το νοικιάσω».
Μετά τη συμφωνία γύρισαν πίσω. Τότε ο Ιωάννης είπε κατ’ ιδίαν στο μοναχό: «Το κόστος του ταξιδιού είναι ακριβό, ωστόσο είναι καλύτερο να φύγω από τους γονείς μου πολύ νέος παρά να με κρατήσουν. Πάω να μιλήσω στους γονείς μου με τρόπο διπλωματικό για να μου δώσουν χρήματα ώστε να μπορέσουμε να πληρώσουμε τον καπετάνιο». Kι ο μοναχός του απάντησε: «Πήγαινε, παιδί μου, και ο Κύριος θα τα φέρει δεξιά».
Από την αφήγηση συμπεραίνουμε ότι ο Ιωάννης πρέπει να ήταν μοναχογιός. Οι γονείς του φρόντισαν να του προσφέρουν καλή μόρφωση, ενώ ταυτόχρονα ενδιαφέρθηκαν να του δώσουν και σωστή αγωγή. Χαρακτηριστική ήταν η αρχή τους να μην έχει το παιδί χρήματα πέρα από τα αναγκαία και να αποφεύγει εξωσχολικές συντροφιές ακόμη και με τους συμμαθητές του.
Φαίνεται ότι η μέριμνα των γονιών για το παιδί τους περιοριζόταν σε μια κοσμική αγωγή σύμφωνη με το πνεύμα της τότε άρχουσα τάξης που κύριο μέλημα ήταν η κοινωνική αναγνώριση και προβολή.
Όμως το παιδί διακρινόταν για την ευαισθησία του και την ευγένειά του.
Προφανώς η τυπική κοσμική ηθική του περιβάλλοντός του δεν το γέμιζε.
Το κενό αυτό κάλυψε ξαφνικά η γνωριμία του με ένα μοναχό, άγνωστου σε μας ονόματος, που προερχόταν από τη γνωστή Μονή των Ακοιμήτων της Βιθυνίας. Η καινούργια του εμπειρία τον οδήγησε στην απόφαση να αφήσει τον κόσμο και να περάσει σε έναν άλλον τρόπο ζωής που ένιωθε ότι του ταίριαζε περισσότερο. Παρά το νεαρό της ηλικίας του αποφάσισε να ακολουθήσει το μοναχό και να περιβληθεί το τίμιο ένδυμα του ολοκληρωτικά δοσμένου στο Θεό.
Στην πρόταση του μονάχου να πραγματοποιήσει ο νέος την επιθυμία του αφού ανακοινώσει την πρόθεσή του στους γονείς του, ο Ιωάννης του είπε: «Κύριε μου, είμαι ο μόνος που ξέρω την καρδιά των γονιών μου και την αγάπη που έχουν για μένα, ιδιαίτερα μάλιστα της μητέρας μου. Αν μάθει το σκοπό μου, τα δάκρυα της θα αναστείλουν την πρόθεση μου. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να φύγουμε χωρίς να το μάθει». Ο μοναχός απάντησε: «Ας κάνουμε όπως θέλεις παιδί μου· γνωρίζω ότι ο Κύριος ευλογεί την επιθυμία σου»
Τότε ο Ιωάννης παίρνει το μοναχό και κατεβαίνει στο γιαλό, όπου βρίσκει πλοίο. Αναζήτα τον πλοίαρχο και του λέει: «Αδελφέ, σε παρακαλούμε να μας νοικιάσεις το πλοίο σου και να μας πας στα μέρη της Μονής των Ακοιμήτων». Κι ο πλοίαρχος του απάντησε: «Εγώ γι’ αυτή τη δουλειά βρίσκομαι εδώ, για να φορτώσω το πλοίο μου. Για το ταξίδι σας χρειάζομαι εκατό νομίσματα». Ο Ιωάννης του απάντησε: «Περίμενε, αδελφέ, τρεις μέρες και θα το νοικιάσω».
Μετά τη συμφωνία γύρισαν πίσω. Τότε ο Ιωάννης είπε κατ’ ιδίαν στο μοναχό: «Το κόστος του ταξιδιού είναι ακριβό, ωστόσο είναι καλύτερο να φύγω από τους γονείς μου πολύ νέος παρά να με κρατήσουν. Πάω να μιλήσω στους γονείς μου με τρόπο διπλωματικό για να μου δώσουν χρήματα ώστε να μπορέσουμε να πληρώσουμε τον καπετάνιο». Kι ο μοναχός του απάντησε: «Πήγαινε, παιδί μου, και ο Κύριος θα τα φέρει δεξιά».
Εικ. από εδώ
|
Τότε η μητέρα του λέει: «Περίμενε σήμερα, παιδί μου, κι εγώ θα πείσω τον πατέρα σου να σου δώσει χρήματα και συ χρησιμοποίησε τα όπως θέλεις». Όταν η μητέρα συνάντησε τον άνδρα της του μετέφερε τα λόγια του παιδιού τους. Κι ο πατέρας χωρίς δισταγμό της απαντά: «θα του δώσω εκατό νομίσματα και συγχρόνως ένα φύλακα για να τον προσέχει, ώστε το παιδί να μην ξεκλίνει σε αισχρές και άκαιρες ανάγκες». Με την πρόταση του πατέρα έμεινε σύμφωνη και η μητέρα. Η ίδια στη συνέχεια φώναξε τον Ιωάννη και μπροστά στον πατέρα του έδωσαν τα χρήματα και τον υπηρέτη που θα τον φύλαγε.
Όταν ο Ιωάννης πήρε τα νομίσματα έτρεξε με μεγάλη χαρά στον αββά, μαζί με το φύλακά του. Λέει στο μοναχό: «Κύριε, ο άνθρωπος αυτός που με συνοδεύει είναι δικός μου και θα παραμείνει μαζί σου ώσπου να πάω να βρω τους συμμαθητές μου για να ορίσω σ’ αυτούς την ημέρα της υποδοχής».
Ο Ιωάννης φεύγει, κρατώντας τα χρήματα, και πάει να βρει τον καπετάνιο . Όταν τον συνάντησε του είπε: «Αδελφέ, θα μισθώσεις το πλοίο σου μόνο για το μοναχό και για μένα». Ο καπετάνιος απάντησε: «Σου είπα ότι η εκμίσθωση του πλοίου είναι ακριβή. Αν όμως θέλετε, μπορώ να σας πάρω μαζί με το φορτίο μου». Κι ο νέος του απαντά: «Πάρε το μισθό σου και φρόντισέ μας». Ταυτόχρονα του δίνει τα χρήματα και του λέει: «Σε παρακαλώ να ελέγξεις τον αέρα κι όταν δεις ότι ο άνεμος είναι κατάλληλος για ταξίδι ειδοποίησε με». Ο καπετάνιος πήρε τα χρήματα και του λέει: «Πήγαινε εν ειρήνη, κύριε μου, κι εγώ θα σας μεταφέρω». Όταν ο Ιωάννης επέστρεψε, διηγήθηκε στον αββά, κρυφά από το παιδί που τον φύλαγε, τα γεγονότα.
Η μέρα της αναχωρήσεως δε άργησε. Βρήκαν τρόπο να απαλλαγούν από το φύλακα, ανέβηκαν στο πλοίο και έβαλαν πλώρη για τον προορισμό τους. Όταν έφτασαν στη μονή των Ακοιμήτων δέχτηκαν τον Ιωάννη, παρά την ηλικία του. Αλλά δεν περιορίστηκαν μέχρις εδώ. Η επίμονη αίτησή του να λάβει το μοναχικό ένδυμα εκτιμήθηκε από τον ηγούμενο και του το παραχώρησε. Ο νέος μοναχός αποδείχτηκε άξιος σε όλα.
Ο αδόκιμος όμως τρόπος του ξεκινήματός του για το μοναχισμό φαίνεται ότι τον προβλημάτιζε. Έτσι, μετά από έξι χρόνια ασκήσεως στο μοναστήρι επέστρεψε, με την άδεια του ηγουμένου, στην οικογένεια του. Η επιστροφή όμως αυτή ήταν ιδιόμορφη. Χωρίς να τον γνωρίσουν οι γονείς του, τους ζήτησε την άδεια να φτιάξει μια καλύβα σε ένα μέρος της μεγάλης αυλής του αρχοντικού και να εγκαταβιώσει εκεί. Οι γονείς του έδωσαν τη συγκατάθεση, χωρίς ωστόσο να περάσει απ’ το μυαλό τους ούτε ίχνος απορίας για το ποιος ήταν ο μοναχός. Τον γνώρισαν όταν ο Ιωάννης διαισθάνθηκε την κοίμησή του και κάλεσε τη μητέρα του. Βεβαίωση ότι ήταν ο γιός της υπήρξε ένα πολύτιμο Ευαγγέλιο που του το είχαν χαρίσει όταν ήταν μικρός. Όταν εκδήμησε εις Κύριον τον έθαψαν στον τόπο της καλύβας του. Πάνω στο μνήμα του οικοδομήθηκε ναός.
Απολυτίκιο, ήχος δ΄
Εκ βρέφους τον Κύριον, επιποθήσας θερμώς, τον κόσμον κατέλιπες, και τα εν κόσμω τερπνά, και ήσκησας άριστα. Επηξας την καλύβην, προ πυλών σων γονέων. Έθραυσας των δαιμόνων τας ενέδρας, παμμάκαρ. Διό σε, Ιωάννη, Χριστός αξίως εδόξασεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου